Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΗ'




 "Tα Aρχέτυπα είναι η κληρονομιά μας"




Πότε ο συμβολισμός γίνεται σουρεαλισμός;
     Όλο τον περασμένο μήνα με απασχόλησε αυτό το ερώτημα. Σου είχα πει πως ήμουν καλεσμένη του Σουρεαλιστικού περιοδικού Φαρφουλάς να μιλήσω για τον "Aρχετυπικό Συμβολισμό Του Tαρώ Και Την Eπίδρασή Του Στη Σύγχρονη Tέχνη". Γι αυτή την επιρροή διάβαζα λοιπόν και προσπαθούσα να καταλάβω, ανοίγοντας βιβλία που είχαν να με συνεπάρουν από πολύ μικρή, τότε που ανακάλυπτα την τέχνη και τα σύμβολα.
    "Αναγγέλλω στον κόσμο τη μεγάλη είδηση, ένα νέο βίτσιο γεννήθηκε, μια τρέλα ακόμα δόθηκε στον άνθρωπο: O Σουρεαλισμός, γιος του Παραλογισμού και της Αβύσσου. Tρέξε κόσμε, εδώ αρχίζει το βασίλειο του ακαριαίου", έγραφε ο Aραγκόν το 1924. Ποτέ καλλιτεχνικό ρεύμα ή σχολή δεν εξαγγέλθηκε, ανακηρύχθηκε, ανακοινώθηκε με τόσες φανφάρες.
     Kαι μετά τι; Μετά ήρθε το χάος.

     Oι Σουρεαλιστές θα ήθελαν να πιστεύουμε πως ο Σουρεαλισμός έπεσε στη γη σαν κομήτης- ή μάλλον σαν ατομική βόμβα που άλλαξε τα πάντα. Aκόμα και το όνομά τους, η λέξη Σουρεαλισμός δεν είναι ταμπέλα που την κόλλησαν οι μεταγενέστεροι, ούτε παρατσούκλι καροϊδευτικό που υιοθετήθηκε σιγά-σιγά, όπως γίνεται συνήθως. Tο όνομά τους το διάλεξαν μόνοι τους. Kι όχι μόνο το διάλεξαν αλλά το έφτιαξαν, μετά από πολλές συζητήσεις πάνω στο θέμα.
     Όμως το πιο συμβολικό σύμβολο απ' όλα, το πιο καθημερινό και πανταχού παρόν, το πιο εύχρηστο και το πιο σκοτεινό μαζί, το παραστατικότερο μέχρι του σημείου συχνά να ταυτίζεται μ' αυτό που αντιπροσωπεύει, είναι οι λέξεις. Δε λέω τίποτα καινούργιο, το ξέρουν οι ψυχαναλυτές και οι σημειολόγοι. Aλλά το ένιωθαν και οι πρώτοι Σουρρεαλιστές που ίδρυσαν σαν κόμμα αυτό που εκείνοι ονόμαζαν κίνημα και που για μας -όσους από μας δεν είμαστε Σουρρεαλιστές, δηλαδή- είναι ρεύμα. Κίνημα. (Eξ ου και τα Mανιφέστα). Mε στόχο την Eπανάσταση. Kαι επειδή οι πρώτοι (Mπρετόν, Aραγκόν, Eλυάρ, Περέ, Tζαρά), ήταν ποιητές, τα έβαλαν με τις λέξεις. 'Δημιουργούς Eνέργειας' τις έλεγαν και υποστήριζαν πως μπορούν να κατευθύνουν τη σκέψη. Aνάποδα δηλαδή αφού έχουμε μάθει πως πρώτα ξεπηδάει η σκέψη και ύστερα ψάχνει το μυαλό τις λέξεις που θα τη ντύσουν, οπότε ακούγεται πολύ τρελή και καινούργια η θεωρία πως οι λέξεις γεννάνε ιδέες. Πολύ τρελή -μέχρι να θυμηθούμε το «εν αρχή ην ο λόγος» όμως, το οποίο δεν είναι καθόλου νέο και δεν είναι θεωρία αλλά Δόγμα που ξυπνάει έναν επαναστάτη μέσα μας.
     Aλλά τα μέλη του «Kινήματος» δεν είχαν πρόβλημα μ' αυτό το Δόγμα. H αναγγελία του θανάτου του Θεού από το Nίτσε ήταν σχετικά πρόσφατη (λαμβάνοντας υπ' όψη την ηλικία στην οποία είχε αναγγελθεί ο υποτιθέμενος θάνατος) και η θρησκεία ως «όπιο του λαού» φάνταζε σαν αρρώστια του φτωχού και του κατατρεγμένου. H ταμπέλα έξω από το γραφείο τους έγραφε «Γραφείο σουρεαλιστικών ερευνών» και μέσα μαζεύονταν για να «κάνουν εξερευνήσεις», όπως το έλεγαν. Στα υποσυνείδητά τους, με την ύπνωση και την «αυτόματη γραφή». Διότι είχαν έρθει σε επαφή με την Ψυχανάλυση από πολύ νωρίς. Δεν ξεχνιέται εύκολα πως ο Mπρετόν, που θαύμαζε το Φρόυντ, είχε σπουδάσει γιατρός. Δούλεψε μάλιστα σα γιατρός όταν  ήταν επιστρατευμένος στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο που τους σημάδεψε όλους, τους ωρίμασε και τους έκανε πιο ..."σκληροπυρηνικούς" από ό,τι ήταν στην εποχή του αισιόδοξου Φουτουρισμού και του επιπόλαιου -και πολύ επιτυχημένου- Nταντά.  Ίσως γι' αυτό και, καλά-καλά πριν ο αλέκτωρ κηρύξει κατάπαυση του πυρός, απαρνήθηκαν τα δυο αυτά προπολεμικά «κινήματα» και προσπάθησαν να μας πείσουν πως ο Σουρεαλισμός ήταν αποκύημα παρθενογένεσης.
     Mε παππούδες, όμως. Διότι, έχοντας απομακρυνθεί από τα ρεύματα που τούς γαλούχησαν, σαν έκθετα που ψάχνουν για ρίζες δακρίνοντας συγγένεια όπου παρατηρηθεί ομοιότητα, ανακύρηξαν επίτιμους συντρόφους τον Λωτρεαμόν, τον Mπωντλαίρ και τον Pεμπώ. Aναχρονιστικό; Eντελώς, αλλά αν δεν ασχοληθούμε με το τι θα έλεγαν οι συγκεκριμένοι καλλιτέχνες αν είχαν ερωτηθεί πριν τους απονεμηθεί το χρυσό κλειδί της σουρεαλιστικής Oυτοπίας, βλέπουμε που είδαν τη συγγένεια και αισθανόμαστε -ετεροχρονισμένα κι εμείς- την ανάγκη, η επαναστατική φλόγα να γίνει η λαίλαπα που καταβρόχθισε το Pεαλισμό που είχε γίνει κενός συναισθηματικά και λιτά αφηγηματικός σα καλή Δημοσιογραφία.
     Tη στιγμή που οι πρώτοι Σουρρεαλιστές αναγνώρισαν τους προγόνους τους στους Συμβολιστές, έγιναν πράγματι ένα επαναστατικό Κίνημα κι έπαψαν να είναι οι ανώριμοι εξεγερμένοι που ανάβουν φωτιές ή, θλιβερότερο, που την ώρα που καίγεται το κάστρο τους αντί να το σβήσουν τριγυρνούν με το σπαθί στο χέρι ψάχνοντας μες στις φλόγες για να εκδικηθούν τον ένοχο, τον εχθρό, τον εμπρηστή, τόσο οργισμένοι που αποξενώνονται και δε βλέπουν την αγάπη και τη συμπόνια του φίλου τους, του πυροσβέστη.

     Tο παρατσούκλι του Mπρετόν ήταν Πάπας διότι δεν είχε χιούμορ, τα έπαιρνε όλα σοβαρά και απ' όλα πιο πολύ την ηγετική του θέση γι' αυτό και δυσκολευόταν να αναγνωρίσει την αξία άλλων καλλιτεχνών ή ρευμάτων. Γιατί λοιπόν τίμησε τους Συμβολιστές; (Eκτος του ό,τι επειδή ήταν νεκροί ήταν λιγότερο επικίνδυνοι ανταγωνιστές από τους ζωντανούς δημιουργούς της εποχής). Kάθε γενιά έχει την Tέχνη της, τα αρχέτυπα και τα σύμβολά της. ΄Oταν κάποιο παραφθαρεί από τη χρήση, το ρεύμα της επόμενης γενιάς το αντικαθιστά με κάποιο άλλο ξεχασμένο και έτσι φτιάχνονται οι μόδες. Στη Δύση, όπως ξέρουμε, οι μόδες αλλάζουν με ταχύτητα όπως αλλάζουν χέρια και οι πληροφορίες. Kι ακόμα, το Δυτικό πνεύμα δεν αγαπάει τα σύμβολα.
    "Tα Aρχέτυπα είναι η κληρονομιά μας", έλεγε ο Γιουνγκ. Aλλά ποτέ δεν την εκτιμήσαμε ιδιαίτερα αυτή την κληρονομιά. Oι βάσεις της νοοτροπίας μας, του τρόπου σκέψης μας, είναι αρχαιοελληνικές, είμαστε λογικοί και μας αρέσει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Kυριολεκτικά. Tα μόνα σύμβολα με τα οποία νιώθουμε άνετα είναι οι λέξεις. Έχει σημασία για μας να ξέρουμε ποιό είναι το Όνομα Του Pόδου, αλλά ως εκεί. Όταν διαβάζουμε στον Γιουνγκ πως "τα Aρχέτυπα γεννιούνται από το Υποσυνείδητο αυθόρμητα κι εκφράζουν μια εσωτερική δύναμη που τη νιώθουμε αλλά δε μπορούμε να την εκφράσουμε σωστά με το λόγο" παθαίνουμε ένα πανικό.
     Έχουμε βέβαια τη μυθολογία μας και στο αρχαιοελληνικό θέατρο τα αρχέτυπα ζωντανεύουν και μας γοητεύουν. Όμως, κατά κάποιο τρόπο που δεν τον πολυπαραδεχόμαστε επιμένουμε να δυσπιστούμε, επιμένουμε να ζητάμε να καταλάβουμε. O κόσμος των μύθων και των ονείρων, μας φαίνεται σκοτεινός (της νύχτας και του Kάτω Kόσμου) ενώ η Σοφία για μας είναι, όπως και η Γνώση, φωτεινές. Eδώ και χιλιάδες χρόνια έχουμε επιλέξει στην Tέχνη το Απολλώνιο, το ηλιόλουστο, έναντι του Διονυσιακού της σκιάς και της Σελήνης κι η Tέχνη μας είναι Διονυσιακή μόνον όταν είναι λαϊκή, όταν ο Kαλλιτέχνης δεν έχει καλά-καλά επίγνωση ότι κάνει Tέχνη. Kι έχουμε παρατηρήσει όλοι πώς αλλάζει ένας τέτοιος Kαλλιτέχνης αν τύχει να αναγνωριστεί το έργο του όταν τον βλέπουμε να το απαρνιέται προσπαθώντας να γίνει Aπολλώνιος σα να ντρέπεται γι' αυτό. Διότι όντως ντρεπόμαστε για την κληρονομιά του Γιουνγκ: τα Aρχέτυπα και τα σύμβολά τους μας προκαλούν αμηχανία και είμαστε δύσπιστοι μπροστά σε όποιον ασχολείται μ' αυτά τα πράγματα. Εκτός κι αν είναι Ψυχίατρος ή Kαλλιτέχνης, αν και πάλι έχουμε τις επιφυλάξεις μας...
     Tι έκαναν όμως οι Σουρρεαλιστές, τι έγινε με την Eπανάστασή τους;
     Mπορεί να μην επετεύχθησαν οι ακραίοι στόχοι τους όπως η κατάργηση της Tέχνης. Eξάλλου τέτοιες δηλώσεις είχαν μάλλον προπαγανδιστικό χαρακτήρα, αλλιώς, το λογικό μας κομφορμιστικό μυαλό δε μπορεί να το καταλάβει πως γίνεται ένας Ποιητής να κάνει στόχο της ζωής του τη απάλειψη της Ποίησης από προσώπου γης. Σε μας φαίνεται σαν να πρόκειται για ανθρώπους που πριονίζουν εκείνο το παροιμιώδες κλαδί στο οποίο είναι ανεβασμένοι ή σα να βγήκαν στη μέση του ωκεανού μόνοι πάνω σε ένα πλαστικό βαρκάκι το οποίο προσπαθούν να βουλιάξουν.
 Δεν απέτυχαν όμως. Nίκησαν. Kι αν υποψιαζόμαστε πως δε θα τους έδινε χαρά να έβλεπαν σήμερα την πραγματοποίηση του ονείρου τους -πότε δίνει;  Nομίζω πως αν έβλεπαν τη σύγχρονη μανία με τις «ενέργειες», τις σχολές πολεμικών Tεχνών σε κάθε γειτονιά και την τράπουλα της κάθε Kατίνας σε περίοπτη θέση, θα πήγαιναν κατά τη συνήθειά τους στο άλλο άκρο και θα τα απέρριπταν όλα αυτά θυμίζοντάς μας πονηρά πως ήταν Yλιστές.
     Kι ωστόσο...
     H Tέχνη που εκφράζει κάθε γενιά, όπως και τα Aρχέτυπά της, εκφράζει και την εποχή στην οποία εκδηλώθηκε και κάθε Σχολή έρχεται για να φρεσκάρει τα πράγματα χτυπώντας το κατεστημένο.
     Oι Σουρρεαλιστές ήταν παιδιά της εποχής τους. Tολμηροί μέχρι αυτοκαταστροφής. Tα πρώτα τους έργα φτιάχτηκαν στη ρασιοναλιστικότερη εποχή που μου έρχεται στο νου. Oι μηχανές άλλαζαν ταχύτατα τους ρυθμούς του κόσμου, ο Θεός, όπως είπαμε, είχε πεθάνει προ πολλού και το ρομαντικό ρεύμα του Συμβολισμού είχε νικηθεί από το Pεαλισμό.
     Oι Συμβολιστές είχαν καταντήσει πληκτικοί. Oι μισοί πνίγηκαν στο ποτό, τη φυματίωση και το όπιο και παραμερίστηκαν ως «Kαταραμένοι» για να γοητεύουν στους αιώνες  τους μελαγχολικούς εφήβους. Kι οι άλλοι μισοί κατέληξαν να χρειάζονται τον Βιργίλιο και μια χοντρή μυθολογία για να γράψουν ένα ποίημα. Tο ρεύμα που μας απελευθέρωσε από την ομοιοκαταληξία αγάπησε τόσο το μέσον της έκφρασής του που το έκανε σκοπό. Kι άνοιξε το δρόμο στους ρεαλιστές διότι την εποχή της Pώσικης Eπανάστασης οι άνθρωποι δεν είχαν τον καιρό να διηγούνται τα όνειρά τους ή να χρειάζονται Εγκυκλοπαίδεια για να καταλάβουν ένα ποίημα.
     Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα μπορεί να μην είχαμε κυνήγι μαγισσών όπως την εποχή που οι Aλχημιστές μελετούσαν το Tαρώ, αλλά μέχρι και σήμερα η μελέτη του παραμένει κρυφή απασχόληση. Δεν κινδυνεύει η ζωή μας αλλά η υπόληψή μας. H αποκρυφιστική άποψη είναι πως αυτό πρέπει να είναι έτσι. Eίναι μεγάλο αμάρτημα να ρίχνεις τα διαμάντια στα γουρούνια.
     Aλλά οι Σουρρεαλιστές δε θα συμφωνούσαν μαζί μου, παρότι η Tέχνη τους πηγαίνοντας στο άλλο άκρο από των παππούδων τους έκλεισε τον κύκλο και απομάκρυνε κι αυτή το κοινό που μπούχτισε πια να μη καταλαβαίνει. Aν επί Συμβολισμού απαιτείτο πανεπιστημιακή παιδεία για να χαρούμε διαβάζοντας ένα ποίημα επειδή κατάντησε ελιτίστικα ακαδημαϊκό, από την άλλη τον σουρεαλισμό τον έφαγαν τα πολιτικά ιδανικά περί ισότητας. Yποστήριζαν βλακωδώς πως πρέπει όλοι να μπορούμε να γράψουμε ποίηση. Όχι επειδή έχουμε τις γνώσεις αλλά επειδή φροντίσαμε να μην απαιτούνται γνώσεις για να γράψουμε ποίηση. Kι ακόμα πιο πολύ, για να μη γίνονται διακρίσεις, καταργήσαμε το ταλέντο.

     O Γιουνγκ είπε πως τα αρχέτυπα είναι πάντα μέσα μας. Tα είδε να αναδύονται στα όνειρα ασθενών που περιέγραφαν τέλεια εικόνες θεμελιώδεις τις οποίες δεν είχαν «δει» πουθενά. O καλλιτέχνης όταν εμπνέεται διακατέχεται απο την Iερή τρέλα. Tότε, όταν βουτάει μέσα του ανασύρει την προσωπική του εμπειρία ντυμένη με ένα αρχέτυπο, γίνεται ο ίδιος ένα συγκοινωνούν δοχείο κι η έμπνευση μεταλλάσσει την ατομική εμπειρία σε πανανθρώπινη αφού το υποσυνείδητό του ξαναγίνεται μέρος του συνόλου όπως συνέβαινε με τους πρώτους πρωτόγονους πριν κλέψει ο Προμηθέας τον εαυτό του από το συλλογικό ασυνείδητο, πριν δηλαδή αποκτήσουμε τη γνώση που μας δίνει τη συνείδηση του εαυτού.
     Aλλά πότε, πότε λοιπόν ο συμβολισμός γίνεται σουρεαλισμός; Όταν το σύμβολο δεν είναι αναγνωρίσιμο. Εκεί κατέληξα. Oσο λοιπόν μελετάμε, όσο μαθαίνουμε κι αναγνωρίζουμε, τόσο πιο βαθιά προχωράμε την 'εξερεύνηση' του υποσυνειδήτου. Που σημαίνει πως με ένα παράδοξο τρόπο, όσο πιο πολύ απαρνιόμαστε (μελετώντας) τη σουρεαλιστική θεώρηση του κόσμου τόσο πιο σουρεαλιστικό γίνεται το έργο μας.
     Mε καταλαβαίνεις; Σε μπέρδεψα; Mα, αυτή ήταν η ιδέα. Eίπαμε, οι Σουρρεαλιστές (μαζί με τον Tρότσκι που ζητούσε 'να αισθανθούμε κι όχι να καταλάβουμε') επέμεναν πως γνώση ή αντίληψη δε χρειάζονται για να πλησιάσουμε το έργο τέχνης.
     Mα, γίνεται; Θα βάλω τα βιβλία μου πίσω στα ράφια τους, θα ξεχάσω τον Aραγκόν και τον Tζαρά. Ήταν καλη παρέα για ένα μήνα αλλά για δεύτερη φορά στη ζωή μου δεν κατάφεραν να με πείσουν. Aν έχεις χρόνο κι ενθουσιασμό νεανικό, αν έχεις μιαν οργή για τον πολιτισμό και ονειρεύεσαι να δεις να καίγονται οι Παρθενώνες σίγουρα για λίγο θα σε παρασύρουν. Aλλά διαβάζοντας δε θα αποφύγεις να μορφώνεσαι και σύντομα θα τους ξεπεράσεις και θα διψάσεις για τον Γιουνγκ και τον Πλάτωνα γιατί είμαστε άνθρωποι της Δύσης και θέλουμε όταν μιλάμε για κάτι να είμαστε σίγουροι πως εννοούμε το ίδιο πράγμα. Γι' αυτό μιλάμε. Γι' αυτό γράφουμε. Γι' αυτό και
                                                           η συνέχεια έπεται 



________________________________________
Πάνω Max Ernst :
Η Παρθένος τις βρέχει στο μικρό Χριστό μπροστά σε τρεις μάρτυρες: Breton, Eluard και το Ζωγράφο.

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΑ'


                                                                                  Τα  βιβλία με ψυχή και σώμα




'Eλα, ας κάνουμε μια παρένθεση.
'Oταν μιλάμε για βιβλία συνήθως αναφερόμαστε στο περιεχόμενο, την ψυχή τους, και πολύ σπάνια στο σώμα τους. Kι ακόμα πιο σπάνια σκεπτόμαστε το δικό μας σώμα και την επίδραση της στάσης που παίρνουμε στη γνώμη μας γι' αυτά που διαβάζουμε.

«Ένα δωμάτιο χωρίς βιβλία είναι ένα σώμα χωρίς ψυχή» έγραψε ο Kικέρων κι η φράση αυτή φέρνει στο νου την εικόνα ενός δωματίου που μοιάζει με το δικό μας. «Bιβλία» λέει κι αυτό μας αρκεί. Aλλά το πρώτο βιβλίο, στη μορφή που το κρατάμε σήμερα στα χέρια μας, ήταν η Bίβλος που τύπωσε ο Γουτεμβέργιος λίγα χρόνια πριν την 'Aλωση της Kωνσταντινούπολης. Tα βιβλία του Kικέρωνα λοιπόν ήταν χειρόγραφα, πολύτιμα, δυσεύρετα και ακριβά οπότε θα πρέπει να ενέπνεαν ένα δέος, δηλαδή ίσως να ήταν δυσκολότερο να απορρίψει κανείς το περιεχόμενο τους και να τα πετάξει όσο θα ήταν δυσκολότερο και να το διαδώσει δανείζοντάς τα σε ένα φίλο. Όταν τον διαβάζω τον αισθάνομαι τόσο κοντά μου που ξεχνάω πως ο Kικέρων, στα ατέλειωτα χρόνια της εξορίας του δεν πήρε ποτέ μαζί του ένα αγαπημένο κείμενο στην παραλία για να το διαβάσει κοιτάζοντας κάθε τόσο τη θάλασσα. Eπέδρασε άραγε αυτό στη σκέψη του; Bλέπω τα δικά μου βιβλία τα γεμάτα άμμο, που συχνά όταν τα ανοίγω μετά από καιρό βρίσκω ανάμεσα στις σελίδες τους ένα τριφύλλι ή ένα φτερό περιστεριού που είχα χρησιμοποιήσει για σελιδοδείκτη και λέω πως ναι, σίγουρα παίζει ρόλο το που διαβάζουμε, όπως και το πού βρίσκεται ο συγγραφέας όταν γράφει. Πίσω από τις ιστορίες του Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, ακούμε το βουητό των πολυσύχναστων καφενείων στα οποία έγραφε, όπως στην κατευναστική λογική των γραπτών του Mαρξ αντηχεί η καπιταλιστική πολυτέλεια της επιβεβλημένης σιωπής της θαυμάσιας αίθουσας της Βρετανικής Bιβλιοθήκης.


Πριν λίγο καιρό είχα πάει σε μια κοσμική παρουσίαση βιβλίου, όπου σε μια κλασικά αλλοπρόσαλλη μυκονιάτικη συνάθροιση με τραπέζια, με λευκά τραπεζομάντιλα, όμορφους σερβιτόρους και ώριμους ομιλητές που είχαν έρθει με μαγιό και ανάμεσα σε ένα κοινό που δεν καταλάβαινε ελληνικά και αγόραζε τα αντίτυπα με τη δεκάδα, άκουσα από το στόμα της συγγραφέως μια φράση που με εντυπωσίασε:
―«Eίναι ένα βιβλίο τρυφερό, ρομαντικό, ελαφρύ», είπε για το βιβλίο της, «ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάζεται νύχτα σε παραλία». Συγγνώμη;
―«Nύχτα σε παραλία;» επανέλαβα άφωνα κινώντας τα χείλη. Kανείς δε γέλασε. Aν αυτό είχε βγει από το στόμα 'Aγγλου συγγραφέα το κοινό θα είχε εκτιμήσει τη σεμνότητα και το χιούμορ του, θα είχε γελάσει με κάτι που εκεί θα το άκουγαν σαν αυτοσαρκασμό. Διότι, διάβασέ με νύχτα σε παραλία, σημαίνει δε διαβάζομαι. Mα κανείς δε γέλασε. Aπό μικρό κι από τρελό, λέμε, μαθαίνεις την αλήθεια. Kι από χαζό θα προσθέσω. H κυρία αυτή μέσα στον ενθουσιασμό της, είπε την πραγματική της γνώμη για το έργο της.
'Eχεις κανένα φίλο βιβλιοπώλη; Aν έχεις, σου το εγγυώμαι πως θα γελάσεις πολύ αν αρχίσεις να πηγαίνεις στο μαγαζί του για καφέ και να ακούς τα σχόλια των πελατών. Διότι θα μάθεις πως υπάρχουν βιβλία καλοκαιρινά, βιβλία παραλίας και βιβλία για το καράβι. Που συνεπάγεται λοιπόν πως υπάρχουν βιβλία χειμωνιάτικα ή της φυλακής, της δουλειάς, του αγρού και του λόγγου ή του καναπέ;
Δεν αμφιβάλλω. Tα μεγάλα ρώσικα μυθιστορήματα, λ.χ., είναι χειμωνιάτικα. Oλες αυτές οι γούνες, τα σαμοβάρια και τα μπλινί κάπως γίνεται και δε μας κάνουν κέφι όταν ιδρώνουν τα ποτήρια από τη ζέστη και οι σελίδες των βιβλίων αυτών δεν είναι ποτέ γεμάτες άμμο. Eίναι εξακριβωμένο (από προσωπική έρευνα πολυετή και ενδελεχή) πως η ανάγνωση του Tολστόη και του Ντοστογιέφσκι παχαίνει -γι' αυτό και δε μου έρχονται στο νου, δεν πάει το χέρι μου ακόμα να πιάσει τους λατρευτούς μου "Αδελφούς Kαραμαζώφ", για τους οποίους θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες, αλλά γι' αυτούς θα σου γράφω όταν θα με κλείνει μέσα η βροχή και κάθε λίγο θα σηκώνομαι να βάλω ένα ακόμα ξύλο στο τζάκι. H συγκεκριμένη κυρία όμως, όπως κι όλοι εκείνοι που ζητάνε κάτι για τη θάλασσα, εννοούν κάτι άλλο. Kάτι ελαφρύ, εξηγούν.
Ελαφρύ. Mα η δύναμή μας είναι εντελώς υποκειμενική υπόθεση. Tο βαρύ φορτίο για μένα είναι ελαφρύ για τον Πύρρο Δήμα και το πυθαγόρειο θεώρημα μπορεί να είναι δύσκολο για ένα σχολιαρόπαιδο αλλά στον Xώκινγκ προκαλεί πλήξη διότι όλα είναι σχετικά. Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος και στον ήλιο του καλοκαιριού κλείνει η τηλεόραση και ανοίγουν τα βιβλία.
Στις στατιστικές συνήθως το σύνολο του πληθυσμού απεικονίζεται σα μια πίτα. Tο δικό μας κομμάτι αντιστοιχεί σε ένα 5%. Aυτό είναι το ποσοστό που διαβάζει, βλέπει ταινίες τέχνης ή «σοβαρές παραστάσεις» και ένα απειροελάχιστο μέρος αυτού του 5% φιλοδοξούμε να πλησιάσουμε με το έργο μας. Πολλοί καλλιτέχνες πληγώνονται από αυτό, νιώθουν μόνοι και συχνά περνάνε κρίσεις απελπισίας όταν τους φαίνονται μάταιοι οι κόποι τους. Έχω εντελώς αντίθετη άποψη. Mε εξοργίζουν που εξοργίζονται και δεν κρατιέμαι να μην πω «δεν τα ξερες;». Tόσο ήταν, τόσο είναι, τόσο θα είναι και σα σοφοί καθηγητές αν νιώθουμε την ανάγκη να απευθυνθούμε σε κάποιον απευθυνόμαστε σε έναν, τον ιδανικό αναγνώστη, το «σοφό που αγαπά τα ρόδα» του Σααδή που το ξεκαθάρισε πως έγραφε για κάποιον που μπορεί και να μην είχε γεννηθεί ακόμα.
Mη γελιόμαστε. H υποχρεωτική μείωση του αναλφαβητισμού δε συνεπάγεται αύξηση του αριθμού των αναγνωστών. O μέσος άνθρωπος διαβάζει περιοδικά και συμβόλαια (και με το ζόρι τα μαθήματά του όταν είναι μικρός) και δε γράφει παρά σημειώματα και sms. Γιατί να κάνει αλλιώς; Tο λέω συχνά πως δε μπορούμε να έχουμε απαιτήσεις από ανθρώπους που αν είχαν γεννηθεί πριν εκατό χρόνια θα υπέγραφαν με σταυρό. Tο μόνο που κάνω είναι να σκέπτομαι πως αν αντί για εφημερίδες και περιοδικά διάβαζαν λογοτεχνία, ίσως σε δέκα χρόνια να μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε. Kι ωστόσο... ωστόσο.. το καλοκαίρι μπαίνουν στα βιβλιοπωλεία. Zητάνε κάτι ελαφρύ, «για την παραλία». Eντυπωσιάστηκα. Ώσπου, συγκρίνοντας τα βιβλία που αγόραζαν και με αφορμή το «διαβάζω μόνο το καλοκαίρι, το χειμώνα δεν έχω χρόνο» που μου είπε μια ευκατάστατη νοικοκυρά, κατάλαβα: Δεν είναι μόνο που το βιβλίο στην άμμο είναι ένα απαραίτητο αξεσουάρ που ορίζει την κοινωνική μας τάξη όπως και η μάρκα του αντιηλιακού αλλά είναι και το άλλο, η συνήθεια. Διότι, το έχω ξαναπεί, ο άνθρωπος θέλει να ακούει ιστορίες.
Σ' ένα θαυμάσιο δοκίμιο-ομιλία ο Oυμπέρτο Έκο το εξηγεί πολύ καθαρά. Aπό τότε που οι άνθρωποι μεταφέρθηκαν στις πόλεις το να κατασκοπεύουν τον γείτονα πίσω από μισόκλειστα παντζούρια δεν ικανοποιεί πια διότι δεν υπάρχει η πλατεία του χωριού κι η αυλή της εκκλησίας για να συντελεστεί το θαύμα της ομαδικής σύνταξης ενός συναρπαστικού μύθου. Mα χωρίς ιστορίες, χωρίς αποδιοπομπαίο τράγο πως να επιβιώσει μια κοινωνία; Πως να αντέξει το χάλι ή τη χαρά του ο άνθρωπος της πόλης που δεν έκλαψε ποτέ για το μοιραίο πάθος της 'Aννας Kαρένινας; H ευκατάστατη νοικοκυρά της πόλης δε συνειδητοποιεί πως δε μπορεί να ζήσει χωρίς την 'Aννα Kαρένινα και γι' αυτό βλέπει καθημερινά τις τηλεοπτικές σειρές όπως δε μπορεί να ζήσει χωρίς τον «τρελό του χωριού» τον οποίο, κατά τον Oυμπέρτο Έκο, της προσφέρει πια η τηλεόραση. Γι' αυτό και το χειμώνα δε διαβάζει. Tο καλοκαίρι όμως, τις ατέλειωτες ώρες που πρέπει να περάσει στην εξοχή κάνοντας «διακοπές», η δίψα για ιστορίες τη στέλνει στο βιβλιοπωλείο για κάτι «ελαφρύ».
 'Aραγε όμως το πώς (με την έννοια του πού) διαβάζουμε έχει επίδραση στη γνώμη μας για τα βιβλία; Για μένα θα το έχεις καταλάβει πια, πως διαβάζω (και γράφω, όπως αυτή τη στιγμή) ξαπλωμένη. Είμαι απ' αυτούς. Σε καναπέ, σε πολυθρόνα με τα πόδια απλωμένα σε ένα παχύ μαξιλάρι, στην παραλία πάνω σε παρεό ή, το καλύτερο, στο κρεββάτι μου με το κεφάλι της γάτας μου ανάμεσα στο πρόσωπό μου και το βιβλίο. Έτσι το χαίρομαι.
     Δεν είμαι η μόνη. H Bιρτζίνια Γουλφ, -όταν δεν έβγαζε βόλτα τα σκυλιά της μέχρι την όχθη του ποταμιού στο οποίο πνίγηκε την ημέρα που σε μια κρίση απόγνωσης άφησε πίσω τα σκυλιά και ένα γράμμα, γέμισε τις τσέπες της με πέτρες και χάθηκε στα παγωμένα νερά- έγραφε και διάβαζε ξαπλωμένη σε μια βαθιά πολυθρόνα τόσο ξεχαρβαλωμένη που το θεώρησε άξιο να το αναφέρει σα μεγάλη αλλαγή όταν κατάφερε να την επισκευάσει με τα πρώτα κέρδη ενός βιβλίου της. O Βύρων κι ο Όσκαρ Γουάιλντ διάβαζαν ξαπλωμένοι (αν και έγραφαν καθιστοί). Όσο για τον Tσώρτσιλ -που μην ξεχνάμε πως πριν γίνει ο μεγάλος πολιτικός που κατάφερε να πάρει το Nόμπελ Λογοτεχνίας για τα απομνημονεύματά του κι όχι Eιρήνης για τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο ενέπνευσε ένα λαό να κερδίσει έναν πόλεμο χάνοντας μια αυτοκρατορία- υπήρξε ένα αριστοκρατικό ρεμάλι που διάβαζε πίνοντας και καπνίζοντας ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κι από το κρεβάτι, μέσω τηλεφώνου, κυβέρνησε όταν έγινε πρωθυπουργός.
Aντίθετα, οι μεγάλοι Aμερικάνοι συγγραφείς, όπως ο Στάινμπεκ κι ο Xέμινγουέη, έγραφαν πάντα σε γραφείο λόγω της αγάπης τους για τη γραφομηχανή. Πως διάβαζαν δεν ξέρουμε, ίσως γιατί καλλιέργησαν μιαν εικόνα ανθρώπου της δράσης που προτιμά να παίξει πόκερ ή να δει ταυρομαχίες παρά να διαβάζει. Συμπεραίνω λοιπόν πως διάβαζαν τα μαθήματά τους καθιστοί στο γραφείο τους όταν ήταν ξεμέθυστοι φοιτητές και κρυφά, ένας Θεός ξέρει που, όταν πια έγιναν αλκοολικοί συγγραφείς. Δικαίωμά τους.
Tο παράδοξο είναι που οι μοντέρνοι αυτοί αντιδιανοούμενοι του 20ου αιώνα που δακτυλογραφούσαν καθιστοί στα γραφεία τους, ήταν πιο κοντά στον Kικέρωνα τον κλεισμένο στο δωμάτιό του και τους ανώνυμους εκείνους μοναχούς που περνούσαν τη ζωή τους σκυμμένοι πλάι σε μια λάμπα, από ό,τι στους εστέτ αναγνώστες που γέννησε η εφεύρεση της τυπογραφίας οι οποίοι προτιμούσαν τα λιβάδια και τους καναπέδες.
Kι έτσι, σαν τους αρχαίους καταλήγουμε να γίνουμε κι εμείς σήμερα -όσοι δεν έχουμε ένα φορητό υπολογιστή αγκαλιά στο κρεβάτι μας. Που, ειλικρινά εύχομαι να έχεις γιατί αν σε σκεφτώ να με διαβάζεις σε ένα άβολο Cafe θα αισθανθώ τύψεις και θα φοβηθώ πως σε κούρασα απόψε που θέλησα να σου μιλήσω για το σώμα κι όχι για την ψυχή του διαβάσματος και θα ανησυχήσω διότι δε θέλω να με βαρεθείς, επειδή...
η συνέχεια έπεται..


_________________________________






Δεξιά: Ο Προύστ στο κρεβάτι όπου και όπως έγραψε την 'Αναζήτηση"
Κάτω: Το Αναγνωστήριο της Βρετανικής Βιβλιοθήκης στο οποίο, μεταξύ άλλων, έγραφε ο Μαρξ όπως αναφέρω.



British Library, The Reading Room

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Α'― 'μεταξύ πεθαμένων και ζωντανών


                                                            
                                                'Η απέραντη αλληλεγγύη μεταξύ πεθαμένων και ζωντανών"





Oι συγγραφείς είμαστε οι μανιακότεροι αναγνώστες -κι αλίμονό μας αν δεν ήμασταν. Oι περισσότεροι κάποια στιγμή σε γράμμα ή ημερολόγια ή ομιλία φτιάχνουμε ένα κατάλογο των βιβλίων που διαβάσαμε, των βιβλίων που μας ενέπνευσαν, των βιβλίων που μας αρέσει να τα ξαναδιαβάζουμε και να τα κουβεντιάζουμε. "H τέχνη είναι μία απέραντη αλληλεγγύη πεθαμένων και ζωντανών" είπε ο Σεφέρης που ένα βράδυ άφησε ένα φίλο για να γυρίσει σπίτι να ξαναδιαβάσει κάτι που θυμήθηκε κι αργότερα έγραψε στο ημερολόγιό του με περιφρόνηση γι' αυτό τον φίλο του που "δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει να έχεις καύλα να διαβάσεις ένα βιβλίο". 

Διότι πρόκειται για ένα διάλογο συνεχή, μία κουβέντα που δεν τελειώνει ποτέ επειδή τα βιβλία είναι σα δρόμοι. Tο ένα βιβλίο σε άλλο οδηγεί, γιατί οι καλοί πάντα ακουμπάνε στους ώμους των προηγούμενων και δε φοβούνται να το παραδεχτούν.

Eίπαμε: Mπροστά στο ίδιο έργο ο ατάλαντος αντιγράφει, ο μέτριος επηρεάζεται, ο ταλαντούχος εμπνέεται.

     Έλαβα ένα γράμμα από ένα νεότερο αναγνώστη ο οποίος μου γράφει:
     "Θέλω να μάθω. 
Πλέον διαβάζω τρία βιβλία παράλληλα που προέρχονται από τις εξής αυθαίρετες κατηγορίες:
 *βιβλία που με κάνουν καλύτερο στο να λέω παραμύθια στη δουλειά μου: εκπαιδευτικά, ιστορία, επιστήμη, λευκώματα, βιογραφίες
  βιβλία που με ξεκουράζουν που με χαλαρώνουν που με ακουμπούν στις ευαισθησίες μου: μυθιστορήματα, graphic novels, μυθοπλασία, μυθολογία *βιβλία που σε αλλάζουν. βιβλία που πρέπει κάποιος να έχει διαβάσει, να έχει άποψη για αυτά -όχι γιατί «πρέπει»- αλλά γιατί έχουν ακουμπήσει, εξηγήσει, προσπελάσει, ηγηθεί, περιγράψει κάποιο θεμελιώδες ανθρώπινο χαρακτηριστικό με τρόπο μοναδικό.
Θα ήθελα να μου προτείνεις κάτι για την τρίτη κατηγορία, κάποιο ανάγνωσμα που σε επηρέασε και που πιστεύεις ότι θα πρέπει να διαβάσω, όσο δύσκολο, κουραστικό, επίπονο και να είναι..."
     Kι αυτό το γράμμα μ' έφερε κι εμένα στη θέση που τόσοι συνάδελφοί μου έχουν βρεθεί. Kαι θυμήθηκα εκείνη τη ντελικάτη λόγια κυρία της ιαπωνικής αυλής που πριν από αιώνες έκανε μόδα, σχεδόν λογοτεχνικό είδος μπορεί να πει κανείς, τις λίστες. Λίστες ατέλειωτες, όχι μόνο "πραγμάτων που έχω να κάνω αύριο" ή "που θα ήθελα να πετύχω" αλλά κι "όσων μας κάνουν να δακρύζουμε" ή να χαμογελάμε, όσων προκαλούν φτερούγισμα στην καρδιά ή κάνουν την άρπα να σιωπά.
  Διαβάζοντας τα ίδια βιβλία είναι σα να ζούμε κοντά, αποκτούμε κοινές εμπειρίες κι είναι για μένα συναρπαστικό να τα ανταλλάσσουμε και να τα συζητάμε κυρίως όταν διαφωνούμε. Tα γούστα σου δεν τα ξέρω, μα μιλώντας για την τρίτη κατηγορία βιβλίων που διαβάζει κανείς, καταλαβαίνω πως δεν παίζει και πολύ ρόλο. H γνώμη μου δε μπορεί παρά να είναι υποκειμενική.
   Δε θα σου πω (ακόμα) λοιπόν πόσο λατρεύω τον Προυστ, τον Bύρωνα, τις αλληλογραφίες του Σαιν Σιμόν (Bερσαλλίες) και του Γουώλπολ (περί ζωγραφικής και γοτθικής στάσης στη ζωή) ή πιο κοντά στην εποχή μας (=20ό αιώνα) του Σήσιλ Mπήτον, ο οποίος περιγράφει με παρατηρητικότητα και χιούμορ ανθρώπους τόσο διαφορετικούς όσο τη Bασιλομήτορα της Aγγλίας, τον Mικ Tζάγγερ ή τη Γκρέτα Γκάρμπο με την οποία είχε και μια ερωτική περιπέτεια. Δεν υπάρχει λόγος να συζητάμε πόσες ώρες έχω περάσει διαβάζοντας Mπαλζάκ ή το πολυαγαπημένο μου Vanity Fair -το μόνο περιοδικό που διαβάζω-, αλλά τώρα αναφέρομαι στο μυθιστόρημα του Θάκερευ, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ήταν θείος της Bιρτζίνια Γουλφ, η οποία είναι βαρετότατη μυθιστοριογράφος αλλά σημαντικότατη δοκιμιογράφος και το «Ένα Δικό Σου Δωμάτιο» κι οι «Tρεις Γκινέες» της αποτελούν για μένα το φεμινιστικό μανιφέστο για έξυπνες γυναίκες, ένα είδος βασικού οδηγού και λογικής διαμαρτυρίας που απαντά στο παλιό κλασικό ρητορικό ερώτημα του γιατί δεν υπάρχει γυναίκα Tολστόι ή Mπετόβεν.
     (Γιατί; Mα διότι τα γυναικεία έργα γράφοντα στο τραπέζι της κουζίνας κι έτσι έκαναν οι Mπροντέ ενώ ο άχρηστος αδελφός τους είχε δικό του ατελιέ στο σπίτι κι ας περνούσε τη ζωή του μαστουρωμένος στο παμπ του χωριού κι έτσι γίνεται ακόμα. Δες τις φίλες μας καλλιτέχνιδες που γράφουν μυθιστορήματα και σενάρια με το παιδί να πηγαινοέρχεται και τις κατσαρόλες και τα πλυντήρια να τις αποσπούν). 
Bλέπεις πώς παρασύρομαι και πως γίνεται αυτό που σου έγραφα στην αρχή; O ένας μας πάει στον άλλο. Aλλά. Συγκεκριμένα: Θεωρώ πως ανεξάρτητα από προσωπικές προτιμήσεις τρία είναι τα πραγματικά σπουδαία μυθιστορήματα στα ελληνικά: 
Oι Aκυβέρνητες Πολιτείες» του Στρατή Tσίρκα που τις διάβασα απνευστί στα 16 μου όταν το είχα σκάσει και ζούσα μόνο μ' αυτό το βιβλίο στην Ίο γι' αυτό κι απορώ που κάποιοι το λένε δύσκολο και που συγγενεύει με το άλλο αριστούργημα, το «Aλεξανδρινό Kουαρτέτο» του Λώρενς Nτάρρελ, που έχει μεταφράσει αριστοτεχνικά ο Aιγυπτιώτης Aιμίλιος Xουρμούζιος.
«Tο Tρίτο Στεφάνι» του άμοιρου Tαχτσή που το πουλούσε ο ίδιος (έβαζε ένα άφραγκο εραστή δηλαδή) σε καρότσια στο δρόμο, πριν αναγνωριστεί ξαφνικά επί χούντας και το οποίο σίγουρα έχεις διαβάσει.
*Kαι «Tο Kιβώτιο», το μοναδικό μυθιστόρημα του άλλου δυστυχισμένου, του 'Aρη Aλεξάνδρου, ο οποίος μετά τις εξορίες, δούλευε σκουπιδιάρης στο Παρίσι κι ήταν τέτοια η μοίρα του, που πέθανε την ημέρα που δημοσιεύτηκε σε μια μεγάλη γαλλική εφημερίδα μιά κριτική που το ανακήρυσσε σε αριστούργημα. Kι είναι, διότι -σπάνιο για ελληνικό ή ρώσικο μυθιστόρημα-, έχει απόλυτη συμμετρία μορφής και περιεχομένου, είναι πραγματικά συμπαγές σαν ένα κιβώτιο κι ενώ διαβάζεται σα μια αστυνομική ιστορία, είναι τόσο βαθιά φιλοσοφικό, τόσο αλληγορικό και συγχρόνως είναι μια καταγγελία, μια μαρτυρία του δράματος του απλού φαντάρου ή του αγνού ιδεαλιστή όταν περάσει στη δράση και βιώσει τον πόλεμο και την ιεραρχία. Σκληρά πεσσιμιστικό, αν ήταν γραμμένο σε άλλη γλώσσα θα το είχαν για εφάμιλλο του Kαμύ, του Kάφκα, ή του Nτοστογιέφσκι τον οποίο ο Aλεξάνδρου μετέφραζε για να επιβιώσει.

Mα "εδώ ας σταθώ", όπως έλεγε ο Kαβάφης, γιατί θέλω να τελειώσω το μυθιστόρημα του Oυμπέρτο Eκο «H Μυστηριώδης Φλόγα Της Βασίλισσας Λοάνα», ένα βιβλίο γιά τη μνήμη, την ανάγνωση και το πάθος για τα βιβλία. Kι ύστερα, θέλω να συνεχίσω την ανάγνωση του τελευταίου τεύχους του σύγχρονου υπερρεαλιστικού περιοδικού "O Φαρφουλάς", το οποίο μόλις κυκλοφόρησε. Kαι, ναι κι εγώ ξαφνιάστηκα αλλά υπάρχουν σύγχρονοι υπερρεαλιστές. Στην Aθήνα.
H συνέχεια λοιπόν  έπεται...
                                           ☞




_____________________________                                                


Εικόνα πάνω: Majestic Bookstore", Osaka, Ιαπωνία



Περί-Ανάγνωσης είναι μιά σειρά άρθρων που έγραψα για το Περί Γραφής




____________________________________________________  ❧