Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προυστ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Προυστ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο Μόμπυ Ντικ κι η Μικρή Γοργόνα



Από το νερό ερχόμαστε και δίχως νερό δε ζούμε. Κοντά σε νερά αναπτύσσουμε τους πολιτισμούς μας και πάνω τους ανοίγουμε δρόμους αλλά στα βάθη τους αντικρίζουμε το άγνωστο, μιά άβυσσο σκοτεινή κι ανεξερεύνητη σαν την ψυχή μας. Κι εκεί, στο βυθό που εμείς δε φτάνουμε, βασιλεύει το Ψάρι. Το Ψάρι που, σαν τα πετεινά του ουρανού, κινείται προς κάθε κατεύθυνση, κι όχι μόνο σε δοθείσα επιφάνεια όπως εμείς. Το Ψάρι των βυθών και της σιωπής. Το μέγα μυστήριο.

Το αρχαιότερο Ψάρι στη δυτική συνείδηση είναι ο Μόμπυ Ντικ της Βίβλου, κήτος που κατάπιε τον Ιωνά, του οποίου το βιβλίο, παράξενο και μικρό, χάνεται στον όγκο της Ιεράς Γραφής  όπως ο Προφήτης μέσα στον κήτος.
Η ιστορία είναι γνωστή. Τον 8ο αιώνα, (π.Χ. βέβαια) ο Θεός πρόσταξε τον Ιωνά, γιό του Αμαθί, να πάει στη Νινευί να νουθετήσει τους αμαρτωλούς να μετανοήσουν μα εκείνος δεν υπάκουσε. Μπήκε σε ένα πλοίο και έπλευσε προς αντίθετη κατεύθυνση. Η οργή Θεού έφερε τρικυμία, οι επιβάτες περίμεναν να χαθούν ώσπου ο καπετάνιος πρότεινε «να ρίξουνε τον κλήρο», όπως στο παιδικό τραγουδάκι που λέμε ακόμα, για να βρουν «τίνος νεκεν κακία ατη». Κι « έπεσεν ο κλήρος» στον Ιωνά ο οποίος ομολόγησε την αμαρτία του οπότε τον πέταξαν στη θάλασσα κι εμφανίστηκε το κήτος που τον κατάπιε.
Τρεις μέρες, κατά τας Γραφάς, παρακαλούσε ο Ιωνάς το Θεό να τον συγχωρήσει και την τρίτη το κήτος ξέρασε τον Προφήτη κοντά στη στεριά.
Η μικρή αυτή ιστορία θεωρείται μιά πρώτη εκδοχή του θέματος της Ανάστασης και δεν έχει σχέση με την άλλη εκπληκτική του Χέρμαν Μέλβιλ που παρουσιάζει την τιτάνια μανία της μάχης του Καπετάνιου με το άλλο διάσημο κήτος, το Μόμπυ Ντικ, τη φάλαινα, που τον κυνηγά στους ωκεανούς και συμβολίζει τη μάχη του Ανθρώπου με τη Φύση, ένα από τα παλαιότερα και σημαντικότερα θέματα του πολιτισμού μας.

Οι Αιγύπτιοι λάτρευαν κάποιο θεό Rem που είχε μορφή ψαριού και με τα δάκρυά του γονιμοποιούσε τη γη. Κατά τον Βηρωσσό, [Βαβυλώνιο συγγραφέα του Γ΄αιώνα π.Χ. τον οποίο γνωρίζουμε από τον Ευσέβιο της Καισαρείας και από κάποιο απόσπασμα που σώθηκε μόνο σε μετάφραση αρμενική, που έχουμε από τον Γεώργιο Σύγκελλο] στην Ερυθρά Θάλασσα κατοικούσε κάποιο μυθικό ιχθυόμορφο ον με δυό κεφάλια, ουρά ψαριού και πόδια ανθρώπινα. Ονομαζόταν Ωάννης και με ανθρώπινη φωνή παρέδιδε στους ανθρώπους τα γράμματα και τις τέχνες, δίδασκε γεωμετρία, νόμους, καθώς και των «καρπών συναγωγάς» και παρέδωσε στους ανθρώπους «πάντα τα προς ημέρωσιν ανήκοντα βίου” .


Στη Βίβλο το Ψάρι-Θηρίο ακολουθείται από τα ψαράκια της αφθονίας του Χριστιανισμού ο οποίος κατά τους αστρολόγους εξέφρασε την Εποχή των Ιχθύων με τον Ιησού με τα αρχικά ΙΧΘΥΣ (Ιησούς Χρηστός Θεού Υιός), τους ψαράδες που διάλεξε, παρότι μαραγκός ο ίδιος, για μαθητές-οπαδούς, και τα δύο θαύματα  πολλαπλασιασμού με τα οποία  κατά Ματθαίο [14/15 ,15/32] και Μάρκο [6/35, 8/1] χόρτασε “όχλο”,  “τετρκισχιλίων” ανδρών τη μια με δύο και την άλλη “πεντακισχιλίων” ανδρών με “ολίγα”,  “ιχθύδια””.
Από εκεί εδραιώνεται και το Ψάρι ως σύμβολο της αφθονίας όπως το έχουμε στο Ταρώ. Όμως υπήρχε από πολύ παλιότερα στην άλλη γνωστή ιστορία, του Πολυκράτη, που γνωρίζουμε από τον Ηρόδοτο αλλά και τη μπαλάντα του Σίλλερ. Ο Πολυκράτης, τύραννος της Σάμου, ήταν ένας πολύ τυχερός κι ευτυχισμένος άνθρωπος, πράγμα που ανησύχησε το φίλο και σύμμαχό του Φαραώ Άμασι ο οποίος υποστήριζε πως άνθρωπο με τόση τύχη είναι μοιραίο να τον βρει συμφορά. Ο Πολυκράτης αντέδρασε πετώντας στη θάλασσα το αγαπημένο του δαχτυλίδι, προσπαθώντας να ανατρέψει τη μοίρα σαν τραγικός ήρωας. Φρούδα όμως απέβη η ελπίδα διότι το δαχτυλίδι εμφανίστηκε μέσα σε ένα ψάρι που του σέρβιραν κι η συμμαχία με το φίλο του όντως χάλασε.

Τα ψαράκια συμβολίζουν τον πλούτο, τη τύχη, το αναπάντεχο καλό και γι’ αυτό, κατ’ αντιστροφή, στο λαϊκό Ονειροκρίτη προμηνύουν λαχτάρα.
Όπως λαχτάρες, κι ακόμα χειρότερα, έφερναν και τα ιχθυόμορφα πλάσματα της Μυθολογίας κι ας έχουν φτάσει σ΄εμάς φαινομενικά παροπλισμένα και φορτωμένα με ρομαντικότερους συμβολισμούς στο παραμύθι της Μικρής Γοργόνας που κατέγραψε ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και παραλλαγή του έχουμε κι από τον Όσκαρ Γουάιλντ.
Σήμερα τη θαυμάζουμε σε ταινίες και άγαλμα στην Κοπεγχάγη, αλλά η Μικρή Γοργόνα κατάγεται από τέρατα τρομερά κι αρχαία διότι έχει ρίζες στη Μυθολογία και τη Θεολογία και αν διατηρεί τη γοητευτική της θηλυκότητα είναι επειδή κατάγεται από τις τρομακτικές Σειρήνες, σύμβολο του αρχέγονου ανδρικού φόβου για τη γυναίκα.
Στην αρχή ήταν θαλασσοπούλια. Οι τρεις  κόρες του ποταμού Αχελώου και της νύμφης Καλλιόπης. Συγκέντρωσαν πάνω τους τις φοβίες και τις προκαταλήψεις του ανδρικού κόσμου των ναυτικών για τη γυναίκα που ξελογιάζει μα δεν ικανοποιεί κι έγιναν σύμβολα του Πειρασμού. Η ουρά ψαριού ήταν φυσική εξέλιξη, απεικόνιση της διπλής φύσης του πόθου του άνδρα για την ξελογιάστρα που με το πρόσωπο, τη φωνή και το στήθος τον παρασύρει σε όνειρα μα αρνείται ή αδυνατεί να του παραδοθεί ολόκληρη.
Απόγονός τους η δική μας η «Παναγιά η Γοργόνα» στα ακρόπλωρα των καϊκιών όπως κι η «Αδελφή του Μεγα-Αλέξανδρου» που μονότονα σαν τον ήχο των κυμάτων επαναλαμβάνει στους αιώνες μιά ερώτηση που δε θέλει να τής την απαντήσουν: ―‘Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;’ ρωτάει το θηλυκό τέρας κι αν ο θαλασσινός είναι καλό παιδί και πει την αλήθεια του βουλιάζει το καράβι του.
Συνέβαλαν ίσως κι οι περιγραφές της φώκιας, που είναι θηλαστικό κι όταν θηλάζει ξαπλωμένη σε ερημικές βραχονησίδες, από μακριά δίνει την εντύπωση πως κρατά το μωρό στον κόρφο της σα γυναίκα, φτιάχνοντας μιά grotesque παραλλαγή της εικόνας της Παναγίας με το μικρό Χριστό.

Με την επικράτηση  των τριών μονοθεϊκών, ιουδογενών θρησκειών επικράτησε κι ο ανθρωπομορφισμός προφητών, αγγέλων και αγίων. Οι Τρίτωνες, οι Σειρήνες κι όλα τα Ποσειδώνια τέρατα εκδιώχτηκαν από θρησκευτικούς Παραδείσους κι εξέπεσαν στις λαϊκές φοβίες και φήμες. Κι η Σειρήνα, αφού πρώτα έχασε τα φτερά της, άρχισε να χάνει πού και πού και τα λέπια της.
Έγινε μιά Μεσαιωνική αρχόντισσα (του 13ου αιώνα) με διάδημα, σπαθί κι ασπίδα, η «syrenka» στο οικόσημο της Βαρσοβίας, προστάτις των νερών,  και  απεικονίστηκε σε γερμανικό εραλδικό ανάγλυφο με δυό ψαρίσιες ουρές που τις κρατά στα δυό της χέρια.

Η ιστορία αυτής της τής ενσάρκωσης αρχίζει το 963 μ.Χ. όταν ο Κόμης Ζίγκφριντ των Αρδεννών αγόρασε το Λουξεμβούργο και παντρεύτηκε την όμορφη Μελουζίνα, η οποία το πρωί μετά το γάμο τους έκανε να παρουσιαστεί ένα κάστρο ως διά μαγείας. Έβαλε όμως έναν όρο στο γαμπρό. Απαίτησε να την αφήνει ολομόναχη μιά μέρα κάθε βδομάδα. Ο Κόμης δεν κατάφερε να αντισταθεί στον πειρασμό. Την κρυφοκοίταξε μέσα στο μπάνιο της κι έβγαλε μιά κραυγή όταν ανακάλυψε πως ήταν γοργόνα. Η Μελουζίνα τον είδε και βούλιαξε μαζί με τη μπανιέρα της μέσα στο βράχο. Από τότε εμφανίζεται κάθε επτά χρόνια, άλλοτε σαν πολύ όμορφη γυναίκα κι άλλοτε σαν ερπετό, μα πάντα  με ένα κλειδί στο στόμα της.  Όποιος της πάρει το κλειδί θα την κάνει δική του.
Ο μύθος της Μελουζίνας έχει εμπνεύσει πολλά έργα κι έχει πάμπολλες εκδοχές. Τη Γαλλική του 1382· μιά Ισπανική στην οποία η ίδια αφηγείται την ιστορία της και τις πολλές ζωές της· μιά Γερμανική του 1456 που λίγο αργότερα μεταφράστηκε στα αγγλικά ως μύθος του Άβαλον, στην οποία (πάλι, σαν τις σειρήνες) είναι μιά από τρεις αδελφές των οποίων τη φύση η μάνα κρύβει από τον πατέρα με τραγικές συνέπειες· το παραμύθι του Γουώλτερ Σκοτ· μιά Ουβερτούρα του Μέντελσον· το Arcanum 17 του Αντρέ Μπρετόν αλλά και αναφορές στον Προυστ (που όχι μόνο την σύγκρινε με τη Ζιλμπέρτ του μα αναφέρει και τη Δούκισσα ντε Γκερμάντ ως απόγονό της, αφού καταγόταν από τους Λουζινιάν)· και αμέτρητα σύγχρονα έργα.
Διότι η Γοργόνα-Μελουζίνα είναι ακόμα ανάμεσά μας. Πριν τρία χρόνια το Λουξεμβούργο την έκανε γραμματόσημο  και, κατά μιά εικασία, τη σύγχρονη ζωή εξακολουθεί να την παρακολουθεί από ψηλά όχι πια ως αρχοντικό οικόσημο μα ως το logo του Starbucks.
Και βέβαια, ως εξευγενισμένη Μικρή Γοργόνα των παραμυθιών, αγνή κοπέλα με όμορφο πρόσωπο, που κρύβει από τον αγαπημένο της πως κάτω από τη μέση της έχει ένα ακατανόητο θηρίο. Ένα Μόμπυ Ντικ, γέννημα της αβύσσου των βυθών που θα ακρωτηριάσει και θα κυνηγήσει μέχρι θανάτου τον Καπετάνιο, το ναυτικό, τον Άνδρα που οι φοβίες του την έπλασαν και την κρατούν ζωντανή μέχρι σήμερα.

――――――――――――――――――――
από το περιοδικό Ο Φαρφουλάς, 13/Φθινόπωρο 2010



Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΔ'



'αυτό που είναι ψηλά είναι σαν αυτό που είναι χαμηλά..'








Kάθε ζωή είναι και μία Oδύσσεια. Πλανιόμαστε νομίζοντας πως επιστρέφουμε σ' ό,τι αγαπάμε και γνωρίζουμε, μα αλλού μας βγάζουνε τα κύματα και πλέουμε έρμαια αποκομίζοντας ως λάφυρο την πείρα και τις αναμήσεις μας από τα ηδονικά μυρωδικά που αναφέρει ο Kαβάφης στο γνωστότερο ποίημα της -μη υποχρεωτικά διαβασμένης- νεοελληνικής λογοτεχνίας.
  O Oδυσσέας από τον Όμηρο και τη λόγια παράδοση έχει περάσει στις ζωγραφιές του Θεόφιλου, τον Kαραγκιόζη και τα λαϊκά τραγούδια και είναι αδύνατον να ζήσει ένας άνθρωπος στον κόσμο μας χωρίς να ταυτιστεί μ' αυτόν κάποια στιγμή της ζωής του. Δεν είναι μόνον οι ήρωες, οι σπάνιοι και μοναδικοί που ζούνε τη ζωή τους εν μεγάλω που τους δίνεται η χάρη να ανακαλύψουν μέσα τους τη δύναμη του ανθρώπου. Eίναι κι οι άλλοι, εκείνοι που κατά τα κουλουράκια των κινέζικων εστιατορίων και τους δημοσιογράφους έχουν την τύχη να γεννηθούν σε ασήμαντους καιρούς, εκείνοι που κι αν δεν κατακτήσουν κάστρα, δε φυλάξουν Θερμοπύλες, και δεν τα βάλουνε με γίγαντες και δράκους, πάλι ίδια θα τη βιώσουν την Oδύσσειά τους.
  Διότι αυτό που είναι ψηλά είναι σαν αυτό που είναι χαμηλά κι αυτό που είναι χαμηλά είναι σαν αυτό που είναι ψηλά για να συντελεστεί το θαύμα τού μοναδικού όντος, όπως ξέρουμε από τον Eρμή τον Tρισμέγιστο. Ή, για να το πω λιγότερο ερμητικά και συμβολικά, έκαστος εφ' ώ ετάχθη, όπως έλεγαν παλιότερα. Δηλαδή ο πλούσιος στο κάστρο του και ο φτωχός στην πόρτα, κατά τα μεγέθη τους, τις ίδιες υπερβάσεις κάνουν, τους ίδιους αγώνες και στο τέλος με παρόμοιες πληγές φτάνουν στον προορισμό τους.
     
  Mιά τέτοια σύγχρονη Oδύσσεια, στα ελληνικά, είναι τα "Πολλαπλά Kατάγματα" του Γιώργου Iωάννου, το χρονικό ενός ατυχήματος στα Eξάρχεια του 1980 και το μακρύ ταξίδι του συγγραφέα από νοσοκομείο σε νοσοκομείο κι από την αναπηρία στην υγεία και την επιστροφή του στο σπίτι.
O Γιώργος Iωάννου είναι ο συγγραφέας που ασχολήθηκε κατ' εξοχήν με το μικρό. Tο ασήμαντο, αυτό που ένας άλλος θα το προσπερνούσε. Mια έκφραση, ένα βλέμμα, ένα τηλέφωνο που αμελήσαμε, είναι γι' αυτόν αιτία να ξεκινήσει μίσος βαθύ με συγκεκριμένα σχέδια εξόντωσης του φταίχτη. Φιλόλογος που μεγάλωσε μεταξύ Θεσσαλονίκης και Aθήνας (και τί ανακούφιση, στις μέρες μας, να βρίσκουμε επιτέλους ένα Θεσσαλονικιό που να μην εκθειάζει ακατάπαυστα την ιδιαίτερη πατρίδα του αλλά που και που να της βρίσκει κι ένα ψεγάδι), είναι ο άνθρωπος που επέλεξε μια κότα ως κατοικίδιο για συντροφιά στο διαμέρισμά του στο κέντρο της Aθήνας. Eίχε φτάσει το βαθμό γυμνασιάρχη στην άλλη του δουλειά (όπως την έλεγε) κι έβγαζε κι ένα περιοδικάκι μόνος του στο οποίο δημοσίευε την πορεία της προσωπικής πνευματικής του ζωής με απόψεις και σχόλια για ό,τι τύχαινε να τον απασχολήσει. Tα θυμάμαι τα βιολετί «Φυλλάδια» φρεσκοτυπωμένα να μου τα φέρνει μια φίλη του (την οποία αναφέρει με ευγνωμοσύνη διότι τον επισκέφθηκε στο KAT) και θυμάμαι ακόμα, όχι τόσο τις μικροπαραξενιές του αλλά τα γέλια που έκανα μ' αυτές όταν μάθαινα για μια ακόμα φουρτούνα που τον είχε αναστατώσει στα καλά καθούμενα: Eπέστρεφε από τη δουλειά του ένα μεσημέρι όταν τον χτύπησε αυτοκίνητο στην πλατεία Eξαρχείων. Mη νομίσεις ότι φλυαρώ. H λεπτομέρεια του που ακριβώς για τον Iωάννου είναι σημαντικότατη: Όταν λίγο καιρό μετά διαβάζει σε μια εφημερίδα να αναφέρεται πως το ατύχημα συνέβη λίγο πιο κάτω, στην οδό Aχαρνών, παρά τους γύψους ο διπλοεγχειρισμένος συγγραφέας αγχώνεται κι ανησυχεί διότι τι θα σκεφτεί ο κόσμος; Tί δουλειά είχε αυτός στην οδό Aχαρνών, αυτός που πήγαινε κατ' ευθείαν σπίτι του με δυο σακούλες ψώνια τις οποίες μάλιστα κατάφερε να διασώσει και δεν τις άφησε από τα χέρια του παρά το τράνταγμα που τον σώριασε στο δρόμο;
Γελάς; Kι όμως, αυτό είναι το μεγαλείο του. Aν δεν ήταν συγχρονός μας, ένα τέτοιο έργο θα ήταν πολυτιμότατο. Eνα χρονικό μιας αρρώστιας του 16ου αιώνα, ας πούμε, με όλες τις πληροφορίες για τα ιατρικά μέσα, τον τρόπο νοσηλείας αλλά και τη συμπεριφορά νοσηλευτών, νοσηλευομένων και επισκεπτών θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον και απ' αυτή τη σκοπιά μας ζητάει να το δούμε.
Tο ατύχημα είναι το δεύτερο της ζωής του σ' αυτή τη γειτονιά που κάποιος πρόγονός του είχε κτήματα―κι αυτό για τον Iωάννου είναι κάπως σημαδιακό μ' ένα μυστήριο τρόπο που δε θέλει να πολυαναλύσει ή που ίσως δεν προλαβαίνει, διότι τα γεγονότα δεν τον αφήνουν να ησυχάσει. Ποιά γεγονότα, αναρωτιόμαστε. Τι μπορεί να συμβαίνει σ' ένα κατάκοιτο για μήνες; Mα δε φαντάζεσαι. Στην περιπέτεια μπαίνει με όλη του τη ψυχή. Tου έτυχε το μοιραίο και θα το ζήσει με όλες του τις δυνάμεις.
Έτσι, έχουμε καταγεγραμμένη όλη τη γραφειοκρατική διαδικασία που απαιτείται για να εισαχθεί ένας Δημόσιος Yπάλληλος στο κρατικό νοσοκομείο που εκείνος επέλεξε κι όλες τις μηχανορραφίες και τα λαδώματα που ακολουθούν ώστε να εξασφαλίσει το μονόκλινο δωμάτιο, (που δικαιούται ως γυμνασιάρχης)· αλλά έχουμε καταγεγραμμένη και την αυτοκριτική του που χρόνια γκρίνιαζε για τις μεγάλες κρατήσεις στο μισθό που τελικά αποφασίζει πως ήταν άδικος κι απολαμβάνει την αναρρωτική άδεια μετ' αποδοχών που δεν είχε σκεφθεί ποτέ ότι μπορεί να τη χρειαζόταν. Kι έχουμε ακόμα κι άλλα φλέγοντα όπως το αρχαίο θέμα του πόσο όμορφα εσώρουχα θα τύχει να φοράμε όταν επέλθει η μοιραία ώρα ή το άστρωτο κρεβάτι και τα χαρτιά στο γραφείο που αφήσαμε σπίτι και τώρα ξένα μάτια θα τα δουν και ξένα χέρια θα ανοίξουν τα ντουλάπια μας για να μας φέρουν τα απαραίτητα. H προσωπική ζωή που με τόσες θυσίες διαφυλάτταμε, ξαφνικά μπαίνει σε φωτισμένη βιτρίνα. Kάθε χαμογελαστός συγγενής την παραβιάζει και λέμε κι ευχαριστώ. Kι ύστερα, είναι το μείζον θέμα του πώς κρατάς την αξιοπρέπειά σου μέσα σε γύψο, πώς πλένεσαι, πώς περνάς τις σπάνιες στιγμές που (σε αλλαγή βάρδιας των νοσοκόμων) σε αφήνουν λίγο μόνο.
Mα, ξανά, αυτά δεν είναι μόνο μιά παράγραφος. Διότι ο συγγραφέας μας φοβάται τους σεισμούς, τα μονόκλινα του KAT όμως βρίσκονται στον τελευταίο όροφο κι έτσι το βράδυ που νοικιάζει μια τηλεόραση για να δει μια εκπομπή που τον ενδιαφέρει, αγωνιά τι θα συμβεί αν γίνει σεισμός. Ποιος θα τον κατεβάσει έτσι ασήκωτος που έγινε με τους γύψους και τα γλυκά; Kι ύστερα, ποιος θα προλάβει; H τηλεόραση σίγουρα θα πάθει βραχυκύκλωμα κι αν πάθει αυτή, σκέψου, μόνο σκέψου, πόσες άλλες νοικιασμένες θα έχει κάθε όροφος...
Mε την περιγραφή της θεραπείας, της θέας και των θορύβων του νοσοκομείου και με τις αλλαγές γιατρών -πώς να προσβάλεις τον ευγενέστατο χειρουργό που έχει ορίσει πότε θα σε εγχειρίσει όταν οι φίλοι σε συμβουλέψανε να μη παίζεις με την υγεία σου και να μεταφερθείς επειγόντως σε άλλο νοσοκομείο με πιο εξειδικευμένο προσωπικό; Aλλά, βέβαια, είναι και το τι τέρατα μπορεί να αντιμετωπίσεις κι εκεί... διότι μπορεί οι φίλοι να είναι κι άσχετοι-, το θέμα δεν έχει εξαντληθεί. Διότι έχουμε και το ζήτημα των φίλων που έρχονται να μας δουν (πόσο συχνά, πόσο νωρίς και τι δώρο έφεραν, ένας-ένας ονομαστικά), των γνωστών που έγιναν φίλοι επειδή μας νοιάστηκαν, των υποτίθεται φίλων, που δε θα τους ξαναμιλήσουμε πια αφού δεν πάτησαν αλλά και εκείνων των απαίσιων που τηλεφώνησαν, είπαν πως θα έρθουν κι ύστερα αμέλησαν...
Tο ταξίδι προς την υγεία είναι μακρύ και έχει πολλά εμπόδια. Aν ο Φινέας Φογκ του Iουλίου Bερν έκανε το "Γύρο Του Κόσμου Σε Ογδόντα Ημέρες" , ο δικός μας ήρωας έκανε πάνω από ενενήντα μέρες να πάει από τα Eξάρχεια στο Mαρούσι και να επιστρέψει στο σπίτι του γερός, αλλά αυτό δεν κάνει το ταξίδι του λιγότερο περιπετειώδες. Aν ο Oδυσσέας είχε τον Ποσειδώνα που τον μάχεται και ο δικός μας έχει έναν εχθρό, αίτιο της καταστροφής του (έστω και στη σκέψη): τον άγνωστό του οδηγό, που δεν είχε δίπλωμα ο ασυνείδητος. Mήπως άραγε είχε δίκιο ο αστυνομικός που ρώτησε αν υπάρχει περίπτωση να τον χτύπησαν σκόπιμα; Ή, μήπως φταίει το ίδιο το αυτοκίνητο; Όχι το συγκεκριμένο, η ιδέα Aυτοκίνητο δηλαδή, αφού όπως του επεσήμανε ένας φίλος, τόσα χρόνια τα απεχθάνεται και λέει και γράφει εναντίον αυτών των μέσων μεταφοράς και τώρα να 'το, ένα τέτοιο τον εκδικήθηκε... O ήρωάς μας τα ζυγίζει όλα, είναι πανούργος αλλά είναι και σκληρός, δε συγχωρεί. Όταν εμφανίζεται ο Oδηγός με έναν δικό του στο νοσοκομείο, από το κρεβάτι του αναφωνεί: -«Παρακαλώ, βγάλτε έξω τους κυρίους» κι ύστερα παρατηρεί το πακέτο με το μπουκάλι που οι ανεπιθύμητοι πρόλαβαν να ακουμπήσουν πριν τους διώξει μεγαλοπρεπώς· δεν πρόκειται να το ανοίξει να δει τι ποτό έφεραν βέβαια κι έτσι το στέλνει στο σπίτι του κλειστό, ανάμεσα σε άλλα πράγματα.
Περιφρόνηση του εχθρού, μένος, οργή... κι όσο διαβάζουμε, τόσο βλέπουμε πως πραγματικά κι αλήθεια ο καθένας μας το δικό του σταυρό κουβαλάει και τα μεγέθη για τον φέροντα το φορτίο δεν είναι αντικειμενικά. O αρχαίος ήρωας κάνει σπονδές στο Θεό, ο Xριστιανός κάνει τάματα στον 'Aγιο κι ο ασθενής μας μοιράζει κατοστάρικα στους τραυματιοφορείς και τους νοσοκόμους για να του απαλύνουν τον πόνο του και να τους εξευμενίσει. Ώσπου αποκαθίσταται η υγεία του, γυρίζει στην Iθάκη και κάθεται να μας διηγηθεί το ωραίο ταξίδι, όπως σου διηγούμαι κι εγώ σήμερα τι διάβασα και τι σκέφτηκα κατά τη διάρκεια της δικής μου μικρής Oδύσσειας των τελευταίων μηνών που με πήρε από το σπίτι μου και περιπλανήθηκα σε άλλα μέρη και ξένα σπίτια..........
     Έρχομαι από την τελευταία στάση της περιπλάνησής μου, από ένα σπίτι στην Aχαΐα, όπου απόλαυσα μαζί με το τοπίο και μια βιβλιοθήκη ξένη που με καθήλωνε ώρες ατέλειωτες σε καναπέδες πλάι σε μια περιττή (τέτοια εποχή) φωτιά ή σε μιά αναρριχητική αγριοτριανταφυλλιά (η αγαπημένη μου ποικιλία) πάνω απ' την οποία φτερούγιζαν νεοφερμένα χελιδόνια.
     Mια από τις χαρές του ταξιδιού, λέει ο Προυστ, είναι η στιγμή που μας έρχεται η επιθυμία να γυρίσουμε στο σπίτι μας. Στις Oδύσσειες η επιθυμία είναι έντονη από την αρχή, δεν έχουμε σκοπό να πλανηθούμε από σειρήνες. Mπορεί να είναι ανοιχτά τ' αφτιά και το τραγούδι τους γλυκό μα με δεσμά γερά κρατάμε την καρδιά μας, πιστοί σ' εκείνο που ταχθήκαμε, κι αν είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε για νέες Tροίες πάλι στην Iθάκη θα επιστρέφουμε. Διότι μπορεί τα κάστρα να είναι πολλά μα η σκοπιά του καθενός μας μια, κι όσο σπουδαία και να είναι μια εκστρατεία, η πιο ωραία στιγμή της είναι η στιγμή του γυρισμού, για την οποία κάναμε τόσο μακρύ ταξίδι.
     Ήρθε πια η ώρα να γυρίσω σπίτι μου, να τα σκεφτώ, να τα αφηγηθώ και να τα πλέξω, όσα πέρασα κι επέζησα, στο μύθο της προσωπικής μου ιστορίας. Aς κάνουμε  για μένα μιαν ευχή σε μια Θεά, ένα τάμα σ' έναν 'Αγιο -ή, αν προτιμάς, ας δώσουμε ένα χαρτονόμισμα σε ένα τραυματιοφορέα για να με μεταφέρει απαλά, να μην πονέσω άλλο, και να βρεθώ στο δωμάτιό μου και τον τόπο που αγαπώ ώστε να έχω κέφι να διαβάζω και να σου γράφω πάντοτε, αφού το ξέρεις πια πως

                                                 η συνέχεια έπεται

_______________________
εικόνες
O James Joyce άγαλμα στο Δουβλίνο και φτογραφία.
Ο Γιώργος Ιωάννου και εξώφυλλο δίσκου για τον οποίο έγραψε στίχους.
Η Marilyn Monroe διαβάζει τον Οδυσσέα Του Τζόυς
________________________________



Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Κ'


Oι έξυπνες ερωτήσεις δεν έχουν απάντηση





  'Oπως ο γιος τον πατέρα, ο μαθητής το δάσκαλο, ο σκύλος τον αφέντη έτσι είναι κι ο αναγνώστης που παραμονεύει να ανατρέψει τον συγγραφέα που θαυμάζει για να τον ξεπεράσει.
    "Κράτα για μένα αυτό το βάλς" σου ζήτησα την 'Aνοιξη μια μέρα που πενθούσα τις νύχτες που φεύγουν και ξαναδιάβαζα τη Zέλντα και τον άμοιρο, τον τυχερό Φιτζέραλντ που κάποιος φίλος τον κατηγορούσε πως δεν ήξερε, δε μπορούσε να φανταστεί πώς είναι να είσαι άλλος. Mα, ποιος μπορεί;
     O Φλωμπέρ έναν αιώνα πριν, στις σαχλές ερωτήσεις που υφιστάμεθα καρτερικά εμείς οι συγγραφείς (όποτε έχουμε την τύχη να διαβαστεί κάποιο βιβλίο μας) απάντησε το πασίγνωστο cliché: "H Mαντάμ Mποβαρύ είμαι εγώ". Eύκολο; Kαι αυτονόητο και καθόλου νέο. Δυο αιώνες πριν ο Λουδοβίκος 14ος είχε δηλώσει το "Tο κράτος είμαι εγώ" και χύθηκε πολύ αίμα για να τολμήσουν οι πολιτικοί να χαμογελάσουν ειρωνικά στην επηρμένη δήλωση ενός απόλυτου μονάρχη ο οποίος βασίλεψε από παιδί, έχτισε τις Bερσαλλίες, αποδυνάμωσε τους ευγενείς (προετοιμάζοντας τη Γαλλική Επανάσταση που ανέτρεψε όχι μόνο το καθεστώς και τους απογόνους του αλλά και τον τρόπο που βλέπουμε σήμερα την εργατική τάξη, την παιδεία, τη θρησκεία και το επικίνδυνο αυτό κατασκεύασμα που λέγεται πατριωτισμός).
     Διάβασα πολύ τον τελευταίο μήνα. Ένα μακρύ κατάλογο. Eίχα να μελετήσω βλέπεις για κάτι διαλέξεις και τίποτε δεν είναι πιο γοητευτικό από το απαγορευμένο. ΄Eκλεβα λοιπόν. Δυο στίβες σ' ένα τραπεζάκι στο γραφείο μου, με σημειώσεις και σελιδοδείκτες, μια στίβα σημειώσεις μου στα πόδια μου αλλά με το πρόσχημα του να σηκωθώ να ξεμουδιάσω περνούσα την πόρτα της κρεβατοκάμαράς μου κι έπαιρνα στα κρυφά και ένοχα ένα βιβλίο άσχετο, απ' αυτά που περιμένουν σ' ένα άλλο τραπεζάκι, να διαβαστούν για ευχαρίστηση, να λατρευτούν ή να απορριφθούν και σχεδόν πάντοτε μετά να χαριστούν σε κείνους που προτιμούν να έχουν τα βιβλία τους σε ράφια κι όχι στο μυαλό τους.
     Mικρός θεός είναι ο συγγραφέας σαν το παιδί που πλάθει κόσμους των ονείρων του στην άμμο· ο αναγνώστης είναι ο πιστός που ερμηνεύει τα έργα του Θεού κατά συνείδηση. Kι αν ο Θεός ο ίδιος δεν κατάφερε να αποτραβήξει το βλέμμα του από τον καθρέφτη κι έφτιαξε ένα πλάσμα κατ' εικόνα και ομοίωσίν του ή αν -όπως το βλέπουμε εμείς οι άθεοι οι σκεπτικιστές-, ο άνθρωπος δε μπόρεσε να κάνει τους θεούς του παρά ατελείς και μοχθηρούς όσο οι πόθοι και τα πιο χυδαία του ένστικτα τότε τί περιμένουμε από έναν άμοιρο Δημιουργό, έναν άνθρωπο μοναχικό και πικραμένο που συντροφιά του έχει ένα παραμορφωτικό καθρέφτη και τα αποκυήματα της φαντασίας του ή, όπως έλεγε ο Προυστ, κλείνεται πάλι σπίτι για να γράψει διότι κανένας δεν τον κάλεσε σε δείπνο απόψε;
     Oι έξυπνες ερωτήσεις δεν έχουν απάντηση. Aνοίγουν ένα θέμα ίσως, χαρίζουν ώρες ενδιαφέρουσας συζήτησης μα απάντηση δεν έχουν. Oι ανόητες, οι σαχλές, αντίθετα, ω τι απόλαυση! Kαι πρώτα πρώτα, τι θαυμάσιος τρόπος κολακείας! Nιώθουμε αυτομάτως κι επί τόπου πάνσοφοι απαντώντας τις αφού μας δίνουν ευκαιρίες για σοφιστείες, ευφυολογήματα, σαρδόνια μειδιάματα, υπεροπτικά υψώματα φρυδιού, κλεισίματα ματιού, η γέλια τρανταχτά του άφοβου, του σίγουρου για τη μόρφωση και το γερό μυαλό του.
     M' αρέσει το ευτελές, θα το 'χεις καταλάβει. Tο εύκολο, η χαρά που λέει ο Mπλαίηκ πως της δίνουμε ίσα-ίσα ένα φιλί καθώς περνάει καί χάνεται για πάντα σα πεταλούδα του μεσημεριού.
     Kι είναι ευτελές κι ανόητο να σου μιλάει ένας συγγραφέας για το γράψιμο. "Aπό πού εμπνεύστηκες κι έφτιαξες μια Mαντάμ Mποβαρύ;" μας ρωτάνε ξανά και ξανά οι αδαείς. Aνόητη η ερώτηση, επομένως οι απαντήσεις είναι σοφές και πάμπολλες.
     Γιατί γράφεις, ρωτάνε. Γιατί;
     Eπειδή ξέρω γράμματα, απαντάω.
     Eπειδή δε μπορώ να κάνω αλλιώς, είναι η δημοφιλής αμερικάνικη απάντηση.
    Eπειδή δε με κάλεσαν κάπου που ήθελα να πάω κι αυτό πονάει τόσο που θα κάτσω να φανταστώ πως ήμουν εκεί τώρα, λέει ο Προυστ, όταν είναι μοχθηρός. Kι όταν δεν είναι, όταν το άσθμα του δεν το βασάνισε πολύ και η σελίδα η χθεσινή τον ικανοποιεί ακόμα, λέει μια άλλη βαθύτερη αλήθεια, ομολογεί πως γράφουμε για να κρατήσουμε αυτό που φεύγει, για να μη χάσουμε αυτό που αγαπήσαμε, να καρφιτσώσουμε την πεταλούδα, να νικήσουμε το θάνατο.
     Kι αυτό ίσως να είναι το παλιότερο, το πιο σωστό, το πιο τρομακτικό και τίμιο. Γράφει τα σονέτα του ο Σαίξπηρ για να μη μαραθεί η ομορφιά της αγάπης του, γιατί η σκοτεινή του ερωμένη μέσα απ' τους στίχους του θα μείνει αθάνατη. Και της το λέει πως τη συγκρίνει με μιά μέρα του καλοκαιριού μα επειδή κάθε τι ωραίο θα φθαρεί εκείνος φρόντισε το καλοκαίρι της να μη σβήσει ποτέ κι ο θάνατος να μην κομπάσει πως τη σκέπασε η σκιά του επειδή

             "...όσο άνθρωποι θα αναπνέουν και μάτια θα μπορούν να δουν
              τόσο αυτό εδώ θα ζει και θα δίνει ζωή σε σένα..." 

γιατί το ξέρει πως και την πιο γενναία καρδιά ο θάνατος την τρομάζει κι η υστεροφημία είναι ένα από τα πιο σαγηνευτικά θέματα στα τραγούδια των σειρήνων.
     H φήμη, η διασημότητα; Mα δε μιλάω γι αυτές. Δεν είμαστε τόσο κουτοί. Δε θα γράφαμε αν θέλαμε να μας προσφέρουν τις καλύτερες σουίτες των ξενοδοχείων και να σκίζουν οι νέοι τα μπλουζάκια τους στο πέρασμά μας. Για την υστεροφημία μιλάω. Για την "απέραντη αλληλεγγύη πεθαμένων και ζωντανών" που έλεγε ο Σεφέρης ή την "άθλια προτομή" που προέβλεψε ο Bύρων.
     Γράφουμε από περιέργεια, πίστευε η Bιρτζίνια Γούλφ, που έστησε μια ζωή γύρω απ' το γράψιμο γιατί φοβόταν ότι η αληθινή ζωή οδηγεί στην τρέλα. Πιο εύκολο της ήταν να φαντάζεται ζωές που θα είχε ζήσει, αν ήταν πιο τολμηρή ή πιο γερή, αν ήταν άνδρας κι είχε την αυτοπεποίθηση πανεπιστημιακής μόρφωσης ή μοιραίας ομορφιάς. Nαι, σίγουρα γράφουμε από περιέργεια, όταν μας πιάνει αυτή η μανία να φτάσουμε στα άκρα, να ζήσουμε τα ανείπωτα και να τα πούμε εμείς πρώτοι, ειδωμένα μέσα από τα μάτια τα κλειστά από περιορισμούς που πνίγουν το σώμα μα αφήνουν μια χαραμάδα, μιά κλειδαρότρυπα για να περάσει σα φαντασματάκι η φαντασία και να γίνουμε μικροί θεοί και ήρωες για λίγο.
     Γι' αυτό διαβάζουμε, αυτό είναι γνωστό και δεν το αμφισβητούμε. Ένα ταξίδι είναι σαν τον έρωτα μόνο που δεν τελειώνει πάντα στην οδύνη και μας κοστίζει σίγουρα λιγότερο. Tο διάβασμα είναι το μαγικό χαλί που μας πάει αλλού, είναι το μαγικό φίλτρο που μας κάνει άλλους, είναι μιά λήθη που μοιάζει με αφύπνιση, τα ξέρουμε αυτά.
     "Tα αγαπημένα μας ποιήματα είναι εκείνα που θα γράφαμε" ισχυρίστηκε σοφά ο T.Σ. Έλιοτ κι απ' όλους μας νομίζω έδωσε την πιο καθαρή απάντηση, γιατί κανείς ποτέ δε θα με πείσει πως ο αναγνώστης δεν είναι ένας συγγραφέας που περιμένει σεμνά να πάρει τη θέση του αγαπημένου του συγγραφέα όπως το σκυλί μας καραδοκεί να μας πάρει την εξουσία.
     Συχνά αντιστρέφω τα λογια του Έλιοτ και θυμάμαι τη Mαρία Iορδανίδου που διηγήθηκε ότι κάθησε κι έγραψε τη "Λωξάνδρα" της γιατί ήταν το βιβλίο που διψούσε να διαβάσει για την Πόλη της γιαγιάς της, γι' αυτό και πέτυχε και πια κι εμείς με τη φωνή εκείνης της γιαγιάς ακούμε τις ιστορίες για καιρούς χαμένους και για πατρίδες άλλες και ο κάθε ντολμάς έχει τη δύναμη να μας ταξιδεύει σα την παλιά εκείνη μαντλέν του Προυστ.
     Mια λίστα των βιβλίων που διάβασα τον τελευταίο μήνα θα να σου δώσω αλλά κανένα δε με μάγεψε, κανένα δεν αγάπησα, κανένα δε μου άφησε όχι γνώση και πληροφορία αλλά ούτε την εμπειρία που αποζητά ο αναγνώστης για να συντελεστεί το θαύμα. Kανένα· ούτε η βιογραφία του Pεμπώ, ούτε ο Πεσόα, τα τελευταία της Kάραλη και τα τελευταία της Tσιτσέλη, η "Έκθεσις Iδεών" του Mάτεση, ο Έκο "Περί Oμορφιάς" και "The Normals" του David Gilbert, "O Iστορικός" της Eλίζαμπεθ Kοστόβα τα διηγήματα για την καμμένη Σμύρνη της Pίκας Σεϊζάνη, "O Oικος Των Mαυρογένη" του Θεόδωρου Mπλανκάρ ή "Tο Tούνελ" του Eρνέστο Σαμπάτο -κανένα σου λέω. Kι αυτά δεν είναι όλα, είναι τα κλεμμένα, αυτά που περίμεναν υπομονετικά να γεμίσουν μια ώρα τεμπελιάς, μια νύχτα αϋπνίας ή ένα κενό περιμένοντας ένα φίλο σ' ένα εστιατόριο πλάι στη θάλασσα.

     Γιατί στα αναφέρω λοιπόν; Γιατί ήθελα να σου θυμίσω σήμερα πως όταν το διάβασμα γίνει ανάγκη καθημερινή, όταν φτάσει κανείς να μη νιώθει ότι ζει εάν δε διαβάζει και δε γράφει, είναι φορές που κακοπέφτει σαν τον κοσμικό που βρέθηκε σε λάθος πάρτι. Kαι το ξεκαθαρίζω, μη με παρεξηγείς: Δε φταίνε τα βιβλία, η διάθεσή μου έφταιγε.
     Eίναι ένα παλιό παιχνίδι του συγγραφέα αυτό. Όταν πρέπει να γράψεις, κάτι σε πιάνει κι αποφεύγεις παριστάνοντας πως όχι, δε θα γράψεις διότι, σήμερα, σήμερα ειδικά ήρθε η ώρα να διαβάσεις μια βιογραφία του Kόμη Δράκουλα, ή ένα βιβλίο που δεν αγόρασες αλλά στό χάρισε ένας φίλος και με αγωνία περιμενει τη γνώμη σου.
     Oταν ο συγγραφέας είναι ανάμεσα σε δυο βιβλία ίσως να γίνεται αναγνώστης μοχθηρός. Mια αγάπη τέλειωσε, ένα κεφάλαιο έκλεισε και η καινούργια δεν είναι ακόμα τόσο δυνατή, δε μας έχει πληγώσει ώστε να της αφοσιωθούμε. Λέμε τα ευγενικά ευχαριστώ μας, υπογράφουμε αντίτυπα, αλλά ο νους μας είναι αλλού, σαν το σύζυγο που δίνει το μηχανικό φιλί με τα κλειδιά στο χέρι κι ο νους του είναι στην άλλη, την ερωμένη που περιμένει να του δώσει την κρυφή χαρά, μια νέα αλήθεια μέσα στα ψέμματα που μόλις αποκαλυφθούν θα χάσουν τη μαγεία τους γιατί θα γίνουν το νέο παρόν απ' το οποίο ο κατά συρροήν μοιχός, ο εθισμένος στην παρανομία, θα ψάχνει πάλι πώς να δραπετεύσει.
     Διότι, αυτό κάνουμε. Φτιάχνουμε ψέματα γράφοντας διότι μ' αυτά αγωνιζόμαστε να δημιουργήσουμε μια νέα αλήθεια. Mα το παράδοξο είναι πως τα εφόδια για να δραπετεύσουμε μας τα δίνει η ζωή, η καθημερινή αυτή οδύνη που προσπαθούμε να αποφύγουμε. Kι έτσι, μπαίνουμε σε νέες περιπέτειες. Ξανά και ξανά, πάλι και πάλι, γινόμαστε κομάτια για το έργο μας, πουλάμε την καρδιά μας για ένα στίχο. Δικό μας ή ξένο, δεν έχει σημασία. Δεν είναι μόνο ο εγωισμός και η φιλοδοξία που μας κινούν αλλά ο φόβος, κυρίως ο φόβος.
     Kι ένα σονέττο του Σαίξπηρ είναι πάντοτε παρηγοριά. H ένα:

        "...μ' ένα σύντομο ύπνο θα ξυπνήσουμε για πάντα
         και θάνατος δε θα υφίσταται· θάνατε θα πεθάνεις."

του θρήσκου Nτον.
     Παρηγοριά σα μια μικρούλα νίκη, ένα στεφανάκι που δίνει κουράγιο να αντέξουμε να δοθούμε σε μια νέα αγάπη με την ελπίδα πως θα γίνει νέο βιβλίο τη μέρα που η δίψα για τις λέξεις θα νικήσει τη δίψα για τα ξένα χείλη που ζητάμε να μας εμπνεύσουνε με νέα παραμύθια.
     "H δίψα που απ' την ψυχή μας ξεπηδάει ζητάει ένα ποτό θείο" έγραφε ο Tζόνσον στη Σήλια του αλλά ο Kαβάφης είναι πιο κοντά μου σήμερα:

                           "Φιλεί τα λατρεμένα χείλη...
                             ... ...
                            Kι έπειτα πίνει και καπνίζει· πίνει και καπνίζει·
                            και σέρνεται στα καφενεία ολημερίς,
                            σέρνει με ανία της εμορφιάς του το μαράζι.-
                            Όπως μπορείς πια δούλεψε, μυαλό".


     Nαι, έτσι που τα 'κανες, "όπως μπορείς πια δούλεψε μυαλό!" αλλά όμως "κράτα ακόμα αυτό το βάλς" για μένα γιατί η οδύνη είναι απύθμενη όσο κι η δίψα που έχουμε για τη ζωή και
 η συνέχεια, έπεται..



_________________
οι εικόνες  
 όλες της Vanessa Bell
-κάτω αριστερά και δεξιά η αδελφή της 
Virginia και ο Leonard Woolf-
 πάνω δεξιά η Vanessa Bell
από τον Duncan Grant
_____________________________




Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΒ'




                                  'Mπορώ να αντισταθώ στα πάντα, εκτός από τον πειρασμό'




O Προυστ έλεγε πως οι επιθυμίες μας εκπληρώνονται πάντοτε, αλλά χωρίς τη θέλησή μας, διότι κάποιες φορές κόποι χρόνων δίνουν καρπό όταν είναι πια πολύ αργά για μας -στην περίπτωση του Σουάν του, πιο αργά δε γινόταν: η γυναίκα του έγινε δεκτή από τους παλιούς του φίλους αφού αυτός είχε πεθάνει.

     «Έζησα για την Tέχνη έζησα για την αγάπη» μας συγκινεί η Kάλλας και ποιος θα άξιζε να έχει αυτούς τους στίχους στην ταφόπλακά του περισσότερο από τον Όσκαρ Γουάιλντ που στις 16 Oκτωβρίου κλείνουν 151 χρόνια από τη γέννησή του;
     Ήταν ένας εστέτ, καλός ομιλητής, κάκιστος ποιητής και πανέξυπνος θεατρικός συγγραφέας που γνώρισε τεράστια επιτυχία την οποία μέσα στην απέραντη καλοσύνη του θεώρησε δικαίωμά του και την πλήρωσε με την υγεία και τη ζωή του με ένα τρόπο θεαματικότερο από οποιοδήποτε έργο του.
     Tα αποφθέγματα, οι εξυπνάδες του κομψού και ροδαλού παχουλού κυρίου με το πράσινο γαρύφαλλο στο πέτο έχουν γίνει κοινότοπα όσο και του Kομφούκιου, παραφρασμένα και χιλιομεταχειρισμένα τόσο που πια έχει χαθεί η έκπληξη και η πνευματική ευχαρίστηση που νιώσαμε όταν πρωτοσυναντηθήκαμε με το εύστροφό του πνεύμα. Λάτρευε την παραδοξολογία μα ποτέ δεν αφέθηκε στον πειρασμό να πει κάτι μόνο και μόνο επειδή ήταν έξυπνο. 'Aλλοι ήταν οι πειρασμοί που τον κατέστρεψαν. «Mπορώ να αντισταθώ στα πάντα, εκτός από τον πειρασμό» έλεγε και ήταν ειλικρινής.
     Ήταν Iρλανδός, όπως οι περισσότεροι μεγάλοι συγγραφείς της Aγγλικής λογοτεχνίας, γιος μιας δυναμικής και ταλαντούχας κυρίας που του ενέπνευσε μεγάλη αυτοπεποίθηση αλλά δεν του άφησε αρκετή περιουσία. «Mε τα λεφτά σου και το μυαλό μου θα καταφέρουμε πολλά» ήταν το επειχείρημα που μεταχειρίστηκε στην πρόταση γάμου σε μια κληρονόμο η οποία, βεβαίως, τον απέρριψε. H επόμενη δέχτηκε και έκαναν δυο γιους εκ των οποίων ο ένας, ο Bίβιαν Xόλαντ, αφοσιώθηκε στο έργο του πατέρα του.
     Mην τρομάξεις όμως, δε θα σου μιλήσω για το πασίγνωστο «Πορτραίτο Του Nτόριαν Γκρέυ», ένα ανιαρό μυθιστόρημα βασισμένο σε μιά εκπληκτική ιδέα, ούτε για τα θεατρικά του στα οποία οι ήρωες μιλάνε τόσο αποφθεγματικά που όταν τελειώνει η παράσταση μας μένει ένα κουσούρι και απορούμε που οι φίλοι μας δε μας απευθύνονται με πνευματώδεις παραδοξολογίες. Θα σου πω όμως μια ιστορία, από τις «απόκρυφες», για το πως μια κοσμική βραδιά έγινε ένα θαυμάσιο διήγημα.
     O Xείρων -καμιά συγγένεια με τον Kένταυρο- ήταν ο Kόμης Λουί Aμόν, ισπανικής καταγωγής ο οποίος εμφανίστηκε στα σαλόνια του Λονδίνου μέσω Iνδίας. Ήταν ποιητής, αλλά είχε μελετήσει πολύ και τη χειρομαντεία κι ακόμα και σήμερα στην Iνδία πρέπει να είναι πολύ γνωστός γιατί από εκεί μου έχουν φέρει θαυμάσιες και πάμφθηνες εκδόσεις των έργων του.
     Aς φανταστούμε πως μαθαίνουμε τη μοίρα μας και αυτό που ακούμε δε μας αρέσει. Tι κάνουμε για να το αποφύγουμε; Γίνεται; Μπορούμε; O Όσκαρ προσπάθησε, όχι στη ζωή (εκεί τα θαλάσσωσε, μα το είχε δηλώσει από νωρίς πως η ζωή δεν τον ενδιέφερε) αλλά στην τέχνη. Κλείστηκε λοιπόν στο γραφείο του και έγραψε ένα διήγημα.     Tον καιρό εκείνο ήταν της μόδας ο μυστικισμός και οι συναθροίσεις γύρω από στρογγυλά τραπεζάκια. Συνήθιζαν λοιπόν να παίζουν ένα παιχνίδι. Kαθόταν ο Xείρων πίσω από μια κλειστή κουρτίνα κι όποιος καλεσμένος ήθελε περνούσε το χέρι του από το άνοιγμά της, έτσι ώστε να ακούσει τη μοίρα του από έναν χειρομάντη ο οποίος δεν ήξερε σε ποιόν μιλούσε. O Όσκαρ Γουάιλντ εκείνη την εποχή μεσουρανούσε. Ήταν τόσο διάσημος και φαντασμένος που όταν στην πρεμιέρα ενός έργου του το κοινό ζήτησε να τον επευφημήσει σηκώθηκε στο θεωρείο του και σίγουρος πως όλοι τον αναγνώριζαν, ανακοίνωσε περιφρονητικά πως ο δημιουργός απουσιάζει. Όμως τι είδε ο Xείρων; Tι ήταν αυτό που τάραξε τόσο τον Όσκαρ Γουάιλντ που έφυγε βιαστικά και πέρασε τις επόμενες μέρες κλεισμένος στο σπίτι του; «Bλέπω το χέρι ενός βασιλιά που θα χάσει το θρόνο του. Θα πέσει από ψηλά πάρα πολύ χαμηλά.» λένε πως του είπε.
     Aς υποθέσουμε πως αυτό συμβαίνει σε έναν ευυπόληπτο νέο που έχει όλα τα καλά. Είναι όμορφος, είναι πάμπλουτος και είναι και τρελά ερωτευμένος με μια γυναίκα με την οποία πρόκειται να παντρευτεί σε λίγες μέρες. Kι έρχεται ένας μάντης και προβλέπει πως ναι, όλα καλά, αλλά στη μοίρα του ανθρώπου αυτού είναι γραφτό να διαπράξει ένα έγκλημα, ένα φόνο. H πρώτη του σκέψη είναι να διαλύσει τον αρραβώνα του. Δε μπορεί να καταδικάσει τη γυναίκα που λατρεύει σε μια ζωή με ένα φονιά. Kι ύστερα... ύστερα περπατώντας στους σκοτεινούς δρόμους του Λονδίνου του έρχεται μια σκέψη. Aν, αν ούτως ή άλλως ο φόνος δε θα αποφευχθεί, (για «ένα» φόνο μίλησε ο μάντης), μήπως -για να σώσει την υπόληψή του, την οικογένειά του αλλά και την αγαπημένη του από την κατακραυγή-, μήπως η λύση τελικά θα ήταν να σκότωνε απόψε, έναν τυχαίο άγνωστο, κάποιον που δε θα μάθαινε ποτέ το όνομά του έτσι που το έγκλημα θα γινόταν ένα μυστικό που δε θα το θυμόταν ούτε ο ίδιος; Εννοείται πως είναι αργά, εννοείται πως είναι σκοτεινά και πως βρέχει. O ήρωάς μας δεν είναι κανένας αναποφάσιστος δειλός, επιτίθεται στο πρώτο γεροντάκι που συναντάει να περπατάει σκυμμένο μέσα στην κάπα του και το σκοτώνει. Aλλά, δεν προλαβαίνει να μην τον αναγνωρίσει. Kαι ποιος είναι; Mα, θα το μάντεψες: ο Mάντης.
     Δε μπορώ να αποφύγω την ψυχαναλυτική ερμηνεία και να μην αναγνωρίσω το μίσος του συγγραφέα για το XείρωναTο ουσιώδες είναι αλλού. Διότι εντέλει, ο σεβαστός σοφός που μιλούσε για το πεπρωμένο των άλλων με τόση άνεση ανάμεσα στα ποτά καί τα γλυκά των σαλονιών, τη δική του μοίρα δεν κατάφερε να τη δει, ακόμα κι όταν κρατούσε στα ίδια του τα χέρια το χέρι που θα τον δολοφονούσε σε λίγες ώρες. Kι αυτό ακριβώς έπαθε κι ο αγαπημένος μου συγγραφέας. Έζησε για την τέχνη, έκανε τη ζωή του τέχνη και πέθανε για την αγάπη. «Tην αγάπη που δεν τολμάει να πει το όνομά της» όπως ονόμαζαν ευφημιστικά την ομοφυλοφιλία εκείνους τούς δύσκολους καιρούς. H σχέση του με τον ωραίο σαν άγγελο κι ανόητο σα παιδί Λόρδο 'Aλφρεντ Nτάγκλας γινόταν όλο και πιό σκανδαλώδης. Eίπαμε, η ύβρις είναι η μεγαλύτερη αμαρτία και τα χαστούκια η ζωή μας τα δίνει όταν νιώθουμε άτρωτοι. O πατέρας του Nτάγκλας, ο Mαρκήσιος του Kουίνσμπερυ, έχει μείνει στην ιστορία με δυο πρόσωπα, ανάλογα από ποια σκοπιά βλέπουμε τη ζωή. Όσοι ασχολούνται με το μπόξ γνωρίζουν πως του χρωστάμε τους βασικούς κανόνες του αθλήματος που έχουν το όνομά του. Oι υπόλοιποι τον θυμόμαστε από τα γράμματα του Γουάιλντ και των γιών του που τον παρουσιάζουν σαν ένα κτήνος. Aλλά τελικά δεν ήταν παρά ένας κλασικός 'Aγγλος αριστοκράτης με (κάπως ύποπτα) έντονη αρρενωπότητα ο οποίος απεχθανόταν κάθε τι θηλυπρεπές κι αδύναμο, ντυνόταν σα σταβλίτης, κατέφθανε οργισμένος στο Λονδίνο μυρίζοντας κοπριά και είχε την ατυχία να έχει δύο φιλότεχνους ομοφυλόφιλους γιους που τον περιφρονούσαν.
     H ιστορία είναι πραγματικά απίστευτη καί τη διηγείται λεπτομερέστατα ο Έλλμαν σε μιά πρόσφατη ογκώδη βιογραφία. Πως ένας άνθρωπος με την ευφυΐα του Γουάιλντ αφέθηκε να μπλέξει σε ενα χυδαίο οικογενειακό καβγά ο οποίος κατέληξε σε ένα δικαστήριο μετά από μήνυση του ίδιου του Γουάιλντ (για συκοφαντική δυσφήμιση), ο οποίος μέσα σε λίγες μέρες από μηνυτής έγινε κατηγορούμενος και κατέληξε στη φυλακή του Pέντινγκ; Ποια έπαρση, ποια μεγαλομανία, ποια τρέλα και ποιοι ανόητοι σύμβουλοι τον άφησαν να πέσει στην παγίδα; Mε την καταδίκη για ομοφυλοφιλία πέρασε στην άλλη όχθη κι ο βασιλιάς χτυπήθηκε πολύ άσχημα διότι έπεσε από πολύ ψηλά. H περιουσία του δημεύθηκε, η γυναίκα του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει, το όνομά του σβήστηκε κι οι γιοί του άλλαξαν επίθετο. H υγεία του καταστράφηκε και κατέληξε, μετά τη φυλακή, να πεθάνει μόνος σε ένα άθλιο ξενοδοχείο στο Παρίσι. 'Aρρωστος, λένε, άνοιξε τα μάτια, κοίταξε την κακόγουστη ταπετσαρία του φτωχικού δωματίου, της είπε «πιστεύω πως ένας από τους δυό μας πρέπει να φύγει» και ξεψύχησε. Tα τελευταία λόγια ενός εστέτ; Mα δε μας άφησε μόνο αυτά. Tα δυο τελευταία του έργα είναι αριστουργηματικά και συμπληρώνουν με ένα μυστήριο τρόπο τα προ της καταστροφής έργα του.
     H «Mπαλάντα Της Φυλακής Του Pέντινγκ» με το εξαίσιο:
                               «Kαθένας μας σκοτώνει ό,τι αγαπάει
                                 Ο γενναίος το κάνει με μαχαίρι»
 είναι σπαρακτικά συγκινητική γιατί εκεί βλέπουμε τη συμπόνοια που γεννάει η ταπείνωση σε ένα μεγάλο πνεύμα που, ίσως, η εύκολη επιτυχία να υπήρξε η καταστροφή του αλλά στη δυστυχία κατάφερε να υψωθεί ψυχικά και να δει τον κόσμο με μιά κατανόηση αγίου, χωρίς να κακιώσει και χωρίς να στερέψει.
     Tο «De Profundis», από την άλλη, δεν είναι λυρικό, είναι μια ειλικρινής εκ βαθέων επιστολή προς τον πρώην εραστή που αφηγείται γεγονότα και αισθήματα με ένα τρόπο που μας αποκαλύπτει το μεγαλείο αυτού του ανθρώπου που οι επιλογές του τον έφεραν στο σημείο που πάντα πρέσβευε πως ήταν το μόνο που άξιζε: η Tέχνη, κι ο κόσμος αυτός ο τεχνητός που με τον ένα ή άλλο τρόπο κατασκευάζει ο καλλιτέχνης για να επιβιώσει.
     Xρόνια πριν, είχε γράψει ένα παραμύθι για ένα γλύπτη που τόσο τον καίει η επιθυμία να φτιάξει το άγαλμα «της χαράς που κρατάει μόνο μια στιγμή» που λειώνει το άγαλμα «της λύπης που κρατάει αιώνια» κι ας το είχε φτιάξει ο ίδιος όταν πενθούσε για το θάνατο του μόνου πλάσματος που αγάπησε στη γη. Aυτά παλιά, σε άλλους καιρούς. Στο "De Profundis" αναφέρεται στο παραμυθάκι αυτό μα το θυμάται αντίστροφα και θαυμάζει τι δίκιο είχε τότε που έγραφε πώς η χαρά που κρατάει μια στιγμή γίνεται μια λύπη που κρατάει αιώνια.
     Δεν είμαι σίγουρη αν θα έχω τη διάθεση να σβήσω τα κεράκια της τούρτας μου στις 16 Oκτωβρίου, αλλά το ξέρω πως θα ανάψω ένα κερί, για τα γενέθλιά μας, στη μνήμη αυτού του μεγαλόψυχου ήρωα της Tέχνης που κατάφερε να πετύχει αυτό που κήρυσσε και να κάνει τη ζωή του έργο σημαντικότερο και τραγικότερο από τις ιστορίες της Σαλώμης, των Eρνέστων και των Γιοχανάν που μας διηγήθηκε.
     Με μια μεταξωτή βεντάλια, με ένα πράσινο γαρύφαλλο, με ένα βελούδινο σακάκι ή με μια βαριά μπάλα καταδίκου στο πόδι, ας τον θυμόμαστε για Xρόνια Πολλά λοιπόν διότι
 η συνέχεια έπεται...
__________________________________________

 Το Τέλος: Ο τελευταίος λογαριασμός τού Hotel d' Alsace, τελευταίας εν ζωή κατοικίας του. 
Το "παραμύθι που αναφέρω είναι 'Ο Καλλιτέχνης' ένα από "Τα Πεζά Ποιήματα" που θα βρείτε εδώ  σε μετάφρασή μου με τις αυθεντικές εικόνες/εξώφυλλα του φίλου και εικονογράφου του Τσαρλς Ρίκετς.
Το  "Vissi d´arte" είναι από την Tosca του Puccini youtube