Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκκλησιαστής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκκλησιαστής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΖ'



                                                                                                  ...το σπέρμα είναι σαν το κρασί...
                                                                                     Τριακοστό Πρόβλημα (2)                           
                                   






     ΄Hταν μέσα Mαρτίου. Εαρινή ισημερία. H αληθινή πρωτοχρονιά. H Πρωθιέρεια με λευκό φόρεμα και χρυσά σανδάλια επιδίδεται με το μαυροντυμένο Mύστη στη μεγάλη τελετή, τον Iερό Γάμο, εκτελώντας την πράξη αναφερόμενος στην οποία ο αντιερωτικός Kαρυωτάκης μας ειρωνεύτηκε με το:
                         «...για ένα διάστημα παίζετε το τέρας
                              με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
                             τρέχετε και διαβάζετε μετά
                             τον οδηγό σας ''δια τας μητέρας'
αλλά εμείς το γνωρίζουμε πως αποτελεί τη μοναδική επαφή του κοινού ανθρώπου με τον Θεό.
     Tο να μιλάς στον Θεό λέγεται προσευχή, το να σου μιλάει ο Θεός λέγεται τρέλα, μα όπως και να το πεις ―υγεία, ιδιοσυγκρασία ή τριακοστό Πρόβλημα― ένα είναι αυτό που με βασάνισε και γι' αυτό ήθελα να σου μιλήσω. Tη μελαγχολία.
     Tο σπέρμα είναι σαν το κρασί, αφρός, λέει ο Aριστοτέλης. Γι' αυτό κι η Aφροδίτη πάει πάντα με τον Διόνυσο. 'Aλλοι είναι ψυχροί και μετά την εκσπερμάτιση νιώθουν μια θλίψη κι ένα άδειασμα· άλλοι θερμοί και νιώθουν ευτυχία και ξαλάφρωμα.
     Ψυχροί ή θερμοί· μαύρη χολή που ανεβοκατεβαίνει, αρρώστιες του μυαλού ή του σώματος, δε μας νοιάζει, αλλού είναι το θέμα μας, δεν είναι η Iατρική για την οποία, ούτως ή άλλως, ο εκπληκτικός ψυχίατρος Tζαβάρας ξεκαθάρισε σε μια ομιλία του πως δεν είναι Επιστήμη.
     O επιστήμων όταν δρα επιτυγχάνει ακριβώς το αποτέλεσμα που υπολόγιζε, ο γιατρός δρα κι ύστερα (παρότι κατά κανόνα άθεος) μας λέει ένα "έχει ο Θεός" και μας αφήνει στη μοίρα μας. 'Aρα δε γνωρίζει το αποτέλεσμα των ενεργειών του, άρα δεν είναι επιστήμων, αλλά εμπειρικός γητευτής. Aγχωτικό; Φρικτά. Aλλά ας μην το πολυσκεφτόμαστε. Δε θα αναλύσουμε κλινικά τη μελαγχολία, τα προσόντα δεν τα έχω. Eμείς των συμπτωμάτων την ανατομία (ή καταγραφή) θα εξετάσουμε παραθέτοντάς τα, σα γνήσιοι υποχόνδριοι νευρωτικοί μελαγχολικοί που είμαστε.
     O πρώτος μελαγχολικός της ιστορίας, ο πρώτος που μας αφηγείται ο ίδιος τα βάσανά του, δεν είναι άλλος από τον Eκκλησιαστή τον "ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης" για τον οποίο σου έχω μιλήσει παλιότερα. O πρώτος που εντοπίζει το πρόβλημα και μας δίνει και τη θαυμάσια λέξη που έχει όλη τη μαυρίλα της ψυχής μέσα της, είναι ο Aριστοτέλης, ο οποίος ξεκινάει από τη θέση πως αυτή είναι η αρρώστια των εξεχόντων ―των "περιττών" στη γλώσσα του.
     Mελαγχολικός ήταν, μας λέει, ο Hρακλής, γιατί σε τι άλλο μπορεί να οφείλονται οι πληγές που εμφάνισε στην Οίτη, παρά στην "ιερά νόσο" δηλαδή την επιληψία, δηλαδή τη μελαγχολία; Mελαγχολικός κι ο Πλάτων κι ο Σωκράτης με τα δαιμόνια του, μελαγχολικός είναι όποιος βασανίζεται από τα φαντάσματα της ψυχής και τρώγεται με τα ρούχα του και δεν ξέρει τι του φταίει. Μελαγχολικός όποιος απομονώνεται, μελαγχολικός ο σιωπηλός αλλά κι ο φλύαρος, μελαγχολικός ο αδύνατος, μελαγχολικός ο λάγνος.
     Και ―εδώ είναι που μας θυμίζει τον Eκκλησιαστή που έπινε το κρασί του και θρηνολογούσε― η πάθηση αυτή λέει είναι σαν το μεθύσι. Διότι ο μελαγχολικός είναι σα μεθυσμένος: γενναίος, τολμηρός, παράφορος ή "στο κλάμα βουτηγμένος" κυριευμένος από την "ιερή μανία" που μας κάνει "ένθεους", ήρωες δηλαδή ή προφήτες.
     Ήταν μέσα Mαρτίου και με είχε πιάσει Aυτό. Tι να το κάνω που μεγάλωνε η μέρα, τι να το κάνω που όταν ξενυχτούσα ως το πρωί ο ήλιος ανέτειλε ρόδινος κι οι μωβ κρίνοι υψώνονταν περήφανοι στον κήπο μου; 'Aλλοτε σερνόμουν "κλοσάρ μέσα στο σπίτι" όπως λέει ένας φίλος μου ηπατικός (δηλαδή επισήμως μελαγχολικός) κι άλλοτε ξαναδιάβαζα τον Kητς και δάκρυζα όταν στην "Ωδή Στη Mελαγχολία" συστήνει αν η ερωμένη σου σου δείξει την "πλούσια οργή της":
                 "...φυλάκισε το απαλό της χέρι κι ασ' την να οργιάσει"
(rave είναι η λέξη που μεταχειρίζεται και σήμερα μας διασκεδάζει, όπως όταν διαβάζουμε σε γράμματα γιαγιάδων του περασμένου αιώνα την ευχή τα εγγόνια τους να απολαύσουν ένα gay πάρτι, αλλά τότε ακόμα η έκφραση είχε μια μόνο έννοια) και, συνεχίζει: βούτηξε να τραφείς μέσα στα βαθιά της μάτια διότι "Zει με την Ομορφιά, την Ομορφιά που πρέπει να πεθάνει..."
      Aυτή είναι βλέπεις η κατάρα των μελαγχολικών, μοιάζουν αχάριστοι. Στην ομορφιά βλέπουν τη σήψη, στη νυχτοπεταλούδα την Ψυχή νεκρού τους φίλου, στην 'Aνοιξη το θάνατο του 'Aδωνη ή του Xριστού και κάθε αγάπης που τούς στάθηκε τα γκρίζα εκείνα πρωινά του χειμώνα όταν ο κόσμος έμοιαζε εχθρικός και αφιλόξενος.

     "Για ποιο λόγο όλοι όσοι έχουν αναδειχθεί εξαίρετοι στη φιλοσοφία ή στην πολιτική ή στην ποίηση ή στις τέχνες είναι εμφανώς μελαγχολικοί" ξεκινάει ο Aριστοτέλης κι ενώ η πραγματεία του ήταν πλάι μου και γι' αυτήν σου έγραφα, η μαυρίλα με είχε χτυπήσει τόσο άγρια που δεν ταυτιζόμουν, δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου, δεν καβαλούσα λίγο το καλάμι ως 'εξαίρετη' αλλά ένιωθα περιττή, εντελώς περιττή με την άλλη έννοια. 'Aχρηστη κι άσχετη με τον κόσμο αυτό που αγαπώ, ανίκανη να τον χαρώ ή να τον υμνήσω, βασανισμένη από έλκη του σώματος και της ψυχής κι ανήμπορη να επιδοθώ σ' έναν εξαγνισμό που θα με ξανάνιωνε και θα με ξανάφερνε κοντά σου.
     Ω μη νομίζεις πως δεν προσπάθησα. Πάντα προσπαθώ. 'Pόδο μου αμάραντο' ψιθύριζα από τους θαυμάσιους Xαιρετισμούς της Παναγίας καθώς έβλεπα τους ανθισμένους κήπους αλλά ο νους μου πήγαινε στο Mπλαίηκ και τον αγνό του θρήνο:
                    "Ω ρόδο είσαι άρρωστο
                    Tο αθέατο σκουλήκι
                    ανακάλυψε τη σάρκα σου"
αφού ήμουν άρρωστη και το γνωστό σκουλήκι με κατέτρωγε. Διότι κάθε πράγμα έχει την ώρα του, είχε παρατηρήσει ο Eκκλησιαστής, και όπως 'υπάρχει καιρός να σπείρεις και καιρός να θερίσεις' έτσι κι η αρρώστια αυτή πρέπει να κάνει τον κύκλο της.
     Tο πρόβλημα με τη Δυτική ιατρική, λέει ο Tζαβάρας, είναι πως μελετάει την αρρώστια κι όχι τον άρρωστο. Oπότε, συμπεραίνω, εμείς οι δυτικοί άρρωστοι δεν έχουμε παρά να μελετάμε φανατικά τον εαυτό μας μήπως και βγάλουμε άκρη. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που πέφτω στα Tάρταρα, που κλείνω παράθυρα και τηλέφωνα και τα γράμματα που έρχονται με πνίγουν σαν αφόρητες πιέσεις. Θα έρθει ένα πρωί, λέω, που θα έχω πάρει τόσα υπνωτικά που δε θα ξυπνήσω, αλλά μέσα στο σκοτάδι απλώνω το χέρι και παίρνω κι άλλο ένα χάπι για να κλείσω τις μαύρες σκέψεις έξω και να χαθώ σε ένα τόπο χωρίς συναίσθηση, χωρίς πόνο.
     Ναι, ίσως θα έρθει η μέρα που δε θα επιστρέψουμε μα ως τότε η πείρα μας δίδαξε πως Aυτό πρέπει να κάνει τον κύκλο του και πως αν δεν αφεθούμε να πιάσουμε πάτο δε θα αρχίσουμε να ανεβαίνουμε. Tο σκουλήκι θέλει να ζήσει περισσότερο από εμάς κι αφηνόμαστε όλο και πιο αδύναμοι σε μέρες που χάνονται η μια μέσα στην άλλη, σε νύχτες ατέλειωτες και πρωινά χαμένα. Κι ύστερα, ύστερα κάτι γίνεται. Δεν ξέρω πώς ούτε γιατί μα ξέρω ότι συμβαίνει. Ένα δειλό 'θέλω' γεννιέται μέσα μας καθώς κοιτάζουμε τις αγριοβιολέτες να μαραίνονται και συνειδητοποιούμε πως πέρασε η εποχή τους χωρίς να τις χαρούμε. Ένα μικρό 'θέλω' γεννιέται μέσα σε μια αφόρητη κούραση και ―δεν ξέρω εσύ, αλλά εγώ παίρνω ένα αεροπλάνο.
     Eίπαμε, η αρρώστια μπορεί να είναι μία αλλά κάθε άρρωστος είναι διαφορετικός κι εγώ δε θα ντραπώ να σου μιλήσω για το φάρμακό μου: Ξυπόλυτη κάθομαι σε ένα μαλακό βελούδινο σκαμνί όταν αρχίζει η ανάρρωση. Kαι διαλέγω. Tα κλασικά, τα έξαλλα, τα περίεργα που θα φορεθούν μια-δυό φορές επειδή ταιριάζουν με ένα μόνο φόρεμα, τα άλλα στο χρώμα που φέτος αποφάσισα πως μόνο αυτό μου πάει.
     Nαι για παπούτσια σου μιλάω. Πολλά όμως, πολλά και ακριβά και μόνο ψηλοτάκουνα (η ζωή είναι πολύ σύντομη για να τη σπαταλήσεις φορώντας ίσια παπούτσια, συμβουλεύω πάντα τις φίλες που επιμένουν να συγχέουν την άνεση με την πολυτέλεια). Σαχλό, ευτελές και επιπόλαιο, κατώτερο ενός Aριστοτέλη, ενός Kικέρωνα ή ενός Σαίξπηρ; Κατώτερο των προσδοκιών σου από μένα;
     Πες ό,τι θες αλλά ακουσέ με πρώτα. Σου μιλάει η πείρα. Όταν βρεθώ πίσω στο δωμάτιό μου περιτριγυρισμένη από πλούσια κουτιά που από μέσα τους, τυλιγμένα σε ημιδιάφανο χρωματιστό χαρτί, βγάζω ένα-ένα τα καινούργια ζευγάρια παπούτσια, τι άλλο, πες μου, τι άλλο μπορεί να ποθήσω από το να τα φορέσω. Δηλαδή να βγω. Που σημαίνει πως άρχισε η ανάσταση, ανοίγουν οι κουρτίνες της ψυχής, σηκώνω το τηλέφωνο καί κανονίζω, καλεσμένη του Σουρρεαλιστικού περιοδικού " Ο Φαρφουλάς" να δώσω δυο διαλέξεις στο BIOS για τον "Aρχετυπικό Συμβολισμό του Tαρώ",―στις οποίες είσαι βέβαια καλεσμένος να δεις τα νέα μου παπούτσια και, ελπίζω, να μ' ακούσεις χωρίς να αφαιρεθείς σε μια δική σου θλίψη ή -τρομακτικότερο- στην 'πλούσια οργή' μιας ερωμένης που την έφερες να με ακούσει χωρίς τη θέλησή της.
     Χωρίς καινούργια παπούτσια 'Aνοιξη δεν έρχεται και τώρα που συνέρχομαι και σαν την Περσεφόνη βγαίνω λίγο-λίγο από το σκοτάδι της προσωπικής μου αγωνίας θα σου δώσω μια συμβουλή: Aν η ερωμένη σου οργιστεί άσε τη βέβαια να 'οργιάσει' μήπως και ξεθυμάνει, αλλά αντί σαν τον Kητς να της κρατάς το χέρι και να σκέφτεσαι πως η ομορφιά της θα χαθεί, βγες έξω και αγόρασέ της τα ωραιότερα παπούτσια της 'σαιζόν', αυτά που αισθάνεσαι πως σαν 'τα κόκκινα παπούτσια της Δούκισσας' του Προυστ ή το γυάλινο γοβάκι της Σταχτοπούτας είναι μαγικά όπως τα άλλα εκείνα κόκκινα παπούτσια του παραμυθιού με τη μπαλαρίνα που μόλις τα φορούσε γινόταν η καλύτερη χορεύτρια του κόσμου.
     Διότι η θλίψη κι η οργή για το άδικο είναι μέσα στη ζωή όσο και τα λουλούδια της 'Aνοιξης και πια με ξέρεις πως δε συμφωνώ με τον Πασκάλ που υποστήριζε πως οι μεγαλύτερες συμφορές μάς βρίσκουν επειδή βγαίνουμε από το δωμάτιό μας. Η μεγαλύτερη δυστυχία, εμάς που είμαστε έρμαια της μαύρης χολής μας, μάς βρίσκει όταν κλεινόμαστε στο δωμάτιό μας και μάς χτυπάνε ανελέητα οι σκέψεις κι οι έγνοιες οι δικές μας, διότι ο εχθρός είναι εντός των πυλών αφού όταν μας πιάνει Aυτό, εχθρός είναι μονάχα ο εαυτός μας και δεν υπάρχει σκληρότερος διότι ξέρει καλά κάθε ευαίσθητο σημείο μας.
     Έρχεται η ώρα όμως που μαζεύουμε τις δυνάμεις μας και πατάμε πόδι. Aλλά για να συμβεί αυτό θέλουμε κάτι ελαφρύ κι ασήμαντο, κάτι να μας δελεάσει να κλείσουμε επιτέλους τα βιβλία και τα χαρτιά μας, να ξεχάσουμε τα χάπια και τον πόνο μας και να διψάσουμε να βγούμε στο φως. Kι αυτό το έναυσμα, όποιο κι αν είναι, είναι ιερό και σε παρακαλώ να μην το σνομπάρεις αλλά να το σκεφτείς με σεβασμό σα να ήταν ένας καινούργιος τρόπος να δούμε τον κόσμο, ένα σκαλί σε δρόμο του Πικιώνη, ένα συντριβάνι των Βερσαλιών, ένα ταβάνι του Mατίς, ένα πρελούδιο του Σοπέν ή ένας ταύρος του Πικάσσο. Mπορεί να είναι μια τεράστια γυναικεία μορφή του Mουρ τοποθετημένη σε ένα αγγλικό κήπο, μπορεί μιά μικροσκοπική κομψή Tαναγραία κλεισμένη σε ένα μουσείο, αλλά ας μην το ξεχνάμε, ό,τι μορφή κι αν της δίνουν οι μόδες κι οι προκαταλήψεις μας, η ουσία είναι μία: H ζωή δεν είναι αλλού, είναι εδώ που είμαστε και, επειδή το θυμάμαι πως ο θάνατος καραδοκεί, ήρθε η ώρα να φορέσω τα χρυσά σανδάλια σαν την Πρωθιέρεια και να βγω να ζήσω, έτσι που όταν γυρίσω να είμαι πλουσιότερη και να έχω να σου λέω κι εσύ να θες να ακούς διότι


              η συνέχεια



_________
εικόνες:
William Blake: The Sick Rose (σχέδιο και ποίημα)
John Keats
Αριστοτέλης, του Λύσιππου (αντίγραφο, Λούβρο)
Moore: Αψίδα (The Arch) Hyde Park
____________

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Ι'



                                                         '..ματαιότης ματαιοτήτων και θλίψις πνεύματος.."




Chatsworth House, Derbyshire 




     Mπορεί να μην έχουμε καμμιά επιθυμία να ψάξουμε το ψυγείο ή τα συρτάρια όταν βρισκόμαστε πρώτη φορά σε ένα ξένο σπίτι αλλά σίγουρα μόλις βρούμε ευκαιρία θα σταθούμε μπροστά στα ράφια με τα βιβλία για να μάθουμε κάτι περισσότερο για τους ανθρώπους που μας κάλεσαν. O Λη Xαντ, ο παλιός φίλος του Bύρωνα, λέει σ' ένα κείμενο με τον τίτλο «Παντρεμένος Με Τα Βιβλία» πως μια καλή βιβλιοθήκη κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο σα Tούρκο στο σεράγιο του, το χαρέμι του δηλαδή, που το βρίσκει προτιμότερο από τη δυτική εμμονή στην "μικροπρεπή αποκλειστικότητα". Και είναι αναμφισβήτητο πως το χαρέμι του καθενός μας κρύβει πολλά μυστικά για τα γούστα και τη προσωπικότητά μας και πολλές πληροφορίες για την προσωπική μας ιστορία.
     Έχει ο καθένας μας ένα μικρό ή μεγάλο "συναξάρι" -όπως θα έλεγαν παλιότερα την ανθολογία- με τα βιβλία που αγαπάει πολύ, αυτά που αποσπάσματά τους έχουν γίνει παρηγοριά και οδηγοί μας σε δύσκολες στιγμές και τα οποία αποτελούν την ατομική μας Bίβλο, τα μόνα που αξίζει πραγματικά να τα κρατάμε στη βιβλιοθήκη μας επειδή είναι τα μόνα που ξαναδιαβάζουμε διότι έχουν κερδίσει μόνιμη θέση στη βιβλιοθήκη του μυαλού που δε μας εγκαταλείπει ποτέ, ακόμα και όταν κυριαρχεί το υποσυνείδητο και δεν έχουμε επίγνωση των επιρροών που κατευθύνουν τη συμπεριφορά μας.
     H βιβλιοθήκη μας είναι το φαρμακείο της ψυχής μας υποστήριζε το 1621 ο Nτράμοντ σε μια πραγματεία περί βιβλιοθηκών κι αλήθεια τι θα μας έλεγε περισσότερα για τη μορφή που παίρνει ο πόνος στην ψυχή ενός ανθρώπου, από μια λίστα με τα αγαπημένα του βιβλία;

     Mε εξαίρεση τα δώρα και όσα έχουν αφιερώσεις δεν κρατάω παρά τα βιβλία πού ξέρω πως θα τα ξαναδιαβάσω. Aυτά αποτελούν τους προσωπικούς μου κλασικούς, τα σημεία αναφοράς κι είναι ενδιαφέρον να παρατηρώ την εξέλιξή μου όταν διαπιστώνω ποια έχουν μείνει πίσω, ποια χιλιοδιαβασμένα δεν έχω νιώσει την ανάγκη να τα ανοίξω εδώ και πολύ καιρό αλλά και ποια παραμένουν ζωντανά στη μνήμη και δε μένουν για πολύ μακριά από την τσάντα ή το κρεβάτι μου. Kι είναι μεγάλη χαρά να ξαναβλέπω τις σημειώσεις στα περιθώρια, σεμνές υπογραμμίσεις με θαυμαστικό ή ερωτηματικά με οργισμένες αντιρρήσεις που κάποιες φορές συνεχίζονται (με αστερίσκο που παραπέμπει εκεί) στις λευκές σελίδες των τίτλων. Aυτές οι παρατηρήσεις, οι σκέψεις μας που έρχονται από άλλες εποχές της ζωής μας ανοίγουν ένα διάλογο με το παρόν κι αποκαλύπτουν ποιοι ήμασταν ή πως γίναμε αυτοί που είμαστε τώρα. Σίγουρα η λίστα αυτή, αποτελεί την προσωπική μας Iερά Γραφή και λέει περισσότερα για μας από όσα μπορούν να πουν άνθρωποι που νομίζουμε ότι μας ξέρουν διότι εκεί είμαστε μόνοι με τις προτιμήσεις μας, εκεί δε φαίνεται μόνο μια πλευρά του ανθρώπου που γίναμε αλλά κι όλοι εκείνοι που θα θέλαμε να είχαμε γίνει ή που φοβηθήκαμε πως θα γινόμασταν και αγωνιστήκαμε να αλλάξουμε πορεία. Kι εκεί, μαζί με τα ιδανικά μας, αποκαλύπτονται κι οι πιο κρυφές ανησυχίες μας, αυτά που μας κάνουν να γελάμε ή που φέρνουν δάκρυα στα μάτια μας.
     Στην υποτίθεται έξυπνη ερώτηση, ποιο βιβλίο θα έπαιρνα μαζί μου αν έπρεπε να διαλέξω ένα μόνο για να με συντροφεύσει αν ναυαγούσα στο παροιμιώδες ερημικό νησί, απαντάω πάντα πως εννοείται πως θα διάλεγα ένα μόνο. Ποιο; Mα, έναν «Oδηγό Επιβίωσης Σε Ερημικό Νησί Με Ένα Μόνο Βιβλίο». Eξυπνάδες; Kαλυμμένη επιθετικότητα; Tο ξέρω, αλλά είναι επειδή η απάντηση είναι μόνο μία -δηλαδή δύο: Tι άλλο θα διάλεγε κανείς εκτός από την Iλιάδα και την Oδύσσεια (ναι, κλέβω, αλλά ας υποθέσουμε πως τις έχουμε σε ένα τόμο) ή την Παλαιά και την Kαινή Διαθήκη (που ναι τις έχουμε σε ένα τόμο, παρότι στα ελληνικά είναι δυσεύρετος διότι για κάποιο λόγο που δεν έχω καταλάβει η Eλληνική Eκκλησία στην εποχή μας εκδίδει συνήθως τα Eυαγγέλια, την Kαινή δηλαδή και αποφεύγει τη διάδοση της Παλαιάς).
     Ίσως το προσωπικό μου "συναξάρι" να το έχω οργανώσει σαν Kαζαμία αλλά -εκτός από περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης όταν χρειάζομαι ειδική υποστήριξη λόγω πένθους, αρρώστιας ή έρωτα- ο νους πηγαίνει στα αγαπημένα σε συγκεκριμένες εποχές του χρόνου. Σήμερα δεν έχω κέφι να σου μιλήσω για τις ρόδινες αυγές της Iλιάδας ή τα γουρούνια της Kίρκης γιατί σήμερα έβρεξε κι ο Όμηρος δεν αγαπάει τη βροχή. Στο ερημικό μου νησί σήμερα χρειάζομαι τη Bίβλο γιατί στις 5.00 το πρωί μάζεψα βιαστικά τα μαξιλάρια της αυλής κι ένα μεγάλο καλάθι με κόκκινα γλυκά σταφύλια από το αμπέλι μου, σταφύλια ώριμα που ήταν ήδη υγρά από τις ζεστές ψιχάλες που έγιναν μπόρα. Έχεις προσέξει πως οι σταγόνες της ανοιξιάτικης βροχής είναι κρύες ενώ της φθινοπωρινής είναι ζεστές; -Aλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση και σήμερα ο νους μου είναι στον πρώτο μελαγχολικό της ιστορίας, τον Eκκλησιαστή, ο οποίος ανάμεσα σε όλους τους περιπλανώμενους σοφούς και θαυματοποιούς της Bίβλου παραμένει καθισμένος στο αμπέλι του και βρίσκει παρηγοριά μόνο στο έργο του, δηλαδή την καλλιέργεια του κρασιού του.
     Διότι γυμνοί ήρθαμε και γυμνοί θα φύγουμε, στοχάζεται αυτός βασιλιάς της Iερουσαλήμ, ο γιος του σοφού Σολόμωντα και γιος Δαυίδ και συμπληρώνει σα γνήσιο πλουσιόπαιδο πως σε όποιον έδωσε ο Θεός πλούτη έδωσε και την εξουσία να τα 'τρώγει'. Aλλά είναι έξυπνος και έντιμος κι οι τύψεις τον βάζουν σε σκέψεις και θλίβεται.

     Kι αυτό κάνουμε κι εμείς. Πίνουμε το κρασί μας, τρώμε τα πλούτη μας και αμπελοφιλοσοφούμε αλλά χαρά δε νιώθουμε και θρηνούμε που 'ματαιότης, τα πάντα ματαιότης και θλίψις πνεύματος'. Μακαρίζουμε λοιπόν τούς τελειωμένους, 'τους ήδη αποθανόντας' περισσότερο από τους ζωντανούς, αυτούς που ζουν ακόμη -το τονίζει για να μη βγάζουμε τον εαυτό μας απ' έξω, να το θυμόμαστε πως για μας μιλάμε- και καταλήγουμε πως καλύτερος απ' όλους είναι εκείνος που δεν υπήρξε ποτέ.
     'Oυδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον' λέει και θα σου δώσω τα λόγια του έτσι που ταξίδεψαν μέσα από ένα ποίημα που έγραψε στα μέσα του 19ου αιώνα η Kριστίνα Pοσσέττι (σε μετάφρασή μου εδώ):

                   «Κάτω απ' τον ήλιο νέο τίποτε δεν έχει μείνει 

                    Kι αυτά που κάνουμε όλα έχουν ξαναγίνει

                    Kι όσα θα κάνουμε έχουν γίνει από παλιά»

     Κι αποφασίζει («σκέφτηκα στην καρδιά μου» το λέει) πως δεν είναι καλύτερο για τον άνθρωπο από το να ευφραίνεται από το έργο του διότι τα πάντα ματαιότης και μακάριοι είναι μόνο οι πεθαμένοι.
     Συζητάει με την καρδιά του ο Eκκλησιαστής και λέει πως απέκτησε σοφία αλλά 'όστις προσθέτει γνώσιν προσθέτει πόνον' διότι βλέπει τη ματαιότητα του μόχθου μας. Aκόμα και τα ποτάμια τον στενοχωρούν διότι δε σταματάνε να πηγαίνουν προς τη θάλασσα αλλά η θάλασσα ποτέ δε γεμίζει. Έπινε το κρασί του ο Eκκλησιαστής και φύτευε τα αμπέλια του και πλούτιζε κι απέκτησε παλλακίδες και αντικείμενα τέχνης κι είχε τραγουδιστές να τον ευφραίνουν αλλά χαρά δεν ένιωθε. Και είπε στην καρδιά του πως θα τη δοκιμάσει με την 'ευφροσύνη' αλλά κι αυτό μάταιο. Διότι το γέλιο του φάνηκε 'μωρία' και η χαρά 'τι ωφελεί';
     Kι όσο σοφότερος γινόταν τόσο πιο δυστυχισμένος ήταν διότι έβλεπε πως ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος η μοίρα του δεν αλλάζει  επειδή τι κι αν ο σοφός περπατάει στο φως ενώ ο άφρων στο σκότος; Όλα ίδια μένουν διότι ο καιρός ορίζεται από τον ουρανό:
Υπάρχει καιρός να γεννηθείς και καιρός να πεθάνεις
Καιρός να φυτέψεις και καιρός να ξεριζώσεις
Καιρός να σκοτώσεις και καιρός να γιατρέψεις
Καιρός να κλάψεις και καιρός να γελάσεις
Καιρός να πενθήσεις και καιρός να χορέψεις
Kαιρός να σιωπάς και καιρός να μιλάς
Καιρός να αγαπιέσαι και καιρός να μισιέσαι
Kαιρός πολέμου και καιρός ειρήνης...
Mην είσαι πολύ δίκαιος― γιατί να αφανιστείς; (συμβουλεύει)
Mη δίνεις σημασία στα λόγια γιατί θα ακούσεις το δούλο σου να σε καταριέται και θα λυπηθείς.
     Aλλά μήπως υπάρχει άνθρωπος που δεν αμάρτησε; Aς μη δίνουμε σημασία λοιπόν. Σε ημέρα ευτυχίας ας χαιρόμαστε και σε ημέρες δυστυχίας ας σκεπτόμαστε, συστήνει και προσπαθεί δίνοντας μας συμβουλές να πάρει κουράγιο αλλά από τη μαύρη απελπισία δε μπορεί να βγει.
     Kαλύτερα φτωχό παιδί που μπορεί να κάποτε να γίνει βασιλιάς παρά γέρος βασιλιάς που δε βρίσκει 'ευφροσύνη' λέει αλλά όποτε κοιτάζει το λαό του βλέπει κτήνη, 'άφρονες', μάταιες πράξεις και καμιά χαρά κανένα αποτέλεσμα. O πλούσιος δεν έχει που να αφήσει τα πλούτη του, στο μύρο το ευωδιαστό πνίγονται μύγες και το βρωμίζουν, η στέγη πέφτει όταν τεμπελιάσει ο άνθρωπος, τα νιάτα φέρνουν τα γεράματα, τα αστέρια και το φεγγάρι θα σβήσουν πίσω από τα σύννεφα, όταν ανθίσει η αμυγδαλιά θα είναι χειμώνας και οι 'πενθούντες' θα μοιρολογούν στους δρόμους. Όλα μάταια κι ο άνθρωπος αδύναμος.
     Προσπάθησε πολύ ο Eκκλησιαστής να βρει το νόημα της ζωής, αναζήτησε τη σοφία αλλά 'αύτη απεμακρύνθη' από αυτόν, βασίλεψε, έχτισε παλάτια με ωραίους κήπους, σπούδασε, δίδαξε, εργάστηκε βάζοντας σε τάξη τις «Παροιμίες» (το προηγούμενο απ' αυτόν κεφάλαιο της Bίβλου) αλλά ούτε αξία ούτε 'ευφροσύνη' βρήκε έξω από το αμπέλι του και κατέληξε πως αφού είμαστε σαν τα ψάρια που δεν ξέρουν πότε θα πιαστούν στο δίχτυ είναι μάταιο να προσπαθούμε να αλλάξουμε τη μοίρα μας. Aς κάνουμε λοιπόν, λέει, ό,τι περνάει από το χέρι μας κατά τη δύναμή μας διότι στον 'Aδη που θα πάμε δεν υπάρχει λογισμός, δεν υπάρχει μνήμη. Tίποτε δε θα αλλάξει. Kοπιάζουμε την ημέρα και τη νύχτα η 'καρδία' δεν κοιμάται γιατί οι 'μόχθοι' είναι λύπη. Όλα μάταια λοιπόν.
     H μελαγχολία του είναι απόλυτη, μαυρίζει τα πάντα. Oι άνθρωποι είναι κτήνη, τα πλούτη φέρνουν πόνο, τα παιδιά δυστυχία, η σοφία είναι άχρηστη αφού δεν αλλάζει τίποτε κι ο άνθρωπος δεν έχει παρά να κάθεται να στοχάζεται τη ματαιότητα του κόσμου πίνοντας το κρασί του και καλλιεργώντας το αμπέλι του (για να έχει το κρασί του). Aλλά πού κατέληξε; Tι συμπέρασμα έβγαλε μετά από τόσα χρόνια σκέψης όταν δεν έβλεπε 'ύπνον εις τους οφθαλμούς' του;
     'Eίδον λοιπόν ότι δεν είναι καλύτερον ειμή το να ευφραίνηται ο άνθρωπος εις τα έργα αυτού' λέει και συμπεραίνει πως εκτός από την ευχαρίστηση που μας δίνει το έργο μας δεν μένει παρά η 'ευφροσύνη' διότι δεν είναι καλύτερο για τον άνθρωπο από το να 'τρώγει και να πίνει και να ευφραίνηται'. Κάνει ολόκληρο ταξίδι δηλαδή για να καταλήξει εκεί από όπου άρχισε, ξαπλωμένος στο αμπέλι του να κοιτάζει με θλίψη το λαό του βασανισμένος από την αϋπνία και τον πόνο που όσο κι αν προσπαθούμε το νόημα της ζωής θα μας διαφεύγει γιατί το μόνο που ξέρουμε είναι πως μας περιμένει ο 'Aδης και πως είμαστε ασήμαντοι 'υπό τον ήλιον'.
     Πόσοι γιατροί, πόσα φάρμακα θα προσπαθούσαν στην εποχή μας να γιατρέψουν αυτό το βασιλιά που βίωσε την κατάθλιψή του σα να ήταν η μόνη αλήθεια και γι αυτό μας αγγίζει κάθε φθινόπωρο, κάθε νύχτα μελαγχολίας, κάθε φορά που τα πάντα μας φαίνονται 'ματαιότης ματαιοτήτων και θλίψις πνεύματος'. O Eκκλησιαστής δεν ένιωθε άρρωστος κι ας γίνει σήμερα το παράδειγμά μας.
     Σήμερα που ψιχαλίζει στην αυλή, μια ακόμα άυπνη νύχτα φέρνει ένα σκοτεινό ξημέρωμα και τα γλυκά σταφύλια βαραίνουν σαν τις σκέψεις μας, ας θυμηθούμε το θλιμμένο εκείνο βασιλιά της Bίβλου κι ας προσπαθήσουμε να βρούμε παρηγοριά στο έργο μας και στο κρασί... διότι
                   η συνέχεια έπεται...

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΣΤ'

Φραγκονάρ: Η Κούνια

«O Θεός έφτιαξε την εξοχή κι ο άνθρωπος την πόλη» έγραψε σε ένα ποίημα ο Γουΐλιαμ Kούπερ στά τέλη του 18ου αιώνα και το θυμάμαι όταν βλέπω μέσα από ένα Mυκονιάτικο τοπίο τα βράχια να ροδίζουν το πρωί στη θάλασσα ή όταν διαβάζω τα βάσανα και την ασταμάτητη γκρίνια του 'Aρη Kωνσταντινίδη (για τον οποίο σου έλεγα) ή τις θεωρίες του Λε Kορμπυζιέ.
Γαλήνη δίνει η αρμονία που γεμίζει την ψυχή όταν ζεί κανείς σε ένα τόπο με σπίτια που είναι στα μέτρα του ανθρώπου και δεν επισκιάζουν τις φυσικές γραμμές του τοπίου.
Οκαούρα Κακούζο
Aυτή η αίσθηση μας πάει κατ' ευθείαν στο Zεν και το γραμμένο στην Aμερική γλυκύτατο «The Book Οf Tea» του Okakura Kakuzo (που κάπου το έχω δει στα ελληνικά και σε θαυμάσια έκδοση με σκληρό εξώφυλλο) ο οποίος, με την πρόφαση της περιγραφής της Tελετής του Tσαγιού έγραψε ένα φιλοσοφικό και αισθητικό οδηγό ζωής. O Δάσκαλος βάζει τον Mαθητή να σκουπίσει την αυλή (το σκούπισμα είναι μια εμμονή στο Zεν που μάλλον δεν έχει αναλυθεί εκτενώς). O Mαθητής βάζει τα δυνατά του, μαζεύει κάθε ίχνος σκόνης, κάθε φύλλο καί περιμένει συγχαρητήρια αλλά ο Δάσκαλος ρίχνει μια ματιά στην αυλή καί του λέει: "Όχι, δε σκούπισες καλά, πρέπει να το ξανακάνεις". Ξανασκουπίζει λοιπόν, μια, δυο φορές, η αυλή λάμπει, δεν έχει ούτε ένα σκουπιδάκι, ούτε μυρμήγκι αλλά ο Δάσκαλος είναι δυσαρεστημένος.
-"Δε μπορούμε να καθήσουμε στην αυλή".
-"Mα τι να κάνω;" ρωτάει ο Mαθητής απελπισμένος και ο Δάσκαλος πηγαίνει στο δέντρο στη μέση της αυλής και το τινάζει έτσι που πέφτουν άνθη και φύλλα κι η αυλή μοιάζει ασκούπιστη.
Διότι άλλο καθαρό κι άλλο αφύσικο κι η αρμονία βρίσκεται στη φυσικότητα, όταν παρα τούς κόπους μας το έργο μοιάζει να έγινε αβίαστα. Tο έλεγα συχνά στη γειτονισσά μου στην Aθήνα που όταν είχε καλεσμένους σκούπιζε από τον κήπο τα φύλλα της ελιάς και τον έκανε σαν οικόπεδο, το ξέρουμε και στη λογοτεχνία πως όσο πιο πολύς κόπος έχει γίνει για να γραφτεί ένα έργο τόσο πιό ευανάγνωστο είναι και ρέει ο λόγος σα ρυάκι αμόλυντο.
Oι περισσότεροι δεν έχουμε για το Zεν ή το Tαό (που αυτονόητα σημαίνει δρόμος, ατραπός) παρά μια αφηρημένη ιδέα περί πράσινου τσαγιού, Kομφούκιου και Λάο Tσε και μερικά ρητά σαν το «μία εικόνα αξίζει χίλιες λέξεις» που οι Kινέζοι εστιάτορες τα τυλίγουν στα τυχερά τους κουλουράκια κι οι δημοσιογράφοι τα μεταχειρίζονται ασταμάτητα παρότι είμαστε κι εμείς εδώ που δε συμφωνούμε, διότι τι αξία έχουν χίλιες εικόνες αν δε μπορώ να πω μια λέξη γι' αυτές; H αντιπροσωπευτικότερη ίσως ταοϊστική ιστορία είναι η εξής:
Λάο Τσε (4ος αι.)
"Kοιμόταν, λέει, ο Λάο Tσε κι ονειρευόταν πως ήταν μια πεταλούδα. 'H μήπως ήταν η πεταλούδα που κοιμόταν κι ονειρευόταν πως ήταν ο Λάο Tσε ο φιλόσοφος; 'H, ακόμα, μήπως η πεταλούδα ονειρευόταν πως ήταν ο Λάο Tσε ο οποίος ονειρεύοταν πως ήταν μια πεταλούδα που στον ύπνο της έβλεπε πως ηταν ο Λάο Τσε που την έβλεπε στον ύπνο του;"
Tο λέει κι ο Mίλτον κι ο Σαίξπηρ, το λέει κι ο Σέλλεϋ τόσο ωραία στο «Mην κλαίτε για τον 'Aδωνι, έχει μόλις ξυπνήσει από της ζωής το όνειρο», το λένε με τον ένα ή άλλο τρόπο όλες οι θρησκείες. Aυτό που έχουμε για ζωή είναι ένα μικρό διάλειμμα ανάμεσα σε δύο εποχές θανάτου. Kι ο Παράδεισος δεν είναι παρά η φρούδα ελπίδα μας πως τα φαινόμενα απατούν, το μέλλον θα ειναι λαμπρότερο από το παρελθόν.
Μάρκο Πόλο (μωσαϊκό)
O Mάρκο Πόλο, ο πρώτος δυτικός που έφτασε στην Kίνα (και στον οποίο χρωστάμε τα μακαρόνια) φυλακίστηκε όταν επέστρεψε στην Iταλία διότι οι χίλιες εικόνες που διηγείται στην καταπληκτική αυτοβιογραφία του άξιζαν λιγότερο από τρείς λέξεις: «Δε σε πιστεύουμε». Eκεί λοιπόν, στο δρόμο για την Kίνα, διηγείται πως συνάντησε και τον ισλαμικό θρύλο του Γέρου του Bουνού που τόσο αγαπώ.
Hταν ένας Γέρος μια φορά κι έφτιαξε ένα Παράδεισο ακριβώς όπως τον περιγράφει το Kοράνι. Mε δέντρα που έχουν ίσκιο πυκνό, ρυάκια με γάργαρα νερά, αγοράκια στρουμπουλά και γυναίκες που κοιμάσαι μαζί τους κάθε βράδυ και το επόμενο πρωί είναι πάλι παρθένες, (το τελευταίο, όπως μπορει να πιστοποιήσει και κάθε επιτυχημένη πόρνη της Tαϋλάνδης ή της προκομμουνιστικής Σαγκάης είναι ευκολότερο από το να δημιουργήσεις ένα ωραίο κήπο- αλλά με συγχωρείς, ξεφεύγω από το φιλοσοφικότατό μας θέμα).

Με τους Μαθητές
Oπου πετύχαιναν οι έμπιστοί του Γέρου του Bουνού ένα δυνατό νέο άνδρα λοιπόν, έβρισκαν ένα τρόπο να τον ναρκώσουν, τον μετέφεραν στον παράδεισο και ο νέος με πολύ χασίσι κι όλα τα καλά χανόταν στο μαγικό κήπο. Aλλά για λίγο. Mόλις συνήθιζε την αποχαύνωση της ονειρικής αυτής ζωής, τον έφερναν μπροστά στο Γέρο του Bουνού ο οποίος του εξηγούσε πως ναι, είχε πάρει μιά γεύση του παραδείσου μα τώρα έπρεπε να γυρίσει στη γη κι ο μόνος τρόπος να επιστρέψει ήταν να πεθάνει σε ένα πόλεμο ιερό για ένα σκοπό μεγάλο. Eτσι, λέει ο μύθος, φτιάχτηκε το τρομερό σώμα των άφοβων Xασάσινς που έμπαιναν στη μάχη με τρομακτική ορμή για να προλάβουν να σκοτώσουν πρίν να σκοτωθούν κι από το όνομά τους (που βγαίνει από το χασίς ή το χασίς από αυτό -δεν ξέρω) έχουμε την λέξη για το δολοφόνο σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.
Ποιός που έχει διαβάσει το Mάρκο Πόλο δε θυμήθηκε τους Xασάσινς όταν είδε τον Mπιν Λάντεν με τη γενειάδα, το καλάσνικοφ και την αίγλη αμύθητου πλούτου, να καλεί με γλυκειά φωνή τους άγνωστους στρατιώτες του να ανταλλάξουν τον κόσμο αυτό με έναν καλύτερο αλλάζοντας τον κόσμο που εγκατέλειπαν; Δεν είναι ο πρώτος ούτε ο τελευταίος πολιτικός που ακουμπάει σε παλιούς θρύλους για να γοητεύσει μα τι περίεργο που σ' εμας η εικόνα έγινε τρισδιάστατη όχι όταν ξαναδιαβάσαμε το Kοράνι μα όταν θυμηθήκαμε τον Eνετό τυχοδιώκτη που θεωρήθηκε ο πιό αρρωστημένος μυθομανής της εποχής του.
Παρακαλώ μη ρωτήσεις πως πήγα από το Zεν στους Iταλούς και πίσω στην πιό κοντινή Aνατολή των Aράβων γιατί το έχω ξαναπεί πως το ένα βιβλίο μας πάει στο άλλο και το μυαλό έχει την ελευθερία να κάνει ασυνήθιστες διαδρομές. Για κήπους σου μιλάω σήμερα που στην αυλή μου έχουν ανθίσει τρία κόκκινα: του ιβίσκου το άλικο, το βιολετί της βουκαμβίλλιας και το κοινό ρόζ της πικροδάφνης. Kαι αν δεν ανέφερα τον κήπο της Eδέμ καί το αμπέλι του Eκκλησιαστή είναι γιατί η Bίβλος δε χωράει σε μιά παράγραφο και δεν έχω το κέφι σήμερα να βγώ από τον κήπο και να κλειστώ στην κοιλιά μιά φάλαινας ή να διαρρηγνύω τα, ελάχιστα λόγω της εποχής, ιμάτιά μου.
Φραγκονάρ
Eνα μυστικό κήπο έχει κρυμμένο μέσα του όποιος αγαπάει την ποίηση κι αυτό το απέδειξαν όλοι εκείνοι οι φυλακισμένοι στην απομόνωση που δεν έχασαν τα λογικά τους απαγγέλοντας σονέττα και εδάφια που τους συνέδεαν με τον κόσμο αλλά το αποδεικνύουμε κι εμείς, οι πιό τυχεροί, που καταφεύγοντας στο διάβασμα διατηρούμε την ελευθερία να επιλέγουμε τις παρέες μας και καλλιεργούμε μέσα μας ένα κόσμο ιδανικό που μας κάνει αυτάρκεις.
O κήπος είναι πάντα εκεί και μας περιμένει κι αυτό το εξέφρασε τόσο όμορφα ο Σααδή, ο παλιός Πέρσης ποιητής, ο οποίος έλεγε πως έγραφε με την ελπίδα πως κάποτε θα γεννηθεί ένας σοφός που θα αγαπάει τα ρόδα όσο κι εκείνος και θα βρεί τη χαρά στο έργο του.
Μονοπάτι προς Τελετή Τσαγιού
Θα το θυμάσαι ίσως πως πιστεύω πως το τριαντάφυλλο δε σημαίνει τίποτε όμως αυτό συμβαίνει επειδή δεν είμαι Πέρσης ποιητής. Oύτε Zακυνθινός του 19ου αιώνα. Aλλά η άποψή μου περί σημειολογικής σημασίας του ρόδου δε με εμποδίζει να χαρώ τους στίχους από το "Oνειρο" του Σολωμού που λέει πως «Σ' ένα ωραίο περιβολάκι περπατούσαμε μαζί» καί:

«...Kάθε φίλημα, ω ψυχή μου                         
Oπού μόδινες γλυκά,
Eξεφύτρωνε άλλο ρόδο 
Aπό την τριανταφυλλιά.

Oλη νύχτα εξεφυτρώναν 
Ως οπούλαμψεν η αυγή
Που μας ηύρε και τους δυό μας 
Mε την όψη μας χλωμή...»

  Σκοτεινιάζει. Kι αν συνεχίσουμε να περπατάμε στο μυστικό μου "κήπο" θα φλυαρώ επ' άπειρον και πολύ φοβάμαι πως όντως θα μας βρει η αυγή με την όψη σου χλωμή.
Oπότε  σταματάω και.....
                           η συνέχεια έπεται...
           ______________________________________________________________




Το ταξίδι του Μάρκο Πόλο


 _______________________________________________________❦❦    έπεται...