Είναι μεγάλη τιμή και χαρά για μένα που η ΚΔΕΠΠΑΜ κι ο Jason Orozco μου ζήτησαν να γράψω τα κείμενα που συνοδεύουν τη μεγάλη έκθεση της Lilly Kristensen, μιας σπουδαίας ζωγράφου που πρόλαβα να γνωρίσω όταν πρωτοεγκαταστάθηκα στη Μύκονο κι έτυχε να είμαστε και γειτόνισσες.
Η έκθεση ανοίγει 1η Σεπτεμβρίου και συστήνω βεβαίως. Ακολουθεί η πρόσκληση με το κείμενό μου.
Δημοτική Πινακοθήκη Μύκονου
Εικαστικό αφιέρωμα 2020: Lilly Kristensen (1933-2001)
1-10 Σεπτεμβρίου Αίθουσα Ματογιάννια
Στην Δανέζα ζωγράφο Λίλλυ Κρίστενσεν που έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζώης στην Μύκονο και την αποτύπωσε με μοναδικό τρόπο μέσα από τα κολάζ της αφορά φέτος το εικαστικό αφιέρωμα της Δημοτικής Μυκόνου. Κυρίως κολάζ από ύφασμα αλλά και λάδια και σχέδια θα εκτεθούν στην αίθουσα Ματογιάννι το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου.
Κείμενο της Δάφνης Χρονοπούλου για τον κατάλογο που θα συνοδέψει την έκθεση:
ΛΙΛΛΥ ΚΡΙΣΤΕΝΣΕΝ
(1933-2001)
Για χρόνια πολλά μια μαυροτσεμπερού γριά καθόταν κι έγνεθε στην πόρτα της στο τέρμα του Ματογιαννιού, δεξιά πριν τα Τρία Πηγάδια. Έμπαιναν οι τουρίστες να ψωνίσουν στο μαγαζί και την καλημέριζαν ή της ζητούσαν 'σόρυ' και 'παρντόν' αν κατά λάθος τη σκουντούσαν. Κι ύστερα καταλάβαιναν πως ήταν κούκλα, έργο της Λίλλυς Κρίστενσεν που, με άφατο σεβασμό στη λεπτομέρεια, ανασυνθέτουν τη Μύκονο όπως είδαν το νησί τα νεανικά, μα εικαστικά σπουδαγμένα της μάτια, πριν τις μεγάλες αλλαγές που ακολούθησαν.
Γεννήθηκε το 1933 στο Γιούτλαντ της Δανίας. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης και συνέχισε με τετραετή υποτροφία στο St.Martin's School στο Λονδίνο όπου έζησε πέντε χρόνια.
Το 1960 ταξίδεψε στην Ελλάδα για διακοπές και ερωτεύτηκε την χώρα, τη Μύκονο και το Μεξικάνο ζωγράφο Λούις Ορόζκο. Παντρεύτηκαν, έκαναν δύο γιους, έχτισαν με σεβασμό στην παράδοση και το νόμο κι έγινε το νησί θέμα των έργων τους.
Έγινε γνωστή για τα ιδιότυπα εντελώς χαρακτηριστικά υφασμάτινα κολλάζ της, συνθέσεις τοπίων, ή σκηνών τής καθημερινής ζωής. Επίσης από ύφασματα έφτιαχνε στα παιδιά της παιχνίδια που δραπέτευσαν από το παιδικό δωμάτιο κι έγιναν ανάρπαστα Αντικείμενα Τέχνης. Γαϊδουράκια φορτωμένα καλάθια και το μανάβη με ψαθάκι στο σαμάρι με το χράμι του, χταπόδια γελαστά, ψαράδες με σηκωμένα μπατζάκια και τραγιάσκα καπετάνιου, άλλα μικρά σα κούκλες παιδικές άλλα σε μέγεθος φυσικό σαν τη μαυροντυμένη κλώστρια που έμοιαζε ζωντανή στης Βγενούλας το μαγαζί.
Με δυο μικρά παιδιά που τραβούσαν την προσοχή της μακριά από το καβαλέτο δυσκολευόταν να αφοσιωθεί στη ζωγραφική, ενώ χρωματιστές δαχτυλιές λέκιαζαν τους τοίχους και τα προσωπάκια των μικρών. Για τα Χριστούγεννα έφτιαχνε για φίλους κάρτες κολλάζ, σχέδιά της χρωματισμένα με κομματάκια από παλιά υφάσματα που έσωζε στο νησί και στα ταξίδια της. Κι από εκεί ξεκίνησε κι ανέπτυξε τη δική της εκδοχή της σκανδιναϋικής παράδοσης των κολλάζ με υλικό όμως την Ελλάδα, ως θέμα και πρώτη ύλη της, χρησιμοποιώντας τα υφαντά ως «γλώσσα» για να αφηγηθεί τρισδιάστατα τον τόπο και τους ανθρώπους, χρησιμοποιώντας μόνο δικές τους λέξεις και μπογιές, τις υφαντές και πολυφορεμένες.
‘Κολλάζ μαλλιού’ τα ονόμαζε στις διάφορες εκθέσεις και, μελετώντας το σύνολο του έργου της βλέπουμε να εξελίσσεται αυτή η εντελώς δική της, η μοναδική τεχνοτροπία κατά την οποία, όπως είπε σε μια συνέντευξη «κάθε λεπτομέρεια πρέπει να είναι από μαλλί, ακόμα και τα φρύδια». Όπως τα μικροσκοπικά κεράκια που βλέπουμε να λάμπουν αναμμένα στο ιερό μιας εκκλησίας και μόνο από πολύ κοντά θα διαπιστώσουμε ότι δεν είναι ζωγραφιστά αλλά κολλημένα, σκουροκίτρινα νήματα που, ίσα-ίσα όσο πρέπει στριμμένα στην κορυφή, γίνονται φλόγες. Αυτοί οι κανόνες, οι τεχνικές προκλήσεις που η ίδια έθεσε στον εαυτό της, φαίνεται ότι, αντί να τη σταματούν, σα να έδιναν διέξοδο στην πολύ χαρακτηριστική της επιδίωξη της ακρίβειας ως μόνης αλήθειας. Έτσι, μπορεί οι ουρανοί να γίνονται εξπρεσιονιστικά κατακόκκινοι αλλά πάνω στο αρχικό της σκίτσο, κολλημένα σε χρώματα αμέτρητα και σε αλλεπάλληλες σειρές, τα κομμάτια από χειροποίητα υφαντά κάθε είδους, κλωστές κάθε πυκνότητας και κουρέλια που της μάζευαν οι ράφτες, διαγράφονται ανάγλυφοι οι όγκοι των κτιρίων στο ηλιοβασίλεμα, ζώων στην ανηφόρα ή ανεμοδαρμένων ευκαλύπτων, κι είναι ακριβώς όπως τα θυμόμαστε και προσδιορίσιμα όχι μόνο στον τόπο αλλά και στο χρόνο όπως εκείνο το παντζούρι που τότε ακριβώς αλλάχτηκε ή το τσίγκινο σκέπασμα του ξεροπήγαδου που εκείνη μόνο τη χρονιά ένας νοικάρης του είχε βάψει καφεκόκκινο.
Μετά το διαζύγιο η Λίλλυ μετακόμισε για 4 χρόνια στη Βοστόνη, κυρίως λόγω των καλών σχολείων για τα παιδιά. Εκεί έκανε εκθέσεις στη Μασσαχουσέττη και την Καλιφόρνια κι άφησε πολλά έργα πίσω της.
Ο τελευταίος κύκλος της ζωής της ήταν επίπονος μα τον αντιμετώπισε με τη στωικότητα και το ιδιαίτερα δικό της στεγνό λίγο πικρό χιούμορ. Τη βασάνισε ο καρκίνος, η αρρώστια που της στέρησε τη μητέρα της στα δώδεκα όταν έγινε εκείνη μάνα για τα δυό αδέλφια της απ' τα οποία, αργότερα, μεγάλη πια, ο καρκίνος πήρε και τη μικρότερη αδελφή της.
Όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα για να αποφεύγει την κίνηση περνούσε τα καλοκαίρια στο σπίτι της στην Καρδιανή της Τήνου, ώσπου στο τέλος πια, αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Δανία όπου μετέτρεψε σε γκαλερί τη φάρμα που είχε από τον πατέρα της και συνέχισε να ζωγραφίζει ως το τέλος.
Η Λίλλυ Κρίστενσεν είναι κομμάτι της Ιστορίας του νησιού, το βλέμμα της αποτυπωμένο στην Τέχνη της μάς άνοιξε ορίζοντες που παραμένουν ανοιχτοί, φώτισε πλευρές που ίσως μας ξέφευγαν και μας δίδαξε πώς να κοιτάξουμε για να βρούμε εκείνα τα κοινά μας που ακόμα προσελκύουν και μάς ενώνουν στον τόπο αυτό που τόσο αγάπησε.
________________
_________________________________________________________