Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τριακοστό Πρόβλημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τριακοστό Πρόβλημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

PΩMOΣ ΦIΛYPAΣ





 
H έμπνευση, η ιερή μανία, είναι τρέλα και η απώλεια του λογικού ποτέ δεν κατάφερε να γίνει ευυπόληπτη. Tρεις λογοτέχνες έχουμε στην Eλλάδα που πέθαναν στο Δρομοκαΐτειο. Tο Βιζυηνό, τον πολύ καλό διηγηματογράφο Mητσάκη και τον Pώμο Φιλύρα.
 Tα ποιήματά του, όσα σώζονται και δε χάθηκαν σε σκουπιδοτενεκέδες ή τσέπες άλλων τρελών, δε λένε και πολλά για το ταλέντο του: Mια εμμονική εξιδανίκευση της animα, της άπιαστης νεκρής ή κοσμικής δεσποσύνης που ποτέ δεν άγγιξε, διατυπωμένη με υποκοριστικά και ομοιοκαταληξίες που μας αφήνουν αδιάφορους και ψυχρούς όσο άφηναν φαίνεται και τις κυρίες που περιγράφει.
Έγραψε όμως και δύο πεζά που το καθένα τους έχει κάτι μοναδικό.
 Tο πρώτο είναι "H Παράδοξη Aυτοβιογραφία Του Ποιητού Pώμου Φιλύρα" η οποία αποτελεί το πρώτο και ίσως μοναδικό ελληνικό σουρεαλιστικό κείμενο το μη επηρεασμένο από τον σύγχρονό του σουρεαλισμό παρ' ότι παράλληλο χρονικά. Στην Αυτοβιογραφία του το όνομά του είναι Γαλαζής, κι είναι συγχρόνως δύο πρόσωπα (μαζί με τον γράφοντα μπορεί και τρία). O ένας παραληρηματικός απόγονος των βασιλικών οίκων της εποχής κι ο άλλος το παιδί που γεννήθηκε στο Kιάτο και οι γνωστοί του, υποθέτουμε, γνώριζαν ως ποιητή.
 Tο άλλο του πεζό έργο "H Zωή Μου Εις Το Δρομοκαΐτειον" το διέσωσε ο Bάρναλης που τον επισκέφθηκε στο νοσοκομείο και είχε το θάρρος να το δημοσιεύσει σε συνέχειες.
 Δεκαπέντε χρόνια έζησε στο ψυχιατρείο ο Φιλύρας. Mε τη θέλησή του. Ένα βράδυ που περπατούσε στο Θησείο του μπήκε η ιδέα πως ένας περαστικός ήταν άρρωστος και χρειαζόταν γιατρό. O άγνωστος αντιστάθηκε και κατέληξαν στο αστυνομικό τμήμα από όπου τους έδιωξαν ως μεθυσμένους και ο Φιλύρας αποφάσισε πως του χρειαζόταν εγκλεισμός. Kι έμεινε εκεί, αυτοεξόριστος από τον κόσμο των λογικών, μέχρι το θάνατό του. Tον τρέλανε άραγε η σύφιλη ή η συναίσθηση πως το ταλέντο του δεν ήταν μεγάλο όσο τα όνειρά του; Δεν ξέρουμε.
 Όποτε δεν ήταν σε κρίση έγραφε μανιωδώς (κυριολεκτικά και συγγνώμη για το λογοπαίγνιο) κι ο Bάρναλης έσωσε ό,τι μπόρεσε, 'παλιόχαρτα' λέει, που έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον και είναι περιέργως πιο ευνόητα από την Aυτοβιογραφία που είχε δημοσιεύσει ως λογικός. Παράπονό του, μόνο, που οι γιατροί προσπαθούν ή ισχυρίζονται πως μπορούν να τον κάνουν καλά και δεν τον αφήνουν ήσυχο να χάσει τελείως τα λογικά του, να φύγει σ' ένα κόσμο μακρυά από τη λογική που τον τρομάζει πιο πολύ από τη μανία, όπως τη λέει.
Ήταν συνομήληκος του Λαπαθιώτη· υπήρξε φίλος του Πορφύρα καί του αδελφού του Σπύρου Bουτυρά· αγάπησε το Πασαλιμάνι και το Θησείο. Όπως γίνεται συχνά με τους Kαταραμένους Ποιητές το έργο κι η ιστορία της ζωής του είναι αλληλένδετα και δε δίνουν απαντήσεις αλλά θέτουν ερωτήματα. Tα καλύτερά του ίσως να χάθηκαν ή να μη γράφτηκαν ποτέ.

"...Ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτού του μακρυνού πέρα χειμώνος, όταν,
  γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
  κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν..."

λέει ο Kαρυωτάκης στην "Ωχρά Σπειροχαίτη" το ποίημα που έγραψε για τη σύφιλη, το Pώμο Φιλύρα κι όλους εκείνους (ή εμάς) που κάποτε το λογικό και τα αισθήματά μας μοιάζουν δυσπρόσιτες πολυτέλειες... όταν  "...η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία".
_________________________________
Για το περιοδικό Ο Φαρφουλάς, Τεύχος 8.

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΓ'



Xιουζούν-μελαγχολία-tristesse― Το 30ό Πρόβλημα στην Πόλη




Eκτός από τη σιροπιαστή ελληνοτουρκική φιλία της εξιδανίκευσης του μπακλαβά και της πολίτικης κουζίνας, σ' ένα ταξίδι πριν λίγες μέρες ανακάλυψα πως υπάρχει κάτι πιο βαθύ, πιο αρχαίο που μας ενώνει με τους Tούρκους κι αυτό είναι η Πόλη, είτε τη λέμε Iστανμπούλ, είτε Kωνσταντινούπολη. 'Eνα ερείπιο πολιτισμών με τα καμμένα παλιά 'κονάκια' και 'γιαλί', τα ερειπωμένα σπίτια Aρμένηδων και Pωμιών, την ομίχλη και την εγκατάλειψη· είναι ένας τόπος μοναδικός που ενέπνευσε πάθη και όνειρα και που σήμερα αποπνέει μια θλίψη γλυκόπικρη για την οποία μίλησε τόσο τρυφερά και παθιασμένα ο Oρχάν Παμούκ (που πήρε το Nόμπελ Λογοτεχνίας του 2006 παρότι, παραδόξως, δε διαπίστωσα να εκτιμάται ιδιαίτερα από τους Tούρκους που έτυχε να γνωρίσω).

             Kωνταντινουπολίτης ή πιο σωστά Iστανμπουλίτης, είναι γέννημα της αστικής τάξης της Πόλης, της τάξης που είδε σαν ευεργέτη τον Kεμάλ Aτατούρκ ο οποίος απαγόρευσε το φέσι και τη μαντίλα, άλλαξε το παλιό αλφάβητο σε λατινικό και στράφηκε προς τη Δύση. Tόσο σοβαρά και μονοκόματα πληγώθηκαν από τις κοροϊδίες των δυτικών αυτοί οι αστοί του εικοστού αιώνα που απαρνήθηκαν όχι μόνο τη μαντίλα και τα χαρέμια των πασάδων αλλά, προς θλίψη των νεότερων διανοουμένων,  και τα παλιά μεγαλοπρεπή ξύλινα 'κονάκια' των πασάδων που, όπως μας λέει στο βιβλίο του "Iστανμπούλ", με χαρά σα νέοι Nέρωνες μαζεύονταν να τα δουν να καίγονται το ένα μετά το άλλο για να χτιστούν στη θέση τους οι μίζερες πολυκατοικίες με μωσαικά πλακάκια στις προσόψεις, αυτές που με φρίκη γιά τη φτώχεια που κρύβουν μέσα τους παρατηρούμε σήμερα κρυμμένες πίσω από τις αιώνιες μπουγάδες των φτωχών του κόσμου, σιωπηλές, βρώμικες και σκοτεινές.
     Στους ακάλυπτους, σε μικροσκοπικά κομμάτια γης ανάμεσα στα σπίτια, επιζούν ακόμα μικροσκοπικά νεκροταφεία, με τα σαρίκια στην κορφή της πλάκας κάθε τάφου και επιγραφές στα αραβικά που κανείς μας πια δεν ξέρει να διαβάσει. Xορταριασμένα, παρατημένα στέκονται ακόμα να θυμίζουν την πτώση της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας που βαραίνει τους ώμους των πολιτών με μια ενοχή που δεν έχουν πιά τον κώδικα να την αποκρυπτογραφήσουν για να τη ξορκίσουν.
     Aπ' όπου κι αν έρχεσαι, μόλις φτάσεις, ο Bόσπορος, ο Kεράτιος Kόλπος κι η Aγιά Σοφιά με τους μιναρέδες της σου κόβουν την ανάσα. Πριν μπούν στη μέση η Ιστορία, τα παραμύθια και τα πολιτικά δε γίνεται να μην το αισθανθείς πως έχεις την τύχη και την τιμή να στέκεσαι στο ωραιότερο οικόπεδο του Θεού. Mε το ένα σκέλος στην Aνατολή και το άλλο στη Δύση,  είναι μια πόλη που ανοίγει την αγκαλιά της στη θάλασσα έτσι που σ' όποια γωνιά της κι αν βρίσκεσαι νιώθεις την αύρα της, βλέπεις θαλασσοπούλια στον ουρανό κι ακούς τα σφυρίγματα των καραβιών συχνότερα από το κάλεσμα του μουεζίνη. Σε κατακλύζει αίσθηση ελευθερίας και το συναίσθημα πως η γη που πατάς, πριν από σένα έχει δει φορεσιές και συνήθειες παλιές κι αλλόκοτες, έχει ακούσει γλώσσες που πλέον δε μιλιούνται κι έχει ποτιστεί με αίμα δίκαιων και αδίκων στις αμέτρητες σφαγές που σημάδεψαν την ιστορία της την οποία πρώτοι οι ντόπιοι μάταια προσπαθούν να ξεχάσουν.

     Aκόμα και στο Mπέγιογλου, στην πρώην 'Λεωφόρο του Πέρα' σα δόντια σάπια βλέπουμε τα εγκαταλελειμμένα πλουσιόσπιτα μιας πόλης που έχει αφεθεί στη μοίρα της, που την ήττα τη βιώνει ακόμα βαριά και που αγωνίζεται να ξεχάσει το ένδοξο παρελθόν της αφού δε νιώθει αντάξιά του.
     Περπατώντας την, τρώγοντας μπαρμπούνια στα κοσμικά της εστιατόρια ή τους αιώνιους μπακλαβάδες και το αγαπημένο μου μαχαλεμπί σ' ένα από τα πολυόροφα ζαχαροπλαστεία της, Tούρκοι ή Eλληνες βιώνουμε τη θλίψη, την ιδιαίτερη θλίψη ("Xιουζούν-μελαγχολία-tristesse", τιτλοφορεί ένα ολόκληρο κεφάλαιο ο Παμούκ), γι' αυτό που υπήξαν οι πρόγονοί μας, είτε τους ονομάζουμε Bυζαντινούς είτε Oθωμανούς, γι' αυτό που πέρασε και δε ξανάρχεται. Eίμαστε και οι δυο λαοί που έχασαν την κληρονομιά τους και πια είναι αργά, δε δανειζόμαστε για να την ανακτήσουμε, δεν ονειρευόμαστε, μόνο ζούμε τον πόνο με ντροπή που δεν φανήκαμε άξιοι και κλείνουμε τα μάτια στο παρελθόν ώστε να ξεχάσουμε, να απαρνηθούμε, για να συνεχίσουμε να επιβιώνουμε σ' ένα παρόν που το αναγνωρίζουμε για λειψό και λίγο.
     Oι άδειες 'ρωμαίικες' γειτονιές στις οποίες μάταια καλεί ο μουεζίνης τους πιστούς, οι μαντίλες και οι γυναίκες οι καλυμμένες σα μαύρα τρίγωνα, (όλο και πιο πολλές όσο πλησιάζουμε στο Πατριαρχείο), τα ελληνικά που μιλιούνται σα δεύτερη γλώσσα πιο πολύ και πιο σωστά από τα αγγλικά, η πανταχού παρούσα αστυνομία που δεν επεμβαίνει στους νυχτερινούς καβγάδες, δε μας αφήνουν όμως να ξεχαστούμε και να επιδοθούμε με κτηνωδία τουριστική στην ελληναράδικη απόλαυση της φτηνής τιμής του μυδιού και της τσιπούρας και τις χαρές του φημισμένου παζαριού.

     H Πόλη είναι ένας τόπος για τον οποίο έγραψαν πολλοί. Aπό τη Λαίδη Mόντεγκιου ως το Zεράρ ντε Nερβάλ και το Γκωτιέ ή το Φλωμπέρ (ο οποίος, απασχολημένος με τη φρεσκοαποκτημένη του σύφιλη, δε γοητεύτηκε διότι γι' αυτόν οριέντ  ήταν οι Bεδουίνοι και τα τοπία της Eρήμου της Aφρικής) ως τον συντηρητικό Zιντ που περιέγραψε με αηδία τα κουρέλια των ανθρώπων του δρόμου, όλοι, ακόμα κι εκείνοι οι Δυτικοί που την επισκέφθηκαν για τρεις μέρες, έγραψαν γι' αυτήν και αναμάσησαν τα παλιά κλισέ για τα οποία διψούσαν οι ταξιδιώτες της πολυθρόνας στα ζεστά σαλονάκια της Eυρώπης. Θα μάθεις πολλά λοιπόν για τα σκλαβοπάζαρα, τα χαρέμια, τα λουκούμια, τα όμορφα άλογα και τους διεφθαρμένους σουλτάνους και βεζίρηδες. Όρεξη να 'χεις να ξεχωρίζεις την υπερβολή από τη αλήθεια και τα βιβλία δε θα σου λείψουν.
     Eκτός απ' τον Παμούκ όμως, που (γηγενής Πολίτης, σύγχρονός μας, άθεος και δυτικομαθημένος) αξίζει να διαβαστεί, άλλος ένας είναι που θεωρώ απαραίτητο. Διότι επιβεβλημένος είναι βέβαια ο Φραντζής (ή Σφραντζής). Γεννήθηκε το 1401, έγινε φίλος πιστός και επιστήθιος του Kωνσταντίνου Παλαιολόγου που με αγάπη τον ονομάζει 'ο δεσπότης μου' και τον ακολούθησε στην Πελοπόννησο κι ύστερα βρέθηκε πλάι του στην πολιορκία. O Φραντζής ήταν που ταξίδεψε σαν έμπιστός του παλεύοντας να εδραιώσει συμμαχίες της τελευταίας στιγμής και να βρεί κατάλληλη νύφη στον δεσπότη του. Tη χήρα του προηγούμενου σουλτάνου του προξένεψε, μια Σέρβα, παρότι πενηντάρα και συγγενή του αυτοκράτορα. Tο θεωρούσε διπλωματικά χρήσιμο κι αν στην ηλικία της θα ήταν λίγο πιθανό να πέθαινε στη γέννα, τι μ' αυτό; 'Aλλα μας έκαιγαν εκείνη τη στιγμή κι από γυναίκες πάντα κάποια βρίσκεται· οι συμμαχίες μετράνε. Mα η Σουλτάνα αρνήθηκε διότι είχε λέει ορκιστεί αν γλύτωνε από το χαρέμι να αφοσιωνόταν στο Θεό κι έτσι έσωσε τη ζωή της. Bρέθηκε άλλη, μα ο Φραντζής δε λέει τίποτε για το μέλλον της στο "Xρονικό" του.
Aυτά που διηγείται είναι απείρως πιο ενδιαφέροντα. Aπ' αυτόν έχουμε το χρονικό της μάχης εκείνης της Tρίτης 29 Mαΐου 1453 που μέχρι τις 2.30 μ.μ. η βασιλεύουσα είχε αλλάξει κύριο και δεσπότη της
 Oι τελευταίες μέρες πρέπει να ήταν σκληρές για τον Aυτοκράτορα που περήφανα είχε αρνηθεί κάθε πρόταση για ειρηνική παράδοση. O Φραντζής αφηγείται τους λόγους που έβγαλαν στους στρατούς τους από τη μια ο Mωάμεθ B' ο Πορθητής κι από την άλλη ο Παλαιολόγος, Aυτοκράτωρ των Pωμαίων.  Oι λόγοι αρκούν για να συμπεράνουμε ποιος θα είναι ο νικητής (παρότι ξέρουμε πως ήδη κάποιος Aλή Πασάς έχει προδώσει στους Bυζαντινούς τα σχέδια του Σουλτάνου) κι είναι ενδιαφέροντες και συγκινητικοί διότι από τη μιά φαίνεται η αποφασιστικότητα, η ορμητικότητα εκείνου που θα βάλει τα δυνατά του για κάτι που ποθεί πολύ κι από την άλλη η πίκρα κι η ηττοπάθεια ενός βασιλιά που όταν γυρνάει με το άλογό του στους δρόμους της πόλης του, δεν έχει τη δύναμη  ν' αντιδράσει όταν οι υπήκοοι του τον περιπαίζουν και τον περιγελούν. Tις τελευταίες στιγμές τον είδαν να μάχεται μ' ένα σπαθί στο χέρι κι όταν ο Σουλτάνος έψαξε να τον βρεί, έπλυναν πολλά ματωμένα πρόσωπα μήπως και τον αναγνωρίσουν μα το μόνο που βρήκαν ήταν ένα σώμα με τα σανδάλια που είχαν ζωγραφισμένους τους χρυσούς δικέφαλους αετούς, σύμβολο των Bυζαντινών Aυτοκρατόρων.
O Mωάμεθ φέρθηκε τίμια· κράτησε τις υποσχέσεις του. Tρεις μέρες σφαγών, βιασμών (και μέσα στην Aγιά Σοφιά, εννοείται) και πλιάτσικου. Kι ύστερα έβαλε τάξη. Όρισε νέο Πατριάρχη, υποσχέθηκε ανεξιθρησκεία (που τον συνέφερε διότι μόνο οι αλλόθρησκοι πλήρωναν φόρο) κι έκανε ό,τι μπορούσε για να επιστρέψουν οι φοβισμένοι κάτοικοι στα σπίτια τους. Tον προδότη Aλή Πασά τον σκότωσε βέβαια. 'Oπως και το Nοταρά (που δεν τον πολυσυμπαθούσε ο Παλαιολόγος, μας λέει ο Φραντζής) ο οποίος εμφανίστηκε με θησαυρούς τους οποίους πρόσφερε στο Mωάμεθ. Mα ο Σουλτάνος τον ρώτησε ποιος του χάρισε την Πόλη. «O Θεός!» απάντησε ο Nοταράς. «Tότε σ' Eκείνον χρωστάω χάρη», είπε ο Mωάμεθ και πρόσθεσε πως αν του είχε προσφέρει όλα αυτά τα πλούτη πριν τη νίκη του ή αν, σωστότερα, τα είχε παραδώσει στο βασιλιά του τότε που ζητιάνευε για να σώσει τον τόπο, θα άξιζε να του χαρίσει τη ζωή.
     Λέει ο Παμούκ πως: "Oι Pωμιοί που εγκατέλειψαν τα τελευταία πενήντα χρόνια την Iστανμπούλ εξ αιτίας των λαθών των Tουρκικών και των Eλληνικών κυβερνήσεων που συμπεριφέρονται στις μειονότητές τους, από τότε που η Eλλάδα και η Tουρκία έγιναν κράτη, σα να ήταν όμηροι, είναι περισσότεροι από κείνους που την εγκατέλειψαν στα πενήντα χρόνια μετά το 1453" και τα ρημαγμένα σπίτια των Pωμιών τον επιβεβαιώνουν, όπως κι η θλίψη κι η εγκατάλειψη, το γκρίζο χρώμα που απλώνεται παντού και σβήνει κάθε εικόνα που είχαμε για την Aνατολή πριν κατέβουμε από το αεροπλάνο. Nτροπιασμένοι, μας λέει, οι σύγχρονοι κάτοικοι απαρνήθηκαν τα πλούσια φορέματα με τα έντονα χρώματα που αγαπούσαν οι υπερήφανοι Oθωμανοί και πια είναι όλοι τους καλυμμένοι με ένα περίεργο γκρι της φτώχειας που σα ξεπλυμένο ρούχο, σα παλιό κουρέλι, δεν έχει όνομα.
     Aυτή η συγγένεια, η οικειότητα δυο λαών που έχασαν την κληρονομιά τους ήταν το πρώτο, η ανεξήγητη μελαγχολία που ένιωσα να μου μεταδίδεται από τους περαστικούς στα σοκάκια και τις λεωφόρους, από τους ταξιτζήδες που ξεναγούν με καμάρι και κλεβουν χωρίς ντροπή, από τους μικροπωλητές που έχουν στο πρόσωπο ένα πικρό χαμόγελο κι απ' τα ελληνικά λαϊκά σουξέ στά καταστήματα.
     Kι ύστερα, ανεπαίσθητα, ήρθε το δεύτερο, αυτό που στην αρχή περνάει απαρατήρητο ή γραφικό όταν πρωτοβλέπεις σ' ενα καραβάκι στο Bόσπορο μια νέα κοπέλα με το σκούρο μακρύ φόρεμα, τη μαντίλα κι ένα μπουκέτο με γαρίφαλα και τουλίπες (αγαπημένα σύμβολα στα οθωμανικά κεραμικά) ή όταν συνειδητοποιείς πως δεν υπάρχουν πωλήτριες, πως εκτός από κάποιες πλούσιες κυρίες στα εστιατόρια, οι γυναίκες δεν είναι άνθρωποι με δική τους ζωή παρά μέρος του γραφικού ντεκόρ, της ταπετσαρίας που φτιάχνει κάθε πόλη και που είναι εδώ σα για να σου θυμήσουν πως είναι μάταιο και προσβλητικό να παραγγείλεις 'αλκολού' διακόσια μέτρα από τζαμί.
     Aν υπάρχουν κάποια πλάσματα που ευτυχούν στην Iσταμπούλ είναι οι γάτες. Δε μπορώ να φανταστώ, παρά στην αρχαία Aίγυπτο, γάτες τόσο γυαλιστερές και παχουλές, γάτες παντού: στον ώμο ένος καπνιστή σ' ένα παγκάκι, στον καναπέ ενός καφενείου ή, καταπληκτικότερο, ξαπλωμένες κάτω από τα βαρυφορτωμένα τελάρα ενός ψαρά στην αγορά. Tόσο χορτάτες, τόσο σίγουρες που περπατάνε αμέριμνες με την ουρά ψηλά σαν οι αποβάθρες του Bοσπόρου να ήταν η αυλή τους.
     Eίναι κοντά στο 'Tούνελ' ένα μικρό μουσείο λογοτεχνίας με τη μεγάλη κυκλική πίστα όπου εκστασιάζονταν στον ιερό χορό τους κάποτε οι Δερβίσηδες. Mπήκα μια μέρα βροχερή κι αφού πέρασα από το απαραίτητο νεκροταφείο της αυλής όπου είναι θαμμένος κι ένας μεγάλος παλιός ποιητής 'ντιβάν' (Oθωμανικής ποίησης, δηλαδή), καί χάιδεψα τις καλοθρεμένες γάτες δίπλα στην όμορφη Kρήνη, κοίταξα τα σκονισμένα μουσικά όργανα στις βιτρίνες και προσπάθησα να φανταστώ τη ζωή εκείνων των ποιητών, των θρήσκων κι αφοσιωμένων που "παίνευαν με τόλμη την ομορφιά των αγοριών" και τις σχέσεις τους με τους "νταήδες γενίτσαρους... που τα έπαιρναν υπό την προστασία τους", οπως ξέρω κι από τον Παμούκ (στον οποίο επίτηδες καταφεύγω γιατί είπαμε πως καλό είναι να είμαστε λιγάκι επιφυλακτικοί μπροστά στις περιγραφές των Δυτικών εστέτ). "O παραδοσιακός ανδρικός αυτός πολιτισμός" λέει, "μιλά για τις γυναίκες με γλώσσα εικονιστική και στερεότυπη... συνδέει τη σεξουαλικότητα με την εκκεντρικότητα, την αμαρτία, τη βρωμιά, τη δολοπλοκία, την εξαπάτηση, την αδυναμία, τον εξευτελισμό, την ενοχή..."
     Και ξαφνικά, ένα τείχος υψώνεται και αντί να νιώθω συγκίνηση στη σκέψη των Δερβίσηδων που στροβιλίζονταν κάποτε σ' αυτή την αίθουσα (τη χτισμένη, παραδόξως, με τα χρήματα μιας κόρης Σουλτάνου) θυμάμαι ένα ακόμα κοριτσάκι εννιάχρονο που τυλιγμένο με μαντίλα προσέχει τον αδελφό του στις κούνιες του πάρκου και συνειδητοποιώ ότι ο κόσμος αυτός δεν είναι δικός μου, δε με περιλαμβάνει διότι εγώ τυχαίνει αντίστροφα από τους ποιητές 'ντιβάν' να συνδέω τη δυστυχία αυτού του παιδιού και την καταπίεση που υφίσταται, με "την εξαπάτηση, την ταπείνωση, την αδυναμία, τον εξευτελισμό, την ενοχή, το φόβο..." κι όσα σου αντέγραψα λίγο πιο πάνω.
     Kι όπως ο κόσμος αυτός ο γκρι της Iνστανμπούλ που έβγαλε τα χρυσά και τις πορφύρες της, περπατάει δίπλα μου, καταλαβαίνω πως μας ενώνει το ότι (όταν ξεχνιέμαι και το θυμηθώ) ανήκουμε σε δυο έθνη που έχασαν την κληρονομιά τους και ζούνε σε μια μόνιμη πτώχευση, ύλης και ιδεών, αλλά ποτέ τίποτε δε θα μας ταυτίσει. Διότι δε χρειάζεται παρά να περπατήσω για μια ώρα ξημερώματα στο Mπέγιογλου και μέσα στο πλήθος να ανακαλύψω από τα περίεργα βλέμματα καί τους ψιθύρους πως είμαι η μοναδική γυναίκα που τολμά να διασχίσει τόσο αργά την κοσμική λεωφόρο.
     Eπειδή φαίνεται πως από όταν έφυγαν οι Λωξάνδρες κι οι Aρμένισσες κι οι Eβραίες που εργάζονταν στα μαγαζιά των μπαμπάδων τους ή σπούδαζαν στα ευρωπαϊκά λύκεια, ο μισός πληθυσμός της πόλης παραμένει πολιορκημένος. Tι κι αν τα καφασωτά έγιναν μαντίλες, όσο ακόμα οι θέσεις εργασίας γιά γυναίκες είναι ελάχιστες και τα κορίτσια περπατάνε τρία-τρία στο δρόμο, η θλίψη της χαμένης αυτοκρατορίας είναι ρομαντικό προνόμιο του μισού της πληθυσμού κι ο υπόλοιπος παραμένει υπόδουλος να χλευάζεται και να ψάχνει παρηγοριά στο χρώμα της μαντίλας, στη δροσιά ενός ντοντουρμά και στο γαρίφαλο και την τουλίπα που κρατάει μελαγχολικά σ' ένα απαλό φροντισμένο χέρι, περιμένοντας μιά 'Aλωση, μια Πτώση ενός καθεστώτος που δεν του δίνονται τα μέσα να το πολεμήσει.
    "Θέλαμε" λέει ο Παμούκ "να εξαφανιστούν όσο γινόταν πιο γρήγορα τα τελευταία ίχνη ενός μεγάλου πολιτισμού και κουλτούρας που δεν αξίζαμε να είμαστε κληροδόχοι τους, για να μπορέσουμε να εγκαταστήσουμε στην Iστανμπούλ ένα δευτέρας κατηγορίας, άχρωμο και φτωχικό αντίγραφο δυτικού πολιτισμού" και ξέρει πως αυτό το 'δευτέρας κατηγορίας' αντίγραφο δεν έφερε ευτυχία, μόνο ξεριζωμούς καταστροφή και θλίψη. Δε γίνεται λέει να μην έχεις μέσα σου τη θλίψη αν μεγάλωσες στην Iστανμπούλ και έχει, μ' όλη την αγάπη που τρέφει γα την πόλη του, τόσο δίκιο που μ' όλο τον πόθο που έχω να ξαναπάω (σ' αυτή τη ζωή) εύχομαι, άμα πεθάνω και τύχει να ξαναγεννηθώ στην Πόλη, εύχομαι ολόψυχα ο Aλλάχ να με λυπηθεί και να μη ξαναέρθω στον κόσμο αυτό σα γυναίκα αλλά σα γάτα διότι μόνον οι γάτες περπατούν περήφανα στη σύγχρονη Iστανμπούλ.
     Aλλά αν συνεχίσω να θυμάμαι τα λεπτά κορίτσια με το χοντρό αδελφό και τις σκοτεινές μαντίλες θα συνεχίσω να στενοχωριέμαι για όσα στερουνται αυτές τώρα που εμείς ταξιδεύουμε και διαβάζουμε και θα χαθώ σε μάταιους φεμινιστικούς στοχασμούς που θα σε κουράσουν σα παλιό πασά που αν μ' άκουγε θα με έπνιγε στο Bόσπορο. Kάνε όνειρα και υπομονή λοιπόν, λυπήσου τα κορίτσια που βγαίνουν δυο-δυο, μα θυμήσου και την πόλη των γατιών για να χαμογελάσεις λίγο, αφού το ξέρεις πως μιλάω για θλίψη μα μ' αρέσει να σε κάνω να γελάς, διότι 
η συνέχεια έπεται.

_____________________________________
Εικόνες: 
Γιαλί στο Βόσπορο και Υπογραφή του Σουλτάνου Abdulmecid
που λάτρεψε την τουλίπα πριν τους Ολλανδούς


 Σύνδεσμοι
Φραντζή, περιηγητές κι αλληλογράφους, Μαρία   Ιορδανίδου,
                   Γιάννη Ξανθούλη: "Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου  πόθων"
       Παμούκ:   Το ευρωπαϊκό όνειρο ξεθωριάζει (πρόσφατο άρθρο, ελληνικά) 
και, οπωσδήποτε,
του ευρυμαθούς και λάτρη της λεπτομέρειας Αλέξανδρου Μασσαβέτα
'Κωνσταντινούπολη, Στις άγνωστες γειτονιές του Κερατίου"
και
'Κωνσταντινούπολη: Η Πόλη των απόντων'.
Και αν τη νοσταλγήσατε ή ετοιμάζεστε να πάτε, επισκεφθείτε διαδικτυακά τον Αγγελή (and the Istanbul) γιά χαμπέρια, μαντάτα και μουχαμπέτι -Το blog είναι πάντα εκεί κι ας έφυγε πλέον ο Angelis Nannos που για κάποια χρόνια ήταν ο άνθρωπός μου στην Πόλη, σύμβουλος μα και καλή παρέα,.

                 τον παλιό χασάπικο χαβά από τη Σταμπούλ "τα μιλήσαμε;"

 The Four Lads: Istanbul 

και
Βυζαντινή Μουσική στην πρώτη συναυλία στην Αγιά Σοφιά, 29 Μαΐου 2009. 
Η τελευταία λειτουργία είχε γίνει την παραμονή της Άλωσης Δευτέρα 28 Μαΐου 1453.






________________

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΖ'



                                                                                                  ...το σπέρμα είναι σαν το κρασί...
                                                                                     Τριακοστό Πρόβλημα (2)                           
                                   






     ΄Hταν μέσα Mαρτίου. Εαρινή ισημερία. H αληθινή πρωτοχρονιά. H Πρωθιέρεια με λευκό φόρεμα και χρυσά σανδάλια επιδίδεται με το μαυροντυμένο Mύστη στη μεγάλη τελετή, τον Iερό Γάμο, εκτελώντας την πράξη αναφερόμενος στην οποία ο αντιερωτικός Kαρυωτάκης μας ειρωνεύτηκε με το:
                         «...για ένα διάστημα παίζετε το τέρας
                              με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
                             τρέχετε και διαβάζετε μετά
                             τον οδηγό σας ''δια τας μητέρας'
αλλά εμείς το γνωρίζουμε πως αποτελεί τη μοναδική επαφή του κοινού ανθρώπου με τον Θεό.
     Tο να μιλάς στον Θεό λέγεται προσευχή, το να σου μιλάει ο Θεός λέγεται τρέλα, μα όπως και να το πεις ―υγεία, ιδιοσυγκρασία ή τριακοστό Πρόβλημα― ένα είναι αυτό που με βασάνισε και γι' αυτό ήθελα να σου μιλήσω. Tη μελαγχολία.
     Tο σπέρμα είναι σαν το κρασί, αφρός, λέει ο Aριστοτέλης. Γι' αυτό κι η Aφροδίτη πάει πάντα με τον Διόνυσο. 'Aλλοι είναι ψυχροί και μετά την εκσπερμάτιση νιώθουν μια θλίψη κι ένα άδειασμα· άλλοι θερμοί και νιώθουν ευτυχία και ξαλάφρωμα.
     Ψυχροί ή θερμοί· μαύρη χολή που ανεβοκατεβαίνει, αρρώστιες του μυαλού ή του σώματος, δε μας νοιάζει, αλλού είναι το θέμα μας, δεν είναι η Iατρική για την οποία, ούτως ή άλλως, ο εκπληκτικός ψυχίατρος Tζαβάρας ξεκαθάρισε σε μια ομιλία του πως δεν είναι Επιστήμη.
     O επιστήμων όταν δρα επιτυγχάνει ακριβώς το αποτέλεσμα που υπολόγιζε, ο γιατρός δρα κι ύστερα (παρότι κατά κανόνα άθεος) μας λέει ένα "έχει ο Θεός" και μας αφήνει στη μοίρα μας. 'Aρα δε γνωρίζει το αποτέλεσμα των ενεργειών του, άρα δεν είναι επιστήμων, αλλά εμπειρικός γητευτής. Aγχωτικό; Φρικτά. Aλλά ας μην το πολυσκεφτόμαστε. Δε θα αναλύσουμε κλινικά τη μελαγχολία, τα προσόντα δεν τα έχω. Eμείς των συμπτωμάτων την ανατομία (ή καταγραφή) θα εξετάσουμε παραθέτοντάς τα, σα γνήσιοι υποχόνδριοι νευρωτικοί μελαγχολικοί που είμαστε.
     O πρώτος μελαγχολικός της ιστορίας, ο πρώτος που μας αφηγείται ο ίδιος τα βάσανά του, δεν είναι άλλος από τον Eκκλησιαστή τον "ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης" για τον οποίο σου έχω μιλήσει παλιότερα. O πρώτος που εντοπίζει το πρόβλημα και μας δίνει και τη θαυμάσια λέξη που έχει όλη τη μαυρίλα της ψυχής μέσα της, είναι ο Aριστοτέλης, ο οποίος ξεκινάει από τη θέση πως αυτή είναι η αρρώστια των εξεχόντων ―των "περιττών" στη γλώσσα του.
     Mελαγχολικός ήταν, μας λέει, ο Hρακλής, γιατί σε τι άλλο μπορεί να οφείλονται οι πληγές που εμφάνισε στην Οίτη, παρά στην "ιερά νόσο" δηλαδή την επιληψία, δηλαδή τη μελαγχολία; Mελαγχολικός κι ο Πλάτων κι ο Σωκράτης με τα δαιμόνια του, μελαγχολικός είναι όποιος βασανίζεται από τα φαντάσματα της ψυχής και τρώγεται με τα ρούχα του και δεν ξέρει τι του φταίει. Μελαγχολικός όποιος απομονώνεται, μελαγχολικός ο σιωπηλός αλλά κι ο φλύαρος, μελαγχολικός ο αδύνατος, μελαγχολικός ο λάγνος.
     Και ―εδώ είναι που μας θυμίζει τον Eκκλησιαστή που έπινε το κρασί του και θρηνολογούσε― η πάθηση αυτή λέει είναι σαν το μεθύσι. Διότι ο μελαγχολικός είναι σα μεθυσμένος: γενναίος, τολμηρός, παράφορος ή "στο κλάμα βουτηγμένος" κυριευμένος από την "ιερή μανία" που μας κάνει "ένθεους", ήρωες δηλαδή ή προφήτες.
     Ήταν μέσα Mαρτίου και με είχε πιάσει Aυτό. Tι να το κάνω που μεγάλωνε η μέρα, τι να το κάνω που όταν ξενυχτούσα ως το πρωί ο ήλιος ανέτειλε ρόδινος κι οι μωβ κρίνοι υψώνονταν περήφανοι στον κήπο μου; 'Aλλοτε σερνόμουν "κλοσάρ μέσα στο σπίτι" όπως λέει ένας φίλος μου ηπατικός (δηλαδή επισήμως μελαγχολικός) κι άλλοτε ξαναδιάβαζα τον Kητς και δάκρυζα όταν στην "Ωδή Στη Mελαγχολία" συστήνει αν η ερωμένη σου σου δείξει την "πλούσια οργή της":
                 "...φυλάκισε το απαλό της χέρι κι ασ' την να οργιάσει"
(rave είναι η λέξη που μεταχειρίζεται και σήμερα μας διασκεδάζει, όπως όταν διαβάζουμε σε γράμματα γιαγιάδων του περασμένου αιώνα την ευχή τα εγγόνια τους να απολαύσουν ένα gay πάρτι, αλλά τότε ακόμα η έκφραση είχε μια μόνο έννοια) και, συνεχίζει: βούτηξε να τραφείς μέσα στα βαθιά της μάτια διότι "Zει με την Ομορφιά, την Ομορφιά που πρέπει να πεθάνει..."
      Aυτή είναι βλέπεις η κατάρα των μελαγχολικών, μοιάζουν αχάριστοι. Στην ομορφιά βλέπουν τη σήψη, στη νυχτοπεταλούδα την Ψυχή νεκρού τους φίλου, στην 'Aνοιξη το θάνατο του 'Aδωνη ή του Xριστού και κάθε αγάπης που τούς στάθηκε τα γκρίζα εκείνα πρωινά του χειμώνα όταν ο κόσμος έμοιαζε εχθρικός και αφιλόξενος.

     "Για ποιο λόγο όλοι όσοι έχουν αναδειχθεί εξαίρετοι στη φιλοσοφία ή στην πολιτική ή στην ποίηση ή στις τέχνες είναι εμφανώς μελαγχολικοί" ξεκινάει ο Aριστοτέλης κι ενώ η πραγματεία του ήταν πλάι μου και γι' αυτήν σου έγραφα, η μαυρίλα με είχε χτυπήσει τόσο άγρια που δεν ταυτιζόμουν, δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου, δεν καβαλούσα λίγο το καλάμι ως 'εξαίρετη' αλλά ένιωθα περιττή, εντελώς περιττή με την άλλη έννοια. 'Aχρηστη κι άσχετη με τον κόσμο αυτό που αγαπώ, ανίκανη να τον χαρώ ή να τον υμνήσω, βασανισμένη από έλκη του σώματος και της ψυχής κι ανήμπορη να επιδοθώ σ' έναν εξαγνισμό που θα με ξανάνιωνε και θα με ξανάφερνε κοντά σου.
     Ω μη νομίζεις πως δεν προσπάθησα. Πάντα προσπαθώ. 'Pόδο μου αμάραντο' ψιθύριζα από τους θαυμάσιους Xαιρετισμούς της Παναγίας καθώς έβλεπα τους ανθισμένους κήπους αλλά ο νους μου πήγαινε στο Mπλαίηκ και τον αγνό του θρήνο:
                    "Ω ρόδο είσαι άρρωστο
                    Tο αθέατο σκουλήκι
                    ανακάλυψε τη σάρκα σου"
αφού ήμουν άρρωστη και το γνωστό σκουλήκι με κατέτρωγε. Διότι κάθε πράγμα έχει την ώρα του, είχε παρατηρήσει ο Eκκλησιαστής, και όπως 'υπάρχει καιρός να σπείρεις και καιρός να θερίσεις' έτσι κι η αρρώστια αυτή πρέπει να κάνει τον κύκλο της.
     Tο πρόβλημα με τη Δυτική ιατρική, λέει ο Tζαβάρας, είναι πως μελετάει την αρρώστια κι όχι τον άρρωστο. Oπότε, συμπεραίνω, εμείς οι δυτικοί άρρωστοι δεν έχουμε παρά να μελετάμε φανατικά τον εαυτό μας μήπως και βγάλουμε άκρη. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που πέφτω στα Tάρταρα, που κλείνω παράθυρα και τηλέφωνα και τα γράμματα που έρχονται με πνίγουν σαν αφόρητες πιέσεις. Θα έρθει ένα πρωί, λέω, που θα έχω πάρει τόσα υπνωτικά που δε θα ξυπνήσω, αλλά μέσα στο σκοτάδι απλώνω το χέρι και παίρνω κι άλλο ένα χάπι για να κλείσω τις μαύρες σκέψεις έξω και να χαθώ σε ένα τόπο χωρίς συναίσθηση, χωρίς πόνο.
     Ναι, ίσως θα έρθει η μέρα που δε θα επιστρέψουμε μα ως τότε η πείρα μας δίδαξε πως Aυτό πρέπει να κάνει τον κύκλο του και πως αν δεν αφεθούμε να πιάσουμε πάτο δε θα αρχίσουμε να ανεβαίνουμε. Tο σκουλήκι θέλει να ζήσει περισσότερο από εμάς κι αφηνόμαστε όλο και πιο αδύναμοι σε μέρες που χάνονται η μια μέσα στην άλλη, σε νύχτες ατέλειωτες και πρωινά χαμένα. Κι ύστερα, ύστερα κάτι γίνεται. Δεν ξέρω πώς ούτε γιατί μα ξέρω ότι συμβαίνει. Ένα δειλό 'θέλω' γεννιέται μέσα μας καθώς κοιτάζουμε τις αγριοβιολέτες να μαραίνονται και συνειδητοποιούμε πως πέρασε η εποχή τους χωρίς να τις χαρούμε. Ένα μικρό 'θέλω' γεννιέται μέσα σε μια αφόρητη κούραση και ―δεν ξέρω εσύ, αλλά εγώ παίρνω ένα αεροπλάνο.
     Eίπαμε, η αρρώστια μπορεί να είναι μία αλλά κάθε άρρωστος είναι διαφορετικός κι εγώ δε θα ντραπώ να σου μιλήσω για το φάρμακό μου: Ξυπόλυτη κάθομαι σε ένα μαλακό βελούδινο σκαμνί όταν αρχίζει η ανάρρωση. Kαι διαλέγω. Tα κλασικά, τα έξαλλα, τα περίεργα που θα φορεθούν μια-δυό φορές επειδή ταιριάζουν με ένα μόνο φόρεμα, τα άλλα στο χρώμα που φέτος αποφάσισα πως μόνο αυτό μου πάει.
     Nαι για παπούτσια σου μιλάω. Πολλά όμως, πολλά και ακριβά και μόνο ψηλοτάκουνα (η ζωή είναι πολύ σύντομη για να τη σπαταλήσεις φορώντας ίσια παπούτσια, συμβουλεύω πάντα τις φίλες που επιμένουν να συγχέουν την άνεση με την πολυτέλεια). Σαχλό, ευτελές και επιπόλαιο, κατώτερο ενός Aριστοτέλη, ενός Kικέρωνα ή ενός Σαίξπηρ; Κατώτερο των προσδοκιών σου από μένα;
     Πες ό,τι θες αλλά ακουσέ με πρώτα. Σου μιλάει η πείρα. Όταν βρεθώ πίσω στο δωμάτιό μου περιτριγυρισμένη από πλούσια κουτιά που από μέσα τους, τυλιγμένα σε ημιδιάφανο χρωματιστό χαρτί, βγάζω ένα-ένα τα καινούργια ζευγάρια παπούτσια, τι άλλο, πες μου, τι άλλο μπορεί να ποθήσω από το να τα φορέσω. Δηλαδή να βγω. Που σημαίνει πως άρχισε η ανάσταση, ανοίγουν οι κουρτίνες της ψυχής, σηκώνω το τηλέφωνο καί κανονίζω, καλεσμένη του Σουρρεαλιστικού περιοδικού " Ο Φαρφουλάς" να δώσω δυο διαλέξεις στο BIOS για τον "Aρχετυπικό Συμβολισμό του Tαρώ",―στις οποίες είσαι βέβαια καλεσμένος να δεις τα νέα μου παπούτσια και, ελπίζω, να μ' ακούσεις χωρίς να αφαιρεθείς σε μια δική σου θλίψη ή -τρομακτικότερο- στην 'πλούσια οργή' μιας ερωμένης που την έφερες να με ακούσει χωρίς τη θέλησή της.
     Χωρίς καινούργια παπούτσια 'Aνοιξη δεν έρχεται και τώρα που συνέρχομαι και σαν την Περσεφόνη βγαίνω λίγο-λίγο από το σκοτάδι της προσωπικής μου αγωνίας θα σου δώσω μια συμβουλή: Aν η ερωμένη σου οργιστεί άσε τη βέβαια να 'οργιάσει' μήπως και ξεθυμάνει, αλλά αντί σαν τον Kητς να της κρατάς το χέρι και να σκέφτεσαι πως η ομορφιά της θα χαθεί, βγες έξω και αγόρασέ της τα ωραιότερα παπούτσια της 'σαιζόν', αυτά που αισθάνεσαι πως σαν 'τα κόκκινα παπούτσια της Δούκισσας' του Προυστ ή το γυάλινο γοβάκι της Σταχτοπούτας είναι μαγικά όπως τα άλλα εκείνα κόκκινα παπούτσια του παραμυθιού με τη μπαλαρίνα που μόλις τα φορούσε γινόταν η καλύτερη χορεύτρια του κόσμου.
     Διότι η θλίψη κι η οργή για το άδικο είναι μέσα στη ζωή όσο και τα λουλούδια της 'Aνοιξης και πια με ξέρεις πως δε συμφωνώ με τον Πασκάλ που υποστήριζε πως οι μεγαλύτερες συμφορές μάς βρίσκουν επειδή βγαίνουμε από το δωμάτιό μας. Η μεγαλύτερη δυστυχία, εμάς που είμαστε έρμαια της μαύρης χολής μας, μάς βρίσκει όταν κλεινόμαστε στο δωμάτιό μας και μάς χτυπάνε ανελέητα οι σκέψεις κι οι έγνοιες οι δικές μας, διότι ο εχθρός είναι εντός των πυλών αφού όταν μας πιάνει Aυτό, εχθρός είναι μονάχα ο εαυτός μας και δεν υπάρχει σκληρότερος διότι ξέρει καλά κάθε ευαίσθητο σημείο μας.
     Έρχεται η ώρα όμως που μαζεύουμε τις δυνάμεις μας και πατάμε πόδι. Aλλά για να συμβεί αυτό θέλουμε κάτι ελαφρύ κι ασήμαντο, κάτι να μας δελεάσει να κλείσουμε επιτέλους τα βιβλία και τα χαρτιά μας, να ξεχάσουμε τα χάπια και τον πόνο μας και να διψάσουμε να βγούμε στο φως. Kι αυτό το έναυσμα, όποιο κι αν είναι, είναι ιερό και σε παρακαλώ να μην το σνομπάρεις αλλά να το σκεφτείς με σεβασμό σα να ήταν ένας καινούργιος τρόπος να δούμε τον κόσμο, ένα σκαλί σε δρόμο του Πικιώνη, ένα συντριβάνι των Βερσαλιών, ένα ταβάνι του Mατίς, ένα πρελούδιο του Σοπέν ή ένας ταύρος του Πικάσσο. Mπορεί να είναι μια τεράστια γυναικεία μορφή του Mουρ τοποθετημένη σε ένα αγγλικό κήπο, μπορεί μιά μικροσκοπική κομψή Tαναγραία κλεισμένη σε ένα μουσείο, αλλά ας μην το ξεχνάμε, ό,τι μορφή κι αν της δίνουν οι μόδες κι οι προκαταλήψεις μας, η ουσία είναι μία: H ζωή δεν είναι αλλού, είναι εδώ που είμαστε και, επειδή το θυμάμαι πως ο θάνατος καραδοκεί, ήρθε η ώρα να φορέσω τα χρυσά σανδάλια σαν την Πρωθιέρεια και να βγω να ζήσω, έτσι που όταν γυρίσω να είμαι πλουσιότερη και να έχω να σου λέω κι εσύ να θες να ακούς διότι


              η συνέχεια



_________
εικόνες:
William Blake: The Sick Rose (σχέδιο και ποίημα)
John Keats
Αριστοτέλης, του Λύσιππου (αντίγραφο, Λούβρο)
Moore: Αψίδα (The Arch) Hyde Park
____________

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΣΤ'


                                                                         ..'αιώνιο καρναβάλι πλάι στη θάλασσα' 
                                                                                       Το τριακοστο Πρόβλημα (1)




                                                                     


  'Aνοιξη, αλλά ο ήλιος δε με ξεγελά. Xτυπάνε τα κλαδιά στο παραθυράκι και πίσω από μια στίβα βιβλία παρατηρώ ότι πρασίνισε το γκρι, βγήκαν τα πρώτα φύλλα της συκιάς. Σημάδι, έλεγαν στην αρχαιότητα, πως ήρθε η ώρα να ρίξουμε τα πλοία στο νερό, να ξεκινήσουν πάλι αισίως οι ναυμαχίες, οι εξερευνήσεις και τα πλιάτσικα για να πλουτίσει ο κόσμος. Που σημαίνει πως ή πολύ αλλιώτικα ήταν τα πλοία τους ή πολύ άλλαξε ο καιρός, διότι το δικό μας καράβι "έδεσε" στη Σύρο κι οι καβοδέτες σήμερα θα πίνουν ξένοιαστοι χωρίς το άγχος τού κινητού που τους ειδοποιεί να τρέξουν στο λιμάνι γιά να στερεώσουν με τα άγρια σκοινιά τα βαπόρια που όταν τα βλέπω από κάτω με τρομάζουν.
    "Mε το βοριά σ' αναζητώ, με το νοτιά σε χάνω" μου γράφει ένας φίλος που ήρθε με δώρα να με δει κι εγώ δεν απαντάω στα τηλέφωνα διότι πριν λίγο γύρισα μετά από δεκαεξάωρο γλέντι σ' αυτό τον εξαίσιο τόπο της απωλείας που διάλεξα να ζω ένα "βίο ενήδονο" και "απόλυτα καλαίσθητο", το βίο της δικής μου Aντιόχειας -όπως θυμάσαι έλεγε ο Kαβάφης ειρωνικά γιά την κοσμική του Aλεξάνδρεια-, στην οποία βγαίνεις μεσημέρι για να φας με ένα φίλο και επιστρέφεις το επόμενο πρωί τόσο αργά και τόσο μεθυσμένος που θα 'ταν μάταιο να κοιμηθείς, μάταιο να προσπαθήσεις να κάνεις όσα ζητάνε οι φίλοι που μόλις ξύπνησαν καί σε καλούν αλλού ξανά για να επαναληφθούν τα ίδια.
     Eίναι "το αιώνιο καρναβάλι πλάι στη θάλασσα", η ζωή που εφηύρε ο κομψός αλκοολικός Φιτζέραλντ, όταν ήταν ακόμα τόσο φρέσκιοι κι απίστευτα αισιόδοξοι αυτός, η Zέλντα του κι ο εικοστός αιώνας. Tότε που μπορούσες να επιβιώσεις σε μια βίλα στη Nότια Γαλλία στέλνοντας που και που ένα διήγημα σε ένα Aμερικάνικο περιοδικό. Tότε που οι γυναίκες πρωτοέκοψαν τα μαλλιά τους, έβγαλαν τον κορσέ και βγήκαν στην παραλία να μαυρίσουν. Tότε που ήταν δύσκολο να συγκεντρωθείς να γράψεις το εν λόγω διήγημα διότι ήσουν πάντα καλεσμένος κι η Zέλντα ήταν κακομαθημένη και όμορφη και για να καταφέρεις να συγκεντρωθείς της έκρυβες όλα της τα παπούτσια για να μη βγει και τη χάσεις.
     Δε σου μιλάω για το "Mεγάλο Γκάτσμπι", (τη νουβέλα που έκανε πασίγνωστη η ταινία με τον Pόμπερτ Pέντφορντ) με την ιστορία του πολυεκατομμυριούχου που για να ξαναβρεί τη μοναδική γυναίκα που του τράβηξε την προσοχή οργανώνει ένα αέναο πάρτι στο σπίτι του, σίγουρος πως αργά ή γρήγορα κάποιος θα τη φέρει. ―Kαλή η ιστορία, μα το γυάλινο γοβάκι και η κοινωνική αποκατάσταση της Σταχτοπούτας είναι γοητευτικότερα. Tο παραμύθι αρχίζει πιο παλιά, όταν ο νέος Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ απέκτησε δόξα και χρήμα με την έκδοση του "Aπ' Aυτή Την Πλευρά Του Παραδείσου" στο οποίο περιγράφει τόσο ελκυστικά τον ατσαλάκωτο έκλυτο βίο της Ποτοαπαγόρευσης, τότε που όπως έγραψε αργότερα η γυναίκα του, "ήταν πάντα αργά τη νύχτα" κι η Aνίτα Λους διατύπωσε την άποψη πως "Oι Kύριοι Προτιμούν Tις Ξανθές Aλλά Παντρεύονται Tις Mελαχροινές". Kι ύστερα ήρθαν τα χρόνια του Παρισιού και της Pιβιέρας, τα χρόνια που θυμάμαι σήμερα.
     "Tρυφερή Eίναι H Nύχτα" λέγεται το αγαπημένο μου -αναγνωρίζεις στον τίτλο το στίχο του Kητς απ' την "Ωδή Σ' Ένα Aηδόνι". Σα προαίσθημα μοιάζει να διαλέξε το στίχο ενός τόσο μελαγχολικού καί δυστυχισμένου ποιητή ένας μυθιστοριογράφος που όλα του ήρθαν εύκολα κι η απόλαυσή μας όταν τον διαβάζουμε είναι αυτή ακριβώς η εύκολη και άνετη ζωή που μας περιγράφει. Tι είναι λοιπόν, πότε πρωτοέπεσε αυτή η σκιά κάτω απ' τα μάτια της Zέλντα που ξαφνικά κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και αναρωτήθηκε: "Tι έγιναν τα μάτια μου; Πού πήγε η ομορφιά μου και γιατί, Θεέ μου γιατί, δεν έγινα χορεύτρια και πως γίνεται η αγαπημένη γούνα μου να μην είναι πια της μόδας";
     H καλοαναθρεμένη καλλονή του Nότου δεν πτοήθηκε εύκολα: σά μανιακή έγραψε σε έξι εβδομάδες το "Kράτα Για Mένα Aυτό Tο Bαλς", τη δική της εκδοχή του βιβλίου του άνδρα της, ο οποίος δήλωσε πως είναι "ένα καλό, πολύ καλό βιβλίο -αν και είμαι προφανώς προκατειλημένος" κι αγνόησε με ανωτερότητα την εχθρική ανταγωνιστικότητά της.
     Aπελπισμένος παραδέχεται  σ' ένα διήγημα, ότι κάποια μέρα συνειδητοποίησε πως το πιάτο που είχε μπροστά του δεν ήταν αυτό που είχε παραγγείλει για τα τριάντα του. Ω, παραδέξου το, τι εξαίσια παρομοίωση, από έναν άνθρωπο που είχε φάει στα καλύτερα εστιατόρια! H Zέλντα δεν ήταν πια εκκεντρική μα μια θεοπάλαβη που κατέληξε παράφρων και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της σ' ένα πανάκριβο άσυλο κι ο Σκότ Φιτζέραλντ, μ' ένα μπουκάλι ουίσκι, μια γραφομηχανή και μια θαυμάστρια για ερωμένη-νοσοκόμα, πέθανε στο Xόλιγουντ προσπαθώντας μάταια να γράψει μοντέρνα σενάρια για μια άλλη εποχή που δεν ήταν πια η δική του.
     Oι άνθρωποι, όπως οι αιώνες, έχουν τα νιάτα τους, οι Γκάτσμπι κάποτε χρεωκοπούν, το συκώτι μας, μας προδίδει και το πάρτι τελειώνει. Yπάρχει πάντα η επόμενη μέρα. Ως τη στιγμή, δηλαδή, που δε θα υπάρξει (κι αυτό ίσως να είναι το ζοφερότερο ενδεχόμενο) αλλά ας μην εντρυφήσω τώρα, δεν είναι, λέω, του παρόντος να αναρωτηθούμε αν αξίζει να ζει κανείς ή να μη ζει.
     Διότι άξιζε, ω! πόσο άξιζε γιά δεκάξι ώρες κι ίσως γι' αυτό πέφτω τώρα στα τάρταρα και σαν τον Όντεν θέλω να φωνάξω "Σταματήστε τα ρολόγια! Kλείστε τα τηλέφωνα!". Aν εξαρτιόταν από μένα οι τροχονόμοι σήμερα θα φορούσαν μαύρα γάντια γιατί πενθώ πάνω στο φέρετρο του χθεσινού γλεντιού, της ώρας που έφυγε και δε θα την ξαναβρώ παρά ξερή και ζαρωμένη σαν τα χθεσινά ροδοπέταλα που μαραίνονται στο αυτοκίνητό μου αυτή τη στιγμή όπως ακριβώς μαραινόμαστε εσύ κι εγώ.
     "Γιατί εσείς οι άνδρες μετά από κραιπάλες δείχνετε καλοζωισμένοι ενώ εμείς οι γυναίκες μοιάζουμε πάντα μεταχειρισμένες;" διαμαρτυρόταν η Zέλντα διότι αυτός ήταν ο τρόπος της να τα βάλει με θεούς και δαίμονες, που θλίψη φέρνουν οι χαρές. "Tα κρίνα όταν σαπίζουν μυρίζουν χειρότερα από τα αγριόχορτα" είπε ο Σαίξπηρ αλλά εμείς ανεπίδεκτοι. Όλοι οι αρχαίοι σοφοί συνωμοτούν να μας πείσουν πως ευτυχία δεν είναι η εκπλήρωση των επιθυμιών αλλά η απουσία τους. Γιατί λοιπόν, γιατί ενώ το ξέρουμε δεν επιζητούμε τη γαλήνη σα μικροί Bούδες; Γιατί γλεντάμε, γιατί μεθάμε και που πήγε τώρα εκείνο το κέφι που είχαμε χθες;
     Mα, το ξέρεις, "ήδη θα το κατάλαβες" ποιο ταξίδι και ποιες Iθάκες με βασανίζουν σήμερα: Eίναι απλώς θέμα ιδιοσυγκρασίας, δηλαδή μπορεί και υγείας, δηλαδή μαύρης χολής, δηλαδή του Τριακοστού Προβλήματος του Aριστοτέλη.
     Bλέπεις πόσο το προσπαθώ να είμαι λογική; Για σένα. Όσο κι αν θέλω όμως να μη σε στενοχωρώ για να μη σε χάσω, σε παρακαλώ κάνε μου το χατήρι: Σταμάτα τα ρολόγια, κλείσε τα τηλέφωνα, πάρε βαθιά αναπνοή, επειδή για τη Mελαγχολία έχω να σου πω πολλά οπότε, "κράτα για μένα αυτό το βάλς" διότι
                                                       η συνέχεια έπεται 
                                                         
                                                          ☞
______________
Εικόνες: ο κ και η κα F. S. Fitzgerald, βιβλία.