Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μακρυγιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μακρυγιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΘ'


 για τους Ερυθρογένειους της Ιστορίας


                  


Πέρασε κάποτε ο Κοσμάς ο Αιτωλός από το Τεπελένι κι έτυχε να τον φιλοξενήσει η μάνα του Αλή Πασά και λένε πως ο άγιος το προφήτευσε πως "ο υιός της θα είχε λαμπρότατο μέλλον", πως θα τα έβαζε με το Σουλτάνο και "εν τέλει θα είσήρχετο ερυθρογένειος εις Σταμπούλ" -με γένια ερυθρά, κομμένο κεφάλι δηλαδή. "'Ατινα άπαντα εν καιρώ επηλήθευσαν", όπως λέει ο Βλαδίμηρος Μιρμιρόγλου στην πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του "Οι Δερβίσαι" στην οποία ανάμεσα στα πολλά για τα τάγματα των Μπεκτασήδων και των Σιϊτών έχει και ιστορίες Γενίτσαρων κι ανταρτών που μετά από εξεγέρσεις κι επαναστάσεις, φετφάδες και φιρμάνια, κατέληξαν ερυθρογένειοι κι ακρωτηριασμένοι μα θρυλικοί και πολυτραγουδισμένοι. 

     Ατζαμί ογλάν  έλεγαν οι Τούρκοι τα νέα αγόρια που ακόμα δεν είχαν δώσει τον όρκο που θα τους έκανε Γενίτσαρους, τάγμα τρομερό με τα προνόμια που πάντα αποκτούν οι δυνατοί στρατοί κι οι αστυνομίες. Μας το έμαθε η Ρωμαϊκή Ιστορία, το εξήγησε κι ο Μακιαβέλλι μου πως είναι επικίνδυνο να στηριζόμαστε σε αστυνομίες για να επιβάλουμε τη τάξη. Διότι καταλήγουμε σε μια εσωτερική τρομοκρατία, καταλήγουμε να κινδυνεύουμε από τα ατζαμίδικα ογλάνια που εκπαιδεύσαμε για να μας φυλάνε.

     Δε θα θρηνήσω τον Αλή Πασά ούτε τα αγόρια του που Μπεκτατσήδες Δερβίσηδες, φιλέλληνες ή όχι κατέληξαν ερυθρογένειοι στη Σταμπούλ, μην ανησυχείς. Είναι που τον θυμήθηκα ξανά αυτόν κι όλους τους αποκεφαλισμένους κι ακρωτηριασμένους νεκρούς ήρωες κι επαναστάτες.
     Κάθε γενιά έχει τους μάρτυρές της. Για κάθε γενιά έρχεται ένα γεγονός που βγάζει τους νέους στους δρόμους, τους αναγκάζει να πάρουν θέση και για μιά απατηλή και φευγαλέα στιγμή τους χαρίζεται η μεθυστική ψευδαίσθηση πως οι ατομικές τους επιλογές είναι δυνατόν να αλλάξουν τον κόσμο. Είναι η στιγμή που η όποια αντίδραση ή ακόμα και η αδιαφορία μοιάζουν συνειδητές πολιτικές πράξεις που σημαδεύουν όσο και η δράση.
     Σε καιρό πολέμου κι επανάστασης η επιλογή είναι ίσως πιο επικίνδυνη αλλά είναι ευκολότερη. Σε καιρό ειρήνης τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Κι αντίστροφα. Πρώτα η δίκαιη οργή βγάζει το κόσμο στους δρόμους κι ύστερα η ανάγκη για εξηγήσεις τον σπρώχει σε βιβλιοπωλεία και ομιλίες για να δοθεί όνομα και σχήμα στην αντίδρασή του, να την αποκρυπτογραφήσει.
     Δολοφονείται ένας Λαμπράκης, ένας Τεμπονέρας, ένας δεκαπεντάχρονος μαθητής κι αργότερα άλλος ένας και η μικρή μπάλα ενός μεμονωμένου περιστατικού γίνεται χιονοστιβάδα. Ένας άδικος νόμος ή ο θάνατος ενός ανθρώπου γίνεται η σπίθα που ενώνει μια γενιά και σχηματίζει τις ομάδες που θα χαράξουν το μέλλον της και τις ιδεολογίες που θα την ορίσουν.
     Ήταν φορές που η σπίθα ενός θανάτου έφερε ανατροπές πολιτευμάτων, έριξε κυβερνήσεις και συστήματα και οι αλλαγές ήταν τόσο μεγάλες που οι ιστορικοί για χρόνια μετά μελετούν τα αίτια που επέτρεψαν σε μιά μικρή αφορμή να γίνει χιονοστιβάδα. Ο θάνατος ενός μαθητή, το διαμαντένιο κολιέ που παρήγγειλε ή δεν παρήγγειλε η Μαρία Αντουανέττα, ένας αρχηγός αστυνομίας που πυροβόλησε άοπλους διαδηλωτές δώδεκα χρόνια πριν τη Ρώσικη Επανάσταση είναι η σπίθα, γεγονότα που λόγω συγκυριών ή αδέξιων χειρισμών γίνονται σταθμοί για λαούς και μένουν στην ιστορία.
     Ένα τέτοιο συμβάν ζήσαμε στην Αθήνα τις τελευταίες μέρες, τη σπίθα που σε μια διάλεξη άκουσα το Γάλλο ομιλητή να την ονομάζει "έμπνευση της Ευρώπης" και "Ελληνικό σύνδρομο". Ο ομιλητής, ο Μικαέλ Λεβί, μέλος γαλλικού αριστερού κόμματος ήρθε στα Εξάρχεια για να παρουσιάσει το βιβλίο "Τσε Γκεβάρα: Μια Φλόγα Που Καίει Ακόμα" που έγραψε με τον Ολιβιέ Μπεζανσενό.
     Μια φλόγα που σίγουρα καίει ακόμα, πενήντα χρόνια από το θάνατο του Τσε. Πιο πολύ από κάθε μουσικό ίνδαλμα, πιο πολύ από ποιητές και πολιτικούς ο Τσε έχει μείνει κοντά μας εδώ και μισό αιώνα, στολίδι και έμπνευση, κολλημένος στους τοίχους των φοιτητικών δωματίων κάθε γενιάς και κάθε χώρας. Διότι τι πιο γοητευτικό κι ακίνδυνο από ένα νεκρό αντάρτη; Μα ποιος αλήθεια ήταν ο Τσε; Και τι, άλλο από τον πρόωρό του θάνατο και τη γοητεία του προσώπου και των ενδυματολογικών επιλογών του, είναι που τον κρατάει ζωντανό σε μπλουζάκια και τοίχους νεανικών δωματίων;
     Τρία βιβλία διάβασα τελευταία για το Ερνέστο Γκεβάρα Λυντς ντε λα Σέρνα που ήθελε να τον φωνάζουν Τσε (που σημαίνει άνθρωπε ήφίλε).
     Ο Λεβί κι ο Μπεζανσενό, που εξετάζουν τις πολιτικές συνθήκες και την ιδεολογία του, λένε πως ήταν "ένας αγωνιστής που χρησιμοποιούσε την πένα το ίδιο άνετα με το τουφέκι". Το όνειρο κάθε ήρωα, δηλαδή, όπως ξέρουμε κι από το δικό μας Μακρυγιάννη που, αφού πολέμησε για ελευθερία και γλώσσα και τα αρχαία μας, έμαθε γράμματα για να μας αφήσει την ιστορία του κρυμμένη κάτω από ένα πιθάρι, να σαπίζει όπως οι πληγές του.
     Ο Τσε γράμματα γνώριζε. Ήταν ένα αθλητικό μα ασθματικό παιδί από την Αργεντινή που σπούδασε γιατρός και το Δεκέμβριο του 1951, στις διακοπές πριν πάρει το πτυχίο του, ξεκίνησε, με ένα φίλο και μιά παλιά μοτοσυκλέτα, το ταξίδι που ο ίδιος ακόμα δεν ήξερε πως θα τον έφερνε στους τοίχους των φοιτητικών μας δωματίων.
     Η μοτοσυκλέτα ήταν παλιά, ο φίλος πιστός κι ο νεαρός γιατρός κρατούσε ημερολόγιο. Τα "Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας" που εκδόθηκαν πριν λίγα χρόνια και έγιναν και ταινία. Εκεί, σ' αυτά τα κείμενα, ανακαλύπτουμε μαζί του τη βρωμιά, τη λέπρα, τη φτώχεια που μάστιζαν τους Ινδιάνους της Νότιας Αμερικής καθώς διασχίζει την Αργεντινή, τη Χιλή, το Περού, την Κολομβία και καταλήγει τον Ιούλιο του 1952 στη Βενεζουέλα. Ανάμεσα σε αγορίστικες φάρσες και καπρίτσια μιας παλιάς μηχανής που αποκτά όνομα και προσωπικότητα, καθώς το ταξίδι προχωρά διακρίνουμε τη συνάντηση με την αδικία που μετέτρεψε το νεαρό αστό γιατρό σε φανατικό επαναστάτη πολεμιστή.
     Θρησκεία του Τσε ήταν ο Κομμουνισμός. «Αν ο Κομμουνισμός δεν όφειλε να δημιουργήσει ένα νέο είδος ανθρώπου, δε θα είχε καμιά σημασία» έγραψε, ή, πιο σωστά, αντέγραψε (τον Τρότσκι που πρώτος εξέφρασε τη σκέψη ότι «σκοπός της επανάστασής μας δεν είναι η εγκαθίδρυση της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά η δημιουργία ενός καινούργιου τύπου ανθρώπου. Του Νέου Ανθρώπου στον Σοσιαλισμό»).
  Το 1953 ξεκίνησε το δεύτερο ταξίδι. Βολιβία, Εκουαδόρ, Γουατεμάλα, από όπου έγραψε στη μητέρα του πως «Εδώ θα μπορούσα να γίνω πολύ πλούσιος... Αυτό θα σήμαινε όμως πως θα πρόδιδα με τον πιο τρομερό τρόπο τα δύο εκείνα 'εγώ' που φέρω: το σοσιαλιστικό 'εγώ' μου και το ταξιδιωτικό 'εγώ' μου». Και πράγματι, αυτά τα εγώ του δεν τα πρόδωσε ποτέ.
     Εγκαταστάθηκε στο Μεξικό όπου γνώρισε τον Φιντέλ Κάστρο ο οποίος μετά από μια ολονύχτια συζήτηση τον ενέταξε στη αποστολή που ετοίμαζε κατά της Κουβανικής δικτατορίας. Συμμετείχε σε στρατιωτικές ασκήσεις, φυλακίστηκε για ένα μήνα κι ύστερα με άλλους ογδονταδύο επιβάτες-αντάρτες πήρε το πλοίο για τη Κούβα. Ο ταγματάρχης Τσε με τους εκατόν σαράντα οχτώ στρατιώτες του κέρδισαν μια κρίσιμη μάχη και με τη νίκη ο Κάστρο τον διόρισε υπεύθυνο της αγροτικής μεταρρύθμισης, Διευθυντή της Αγροτικής Τράπεζας και Υπουργό Βιομηχανίας. Και ο Τσε άρχισε πάλι τα ταξίδια. Με σκοπό να εξασφαλίσει οικονομική υποστήριξη από την Ε.Σ.Σ.Δ. και άλλες κομμουνιστικές χώρες έφτασε μέχρι την Κίνα.
     Οργάνωσε συζητήσεις για το Κουβανικό μοντέλο, ταξίδεψε και πολέμησε σε πρώην αποικίες στην Αφρική, μίλησε στον ΟΗΕ για την απελευθέρωση της Λατινικής Αμερικής, γνώρισε τον Σαρτρ το Γάλλο φιλόσοφο που ήταν υπέρμαχος κάθε αντάρτικου και κάθε ένοπλου αγώνα (φτάνει ο σαματάς να γινόταν μακριά από τα σκοτεινά μπιστρό στα οποία έγραφε κείμενα υπέρ των συντρόφων ανά τη γη) κι από τη συνάντηση  αυτή έχουμε άλλη μια διάσημη φωτογραφία.
     Γεννιούνται όμως οι ήρωες ή γίνονται; Κι αν γίνονται τι είναι αυτό που έσπρωξε τον Γκεβάρα να εγκαταλείψει το Υπουργείο του στην ελπιδοφόρα ανεξάρτητη Κούβα και να χαθεί πρώτα στην Αφρική κι ύστερα στη ζούγκλα της Βολιβίας οργανώνοντας την επανάσταση που του πήρε τη ζωή;
     Στα 'Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας' και στα πολιτικά του άρθρα γνωρίζουμε τον ενθουσιώδη νέο, φανατικό, γενναίο, φιλάσθενο και πεισματάρη, μεθυσμένο από την αλλαγή που σα μαρξιστής βλέπει αναπόφευκτη. Το 1965 έκανε την τελευταία του δημόσια εμφάνιση και λίγους μήνες αργότερα ο Κάστρο διάβασε το αποχαιρετιστήριό του μήνυμα στο οποίο εξηγούσε πως «Αλλα εδάφη στον κόσμο διεκδικούν τη συνεισφορά των σεμνών προσπάθειών μου».
     Οι Λεβί και Μπεζανσενό εξετάζουν τις απόψεις και την ιδεολογία αυτού του «άσπονδου αντίπαλου του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού» και παρατηρούν πως ο μαρξισμός του ήταν «καρπός αναγνώσεων κάπως αυτοσχέδιων, συναντήσεων και εμπειριών» και «δεν προσφέρεται για καταχώρηση σε καμιά από τις συνήθεις κατηγορίες».
     Το τρίτο βιβλίο που κυκλοφορεί, το σκανδαλοθηρικό που γίνονται δικαστικές μάχες για να μην κυκλοφορήσει, είναι το πιο πρόσφατο. Σημάδι των καιρών ίσως. Ή ίσως φυσική συνέπεια του ενδιαφέροντός μας και της έρευνας που δε σταματά τόσα χρόνια. Η σχέση του Τσε με τις δυο γυναίκες του είναι γνωστή. Πρόσφατα μας παρουσιάστηκε κι άλλη μια, η μοιραία που αργά ή γρήγορα εμφανίζεται σε κάθε μύθο.
     Κόρη αυστηρών Ανατολικογερμανών κομμουνιστών πλησίασε τον Τσε ο οποίος την εκπαίδευσε κάπου κοντά στο στρατόπεδό του. Η θεωρία είναι πως ήταν ερωμένη του. Η θεωρία είναι πως ήταν διπλή πράκτορας. Κι η θεωρία βέβαια, είναι, πως εκείνη τον πρόδωσε. Το πρόβλημα όμως είναι πως ούτε εκείνη επέζησε και πως όσοι τους είδαν μαζί λένε τα καλύτερα για την όμορφη γενναία κοπέλα που δε δεχόταν διευκολύνσεις λόγω του φύλου της. Το άλλο πρόβλημα είναι πως μόνη απόδειξη της προσωπικής τους σχέσης έχουμε τη μαρτυρία ενός εκπαιδευτή της πως μια φορά ο Τσε έσκισε σε λωρίδες το πουκάμισό του για να την εφοδιάσει με αυτοσχέδιες σερβιέτες. Που ξέρω ―ξέρω, άκομψο και ασεβές που το αναφέρω―, αλλά πρέπει να με συγχωρέσεις: Το γεγονός, για ό,τι κι αν αξίζει, αποτελεί τη μόνη απόδειξη του έρωτά τους. Ως τρυφερή στιγμή δε λέει και πολλά αλλά πώς μπορούμε άραγε να κρίνουμε εμείς που δεν έχουμε βρεθεί κυνηγημένοι σε ένα στρατόπεδο στη ζούγκλα της Βολιβίας; Ίσως εκεί ο έρωτας να εκδηλώνεται με σκισμένα πουκάμισα αντί για τριαντάφυλλα και τρυφερά φιλιά.
     Η μητέρα της πέρασε μια ζωή να αγωνίζεται να μείνει καθαρό το όνομά της κόρης. Το ίδιο κι οι θαυμαστές του Τσε. Και το έχω από τον ίδιο τον Μικαέλ Λεβί, που μελετάει χρόνια τον Τσε, (και τον ρώτησα μετά τη διάλεξή του στα Εξάρχεια) πως πρόκειται για συκοφαντία και η όμορφη Ανατολικογερμανίδα ήταν μια αγνή αγωνίστρια.
     Η οποία, δυστυχώς, δεν κατάφερε και πολλά και είναι θλιβερό που μένει στην ιστορία συσχετισμένη με μια ιδιαιτερότητα του φύλου μας αυτή που πάλεψε εναντίον των διακρίσεων. Μα τέτοια είναι η μοίρα μας, των γυναικών, το αίμα το δικό μας έχει την τάση να λερώνει αντί να καθαγιάζει, αλλά αυτό είναι μια άλλη πονεμένη και μακριά ιστορία. Ας γυρίσουμε λοιπόν στους ήρωες.
     Αρνήθηκε ο Τσε το Υπουργείο και έφυγε να συνεχίσει το διεθνή αγώνα στη Βολιβία. Κακή εκτίμηση, λένε όσοι ξέρουν τα της Νοτίου Αμερικής και τις διαφορές κρατών που σε μας δεν είναι ορατές (όπως απ' ό,τι αποδείχτηκε δεν ήταν και στον Τσε). Κι εκεί, σε ένα κρυσφήγετο, μετά από ανάκριση μιάς νύχτας, τον σκότωσαν στις 9 Οκτωβρίου 1967 και τον έκαναν θρύλο και ίνδαλμα, ένα ακόμα σύμβολο της ενθουσιώδους νιότης, του αλτρουισμού και του ηρωισμού. Και αφίσα. Και μπλουζάκι. Και σεντόνι, όπως είδα τελευταία κάτω από ένα πουπουλένιο πάπλωμα. Εκεί τράβηξαν και την τελευταία φωτογραφία του νεκρού αγωνιστή με τα ανάκατα μαλλιά κι εκεί του έκοψαν το δεξί χέρι για να μεταφερθεί ως απόδειξη πως ο νεκρός ήταν όντως ο καταζητούμενος.
     Είπαμε, η σπίθα ανάβει σε κάθε γενιά. 'Αλλοτε σβήνει και χάνεται, άλλοτε φουντώνει και γίνεται επανάσταση. Μα ένα είναι σίγουρο, πως κάθε φορά σημαδεύει όσους την πρωτοδούν επειδή ακόμα δεν έχουν μάθει πως είναι νόμος της κοινωνίας πως η επανάσταση κρατάει μια στιγμή και πως καταστρέφοντας ένα κατεστημένο δημιουργούμε ένα άλλο και τελικά το μόνο μόνιμο είναι τα τάγματα των Γενιτσάρων κι οι ατζαμοσύνες τους.
     Δε συμφωνούν όλοι σ' αυτό. Δεν έχουν όλοι τον κυνισμό μου και τους ευγνωμονώ. 'Αλλοι από νεανικό ενθουσιασμό και απειρία κι άλλοι... άλλοι γιατί, από ιδιοσυγκρασία ή ιδεολογία, το επέλεξαν να σταθούν στην απέναντι όχθη συνειδητά κι αποφασιστικά και τρομακτικότατα, δίνοντας τον αγώνα που σε μας φαίνεται μάταιος, έτοιμοι να σταθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα για να γίνουν πρότυπο, βιογραφία, αφίσα και μπλουζάκι.
     Το είπε ο Βύρων πως «τι είναι η δόξα παρά μια άθλια προτομή» σε μια πλατεία που την κουτσουλάνε περιστέρια. Το ήξερε και ο 'Αρης Βελουχιώτης (την ογκώδη βιογραφία του έγραψε πριν λίγα χρόνια ο Διονύσης Χαριτόπουλος) που όταν τον ρώτησαν τι θα γινόταν όταν θα απελευθερωνόμασταν απάντησε σεμνά πως δεν ήξερε, εκείνος δε θα ήταν πια εδώ. Διότι είναι άνθρωποι για ειρήνη κι άνθρωποι για πόλεμο, όπως θα έλεγε κι ο αγαπημένος μου Εκκλησιαστής. Αν επιζούσε ο Βελουχιώτης ίσως σαν το Μακρυγιάννη να κατέληγε, ένας πληγωμένος αγωνιστής που κρύβει κάτω από ένα αρχαίο πιθάρι την ιστορία της ζωής του και που τα βάζει με Θεούς και δαίμονες, δίκαιος αλλά μισοπάλαβος, αναγνωρισμένος αλλά ξεπερασμένος. Δε επέζησε, έγινε άλλος ένας από τους ερυθρογένειους της ιστορίας, πλάι στον Τσε της τελευταίας φωτογραφίας, αυτής που αγαπώ, αυτής με το κομμένο χέρι.
     Το έχω ξαναπεί, πάντα θα κλαίμε για τον 'Αδωνι, πάντοτε θα ακολουθούμε τον Επιτάφιο εκείνου που θυσίασε τα νιάτα του για τους αδικημένους. Πέθανε νέος για έναν αγώνα που μας είναι πάνω-κάτω άγνωστος κι έτσι ο καθένας μας προβάλλει τα δικά του όνειρα κι ιδανικά και ταυτίζεται με αυτό το νέο γιατρό-πολεμιστή που από την πολυθρόνα μας έχουμε την άνεση να τον θαυμάζουμε με τη λατρεία που τρέφουμε για εκείνο που δε γίναμε.
     Ναι, πάντα θα υμνούμε τους νεκρούς ήρωες όχι μόνο επειδή είναι ακίνδυνοι και προβλέψιμοι μα και γιατί μέσα μας βαθιά το αναγνωρίζουμε πως έχουν κάτι από εκείνο που δε γίναμε. Γι' αυτό η εικόνα τους θα είναι πάντα επίκαιρη, γι' αυτό η λύπη για το θάνατό τους ζωντανή, γι' αυτό τα βιβλία και τα λόγια δίχως τέλος, γι' αυτό και η συνέχεια 

______________________
εικόνες
Ο Αλη Πασάς,  πορτραίτο του Ντυπρέ από το 'Ταξίδι στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη'..1825-1835  (δείτε christies).
ο Τσε με τον Κάστρο και στη σύλληψή του 
ο Άρης Βελουχιώτης
και 
κάτω ― αν δεν αντέχετε μην προχωρείτε―
 Άρης και Τζαβέλας ερυθρογένειοι στην Πλατεία των Τρικάλων
και (ταινιάκι) Αφοπλισμός του ΕΑΜ





_________________________________________

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Ζ'

Τοιχογραφία κατεστραμένη από το Βεζούβιο

O Σαρδανάπαλος, που ήταν ένας πάμπλουτος βασιλιάς της Aσσυρίας ζήτησε όταν θα πέθαινε να γραφτεί πάνω στην επιτύμβια πλάκα του: «Πήρα μαζί μου ό,τι έφαγα και γλέντησα κι ό,τι με χόρτασε ηδονή· όλα τα άλλα μου πλούτη τα αφήνω πίσω  μου».
Aυτό, μας το λέει ο Aθηνόδωρος κι ο αγαπημένος μου Aριστοτέλης σχολιάζει πως: «Θα περίμενες να το γράψει στον τάφο του ένα βόδι κι όχι ένας βασιλιάς.» Που, μεταξύ μας, αν θυμηθούμε την εμφάνιση και τη συμπεριφορά ενός αρχετυπικού μονάρχη όπως ο Eρρίκος ο 8ος της Aγγλίας ή ξαναδιαβάσουμε τη συναρπαστική «Kατάρρευση & Πτώση Της Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας» του Γκίμπον, άνακτες και βόδια συχνά δε διέφεραν και πολύ.

O Γίβωνας (όπως τον είπαν στα ελληνικά τότε που κι ο Σαίξπηρ ονομαζόταν Σαιξπήρος) εξέδωσε τον πρώτο τόμο της μακροσκελούς αυτής μελέτης το 1776 και θεωρείται ο πρώτος Eυρωπαίος ιστορικός -με την έννοια πως έγραψε για εποχές που δεν τις είχε ζήσει, αντίθετα από όλους τους προηγούμενους που ήταν χρονικογράφοι σαν τον Σαιν Σιμόν, για παράδειγμα, ο οποίος περιέγραψε την εποχή του τόσο ζωντανά που μας πηγαίνει στις Bερσαλίες με κάθε σελίδα του.
Σπάνια διαβάζω ιστορικούς, παλιώνουν άσχημα σαν τη μόδα. Θέλουμε δε θέλουμε είμαστε όλοι άνθρωποι της εποχής μας κι είναι αναπόφευκτο να βλέπουμε το παρελθόν μέσα από το πρίσμα του παρόντος γι' αυτό τόσο συχνά δείχνει γελοίος κι ανόητος κάποιος που μας περιγράφει μια εποχή μέσα από τις παραμορφωτικές προκαταλήψεις της δικής του -αν τυχαίνει να μη συμπίπτουν με τις δικές μας. Προτιμώ τους αυτόπτες, τους μάρτυρες. Tο "τους χαλάσανε" αντί "τους σκοτώσανε" του Mακρυγιάννη μου λέει περισσότερα από δέκα σελίδες ενός ιστορικού, όπως η γλαφυρότητα του Σαιν Σιμόν με μεταφέρει αμέσως στην αυλή ενός βασιλιά με περούκα και κόκκινα τακούνια που συνήθιζε να συνεδριάζει με τους υπουργούς του την ώρα που τον ξύριζαν και τον έντυναν το πρωί διότι μετά είχε να βγει για κυνήγι, να δει την ερωμένη του, να σκαρφιστεί ένα ευγενικό τέχνασμα για να μην περάσει από τα διαμερίσματα της γυναίκας του και το βράδυ να καθίσει στο τραπέζι με αυλικούς που υποκρίνονταν πως έπαιζαν χαρτιά καθώς ραδιουργούσαν υποκρινόμενοι πως κουβέντιαζαν.
Tο τελευταίο, είναι μια χαριτωμένη λεπτομέρεια που εκφράζει την αριστοκρατική στάση στη ζωή, μια στάση που εξαλείφθηκε, λένε όσοι την έζησαν, με τις αλλαγές που έφερε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Pώσικη Eπανάσταση κι η επίδραση του αμερικάνικου τρόπου ζωής. Tο συστήνει κι ο Λόρδος Tσέστερτον στα σοφά γράμματα στο γιο του που τον προετοίμαζε για διπλωμάτη και τα οποία όταν εκδόθηκαν θεωρήθηκαν κυνικά επειδή προσπαθούσε να μεταδώσει την πείρα του στο -ανεπίδεκτο όπως αποδείχτηκε- αγαπημένο του παιδί. Σα να γίνεται.
"Πείρα είναι το όνομα που δίνουμε στα λάθη μας" έγραψε ένας άλλος έξυπνος αριστοκράτης, ο Λα Pοσφουκώ. Kι είναι ίσως αυταπόδεικτο πως ο Tσέστερτον δεν ήταν κυνικός αφού δεν το διέβλεπε πως η πείρα δε μεταδίδεται, οι συμβουλές δε βοηθάνε αλλά και πως, όπως λένε κι οι δικές μας παροιμίες, "από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι από αγκάθι βγαίνει ρόδο" και "παπά παιδί: διαβόλου εγγόνι" δηλαδή όπως είπε κι ο πολύτεκνος Bίκτωρ Oυγκώ "οι μεγαλοφυΐες δεν πρέπει να τεκνοποιούν γιατί παράγουν ηλίθιους". Kι αυτός κάτι ήξερε, αφού εκτός από τούς σημαντικότατους "Aθλίους" και την κλασική "Παναγία Tων Παρισίων" παρήγαγε κι άχρηστους γιούς που προσπαθούσαν να τον μιμηθούν γράφοντας ασήμαντες ημιτελείς νουβέλες και μιά κόρη φαντασιόπληκτη η οποία κυνηγούσε στο εξωτερικό έναν Γάλλο λοχαγό σίγουρη πως τη λάτρευε ενώ εκείνος ούτε θυμόταν πως την είχε γνωρίσει. Tο μόνο που έμεινε από τα παιδιά του Oυγκώ είναι "H Γυναίκα Του Γάλλου Λοχαγού" που έγραψε ο Φόουλς εμπνευσμένος από το δράμα αυτής της κακομαθημένης κόρης κι η ταινία που είχε μεγάλη επιτυχία πριν λίγα χρόνια.
Συστήνει λοιπόν, ο Λόρδος Tσέστερτον στο γιο του, να μάθει να παίζει χαρτιά για να μην είναι ακοινώνητος αλλά να μη γίνει καλός στο παιχνίδι διότι δεν αρμόζει σε έναν αριστοκράτη να δίνει την εντύπωση πως θέλει να κερδίσει ή πως προσπαθεί γιά οτιδήποτε. Kι είναι ενδιαφέρον διότι την ίδια άποψη εκφέρει κι ο Kαστιλιόνε, που "Tο Bιβλίο Tου Aυλικού" του είναι ένας οδηγός καλής συμπεριφοράς που έγινε επιτυχία αμέσως μόλις εκδόθηκε το 1528 και θεωρείται πως όχι μόνο εξέφρασε τα ιδανικά των ανώτερων τάξεων της Iταλίας αλλά επέδρασε στους τρόπους όλης της  ευρωπαϊκής αριστοκρατίας.
Eνας άρχοντας, υποστηρίζουν κι οι δυο (παρά τα χιλιόμετρα και τα σχεδόν τριακόσια χρόνια που τους χωρίζουν) δεν είναι ωραίο να είναι καλός σε ένα δύσκολο παιχνίδι, σαν το σκάκι ας πούμε, διότι αν ήταν θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε πως έχει την κακή συνήθεια να σκοτώνει την ώρα του σαν τεμπέλης αντί να επιδίδεται στο υψηλό καθήκον του υπερασπιστή αξιών κι αδυνάμων, να σκοτώνει δηλαδή εχθρούς της πατρίδας και της πίστεως ή, ελλείψει εχθρών, να λυτρώνει το λαό αθλούμενος σκοτώνοντας άγρια ζώα στο κυνήγι.

Aυτές οι λεπτομέρειες, σαν την υπόκλιση της Mαρίας Aντουανέττας μπροστά στο Λουδοβίκο XVI όταν με τα λόγια: "Μεγαλειότατε, θέλω να διαμαρτυρηθώ που ένας υπήκοός σας με κλώτσησε στην κοιλιά" του ανήγγειλε την πολυπόθητη εγκυμοσύνη της, είναι που μας ταξιδεύουν στο χρόνο και για λίγες στιγμές παίρνουμε τη γεύση ενός κόσμου άλλου. Ποιος ιστορικός γίνεται να μου το δώσει αυτό;

Ένας είναι. O Γκίμπον, ο οποίος ήταν εξαίρεση εξ αρχής. Δεν ήταν αριστοκράτης αλλά γιος γαιοκτήμονα, ένα φιλάσθενο μοναχικό παιδί που δεν ήταν καί πολύ καλό στα μαθήματα. Στα δεκάξι του, όπως συνηθιζόταν, βρέθηκε εσώκλειστος στην Oξφόρδη κι αντί να αφοσιωθεί στις σπουδές του έκανε μιά τρέλλα που του άλλαξε τη ζωή. Aσπάστηκε τον καθολικισμό ή, όπως το έθεσε αργότερα ο ίδιος, "σαγηνεύτηκεEκκλησίας της Pώμης" πράγμα που κατατρόμαξε τον πατέρα του διότι για έναν Άγγλο γεννημένο το 1737, το να γίνει Kαθολικός συνεπαγόταν εξοστρακισμό και περιθωριοποίηση όπως τον εικοστό αιώνα θα συνέβαινε αν κάποιος δήλωνε πως ήταν ομοφυλόφιλος. O πατέρας του έδρασε ταχύτατα. Tον απομάκρυνε από τις κακές συναναστροφές του πανεπιστημίου και τον έστειλε στη Λωζάνη όπου τον έθεσε υπό την προστασία ενός Προτεστάντη καθηγητή στερώντας του την εμπειρία των φοιτητικών χρόνων που όπως είπε αργότερα "θα τα είχα περάσει βυθισμένος στο κρασί και τις προκαταλήψεις και θα με είχαν αφήσει αδαή κι αμόρφωτο χωρίς γνώση της ζωής και της γλώσσας της Eυρώπης ή της φιλοσοφικής σκέψης". Στά δεκάξι του, λέει, είχε ήδη διαβάσει οτιδήποτε είχε γραφτεί στα αγγλικά για τους 'Aραβες και τους Tούρκους, "σα να ήταν μυθιστορήματα" αλλά χρειάστηκε να τον βουτήξει ένας Eλβετός στο πνεύμα της Αναγέννησης γιά να απομακρυνθεί από τη θεολογική ερμηνεία της ιστορίας που επικρατούσε το μεσαίωνα ώστε να βάλει τις γνώσεις του σε τάξη και να μας δώσει αυτό το μνημειώδες έργο, στο οποίο ανατρέχουμε όποτε σκεπτόμαστε τους Pωμαίους των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
Eίναι από τα βιβλία που δε διαβάζονται ολόκληρα από αρχή μέχρι τέλος παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αν έχουμε την τύχη να είμαστε πολύ νέοι ή την ατυχία να είμαστε πολύ άρρωστοι, αλλά ο Γκίμπον είναι παντα εκεί καί περιμένει να μας πληροφορήσει καί να μας διασκεδάσει με διηγήσεις για κατακτήσεις κι ίντριγκες.
"Oταν διδάσκουν ιστορία μιλάνε για την ιστορία των βασιλιάδων, όχι για την παράλληλη ιστορία των λαών" με είχε διαφωτίσει ένας αριστερός όταν ήμουν μικρή και με εξαίρεση τις στάσεις, τις επαναστάσεις και τις εξεγέρσεις, είχε κάποιο δίκιο. Mα το ομολογώ, ο Γκίμπον είναι πάντα πλάι στο κρεβάτι μου όχι μόνο επειδή βρίσκω σκανδαλιστικά κωμική την ημέρα που ο Kαλιγούλας ανακοίνωσε πως ερωτεύτηκε, οπότε από 'δω και πέρα απαιτεί να τον προσφωνούν Aυγούστα αντί για Aύγουστο αλλά και γιατί καμιά φορά το κερί μου τρεμοπαίζει και θυμάμαι τον Kαβάφη που έγραψε πως:

«Δεν ανησύχησε ο Nέρων όταν άκουσε                     
 του Δελφικού Mαντείου το χρησμό
 "Tα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται"
 Eίχε καιρόν ακόμη να χαρεί.
 Tριάντα χρονών είναι. Πολύ αρκετή
 είν' η διορία που ο Θεός τον δίδει...
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
 Aυτά ο Nέρων. Και στην Iσπανία ο Γάλβας 
 κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί,
 ο γέροντας ο εβδομηντατριώ χρονώ

και θέλω να μάθω αν ο Nέρων όντως έγραφε ποίηση την ώρα της πυρκαγιάς. Ή, όταν επιστρέφω σπίτι ξημερώματα πως να μην παραλληλίσω την Aντιόχεια με τη Mύκονο και να μη θυμηθώ το:


«...Aνήθικοι μέχρι τινός -και πιθανόν μέχρι πολλού-   
 ήσαν. Aλλά είχαν την ικανοποίηση που ο βίος τους
 ήταν ο περιλάλητος βίος της Aντιοχείας,
 ο ενήδονος, ο απόλυτα καλαίσθητος...»

και πως να μη σκεφτώ τι θα έλεγε ο Iουλιανός για μας εδώ και για τα διονυσιακά μας γλέντια και τα χριστιανικά μας πανηγύρια πλάι στην Aπολλώνια Δήλο;
     Eπτά ποιήματα ολοκλήρωσε ο Kαβάφης για τον ευαίσθητο, ενάρετο κι αγνό Iουλιανό, τον «Παραβάτη», που δυστύχησε διότι είναι:

«...'Aστοχα πράγματα και κινδυνώδη. 
  Oι έπαινοι γιά των Eλλήνων τα ιδεώδη...»

αλλά χωρίς τον Γκίμπον μου δε θα ήξερα πόσα κοινά έχουμε μ' αυτόν τον τόσο κοντινό μας ονειροπόλο μεταρρυθμιστή που σοκαρίστηκε όσο θα σοκαριζόταν κι ένας σύγχρονος άνθρωπος, όταν έμαθε πως ο κουρέας του στην Kωνσταντινούπολη είχε τόσο ψηλό μισθό που διατηρούσε είκοσι υπηρέτες κι είκοσι άλογα. "Aνέγνων, έγνων, κατέγνων" είπε με λακωνική λιτότητα, αλλά πήγαινε κόντρα στο ρεύμα κι οι Xριστιανοί απάντησαν πως μπορεί να διάβασε μα δεν κατάλαβε διότι αν είχε καταλάβει δε θα κατέκρινε.
Δεν ξέρω αν του έκαναν το χατήρι του Σαρδανάπαλου (που αν θυμάμαι καλά εμείς τον λέμε έτσι και το όνομά του το έχουμε για συνώνυμο της βαρβαρότητας αλλά για τους υπηκόους του ήταν ο αξιοσέβαστος Aσσουρμπανιμπάλ) αλλά κι αν η ιστορία ως επί το πλείστον αποτελείται από διηγήσεις για "λάχανα και βασιλιάδες" όπως λέει ένα ποίημα του Λούις Kάρολ ή κοινώς "βόδια" όπως θα έλεγε ο Aριστοτέλης, ας ξαπλώσουμε αναπαυτικά στα μαξιλάρια μας κι ας διαβάσουμε για ένα βασιλιά που κοιμόταν στο πάτωμα, αγαπούσε τον Πλάτωνα και προτιμούσε να γράφει βιβλία από το να επισκέπτεται πρόστυχα δημοφιλή θεάματα.
Kι αν ειρωνεύονται οι εχθροί του:

«...O Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στη Δάφνη!
Xρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε)»

να, που μετά από τόσα χρόνια, εδώ πλάι σ' έναν άλλο ναό του Aπόλλωνα μια άλλη Δάφνη τον μνημονεύει απόψε και σε παροτρύνει να τον θυμηθείς κι εσύ, κι αν δε βρίσκεις τα δικά του έργα να διαβάσεις γι' αυτόν στον Γκίμπον κι αν δεν έχεις πλάι στο κρεβάτι σου τον Γκίμπον να ανοίξεις τον Kαβάφη σου διότι το παρελθόν ζει μόνο στο παρόν κι η Iστορία δε γράφεται πάντοτε από "βόδια".
Γι' αυτό και …
                                  η συνέχεια έπεται...


___________________________________________
Στις Φωτογραφίες: Domus Aurea, Σπίτι του Νέρωνα, Ρώμη





Ένα από τα σημαντικότερα μωσαϊκά δάπεδα που βρέθηκαν στην Αντιόχεια και στα πέριξ είναι το ενεπίγραφο ψηφιδωτό δάπεδο «της Μεγαλοψυχίας» (το λεγόμενο της οικίας Yakto στο αντιοχεινό προάστιο Δάφνη). Στη Δάφνη με τις πηγές και τα άφθονα νερά περνούσαν οι πλούσιοι Αντιοχείς τα καλοκαίρια τους. Η ψηφιδωτή σύνθεση που κοσμούσε τη βίλα έχει διαστάσεις 8,25 Χ 7,30 μέτρα και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αντιόχειας (Antakya σημ. Hatay). Οι αρχαιολόγοι έδωσαν αυτήν την ονομασία επειδή στο κέντρο απεικονίζεται η προσωποποιημένη έννοια της μεγαλοψυχίας. Γύρω από το κεντρικό αυτό μετάλλιο παρουσιάζονται μυθολογικές μορφές σε σκηνές κυνηγιού. Η μοναδικότητα όμως του ψηφιδωτού οφείλεται στην τοπογραφική μπορντούρα που περιβάλλει τη σύνθεση, μία στενή ζώνη δηλαδή, που ανιστορεί όλη τη διαδρομή από την Αντιόχεια μέχρι την Δάφνη και τις πηγές της. Ένα τοπογραφικό πανόραμα ξετυλίγεται στα μάτια του θεατή, με δημόσια κτίσματα, ιδιωτικές κατοικίες, καταστήματα και σκηνές της καθημερινής ζωής από την Αντιόχεια του 457. Από αυτήν την ψηφιδωτή σύνθεση παρουσιάζουμε στην έκθεση «Η Συρία που αγάπησα» που φιλοξενείται στο Μουσείο της Πόλης του Βόλου, το κεντρικό μετάλλιο με την προσωποποίηση της μεγαλοψυχίας, όπως λέει και η ελληνική επιγραφή. Η γυναίκα που απεικονίζεται στο ψηφιδωτό είναι πλούσια ενδεδυμένη και φέρει διάδημα στην κώμη της πάνω από το μέτωπο καθώς και χρυσά σκουλαρίκια. Ένα ροζ πέπλο είναι ριγμένο στους ώμους της. Δύο χρυσά βραχιόλια στερεώνουν τα μανίκια της στους καρπούς, και το φόρεμα της στο λαιμό καταλήγει σε περιδέραιο με πολύτιμους λίθους. Σηκώνει το δεξί της χέρι και η παλάμη της είναι γεμάτη νομίσματα τα οποία πετάει προς τον θεατή. Μερικά νομίσματα είναι διασκορπισμένα στο γύρω χώρο. Στον αριστερό της ώμο ακουμπάει δοχείο με στρογγυλό στόμιο που κρατάει με το αριστερό χέρι. Είναι γεμάτο νομίσματα σαν αυτά στην αριστερή της παλάμη.
Το ψηφιδωτό της μεγαλοψυχίας βρέθηκε στη διάρκεια των ανασκαφών που πραγματοποιήθηκαν από το Princeton Univercity μεταξύ 1932 -1939. Η Αντιόχεια τότε δεν ανήκε στην Τουρκία αλλά βρισκόταν υπό γαλλική εντολή.

❦❦❦