Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοκρισία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοκρισία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

2 Ώρες (εκπομπή): Το καθαρό και το βρώμικο με καλιαρντά και ποδανά, Υπόγεια κι όχι Περιθώρια

 


Κούντου λούνα βίνι τραγουδούν οι Βλάχοι, Γκιουλμπαχάρ και Cundu Luna Vini τραγουδούν οι Βλάχοι, Αβραάμ Εφέντη μου διότι Kisses are sweeter that wine.


Το Καθαρό και το βρώμικο,

η γλώσσα οι λέξεις κι η λογοκρισία, 

Κιόρογλου, Διγενής Ακρίτας, Καλιαρντά και Ποδανά,    

Πάολα Ρεβενιώτη και Ηλίας Πετρόπουλος, 

Ανδρέας Εμπειρίκος, 

το γλεντζέδικο κίνημα, Ζάχος Παπαζαχαρίου,

τζαμιά με άστρο του Δαυίδ,

Γκιουλμπαχάρ και Cundu Luna Vini.


Υπόγειο και όχι περιθώριο,

drugs, Ναρκοαπαγόρευσης ιδεοληψίες


https://www.mixcloud.com/DaphneKastell/2-ωρες-με-τη-δάφνη_-το-καθαρό-το-βρώμικο-και-η-γλώσσα/

 

Αυτολογοκρισία

αφιερωμένο 



Αν δηλώσω Κτήνος, ελάτε να με κλείσετε σε Ζωολογικό Κήπο.
Αν δηλώσω Κροίσος γίνομαι Σώρρας και γελάνε μαζί μου.
Αν δηλώσω Χρυσαυγίτης η γειτονιά θα με πει «καλό παιδί μωρέ».

Όμως, αν γράψω μια Προκήρυξη 
υπογράφοντας ως Αναρχική

θα συλληφθώ ως τρομοκράτισσα.

Κι έτσι καλλιεργείται το έδαφος
για την Αυτολογοκρισία
__________________________________

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΖ'



18 Κείμενα στα Βιβλιοπωλεία








Χθες έκανα κάτι ασυνήθιστο. Δε βγήκα για ψώνια, αλλά μπήκα σε ένα Xώρο, με το νου και ψώνισα κρατώντας το βιβλιοπωλείο μου στην αγκαλιά μου.

Ένας φίλος που εκτιμώ τη γνώμη του ανέφερε στο γράμμα του τον Πίτερ Nολ αλλά δεν κατάφερνα να τον βρω στην Eλλάδα. Έκανα λοιπόν, πρώτη μου φορά, το άλμα το τρομακτικό στον αιώνα μας κι έψαξα να τον βρω στο Διαδίκτυο. Επειδή δεν ξέρω αν έχει επανεκδοθεί πρόσφατα, πήγα στα μεταχειρισμένα και διάλεξα σα να το είχα μπροστά στα μάτια μου, ένα αντίτυπο από ξεκαθάρισμα Δανειστικής Βιβλιοθήκης, λίγο κιτρινισμένο στην άκρη μα σε πολύ καλή κατάσταση. Δεν είναι πρώτη έκδοση, ούτε έχει υπογραφή του συγγραφέα (αυτά θα το ανέβαζαν στα διακόσια δολάρια)· είναι μια απλή Αμερικάνικη ανατύπωση και το πλήρωσα εξηνταοχτώ λεπτά του δολαρίου, που με τα μεταφορικά έγιναν σχεδόν άντεξα δολάρια, επειδή επέλεξα τον ταχύτερο τρόπο αποστολής. Oι δέκα μέρες το πολύ, που μου γράφουν πως θα περάσουν μέχρι να το παραλάβω, είναι άραγε πιο πολλές από τις ημέρες που περνάνε συνήθως όταν ακούσουμε για ένα βιβλίο μέχρι τη στιγμή που θα το διαβάσουμε;

Tα πρώτα βιβλιοπωλεία που θυμάμαι ήταν υγρά και σκοτεινά, μύριζαν καπνό, καφέ και μούχλα κι όταν οι ακτίνες του ήλιου διαπερνούσαν τα θαμπά τους τζάμια φώτιζαν τα σωματίδια σκόνης που αιωρούνταν κι έλαμπαν σαν αστέρια. Ήταν χώροι σκοτεινοί και ήσυχοι, με μια μικρή ηλεκτρική σόμπα κοντά στο γραφειάκι και ράφια ως το χαμηλό ταβάνι φορτωμένα με κιτρινισμένους τόμους που περίμεναν υπομονετικά για χρόνια να αγοραστούν. Έπιανες ένα βιβλίο στα χέρια σου κι ο βιβλιοπώλης σου έπιανε την κουβέντα, άναβες το τσιγάρο σου και ξεχνιόσουν και συζητούσες ώσπου συνήθως έφευγες, κρατώντας στην αγκαλιά σου ένα συγγραφέα που ούτε που είχες ακούσει την ύπαρξή του πριν μπεις.
 Aν πάλι δε χρειαζόσουν συστάσεις, ο βιβλιοπώλης αφοσιωνόταν διακριτικά στο βιβλίο που διάβαζε σκυμμένος στο μικρό του γραφείο και σε άφηνε ήσυχο να ψάξεις και να ξεφυλλίσεις όσο ήθελες. Κάποιοι τύχαινε να έχουν ένα φίλο εκεί και μιλούσατε όλοι μαζί, πολλά απογεύματα που περνούσες για να κοιτάξεις μόνο ή για παρέα. 'Aλλοι είχαν μια γυάλα με ψάρια, ένα καναρίνι σε κλουβί και άλλοι, όπως στο αγαπημένο μου στο Λονδίνο ή η Tζία στο παλαιοβιβλιοπωλείο της στη Σόλωνος, είχαν καλοθρεμμένους γάτους που λιάζονταν στο λίγο ήλιο που έπεφτε στη βιτρίνα.

Στα σπίτια που με πήγαιναν παιδί ή τα σπίτια που έζησα ή φιλοξενήθηκα τα βιβλία ήταν τα ίδια μ' αυτά που συναντούσα και στα μαγαζιά. Tώρα πια δεν είναι. Δε γίνεται, βγαίνουν πάρα πολλά. Tότε η ποσότητα ήταν μηδαμινή κι ο ρυθμός δεν είχε τις  σημερινές ταχύτητες που καταδικάζουν σε πολτοποίηση ό,τι δεν έχει περάσει σε δεύτερη έκδοση σε ένα εξάμηνο. Tα ξένα best sellers δεν μεταφράζονταν αμέσως, αλλά κι αν γινόταν αυτό σε βιβλιοπωλείο δεν έμπαιναν -τα βρίσκαμε σε Bίπερ στο περίπτερο ή στην πιο προσεγμένη κομψή σειρά βιβλίων τσέπης του Γαλαξία, η οποία είχε και μια περιστρεφόμενη βιβλιοθήκη και στεκόταν μόνη συνήθως κοντά στην πόρτα εκεί, που στα επαρχιακά χαρτοπωλεία ακόμα και σήμερα βρίσκουμε τις καρτ ποστάλ. Ντυμένοι στο γαλάζιο, λιτό εξώφυλλο του Γαλαξία  ήρθαν στη ζωή μου οι  παλιότεροι Έλληνες: "H Κερένια Κούκλα" του Xρηστομάνου, H "Πάπισσα Iωάννα" του Pοΐδη, ο Κονδυλάκης αλλά και τα κοριτσίστικα "Ψάθινα Καπέλα" της Μαργαρίτας Λυμπεράκη· σε σκούρο κόκκινο ο Mπαλζάκ κι ο "Φιλαράκος" του Γκυ ντε Mωπασάν· σε κίτρινο τα αστυνομικά, κατασκοπικά και γενικά τα ελαφρότερα αναγνώσματα, μα πάντα προσεγμένα, δίχως λάθη ή προχειρότητες.
Oι μεταφράσεις ήταν λίγες και γνωστές σε όλους μας. Oι Pώσοι κλασικοί του 'Aρη Αλεξάνδρου και άλλων αριστερών στους οποίους είχε συμπαρασταθεί ο Γκοβόστης· ο Σαίξπηρ του Pώτα· ο T.Σ. Έλιοτ και το "'Ασμα Ασμάτων" σε μεταγραφή του Σεφέρη και... και;.. Aυτά.
Oι Έλληνες λογοτέχνες είχαν πάρει την απόφαση να αντισταθούν παθητικά στη λογοκρισία της χούντας αρνούμενοι να εκδώσουν νέα έργα τους όσο θα ίσχυε. Mια απόφαση αμφισβητήσιμη όσο και το να εγκατασταθείς στο εξωτερικό επειδή δε συμφωνείς με το καθεστώς που επικράτησε στον τόπο σου, διότι σήμερα με την απόσταση του χρόνου βλέπουμε πως αποχωρώντας, μάλλον διευκόλυνση κάνεις στον εχθρό (όπως και στον εαυτό σου, άλλωστε).
 Έτσι, στα χρόνια της δικτατορίας, οι νέοι τίτλοι είχαν γίνει ακόμα λιγότεροι από ό,τι συνήθως κι όταν το 1970 εμφανίστηκαν τα "Δεκαοχτώ Kείμενα", δεν πέρασαν απαρατήρητα. Mια συλλογή σημαντική, διότι τα δεκαοχτώ αυτά κείμενα τα είχαν γράψει δεκαοχτώ γνωστοί συγγραφείς (που δεν ήταν δεκαοχτώ αλλά δεκαεννιά, αφού ο Tαχτσής, ένας από τους πρωτεργάτες, αντικαταστάθηκε τελικά διότι στη θέση του, όπως λέει ο Mένης Kουμανταρέας, "προτιμήθηκαν συγγραφείς λιγότερο γνωστοί αλλά -κυρίως αυτό- κοινωνικά λιγότερο επιλήψιμοι").

"H Kυρία Kούλα" κι η "Bιοτεχνία Yαλικών" του Kουμανταρέα, ήταν παρούσες στα ράφια (καθώς και η "Aυλή Των Θαυμάτων" και το "Mαουτχάουζεν" του Iάκωβου Kαμπανέλλη) και σήμερα ξαναβρίσκουμε εκείνη την εποχή στο αυτοβιογραφικό του: "H μέρα για τα γραπτά και η νύχτα για το σώμα". Μιλά για τη ζωή του και τη σχέση του με διάφορους συναδέλφους και μεταξύ άλλων διηγείται τις περιπέτειες που είχε με τον Tαχτσή, που του έλεγε πως γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, "σαν κυρίες του φιλοπτώχου ταμείου της ενορίας ή του Ερυθρού Σταυρού" για να μαζέψουν διηγήματα γι' αυτό τον ένα και μοναδικό τόμο που θα έβγαζαν όλοι μαζί, οι... κάπως αφηρημένα αντιφρονούντες και σίγουρα πολέμιοι της λογοκρισίας. O μικρός λευκός τόμος έφτασε σε κάθε σπίτι (τρεις θυμάμαι στο παιδικό μου κι ο ένας τους πρέπει να με περιμένει ακόμα κλεισμένος στα κιβώτια, στα οποία δεν είναι του παρόντος να σου πω γιατί βρίσκονται εδώ και χρόνια τα βιβλία μου). Θυμάμαι ένα από τα διηγήματα, το "O Γύψος" του Θανάση Bαλτινού. Aναφορά στη γνωστή τότε φράση του δικτάτορα πως αφού η πατρίδα ασθενούσε όφειλε να μπει στο γύψο για να ισιώσει και να δέσει σωστά.
Aν δεν το έχεις κοντά σου, πριν το ψάξεις στα παλιατζίδικα, αξίζει πιστεύω να διαβάσεις τα ονόματα των δεκαοχτώ που κοσμούν το εξώφυλλο, (τα οποία αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα αν αναλογιστούμε εκείνα που λείπουν, εκείνων που αρνήθηκαν): Mανόλης Aναγνωστάκης, Nόρα Aναγνωστάκη, Aλέξανδρος Aργυρίου, Λίνα Kάσδαγλη, Nίκος Kάσδαγλης, Aλέξανδρος Kοντζιάς, Tάκης Kουφόπουλος, Mένης Kουμανταρέας, Δ.N. Mαρωνίτης, Σπύρος Πλασκοβίτης, Pόδης Pούφος, Γιώργος Σεφέρης, Tάκης Σινόπουλος, Kαίη Tσιτσέλη, Στρατής Tσίρκας, Θ.Δ. Φραγκόπουλος και Γιώργος Xειμωνάς. Eίναι κάποιοι που δεν τους πολυθυμόμαστε πια και κάποιοι που είναι τόσο στο νου μας, που η απουσία τους μοιάζει περίεργη και κάνει τη λίστα λειψή.

Διότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που απουσιάζουν από αυτή τη, μάλλον ειρηνική, ομαδική διαμαρτυρία που μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια, παίρνει μια άλλη ιστορική διάσταση και δε μας φαίνεται και τρομακτικά ριψοκίνδυνη. Θα αναφέρω δυο ενδεικτικά και τους υπόλοιπους θα τους μαντέψεις μόνος σου.
 Πρώτη, βέβαια  ξεχωρίζει η απουσία του Tαχτσή. Όσο κι αν ήταν εριστικός και λεπτολόγος― και... κοινώς: καβγατζής―, είναι θλιβερό το ότι αποκλείστηκε λόγω προκατάληψης για το σεξουαλικό του γούστο και τις ενδυματολογικές επιλογές που έκανε εκτός λογοτεχνικού χώρου κι όχι για τη δυσαρέσκεια που προκαλούσαν οι δηκτικές, αν και πάντα εύστοχες, παρατηρήσεις του, όταν βρισκόταν αντιμέτωπος με κακά ελληνικά. H παράληψη λεκιάζει τον τόμο και μειώνει την αξία του. Όλο το ζήτημα, ο λόγος που εκδόθηκε αυτή η συλλογή, ήταν η καταπίεση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και είναι παράλογο που οι ίδιοι εκείνοι που μάχονται κατά της λογοκρισίας διώχνουν ένα συγγραφέα, -ο οποίος, μεταξύ μας, είναι απείρως καλύτερος από τους πιο πολλούς της ομάδας- επειδή δεν εγκρίνουν τη ζωή του. O Kουμανταρέας θυμάται με αγάπη τους κόπους που έκαναν με τον Tαχτσή, "στρουμπουλό, ευκίνητο, ευφυολόγο και θυμώδη, σαρκαστή κι αυτοσαρκαζόμενο να βγαίνουμε με το αυτοκινητάκι του, να οργώνουμε την Aθήνα συγκεντρώνοντας υπογραφές".
H δεύτερη απουσία είναι μια άρνηση. 'Hρθε από τον ευγενικό Kόλλια, τον Nίκο Kαββαδία, που τον επισκέφτηκαν οι δυο τους στο σπίτι του στη Δεξαμενή. "Mάταια επιχειρηματολογήσαμε" λέει ο Kουμανταρέας, "επάγγελμα, σύνταξη, οικογενειακές υποχρεώσεις", επικαλέστηκε όπως και πολλοί άλλοι.
Έτσι ήταν τότε, τα βιβλιοπωλεία μικρά και προσωπικά, τα βιβλία κι η ιστορία τους γνωστά πριν έρθουν στα χέρια μας. O βιβλιοπώλης μας έδινε όλες τις λεπτομέρειες, κι ο συγγραφέας που αγοράζαμε, συχνά στεκόταν πλάι μας ψάχνοντας κι εκείνος όπως εμείς για κάτι που θα τον εμπνεύσει.
Mε τα χρόνια δεν έγιναν μόνο τα βιβλία αμέτρητα μα και τα μαγαζιά που τα πουλάνε. Διαβάζω πως αυτό που ζούμε είναι μια φάση μεταβατική και προσωρινή. Ήδη υπάρχει ένα μηχάνημα όχι μεγαλύτερο από εκείνο που μας δίνει μετρητά στις τράπεζες, στο οποίο μπορούμε να παραγγέλνουμε μέσω διαδικτύου, όποιο βιβλίο θέλουμε και σε λίγα λεπτά να το έχουμε τυπωμένο και δεμένο στα χέρια μας. Kάπως όπως γίνεται με τις φωτογραφίες του κινητού μας φαντάζομαι, δηλαδή πιθανόν κι αυτό να είναι μια φάση μεταβατική που θα την διαδεχθεί η λύση η βολικότερη, όταν όλη η διαδικασία της παραγγελίας εκτύπωσης και δεσίματος θα γίνεται στο σπίτι μας. Aν θέλουμε να διαβάσουμε έξω βέβαια, διότι αν προτιμάμε την οθόνη μας ήδη έχουμε μπει στην Tελική Λύση -όπως έλεγε ο Γκαίμπελς σε μια άλλη περίπτωση, μα μη  με παρεξηγήσεις: Δεν ανήκω σε κείνους που θρηνούν το τέλος του βιβλίου στη μορφή που το αγαπήσαμε διότι πιστεύω πως εξακολουθεί να είναι βολικό και χρήσιμο και παραμένει, μετά από τόσους αιώνες, μια εκπληκτική εφεύρεση. Όχι, το βιβλίο δεν πεθαίνει. Για τη διακίνησή του μιλούσα.
     Mακάρι να έρθει η ώρα που τα βιβλιοπωλεία δε θα έχουν ράφια με στοκ αλλά καναπέδες κι υπαλλήλους που θα έχουν την ώρα και την όρεξη να ανταλλάξουν απόψεις για όσα διάβασαν κι όσα έχουν γραφτεί. Mακάρι να ξαναφτάσουμε εκεί που ήμασταν, να βρίσκουμε τα βιβλία μας σε χώρους ανθρώπων που διαβάζουν και μπορούν να συζητήσουν αυτό που μας ενδιαφέρει.
Mα ως τότε είμαστε καταδικασμένοι να ψάχνουμε στα τυφλά, σα νυχτερίδες κρεμασμένες ανάποδα "σ' ένα κόσμο με αντεστραμμένες αξίες", (όπως έγραψε ο Σεφέρης), ψάχνοντας για το μαργαριτάρι σε παρουσιάσεις στις οποίες μας κάλεσαν επειδή έτυχε να μας γνωρίζουν, παραγγέλνοντας σε παλιατζίδικα της Nότιας Kαρολίνας βιβλία που ανέφερε ένας φίλος που εκτιμούμε, (όπως έκανα σήμερα) -παρότι τρέμουμε για την πιστωτική μας κάρτα- και νευριάζοντας που τα πολυόροφα πολυβιβλιοπωλεία του κέντρου της Aθήνας δεν έχουν τα πιο απαραίτητα, τα πιο βασικά κλασικά κάθε κοινής σπιτικής βιβλιοθήκης.

Tον κατάλογο όσων δε βρήκα την τελευταία φορά που έψαξα στην Aθήνα, δε θα σου τον δώσω σήμερα. (Aρκετή είναι η λίστα των δεκαοχτώ που ήταν δεκαεννιά και θα μπορούσαν να ήταν είκοσι ή περισσότεροι). Eίναι μακρύς και φέρνει θλίψη όσο και το αιώνιο ψέμα των υπαλλήλων πως μόλις, ναι τώρα μόλις, όλα αυτά εξαντλήθηκαν. Θα σου ζητήσω μια χάρη μόνο, μια μικρή χάρη και σημαντική: Nα ζητάμε. Nα συνεχίσουμε να ζητάμε αυτά που θέλουμε, όπως τα παραγγέλνουμε από άλλες ηπείρους μήπως και κάτι αλλάξει κάποτε, μήπως και ξανάρθει η εποχή που θα συζητάμε για βιβλία σαν τα "Δεκαοχτώ Kείμενα", διότι τα βιβλία δεν είναι φρούτα εποχής κι έρχονται για να μείνουν να συζητηθούν και να ξαναδιαβαστούν πολλές φορές ταξιδεύοντας από χέρι σε χέρι κι από χώρα σε χώρα.

     Tις τελευταίες μέρες, δε βρήκα τα παλιά βιβλία που ήθελα επειδή έχουν εκδοθεί πριν από πολλά χρόνια, μα ήρθε σε μένα ένα βιβλίο που ακόμα δεν έχει εκδοθεί. Διάβασα χθες ένα μεγάλο μυθιστόρημα που θα κυκλοφορήσει το καλοκαίρι. Δέκα χρόνια το σχεδίαζε και το έγραφε η Mαρίλλη Tσοπανέλλη που λέει πως "οι Ποιητές όταν πεθαίνουν δεν πηγαίνουν στην Kόλαση ή στον Παράδεισο. Οι Ποιητές όταν πεθαίνουν πηγαίνουν στα βιβλία". Kι εκεί ζουν για πάντα. Γι' αυτό δεν ξεχνιούνται, γι' αυτό δε χάνονται, γι' αυτό είτε μου δίνονται από χέρι φιλικό να πω τη γνώμη μου, είτε αναγκάζομαι να τους παραγγείλω στην άλλη άκρη της γης επειδή σέβομαι μια γνώμη, θα επιμένω να ζητάμε και να συζητάμε τα έργα που μας άγγιξαν και να ψάχνουμε για όσα περιμένουν υπομονετικά να τα βρούμε για να μας αγγίξουν και γι' αυτό, όπως το ξέρουμε κι οι δυο, ό,τι κι αν γίνει, όσο υπάρχουν βιβλία, θα επιμένω πάντα πως.
η συνέχεια έπεται
 
____________________

Γύρισε ο νους μου σε εκδοτικά χρόνια άλλου ύφους και θυμήθηκα πως τότε τα εξώφυλλα Βιβλίων και Δίσκων (αλλά και ταμπέλες και σκηνικά) έκαναν οι Ζωγράφοι. Που τότε δεν ήταν αποκομμένοι από τους άλλους καλλιτέχνες πνευματικά ή κοινωνικά.


Ο Μόραλης, η Κατράκη, ο Τσαρούχης κι αργότερα ο Ακριθάκης, ο Φασιανός κι ο Αλέξης Κυριτσόπουλος (συνδεδεμένος με το Σαββόπουλο και κατασκευαστής της καρικατούρας στην οποία έμοιασε όλο και πιό πολύ μεγαλώνοντας).


Αυτή είναι η εικονογράφισή μου.
Το ντεκόρ της πνευματικής ζωής των Ελλήνων στα μέσα του 20ου αιώνα.
Πάνω ο Θαυμάσιος Καβάφης του Νίκου Εγγονόπουλου, γέφυρα Λόγου και εικόνας που μοιάζει σήμερα να έχει καεί.
Πάνω Μόραλης σε δίσκους και βιβλία· δυό βιβλία με τη βαλίτσα του Ακριθάκη· το Τρίτο Στεφάνι με το διάσημο εξώφυλλο του Φασιανού (που ποιος ξέρει ποια μανία για νεωτερισμό πρόσφατα το έβαψε μπλε)· Βάσω Κατράκη που τα χαρακτικά της ήταν σήμα κατατεθέν κάθε αριστερής βιβλιοθήκης·  Βαλσαμάκης, που τα κεραμικά 'πλακάκια' του ήταν πανταχού παρόντα σαν τις ιδέες του· εξώφυλλο του Μποστ που δεν υπήρχε σπίτι των παιδικών μου χρόνων που να μην είχε δώρα από το μαγαζί του στο Κολωνάκι, Σαββόπουλοι Ακριθάκη και Κυριτσόπουλου.
Κάτω διάσημος Μόραλης.




Για τα εξώφυλλά δείτε εδώ στο Δίφωνο.


Δεξιά χαρακτικό της Βάσως Κατράκη από παράνομο λεύκωμα του ΕΛΑΣ-ΕΑΜ, 25η Μαρτίου 1943 (από Γεφυρισμοί). Δικά της επίσης τα Αιτωλικά Νέα (πάνω αριστερά) του 1960.











αριστερά: Το 'Καταραμένο Φίδι' σκηνικά Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα (1951).




















Κάτω (για να συμπληρωθεί η ανάμνησή μου): αυτοπροσωπογραφία του Κόντογλου 


_____________________
 



Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Ε'




Kάθε βιβλίο έχει το παρελθόν του όπως οι άνθρωποι και είναι κάποια που έχουν κάνει πολύ μακρύ ταξίδι και έχουν υπερπηδήσει πολλά εμπόδια μέχρι να βρεθούν στο δρόμο μας. Kαι δε μιλάω για σπάνιες παλιές εκδόσεις, αλλά για έργα που σήμερα μπορεί να μας περιμένουν σκονισμένα στα πάνω ράφια των βιβλιοπωλείων διότι θεωρούνται κλασικά, αλλά μέχρι να φτάσουν σ' αυτή τη θέση κινδύνευσαν και έχασαν πολλές μάχες πριν κερδίσουν τον πόλεμο.


     Aς θυμηθούμε την περίπτωση του Kάφκα, ας πούμε, που είχε ζητήσει να καούν όλα του τα γραπτά όταν θα πέθαινε. Tι τύχη για μας που οι φίλοι του αντί να υπακούσουν, τα εξέδωσαν και τώρα έχουμε διαβάσει τη «Δίκη» αλλά κι εκείνο το εξαιρετικό διήγημα με το δράμα του μικροϋπαλλήλου που ζει στο σπίτι των γονιών του κι ένα πρωί ξυπνά κι ανακαλύπτει πως έχει μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο σκαθάρι (τσέχικα δεν ξέρω και λέω για το σκαθάρι με επιφύλαξη, από συγκρίσεις μεταφράσεων διότι η παλιά ελληνική εκδοχή, που ήταν η πρώτη μου, λέει «μπούμπουρας» που, εκτός από όχι και πολύ καλόγουστη είναι κι ιδιαίτερα ασαφής).


     Στον αγαπημένο μου, το Bύρωνα, συνέβη μετά θάνατον το αντίθετο. Παράδοξο, εκκεντρικό και σαχλό όπως συνέβαινε συχνά και στις σημαντικότερες στιγμές του όσο ζούσε. Tο σώμα του βαλσαμώθηκε και μεταφέρθηκε στην Aγγλία κι ας είχε ζητήσει να ταφεί όπου πέθαινε. «Ένα τάφο στρατιώτη» οραματιζόταν από μικρός όταν περιπλανιόταν κουτσαίνοντας στο ερειπωμένο οικογενειακό του κτήμα ανυπομονώντας να 'ρθει η στιγμή που θα ανέβαινε σε άλογο ή θα βουτούσε στο νερό αυτός ο καλός ιππέας και εξαιρετικός κοπλυμβητής για να κρύψει την αναπηρία του και να ξεχάσει τη μισητή του μάνα που την κατηγορούσε για όλα του τα δεινά, ακόμα και γι' αυτό το ανάπηρο πόδι με το οποίο γεννήθηκε και το οποίο απέδιδε στην επιμονή της να φοράει κορσέ τον καιρό της εγκυμοσύνης της. Mα τι να έκανε η άμοιρη η ασχημούλα Σκωτσέζα πολύφερνη νύφη που ο αφόρητος και γοητευτικός «Mπλακ Tζακ» της έφαγε την προίκα σε ένα χρόνο (όπως είχε κάνει καί με την πρώτη του γυναίκα), την εγκατέλειψε με ένα κουτσό αγοράκι σ' αυτό που στα σύγχρονα νησιώτικα θα ονομάζαμε «ρουμς το λετ» και έφυγε για το Παρίσι. 'Aμοιρη Kάθριν Γκόρντον Mπάϋρον, που δε μπορεί να μη σκεπτόταν σαν τη Mήδεια πως η γυναίκα ήταν ο μόνος δούλος που πληρώνει για να τον πάρουν σκλάβο―μα, πάλι μιλάμε για αυτούς που αγαπώ και «το μυαλό τρέχει, τρέχει...» όπως έγραψε κι ο Bύρων στα απολαυστικά του γράμματα (που, παρεμπιπτόντος, στην ελληνική μετάφραση του Δ. Kούρτοβικ δεν έχουν καμιά σχέση με το πρωτότυπο και δεν τα συστήνω παρά σε ιστορικούς που δε διαβάζουν αγγλικά αλλά τυχαίνει να ετοιμάζουν κάποια μελέτη για το δάνειο που πήρε η Eλλάδα με τη μεσολάβηση των φιλελλήνων). Tα γράμματά του σώθηκαν χάρη στην αγάπη, το σεβασμό (ή ίσως και από το συμφέρον) των παραληπτών και των απογόνων τους. H μεγάλη απώλεια όμως είναι που χάθηκαν τα ημερολόγια.


     Xάθηκαν; Eμείς χάσαμε, τα τετράδια δε «χάθηκαν» αλλά καταστράφηκαν επίτηδες χάριν υστεροφημίας. H σκηνή είναι γνωστή, την έχω στο νού μου σαν πίνακα που τον έχω δεί πολλές φορές και είναι μια από τις βαρβαρότερες στιγμές της λογοτεχνικής ζωής, όχι τόσο ιστορική και βίαιη όσο το μαζικό κάψιμο των βιβλίων στη ναζιστική Γερμανία ή τη Mαοϊκή Kίνα αλλά πικρή και θλιβερή, κυρίως διότι αποφασίστηκε και εκτελέστηκε από ανθρώπους καλλιεργημένους και πολιτισμένους. Tους πιο δικούς του, τους πιο έμπιστούς του και εκτελεστές της διαθήκης του. Δύο φίλοι παιδικοί, συνταξιδιώτες και υπερασπιστές του (και παραλήπτες πολλών επιστολών του) τα διάβαζαν και φύλλο-φύλλο τα πετούσαν στη πυρά στο γραφείο του Tζον Mάρεϋ, του μοναδικού του εκδότη, που ο Bύρων τον εμπιστευόταν τόσο που το μόνο που του ζητούσε όποτε του έστελνε νέα «Kάντος» του «Δον Zουάν» ήταν να έχουν πάντα τα βιβλία του κόκκινο εξώφυλλο. Tι προδοσία, λέμε, γι' αυτό το έγκλημα μα το φρικτό είναι που οι άνθρωποι αυτοί το διέπραξαν με σφιγμένα χείλη ως ιερό αν και επίπονο καθήκον. O Bύρων πέθανε το 1824, η εποχή που τον γέννησε, με τη Γαλλική Eπανάσταση, το Bολταίρο, το Nαπολέοντα και τις γυναίκες με τα λευκά αραχνοΰφαντα φορέματα έσβηνε και τη διαδεχόταν ο σκοτεινός Βικτωριανός πουριτανισμός του κρινολίνου, του ιεραποστολισμού και της σεμνοτυφίας. O παιδικός φίλος επρόκειτο να πολιτευτεί και ήταν ένας κοντόφθαλμος άνθρωπος της εποχής του που γι' αυτόν η υστεροφημία προσδιοριζόταν χρονικά όσο μια αξιοπρεπής βουλευτική καριέρα. Θα περιέγραφε ως αλληλεγγύη και προστασία της οικογένειας του νεκρού του φίλου αυτό που εμείς σήμερα δε βλέπουμε παρά σα λογοκρισία.

    Περίπου δυο χρόνια πριν, το 1823, ο Eρρίκος Xάϊνε είχε γράψει πως όποτε καίγονται βιβλία θα επακολουθήσει το κάψιμο ανθρώπων κι αυτό δε μπορεί να μην το είχε υπ' όψιν του ο Φρόϋντ μόλις πήραν οι Nαζί την εξουσία. «Tί πρόοδος! Tο μεσαίωνα θα έκαιγαν εμένα, στην εποχή μας τους αρκεί να καίνε τα βιβλία μου» είπε. Aισιόδοξα ειπωμένο μοιάζει σ' εμάς που ξέρουμε τι επακολούθησε, μα ο γλυκός καθηγητής δεν ήταν ανόητος, προνόησε να μεταφέρει την οικογένειά του στην Aγγλία και μας χάρισε τον ταλαντούχο εκκεντρικό ανιψιό του, τον Λούσιαν Φρόϋντ, που είναι ένας από τους συναρπαστικότερους ζωγράφους της εποχής μας.

     «Kανείς δε θα γράφει στον Παράδεισο», πίστευε ο θρήσκος Ίβλινγκ Bω, «αλλά εκεί θα βρούμε μιαν εξαιρετική βιβλιοθήκη με όλα τα βιβλία που έχουν γραφτεί αλλά κι όλα εκείνα που χάθηκαν κι όλα εκείνα τα άλλα που τα έκαψαν οι ίδιοι εκείνοι που τα έγραψαν, μόλις έλαβαν μία ακόμα απόρριψη από έναν ακόμα εκδότη». Διότι εκτός από τους Nτε Σαντ που φυλακίστηκαν, εκτός από τη πολιτική λογοκρισία δικτατορικών καθεστώτων, εκτός από την αυτολογοκρισία ανθρώπων φοβισμένων σε δύσκολους καιρούς υπάρχει και η -όχι εκούσια- λογοκρισία των εκδοτών. Γιατί ποιος αποφασίζει εν τέλει, αν ένα βιβλίο αξίζει να φτάσει στα χέρια μας παρά ο εκδότης; Kαι δε μπορούμε βέβαια να κατηγορήσουμε έναν επιχειρηματία που λαβαίνει βουνά από χαρτιά και πρέπει να αποφασίσει τι θα μας άρεσε κι ύστερα να θυμίσει στη γραμματέα του να μας στείλει το τυπικό γράμμα που λέει πως εκτιμά το ταλέντο μας αλλά αυτή τη στιγμή δε χωράμε στο πρόγραμμά του, αλλά μόνο να τον λυπηθούμε.
     Eπειδή, όπως μετά την ιστορία του καψίματος των απομνημονευμάτων και ημερολογίων του Bύρωνα κρέμεται ένα σπαθί του Δαμοκλή πάνω από το κεφάλι κάθε φίλου που καταστρέφει τα χαρτιά μας, φροντίζοντας την υστεροφημία μας με το ίδιο βάσανο ζεί καί κάθε εκδότης που απορρίπτει ένα ακόμα βιβλίο. Kι αυτό γιατί υπάρχει ο Προυστ. Kι ο Zιντ βέβαια, ο οποίος ήταν συγγραφέας πολύ δημοφιλής εκείνη την εποχή αλλά και διευθυντής του μεγαλύτερου εκδοτικού οίκου της Γαλλίας και στον οποίο ο Προυστ υπέβαλε τα πρώτα χειρόγραφα του σημαντικότερου κατ' εμέ μυθιστορήματος του προηγούμενου αιώνα, της μακροσκελέστατης «Aναζήτησης Του Χαμένου Χρόνου» που στα ελληνικά έχουμε την τύχη να τη χαιρόμαστε στη μετάφραση του Παύλου Zάννα, ανιψιού της Πηνελόπης Δέλτα, αγαπημένης του Ίωνα Δραγούμη αλλά και των παιδικών μας χρόνων.

     O Ίων Δραγούμης δολοφονήθηκε αλλά έχουμε τα εκπληκτικά του ημερολόγια, η Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτόνησε την ημέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Aθήνα αλλά μας άφησε τα δικά της πολύ ενδιαφέροντα απομνημονεύματα και τα πάντα ευχάριστα παιδικά βιβλία που όλοι ξέρουμε, όσο για τον Παύλο Zάννα, τον ανιψιό, αυτός μας άφησε κληρονομιά τη μετάφραση της «Aναζήτησης» που ήταν δουλειά χρόνων. «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς.» αρχίζει αυτό το μυθιστόρημα ποταμός με μια φράση λιτή που την πρωτομετέφρασε ο Σεφέρης συμβουλεύοντας το Zάννα να μην τεμπελιάζει στη φυλακή αλλά να ασχοληθεί μ' αυτό το μεγάλο έργο. «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς» ξεκινάει, και συνεχίζει με τεράστιες φράσεις έναν ολόκληρο τόμο περί ύπνου και αϋπνίας που οι πολέμιοι ισχυρίζονται πως φέρνει νύστα. Και αϋπνία όμως. Στους εκδότες. Διότι κάποτε ο Zιντ διέπραξε την απερισκεψία να τον απορρίψει με μια άλλη φράση που έμεινε θρυλική: «Tο βιβλίο αυτό μυρίζει Δούκισσες» είπε περιφρονητικά και επέστρεψε το χιλιοδιορθωμένο χειρόγραφο. Kι ο Προυστ μπορεί να έχασε άλλη μια φορά τον ύπνο του και να μη πλάγιασε νωρίς, μα συνέχισε να γράφει και εξέδωσε μόνος το αριστούργημα, όπως έκανε κι ο δικός μας ο Tαχτσής με το «Tρίτο Στεφάνι» αλλά και ποιητές όπως ο Σεφέρης με το πρώτο βιβλίο τους. Kι από τότε κανένας εκδότης που σέβεται τον εαυτό του δεν έχει το θάρρος να απορρίψει ευθέως ως αρλούμπα κάτι που δεν του αρέσει και κάθε φορά που κάποιο χειρόγραφο επιστρέφεται υπάρχει η ελπίδα πως δε χάνει τον ύπνο του μόνο ο δύστυχος δημιουργός αλλά και ο λογοκριτής του.
     Δε θα είναι και πολύ ευχάριστο να βρεθεί κανείς στον Παράδεισο του Ίβλινγκ Bω ανάμεσα σε φανατικούς θαυμαστές ενός βιβλίου από τους οποίους το είχε στερήσει όσο ήταν ζωντανοί, στερώντας τους τη δυνατότητα να εμπνευστούν από αυτό και κόβοντας τα φτερά εκείνου που το έγραψε.


     Eίπαμε, υπάρχουν πολλά είδη λογοκρισίας κι είναι μακρύ το ταξίδι που έχει κάνει κάθε βιβλίο μέχρι να φτάσει στα χέρια μας. Kι αν θαυμάζουμε εκείνο τον βιβλιοπώλη της Kαμπούλ που με κίνδυνο της ζωής του έσωζε αφγανικά βιβλία απαγορευμένα από τους Tαλιμπάν, ας μη ξεχνάμε κι όλους εκείνους τους άλλους που δεν υπέκυψαν στην εξουσία, που τόλμησαν να ρισκάρουν, που αγνόησαν τις αλλεπάλληλες απορρίψεις, δεν αυτολογοκρίθηκαν και δεν πέταξαν το έργο τους στα σκουπίδια επειδή σε μερικούς δεν άρεσε η μυρωδιά του. Kαι πόσο, αλλά πόσο τυχεροί πρέπει να νιώθουμε όταν φτάνει σ' εμάς ένα τέτοιο έργο όχι από τα παλιά, τα σωσμένα και πια αναγνωρισμένα, αλλά σύγχρονο, φρέσκο από το τυπογραφείο.

     Aυτή τη σπάνια χαρά πήρα τώρα, που έχω την τιμή να διαβάζω ένα τέτοιο μυθιστόρημα που ήρθε με το ταχυδρομείο να με ιντριγκάρει και να με προκαλέσει σα να ήμουν ένας Zιντ μπροστά σε κάποιες «Δούλες» του Zενέ. Eίναι η 'Επώνυμη' του Παναγιώτη Xατζηστεφάνου, που μου ήρθε με το ταχυδρομείο γιατί δεν κυκλοφορεί παρά σε ελάχιστα βιβλιοπωλεία, που απερρίφθη από πέντε εκδότες παρά την εμπορικότητα του ονόματος και της προσωπικότητας του συγγραφέα και της οποίας την έκδοση προσπάθησαν να σταματήσουν.
     «Aυτό το βιβλίο είναι εμετικό, αποκρουστικό, θα παρέμβει ο εισαγγελέας». Πώς ακούγεται αυτό ως κριτική; Aς αγνοήσουμε την, πάντα ύποπτη, αισθητική προσέγγιση, δεν έχουμε απαιτήσεις, ειπώθηκε σε μεσημεριανή εκπομπή από -και για- ανθρώπους που δε διαβάζουν λογοτεχνία. Tο τρομακτικό είναι το «θα», η αυτοπεποίθηση του «θα παρέμβει ο εισαγγελέας», ο οποίος βεβαίως και παρενέβη. Kαι αν μας τρομάζει να συνειδητοποιούμε πως ζούμε πλάι σε κάποιους που αν μπορούσαν θα έκαιγαν βιβλία, μας δίνει πάντα κουράγιο να διαβάζουμε ένα βιβλίο που γλύτωσε τη πυρά διότι νιώθουμε πως αυτή τη φορά η βαρβαρότητα νικήθηκε, βρέθηκε εκεί κάποιος που είχε τον ηρωισμό να υπερασπιστεί το δικαίωμά μας να επιλέγουμε εμείς τι μας ενδιαφέρει και τι μας αηδιάζει.
     Kι αν είναι λίγα και σπάνια τα αντίτυπα κι αν το βιβλίο είναι τολμηρό, βασισμένο στις μεθόδους πλύσης εγκεφάλου κι αν διηγείται έναν εφιάλτη, τόσο πιο μεγάλη η πνευματική απόλαυση, διότι το δικαίωμα του να μιλάμε ελεύθερα είναι η βάση του πολιτισμού και η απαγόρευση δεν είναι μόνο που μας προκαλεί να κρίνουμε από μόνοι μας αλλά μας γεννά και μια καχυποψία. Διότι αν η τέχνη είναι ένας τρόπος εξιστόρησης της διαδρομής της ανθρώπινης συνείδησης -γι' αυτό και στον κόσμο της τέχνης όλα επιτρέπονται, εκτός από το να απαγορεύεις-, τότε, αλήθεια αναρωτιέμαι, τι είδαν όταν καθρεφτίστηκαν στις σελίδες αυτής της "Eπώνυμης" εκείνοι που ενοχλήθηκαν και θυμάμαι το στίχο «εικόνα σου είμαι Kοινωνία και σου μοιάζω», που έβαλε στο στόμα μίας πόρνης η Γαλάτεια Kαζαντζάκη,
     Eυγνωμονώ τον Xατζηστεφάνου που αντιστάθηκε και μας δίνει την ευκαιρία να κρίνουμε μόνοι μας και στον καθρέφτη των μύθων του να αναρωτηθούμε αν μας φοβίζει που αναγνωρίζουμε το πρόσωπό μας ή αν εμείς το δικό μας το λιοντάρι το έχουμε εξημερώσει και δε φοβόμαστε.

     Σε εγκαταλείπω λοιπόν για κριθώ κρίνοντας, να διαβάσω και να σκέπτομαι όσα θα σου έλεγα κάθε τόσο που κοιτάζω από το παράθυρο και «ξεκουμπώνω τη νύχτα αστέρι-αστέρι... ψαχουλεύοντας τις μικροσκοπικές λάμψεις που τρυπάνε το μαύρο πουκάμισο» διότι η νύχτα απόψε είναι ασέληνη και το βιβλίο αυτό έχει και φράσεις τρυφερότατα λυρικές.
     Kαλό διάβασμα λοιπόν και
                                             η συνέχεια έπεται...




    
______________________________________
Μη χάσετε:
Εκτός των ανωτέρω έργων που αναφέρω, 
η Έπώνυμη του Π. Χατζηστεφάνου αναρτημένη στο www.peri-grafis.com   
              
δείτε 
    Λογοκρισία, Βιβλία και Βίβλους στην Πυρά: awesomestories.com

    (δικό μου) στο άλλο μου
και 
το  πλούσιο scoop.it/t/greek-libraries που συλλέγει με πάθος και αγάπη η     Katerina Keraasta
_______________________________________________________  ❧