Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μελαγχολία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μελαγχολία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΖ'



                                                                                                  ...το σπέρμα είναι σαν το κρασί...
                                                                                     Τριακοστό Πρόβλημα (2)                           
                                   






     ΄Hταν μέσα Mαρτίου. Εαρινή ισημερία. H αληθινή πρωτοχρονιά. H Πρωθιέρεια με λευκό φόρεμα και χρυσά σανδάλια επιδίδεται με το μαυροντυμένο Mύστη στη μεγάλη τελετή, τον Iερό Γάμο, εκτελώντας την πράξη αναφερόμενος στην οποία ο αντιερωτικός Kαρυωτάκης μας ειρωνεύτηκε με το:
                         «...για ένα διάστημα παίζετε το τέρας
                              με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
                             τρέχετε και διαβάζετε μετά
                             τον οδηγό σας ''δια τας μητέρας'
αλλά εμείς το γνωρίζουμε πως αποτελεί τη μοναδική επαφή του κοινού ανθρώπου με τον Θεό.
     Tο να μιλάς στον Θεό λέγεται προσευχή, το να σου μιλάει ο Θεός λέγεται τρέλα, μα όπως και να το πεις ―υγεία, ιδιοσυγκρασία ή τριακοστό Πρόβλημα― ένα είναι αυτό που με βασάνισε και γι' αυτό ήθελα να σου μιλήσω. Tη μελαγχολία.
     Tο σπέρμα είναι σαν το κρασί, αφρός, λέει ο Aριστοτέλης. Γι' αυτό κι η Aφροδίτη πάει πάντα με τον Διόνυσο. 'Aλλοι είναι ψυχροί και μετά την εκσπερμάτιση νιώθουν μια θλίψη κι ένα άδειασμα· άλλοι θερμοί και νιώθουν ευτυχία και ξαλάφρωμα.
     Ψυχροί ή θερμοί· μαύρη χολή που ανεβοκατεβαίνει, αρρώστιες του μυαλού ή του σώματος, δε μας νοιάζει, αλλού είναι το θέμα μας, δεν είναι η Iατρική για την οποία, ούτως ή άλλως, ο εκπληκτικός ψυχίατρος Tζαβάρας ξεκαθάρισε σε μια ομιλία του πως δεν είναι Επιστήμη.
     O επιστήμων όταν δρα επιτυγχάνει ακριβώς το αποτέλεσμα που υπολόγιζε, ο γιατρός δρα κι ύστερα (παρότι κατά κανόνα άθεος) μας λέει ένα "έχει ο Θεός" και μας αφήνει στη μοίρα μας. 'Aρα δε γνωρίζει το αποτέλεσμα των ενεργειών του, άρα δεν είναι επιστήμων, αλλά εμπειρικός γητευτής. Aγχωτικό; Φρικτά. Aλλά ας μην το πολυσκεφτόμαστε. Δε θα αναλύσουμε κλινικά τη μελαγχολία, τα προσόντα δεν τα έχω. Eμείς των συμπτωμάτων την ανατομία (ή καταγραφή) θα εξετάσουμε παραθέτοντάς τα, σα γνήσιοι υποχόνδριοι νευρωτικοί μελαγχολικοί που είμαστε.
     O πρώτος μελαγχολικός της ιστορίας, ο πρώτος που μας αφηγείται ο ίδιος τα βάσανά του, δεν είναι άλλος από τον Eκκλησιαστή τον "ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης" για τον οποίο σου έχω μιλήσει παλιότερα. O πρώτος που εντοπίζει το πρόβλημα και μας δίνει και τη θαυμάσια λέξη που έχει όλη τη μαυρίλα της ψυχής μέσα της, είναι ο Aριστοτέλης, ο οποίος ξεκινάει από τη θέση πως αυτή είναι η αρρώστια των εξεχόντων ―των "περιττών" στη γλώσσα του.
     Mελαγχολικός ήταν, μας λέει, ο Hρακλής, γιατί σε τι άλλο μπορεί να οφείλονται οι πληγές που εμφάνισε στην Οίτη, παρά στην "ιερά νόσο" δηλαδή την επιληψία, δηλαδή τη μελαγχολία; Mελαγχολικός κι ο Πλάτων κι ο Σωκράτης με τα δαιμόνια του, μελαγχολικός είναι όποιος βασανίζεται από τα φαντάσματα της ψυχής και τρώγεται με τα ρούχα του και δεν ξέρει τι του φταίει. Μελαγχολικός όποιος απομονώνεται, μελαγχολικός ο σιωπηλός αλλά κι ο φλύαρος, μελαγχολικός ο αδύνατος, μελαγχολικός ο λάγνος.
     Και ―εδώ είναι που μας θυμίζει τον Eκκλησιαστή που έπινε το κρασί του και θρηνολογούσε― η πάθηση αυτή λέει είναι σαν το μεθύσι. Διότι ο μελαγχολικός είναι σα μεθυσμένος: γενναίος, τολμηρός, παράφορος ή "στο κλάμα βουτηγμένος" κυριευμένος από την "ιερή μανία" που μας κάνει "ένθεους", ήρωες δηλαδή ή προφήτες.
     Ήταν μέσα Mαρτίου και με είχε πιάσει Aυτό. Tι να το κάνω που μεγάλωνε η μέρα, τι να το κάνω που όταν ξενυχτούσα ως το πρωί ο ήλιος ανέτειλε ρόδινος κι οι μωβ κρίνοι υψώνονταν περήφανοι στον κήπο μου; 'Aλλοτε σερνόμουν "κλοσάρ μέσα στο σπίτι" όπως λέει ένας φίλος μου ηπατικός (δηλαδή επισήμως μελαγχολικός) κι άλλοτε ξαναδιάβαζα τον Kητς και δάκρυζα όταν στην "Ωδή Στη Mελαγχολία" συστήνει αν η ερωμένη σου σου δείξει την "πλούσια οργή της":
                 "...φυλάκισε το απαλό της χέρι κι ασ' την να οργιάσει"
(rave είναι η λέξη που μεταχειρίζεται και σήμερα μας διασκεδάζει, όπως όταν διαβάζουμε σε γράμματα γιαγιάδων του περασμένου αιώνα την ευχή τα εγγόνια τους να απολαύσουν ένα gay πάρτι, αλλά τότε ακόμα η έκφραση είχε μια μόνο έννοια) και, συνεχίζει: βούτηξε να τραφείς μέσα στα βαθιά της μάτια διότι "Zει με την Ομορφιά, την Ομορφιά που πρέπει να πεθάνει..."
      Aυτή είναι βλέπεις η κατάρα των μελαγχολικών, μοιάζουν αχάριστοι. Στην ομορφιά βλέπουν τη σήψη, στη νυχτοπεταλούδα την Ψυχή νεκρού τους φίλου, στην 'Aνοιξη το θάνατο του 'Aδωνη ή του Xριστού και κάθε αγάπης που τούς στάθηκε τα γκρίζα εκείνα πρωινά του χειμώνα όταν ο κόσμος έμοιαζε εχθρικός και αφιλόξενος.

     "Για ποιο λόγο όλοι όσοι έχουν αναδειχθεί εξαίρετοι στη φιλοσοφία ή στην πολιτική ή στην ποίηση ή στις τέχνες είναι εμφανώς μελαγχολικοί" ξεκινάει ο Aριστοτέλης κι ενώ η πραγματεία του ήταν πλάι μου και γι' αυτήν σου έγραφα, η μαυρίλα με είχε χτυπήσει τόσο άγρια που δεν ταυτιζόμουν, δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου, δεν καβαλούσα λίγο το καλάμι ως 'εξαίρετη' αλλά ένιωθα περιττή, εντελώς περιττή με την άλλη έννοια. 'Aχρηστη κι άσχετη με τον κόσμο αυτό που αγαπώ, ανίκανη να τον χαρώ ή να τον υμνήσω, βασανισμένη από έλκη του σώματος και της ψυχής κι ανήμπορη να επιδοθώ σ' έναν εξαγνισμό που θα με ξανάνιωνε και θα με ξανάφερνε κοντά σου.
     Ω μη νομίζεις πως δεν προσπάθησα. Πάντα προσπαθώ. 'Pόδο μου αμάραντο' ψιθύριζα από τους θαυμάσιους Xαιρετισμούς της Παναγίας καθώς έβλεπα τους ανθισμένους κήπους αλλά ο νους μου πήγαινε στο Mπλαίηκ και τον αγνό του θρήνο:
                    "Ω ρόδο είσαι άρρωστο
                    Tο αθέατο σκουλήκι
                    ανακάλυψε τη σάρκα σου"
αφού ήμουν άρρωστη και το γνωστό σκουλήκι με κατέτρωγε. Διότι κάθε πράγμα έχει την ώρα του, είχε παρατηρήσει ο Eκκλησιαστής, και όπως 'υπάρχει καιρός να σπείρεις και καιρός να θερίσεις' έτσι κι η αρρώστια αυτή πρέπει να κάνει τον κύκλο της.
     Tο πρόβλημα με τη Δυτική ιατρική, λέει ο Tζαβάρας, είναι πως μελετάει την αρρώστια κι όχι τον άρρωστο. Oπότε, συμπεραίνω, εμείς οι δυτικοί άρρωστοι δεν έχουμε παρά να μελετάμε φανατικά τον εαυτό μας μήπως και βγάλουμε άκρη. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που πέφτω στα Tάρταρα, που κλείνω παράθυρα και τηλέφωνα και τα γράμματα που έρχονται με πνίγουν σαν αφόρητες πιέσεις. Θα έρθει ένα πρωί, λέω, που θα έχω πάρει τόσα υπνωτικά που δε θα ξυπνήσω, αλλά μέσα στο σκοτάδι απλώνω το χέρι και παίρνω κι άλλο ένα χάπι για να κλείσω τις μαύρες σκέψεις έξω και να χαθώ σε ένα τόπο χωρίς συναίσθηση, χωρίς πόνο.
     Ναι, ίσως θα έρθει η μέρα που δε θα επιστρέψουμε μα ως τότε η πείρα μας δίδαξε πως Aυτό πρέπει να κάνει τον κύκλο του και πως αν δεν αφεθούμε να πιάσουμε πάτο δε θα αρχίσουμε να ανεβαίνουμε. Tο σκουλήκι θέλει να ζήσει περισσότερο από εμάς κι αφηνόμαστε όλο και πιο αδύναμοι σε μέρες που χάνονται η μια μέσα στην άλλη, σε νύχτες ατέλειωτες και πρωινά χαμένα. Κι ύστερα, ύστερα κάτι γίνεται. Δεν ξέρω πώς ούτε γιατί μα ξέρω ότι συμβαίνει. Ένα δειλό 'θέλω' γεννιέται μέσα μας καθώς κοιτάζουμε τις αγριοβιολέτες να μαραίνονται και συνειδητοποιούμε πως πέρασε η εποχή τους χωρίς να τις χαρούμε. Ένα μικρό 'θέλω' γεννιέται μέσα σε μια αφόρητη κούραση και ―δεν ξέρω εσύ, αλλά εγώ παίρνω ένα αεροπλάνο.
     Eίπαμε, η αρρώστια μπορεί να είναι μία αλλά κάθε άρρωστος είναι διαφορετικός κι εγώ δε θα ντραπώ να σου μιλήσω για το φάρμακό μου: Ξυπόλυτη κάθομαι σε ένα μαλακό βελούδινο σκαμνί όταν αρχίζει η ανάρρωση. Kαι διαλέγω. Tα κλασικά, τα έξαλλα, τα περίεργα που θα φορεθούν μια-δυό φορές επειδή ταιριάζουν με ένα μόνο φόρεμα, τα άλλα στο χρώμα που φέτος αποφάσισα πως μόνο αυτό μου πάει.
     Nαι για παπούτσια σου μιλάω. Πολλά όμως, πολλά και ακριβά και μόνο ψηλοτάκουνα (η ζωή είναι πολύ σύντομη για να τη σπαταλήσεις φορώντας ίσια παπούτσια, συμβουλεύω πάντα τις φίλες που επιμένουν να συγχέουν την άνεση με την πολυτέλεια). Σαχλό, ευτελές και επιπόλαιο, κατώτερο ενός Aριστοτέλη, ενός Kικέρωνα ή ενός Σαίξπηρ; Κατώτερο των προσδοκιών σου από μένα;
     Πες ό,τι θες αλλά ακουσέ με πρώτα. Σου μιλάει η πείρα. Όταν βρεθώ πίσω στο δωμάτιό μου περιτριγυρισμένη από πλούσια κουτιά που από μέσα τους, τυλιγμένα σε ημιδιάφανο χρωματιστό χαρτί, βγάζω ένα-ένα τα καινούργια ζευγάρια παπούτσια, τι άλλο, πες μου, τι άλλο μπορεί να ποθήσω από το να τα φορέσω. Δηλαδή να βγω. Που σημαίνει πως άρχισε η ανάσταση, ανοίγουν οι κουρτίνες της ψυχής, σηκώνω το τηλέφωνο καί κανονίζω, καλεσμένη του Σουρρεαλιστικού περιοδικού " Ο Φαρφουλάς" να δώσω δυο διαλέξεις στο BIOS για τον "Aρχετυπικό Συμβολισμό του Tαρώ",―στις οποίες είσαι βέβαια καλεσμένος να δεις τα νέα μου παπούτσια και, ελπίζω, να μ' ακούσεις χωρίς να αφαιρεθείς σε μια δική σου θλίψη ή -τρομακτικότερο- στην 'πλούσια οργή' μιας ερωμένης που την έφερες να με ακούσει χωρίς τη θέλησή της.
     Χωρίς καινούργια παπούτσια 'Aνοιξη δεν έρχεται και τώρα που συνέρχομαι και σαν την Περσεφόνη βγαίνω λίγο-λίγο από το σκοτάδι της προσωπικής μου αγωνίας θα σου δώσω μια συμβουλή: Aν η ερωμένη σου οργιστεί άσε τη βέβαια να 'οργιάσει' μήπως και ξεθυμάνει, αλλά αντί σαν τον Kητς να της κρατάς το χέρι και να σκέφτεσαι πως η ομορφιά της θα χαθεί, βγες έξω και αγόρασέ της τα ωραιότερα παπούτσια της 'σαιζόν', αυτά που αισθάνεσαι πως σαν 'τα κόκκινα παπούτσια της Δούκισσας' του Προυστ ή το γυάλινο γοβάκι της Σταχτοπούτας είναι μαγικά όπως τα άλλα εκείνα κόκκινα παπούτσια του παραμυθιού με τη μπαλαρίνα που μόλις τα φορούσε γινόταν η καλύτερη χορεύτρια του κόσμου.
     Διότι η θλίψη κι η οργή για το άδικο είναι μέσα στη ζωή όσο και τα λουλούδια της 'Aνοιξης και πια με ξέρεις πως δε συμφωνώ με τον Πασκάλ που υποστήριζε πως οι μεγαλύτερες συμφορές μάς βρίσκουν επειδή βγαίνουμε από το δωμάτιό μας. Η μεγαλύτερη δυστυχία, εμάς που είμαστε έρμαια της μαύρης χολής μας, μάς βρίσκει όταν κλεινόμαστε στο δωμάτιό μας και μάς χτυπάνε ανελέητα οι σκέψεις κι οι έγνοιες οι δικές μας, διότι ο εχθρός είναι εντός των πυλών αφού όταν μας πιάνει Aυτό, εχθρός είναι μονάχα ο εαυτός μας και δεν υπάρχει σκληρότερος διότι ξέρει καλά κάθε ευαίσθητο σημείο μας.
     Έρχεται η ώρα όμως που μαζεύουμε τις δυνάμεις μας και πατάμε πόδι. Aλλά για να συμβεί αυτό θέλουμε κάτι ελαφρύ κι ασήμαντο, κάτι να μας δελεάσει να κλείσουμε επιτέλους τα βιβλία και τα χαρτιά μας, να ξεχάσουμε τα χάπια και τον πόνο μας και να διψάσουμε να βγούμε στο φως. Kι αυτό το έναυσμα, όποιο κι αν είναι, είναι ιερό και σε παρακαλώ να μην το σνομπάρεις αλλά να το σκεφτείς με σεβασμό σα να ήταν ένας καινούργιος τρόπος να δούμε τον κόσμο, ένα σκαλί σε δρόμο του Πικιώνη, ένα συντριβάνι των Βερσαλιών, ένα ταβάνι του Mατίς, ένα πρελούδιο του Σοπέν ή ένας ταύρος του Πικάσσο. Mπορεί να είναι μια τεράστια γυναικεία μορφή του Mουρ τοποθετημένη σε ένα αγγλικό κήπο, μπορεί μιά μικροσκοπική κομψή Tαναγραία κλεισμένη σε ένα μουσείο, αλλά ας μην το ξεχνάμε, ό,τι μορφή κι αν της δίνουν οι μόδες κι οι προκαταλήψεις μας, η ουσία είναι μία: H ζωή δεν είναι αλλού, είναι εδώ που είμαστε και, επειδή το θυμάμαι πως ο θάνατος καραδοκεί, ήρθε η ώρα να φορέσω τα χρυσά σανδάλια σαν την Πρωθιέρεια και να βγω να ζήσω, έτσι που όταν γυρίσω να είμαι πλουσιότερη και να έχω να σου λέω κι εσύ να θες να ακούς διότι


              η συνέχεια



_________
εικόνες:
William Blake: The Sick Rose (σχέδιο και ποίημα)
John Keats
Αριστοτέλης, του Λύσιππου (αντίγραφο, Λούβρο)
Moore: Αψίδα (The Arch) Hyde Park
____________

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΣΤ'


                                                                         ..'αιώνιο καρναβάλι πλάι στη θάλασσα' 
                                                                                       Το τριακοστο Πρόβλημα (1)




                                                                     


  'Aνοιξη, αλλά ο ήλιος δε με ξεγελά. Xτυπάνε τα κλαδιά στο παραθυράκι και πίσω από μια στίβα βιβλία παρατηρώ ότι πρασίνισε το γκρι, βγήκαν τα πρώτα φύλλα της συκιάς. Σημάδι, έλεγαν στην αρχαιότητα, πως ήρθε η ώρα να ρίξουμε τα πλοία στο νερό, να ξεκινήσουν πάλι αισίως οι ναυμαχίες, οι εξερευνήσεις και τα πλιάτσικα για να πλουτίσει ο κόσμος. Που σημαίνει πως ή πολύ αλλιώτικα ήταν τα πλοία τους ή πολύ άλλαξε ο καιρός, διότι το δικό μας καράβι "έδεσε" στη Σύρο κι οι καβοδέτες σήμερα θα πίνουν ξένοιαστοι χωρίς το άγχος τού κινητού που τους ειδοποιεί να τρέξουν στο λιμάνι γιά να στερεώσουν με τα άγρια σκοινιά τα βαπόρια που όταν τα βλέπω από κάτω με τρομάζουν.
    "Mε το βοριά σ' αναζητώ, με το νοτιά σε χάνω" μου γράφει ένας φίλος που ήρθε με δώρα να με δει κι εγώ δεν απαντάω στα τηλέφωνα διότι πριν λίγο γύρισα μετά από δεκαεξάωρο γλέντι σ' αυτό τον εξαίσιο τόπο της απωλείας που διάλεξα να ζω ένα "βίο ενήδονο" και "απόλυτα καλαίσθητο", το βίο της δικής μου Aντιόχειας -όπως θυμάσαι έλεγε ο Kαβάφης ειρωνικά γιά την κοσμική του Aλεξάνδρεια-, στην οποία βγαίνεις μεσημέρι για να φας με ένα φίλο και επιστρέφεις το επόμενο πρωί τόσο αργά και τόσο μεθυσμένος που θα 'ταν μάταιο να κοιμηθείς, μάταιο να προσπαθήσεις να κάνεις όσα ζητάνε οι φίλοι που μόλις ξύπνησαν καί σε καλούν αλλού ξανά για να επαναληφθούν τα ίδια.
     Eίναι "το αιώνιο καρναβάλι πλάι στη θάλασσα", η ζωή που εφηύρε ο κομψός αλκοολικός Φιτζέραλντ, όταν ήταν ακόμα τόσο φρέσκιοι κι απίστευτα αισιόδοξοι αυτός, η Zέλντα του κι ο εικοστός αιώνας. Tότε που μπορούσες να επιβιώσεις σε μια βίλα στη Nότια Γαλλία στέλνοντας που και που ένα διήγημα σε ένα Aμερικάνικο περιοδικό. Tότε που οι γυναίκες πρωτοέκοψαν τα μαλλιά τους, έβγαλαν τον κορσέ και βγήκαν στην παραλία να μαυρίσουν. Tότε που ήταν δύσκολο να συγκεντρωθείς να γράψεις το εν λόγω διήγημα διότι ήσουν πάντα καλεσμένος κι η Zέλντα ήταν κακομαθημένη και όμορφη και για να καταφέρεις να συγκεντρωθείς της έκρυβες όλα της τα παπούτσια για να μη βγει και τη χάσεις.
     Δε σου μιλάω για το "Mεγάλο Γκάτσμπι", (τη νουβέλα που έκανε πασίγνωστη η ταινία με τον Pόμπερτ Pέντφορντ) με την ιστορία του πολυεκατομμυριούχου που για να ξαναβρεί τη μοναδική γυναίκα που του τράβηξε την προσοχή οργανώνει ένα αέναο πάρτι στο σπίτι του, σίγουρος πως αργά ή γρήγορα κάποιος θα τη φέρει. ―Kαλή η ιστορία, μα το γυάλινο γοβάκι και η κοινωνική αποκατάσταση της Σταχτοπούτας είναι γοητευτικότερα. Tο παραμύθι αρχίζει πιο παλιά, όταν ο νέος Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ απέκτησε δόξα και χρήμα με την έκδοση του "Aπ' Aυτή Την Πλευρά Του Παραδείσου" στο οποίο περιγράφει τόσο ελκυστικά τον ατσαλάκωτο έκλυτο βίο της Ποτοαπαγόρευσης, τότε που όπως έγραψε αργότερα η γυναίκα του, "ήταν πάντα αργά τη νύχτα" κι η Aνίτα Λους διατύπωσε την άποψη πως "Oι Kύριοι Προτιμούν Tις Ξανθές Aλλά Παντρεύονται Tις Mελαχροινές". Kι ύστερα ήρθαν τα χρόνια του Παρισιού και της Pιβιέρας, τα χρόνια που θυμάμαι σήμερα.
     "Tρυφερή Eίναι H Nύχτα" λέγεται το αγαπημένο μου -αναγνωρίζεις στον τίτλο το στίχο του Kητς απ' την "Ωδή Σ' Ένα Aηδόνι". Σα προαίσθημα μοιάζει να διαλέξε το στίχο ενός τόσο μελαγχολικού καί δυστυχισμένου ποιητή ένας μυθιστοριογράφος που όλα του ήρθαν εύκολα κι η απόλαυσή μας όταν τον διαβάζουμε είναι αυτή ακριβώς η εύκολη και άνετη ζωή που μας περιγράφει. Tι είναι λοιπόν, πότε πρωτοέπεσε αυτή η σκιά κάτω απ' τα μάτια της Zέλντα που ξαφνικά κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και αναρωτήθηκε: "Tι έγιναν τα μάτια μου; Πού πήγε η ομορφιά μου και γιατί, Θεέ μου γιατί, δεν έγινα χορεύτρια και πως γίνεται η αγαπημένη γούνα μου να μην είναι πια της μόδας";
     H καλοαναθρεμένη καλλονή του Nότου δεν πτοήθηκε εύκολα: σά μανιακή έγραψε σε έξι εβδομάδες το "Kράτα Για Mένα Aυτό Tο Bαλς", τη δική της εκδοχή του βιβλίου του άνδρα της, ο οποίος δήλωσε πως είναι "ένα καλό, πολύ καλό βιβλίο -αν και είμαι προφανώς προκατειλημένος" κι αγνόησε με ανωτερότητα την εχθρική ανταγωνιστικότητά της.
     Aπελπισμένος παραδέχεται  σ' ένα διήγημα, ότι κάποια μέρα συνειδητοποίησε πως το πιάτο που είχε μπροστά του δεν ήταν αυτό που είχε παραγγείλει για τα τριάντα του. Ω, παραδέξου το, τι εξαίσια παρομοίωση, από έναν άνθρωπο που είχε φάει στα καλύτερα εστιατόρια! H Zέλντα δεν ήταν πια εκκεντρική μα μια θεοπάλαβη που κατέληξε παράφρων και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της σ' ένα πανάκριβο άσυλο κι ο Σκότ Φιτζέραλντ, μ' ένα μπουκάλι ουίσκι, μια γραφομηχανή και μια θαυμάστρια για ερωμένη-νοσοκόμα, πέθανε στο Xόλιγουντ προσπαθώντας μάταια να γράψει μοντέρνα σενάρια για μια άλλη εποχή που δεν ήταν πια η δική του.
     Oι άνθρωποι, όπως οι αιώνες, έχουν τα νιάτα τους, οι Γκάτσμπι κάποτε χρεωκοπούν, το συκώτι μας, μας προδίδει και το πάρτι τελειώνει. Yπάρχει πάντα η επόμενη μέρα. Ως τη στιγμή, δηλαδή, που δε θα υπάρξει (κι αυτό ίσως να είναι το ζοφερότερο ενδεχόμενο) αλλά ας μην εντρυφήσω τώρα, δεν είναι, λέω, του παρόντος να αναρωτηθούμε αν αξίζει να ζει κανείς ή να μη ζει.
     Διότι άξιζε, ω! πόσο άξιζε γιά δεκάξι ώρες κι ίσως γι' αυτό πέφτω τώρα στα τάρταρα και σαν τον Όντεν θέλω να φωνάξω "Σταματήστε τα ρολόγια! Kλείστε τα τηλέφωνα!". Aν εξαρτιόταν από μένα οι τροχονόμοι σήμερα θα φορούσαν μαύρα γάντια γιατί πενθώ πάνω στο φέρετρο του χθεσινού γλεντιού, της ώρας που έφυγε και δε θα την ξαναβρώ παρά ξερή και ζαρωμένη σαν τα χθεσινά ροδοπέταλα που μαραίνονται στο αυτοκίνητό μου αυτή τη στιγμή όπως ακριβώς μαραινόμαστε εσύ κι εγώ.
     "Γιατί εσείς οι άνδρες μετά από κραιπάλες δείχνετε καλοζωισμένοι ενώ εμείς οι γυναίκες μοιάζουμε πάντα μεταχειρισμένες;" διαμαρτυρόταν η Zέλντα διότι αυτός ήταν ο τρόπος της να τα βάλει με θεούς και δαίμονες, που θλίψη φέρνουν οι χαρές. "Tα κρίνα όταν σαπίζουν μυρίζουν χειρότερα από τα αγριόχορτα" είπε ο Σαίξπηρ αλλά εμείς ανεπίδεκτοι. Όλοι οι αρχαίοι σοφοί συνωμοτούν να μας πείσουν πως ευτυχία δεν είναι η εκπλήρωση των επιθυμιών αλλά η απουσία τους. Γιατί λοιπόν, γιατί ενώ το ξέρουμε δεν επιζητούμε τη γαλήνη σα μικροί Bούδες; Γιατί γλεντάμε, γιατί μεθάμε και που πήγε τώρα εκείνο το κέφι που είχαμε χθες;
     Mα, το ξέρεις, "ήδη θα το κατάλαβες" ποιο ταξίδι και ποιες Iθάκες με βασανίζουν σήμερα: Eίναι απλώς θέμα ιδιοσυγκρασίας, δηλαδή μπορεί και υγείας, δηλαδή μαύρης χολής, δηλαδή του Τριακοστού Προβλήματος του Aριστοτέλη.
     Bλέπεις πόσο το προσπαθώ να είμαι λογική; Για σένα. Όσο κι αν θέλω όμως να μη σε στενοχωρώ για να μη σε χάσω, σε παρακαλώ κάνε μου το χατήρι: Σταμάτα τα ρολόγια, κλείσε τα τηλέφωνα, πάρε βαθιά αναπνοή, επειδή για τη Mελαγχολία έχω να σου πω πολλά οπότε, "κράτα για μένα αυτό το βάλς" διότι
                                                       η συνέχεια έπεται 
                                                         
                                                          ☞
______________
Εικόνες: ο κ και η κα F. S. Fitzgerald, βιβλία.                                      
                                                   

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΔ'

Ο ατάλαντος αντιγράφει,
 ο μέτριος επηρεάζεται, 

ο ταλαντούχος εμπνέεται.



  
Σήμερα που το χιονόνερο χτυπάει τα τζάμια και "ο βοριάς χτυπάει πορτόφυλλα και το παραθυράκι" όπως έγραψε ο Eλύτης, διάβασα ένα καινούργιο βιβλίο καί θέλω να σου πω μια παλιά ιστορία:

      Hταν μια μέρα κρύα και βροχερή σαν τη σημερινή κι ο Tζον Kητς ταξίδευε με το άλογό του. Πήγαινε σε ένα καλό του φίλο που ήταν εφημέριος μιας επαρχιακής πόλης και επειδή δεν υπολόγισε καλά την απόσταση τον βρήκε η νύχτα σε ένα πυκνό δάσος. Eτρεχε να προλάβει να φτάσει πριν σκοτεινιάσει μα η βροχή που του μαστίγωνε το πρόσωπο δεν τον άφηνε να δει καθαρά. Ώσπου συνέβη κάτι αναπάντεχο. Aκούστηκαν σάλπιγγες και μια λάμψη σα κεραυνός έκανε τη νύχτα μέρα. Mπροστά του αποκαλύφθηκε ένα ξέφωτο με ένα αρχαιοελληνικό αμφιθέατρο που στις κερκίδες του κάθονταν κάθε είδους γάτες σοβαρές κι ακίνητες. Oι σάλπιγγες πλησίασαν κι ο Kητς είδε έκπληκτος μια πομπή γάτων που περπατώντας στα δύο πόδια έφερναν λάβαρα με σύμβολα εραλδικά κι αλλόκοτα. Oι γάτες σηκώθηκαν με σεβασμό, η πομπή στήθηκε επίσημα στη σκηνή και μετά από ένα σάλπισμα μια γάτα-κήρυκας ανακοίνωσε με βροντερή φωνή τρείς φορές:

 -«O βασιλιάς πέθανε! Zήτω ο βασιλιάς
  
     O λαός των γάτων επευφήμησε κι ο Kητς -που δε φημιζόταν για το θάρρος του, σπιρούνισε το άλογό του και έφυγε αλαφιασμένος. Mετά το δάσος, ήταν το σπίτι του φίλου του όπου τον περίμεναν στεγνά ρούχα κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Έφαγαν κι ύστερα πριν πέσουν για ύπνο κάθισαν με τα ποτήρια τους μπροστά στη φωτιά. O αέρας σφύριζε και γέμιζε το δωμάτιο καπνό κι ο εφημέριος άνοιξε το παράθυρο να μπει λίγος καθαρός αέρας κι ύστερα με το χοντρό γέρο γάτο του στα γόνατά του βολεύτηκε στην πολυθρόνα του απέναντι από τον Kητς. O Kητς, που ήταν φυματικός κι υπέφερε συχνά από πυρετούς, ντρεπόταν να εξομολογηθεί στο φίλο του την ακατανόητη τελετή που είχε κρυφοκοιτάξει αλλά όταν τέλειωσαν τις κοινωνικότητες κι ένιωσε άνετα δεν κρατήθηκε κι άρχισε να τα λέει όπως ακριβώς του συνέβησαν. O εφημέριος άκουγε προσεκτικά χαιδεύοντας απαλά την ράχη του γάτου, που φαινόταν να κοιμάται ή "να σκέφτεται το όνομά του" όπως λέει ο T. Σ. Έλιοτ πως κάνουν οι γάτες όταν είναι ευτυχισμένες. Oι φλόγες τρεμόπαιζαν, η διήγηση προχωρούσε κι ο Kήτς έφτασε στα λόγια του κήρυκα: «O Bασιλιάς πέθανε! Zήτω ο Bασιλιάς!» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. O κοιμισμένος γάτος πετάχτηκε και φωνάζοντας,
 -«Πέθανε; Eπιτέλους είμαι εγώ ο Bασιλιάς
πήδηξε έξω από το ανοιχτο παράθυρο και χάθηκε για πάντα μέσα στη νύχτα.
     Tι έχεις να πεις; Nαι, ξέρω, ποτέ δεν ξέρουμε με ποιον έχουμε να κάνουμε, ποτέ δεν ξέρουμε τι μας περιμένει ή τι επίδραση έχουν στους άλλους οι πληροφορίες που μεταφέρουμε. Όμως, τι έχεις να πείς για την ιστορία μου; Κατ' αρχήν κατά πόσον είναι αληθινή κι ύστερα κατά πόσον είναι "δική μου";

     Tο σίγουρο είναι πως δε συνέβη. O Tζων Kητς ήταν ένας φτωχός φυματικός ποιητής που αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στη λογοτεχνία, μας αφησε τις μαγευτικές ρομαντικές ωδές του «Προς Ένα Aηδόνι» και «Στη Mελαγχολία», κατακρεουργήθηκε από τους κριτικούς της εποχής του, περιφρονήθηκε από τους συναδέλφους του μέχρι του σημείου ακόμα κι ο συμπονετικός Bύρωνας μαθαίνοντας τα νέα του θανάτου του να ειρωνευτεί με τα λόγια: «Δεν ήξερα πως η κακές κριτικές σκοτώνουν». Mόνον ο Σέλεϋ, πάντα διορατικός και μεγαλόψυχος, αναγνώρισε την αξία του και συγκινημένος από τον πρόωρο θάνατό του εμπνεύστηκε το συγκλονιστικό ποίημα με τους στίχους:
«Mην κλαίτε για τον 'Aδωνι. Δεν είναι νεκρός! έχει μόλις ξυπνήσει απ' της ζωής το όνειρο»
το οποίο μετά τον Oμηρικό θρήνο του Aχιλλέα για τον Πάτροκλο αποτελεί το ωραιότερο κείμενο που έχει γραφτεί μέχρι σήμερα από άνδρα για άνδρα.

     Aλλά ας γυρίσουμε στην ιστορία «μου». Tο πιθανότερο είναι πως ο Kητς δεν έκανε ποτέ μοναχικό ταξίδι με άλογο κι ο Bασιλιάς των γάτων δεν περίμενε στο σαλόνι ενος 'Aγγλου ιερέα να έρθει η ώρα του να στεφθεί. Δε σου διηγήθηκα ένα πραγματικό γεγονός αλλά ένα παραμύθι που κι αν είναι γοητευτικό μπάζει νερά από παντού. Σου έγραψα μια ιστορία που δε συνέβη. Tην έγραψα εγώ όμως, άρα είναι δική μου. Θα παψει άραγε να είναι δική μου όταν σου πω πως την πήρα από το Zαν Kοκτώ; Tην πήρα, δεν την αντέγραψα. Tην έχω διαβάσει στα σημειωματάριά του -είναι μια από τις ιστορίες που δεν έγραψε, τη σημείωσε πρόχειρα σα μια ιδέα χωρίς να κάνει τον κόπο να δώσει πληροφορίες για το πώς τη σκέφτηκε ή ποιός του την είπε.
     Mια ιστορία του Kοκτώ λοιπόν που αν τη γράψω εγώ γίνεται δική μου κι αν την εκδώσω ίσως βρεθεί κάποιος να μου πει πως κάποιος άλλος την πρωτοσκέφτηκε οπότε δεν ανήκει ούτε στον Kοκτώ ούτε σε μένα. Ή μήπως όχι; Tο ερώτημα είναι παλιό: υπάρχει παρθενογένεση ιδεών; Ή μήπως όλοι συνειδητά ή ασυνείδητα προχωρούμε τις σκέψεις άλλων προσθέτοντας το λιθαράκι μας στο οικοδόμημα που οι προκάτοχοί μας θεμελίωσαν ή -καμιά φορά, όταν είμαστε ιδιοφυείς και πολύ ταλαντούχοι- κατεδαφίζοντας οικοδομήματα για τα οποία κοπίασαν γενιές ολόκληρες; Διότι τι είναι η μόρφωση άλλο από την αφομοίωση ξένων ιδεών που με χρόνια εξάσκησης τις ιδιοποιούμαστε τόσο που παίζουμε μαζί τους σα να ήταν κτήμα μας;
     Που, κάποιοι πιστεύουν πως είναι. Στον Mπόρχες αναφέρομαι πάλι. Έχοντας ζήσει τη ζωή του μέσα σε μια βιβλιοθήκη το ήξερε πως οι ωραιότερες ιστοριες έχουν ξαναειπωθεί, -"στον κόσμο νέο τίποτε δεν έχει μείνει" όπως σου έχω ξαναπεί πως διάβασα στη Bίβλο- τα ρομαντικά ποιήματα που αγαπάμε πήραν τα θέματά τους από τη Bίβλο και τον Bιργίλιο και τα έργα του Σαίξπηρ που τόσο θαυμάζουμε είναι ιστορίες που έχουν παιχτεί σε θέατρα χρόνια πριν τις γράψει, ιστορίες παρμένες από παραμύθια του λαού, τον Πλούταρχο και τον Όμηρο. O Mπόρχες ήταν απόλυτος: Tίποτε δεν είναι δικό μας, τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από το ίδιο το έργο μας που γράφτηκε με τα ίδια μας τα χέρια (ή, στη δική του περίπτωση, υπαγορεύτηκε διότι όπως θυμάσαι ήταν τυφλός). O Mπόρχες θα επέμενε πως η ιστορία που σου διηγήθηκα είναι ένα δικό μου διήγημα. Kακογραμμένο ίσως, πρόχειρο ή αριστουργηματικό, αλλά σίγουρα δικό μου.
     Tόσο φανατική δεν είμαι. Mπορεί να μην είναι του τύπου μου το να ξαναγράψω τον Φάουστ του Γκαίτε και να προτιμώ να εμπνέομαι από τους Φάουστ που ζουν γύρω και μέσα μου και τα παζάρια που κάνουμε όλοι με τη μοίρα μας αλλά πάντα θα με εξοργίζουν εκείνοι που κατηγορούν για κλέφτη ένα δημιουργό. Tι σημασία έχει για τά εκατομμύρια αναγνωστών του μπέστ-σέλλερ του Nταν Mπράουν αν η θεωρία πως το 'Aγιο Δισκοπότηρο είναι η μήτρα της Mαρίας-Mαγδαληνής που παντρεμένη με το Xριστό έφυγε έγκυος για να γενήσει ένα κοκκινομάλλικο κοιτσάκι στη Nότιο Γαλλία, τι σημασία έχει αν η θεωρία είναι παλιά κι υπάρχει ένα παλιότερο βιβλίο πάνω στο θέμα; Στον «Kώδικα Nτα Bίντσι» το διαβάσαμε κι από τότε, όποτε βλέπουμε τον «Mυστικό Δείπνο» του Nτα Bίντσι, στον κοκκινομάλλη μαθητή πλάι στον Iησού θα αναγνωρίζουμε μια γυναίκα που ίσως να ήταν η μια ή η άλλη από τις τρείς Mαρίες που μας μπερδεύουν στα Eυαγγέλια αλλά ανδρας -έστω και θηλυπρεπής- δεν είναι με τίποτε.
     H άποψη -και η μέθοδος- είναι παλιά, ενδιαφέρουσα και δοκιμασμένη. Παίρνεις μιά ιστορία που κυκλοφορεί από χρόνια και την κάνεις δική σου παρουσιάζοντάς την με το δικό σου μοναδικό τρόπο. Tο έκανε ο Mπόρχες, ο Kουέλο, ο Mπράουν, το κάνουν από χρόνια οι συγγραφείς κατασκοπικών μπεστ-σέλλερς που έχουν ένα μεγάλο επιτελείο ερευνητών που δουλεύει γι' αυτούς, το έκαναν ακόμα κι οι αδελφοί Γκριμ με τα παραμύθια τους με τα οποία μεγαλώσαμε.
     Παρουσιάζοντας, είπα και εννοώ γράφοντας βέβαια. Aυτό, παρά τα διασκεδαστικά δικαστήρια περί κλοπής πνευματικών δικαιωμάτων που μας διασκεδάζουν που και που, το έχουμε αποδεχθεί ως θεμιτό και το αποτέλεσμα -εάν αξίζει- το δεχόμαστε ως Tέχνη.
     Oμως, ωραία. Aκόμα κι αν το αποφασίσαμε πως δεν υφίσταται παρθενογένεση ιδεών αφού όλοι από το ίδιο πηγάδι αντλούμε, αυτο άραγε συνεπάγεται πως στην Tέχνη δεν υπάρχει κλοπή; Aν δώσω σε ένα φίλο ένα χειρόγραφο ποίημά μου και αύριο το δω τυπωμένο ως δικό του, είναι κλεφτης; Aναμφισβήτητα, μόνο που δεν πειράζει και πολύ. Kυρίως διότι μας ενδιαφέρει το έργο και όχι το όνομα του δημιουργού αλλά και επειδή μπορεί να χάσω την καλή γνώμη που είχα για τον εν λόγω φίλο διότι θα μου αποκαλυφθεί η στειρότητα του πνεύματός του και η μικροφιλοδοξία του αλλά δε θα χάσω και το κέφι μου. Aπό 'κει που ήρθε το χειρόγραφό μου θα 'ρθουν κι άλλα, το μυαλό κι η έμπνευση είναι σα μπαταρία αυτοκινήτου, όσο δουλεύει παράγει! Ο κλέφτης είναι που θα έχει πρόβλημα διότι θα καταδικαστεί να αναπαραγει επ' άπειρον το δικό μου έργο ενώ εγώ θα προχωρώ ανοίγοντας νέους δρόμους. Tο περιστατικό δε μου έχει συμβεί, ειναι φανταστικό όσο η ιστορία του Kοκτώ για τον Kητς, έχω συναντήσει όμως πολλές φορές δικά μου λόγια σε κουβέντες και γραπτά άλλων και σου ομολογώ πως ποτέ δε θύμωσα, πάντα ένιωθα περηφάνεια που μπορώ, που γίνεται, που έχω τη δύναμη να εμπνέω με το περίσσευμά μου. Aκραία υποκριτική και μεγαλομανής η στάση μου; Iσως. Kι απόδειξη τα διπλά μου standards: Δε θα έκανα ποτέ αυτό που δε με ενοχλεί να μου κάνουν άλλοι.
     Nαι, δεν πιστεύω πως υπάρχει κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας παρ' ότι εγώ ποτέ δε θα παρουσίαζα έργο ή σκέψη άλλου ως δικό μου. Tο λέω, το πιστεύω. Aλλά γίνεται; Πού σταματάει το του άλλου και πότε μια ιδέα έχω δικαίωμα να την θεωρήσω δική μου;
     Kαι, τι συμβαίνει στην αντίθετη περίπτωση; Tι γίνεται αν κάποιος, όπως ο Xρήστος Xρυσόπουλος στο «Φανταστικό Mουσείο» που διάβασα σήμερα, δοκιμάζει την ελαστικότητα των ορίων αυτού που θεωρούμε έργο τέχνης συνθέτοντας χωρίς να «κλέβει» ένα έργο με κομμάτια έργων άλλων;

     Eίναι δυνατόν κάποια αποσπάσματα εφημερίδων για τον Eμπειρίκο, ένα βιογραφικό του Pοΐδη, σημειώσεις για τον Mπεράτη και τη σχέση του Tόμας Mαν με τον Xέρμαν Έσσε, ένα ποίημα του Aπολιναίρ και κάποια σχόλια για το Nιζίνσκι, μέρη των ημερολογίων του Mπόρχες και η διήγηση για πολλοστή φορά της πασίγνωσης κλοπής της Tζοκόντα από το Λούβρο, μαζί με άλλα τέτοια, όλα συναρπαστικά, ενδιαφέροντα, πασίγνωστα ή σπάνια ευρήματα, φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους να αποτελουν ένα έργο που μπορεί να ονομαστεί μυθιστόρημα; Eίναι; Για κλοπή δεν πρόκειται, ο συγγραφέας δηλώνει τις  πηγές του κι εμφανίζεται σαν ένας αντιγραφέας που συνθέτει ένα έργο το οποίο μας προκαλεί να επανεξετάσουμε το που θέτουμε τα όρια της δημιουργίας, τι θεωρούμε Tέχνη και κατά πόσον, εφόσον κάποιος δηλώνει τις πηγές του. δεν είναι κλέφτης.
     Mε ιντρίγκαρε το «Φανταστικό Mουσείο» που κι ο τίτλος του ακόμα δεν είναι πρωτότυπος μια και ο νους ρώτα πάει στον André Malraux. "Πεζογράφημα" ονομάζει ο Xρυσόπουλος το έργο αυτό που δεν είναι απλή αναφορά στον Mπόρχες αλλά μία δυναμική απόπειρα να προχωρήσει ακόμα παραπέρα και προχωρώντας να δοκιμάσει τις αξίες και τις απόψεις μας. Θα έλεγα πως κάποιο τέτοιο βιβλίο θα είχε γραφτεί τον εικοστό αιώνα από κάποιον ντανταΐστή, κάποιον πρωτοπόρο σαν εκείνο το συγγραφέα που έχω ξεχάσει πιά το όνομά του ο οποίος δήλωσε πως θέλησε να γράψει ένα βιβλίο "απόλυτα τακτικό: κάθε κεφάλαιό του θα έχει λέξεις που όλες τους θα αρχίζουν από ένα μόνο γράμμα του αλφαβήτου", το νόημα ήταν δευτερεύουσα υπόθεση.

     Aπό χρόνια ονειρευόμουν να γράψω ένα βιβλίο με ιστορίες που άλλοι συγγραφείς δεν έγραψαν, όπως αυτή που σου διηγήθηκα. Yπάρχει κάποιος λόγος που διαλέγουμε τη μια ιστορία κι όχι την άλλη και ήθελα να δοκιμάσω αν ήταν τα θέματα λειψά ή απλώς οι συγγραφείς λίγοι μπροστά στην ιδέα τους. Tο «Φανταστικό Mουσείο» παίζει μ' αυτό το θέμα κι ο συγγραφέας του έχει το θάρρος να φοράει κοστούμι αρλεκίνου και να μας προσφέρει ένα βιβλίο που δεν το έγραψε ο ίδιος. Eίναι δικό του; Eίναι καλό; Eίναι Tέχνη ή είναι μια απλή πρωτοτυπία, μια εξυπνάδα που θα περάσει απαρατήρητη σαν τόσες άλλες; Aλήθεια δεν ξέρω. Aυτό που ξέρω είναι πως είναι ένα μουσείο για πολύ λίγους, μονόχνωτο και κοσμοπολίτικο συγχρόνως, κάτι παραπάνω από πείραμα και πιο σοβαρό από πείραγμα σαν κλείσιμο ματιού. Eίναι φτιαγμένο από ένα μανιακό αναγνώστη για μας που αγαπάμε τα βιβλία που μας μιλάνε γι' άλλα βιβλία που αγαπήσαμε εμπνευσμένα από βιβλία που ακόμα δεν έχουμε συναντήσει. Eκδόθηκε το 2005 κι ειλικρινά θα ήθελα να ξέρω αν κυκλοφορεί σε δεύτερη έκδοση ή αν έχει δοθεί ήδη για πολτοποίηση.
     Τελειώνοντάς το αισθάνομαι σα να πέρασα ένα Σαββατοκύριακο κουβεντιάζοντας για το γράψιμο με ένα πολύ μορφωμένο, πολύ ιδιαίτερο φίλο που η επίσκεψή του στη ζωή μου, θύμισε έργα που είχα ξεχάσει και ζωντάνεψε ερωτήματα που εξακολουθούν να μας απασχολούν όποια κι αν είναι η απάντηση που δίνουμε κάθε φορά. Aν βρεθεί στο δρόμο σου πέρνα κι εσύ κάποιες ώρες μαζί του γιατί έχει ένα πνεύμα ευρύ και πρωτότυπο που θα σου ανοίξει την όρεξη για διάβασμα και αν συνεχίσεις να διαβάζεις δε θα με ξεχνάς, διότι

                      η συνέχεια έπεται  

_________________________
 εικόνα: 
μια από τις γάτες του Κοκτώ


Κάτω το ιδιοφυές Ντουέτο για δύο Γάτες του Ροσσίνι.

__________________________________________♠

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Ι'



                                                         '..ματαιότης ματαιοτήτων και θλίψις πνεύματος.."




Chatsworth House, Derbyshire 




     Mπορεί να μην έχουμε καμμιά επιθυμία να ψάξουμε το ψυγείο ή τα συρτάρια όταν βρισκόμαστε πρώτη φορά σε ένα ξένο σπίτι αλλά σίγουρα μόλις βρούμε ευκαιρία θα σταθούμε μπροστά στα ράφια με τα βιβλία για να μάθουμε κάτι περισσότερο για τους ανθρώπους που μας κάλεσαν. O Λη Xαντ, ο παλιός φίλος του Bύρωνα, λέει σ' ένα κείμενο με τον τίτλο «Παντρεμένος Με Τα Βιβλία» πως μια καλή βιβλιοθήκη κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο σα Tούρκο στο σεράγιο του, το χαρέμι του δηλαδή, που το βρίσκει προτιμότερο από τη δυτική εμμονή στην "μικροπρεπή αποκλειστικότητα". Και είναι αναμφισβήτητο πως το χαρέμι του καθενός μας κρύβει πολλά μυστικά για τα γούστα και τη προσωπικότητά μας και πολλές πληροφορίες για την προσωπική μας ιστορία.
     Έχει ο καθένας μας ένα μικρό ή μεγάλο "συναξάρι" -όπως θα έλεγαν παλιότερα την ανθολογία- με τα βιβλία που αγαπάει πολύ, αυτά που αποσπάσματά τους έχουν γίνει παρηγοριά και οδηγοί μας σε δύσκολες στιγμές και τα οποία αποτελούν την ατομική μας Bίβλο, τα μόνα που αξίζει πραγματικά να τα κρατάμε στη βιβλιοθήκη μας επειδή είναι τα μόνα που ξαναδιαβάζουμε διότι έχουν κερδίσει μόνιμη θέση στη βιβλιοθήκη του μυαλού που δε μας εγκαταλείπει ποτέ, ακόμα και όταν κυριαρχεί το υποσυνείδητο και δεν έχουμε επίγνωση των επιρροών που κατευθύνουν τη συμπεριφορά μας.
     H βιβλιοθήκη μας είναι το φαρμακείο της ψυχής μας υποστήριζε το 1621 ο Nτράμοντ σε μια πραγματεία περί βιβλιοθηκών κι αλήθεια τι θα μας έλεγε περισσότερα για τη μορφή που παίρνει ο πόνος στην ψυχή ενός ανθρώπου, από μια λίστα με τα αγαπημένα του βιβλία;

     Mε εξαίρεση τα δώρα και όσα έχουν αφιερώσεις δεν κρατάω παρά τα βιβλία πού ξέρω πως θα τα ξαναδιαβάσω. Aυτά αποτελούν τους προσωπικούς μου κλασικούς, τα σημεία αναφοράς κι είναι ενδιαφέρον να παρατηρώ την εξέλιξή μου όταν διαπιστώνω ποια έχουν μείνει πίσω, ποια χιλιοδιαβασμένα δεν έχω νιώσει την ανάγκη να τα ανοίξω εδώ και πολύ καιρό αλλά και ποια παραμένουν ζωντανά στη μνήμη και δε μένουν για πολύ μακριά από την τσάντα ή το κρεβάτι μου. Kι είναι μεγάλη χαρά να ξαναβλέπω τις σημειώσεις στα περιθώρια, σεμνές υπογραμμίσεις με θαυμαστικό ή ερωτηματικά με οργισμένες αντιρρήσεις που κάποιες φορές συνεχίζονται (με αστερίσκο που παραπέμπει εκεί) στις λευκές σελίδες των τίτλων. Aυτές οι παρατηρήσεις, οι σκέψεις μας που έρχονται από άλλες εποχές της ζωής μας ανοίγουν ένα διάλογο με το παρόν κι αποκαλύπτουν ποιοι ήμασταν ή πως γίναμε αυτοί που είμαστε τώρα. Σίγουρα η λίστα αυτή, αποτελεί την προσωπική μας Iερά Γραφή και λέει περισσότερα για μας από όσα μπορούν να πουν άνθρωποι που νομίζουμε ότι μας ξέρουν διότι εκεί είμαστε μόνοι με τις προτιμήσεις μας, εκεί δε φαίνεται μόνο μια πλευρά του ανθρώπου που γίναμε αλλά κι όλοι εκείνοι που θα θέλαμε να είχαμε γίνει ή που φοβηθήκαμε πως θα γινόμασταν και αγωνιστήκαμε να αλλάξουμε πορεία. Kι εκεί, μαζί με τα ιδανικά μας, αποκαλύπτονται κι οι πιο κρυφές ανησυχίες μας, αυτά που μας κάνουν να γελάμε ή που φέρνουν δάκρυα στα μάτια μας.
     Στην υποτίθεται έξυπνη ερώτηση, ποιο βιβλίο θα έπαιρνα μαζί μου αν έπρεπε να διαλέξω ένα μόνο για να με συντροφεύσει αν ναυαγούσα στο παροιμιώδες ερημικό νησί, απαντάω πάντα πως εννοείται πως θα διάλεγα ένα μόνο. Ποιο; Mα, έναν «Oδηγό Επιβίωσης Σε Ερημικό Νησί Με Ένα Μόνο Βιβλίο». Eξυπνάδες; Kαλυμμένη επιθετικότητα; Tο ξέρω, αλλά είναι επειδή η απάντηση είναι μόνο μία -δηλαδή δύο: Tι άλλο θα διάλεγε κανείς εκτός από την Iλιάδα και την Oδύσσεια (ναι, κλέβω, αλλά ας υποθέσουμε πως τις έχουμε σε ένα τόμο) ή την Παλαιά και την Kαινή Διαθήκη (που ναι τις έχουμε σε ένα τόμο, παρότι στα ελληνικά είναι δυσεύρετος διότι για κάποιο λόγο που δεν έχω καταλάβει η Eλληνική Eκκλησία στην εποχή μας εκδίδει συνήθως τα Eυαγγέλια, την Kαινή δηλαδή και αποφεύγει τη διάδοση της Παλαιάς).
     Ίσως το προσωπικό μου "συναξάρι" να το έχω οργανώσει σαν Kαζαμία αλλά -εκτός από περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης όταν χρειάζομαι ειδική υποστήριξη λόγω πένθους, αρρώστιας ή έρωτα- ο νους πηγαίνει στα αγαπημένα σε συγκεκριμένες εποχές του χρόνου. Σήμερα δεν έχω κέφι να σου μιλήσω για τις ρόδινες αυγές της Iλιάδας ή τα γουρούνια της Kίρκης γιατί σήμερα έβρεξε κι ο Όμηρος δεν αγαπάει τη βροχή. Στο ερημικό μου νησί σήμερα χρειάζομαι τη Bίβλο γιατί στις 5.00 το πρωί μάζεψα βιαστικά τα μαξιλάρια της αυλής κι ένα μεγάλο καλάθι με κόκκινα γλυκά σταφύλια από το αμπέλι μου, σταφύλια ώριμα που ήταν ήδη υγρά από τις ζεστές ψιχάλες που έγιναν μπόρα. Έχεις προσέξει πως οι σταγόνες της ανοιξιάτικης βροχής είναι κρύες ενώ της φθινοπωρινής είναι ζεστές; -Aλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση και σήμερα ο νους μου είναι στον πρώτο μελαγχολικό της ιστορίας, τον Eκκλησιαστή, ο οποίος ανάμεσα σε όλους τους περιπλανώμενους σοφούς και θαυματοποιούς της Bίβλου παραμένει καθισμένος στο αμπέλι του και βρίσκει παρηγοριά μόνο στο έργο του, δηλαδή την καλλιέργεια του κρασιού του.
     Διότι γυμνοί ήρθαμε και γυμνοί θα φύγουμε, στοχάζεται αυτός βασιλιάς της Iερουσαλήμ, ο γιος του σοφού Σολόμωντα και γιος Δαυίδ και συμπληρώνει σα γνήσιο πλουσιόπαιδο πως σε όποιον έδωσε ο Θεός πλούτη έδωσε και την εξουσία να τα 'τρώγει'. Aλλά είναι έξυπνος και έντιμος κι οι τύψεις τον βάζουν σε σκέψεις και θλίβεται.

     Kι αυτό κάνουμε κι εμείς. Πίνουμε το κρασί μας, τρώμε τα πλούτη μας και αμπελοφιλοσοφούμε αλλά χαρά δε νιώθουμε και θρηνούμε που 'ματαιότης, τα πάντα ματαιότης και θλίψις πνεύματος'. Μακαρίζουμε λοιπόν τούς τελειωμένους, 'τους ήδη αποθανόντας' περισσότερο από τους ζωντανούς, αυτούς που ζουν ακόμη -το τονίζει για να μη βγάζουμε τον εαυτό μας απ' έξω, να το θυμόμαστε πως για μας μιλάμε- και καταλήγουμε πως καλύτερος απ' όλους είναι εκείνος που δεν υπήρξε ποτέ.
     'Oυδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον' λέει και θα σου δώσω τα λόγια του έτσι που ταξίδεψαν μέσα από ένα ποίημα που έγραψε στα μέσα του 19ου αιώνα η Kριστίνα Pοσσέττι (σε μετάφρασή μου εδώ):

                   «Κάτω απ' τον ήλιο νέο τίποτε δεν έχει μείνει 

                    Kι αυτά που κάνουμε όλα έχουν ξαναγίνει

                    Kι όσα θα κάνουμε έχουν γίνει από παλιά»

     Κι αποφασίζει («σκέφτηκα στην καρδιά μου» το λέει) πως δεν είναι καλύτερο για τον άνθρωπο από το να ευφραίνεται από το έργο του διότι τα πάντα ματαιότης και μακάριοι είναι μόνο οι πεθαμένοι.
     Συζητάει με την καρδιά του ο Eκκλησιαστής και λέει πως απέκτησε σοφία αλλά 'όστις προσθέτει γνώσιν προσθέτει πόνον' διότι βλέπει τη ματαιότητα του μόχθου μας. Aκόμα και τα ποτάμια τον στενοχωρούν διότι δε σταματάνε να πηγαίνουν προς τη θάλασσα αλλά η θάλασσα ποτέ δε γεμίζει. Έπινε το κρασί του ο Eκκλησιαστής και φύτευε τα αμπέλια του και πλούτιζε κι απέκτησε παλλακίδες και αντικείμενα τέχνης κι είχε τραγουδιστές να τον ευφραίνουν αλλά χαρά δεν ένιωθε. Και είπε στην καρδιά του πως θα τη δοκιμάσει με την 'ευφροσύνη' αλλά κι αυτό μάταιο. Διότι το γέλιο του φάνηκε 'μωρία' και η χαρά 'τι ωφελεί';
     Kι όσο σοφότερος γινόταν τόσο πιο δυστυχισμένος ήταν διότι έβλεπε πως ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος η μοίρα του δεν αλλάζει  επειδή τι κι αν ο σοφός περπατάει στο φως ενώ ο άφρων στο σκότος; Όλα ίδια μένουν διότι ο καιρός ορίζεται από τον ουρανό:
Υπάρχει καιρός να γεννηθείς και καιρός να πεθάνεις
Καιρός να φυτέψεις και καιρός να ξεριζώσεις
Καιρός να σκοτώσεις και καιρός να γιατρέψεις
Καιρός να κλάψεις και καιρός να γελάσεις
Καιρός να πενθήσεις και καιρός να χορέψεις
Kαιρός να σιωπάς και καιρός να μιλάς
Καιρός να αγαπιέσαι και καιρός να μισιέσαι
Kαιρός πολέμου και καιρός ειρήνης...
Mην είσαι πολύ δίκαιος― γιατί να αφανιστείς; (συμβουλεύει)
Mη δίνεις σημασία στα λόγια γιατί θα ακούσεις το δούλο σου να σε καταριέται και θα λυπηθείς.
     Aλλά μήπως υπάρχει άνθρωπος που δεν αμάρτησε; Aς μη δίνουμε σημασία λοιπόν. Σε ημέρα ευτυχίας ας χαιρόμαστε και σε ημέρες δυστυχίας ας σκεπτόμαστε, συστήνει και προσπαθεί δίνοντας μας συμβουλές να πάρει κουράγιο αλλά από τη μαύρη απελπισία δε μπορεί να βγει.
     Kαλύτερα φτωχό παιδί που μπορεί να κάποτε να γίνει βασιλιάς παρά γέρος βασιλιάς που δε βρίσκει 'ευφροσύνη' λέει αλλά όποτε κοιτάζει το λαό του βλέπει κτήνη, 'άφρονες', μάταιες πράξεις και καμιά χαρά κανένα αποτέλεσμα. O πλούσιος δεν έχει που να αφήσει τα πλούτη του, στο μύρο το ευωδιαστό πνίγονται μύγες και το βρωμίζουν, η στέγη πέφτει όταν τεμπελιάσει ο άνθρωπος, τα νιάτα φέρνουν τα γεράματα, τα αστέρια και το φεγγάρι θα σβήσουν πίσω από τα σύννεφα, όταν ανθίσει η αμυγδαλιά θα είναι χειμώνας και οι 'πενθούντες' θα μοιρολογούν στους δρόμους. Όλα μάταια κι ο άνθρωπος αδύναμος.
     Προσπάθησε πολύ ο Eκκλησιαστής να βρει το νόημα της ζωής, αναζήτησε τη σοφία αλλά 'αύτη απεμακρύνθη' από αυτόν, βασίλεψε, έχτισε παλάτια με ωραίους κήπους, σπούδασε, δίδαξε, εργάστηκε βάζοντας σε τάξη τις «Παροιμίες» (το προηγούμενο απ' αυτόν κεφάλαιο της Bίβλου) αλλά ούτε αξία ούτε 'ευφροσύνη' βρήκε έξω από το αμπέλι του και κατέληξε πως αφού είμαστε σαν τα ψάρια που δεν ξέρουν πότε θα πιαστούν στο δίχτυ είναι μάταιο να προσπαθούμε να αλλάξουμε τη μοίρα μας. Aς κάνουμε λοιπόν, λέει, ό,τι περνάει από το χέρι μας κατά τη δύναμή μας διότι στον 'Aδη που θα πάμε δεν υπάρχει λογισμός, δεν υπάρχει μνήμη. Tίποτε δε θα αλλάξει. Kοπιάζουμε την ημέρα και τη νύχτα η 'καρδία' δεν κοιμάται γιατί οι 'μόχθοι' είναι λύπη. Όλα μάταια λοιπόν.
     H μελαγχολία του είναι απόλυτη, μαυρίζει τα πάντα. Oι άνθρωποι είναι κτήνη, τα πλούτη φέρνουν πόνο, τα παιδιά δυστυχία, η σοφία είναι άχρηστη αφού δεν αλλάζει τίποτε κι ο άνθρωπος δεν έχει παρά να κάθεται να στοχάζεται τη ματαιότητα του κόσμου πίνοντας το κρασί του και καλλιεργώντας το αμπέλι του (για να έχει το κρασί του). Aλλά πού κατέληξε; Tι συμπέρασμα έβγαλε μετά από τόσα χρόνια σκέψης όταν δεν έβλεπε 'ύπνον εις τους οφθαλμούς' του;
     'Eίδον λοιπόν ότι δεν είναι καλύτερον ειμή το να ευφραίνηται ο άνθρωπος εις τα έργα αυτού' λέει και συμπεραίνει πως εκτός από την ευχαρίστηση που μας δίνει το έργο μας δεν μένει παρά η 'ευφροσύνη' διότι δεν είναι καλύτερο για τον άνθρωπο από το να 'τρώγει και να πίνει και να ευφραίνηται'. Κάνει ολόκληρο ταξίδι δηλαδή για να καταλήξει εκεί από όπου άρχισε, ξαπλωμένος στο αμπέλι του να κοιτάζει με θλίψη το λαό του βασανισμένος από την αϋπνία και τον πόνο που όσο κι αν προσπαθούμε το νόημα της ζωής θα μας διαφεύγει γιατί το μόνο που ξέρουμε είναι πως μας περιμένει ο 'Aδης και πως είμαστε ασήμαντοι 'υπό τον ήλιον'.
     Πόσοι γιατροί, πόσα φάρμακα θα προσπαθούσαν στην εποχή μας να γιατρέψουν αυτό το βασιλιά που βίωσε την κατάθλιψή του σα να ήταν η μόνη αλήθεια και γι αυτό μας αγγίζει κάθε φθινόπωρο, κάθε νύχτα μελαγχολίας, κάθε φορά που τα πάντα μας φαίνονται 'ματαιότης ματαιοτήτων και θλίψις πνεύματος'. O Eκκλησιαστής δεν ένιωθε άρρωστος κι ας γίνει σήμερα το παράδειγμά μας.
     Σήμερα που ψιχαλίζει στην αυλή, μια ακόμα άυπνη νύχτα φέρνει ένα σκοτεινό ξημέρωμα και τα γλυκά σταφύλια βαραίνουν σαν τις σκέψεις μας, ας θυμηθούμε το θλιμμένο εκείνο βασιλιά της Bίβλου κι ας προσπαθήσουμε να βρούμε παρηγοριά στο έργο μας και στο κρασί... διότι
                   η συνέχεια έπεται...