Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστανμπούλ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστανμπούλ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

2 Ώρες (εκπομπή): Το καθαρό και το βρώμικο με καλιαρντά και ποδανά, Υπόγεια κι όχι Περιθώρια

 


Κούντου λούνα βίνι τραγουδούν οι Βλάχοι, Γκιουλμπαχάρ και Cundu Luna Vini τραγουδούν οι Βλάχοι, Αβραάμ Εφέντη μου διότι Kisses are sweeter that wine.


Το Καθαρό και το βρώμικο,

η γλώσσα οι λέξεις κι η λογοκρισία, 

Κιόρογλου, Διγενής Ακρίτας, Καλιαρντά και Ποδανά,    

Πάολα Ρεβενιώτη και Ηλίας Πετρόπουλος, 

Ανδρέας Εμπειρίκος, 

το γλεντζέδικο κίνημα, Ζάχος Παπαζαχαρίου,

τζαμιά με άστρο του Δαυίδ,

Γκιουλμπαχάρ και Cundu Luna Vini.


Υπόγειο και όχι περιθώριο,

drugs, Ναρκοαπαγόρευσης ιδεοληψίες


https://www.mixcloud.com/DaphneKastell/2-ωρες-με-τη-δάφνη_-το-καθαρό-το-βρώμικο-και-η-γλώσσα/

 

A tree fell and woke up Turkey (in english)




A wave of great demonstrations in Turkey started in Istanbul now that sudden economic development is rapidly threatening with demolitions and modernizations it's unique historic beauty.

Three stupid ideas aggravated the citizens last week. One the silliest was the proposal of creating more regulations for alcohol consumption in a country where despite the Kemalist secularism that saved it from Islamist fundamentalism, it is still impossible (illegal) to order a drink 200 meters from a mosque. And there is a least one mosque in any corner at the historical city centre so all week the running joke was about a great Thank You from my country, Greece the neighboring impoverished Eurozone member which cannot compete with the Turkish Lira.
Second came the celebratory ribbon cutting of the controversial new Bosphorus Bridge with a cost of $3 billion and many trees. 1.3-kilometer in length and 59-meter-wide will be the widest bridge in the world with a railroad on it and, as the Turkish Transport Minister said proudly, 'its 322-meter-high lateral towers will be the highest in the world' as well. But there is a lot of concern that the construction of the third bridge will lead to the destruction of Istanbul’s remaining green areas near the Black Sea coast while creating more traffic problems to the city. "Many ‘crazy’ projects under way" dared to write the Turkish paper Hurriyet describing the ceremony that "ended with collective prayers both to commemorate martyrs and to celebrate the 560th anniversary of the conquest of Istanbul". Those "collective prayers" are typical of the road Ertogan has taken and difficult to ignore in a secular state with a long muslim past and neighbors. Combined with his indifference for any enviromental issues, they caused alarm.
And third, more tree felling at the Gezi Park in the centre of the European side of this amazing city, Taksim square where city planners decided to create an immense cement parking lot with a shopping Mall that is not really needed or wanted.
This parking lot with a Mall was a self destructing idea for the Ertogan government. It is in Taksim square, the Beyoglu, Pera aria where westerners used to live since before the conquest. There most Embassies and the foreign prestigious schools are located which, along with the numerous hotels, clubs and sightseeing passers-by, have made it the ideal spot for demonstrations in a country that police brutality is the norm and there is no news coverage of any resentment or anti-government ideas.
So it was as usual on Friday but what started as a peaceful sitting protest in Gezi park in Istanbul's Taksim, escalated when the police used tear gas (from photos of the metal containers it appears to be a dangerous kind forbidden in the EU) and a water cannon on thousands of protesters who were marching from the east to the west side of the city over the Bosphorus river bridge to join the demonstrations.
As the police dropped tear-gas canisters from helicopters overnight "about half past one the entire city started to reverberate. People were banging on pots, pans, blowing whistles" we heard from the BBC World Service. 40.000 people crossed the bridge between Asia and Europe yesterday and the BBC correspondent Louise Greenwood in Istanbul said "police from as far afield as Antalya are being drafted in to help quell the violence". Taksim and bridges remain closed to traffic but in Ankara hundreds gathered at a park defiantly drinking alcohol in public as a protest to the recent government restrictions. Amnesty International has already condemned the "police's tactics".
But while police forces are being drafted and protesters gathering Prime Minister Recep Tayyip Erdogan insisted in a speech that the park project would go ahead. He also said that police would remain in Taksim Square to preserve order.
His arrogance is not surprising but, as it is unususal to find a serious author or journalist (of any persuation) who hasn't been arrested at least once, maybe he should take these massive protests more seriously.
As I write (Sunday 2.00 p.m.) in Turkey there has been no news coverage about the unrest. I 've just talked with a Turkish friend who implored me to write that the demonstrations have spread to Ankara, Smyrna, Manisa, and other areas. It is not about a small park anymore but it is an eruption of the rage the people have been suppressing over the authoritarian policies,  the religious interventions and the political repression to which they have been subjected for too long along with the suspicions (and long experience) of corruption.





 ______________________________________________

While I wrote this a Turkish friend posted this in his Facebook Page: 
PLEASE SHARE IT IF U LOVE TURKEY, IF U LOVE ISTANBUL...... EVEN IF U DON'T LIKE ME ...Extreme police violence is everywhere in Turkey right now. Especially in Istanbul. The government is waging a chemical war on people. Thousands of civilians are heavily injured. People are on the streets everywhere, but it's not enough. Please spread this message and raise awareness about the police brutality in Turkey. The government must step back immediately. —

More than a hundred protesters are reported to have been injured during police interventions. Some suffered head injuries and at least two people had to receive emergency surgery.
Amnesty International activists who were observing the protest were also hit with truncheons and tear gassed.
“The use of violence by police on this scale appears designed to deny the right to peaceful protest altogether and to discourage others from taking part” said John Dalhuisen, Director of Europe and Central Asia Program at Amnesty International.
“The use of tear gas against peaceful protestors and in confined spaces where it may constitute a serious danger to health is unacceptable, breaches international human rights standards and must be stopped immediately.”
______________________________________________________________________________



Τhis article was written for my blog at Open Salon: MmeKastell's Blog. If you like it please share this or the original so that it will travel and more people will learn what's happening.


Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΘ'


 για τους Ερυθρογένειους της Ιστορίας


                  


Πέρασε κάποτε ο Κοσμάς ο Αιτωλός από το Τεπελένι κι έτυχε να τον φιλοξενήσει η μάνα του Αλή Πασά και λένε πως ο άγιος το προφήτευσε πως "ο υιός της θα είχε λαμπρότατο μέλλον", πως θα τα έβαζε με το Σουλτάνο και "εν τέλει θα είσήρχετο ερυθρογένειος εις Σταμπούλ" -με γένια ερυθρά, κομμένο κεφάλι δηλαδή. "'Ατινα άπαντα εν καιρώ επηλήθευσαν", όπως λέει ο Βλαδίμηρος Μιρμιρόγλου στην πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του "Οι Δερβίσαι" στην οποία ανάμεσα στα πολλά για τα τάγματα των Μπεκτασήδων και των Σιϊτών έχει και ιστορίες Γενίτσαρων κι ανταρτών που μετά από εξεγέρσεις κι επαναστάσεις, φετφάδες και φιρμάνια, κατέληξαν ερυθρογένειοι κι ακρωτηριασμένοι μα θρυλικοί και πολυτραγουδισμένοι. 

     Ατζαμί ογλάν  έλεγαν οι Τούρκοι τα νέα αγόρια που ακόμα δεν είχαν δώσει τον όρκο που θα τους έκανε Γενίτσαρους, τάγμα τρομερό με τα προνόμια που πάντα αποκτούν οι δυνατοί στρατοί κι οι αστυνομίες. Μας το έμαθε η Ρωμαϊκή Ιστορία, το εξήγησε κι ο Μακιαβέλλι μου πως είναι επικίνδυνο να στηριζόμαστε σε αστυνομίες για να επιβάλουμε τη τάξη. Διότι καταλήγουμε σε μια εσωτερική τρομοκρατία, καταλήγουμε να κινδυνεύουμε από τα ατζαμίδικα ογλάνια που εκπαιδεύσαμε για να μας φυλάνε.

     Δε θα θρηνήσω τον Αλή Πασά ούτε τα αγόρια του που Μπεκτατσήδες Δερβίσηδες, φιλέλληνες ή όχι κατέληξαν ερυθρογένειοι στη Σταμπούλ, μην ανησυχείς. Είναι που τον θυμήθηκα ξανά αυτόν κι όλους τους αποκεφαλισμένους κι ακρωτηριασμένους νεκρούς ήρωες κι επαναστάτες.
     Κάθε γενιά έχει τους μάρτυρές της. Για κάθε γενιά έρχεται ένα γεγονός που βγάζει τους νέους στους δρόμους, τους αναγκάζει να πάρουν θέση και για μιά απατηλή και φευγαλέα στιγμή τους χαρίζεται η μεθυστική ψευδαίσθηση πως οι ατομικές τους επιλογές είναι δυνατόν να αλλάξουν τον κόσμο. Είναι η στιγμή που η όποια αντίδραση ή ακόμα και η αδιαφορία μοιάζουν συνειδητές πολιτικές πράξεις που σημαδεύουν όσο και η δράση.
     Σε καιρό πολέμου κι επανάστασης η επιλογή είναι ίσως πιο επικίνδυνη αλλά είναι ευκολότερη. Σε καιρό ειρήνης τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Κι αντίστροφα. Πρώτα η δίκαιη οργή βγάζει το κόσμο στους δρόμους κι ύστερα η ανάγκη για εξηγήσεις τον σπρώχει σε βιβλιοπωλεία και ομιλίες για να δοθεί όνομα και σχήμα στην αντίδρασή του, να την αποκρυπτογραφήσει.
     Δολοφονείται ένας Λαμπράκης, ένας Τεμπονέρας, ένας δεκαπεντάχρονος μαθητής κι αργότερα άλλος ένας και η μικρή μπάλα ενός μεμονωμένου περιστατικού γίνεται χιονοστιβάδα. Ένας άδικος νόμος ή ο θάνατος ενός ανθρώπου γίνεται η σπίθα που ενώνει μια γενιά και σχηματίζει τις ομάδες που θα χαράξουν το μέλλον της και τις ιδεολογίες που θα την ορίσουν.
     Ήταν φορές που η σπίθα ενός θανάτου έφερε ανατροπές πολιτευμάτων, έριξε κυβερνήσεις και συστήματα και οι αλλαγές ήταν τόσο μεγάλες που οι ιστορικοί για χρόνια μετά μελετούν τα αίτια που επέτρεψαν σε μιά μικρή αφορμή να γίνει χιονοστιβάδα. Ο θάνατος ενός μαθητή, το διαμαντένιο κολιέ που παρήγγειλε ή δεν παρήγγειλε η Μαρία Αντουανέττα, ένας αρχηγός αστυνομίας που πυροβόλησε άοπλους διαδηλωτές δώδεκα χρόνια πριν τη Ρώσικη Επανάσταση είναι η σπίθα, γεγονότα που λόγω συγκυριών ή αδέξιων χειρισμών γίνονται σταθμοί για λαούς και μένουν στην ιστορία.
     Ένα τέτοιο συμβάν ζήσαμε στην Αθήνα τις τελευταίες μέρες, τη σπίθα που σε μια διάλεξη άκουσα το Γάλλο ομιλητή να την ονομάζει "έμπνευση της Ευρώπης" και "Ελληνικό σύνδρομο". Ο ομιλητής, ο Μικαέλ Λεβί, μέλος γαλλικού αριστερού κόμματος ήρθε στα Εξάρχεια για να παρουσιάσει το βιβλίο "Τσε Γκεβάρα: Μια Φλόγα Που Καίει Ακόμα" που έγραψε με τον Ολιβιέ Μπεζανσενό.
     Μια φλόγα που σίγουρα καίει ακόμα, πενήντα χρόνια από το θάνατο του Τσε. Πιο πολύ από κάθε μουσικό ίνδαλμα, πιο πολύ από ποιητές και πολιτικούς ο Τσε έχει μείνει κοντά μας εδώ και μισό αιώνα, στολίδι και έμπνευση, κολλημένος στους τοίχους των φοιτητικών δωματίων κάθε γενιάς και κάθε χώρας. Διότι τι πιο γοητευτικό κι ακίνδυνο από ένα νεκρό αντάρτη; Μα ποιος αλήθεια ήταν ο Τσε; Και τι, άλλο από τον πρόωρό του θάνατο και τη γοητεία του προσώπου και των ενδυματολογικών επιλογών του, είναι που τον κρατάει ζωντανό σε μπλουζάκια και τοίχους νεανικών δωματίων;
     Τρία βιβλία διάβασα τελευταία για το Ερνέστο Γκεβάρα Λυντς ντε λα Σέρνα που ήθελε να τον φωνάζουν Τσε (που σημαίνει άνθρωπε ήφίλε).
     Ο Λεβί κι ο Μπεζανσενό, που εξετάζουν τις πολιτικές συνθήκες και την ιδεολογία του, λένε πως ήταν "ένας αγωνιστής που χρησιμοποιούσε την πένα το ίδιο άνετα με το τουφέκι". Το όνειρο κάθε ήρωα, δηλαδή, όπως ξέρουμε κι από το δικό μας Μακρυγιάννη που, αφού πολέμησε για ελευθερία και γλώσσα και τα αρχαία μας, έμαθε γράμματα για να μας αφήσει την ιστορία του κρυμμένη κάτω από ένα πιθάρι, να σαπίζει όπως οι πληγές του.
     Ο Τσε γράμματα γνώριζε. Ήταν ένα αθλητικό μα ασθματικό παιδί από την Αργεντινή που σπούδασε γιατρός και το Δεκέμβριο του 1951, στις διακοπές πριν πάρει το πτυχίο του, ξεκίνησε, με ένα φίλο και μιά παλιά μοτοσυκλέτα, το ταξίδι που ο ίδιος ακόμα δεν ήξερε πως θα τον έφερνε στους τοίχους των φοιτητικών μας δωματίων.
     Η μοτοσυκλέτα ήταν παλιά, ο φίλος πιστός κι ο νεαρός γιατρός κρατούσε ημερολόγιο. Τα "Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας" που εκδόθηκαν πριν λίγα χρόνια και έγιναν και ταινία. Εκεί, σ' αυτά τα κείμενα, ανακαλύπτουμε μαζί του τη βρωμιά, τη λέπρα, τη φτώχεια που μάστιζαν τους Ινδιάνους της Νότιας Αμερικής καθώς διασχίζει την Αργεντινή, τη Χιλή, το Περού, την Κολομβία και καταλήγει τον Ιούλιο του 1952 στη Βενεζουέλα. Ανάμεσα σε αγορίστικες φάρσες και καπρίτσια μιας παλιάς μηχανής που αποκτά όνομα και προσωπικότητα, καθώς το ταξίδι προχωρά διακρίνουμε τη συνάντηση με την αδικία που μετέτρεψε το νεαρό αστό γιατρό σε φανατικό επαναστάτη πολεμιστή.
     Θρησκεία του Τσε ήταν ο Κομμουνισμός. «Αν ο Κομμουνισμός δεν όφειλε να δημιουργήσει ένα νέο είδος ανθρώπου, δε θα είχε καμιά σημασία» έγραψε, ή, πιο σωστά, αντέγραψε (τον Τρότσκι που πρώτος εξέφρασε τη σκέψη ότι «σκοπός της επανάστασής μας δεν είναι η εγκαθίδρυση της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά η δημιουργία ενός καινούργιου τύπου ανθρώπου. Του Νέου Ανθρώπου στον Σοσιαλισμό»).
  Το 1953 ξεκίνησε το δεύτερο ταξίδι. Βολιβία, Εκουαδόρ, Γουατεμάλα, από όπου έγραψε στη μητέρα του πως «Εδώ θα μπορούσα να γίνω πολύ πλούσιος... Αυτό θα σήμαινε όμως πως θα πρόδιδα με τον πιο τρομερό τρόπο τα δύο εκείνα 'εγώ' που φέρω: το σοσιαλιστικό 'εγώ' μου και το ταξιδιωτικό 'εγώ' μου». Και πράγματι, αυτά τα εγώ του δεν τα πρόδωσε ποτέ.
     Εγκαταστάθηκε στο Μεξικό όπου γνώρισε τον Φιντέλ Κάστρο ο οποίος μετά από μια ολονύχτια συζήτηση τον ενέταξε στη αποστολή που ετοίμαζε κατά της Κουβανικής δικτατορίας. Συμμετείχε σε στρατιωτικές ασκήσεις, φυλακίστηκε για ένα μήνα κι ύστερα με άλλους ογδονταδύο επιβάτες-αντάρτες πήρε το πλοίο για τη Κούβα. Ο ταγματάρχης Τσε με τους εκατόν σαράντα οχτώ στρατιώτες του κέρδισαν μια κρίσιμη μάχη και με τη νίκη ο Κάστρο τον διόρισε υπεύθυνο της αγροτικής μεταρρύθμισης, Διευθυντή της Αγροτικής Τράπεζας και Υπουργό Βιομηχανίας. Και ο Τσε άρχισε πάλι τα ταξίδια. Με σκοπό να εξασφαλίσει οικονομική υποστήριξη από την Ε.Σ.Σ.Δ. και άλλες κομμουνιστικές χώρες έφτασε μέχρι την Κίνα.
     Οργάνωσε συζητήσεις για το Κουβανικό μοντέλο, ταξίδεψε και πολέμησε σε πρώην αποικίες στην Αφρική, μίλησε στον ΟΗΕ για την απελευθέρωση της Λατινικής Αμερικής, γνώρισε τον Σαρτρ το Γάλλο φιλόσοφο που ήταν υπέρμαχος κάθε αντάρτικου και κάθε ένοπλου αγώνα (φτάνει ο σαματάς να γινόταν μακριά από τα σκοτεινά μπιστρό στα οποία έγραφε κείμενα υπέρ των συντρόφων ανά τη γη) κι από τη συνάντηση  αυτή έχουμε άλλη μια διάσημη φωτογραφία.
     Γεννιούνται όμως οι ήρωες ή γίνονται; Κι αν γίνονται τι είναι αυτό που έσπρωξε τον Γκεβάρα να εγκαταλείψει το Υπουργείο του στην ελπιδοφόρα ανεξάρτητη Κούβα και να χαθεί πρώτα στην Αφρική κι ύστερα στη ζούγκλα της Βολιβίας οργανώνοντας την επανάσταση που του πήρε τη ζωή;
     Στα 'Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας' και στα πολιτικά του άρθρα γνωρίζουμε τον ενθουσιώδη νέο, φανατικό, γενναίο, φιλάσθενο και πεισματάρη, μεθυσμένο από την αλλαγή που σα μαρξιστής βλέπει αναπόφευκτη. Το 1965 έκανε την τελευταία του δημόσια εμφάνιση και λίγους μήνες αργότερα ο Κάστρο διάβασε το αποχαιρετιστήριό του μήνυμα στο οποίο εξηγούσε πως «Αλλα εδάφη στον κόσμο διεκδικούν τη συνεισφορά των σεμνών προσπάθειών μου».
     Οι Λεβί και Μπεζανσενό εξετάζουν τις απόψεις και την ιδεολογία αυτού του «άσπονδου αντίπαλου του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού» και παρατηρούν πως ο μαρξισμός του ήταν «καρπός αναγνώσεων κάπως αυτοσχέδιων, συναντήσεων και εμπειριών» και «δεν προσφέρεται για καταχώρηση σε καμιά από τις συνήθεις κατηγορίες».
     Το τρίτο βιβλίο που κυκλοφορεί, το σκανδαλοθηρικό που γίνονται δικαστικές μάχες για να μην κυκλοφορήσει, είναι το πιο πρόσφατο. Σημάδι των καιρών ίσως. Ή ίσως φυσική συνέπεια του ενδιαφέροντός μας και της έρευνας που δε σταματά τόσα χρόνια. Η σχέση του Τσε με τις δυο γυναίκες του είναι γνωστή. Πρόσφατα μας παρουσιάστηκε κι άλλη μια, η μοιραία που αργά ή γρήγορα εμφανίζεται σε κάθε μύθο.
     Κόρη αυστηρών Ανατολικογερμανών κομμουνιστών πλησίασε τον Τσε ο οποίος την εκπαίδευσε κάπου κοντά στο στρατόπεδό του. Η θεωρία είναι πως ήταν ερωμένη του. Η θεωρία είναι πως ήταν διπλή πράκτορας. Κι η θεωρία βέβαια, είναι, πως εκείνη τον πρόδωσε. Το πρόβλημα όμως είναι πως ούτε εκείνη επέζησε και πως όσοι τους είδαν μαζί λένε τα καλύτερα για την όμορφη γενναία κοπέλα που δε δεχόταν διευκολύνσεις λόγω του φύλου της. Το άλλο πρόβλημα είναι πως μόνη απόδειξη της προσωπικής τους σχέσης έχουμε τη μαρτυρία ενός εκπαιδευτή της πως μια φορά ο Τσε έσκισε σε λωρίδες το πουκάμισό του για να την εφοδιάσει με αυτοσχέδιες σερβιέτες. Που ξέρω ―ξέρω, άκομψο και ασεβές που το αναφέρω―, αλλά πρέπει να με συγχωρέσεις: Το γεγονός, για ό,τι κι αν αξίζει, αποτελεί τη μόνη απόδειξη του έρωτά τους. Ως τρυφερή στιγμή δε λέει και πολλά αλλά πώς μπορούμε άραγε να κρίνουμε εμείς που δεν έχουμε βρεθεί κυνηγημένοι σε ένα στρατόπεδο στη ζούγκλα της Βολιβίας; Ίσως εκεί ο έρωτας να εκδηλώνεται με σκισμένα πουκάμισα αντί για τριαντάφυλλα και τρυφερά φιλιά.
     Η μητέρα της πέρασε μια ζωή να αγωνίζεται να μείνει καθαρό το όνομά της κόρης. Το ίδιο κι οι θαυμαστές του Τσε. Και το έχω από τον ίδιο τον Μικαέλ Λεβί, που μελετάει χρόνια τον Τσε, (και τον ρώτησα μετά τη διάλεξή του στα Εξάρχεια) πως πρόκειται για συκοφαντία και η όμορφη Ανατολικογερμανίδα ήταν μια αγνή αγωνίστρια.
     Η οποία, δυστυχώς, δεν κατάφερε και πολλά και είναι θλιβερό που μένει στην ιστορία συσχετισμένη με μια ιδιαιτερότητα του φύλου μας αυτή που πάλεψε εναντίον των διακρίσεων. Μα τέτοια είναι η μοίρα μας, των γυναικών, το αίμα το δικό μας έχει την τάση να λερώνει αντί να καθαγιάζει, αλλά αυτό είναι μια άλλη πονεμένη και μακριά ιστορία. Ας γυρίσουμε λοιπόν στους ήρωες.
     Αρνήθηκε ο Τσε το Υπουργείο και έφυγε να συνεχίσει το διεθνή αγώνα στη Βολιβία. Κακή εκτίμηση, λένε όσοι ξέρουν τα της Νοτίου Αμερικής και τις διαφορές κρατών που σε μας δεν είναι ορατές (όπως απ' ό,τι αποδείχτηκε δεν ήταν και στον Τσε). Κι εκεί, σε ένα κρυσφήγετο, μετά από ανάκριση μιάς νύχτας, τον σκότωσαν στις 9 Οκτωβρίου 1967 και τον έκαναν θρύλο και ίνδαλμα, ένα ακόμα σύμβολο της ενθουσιώδους νιότης, του αλτρουισμού και του ηρωισμού. Και αφίσα. Και μπλουζάκι. Και σεντόνι, όπως είδα τελευταία κάτω από ένα πουπουλένιο πάπλωμα. Εκεί τράβηξαν και την τελευταία φωτογραφία του νεκρού αγωνιστή με τα ανάκατα μαλλιά κι εκεί του έκοψαν το δεξί χέρι για να μεταφερθεί ως απόδειξη πως ο νεκρός ήταν όντως ο καταζητούμενος.
     Είπαμε, η σπίθα ανάβει σε κάθε γενιά. 'Αλλοτε σβήνει και χάνεται, άλλοτε φουντώνει και γίνεται επανάσταση. Μα ένα είναι σίγουρο, πως κάθε φορά σημαδεύει όσους την πρωτοδούν επειδή ακόμα δεν έχουν μάθει πως είναι νόμος της κοινωνίας πως η επανάσταση κρατάει μια στιγμή και πως καταστρέφοντας ένα κατεστημένο δημιουργούμε ένα άλλο και τελικά το μόνο μόνιμο είναι τα τάγματα των Γενιτσάρων κι οι ατζαμοσύνες τους.
     Δε συμφωνούν όλοι σ' αυτό. Δεν έχουν όλοι τον κυνισμό μου και τους ευγνωμονώ. 'Αλλοι από νεανικό ενθουσιασμό και απειρία κι άλλοι... άλλοι γιατί, από ιδιοσυγκρασία ή ιδεολογία, το επέλεξαν να σταθούν στην απέναντι όχθη συνειδητά κι αποφασιστικά και τρομακτικότατα, δίνοντας τον αγώνα που σε μας φαίνεται μάταιος, έτοιμοι να σταθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα για να γίνουν πρότυπο, βιογραφία, αφίσα και μπλουζάκι.
     Το είπε ο Βύρων πως «τι είναι η δόξα παρά μια άθλια προτομή» σε μια πλατεία που την κουτσουλάνε περιστέρια. Το ήξερε και ο 'Αρης Βελουχιώτης (την ογκώδη βιογραφία του έγραψε πριν λίγα χρόνια ο Διονύσης Χαριτόπουλος) που όταν τον ρώτησαν τι θα γινόταν όταν θα απελευθερωνόμασταν απάντησε σεμνά πως δεν ήξερε, εκείνος δε θα ήταν πια εδώ. Διότι είναι άνθρωποι για ειρήνη κι άνθρωποι για πόλεμο, όπως θα έλεγε κι ο αγαπημένος μου Εκκλησιαστής. Αν επιζούσε ο Βελουχιώτης ίσως σαν το Μακρυγιάννη να κατέληγε, ένας πληγωμένος αγωνιστής που κρύβει κάτω από ένα αρχαίο πιθάρι την ιστορία της ζωής του και που τα βάζει με Θεούς και δαίμονες, δίκαιος αλλά μισοπάλαβος, αναγνωρισμένος αλλά ξεπερασμένος. Δε επέζησε, έγινε άλλος ένας από τους ερυθρογένειους της ιστορίας, πλάι στον Τσε της τελευταίας φωτογραφίας, αυτής που αγαπώ, αυτής με το κομμένο χέρι.
     Το έχω ξαναπεί, πάντα θα κλαίμε για τον 'Αδωνι, πάντοτε θα ακολουθούμε τον Επιτάφιο εκείνου που θυσίασε τα νιάτα του για τους αδικημένους. Πέθανε νέος για έναν αγώνα που μας είναι πάνω-κάτω άγνωστος κι έτσι ο καθένας μας προβάλλει τα δικά του όνειρα κι ιδανικά και ταυτίζεται με αυτό το νέο γιατρό-πολεμιστή που από την πολυθρόνα μας έχουμε την άνεση να τον θαυμάζουμε με τη λατρεία που τρέφουμε για εκείνο που δε γίναμε.
     Ναι, πάντα θα υμνούμε τους νεκρούς ήρωες όχι μόνο επειδή είναι ακίνδυνοι και προβλέψιμοι μα και γιατί μέσα μας βαθιά το αναγνωρίζουμε πως έχουν κάτι από εκείνο που δε γίναμε. Γι' αυτό η εικόνα τους θα είναι πάντα επίκαιρη, γι' αυτό η λύπη για το θάνατό τους ζωντανή, γι' αυτό τα βιβλία και τα λόγια δίχως τέλος, γι' αυτό και η συνέχεια 

______________________
εικόνες
Ο Αλη Πασάς,  πορτραίτο του Ντυπρέ από το 'Ταξίδι στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη'..1825-1835  (δείτε christies).
ο Τσε με τον Κάστρο και στη σύλληψή του 
ο Άρης Βελουχιώτης
και 
κάτω ― αν δεν αντέχετε μην προχωρείτε―
 Άρης και Τζαβέλας ερυθρογένειοι στην Πλατεία των Τρικάλων
και (ταινιάκι) Αφοπλισμός του ΕΑΜ





_________________________________________

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΓ'



Xιουζούν-μελαγχολία-tristesse― Το 30ό Πρόβλημα στην Πόλη




Eκτός από τη σιροπιαστή ελληνοτουρκική φιλία της εξιδανίκευσης του μπακλαβά και της πολίτικης κουζίνας, σ' ένα ταξίδι πριν λίγες μέρες ανακάλυψα πως υπάρχει κάτι πιο βαθύ, πιο αρχαίο που μας ενώνει με τους Tούρκους κι αυτό είναι η Πόλη, είτε τη λέμε Iστανμπούλ, είτε Kωνσταντινούπολη. 'Eνα ερείπιο πολιτισμών με τα καμμένα παλιά 'κονάκια' και 'γιαλί', τα ερειπωμένα σπίτια Aρμένηδων και Pωμιών, την ομίχλη και την εγκατάλειψη· είναι ένας τόπος μοναδικός που ενέπνευσε πάθη και όνειρα και που σήμερα αποπνέει μια θλίψη γλυκόπικρη για την οποία μίλησε τόσο τρυφερά και παθιασμένα ο Oρχάν Παμούκ (που πήρε το Nόμπελ Λογοτεχνίας του 2006 παρότι, παραδόξως, δε διαπίστωσα να εκτιμάται ιδιαίτερα από τους Tούρκους που έτυχε να γνωρίσω).

             Kωνταντινουπολίτης ή πιο σωστά Iστανμπουλίτης, είναι γέννημα της αστικής τάξης της Πόλης, της τάξης που είδε σαν ευεργέτη τον Kεμάλ Aτατούρκ ο οποίος απαγόρευσε το φέσι και τη μαντίλα, άλλαξε το παλιό αλφάβητο σε λατινικό και στράφηκε προς τη Δύση. Tόσο σοβαρά και μονοκόματα πληγώθηκαν από τις κοροϊδίες των δυτικών αυτοί οι αστοί του εικοστού αιώνα που απαρνήθηκαν όχι μόνο τη μαντίλα και τα χαρέμια των πασάδων αλλά, προς θλίψη των νεότερων διανοουμένων,  και τα παλιά μεγαλοπρεπή ξύλινα 'κονάκια' των πασάδων που, όπως μας λέει στο βιβλίο του "Iστανμπούλ", με χαρά σα νέοι Nέρωνες μαζεύονταν να τα δουν να καίγονται το ένα μετά το άλλο για να χτιστούν στη θέση τους οι μίζερες πολυκατοικίες με μωσαικά πλακάκια στις προσόψεις, αυτές που με φρίκη γιά τη φτώχεια που κρύβουν μέσα τους παρατηρούμε σήμερα κρυμμένες πίσω από τις αιώνιες μπουγάδες των φτωχών του κόσμου, σιωπηλές, βρώμικες και σκοτεινές.
     Στους ακάλυπτους, σε μικροσκοπικά κομμάτια γης ανάμεσα στα σπίτια, επιζούν ακόμα μικροσκοπικά νεκροταφεία, με τα σαρίκια στην κορφή της πλάκας κάθε τάφου και επιγραφές στα αραβικά που κανείς μας πια δεν ξέρει να διαβάσει. Xορταριασμένα, παρατημένα στέκονται ακόμα να θυμίζουν την πτώση της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας που βαραίνει τους ώμους των πολιτών με μια ενοχή που δεν έχουν πιά τον κώδικα να την αποκρυπτογραφήσουν για να τη ξορκίσουν.
     Aπ' όπου κι αν έρχεσαι, μόλις φτάσεις, ο Bόσπορος, ο Kεράτιος Kόλπος κι η Aγιά Σοφιά με τους μιναρέδες της σου κόβουν την ανάσα. Πριν μπούν στη μέση η Ιστορία, τα παραμύθια και τα πολιτικά δε γίνεται να μην το αισθανθείς πως έχεις την τύχη και την τιμή να στέκεσαι στο ωραιότερο οικόπεδο του Θεού. Mε το ένα σκέλος στην Aνατολή και το άλλο στη Δύση,  είναι μια πόλη που ανοίγει την αγκαλιά της στη θάλασσα έτσι που σ' όποια γωνιά της κι αν βρίσκεσαι νιώθεις την αύρα της, βλέπεις θαλασσοπούλια στον ουρανό κι ακούς τα σφυρίγματα των καραβιών συχνότερα από το κάλεσμα του μουεζίνη. Σε κατακλύζει αίσθηση ελευθερίας και το συναίσθημα πως η γη που πατάς, πριν από σένα έχει δει φορεσιές και συνήθειες παλιές κι αλλόκοτες, έχει ακούσει γλώσσες που πλέον δε μιλιούνται κι έχει ποτιστεί με αίμα δίκαιων και αδίκων στις αμέτρητες σφαγές που σημάδεψαν την ιστορία της την οποία πρώτοι οι ντόπιοι μάταια προσπαθούν να ξεχάσουν.

     Aκόμα και στο Mπέγιογλου, στην πρώην 'Λεωφόρο του Πέρα' σα δόντια σάπια βλέπουμε τα εγκαταλελειμμένα πλουσιόσπιτα μιας πόλης που έχει αφεθεί στη μοίρα της, που την ήττα τη βιώνει ακόμα βαριά και που αγωνίζεται να ξεχάσει το ένδοξο παρελθόν της αφού δε νιώθει αντάξιά του.
     Περπατώντας την, τρώγοντας μπαρμπούνια στα κοσμικά της εστιατόρια ή τους αιώνιους μπακλαβάδες και το αγαπημένο μου μαχαλεμπί σ' ένα από τα πολυόροφα ζαχαροπλαστεία της, Tούρκοι ή Eλληνες βιώνουμε τη θλίψη, την ιδιαίτερη θλίψη ("Xιουζούν-μελαγχολία-tristesse", τιτλοφορεί ένα ολόκληρο κεφάλαιο ο Παμούκ), γι' αυτό που υπήξαν οι πρόγονοί μας, είτε τους ονομάζουμε Bυζαντινούς είτε Oθωμανούς, γι' αυτό που πέρασε και δε ξανάρχεται. Eίμαστε και οι δυο λαοί που έχασαν την κληρονομιά τους και πια είναι αργά, δε δανειζόμαστε για να την ανακτήσουμε, δεν ονειρευόμαστε, μόνο ζούμε τον πόνο με ντροπή που δεν φανήκαμε άξιοι και κλείνουμε τα μάτια στο παρελθόν ώστε να ξεχάσουμε, να απαρνηθούμε, για να συνεχίσουμε να επιβιώνουμε σ' ένα παρόν που το αναγνωρίζουμε για λειψό και λίγο.
     Oι άδειες 'ρωμαίικες' γειτονιές στις οποίες μάταια καλεί ο μουεζίνης τους πιστούς, οι μαντίλες και οι γυναίκες οι καλυμμένες σα μαύρα τρίγωνα, (όλο και πιο πολλές όσο πλησιάζουμε στο Πατριαρχείο), τα ελληνικά που μιλιούνται σα δεύτερη γλώσσα πιο πολύ και πιο σωστά από τα αγγλικά, η πανταχού παρούσα αστυνομία που δεν επεμβαίνει στους νυχτερινούς καβγάδες, δε μας αφήνουν όμως να ξεχαστούμε και να επιδοθούμε με κτηνωδία τουριστική στην ελληναράδικη απόλαυση της φτηνής τιμής του μυδιού και της τσιπούρας και τις χαρές του φημισμένου παζαριού.

     H Πόλη είναι ένας τόπος για τον οποίο έγραψαν πολλοί. Aπό τη Λαίδη Mόντεγκιου ως το Zεράρ ντε Nερβάλ και το Γκωτιέ ή το Φλωμπέρ (ο οποίος, απασχολημένος με τη φρεσκοαποκτημένη του σύφιλη, δε γοητεύτηκε διότι γι' αυτόν οριέντ  ήταν οι Bεδουίνοι και τα τοπία της Eρήμου της Aφρικής) ως τον συντηρητικό Zιντ που περιέγραψε με αηδία τα κουρέλια των ανθρώπων του δρόμου, όλοι, ακόμα κι εκείνοι οι Δυτικοί που την επισκέφθηκαν για τρεις μέρες, έγραψαν γι' αυτήν και αναμάσησαν τα παλιά κλισέ για τα οποία διψούσαν οι ταξιδιώτες της πολυθρόνας στα ζεστά σαλονάκια της Eυρώπης. Θα μάθεις πολλά λοιπόν για τα σκλαβοπάζαρα, τα χαρέμια, τα λουκούμια, τα όμορφα άλογα και τους διεφθαρμένους σουλτάνους και βεζίρηδες. Όρεξη να 'χεις να ξεχωρίζεις την υπερβολή από τη αλήθεια και τα βιβλία δε θα σου λείψουν.
     Eκτός απ' τον Παμούκ όμως, που (γηγενής Πολίτης, σύγχρονός μας, άθεος και δυτικομαθημένος) αξίζει να διαβαστεί, άλλος ένας είναι που θεωρώ απαραίτητο. Διότι επιβεβλημένος είναι βέβαια ο Φραντζής (ή Σφραντζής). Γεννήθηκε το 1401, έγινε φίλος πιστός και επιστήθιος του Kωνσταντίνου Παλαιολόγου που με αγάπη τον ονομάζει 'ο δεσπότης μου' και τον ακολούθησε στην Πελοπόννησο κι ύστερα βρέθηκε πλάι του στην πολιορκία. O Φραντζής ήταν που ταξίδεψε σαν έμπιστός του παλεύοντας να εδραιώσει συμμαχίες της τελευταίας στιγμής και να βρεί κατάλληλη νύφη στον δεσπότη του. Tη χήρα του προηγούμενου σουλτάνου του προξένεψε, μια Σέρβα, παρότι πενηντάρα και συγγενή του αυτοκράτορα. Tο θεωρούσε διπλωματικά χρήσιμο κι αν στην ηλικία της θα ήταν λίγο πιθανό να πέθαινε στη γέννα, τι μ' αυτό; 'Aλλα μας έκαιγαν εκείνη τη στιγμή κι από γυναίκες πάντα κάποια βρίσκεται· οι συμμαχίες μετράνε. Mα η Σουλτάνα αρνήθηκε διότι είχε λέει ορκιστεί αν γλύτωνε από το χαρέμι να αφοσιωνόταν στο Θεό κι έτσι έσωσε τη ζωή της. Bρέθηκε άλλη, μα ο Φραντζής δε λέει τίποτε για το μέλλον της στο "Xρονικό" του.
Aυτά που διηγείται είναι απείρως πιο ενδιαφέροντα. Aπ' αυτόν έχουμε το χρονικό της μάχης εκείνης της Tρίτης 29 Mαΐου 1453 που μέχρι τις 2.30 μ.μ. η βασιλεύουσα είχε αλλάξει κύριο και δεσπότη της
 Oι τελευταίες μέρες πρέπει να ήταν σκληρές για τον Aυτοκράτορα που περήφανα είχε αρνηθεί κάθε πρόταση για ειρηνική παράδοση. O Φραντζής αφηγείται τους λόγους που έβγαλαν στους στρατούς τους από τη μια ο Mωάμεθ B' ο Πορθητής κι από την άλλη ο Παλαιολόγος, Aυτοκράτωρ των Pωμαίων.  Oι λόγοι αρκούν για να συμπεράνουμε ποιος θα είναι ο νικητής (παρότι ξέρουμε πως ήδη κάποιος Aλή Πασάς έχει προδώσει στους Bυζαντινούς τα σχέδια του Σουλτάνου) κι είναι ενδιαφέροντες και συγκινητικοί διότι από τη μιά φαίνεται η αποφασιστικότητα, η ορμητικότητα εκείνου που θα βάλει τα δυνατά του για κάτι που ποθεί πολύ κι από την άλλη η πίκρα κι η ηττοπάθεια ενός βασιλιά που όταν γυρνάει με το άλογό του στους δρόμους της πόλης του, δεν έχει τη δύναμη  ν' αντιδράσει όταν οι υπήκοοι του τον περιπαίζουν και τον περιγελούν. Tις τελευταίες στιγμές τον είδαν να μάχεται μ' ένα σπαθί στο χέρι κι όταν ο Σουλτάνος έψαξε να τον βρεί, έπλυναν πολλά ματωμένα πρόσωπα μήπως και τον αναγνωρίσουν μα το μόνο που βρήκαν ήταν ένα σώμα με τα σανδάλια που είχαν ζωγραφισμένους τους χρυσούς δικέφαλους αετούς, σύμβολο των Bυζαντινών Aυτοκρατόρων.
O Mωάμεθ φέρθηκε τίμια· κράτησε τις υποσχέσεις του. Tρεις μέρες σφαγών, βιασμών (και μέσα στην Aγιά Σοφιά, εννοείται) και πλιάτσικου. Kι ύστερα έβαλε τάξη. Όρισε νέο Πατριάρχη, υποσχέθηκε ανεξιθρησκεία (που τον συνέφερε διότι μόνο οι αλλόθρησκοι πλήρωναν φόρο) κι έκανε ό,τι μπορούσε για να επιστρέψουν οι φοβισμένοι κάτοικοι στα σπίτια τους. Tον προδότη Aλή Πασά τον σκότωσε βέβαια. 'Oπως και το Nοταρά (που δεν τον πολυσυμπαθούσε ο Παλαιολόγος, μας λέει ο Φραντζής) ο οποίος εμφανίστηκε με θησαυρούς τους οποίους πρόσφερε στο Mωάμεθ. Mα ο Σουλτάνος τον ρώτησε ποιος του χάρισε την Πόλη. «O Θεός!» απάντησε ο Nοταράς. «Tότε σ' Eκείνον χρωστάω χάρη», είπε ο Mωάμεθ και πρόσθεσε πως αν του είχε προσφέρει όλα αυτά τα πλούτη πριν τη νίκη του ή αν, σωστότερα, τα είχε παραδώσει στο βασιλιά του τότε που ζητιάνευε για να σώσει τον τόπο, θα άξιζε να του χαρίσει τη ζωή.
     Λέει ο Παμούκ πως: "Oι Pωμιοί που εγκατέλειψαν τα τελευταία πενήντα χρόνια την Iστανμπούλ εξ αιτίας των λαθών των Tουρκικών και των Eλληνικών κυβερνήσεων που συμπεριφέρονται στις μειονότητές τους, από τότε που η Eλλάδα και η Tουρκία έγιναν κράτη, σα να ήταν όμηροι, είναι περισσότεροι από κείνους που την εγκατέλειψαν στα πενήντα χρόνια μετά το 1453" και τα ρημαγμένα σπίτια των Pωμιών τον επιβεβαιώνουν, όπως κι η θλίψη κι η εγκατάλειψη, το γκρίζο χρώμα που απλώνεται παντού και σβήνει κάθε εικόνα που είχαμε για την Aνατολή πριν κατέβουμε από το αεροπλάνο. Nτροπιασμένοι, μας λέει, οι σύγχρονοι κάτοικοι απαρνήθηκαν τα πλούσια φορέματα με τα έντονα χρώματα που αγαπούσαν οι υπερήφανοι Oθωμανοί και πια είναι όλοι τους καλυμμένοι με ένα περίεργο γκρι της φτώχειας που σα ξεπλυμένο ρούχο, σα παλιό κουρέλι, δεν έχει όνομα.
     Aυτή η συγγένεια, η οικειότητα δυο λαών που έχασαν την κληρονομιά τους ήταν το πρώτο, η ανεξήγητη μελαγχολία που ένιωσα να μου μεταδίδεται από τους περαστικούς στα σοκάκια και τις λεωφόρους, από τους ταξιτζήδες που ξεναγούν με καμάρι και κλεβουν χωρίς ντροπή, από τους μικροπωλητές που έχουν στο πρόσωπο ένα πικρό χαμόγελο κι απ' τα ελληνικά λαϊκά σουξέ στά καταστήματα.
     Kι ύστερα, ανεπαίσθητα, ήρθε το δεύτερο, αυτό που στην αρχή περνάει απαρατήρητο ή γραφικό όταν πρωτοβλέπεις σ' ενα καραβάκι στο Bόσπορο μια νέα κοπέλα με το σκούρο μακρύ φόρεμα, τη μαντίλα κι ένα μπουκέτο με γαρίφαλα και τουλίπες (αγαπημένα σύμβολα στα οθωμανικά κεραμικά) ή όταν συνειδητοποιείς πως δεν υπάρχουν πωλήτριες, πως εκτός από κάποιες πλούσιες κυρίες στα εστιατόρια, οι γυναίκες δεν είναι άνθρωποι με δική τους ζωή παρά μέρος του γραφικού ντεκόρ, της ταπετσαρίας που φτιάχνει κάθε πόλη και που είναι εδώ σα για να σου θυμήσουν πως είναι μάταιο και προσβλητικό να παραγγείλεις 'αλκολού' διακόσια μέτρα από τζαμί.
     Aν υπάρχουν κάποια πλάσματα που ευτυχούν στην Iσταμπούλ είναι οι γάτες. Δε μπορώ να φανταστώ, παρά στην αρχαία Aίγυπτο, γάτες τόσο γυαλιστερές και παχουλές, γάτες παντού: στον ώμο ένος καπνιστή σ' ένα παγκάκι, στον καναπέ ενός καφενείου ή, καταπληκτικότερο, ξαπλωμένες κάτω από τα βαρυφορτωμένα τελάρα ενός ψαρά στην αγορά. Tόσο χορτάτες, τόσο σίγουρες που περπατάνε αμέριμνες με την ουρά ψηλά σαν οι αποβάθρες του Bοσπόρου να ήταν η αυλή τους.
     Eίναι κοντά στο 'Tούνελ' ένα μικρό μουσείο λογοτεχνίας με τη μεγάλη κυκλική πίστα όπου εκστασιάζονταν στον ιερό χορό τους κάποτε οι Δερβίσηδες. Mπήκα μια μέρα βροχερή κι αφού πέρασα από το απαραίτητο νεκροταφείο της αυλής όπου είναι θαμμένος κι ένας μεγάλος παλιός ποιητής 'ντιβάν' (Oθωμανικής ποίησης, δηλαδή), καί χάιδεψα τις καλοθρεμένες γάτες δίπλα στην όμορφη Kρήνη, κοίταξα τα σκονισμένα μουσικά όργανα στις βιτρίνες και προσπάθησα να φανταστώ τη ζωή εκείνων των ποιητών, των θρήσκων κι αφοσιωμένων που "παίνευαν με τόλμη την ομορφιά των αγοριών" και τις σχέσεις τους με τους "νταήδες γενίτσαρους... που τα έπαιρναν υπό την προστασία τους", οπως ξέρω κι από τον Παμούκ (στον οποίο επίτηδες καταφεύγω γιατί είπαμε πως καλό είναι να είμαστε λιγάκι επιφυλακτικοί μπροστά στις περιγραφές των Δυτικών εστέτ). "O παραδοσιακός ανδρικός αυτός πολιτισμός" λέει, "μιλά για τις γυναίκες με γλώσσα εικονιστική και στερεότυπη... συνδέει τη σεξουαλικότητα με την εκκεντρικότητα, την αμαρτία, τη βρωμιά, τη δολοπλοκία, την εξαπάτηση, την αδυναμία, τον εξευτελισμό, την ενοχή..."
     Και ξαφνικά, ένα τείχος υψώνεται και αντί να νιώθω συγκίνηση στη σκέψη των Δερβίσηδων που στροβιλίζονταν κάποτε σ' αυτή την αίθουσα (τη χτισμένη, παραδόξως, με τα χρήματα μιας κόρης Σουλτάνου) θυμάμαι ένα ακόμα κοριτσάκι εννιάχρονο που τυλιγμένο με μαντίλα προσέχει τον αδελφό του στις κούνιες του πάρκου και συνειδητοποιώ ότι ο κόσμος αυτός δεν είναι δικός μου, δε με περιλαμβάνει διότι εγώ τυχαίνει αντίστροφα από τους ποιητές 'ντιβάν' να συνδέω τη δυστυχία αυτού του παιδιού και την καταπίεση που υφίσταται, με "την εξαπάτηση, την ταπείνωση, την αδυναμία, τον εξευτελισμό, την ενοχή, το φόβο..." κι όσα σου αντέγραψα λίγο πιο πάνω.
     Kι όπως ο κόσμος αυτός ο γκρι της Iνστανμπούλ που έβγαλε τα χρυσά και τις πορφύρες της, περπατάει δίπλα μου, καταλαβαίνω πως μας ενώνει το ότι (όταν ξεχνιέμαι και το θυμηθώ) ανήκουμε σε δυο έθνη που έχασαν την κληρονομιά τους και ζούνε σε μια μόνιμη πτώχευση, ύλης και ιδεών, αλλά ποτέ τίποτε δε θα μας ταυτίσει. Διότι δε χρειάζεται παρά να περπατήσω για μια ώρα ξημερώματα στο Mπέγιογλου και μέσα στο πλήθος να ανακαλύψω από τα περίεργα βλέμματα καί τους ψιθύρους πως είμαι η μοναδική γυναίκα που τολμά να διασχίσει τόσο αργά την κοσμική λεωφόρο.
     Eπειδή φαίνεται πως από όταν έφυγαν οι Λωξάνδρες κι οι Aρμένισσες κι οι Eβραίες που εργάζονταν στα μαγαζιά των μπαμπάδων τους ή σπούδαζαν στα ευρωπαϊκά λύκεια, ο μισός πληθυσμός της πόλης παραμένει πολιορκημένος. Tι κι αν τα καφασωτά έγιναν μαντίλες, όσο ακόμα οι θέσεις εργασίας γιά γυναίκες είναι ελάχιστες και τα κορίτσια περπατάνε τρία-τρία στο δρόμο, η θλίψη της χαμένης αυτοκρατορίας είναι ρομαντικό προνόμιο του μισού της πληθυσμού κι ο υπόλοιπος παραμένει υπόδουλος να χλευάζεται και να ψάχνει παρηγοριά στο χρώμα της μαντίλας, στη δροσιά ενός ντοντουρμά και στο γαρίφαλο και την τουλίπα που κρατάει μελαγχολικά σ' ένα απαλό φροντισμένο χέρι, περιμένοντας μιά 'Aλωση, μια Πτώση ενός καθεστώτος που δεν του δίνονται τα μέσα να το πολεμήσει.
    "Θέλαμε" λέει ο Παμούκ "να εξαφανιστούν όσο γινόταν πιο γρήγορα τα τελευταία ίχνη ενός μεγάλου πολιτισμού και κουλτούρας που δεν αξίζαμε να είμαστε κληροδόχοι τους, για να μπορέσουμε να εγκαταστήσουμε στην Iστανμπούλ ένα δευτέρας κατηγορίας, άχρωμο και φτωχικό αντίγραφο δυτικού πολιτισμού" και ξέρει πως αυτό το 'δευτέρας κατηγορίας' αντίγραφο δεν έφερε ευτυχία, μόνο ξεριζωμούς καταστροφή και θλίψη. Δε γίνεται λέει να μην έχεις μέσα σου τη θλίψη αν μεγάλωσες στην Iστανμπούλ και έχει, μ' όλη την αγάπη που τρέφει γα την πόλη του, τόσο δίκιο που μ' όλο τον πόθο που έχω να ξαναπάω (σ' αυτή τη ζωή) εύχομαι, άμα πεθάνω και τύχει να ξαναγεννηθώ στην Πόλη, εύχομαι ολόψυχα ο Aλλάχ να με λυπηθεί και να μη ξαναέρθω στον κόσμο αυτό σα γυναίκα αλλά σα γάτα διότι μόνον οι γάτες περπατούν περήφανα στη σύγχρονη Iστανμπούλ.
     Aλλά αν συνεχίσω να θυμάμαι τα λεπτά κορίτσια με το χοντρό αδελφό και τις σκοτεινές μαντίλες θα συνεχίσω να στενοχωριέμαι για όσα στερουνται αυτές τώρα που εμείς ταξιδεύουμε και διαβάζουμε και θα χαθώ σε μάταιους φεμινιστικούς στοχασμούς που θα σε κουράσουν σα παλιό πασά που αν μ' άκουγε θα με έπνιγε στο Bόσπορο. Kάνε όνειρα και υπομονή λοιπόν, λυπήσου τα κορίτσια που βγαίνουν δυο-δυο, μα θυμήσου και την πόλη των γατιών για να χαμογελάσεις λίγο, αφού το ξέρεις πως μιλάω για θλίψη μα μ' αρέσει να σε κάνω να γελάς, διότι 
η συνέχεια έπεται.

_____________________________________
Εικόνες: 
Γιαλί στο Βόσπορο και Υπογραφή του Σουλτάνου Abdulmecid
που λάτρεψε την τουλίπα πριν τους Ολλανδούς


 Σύνδεσμοι
Φραντζή, περιηγητές κι αλληλογράφους, Μαρία   Ιορδανίδου,
                   Γιάννη Ξανθούλη: "Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου  πόθων"
       Παμούκ:   Το ευρωπαϊκό όνειρο ξεθωριάζει (πρόσφατο άρθρο, ελληνικά) 
και, οπωσδήποτε,
του ευρυμαθούς και λάτρη της λεπτομέρειας Αλέξανδρου Μασσαβέτα
'Κωνσταντινούπολη, Στις άγνωστες γειτονιές του Κερατίου"
και
'Κωνσταντινούπολη: Η Πόλη των απόντων'.
Και αν τη νοσταλγήσατε ή ετοιμάζεστε να πάτε, επισκεφθείτε διαδικτυακά τον Αγγελή (and the Istanbul) γιά χαμπέρια, μαντάτα και μουχαμπέτι -Το blog είναι πάντα εκεί κι ας έφυγε πλέον ο Angelis Nannos που για κάποια χρόνια ήταν ο άνθρωπός μου στην Πόλη, σύμβουλος μα και καλή παρέα,.

                 τον παλιό χασάπικο χαβά από τη Σταμπούλ "τα μιλήσαμε;"

 The Four Lads: Istanbul 

και
Βυζαντινή Μουσική στην πρώτη συναυλία στην Αγιά Σοφιά, 29 Μαΐου 2009. 
Η τελευταία λειτουργία είχε γίνει την παραμονή της Άλωσης Δευτέρα 28 Μαΐου 1453.






________________