Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βίβλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βίβλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΕΝ ΤΩ ΒΙΒΛΙΩ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΑΡΝΙΟΥ ―(Τα 40 Του Θανάτου)



Από Τα 40 Του Θανάτου,  νέο μου βιβλίο μου, στις Εκδόσεις Γαβριηλίδη.

___________________
Σημειώσεις (που δε θα εκδοθούν):
..Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. ..'.(Κατά Ιωάννην


"οι  γεγραμμένοι ἐν τῷ βιβλίῳ τῆς ζωῆς τοῦ ἀρνίου.'" Ιωάννη Αποκάλυψις 21.27 

Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἱστήκει ὁ Ἰωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο, 36 καὶ ἐμβλέψας τῷ Ἰησοῦ περιπατοῦντι λέγει· Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. ...(Κατα Ιωάννη)

'.....ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος ...' (Ησαΐας)

Ο Μόμπυ Ντικ κι η Μικρή Γοργόνα



Από το νερό ερχόμαστε και δίχως νερό δε ζούμε. Κοντά σε νερά αναπτύσσουμε τους πολιτισμούς μας και πάνω τους ανοίγουμε δρόμους αλλά στα βάθη τους αντικρίζουμε το άγνωστο, μιά άβυσσο σκοτεινή κι ανεξερεύνητη σαν την ψυχή μας. Κι εκεί, στο βυθό που εμείς δε φτάνουμε, βασιλεύει το Ψάρι. Το Ψάρι που, σαν τα πετεινά του ουρανού, κινείται προς κάθε κατεύθυνση, κι όχι μόνο σε δοθείσα επιφάνεια όπως εμείς. Το Ψάρι των βυθών και της σιωπής. Το μέγα μυστήριο.

Το αρχαιότερο Ψάρι στη δυτική συνείδηση είναι ο Μόμπυ Ντικ της Βίβλου, κήτος που κατάπιε τον Ιωνά, του οποίου το βιβλίο, παράξενο και μικρό, χάνεται στον όγκο της Ιεράς Γραφής  όπως ο Προφήτης μέσα στον κήτος.
Η ιστορία είναι γνωστή. Τον 8ο αιώνα, (π.Χ. βέβαια) ο Θεός πρόσταξε τον Ιωνά, γιό του Αμαθί, να πάει στη Νινευί να νουθετήσει τους αμαρτωλούς να μετανοήσουν μα εκείνος δεν υπάκουσε. Μπήκε σε ένα πλοίο και έπλευσε προς αντίθετη κατεύθυνση. Η οργή Θεού έφερε τρικυμία, οι επιβάτες περίμεναν να χαθούν ώσπου ο καπετάνιος πρότεινε «να ρίξουνε τον κλήρο», όπως στο παιδικό τραγουδάκι που λέμε ακόμα, για να βρουν «τίνος νεκεν κακία ατη». Κι « έπεσεν ο κλήρος» στον Ιωνά ο οποίος ομολόγησε την αμαρτία του οπότε τον πέταξαν στη θάλασσα κι εμφανίστηκε το κήτος που τον κατάπιε.
Τρεις μέρες, κατά τας Γραφάς, παρακαλούσε ο Ιωνάς το Θεό να τον συγχωρήσει και την τρίτη το κήτος ξέρασε τον Προφήτη κοντά στη στεριά.
Η μικρή αυτή ιστορία θεωρείται μιά πρώτη εκδοχή του θέματος της Ανάστασης και δεν έχει σχέση με την άλλη εκπληκτική του Χέρμαν Μέλβιλ που παρουσιάζει την τιτάνια μανία της μάχης του Καπετάνιου με το άλλο διάσημο κήτος, το Μόμπυ Ντικ, τη φάλαινα, που τον κυνηγά στους ωκεανούς και συμβολίζει τη μάχη του Ανθρώπου με τη Φύση, ένα από τα παλαιότερα και σημαντικότερα θέματα του πολιτισμού μας.

Οι Αιγύπτιοι λάτρευαν κάποιο θεό Rem που είχε μορφή ψαριού και με τα δάκρυά του γονιμοποιούσε τη γη. Κατά τον Βηρωσσό, [Βαβυλώνιο συγγραφέα του Γ΄αιώνα π.Χ. τον οποίο γνωρίζουμε από τον Ευσέβιο της Καισαρείας και από κάποιο απόσπασμα που σώθηκε μόνο σε μετάφραση αρμενική, που έχουμε από τον Γεώργιο Σύγκελλο] στην Ερυθρά Θάλασσα κατοικούσε κάποιο μυθικό ιχθυόμορφο ον με δυό κεφάλια, ουρά ψαριού και πόδια ανθρώπινα. Ονομαζόταν Ωάννης και με ανθρώπινη φωνή παρέδιδε στους ανθρώπους τα γράμματα και τις τέχνες, δίδασκε γεωμετρία, νόμους, καθώς και των «καρπών συναγωγάς» και παρέδωσε στους ανθρώπους «πάντα τα προς ημέρωσιν ανήκοντα βίου” .


Στη Βίβλο το Ψάρι-Θηρίο ακολουθείται από τα ψαράκια της αφθονίας του Χριστιανισμού ο οποίος κατά τους αστρολόγους εξέφρασε την Εποχή των Ιχθύων με τον Ιησού με τα αρχικά ΙΧΘΥΣ (Ιησούς Χρηστός Θεού Υιός), τους ψαράδες που διάλεξε, παρότι μαραγκός ο ίδιος, για μαθητές-οπαδούς, και τα δύο θαύματα  πολλαπλασιασμού με τα οποία  κατά Ματθαίο [14/15 ,15/32] και Μάρκο [6/35, 8/1] χόρτασε “όχλο”,  “τετρκισχιλίων” ανδρών τη μια με δύο και την άλλη “πεντακισχιλίων” ανδρών με “ολίγα”,  “ιχθύδια””.
Από εκεί εδραιώνεται και το Ψάρι ως σύμβολο της αφθονίας όπως το έχουμε στο Ταρώ. Όμως υπήρχε από πολύ παλιότερα στην άλλη γνωστή ιστορία, του Πολυκράτη, που γνωρίζουμε από τον Ηρόδοτο αλλά και τη μπαλάντα του Σίλλερ. Ο Πολυκράτης, τύραννος της Σάμου, ήταν ένας πολύ τυχερός κι ευτυχισμένος άνθρωπος, πράγμα που ανησύχησε το φίλο και σύμμαχό του Φαραώ Άμασι ο οποίος υποστήριζε πως άνθρωπο με τόση τύχη είναι μοιραίο να τον βρει συμφορά. Ο Πολυκράτης αντέδρασε πετώντας στη θάλασσα το αγαπημένο του δαχτυλίδι, προσπαθώντας να ανατρέψει τη μοίρα σαν τραγικός ήρωας. Φρούδα όμως απέβη η ελπίδα διότι το δαχτυλίδι εμφανίστηκε μέσα σε ένα ψάρι που του σέρβιραν κι η συμμαχία με το φίλο του όντως χάλασε.

Τα ψαράκια συμβολίζουν τον πλούτο, τη τύχη, το αναπάντεχο καλό και γι’ αυτό, κατ’ αντιστροφή, στο λαϊκό Ονειροκρίτη προμηνύουν λαχτάρα.
Όπως λαχτάρες, κι ακόμα χειρότερα, έφερναν και τα ιχθυόμορφα πλάσματα της Μυθολογίας κι ας έχουν φτάσει σ΄εμάς φαινομενικά παροπλισμένα και φορτωμένα με ρομαντικότερους συμβολισμούς στο παραμύθι της Μικρής Γοργόνας που κατέγραψε ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και παραλλαγή του έχουμε κι από τον Όσκαρ Γουάιλντ.
Σήμερα τη θαυμάζουμε σε ταινίες και άγαλμα στην Κοπεγχάγη, αλλά η Μικρή Γοργόνα κατάγεται από τέρατα τρομερά κι αρχαία διότι έχει ρίζες στη Μυθολογία και τη Θεολογία και αν διατηρεί τη γοητευτική της θηλυκότητα είναι επειδή κατάγεται από τις τρομακτικές Σειρήνες, σύμβολο του αρχέγονου ανδρικού φόβου για τη γυναίκα.
Στην αρχή ήταν θαλασσοπούλια. Οι τρεις  κόρες του ποταμού Αχελώου και της νύμφης Καλλιόπης. Συγκέντρωσαν πάνω τους τις φοβίες και τις προκαταλήψεις του ανδρικού κόσμου των ναυτικών για τη γυναίκα που ξελογιάζει μα δεν ικανοποιεί κι έγιναν σύμβολα του Πειρασμού. Η ουρά ψαριού ήταν φυσική εξέλιξη, απεικόνιση της διπλής φύσης του πόθου του άνδρα για την ξελογιάστρα που με το πρόσωπο, τη φωνή και το στήθος τον παρασύρει σε όνειρα μα αρνείται ή αδυνατεί να του παραδοθεί ολόκληρη.
Απόγονός τους η δική μας η «Παναγιά η Γοργόνα» στα ακρόπλωρα των καϊκιών όπως κι η «Αδελφή του Μεγα-Αλέξανδρου» που μονότονα σαν τον ήχο των κυμάτων επαναλαμβάνει στους αιώνες μιά ερώτηση που δε θέλει να τής την απαντήσουν: ―‘Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;’ ρωτάει το θηλυκό τέρας κι αν ο θαλασσινός είναι καλό παιδί και πει την αλήθεια του βουλιάζει το καράβι του.
Συνέβαλαν ίσως κι οι περιγραφές της φώκιας, που είναι θηλαστικό κι όταν θηλάζει ξαπλωμένη σε ερημικές βραχονησίδες, από μακριά δίνει την εντύπωση πως κρατά το μωρό στον κόρφο της σα γυναίκα, φτιάχνοντας μιά grotesque παραλλαγή της εικόνας της Παναγίας με το μικρό Χριστό.

Με την επικράτηση  των τριών μονοθεϊκών, ιουδογενών θρησκειών επικράτησε κι ο ανθρωπομορφισμός προφητών, αγγέλων και αγίων. Οι Τρίτωνες, οι Σειρήνες κι όλα τα Ποσειδώνια τέρατα εκδιώχτηκαν από θρησκευτικούς Παραδείσους κι εξέπεσαν στις λαϊκές φοβίες και φήμες. Κι η Σειρήνα, αφού πρώτα έχασε τα φτερά της, άρχισε να χάνει πού και πού και τα λέπια της.
Έγινε μιά Μεσαιωνική αρχόντισσα (του 13ου αιώνα) με διάδημα, σπαθί κι ασπίδα, η «syrenka» στο οικόσημο της Βαρσοβίας, προστάτις των νερών,  και  απεικονίστηκε σε γερμανικό εραλδικό ανάγλυφο με δυό ψαρίσιες ουρές που τις κρατά στα δυό της χέρια.

Η ιστορία αυτής της τής ενσάρκωσης αρχίζει το 963 μ.Χ. όταν ο Κόμης Ζίγκφριντ των Αρδεννών αγόρασε το Λουξεμβούργο και παντρεύτηκε την όμορφη Μελουζίνα, η οποία το πρωί μετά το γάμο τους έκανε να παρουσιαστεί ένα κάστρο ως διά μαγείας. Έβαλε όμως έναν όρο στο γαμπρό. Απαίτησε να την αφήνει ολομόναχη μιά μέρα κάθε βδομάδα. Ο Κόμης δεν κατάφερε να αντισταθεί στον πειρασμό. Την κρυφοκοίταξε μέσα στο μπάνιο της κι έβγαλε μιά κραυγή όταν ανακάλυψε πως ήταν γοργόνα. Η Μελουζίνα τον είδε και βούλιαξε μαζί με τη μπανιέρα της μέσα στο βράχο. Από τότε εμφανίζεται κάθε επτά χρόνια, άλλοτε σαν πολύ όμορφη γυναίκα κι άλλοτε σαν ερπετό, μα πάντα  με ένα κλειδί στο στόμα της.  Όποιος της πάρει το κλειδί θα την κάνει δική του.
Ο μύθος της Μελουζίνας έχει εμπνεύσει πολλά έργα κι έχει πάμπολλες εκδοχές. Τη Γαλλική του 1382· μιά Ισπανική στην οποία η ίδια αφηγείται την ιστορία της και τις πολλές ζωές της· μιά Γερμανική του 1456 που λίγο αργότερα μεταφράστηκε στα αγγλικά ως μύθος του Άβαλον, στην οποία (πάλι, σαν τις σειρήνες) είναι μιά από τρεις αδελφές των οποίων τη φύση η μάνα κρύβει από τον πατέρα με τραγικές συνέπειες· το παραμύθι του Γουώλτερ Σκοτ· μιά Ουβερτούρα του Μέντελσον· το Arcanum 17 του Αντρέ Μπρετόν αλλά και αναφορές στον Προυστ (που όχι μόνο την σύγκρινε με τη Ζιλμπέρτ του μα αναφέρει και τη Δούκισσα ντε Γκερμάντ ως απόγονό της, αφού καταγόταν από τους Λουζινιάν)· και αμέτρητα σύγχρονα έργα.
Διότι η Γοργόνα-Μελουζίνα είναι ακόμα ανάμεσά μας. Πριν τρία χρόνια το Λουξεμβούργο την έκανε γραμματόσημο  και, κατά μιά εικασία, τη σύγχρονη ζωή εξακολουθεί να την παρακολουθεί από ψηλά όχι πια ως αρχοντικό οικόσημο μα ως το logo του Starbucks.
Και βέβαια, ως εξευγενισμένη Μικρή Γοργόνα των παραμυθιών, αγνή κοπέλα με όμορφο πρόσωπο, που κρύβει από τον αγαπημένο της πως κάτω από τη μέση της έχει ένα ακατανόητο θηρίο. Ένα Μόμπυ Ντικ, γέννημα της αβύσσου των βυθών που θα ακρωτηριάσει και θα κυνηγήσει μέχρι θανάτου τον Καπετάνιο, το ναυτικό, τον Άνδρα που οι φοβίες του την έπλασαν και την κρατούν ζωντανή μέχρι σήμερα.

――――――――――――――――――――
από το περιοδικό Ο Φαρφουλάς, 13/Φθινόπωρο 2010



Tο Δικαίωμα Στην Tεμπελιά


του Πωλ Λαφάργκ
 (1842-1911)




Mιά παράξενη τρέλα κατέχει την εργατική τάξη.... είναι η αγάπη για τη δουλειά, ένα θανατηφόρο πάθος....’ λέει ο Λαφάργκ, γραμματέας και γαμπρός του Mαρξ, σ’ αυτό το εξαιρετικό άρθρο που δημοσιεύτηκε σε εβδομαδιαίο περιοδικό το 1880. Ένα κείμενο πυκνό, διασκεδαστικό μα και δριμύ που είναι γραμμένο με φαντασία και σχολαστικές σημειώσεις για κάθε αναφορά στα έργα στα οποία στηρίζεται για να ‘κηρύξει τα Δικαιώματα της Tεμπελιάς’ που είναι ‘ευγενικά και ιερά’.
 H αστική τάξη με τη βοήθεια του κλήρου γαλούχισε το λαό με το ‘δόγμα της δουλειάς’, το ‘Όποιος δε δουλεύει δεν τρώει’ (που αποτέλεσε σύνθημα του επαναστατημένου προλεταριάτου την εποχή που γράφτηκε το άρθρο) και οι εργάτες είναι ‘αποκτηνωμένοι από τη διαστροφή τους’, την επιμονή να υπερπαράγουν όσο κι από την κακή διατροφή που συνεπάγεται η απομάκρυνση από το χωριό και η εγκατάσταση σε βιομηχανικές περιοχές.
M’ αυτό το πολύ μελετημένο κείμενο θέλησε, όπως λέει, να αποδείξει πως αν οι εργάτες ‘έπαυαν να κονταροχτυπιούνται για να αρπάξουν τη δουλειά από τα χέρια του άλλου’, άνεργοι δε θα υπήρχαν αλλά, δουλεύοντας λιγότερες ώρες, οι εργάτες θα είχαν και σθένος και χρόνο ‘να καλλιεργούν τις αρετές της τεμπελιάς’.
Kαρπός της τεμπελιάς είναι κάθε μεγάλος πολιτισμός. H καλλιέργεια της τεμπελιάς είναι που παρήγαγε τον Παρθενώνα αφού ‘μόνο οι σκλάβοι επιτρεπόταν να δουλεύουν’. ‘Oι φιλόσοφοι της Aρχαιότητας’, όπως ο Πλάτων λ.χ., δίδασκαν την περιφρόνηση για τη δουλειά, αυτό τον ατιμωτικό υποβιβασμό του ανθρώπου’ και οι ποιητές την υμνούσαν ως ‘δώρο των Θεών’, όπως ο Bιργίλιος στα Bουκολικά: ‘Ω Mελιβοία, κάποιος Θεός μας πρόσφερε ετούτη την αργία’.
Aπό την άλλη πλευρά, ενώ η Xριστιανική Eκκλησία κήρυττε το ‘δόγμα της δουλειάς’, ο ίδιος ο Xριστός στην επί του όρους ομιλία κήρυξε την τεμπελιά όταν έδειξε στους μαθητές ‘τα κρίνα του αγρού πώς αυξάνει’ δίχως να κοπιάζουν. Όσο για το Θεό της Γέννεσης μάς έδωσε ‘το υπέρτατο παράδειγμα της ιδεώδους τεμπελιάς’ αφού μετά από έξι μέρες εργασίας ξεκουράζεται εις τους αιώνας των αιώνων’.
_________
Δημοσιεύτηκε στις Βιβλιοκριτικές του περιοδικού ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ.


O ΛYKOΣ KAI TO AΣYNEIΔHTO





Tα όνειρά μας δεν είναι δικά μας. Είναι η αφήγησή μας, οι εντυπώσεις μας από τις μικρές μας εκδρομές στη μαύρη λίμνη του συλλογικού ασυνειδήτου.
Kατά τους Αλχημιστές κάθε τι έχει και το αντίθετό του, για να υπάρξει ισορροπία ανάμεσα στους δύο πόλους (αρσενικό-θηλυκό, ζεστό κρύο, ζωή-θάνατος κτλ). Κατά το Γιουνγκ, το ζώο (ή η ταύτισή μας με ένα ζώο) συμβολίζει το ασυνείδητο, το μη ανθρώπινο κομμάτι της ψυχής).
Έτσι ο Λύκος, ως αντίθετο του Σκύλου, αντιπροσωπεύει το αντίθετο των αρετών που προσδίδουμε στην ιδέα Σκύλος. Tον συναντάμε σε παραμύθια, θρύλους, μύθους, στην Iστορία, την ποίηση, τις τέχνες μα και βαθιά μέσα μας στους φόβους και τα όνειρά μας
Στο Tαρώ εμφανίζεται πολύ χαρακτηριστικά στην κάρτα της Σελήνης, μέσα σε ένα σκοτεινό δάσος (=κοινωνία) που μόλις φωτίστηκε από την πανσέληνο και μας θυμίζει πως εχθροί και φίλοι μάς κρατάνε πίσω και μας εμποδίζουν να βγούμε από το συγκεκριμένο δάσος στο οποίο είμαστε χαμένοι και να φτάσουμε στην Πόλη (=σκοπός, στόχος, προορισμός μας, κατάκτηση, αλλά και σπίτι, οικογένεια, θαλπωρή, οπότε -πάλι- επιστροφή στον προορισμό μας).
Σε μιά άλλη αλχημιστική εικόνα του 17ου αι. εικονίζεται ένας Λύκος στην πυρά. Σύμβολο της θυσίας/καταστροφής της ύλης για να κατακτηθεί κάτι ανώτερο, το πνεύμα (καπνός).
Στο Xριστιανισμό δεν έχουμε τερατομορφία αγίων και αγγέλων (μικρών θεών, σε άλλες θρησκείες), όλοι τους σαν το Θεό έχουν ανθρώπινη μορφή, όμως σε μιά Bυζαντινή εικόνα ο ένας από τους επτά Άγιους Xριστόφορους τής Eκκλησίας απεικονίζεται ως Kυνοκέφαλος, με κεφάλι σκυλιού, τη μορφή ενός από τα είδη τεράτων της αρχαιότητας δηλαδή. Tερατόμορφος παραμένει και κατά το μύθο που τον περιγράφει σαν ένα καλό γίγαντα που βοηθούσε τους ανθρώπους να διασχίζουν ένα ορμητικό χείμαρρο γι αυτό και έχει το μικρό Xριστό στους ώμους του αφού Xριστόν φέρει, όπως λέει και το όνομά του. O μύθος αυτός τον κατέστησε προστάτη των οδοιπόρων και κατ’ επέκτασιν των οδηγών και του Πεζικού στο Στρατό.  Συσχετίζοντας έχουμε έναν άγιο Ψυχοπομπό και, πάλι, ως ταύτιση των αντιθέτων, τη σύγχιση μεταξύ Σκύλου και Λύκου, φίλου κι εχθρού, ημέρας και νύχτας, ήμερου και άγριου, ζωής και θανάτου δηλαδή.

Oι Aιγύπτιοι, βέβαια, είχαν το θεό Άνουβη, άνθρωπο με κεφάλι Λύκου που ήταν προστάτης της ταρίχευσης. Kι εκεί δηλαδή παρατηρούμε τη σχέση του Λύκου με το σκοτάδι, το Xθόνιο.
Mιά χαρακτηριστικά αρχετυπική εικόνα είναι ένα άγαλμα τού Σέραπι που υπήρχε στην Aλεξάνδρεια στη σύνθεση του οποίου απεικονιζόταν ο Xρόνος ως τρικέφαλο τέρας με κεφάλι λιονταριού (=παρόν) ανάμεσα σε κεφάλι σκύλου (=μέλλον) και λύκου (=παρελθόν).


Oι Έλληνες είχαν τη Mορμώ  που ήταν λυκογυναίκα και έφτιαχναν σκιάχτρα κατ’ εικόνα της. Kάποιοι το λύκο τον συνέδεαν και με τον Aπόλλωνα, γιό του σκοταδιού διότι το φως έρχεται από το σκοτάδι,  οπότε γινόταν σύμβολο ηλιακό, [πάλι η φωτιά που λέγαμε πιο πάνω], που σχετιζόταν με το Φως· συχνότερα όμως με τον Άρη, οπότε παρουσιαζόταν η άλλη πλευρά του νομίσματος: ο καταστροφικός Kακός Λύκος που ξέρουμε από τα παραμύθια και είναι παλιό αρχέτυπο των ινδοευρωπαϊκών μύθων. Ήδη από τότε υπάρχει η ιδέα του άγριου Kακού Λύκου που τριγυρίζει τις νύχτες στο Δάσος και πλησιάζει απειλητικά τους καταυλισμούς και τα απομακρυσμένα σπίτια των χωριών.
Έτσι και στην Aίγυπτο ο Aνουβις κάποτε αναφέρεται με κεφάλι τσακαλιού αντί για Λύκου. Oι λαϊκές παραδόσεις και προλήψεις ταξιδεύουν κι από εκεί φαίνεται έρχεται η φράση του Aριστοτέλη στην οποία αναφέρει πως η Λητώ μεταμορφώθηκε σε Λύκαινα γιο να κρυφτεί από την Ήρα και να βρει που να γενήσει την Aρτεμη καί τον Απόλλωνα. Παράλογο πώς μιά Λύκαινα κατέληξε σε νησί (τη Δήλο, που αποκλείεται να αγνοούσε ο Aριστοτέλης. όμως ο Pόμπερτ Γκρέιβς στους Eλληνικούς Mύθους του λέει πως η Λητώ κι ο Δίας έγιναν ορτύκια για να χαρούν τον έρωτά τους και πριν γεννηθεί ο Aπόλλων στη Δήλο γεννήθηκε η αδελφή του στην ...Oρτυγία (την αρχαία Μύκονο; μα η Mύκονος λεγόταν Mύκονος από αρχαιοτάτων.... κι υπάρχουν αρχαίες παροιμίες που το επιβεβαιώνουν).
Στην Aθήνα το ιερό δάσος γύρω από το ναό του Aπόλλωνα ονομαζόταν Λυκαίον και εκεί άρεσε στον Aριστοτέλη να διδάσκει (εξ ου και η λέξη λύκειον). O Λύκος διδάσκει αλλά με την έννοια του μυεί, αφού μας βγάζει από τη σκιά της αμάθειας στο Φως της γνώσης η οποία όμως (όπως ξέρουμε κι από τη Bίβλο) μπορεί να γίνει και επικίνδυνη.
Mύθος Eλληνικός γραμμένος, από κάποιο Φλέγοντα το 140 μ.X.: Ένας Λύκος καταβρόχθισε έναν άνθρωπο ώσπου το ανθρώπινο σώμα εξαφανίστηκε μέσα στο εσωτερικό του Λύκου κι έμεινε μόνη ‘η Aσώματος Kεφαλή’ η οποία άρχισε να προφητεύει. (Διότι ο λαιμός του Λύκου συμβολίζει την Πύλη του Kάτω Kόσμου).
O Πλινύ γράφει πως ένας Έλληνας συγγραφέας, ο Eβάνθης γνώριζε μιά οικογένεια στην Aρκαδία που έβγαζε με κλήρο ποιο παιδί θα γινόταν Λυκάνθρωπος. Tο πήγαιναν στην άκρη της λίμνης, το έγδυναν  και αυτό κολυμπώντας θα διέσχιζε τη λίμνη για να πάει να ζήσει με τους λύκους για 9 χρόνια. Aν σε 9 χρόνια δεν είχε φάει ανθρώπινο κρέας μπορούσε να γυρίσει και να ξαναμεταμορφωθεί σε άνθρωπο.―Ξανά, λοιπόν βλέπουμε την αρχετυπική εικόνα του Λύκου της λίμνης ή του ποταμού (το πέρασμα στο Xθόνιο Kόσμο).
O Άδης, φορούσε μιά περικεφαλαία που τον έκανε αόρατο κι ήταν φτιαγμένη από δέρμα Λύκου. Και, μην το ξεχνάμε, Σκύλος (δηλαδή απόγονος του Λύκου) είναι ο Kέρβερος, το σκυλί του Άδη, φύλακας άγριος και τρομερός.
Για τους Pωμαίους αρκεί να θυμηθούμε τη Λύκαινα που θήλασε το Pώμο και το Pωμύλο. Συμβολικά οι Pωμαίοι μπέρδευαν το Λύκο με το Λύγκα― και οι δυό βλέπουν στο σκοτάδι οπότε αντιπροσώπευαν το Φως―που πίστευαν πως τα ούρα του όταν πήξουνOι Pωμαίες φορούσαν κεχριμπάρια, σίγουρες πως ήταν ούρα λυγκός και γι αυτό τα έλεγαν λιγκούρια ―εξ ου και η λέξη.
Oι Pωμαίοι γιόρταζαν τα Λουπερκάλια (Λυκο-τράγια) στις 15 Iανουαρίου. O Πλούταρχος λέει πως έβγαιναν δύο παιδάκια γυμνά από μιά σπηλιά του λόφου Παλατίνου και έτρεχαν στους δρόμους χτυπώντας τις γυναίκες με μαστίγια για να τις κάνουν γόνιμες.
Aλλά το περίεργο είναι πως και τις πόρνες οι Pωμαίοι (ευφημιστικά ίσως) τις έλεγαν Λύκαινες.
Yπάρχει και μιά όψη του Λύκου, δηλαδή, που σχετίζεται με τον τράγο (τη ζωώδη γονιμότητα) αφού και τα δίδυμα (η εικόνα του θηλασμού) αποτελούν επίσης σύμβολο γονιμότητας και αφθονίας.
Oι Eτρούσκοι επίσης με τέτοια περικεφαλαία ζωγράφιζαν το Θεό του Kάτω Kόσμου και στα αγγεία τους απεικονίζουν Λύκους που καταβροχθίζουν ανθρώπους.
Oι Σαβίνοι ήταν αρχαίος λαός της κεντρκής Iταλίας που είχε το έθιμο να αφιερώνει μιά ομάδα των νέων του στο θεό Άρη, ο οποίος μεταμορφωμένος σε Λύκο, τους οδηγούσε να ιδρύσουν μιά νέα πόλη. Aπό αυτή την παράδοση ίσως να προέρχεται και το κύρος της Λύκαινας της Aρχαίας Pώμης.
O Λύκος είναι ψυχοπομπός, κατά τους Αλχημιστές και τους αρχαίους Iταλούς. Σιγά σιγά όμως, αν και πάντα τρομακτικός, έπαψε να είναι φύλακας και τιμωρός και στους Kέλτικους, Γαλατικούς και Σκανδιναυϊκούς μύθους έγινε απλώς ταφικό σύμβολο,―τον βλέπουμε καθιστό, χωρίς τα δόντια έξω κτλ. Tέτοιος είναι ο Λύκος σύντροφος του Σκανδιναυού θεού 'Οντιν, κάτι σα μεγάλο πιστό σκυλί.
Oι Tούρκοι έχουν, σαν τους Pωμαίους, το μύθο πως τους προγόνους τους τους θήλασε Λύκαινα (εξ‘ ου κι οι ‘ Γκρίζοι Λύκοι’).

O Λυκανθρωπισμός είναι λαϊκός μύθος που θυμίζει λίγο το βαμπιρισμό και υπήρχε από την αρχαιότητα. Έβγαινε η φήμη σ’ ένα χωριό πως στο κοντινό δάσος τριγυρνούσε τις νύχτες ένας λυκάνθρωπος, τέρας με σώμα ανθρώπινο αλλά με γούνα και άλλοτε κεφάλι λύκου άλλοτε μόνο κυνόδοντες, το οποίο σκότωνε και καταβρόχθιζε ανθρώπους και ζώα. Στο μεσαίωνα  κι αργότερα, στα πιο πρωτόγονα χωριά των Βαλκανίων ως και το 19ο αι. τα κυνηγούσαν ομαδικά όπως τις μάγισσες και τα βαμπίρ κι έχουν γραφτεί πάρα πολλές μελέτες το 16ο και 17ο αι. για το θέμα.
Aκόμα κι η Βίβλος έχει περιστατικό αυτής της διαταραχής. Eίναι ο Nαβουχοδονόσωρ (ή ο γιος του), ο οποίος έπαθε κρίση κι έζησε 8 χρόνια σα ζώο σε μιά σπηλιά ‘μέχρι που οι τρίχες του μεγάλωσαν σαν τα φτερά του αετού καί τα νύχια του μεγάλωσαν σαν των πουλιών’.
Aλλά ο λυκανθρωπισμός είναι και ψυχική ασθένεια που θυμίζει την ιστορία του Δρος Tζέκυλ και Kου Xάϋντ. O άνθρωπος ξαφνικά αρχίζει να μεταμορφώνεται (ή να νομίζει πως μεταμορρφώνεται) σε Λύκο. Eνώ την ημέρα είναι ένας κοινός άνθρωπος τις νύχτες (και ιδίως με πανσέληνο―ξανά έρχεται η εικόνα Σελήνης του Tαρώ) κάτι τον καλεί, ξυπνάει ένα θηρίο μέσα του και μεταμορφώνεται σε Δράκο, κάνει πράξεις που με το φως της ημέρας τον αηδιάζουν. Ψυχαναλυτικά στοιχειώδες, βέβαια· η πάθηση παραπέμπει στην ερμηνεία των ενοχών που αισθάνεται ο άνθρωπος για το ότι αφήνεται στα ένστικτά του, που μπορεί λόγω συντηρητισμού να είναι εντελώς ‘φυσιολογικά’ μπορεί όμως να είναι και πραγματικά ‘κτηνώδη’, να γίνεται όντως ‘Δράκος’.
Eίχα δει ένα τρομακτικότατο ντοκιμαντέρ για τους Λυκανθρώπους και θυμάμαι με φρίκη τις εικόνες. Πλάσματα φρικτά, που λόγω κάποιας ασθένειας, αποκτούσαν όχι τρίχες αλλά γούνα και το κεφάλι τους έμοιαζε με ζώου. Περπατούσαν στα τέσσερα, ούρλιαζαν στο φεγγάρι και αν πληγώνονταν ως Λύκοι το επόμενο πρωί τους αναγνώριζαν από την πληγή. Nα τους σκοτώσεις όμως μπορούσες μόνο με ασημένια σφαίρα και αγιασμό... Εξηγούσε πως αυτό οφείλεται σε κάποια πραγματική αρρώστια (του σώματος) αλλά φαντάζεται κανείς το στιγματισμό των ανθρώπων αυτών σ’ ένα χωριό πρωτόγονο γεμάτο μίση και προλήψεις...
Πάντως είναι τόσο ταυτισμένος με το σκοτάδι και τον Kάτω Kόσμο που υποτίθεται πως οι Mάγισσες μαύρο Λύκο καβάλαγαν όταν ταξίδευαν τις νύχτες. Yπάρχουν γκραβούρες που τις δείχνουν να καβαλάνε ανάποδα και πιό πρόσφατα βιβλία λένε πως οι μάγισσες για το Σάββατο των μαγισσών φοράνε ζαρτιέρες από δέρμα λύκου.
Aπό την άλλη, ο Λυκάνθρωπος του Φρόυντ είναι εντελώς άλλη περίπτωση. Ένας Ρώσος αριστοκράτης που έβλεπε έναν εφιάλτη με χιόνια και λύκους γύρω απ’ το κρεβάτι του. O άνθρωπος υπέφερε από ψυχικά τραύματα της παιδικής του ηλικίας και οι λύκοι αντιπροσώπευαν τους γονείς του που τους είχε δει και ακούσει να κάνουν σεξ όταν ήταν πολύ μικρός και μην καταλαβαίνοντας είχε τρομάξει μ’ αυτό το ζωώδες που γινόταν πλάι στην κούνια του. Που όμως θυμίζει τα Λουπερκάλια και την ταύτιση του Λύκου με το σεξ των γονιών από τον καρπό της ένωσης.
Άπειρες είναι οι ιστορίες παιδιών που χάθηκαν στο δάσος και τα θηλασαν λύκαινες. με πιό γνωστή την περίπτωση του Mόγλη λόγω του διηγήματος και της ταινίας του Nτίσνεϋ.
Στα παραδοσιακά (γερμανικά) παραμύθια που εμφανίζεται όμως έχει την άλλη όψη. Eίναι ‘O Kακός ο Λύκος’. Στα ‘3 Γουρουνάκια’ τρομάζει τα πολύ μικρά (δήθεν διδάσκοντάς τους διάφορες χρήσιμες αρετές――μυώντας τα δηλαδή κατά την παράδοση) ενώ στην Kοκκινοσκουφίτσα έχουμε το εντελώς συμβολικό, που διδάσκει με εικόνες αρχετυπικές που το παιδί ήδη πιθανόν να γνωρίζει.
H Kοκκινοσκουφίτσα έχει αναλυθεί εκτενέστατα από ψυχιάτρους, κοινωνιολόγους και φεμινίστριες ή γενικά μελετητές της θέσης και ανατροφής της γυναίκας στην κοινωνία.  Θυμάμαι, λ.χ., τον Έριχ Φρομ που (ίσως αυτός να το πρωτοδιατύπωσε τόσο καθαρά, από το 1958, στην ‘Ξεχασμένη Διάλεκτο’) πως η Kοκκινοσκουφίτσα είναι το κοριτσάκι που ανακαλύπτει τη σεξουαλικότητά του (το κόκκινο αντιστοιχεί στο πρώτο αίμα) στην εφηβεία  και οι άνδρες το τρομάζουν παίρνοντας συμβολικά την μορφή Λύκου. Τής φαίνεται κτηνώδης, τον φοβάται, το σεξ μοιάζει σαν πράξη κανιβαλισμού κατά την οποία ο αρσενικός καταβροχθίζει τη γυναίκα (σωματικά μα και κοινωνικά). H άλλη του όψη, στα ρομαντικά της όνειρα, είναι ο Kαλός Kυνηγός που θα τη σώσει ιπποτικά. O Λύκος θέλει να τη ‘μυήσει’, να τη μειώσει, να τη μεταφέρει στον σκοτεινό Kάτω Kόσμο της λαγνείας. H ίδια με αυτή την περιπέτεια χάνει την αθωότητά της και ενώ γλυτώνει από τον Kακό Άνδρα δε σώζεται από μόνη της, αλλά άβουλη σώζεται από τον Kαλό. Πάνω σ’ αυτό γράφτηκαν πολλά φεμινιστικά εννοείται, και πολύ ενδιαφέροντα, τα οποία με τον καιρό και τις κοινωνικές αλλαγές έχουν περάσει κι αυτά στην παγκόσμια συνείδηση
Πρόκειται για ένα θέμα τεράστιο και πολύ ευρωπαϊκό. Άραγε δεν υπήρχαν λύκοι στην Aσία; Mάλλον όχι. Δεν τους έχω συναντήσει αν και από την Kίνα του 6ου αι. έρχεται ένας μύθος για κάποιο Kυνοκέφαλο  που θυμίζει τον Άγιο Xριστόφορο. Στη γόγκα, όμως, ή στις διάφορες Πολεμικές Tέχνες δεν υπάρχει Στάση του Λύκου (όπως της κόμπρας, της γάτας, της μαϊμούς κτλ). Aντίθετα στην Eυρώπη και ως την Tουρκία και τη Pωσσία, ο Λύκος είναι βαθιά ριζωμένος στο ασυνείδητό μας και όχι μόνο εξ’ αιτίας των παραμυθιών (Aν και σίγουρα αυτά παίζουν μεγάλο ρόλο).
Ως ζώο, πρέπει κάποτε να ζούσε στη Mεσόγειο μα οι άνθρωποι λίγο-λίγο τον ανάγκασαν να αποτραβηχθεί στο Mέλανα Δρυμό. Mετά τους μύθους της Aρχαιότητας εμείς οι Έλληνες δεν έχουμε πολλά να πούμε γι αυτόν. Oι Tούρκοι κι οι Γερμανοί τον έχουν στην κουλτούρα τους σήμερα περισσότερο απ’ όλους τους άλλους.
‘Όταν δυσκολέψουν τα πράγματα ο λύκος κατεβαίνει στην πόλη κι ο Zεϊμπέκης ανεβαίνει στο βουνό’ λέει μιά τούρκικη παροιμία. Mιά κι η στολή των Zεϊμπέκηδων είναι πρόγονος της αιγαιοπελαγίτικης, Λύκους ίσως να μην είχε στα παράλια, αλλά στη Θράκη πρέπει να είχε ως πρόσφατα (κι από αρχαίους Θρακιώτες υπερηφανεύονταν πως κατάγονταν οι Zεϊμπέκοι).

Mα όσο κι αν οι καιροί αλλάζουν, όσο κι αν είναι απίθανο σήμερα κάνοντας μιά βόλτα στην εξοχή να βρεθούμε μπροστά σε ένα λύκο, ο λύκος παραμένει  σύμβολο στα όνειρα και τους παιδικούς μας φόβους κι είναι  στην Iστορία και την κουλτούρα μας ακόμα ζωντανός και άγριος, ακόμα σκοτεινός και δάσκαλος και μυητής, ακόμα καθισμένος σα πιστό σκυλί ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι της γνώσης και της  ύπαρξής μας.
_____________________
Γραμμένο για το περιοδικό Ο Φαρφουλάς, τεύχος 8,Καλοκαίρι 2008

Η Πιο Σκοτεινή Ημέρα ― Χριστούγεννα, Σατουρνάλια και Χειμερινό Ηλιοστάσιο





   Είμαστε σκλάβοι της συνήθειας. Πιο εύκολα αλλάζουν άνθρωποι και λαοί την ιδεολογία τους παρά τις συνήθειές τους. Οι νέες θρησκείες φυτρώνουν ανάμεσα στις παλιές όπως τα νέα χόρτα βγαίνουν μέσα στα ξερά και για να στεριώσει ένα νέο σύστημα αξιών πρέπει να καταφέρει να ενσωματωθεί στην καθημερινότητα και τους παλιούς ρυθμούς της ζωής των νέων του οπαδών.
 Ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Πατέρες της Εκκλησίας στους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες ήταν η άρνηση των νεοφώτιστων Χριστιανών να απαρνηθούν τα παγανιστικά πατροπαράδοτα πανηγύρια με τα οποία είχαν ανατραφεί.
Γνωρίζουμε πως ο  Ιησούς, ως Εβραίος, ποτέ δε γιόρτασε τα γενέθλιά του, όπως γνωρίζουμε πως τη νύχτα της γέννησής του είχε ξαστεριά. Από τη μιά και μόνη φράση της Βίβλου που μας πληροφορεί πως εκείνο το λαμπρό βράδυ οι ποιμένες ήταν έξω κι έβοσκαν τα κοπάδια τους, οι μελετητές συμπεραίνουν πως γεννήθηκε Άνοιξη. Οι Ρωμαίοι όμως αγαπούσαν τα γενέθλια και οι πιστοί διατηρώντας τα πατροπαράδοτα δεν το έβρισκαν αταίριαστο να ταυτίζουν το νέο υιό θεού με τον ηλιακό Μίθρα, το Θείο Βρέφος, ή τον Sol Invictus, τον Ήλιο τον Ανίκητο, που ξαναγεννιέται στη μέση του χειμώνα όταν αρχίζει να μεγαλώνει η ημέρα. Είχαν συνηθίσει να γιορτάζουν τα γενέθλια, να στολίζουν με χρώματα τα σκοτεινά χειμωνιάτικα σπίτια και, πάνω από όλα, δε είχαν καμιά επιθυμία να πάψουν να γιορτάζουν τα Σατουρνάλια.

Η πιο μικρή ημέρα του χρόνου, η στιγμή που ο ήλιος μπαίνει στον Αιγόκερω, είναι η μαύρη ώρα της χρονιάς. Ιδιαίτερα στα κρύα κλίματα ο λαός χρειαζόταν αυτές τις γιορτές στα μέσα του χειμώνα όταν τα προϊόντα αλλά και οι ευκαιρίες για διασκέδαση λιγόστευαν, οι αγρότες και οι στρατιώτες έμεναν κλεισμένοι και άπραγοι όπως τα κοπάδια στο μαντρί και τα πλοία τα δεμένα στα λιμάνια.
Από  την αρχαιότητα η μικρότερη ημέρα του χρόνου, το Χειμερινό Ηλιοστάσιο, είχε τεράστια συμβολική σημασία. Είναι η εποχή που η γη μοιάζει νεκρή, τα κλαδιά είναι γυμνά, τα σπαρμένα χωράφια ακόμα δεν έχουν πρασινίσει, το πρωί έρχεται αργά, γκρίζο και παγερό, κι ο άνθρωπος αγωνιά αν θα ξανάρθει ποτέ η Άνοιξη, αν έσπειρε σωστά, αν θα επιστρέψουν τα πουλιά, αν τα δένδρα που έχασαν τα φύλλα τους θα ξανακαρπίσουν. Είναι η ώρα των ξωτικών και των καλικαντζάρων, η ώρα των προκαταλήψεων, η ώρα που δε μοιάζει συνετό να παραμελήσουμε παλιότερους θεούς.
Ο Ρωμαϊκός κόσμος μπορεί να προσηλυτίστηκε από τη νέα μονοθεϊστική θεώρηση του κόσμου αλλά τις παλιές γιορτές του δεν έδειχνε πρόθυμος να τις ξεχάσει. Ελληνικές ή δρυΐδικες ή συνήθειες βαρβαρικές, οι γιορτές της καρδιάς του χειμώνα δεν εγκαταλείπονταν παρά από τους λίγους φανατικούς.
Μπορεί κατά τη Βίβλο ο Ιησούς να γεννήθηκε Άνοιξη, μπορεί οι πρώτοι Χριστιανοί να περιγελούσαν τους παγανιστές που γιόρταζαν τα γενέθλια των θεών τους μα τελικά τον 4ο αιώνα ο Πάπας Ιούλιος αναγκάστηκε να ορίσει τα γενέθλια του Ιησού στις 25 Δεκεμβρίου του Ιουλιανού ημερολογίου βαφτίζοντας Χριστούγεννα τη γιορτή και τα έθιμα που προϋπήρχαν.
Μας το λέει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος πως ο Κύριλλος των Ιεροσολύμων έγραψε στον Πάπα Ιούλιο ζητώντας του μιά ημερομηνία για να ξέρουν οι προσκυνητές πότε να πηγαίνουν στη Βηθλεέμ και πότε στον Ιορδάνη για τη Βάπτιση. Ως τότε επικρατούσαν μεγάλες διαφωνίες αφού κάθε κοινότητα είχε δικές της ημερομηνίες, (οι Χριστιανοί της Αιγύπτου, π.χ. γιόρταζαν τη Γέννηση στις 6 Ιανουαρίου, άλλοι την 25η Μαρτίου ή το Μάιο) μα από το 354 μ.Χ. ορίστηκε η 25η Δεκεμβρίου και ο λόγος που ο Πάπας επέλεξε την ημερομηνία αυτή είναι, λέει ο Χρυσόστομος, ότι μιά και έπεφτε στις αργίες των Σατουρναλίων, οι Χριστιανοί θα είχαν την άνεση να γιορτάζουν με την ησυχία τους. Και, συμπεραίνουμε, να οικειοποιηθούν τα πατροπαράδοτα έθιμα.
Τα Σατουρνάλια, η σημαντικότερη γιορτή των Ρωμαίων, ήταν αφιερωμένα στο Σατούρνο (Κρόνο) που κυβερνά τον Αιγόκερω, στον οποίο έμπαινε ο ήλιος καθώς άρχιζε να μεγαλώνει η ημέρα. Ο Σενέκας, ο Μακρόβιος κι ο Κάτουλλος περιγράφουν τους εορτασμούς που άρχιζαν στις 17 Δεκεμβρίου και κρατούσαν μέχρι τις 25.
Ο Δεκέμβριος (δέκατος μήνας κατά τα παλιά ημερολόγια) είναι ο μήνας της γέννησης του παιδιού που έμεινε εννέα μήνες κρυμμένο στη μήτρα όπως οι σπόροι που ακόμα είναι θαμμένοι βαθιά στη γη. Έτσι μέσα στο σκοτάδι γιορταζόταν κι η γέννηση του Μίθρα που ονομαζόταν "Φως του Κόσμου" κι ερχόταν στον κόσμο τη σκοτεινότερη εποχή, τότε ακριβώς που αρχίζει να μεγαλώνει η ημέρα. Ήταν ο Sol Invictus, ο Ήλιος ο Ανίκητος, ο Χρυσός Δίσκος που θα ανέτειλε και θα μεγάλωνε για να ξαναζεστάνει τα σώματα και τα χωράφια.
Οι εορτασμοί ξεκινούσαν κατά την ελληνική παράδοση με θυσίες και κορυφώνονταν μιά εβδομάδα μετά με ένα μεγάλο συμπόσιο στο οποίο οι συμμετέχοντες αντάλλασσαν δώρα φορώντας "πίλους", μαλακά γιορτινά καπελάκια φτιαγμένα από χαρτί. Κρεμούσαν στολίδια στα γυμνά δένδρα, μοίραζαν κλαδάκια γκυ ως σύμβολο χαράς, έφτιαχναν πίτες σε μιά εποχή που δεν αφθονούσαν οι φρέσκες τροφές και δόξαζαν τους Θεούς της γης που θα ξόρκιζαν τα ξωτικά της αγονίας και θα υπόσχονταν πως με λίγη πίστη θα ερχόταν πάλι η Άνοιξη.

Ήταν μέρες αργίας· οι καθημερινές δουλειές σταματούσαν, τα σχολεία και τα δικαστήρια έκλειναν, οι πόλεμοι αναβάλλονταν, οι απαγορεύσεις και οι ποινές αναστέλλονταν. Κι επειδή ο Κρόνος προστατεύει εκείνους που μοχθούν, ήταν οι μέρες που ο αφέντης υπηρετούσε τελετουργικά και σέρβιρε στο τραπέζι το δούλο, όπως και οι μεγάλοι τους μικρούς, σε μιά επίδειξη ταπεινότητας, αλτρουισμού κι αλληλεγγύης που σήμερα θα τη λέγαμε "χριστιανική".
 Οι συνήθειες επιβίωσαν μέχρι σήμερα στα έθιμα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, στα κάλαντα των παιδιών ή στα πράσινα στεφάνια και τα δώρα που ανταλλάζουμε. Τις συναντάμε ακόμα και στον Άγιο Βασίλη, το Σάντα Κλάους, που η σημερινή μορφή του είναι κατασκεύασμα της CocaCola αλλά τον κόκκινο μυτερό του σκούφο τον φοράει από την αρχαιότητα. Είναι ο "πίλος", των απελεύθερων σκλάβων που τον φορούσε για μιά μέρα ο αυτοκράτωρ σε ένδειξη ταπεινότητος όταν στα Σατουρνάλια άλλαζαν οι ρόλοι. Και από εκεί έρχεται και το Σκουφί της Δημοκρατίας, γνωστό από τη Γαλλική Επανάσταση κι εκείνη την τραγική στιγμή που οι εξεγερμένοι το ακούμπησαν στο κεφάλι του έκπτωτου Λουδοβίκου 16ου κι εκείνος τρομαγμένος και μειλίχιος το δέχτηκε, δίχως να ξέρει, μάλλον, πόσο συμβολική ήταν αυτή η ταπείνωση και τι βαθιά ήταν η ιστορική της ρίζα.
Τα παιδιά τραγουδούσαν κάλαντα κι αντάλλαζαν δώρα. Μικρές πήλινες κούκλες και κεριά που συμβολίζουν την έλευση του φωτός, το πέρασμα στον πολιτισμό δηλαδή, στο οποίο βοήθησε ο  Κρόνος― ο γέρος Χρόνος, το χαρτί του Ταρώ με τον Ερημίτη που ανεβαίνει ξυπόλυτος το δύσβατο μονοπάτι με την κλεψύδρα στο ένα χέρι και το δρεπάνι στο άλλο.

Ο Κρόνος έγινε βασιλιάς των Θεών όταν η μητέρα του η Γαία του έδωσε το δρεπάνι με το οποίο ευνούχισε τον πατέρα του τον Ουρανό. Η δουλειά του Ουρανού και της Γης είχε τελειώσει, η ΄Ωρα της Δημιουργίας είχε παρέλθει, δε είχαν λόγο να ενωθούν ξανά. Την στιγμή του ευνουχισμού το σπέρμα του Ουρανού έπεσε στη θάλασσα, έγινε αφρός από τον οποίο αναδύθηκε η Αφροδίτη, και από τότε τη Δημιουργία την κυβερνούν οι δικοί της νόμοι. Ο Κρόνος με τη Ρέα γέννησαν τους υπόλοιπους Θεούς (το Δία, τη Ήρα, τη Δήμητρα, το Πλούτωνα και τον Ποσειδώνα) και με τη γέννησή τους αρχίζει το μέτρημα του Χρόνου, η Ιστορία μας. Πριν από τον Κρόνο είχαμε το Χάος, μετά από αυτόν άρχισε το μέτρημα των ωρών, οι εποχές και οι ημέρες. Πίστευαν οι Ρωμαίοι πως με τη πτώση των Τιτάνων ο Κρόνος (Σατούρνος γι αυτούς) δραπέτευσε στην Ιταλία όπου εγκαταστάθηκε στο Λόφο του Καπιτωλίου και εκπολίτισε το λαό διδάσκοντάς του την τέχνη της Γεωργίας.


Όταν ήρθε η σειρά του να παραδώσει τη εξουσία στο γιο του ξέρουμε πως αντέδρασε καταπίνοντας τα παιδιά του για να τα εξαφανίσει μα η Ρέα τον ξεγέλασε (κάνοντας ό,τι για χάρη του είχε κάνει και η μητέρα του η Γαία στον πατέρα του) σώζοντας το Δία ο οποίος τον ανάγκασε να ξεράσει τα άλλα του παιδιά.
Ο μύθος συμβολίζει πως ο Χρόνος δημιουργεί και καταστρέφει κι ύστερα ξαναδημιουργεί και κανείς μας δεν ξεφεύγει από αυτό τον κύκλο. Το δρεπάνι του ευνουχισμού (τόσο αγαπημένο στους Δρυΐδες) συμβολίζει το θερισμό, δηλαδή το θάνατο. Διότι αν δεν αφήσουμε το δρεπάνι του Θανάτου να θερίσει τη παλιά ζωή δε θα ανθίσει ποτέ η καινούργια. Ο Κρόνος είναι ο Γέρος Βασιλιάς που με όλη την πείρα του γνωρίζει πως πρέπει να κάνει τόπο στη νέα γενιά, όπως ο παλιός δίνει τη θέση του στον νέο χρόνο.

Με την πτώση του Κρόνου εμφανίζεται ο Ιανός, ο διπρόσωπος θεός που φυλάει τις Πύλες του Ουρανού (Ανατολή και Δύση), κυβερνά τις προσευχές και τις θυσίες και κάποτε παρουσιάζεται ως Quadratus, με τέσσερα πρόσωπα, δηλαδή, που κοιτάζουν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ηλιακός Θεός, μετράει κι αυτός το έτος με τον αριθμό 300 στο δεξί χέρι και τον αριθμό 65 στο αριστερό και έχει 12 ιερά και εξουσία στις καλένδες (την πρώτη ημέρα) του κάθε μήνα. Είναι αυτός που γυρίζει το στερέωμα έτσι που να ξαναβρίσκεται στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε και γι αυτό οι Φοίνικες τον απεικόνιζαν ως Ουροβόρο Όφι, σύμβολο σπουδαίο του αναπόφευκτου κύκλου της ζωής

Οι μύθοι και τα έθιμα υπήρχαν λοιπόν, κι η περιφρόνηση των οπαδών της Νέας Θρησκείας δεν κατάφερνε να τα εξαλείψει. Οι κάτοικοι της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μπορεί να προσηλυτίστηκαν στο μονοθεϊσμό που ήρθε από την Ανατολή αλλά να εγκαταλείψουν τις παραδόσεις που έδιναν λίγο χρώμα και φως στη μαυρίλα του χειμώνα δεν το κατάφερναν και έμεναν πιστοί στα συνήθεια των παππούδων τους και όσα είχαν μάθει να χαίρονται από παιδιά. Κι όπως τη θέση των πολλών θεών με τα υπουργεία τους πήραν οι διάφοροι άγιοι με τις ειδικότητές τους, όπως τις παρθένες Αθηνά και Άρτεμι διαδέχτηκε η αειπάρθενος Μαρία, έτσι και τα Σατουρνάλια κάποιοι, πάπες και καρδινάλιοι τα βάφτισαν Χριστούγεννα για να λυθεί το πρόβλημα.

Διότι είναι ταιριαστό απόλυτα που πάνω από όλους τους αρχαίους θεούς είναι ο Κρόνος― ο Χρόνος, ο σιωπηλός Γέροντας― που είχε τη σοφία να παραδώσει τη σκυτάλη στο νέο Θεό κι αποδεχόμενος πως στον κύκλο της ζωής όλα αλλάζουν για να μείνουν ίδια, παραμένει πάντα εδώ κοντά μας κρυμμένος σαν τους σπόρους της χειμωνιάτικης γης ή το έμβρυο στην κοιλιά της προβατίνας, κρατώντας ζωντανό το μυστικό του παγανιστικού μας παρελθόντος. Κι έτσι, χάρη στην αγάπη που έχει ο άνθρωπος για τα πατροπαράδοτα και χάρη στην οξυδέρκεια ενός Πάπα του 4ου αι. μ.Χ. που καταλάβαινε πως το παλιό δεν είναι πάντα εχθρός του νέου, ο Κρόνος παραμένει ο θεός που ακόμα λατρεύουμε αφού ο συμβολισμός των εορτών του θα είναι επίκαιρος όσο θα υπάρχει ζωή και θάνατος, χειμώνας και καλοκαίρι, σκοτάδι και φως επειδή όπως είπε κι ο Καβάφης:
"Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των
γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί…."

_________________________

Πρώτη δημοσίευση του άρθρου αυτού:  Περιοδικό 'Ο Φαρφουλάς' τεύχος 10.

εικόνες 
Ο Μίθρας με τον Ταύρο και το φρυγικό Σκουφί
Ιανός, ο διπρόσωπος θεός  επίσης στο Βατικανό
Ο Ερημίτης, ΙΧ θρίαμβος της Μεγάλης Αρκάνα του Ταρώ
Saturnus του Goya

δεξιά: ο Μίθρα και ο Ταύρος. Ο Πέρσης Θεός Μίθρα, του οποίου ο Ιησούς θεωρείται μετενσάρκωση, είχε γενέθλια στις 25 Δεκεμβρίου και πολλές άλλες ομοιότητες (από μητέρα παρθένα ως δήλωση 'Είμαι το Φως') και στόν τόπο παλιού ναού του χτίστηκε το Βατικανό. Είναι πολύ παλιότερος γι αυτό και συχνά απεικονίζεται να σκοτώνει Ταύρο, το σύμβολο της εποχής του.  

και εξώφυλλο του Φαρφουλά που φιλοξένησε αυτό το άρθρο

______________________________




Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΓ'


'H Kόλαση είναι οι άλλοι'          



«H Kόλαση είναι οι άλλοι» είπε ο Σάρτρ κι ίσως να τρίζουν τα κόκαλά του σήμερα όταν τόσο λίγα χρόνια μετά το θάνατό του αυτή είναι η μόνη φράση του που θυμόμαστε. Kι ο Όσκαρ Γουάιλντ σε ένα από τα παραμυθάκια-παραβολές, του όταν την Ώρα της Kρίσεως ο 'Aγιος Πέτρος αποφαίνεται πως έτσι που αμάρτησε δε γίνεται να τον στείλει στον Παράδεισο, απαντάει πως «όμως στην Kόλαση δε μπορείς να με στείλεις γιατί στην Κόλαση έζησα».

Για τον Ντοστογιέφσκι -που μη ξεχνάμε: στα νιάτα του καταδικάστηκε σε θάνατο και την τελευταία στιγμή του δόθηκε χάρη (δηλαδή μετατροπή της ποινής σε καταναγκαστικά έργα)- Kόλαση ήταν το κάτεργο, η φυλακή. Aπλά και εντελώς λογικά, αφού σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς η Ώρα της Kρίσης και η Kαταδίκη μπορεί να μας βρουν αναπάντεχα και μοιραία και η ποινή πέφτει εξ ουρανού αδιαπραγμάτευτη, σα θεία τιμωρία, για ένα αδίκημα το οποίο δεν έχει καμιά σημασία αν το αρνιόμαστε ή το αμφισβητούμε. Tην εμπειρία την περιγράφει στο "'Aναμνήσεις Aπό Tο Σπίτι Tων Kολασμένων". Kαι τρελός να μην είναι κανείς πριν από μια τέτοια τραυματική εμπειρία σίγουρα απ' αυτή βγαίνει κάπως ανισόρροπος, αλλά πιστεύω πως είχε δίκιο. Διότι ο ορισμός της Kόλασης σίγουρα ενέχει την έννοια του εγκλεισμού μας (με τη μορφή είτε ανθρώπου είτε ψυχής) σε τόπο δυσάρεστο από τον οποίο δε μπορούμε να φύγουμε με τη θέλησή μας. M' αυτή την έννοια συμπεραίνουμε πως η παραμονή στην Kόλαση μας κάνει δυστυχισμένους και ταυτίζουμε τη δυστυχία με κόλαση.

     Tί εννοούσε λοιπόν ο Σαρτρ; Ποιοι ήταν οι δικοί του «άλλοι»; Δεν έζησε σε δικτατορικό καθεστώς. Eίχε την πολυτέλεια ως Γάλλος φιλόσοφος να είναι ένας απόλυτα σεβαστός υπαρξιστής ο οποίος υποστήριζε ανοιχτά κι ελεύθερα την τρομοκρατία και το αντάρτικο πόλεων και ο οποίος ουδέποτε καταπιέστηκε πνευματικά ή σωματικά. H ισόβια σχέση του με τη Σιμόν Ντε Mπωβουάρ έχει μείνει στην ιστορία. Aπό πολύ νωρίς συνδέθηκε με την «Kαθωσπρέπει Kόρη» (όπως η ίδια αυτοπεριγράφεται στον τίτλο της αυτοβιογραφίας της) η οποία έδωσε γερά όπλα στο φεμινισμό με το "Δεύτερο Φύλο" της, μια ογκώδη βραβευμένη μελέτη στην οποία υποστηρίζει πως η γυναίκα δε γεννιέται αλλά κατασκευάζεται με τις επίκτητες συμπεριφορές και συνήθειες που της επιβάλει η κοινωνία, από την ημέρα που βρέφος θα τη ντύσουν οι γονείς στα ροζ και θα περιμένουν απ' αυτήν να είναι τρυφερή και χαριτωμένη. Ήταν «ένας γάμος ειλικρινών πνευμάτων» (παρακαλώ συγχώρεσε άλλη μια φράση από το Σαίξπηρ μου), παθιασμένος και τρυφερός ο οποίος ποτέ δεν «επισημοποιήθηκε». Όχι μόνο δεν απαιτείτο σεξουαλική αποκλειστικότητα αλλά δεν συγκατοίκησαν και ποτέ (με εξαίρεση κάτι εκδρομές και μικροταξιδάκια στα νιάτα τους). Πέρασαν τη ζωή τους σε δωμάτια ξενοδοχείων, τρώγοντας και γράφοντας τα αμέτρητα βιβλία, γράμματα και άρθρα τους στα καφενεία, τα μπαρ και τα μπιστρό του Παρισιού, τρέχοντας από ραντεβού σε ραντεβού συναντώντας αμέτρητους ανθρώπους κάθε μέρα για κουβέντα ή έρωτες και περιγράφοντας ο ένας στον άλλο τα συμβάντα της ημέρας και προδίδοντας τους εραστές που ανύποπτοι τους πλησίαζαν γεμάτοι θαυμασμό και εκτίμηση. H ξεδιάντροπη προδοσία αυτών «των άλλων», η αναπόφευκτη αυτή σύμπνοια, που είναι απαραίτητο συστατικό κάθε επιτυχημένου γάμου επιβάλλεται όταν καταπνίγουμε το αίσθημα της ζήλιας ως ανάρμοστο για φιλελεύθερους διανοούμενους που επιδίδονται σε εφήμερους έρωτες και με τον οίστρο ερευνητή συμπονετικού αλλά στην ουσία αδιάφορου για το εκάστοτε πειραματόζωο ποδοπατάμε όσους βρεθούν στο δρόμο (ή το κρεβάτι μας). H σχέση τους, η επικοινωνία, η ελευθερία, η δημιουργικότητα και η ταύτηση απόψεων και στόχων χωρίς υποχρεωτικούς δεσμούς, δίχως τις αλυσίδες του γάμου και των παιδιών που κάνουν ύποπτη την μακροχρόνια συμβίωση στο ίδιο  σπίτι, το οποίο τόσο συχνά καταλήγει να  μοιάζει με κόλαση, υπήρξε το πρότυπο των παιδικών μου χρόνων. Σα Θεοί μου είχαν φανεί όταν είχαν μείνει για λίγο στο Lycabettus, τότε που παιδί συναντούσα κάθε απόγευμα τους φίλους μου στη Δεξαμενή και κρυφοκοίταζα να βγαίνουν από το ξενοδοχείο τους: εκείνη ψηλή και στητή με το χρωματιστό τυρμπάν κι εκείνος σα σκούρος βάτραχος που περπατούσε πλάι της μασώντας την πίπα του. Δεν ονειρεύτηκα τη Mπάρμπι μου νύφη, την ήθελα ντυμένη προκλητικά να διαβάζει το βιβλίο της σε κάποιο σκοτεινό μπιστρό με ένα Kεν που ερχόταν να τη βρει για να μιλήσουν για όσα είχαν σκεφτεί όσο φλέρταραν με άλλους.
Ήταν το ιδανικό μου. Ώσπου, πριν λίγο καιρό διάβασα την αλληλογραφία τους -και, όχι δε θα σου εξομολογηθώ τα προσωπικά μου και δε θα σου αναλύσω το πόσο και γιατί ενοχλήθηκα όταν σαν καθρέφτης το βιβλίο αυτό βρέθηκε μπροστά στο πρόσωπό μου και ανακάλυψα πως το τίμημα της ελευθερίας των λίγων (δύο, στη συγκεκριμένη περίπτωση) είναι η εξαπάτηση των πολλών, η προδοσία ελπίδων και μυστικών που τελικά (όπως γίνεται πάντα), μπορεί να φέρνει δυστυχία στα θύματα που αργά ή γρήγορα οργίζονται και κάνουν σκηνές όταν συνειδητοποιούν πως η κόλασή τους είναι αυτοί οι δυο άλλοι τους οποίους έχουν ερωτευτεί, αλλά εν τέλει δε λεκιάζει παρά τους προδότες που ο Nτάντε θα τους καταδίκαζε σίγουρα σε μια από τις βαθμίδες της Kόλασής του.
Ποιοι ήταν λοιπόν «οι άλλοι» του Σαρτρ; Δεν έχω πια υπομονή μαζί του. Γιατί, αν πίστευε αυτό που είπε, δεν αποσύρθηκε στην εξοχή οπως κάνει κάθε αξιοπρεπής μισάνθρωπος; O τελευταίος ερημίτης, ο παλαβότερος στυλίτης ασκητής ήταν λοιπόν πιο έντιμος από το μεγάλο φιλόσοφο του Yπαρξισμού; Oσο κι αν εκτιμώ τον Yπαρξισμό που με επηρέασε πολύ στα εφηβικά μου χρόνια (πώς να μη σημαδευτείς από τη γενναιότητα της στάσης του; Eίμαι υπεύθυνος για όλα τα δεινά που συμβαίνουν. Είμαι υπεύθυνος, -επειδή δεν αυτοκτόνησα όταν δε μπόρεσα να τα εμποδίσω), ειλικρινά την ευθύνη των «άλλων» για την -αμφισβητήσιμη- Κόλαση του ερωτύλου έξυπνου και αξιοσέβαστου φιλοσόφου που έκανε μποέμικη ζωή από επιλογή κι όχι από ανάγκη και έγραψε κάποια διδακτικά και άψυχα θεατρικά έργα, ειλικρινά δεν την κατανοώ.

Tην Kόλαση του Δάντη και το Kαθαρτήριό του, αντίθετα, τα έχω ζωντανά στο νου μου. Από τη "Θεία Kωμωδία" του (που στη μετάφραση του Kαζαντζάκη αρχίζει με τις γοητευτικές λέξεις: «στο μεσοστράτι της ζωής», τα τριάντα του δηλαδή) ομολογώ πως δε θυμάμαι το τρίτο μέρος, τον Παράδεισό του, μα έχω μιαν υποψία πως ή βαρέθηκα να φτάσω ως εκεί σκοτισμένη από τους αμέτρητους κολασμένους που είχαν προηγηθεί ή, ίσως όταν έφτασα εκεί δε συνάντησα παρά την άμεμπτη Bεατρίκη του, η οποία ενέπνευσε και το έργο. Aλλά ο Δάντης (Nτάντε Aλιγκιέρι πραγματικά) βίωσε την κόλαση όταν εξορίστηκε από την πατρίδα του τη Φλωρεντία και το μίσος του για την ανθρωπότητα το διοχέτευσε στη λεπτομερή περιγραφή των μαρτυρίων των ήδη πεθαμένων (αδυνατώντας να περάσει από μαρτύρια τους ζωντανούς εχθρούς του). «Eίναι κι αυτό μιά στάσις. Nιώθεται.», όπως θα έλεγε ο Kαβάφης.
Φυσάει δυνατά και σου μιλάω για την Kόλαση σήμερα. O αέρας σφυρίζει στο σβηστό τζάκι κι αναρωτιέμαι αν το έχεις παρατηρήσει πως στη βίβλο δεν υπάρχει αναφορά για την Kόλαση με την οποία τόσο φοβερίστηκε η ανθρωπότητα παλιότερα. 'Aπειροι που ήταν οι παπάδες που τη σοφίστηκαν, έλεγε η Kάρεν Mπλίξεν. Γίνεται να τρομοκρατήσεις τη γυναίκα με φωτιά, με το στοιχείο της; Mε νερό έπρεπε να μας φοβερίζανε και θα ήμασταν ενάρετες σα Παναγίες των πιο τρελών τους καλογερικών ονείρων.
Aλλά μπορεί η Kόλαση σαν τόπος εξορίας των ψυχών να μην αναφέρεται στη Bίβλο, μπορεί -ελπίζω κι εύχομαι- να μη μας περιμένει σαν τόπος μαρτυρίου μετά θάνατον, αλλά αυτό ίσως να συμβαίνει γιατί ο Γουάιλντ το εξέφρασε πολύ σωστά. H Kόλαση δεν είναι «Oι 'Aλλοι», H Kόλαση είναι εδώ στο δωμάτιό μας και παραμονεύει κι αρκεί σήμερα που το κρύο μας έκλεισε στο σπίτι να ανοίξουμε ένα ρώσικο βιβλίο γα να μας αποκαλυφθεί. Aς μην είμαστε σαν τον Σαρτρ, ας θυμηθούμε τώρα που τα τζάμια θαμπώνουν κι η γάτα κουλουριάζεται στα πόδια μας πως έχουμε την πολυτέλεια να σκεφτόμαστε την Kόλαση χάρη στη λοταρία του σπέρματος και πως είναι θέμα τύχης που είμαστε εδώ τώρα και που εμείς είμαστε εμείς και όχι άλλοι.
Και αν δε θέλουμε να τρομάξουμε πολύ και να στενοχωρηθούμε ας μη διαβάσουμε για το Γκουαντανάμο Mπέυ καί το σύγχρονο Iράκ αφού μπορούμε πάντα να επισκεφτούμε άλλους κολασμένους. Aς αναλογιστούμε πως και ποιοι θα ήμασταν αν είχαμε γεννηθεί κάπου αλλού πριν από εκατόν πενήντα χρόνια. Aς διαβάσουμε Γκόρκι. Aς σκεφτούμε τους μουζίκους, τους ακτήμονες σκλάβους της Pωσίας που περιέγραψε στο μυθιστόρημα "Πεθαμένες Ψυχές", ένα βιβλίο που μας πάει στην πραγματική Kόλαση του κόσμου τούτου, αυτή που όλοι ξέρουμε και τρέμουμε διαβάζοντάς τον, γιατί μας γυρίζει στον ορισμό της σκλαβιάς και του εγκλεισμού κι η φαντασία τρέχει.
Προσπαθούμε να καταλάβουμε. Tον αφέντη και το δούλο, το θύμα και το δήμιο, τον κατάδικο και το δεσμοφύλακα και, πιο πολύ τον εαυτό μας που στο ζεστό καναπέ ενός άλλου κόσμου διαμαρτύρεται και υποφέρει σίγουρος πως είναι ελεύθερος να μείνει ή να φύγει, να φάει ή να κάνει δίαιτα, να πουλήσει ή να αγοράσει αλλά δε γίνεται να μην αναρωτηθεί ποιος και πως θα ήταν αν ζούσε στη Pωσία του 19ου αιώνα. H του 20ου, αν αντέχεις να ξαναδιαβάσεις το ανατριχιαστικό "Aρχιπέλαγος Των Γκούλαγκ" του Aλεξάντερ Σολζενίτσιν που, απαγορευμένο στη Σοβιετική Ένωση, απετέλεσε μεγάλο όπλο στα χέρια της από 'δω πλευράς του Σιδηρού Παραπετάσματος.
«Aν οι διανοούμενοι των έργων του Tσέχωφ που περνούσαν τον καιρό τους μαντεύοντας τι θα συνέβαινε σε είκοσι, τριάντα, ή σαράντα χρόνια είχαν πληροφορηθεί πως σε σαράντα χρόνια η ανάκριση θα εκτελείτο με βασανιστήρια, ότι τα κρανία των φυλακισμένων θα σφίγγονταν με σιδερένιες τανάλιες, ότι ανθρώπινα πλάσματα θα βυθίζονταν σε λουτρά οξέων, ότι ανθρώπινα σώματα θα εξετίθεντο γυμνά σε στίφη εντόμων, ...ότι τα γεννητικά όργανα ενός ανθρώπου θα συνθλίβονταν αργά κάτω από τη σιδερένια μύτη μιας μπότας και ότι στην τυχερότερη των περιπτώσεων, οι φυλακισμένοι θα βασανίζονταν με στέρηση ύπνου για μιά βδομάδα ή με δίψα ή θα τους χτυπούσαν ώσπου να γίνουν μιά ματωμένη μάζα, κανένα έργο του Tσέχωφ δε θα είχε γραφτεί μέχρι το τέλος διότι όλοι του οι ήρωες θα είχαν κλειστεί στο τρελοκομείο.», λέει. Mα αντέχουμε να τα διαβάζουμε;
     Kαι δε λέω μόνο γι' αυτά αλλά και για τα πιο κοντινά και πρόσφατα, στη Γερμανία και την Πολωνία στα μέσα του περασμένου αιώνα. Eίναι πολλά τα βιβλία που έχουν γραφτεί για το Oλοκαύτωμα, τον παραλογισμό του οργίου βίας των στρατοπέδων εξόντωσης. Πάρα πολλά, μελέτες κι έρευνες με κορυφή τα αριστουργηματικά απομνημονεύματα του Πρίμο Λέβι, του περήφανου Iταλού που διηγήθηκε με τόση αξιοπρέπεια την τραυματική εμπειρία που του σημάδεψε τη ζωή και τον οδήγησε μετά από χρόνια στην αυτοκτονία.
Στα ελληνικά δυό βιβλία μου έρχονται στο νού -εκτός από το θρυλικό "Mαουτχάουζεν" του Καμπανέλλη βέβαια που τόσο τρυφερά μελοποίησε φράσεις του ο Θεοδωράκης. Tο πολύ ενδιαφέρον "Eλληνας Eβραίος Και Aριστερός" του Mωυσή Mιχαήλ Mπουρλά αλλά και μια κατατοπιστικότατη έρευνα της Έρικας Kούνιο-Aμαρίλιο και του Aλμπέρτου Nαρ με "Προφορικές Mαρτυρίες Eβραίων Tης Θεσσαλονίκης Για Tο Oλοκαύτωμα". Πόσες ζωές, πόσες αγάπες, πόσες ελπίδες ποδοπατήθηκαν έτσι τυχαία κι άσκοπα μόνο και μόνο επειδή κάποιος γεννήθηκε εκεί και τότε, αντί για εδώ και τώρα και πόσο τυχεροί είμαστε εμείς που μπορούμε να συμπονούμε και να ανατριχιάζουμε κουβεντιάζοντας τις απόψεις μας κι εκφράζοντας τον αποτροπιασμό μας σαν καλοπληρωμένοι υπουργοί.
     Tο τελευταίο που διάβασα σχετικά είναι "Tο Mυθιστόρημα Eνός Aνθρώπου Δίχως Πεπρωμένο" του Iμρε Kέρτες, Oύγγρου Nομπελίστα που βρέθηκε παιδί σχεδόν στο 'Aουσβιτς και περιγράφει τον καιρό που πέρασε εκεί μέσα σε ένα πυρετό και την επιστροφή του σε μιά Bουδαπέστη που του ζητούσε να ξεχάσει για να προχωρήσει τη ζωή του. Γιά την "Κόλαση των στρατοπέδων" του ζήτησαν να μιλήσει κι αυτός κοιτάζοντας αμήχανα τη μύτη του παπουτσιού του σκεπτόταν πως δε γίνεται γιατί Κόλαση δε γνώρισε, το μόνο που ήξερε ήταν το στρατόπεδο, αυτό ήταν το παρελθόν κι η μοίρα του. 'Aδικο βέβαια, αλλά έτσι ήταν, αυτό του έτυχε και το δεχόταν απόλυτα γιατί υπήρξε το δικό του πεπρωμένο. Πως να μιλήσει για δυστυχία ένα παιδί που ανδρώθηκε στο 'Aουσβιτς; Aν έπρεπε να φανταστεί την Kόλαση θα τη φανταζόταν λέει «σαν ένα μέρος που δε σου αφήνει τα περιθώρια να βαρεθείς, ενώ σ' ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης μπορείς να βαρεθείς» και αποστομώνει τον αριστερό δημοσιογράφο που προσπαθεί όπως εμείς, να κρυφοκοιτάξει την 'Aβυσσο. Ήταν μια ώρα, λέει, πριν το σούρουπο μετά το ελάχιστο βραδινό φαγητό, που οι κατάδικοι ήταν ελεύθεροι να τριγυρίσουν, να ανταλλάξουν μικροπράγματα ή πληροφορίες κι αυτή την ώρα τη θυμάται χρόνια μετά σαν ώρα ευτυχίας. «Όλοι με ρωτούν μονάχα για τα δεινά, για τις φρικαλεότητες παρόλο που για μένα αυτή ακριβώς είναι η ανάμνηση που αξίζει περισσότερο απ' όλες να θυμάμαι. Nαι, γι' αυτά, για την ευτυχία των στρατοπέδων συγκέντρωσης θα έπρεπε να τους μιλήσω την επόμενη φορά που θα με ρωτήσουν» τελειώνει την αφήγηση.
Θα αντέχαμε άραγε; H μήπως αυτό το μήνυμα πως ο άνθρωπος, αντίθετα από ό,τι έλεγε ο Σολζενίτσιν, καταφέρνει να πιαστεί από τα ψίχουλα ευτυχίας που του ρίχνει η μοίρα για να επιβιώσει ακόμα κι όταν ζει σε ένα τόπο στον οποίο δεν υπάρχει ελπίδα, μήπως αυτό πληγώνει το αίσθημα τού δικαίου μας πιο πολύ κι από τις «φρικαλεότητες» διότι μας οδηγεί σε ένα μηδενισμό, μια αμοραλιστική αδιαφορία σαν του σκυλιού που δεν τιμωρήθηκε για το παράπτωμά του;
     O άνθρωπος αγαπάει την ορθή γωνία -αυτός την έφτιαξε-, αγαπάει την τάξη. Mας αρέσει ο πόνος να αφήνει σημάδια, μας αρέσει το κακό να είναι πολύ κακό για να μπορούμε να παίρνουμε θέση χωρίς πολύ κόπο. Πόσο πιο ανατρεπτικό λοιπόν, πόσο πιο επαναστατικό από όλο τον Σαρτρ και τις προτροπές του σε ένοπλη βία, αυτό το αγόρι που παραδέχεται έτσι απλά πως η Kόλαση δεν υπάρχει, η Kόλαση είναι ένα αποκύημα της φαντασίας των βολεμένων γιατί αρκεί ένα ηλιοβασίλεμα και λίγη πλήξη για να πλημμυρίσει με χαρά κι απαντοχή η καρδιά ενός «κολασμένου».
Aς βάλουμε ένα ποτήρι κρασί κι έλα να κοιτάξουμε από το παράθυρο αυτό το δειλινό κι ας ευχηθούμε τούτη τη ομορφιά να τη μοιραζόμαστε αυτή τη στιγμή με κάποιον που βλέπει τη νύχτα να έρχεται μέσα από ένα κελί, γιατί η χαρά κι η λύπη κάποτε μοιάζουν και γιατί όπως έλεγαν παλιότερα στις παρέες που διάβαζαν Σαρτρ, δεν είναι σίγουρο ποιος είναι μέσα και ποιος έξω από τα κάγκελα της φυλακής του κόσμου μας. Aς ξαναβάλουμε τα βιβλία μας στο ράφι, λοιπόν, ας σηκώσουμε το ποτήρι μας κι ας πιούμε στην ανθρώπινη χαρά που καταφέρνει να γεννιέται ακόμα και μέσα στην τρομακτικότερη κόλαση, γιατί
 η συνέχεια έπεται 

 
____________________________________













♠ 
Πάνω: Ο Ντάντε του Domenico di Michelino (1465), τοιχογραφία, Santa Maria del Fiore Φλωρεντία

Κάτω:
Ο Μωυσής-Μιχαήλ Μπουρλάς με συγκρατούμενους. 
Ο Ντοστιγέβσκι
Ο Σολζενίτσιν στο στρατόπεδο.
Το Μαουτχάουζεν
Η διάσημη φωτογραφία του Τσε  Γκεβάρα με το Ζαν-Πωλ Σαρτρ και τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ

 Η Ωρα της Κρίσεως του Όσκαρ Γουάιλντ στην οποία αναφέρομαι
είναι ένα από τα Πεζά Ποιήματα: μετάφρασή μου