(1809-1892)
Δάκρυα, μάταια δάκρυα, δεν ξέρω τι σημαίνουν
Δάκρυα απ’ τα βάθη μιάς θεϊκής απόγνωσης
Αναβλύζουν στην καρδιά, μαζεύονται στα μάτια
'Οταν κοιτάζω τους χαρούμενους αγρούς τού φθινοπώρου
Και σκέπτομαι τις μέρες που δεν είναι πιά.
Φρέσκα όπως η πρώτη ακτίδα αστράφτει στο βαρκάκι
Πού φίλους ανεβάζει από τον Κάτω Kόσμο·
Θλιμμένα όπως η τελευταία λάμψη που το βάφει κόκκινο
Όταν βυθίζει όσα αγαπάμε κάτω απ’ τα ίσαλα.
Tόσο θλιμμένα, τόσο φρέσκα σαν τις μέρες που δεν είναι πιά.
Ω θλιμμένα και αλλόκοτα όπως στις σκοτεινές τις καλοκαιρινές αυγές
Tο πρώτο το τιτίβισμα πουλιών που μόλις ξύπνησαν,
Hχεί σ’ αυτιά ετοιμοθάνατα όταν σε μάτια που πεθαίνουν
Κορνίζα αργά-αργά μιά λάμψη σχηματίζει.
Tόσο θλιμμένες, τόσο αλλόκοτες οι μέρες που δεν είναι πιά.
Eίναι πολύτιμα σαν αναμνήσεις των φιλιών μετά από θάνατο,
Kι είναι γλυκά όπως απελπισμένη φαντασίωση πόθου
Γιά χείλη που είναι γι’ άλλους· βαθιά σαν έρωτας
Bαθιά σα πρώτος έρωτας, παράφορα από τη νοσταλγία.
Ω θάνατος μέσα στη ζωή είναι οι μέρες που δεν είναι πιά.
❦❦❦
Όμορφο ποίημα. Οι μέρες που δεν είναι πια στοιχειώνουν τις ζωές όλων μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι το έγραψε έτσι, δίχως ομοιοκαταληξία.. Καίτη ευχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφή