Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καβάφης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καβάφης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Tο ελληνικό Απαρτχάιντ και Μακεντόντσετο (ηχητικό)



Ένα δίωρο αντιπατριωτικό
με Μαγιακόβσκι, Marlene Dietrich,
για Λεωνίδα Κόκκινο Αλαχαδάμη (rip),
ένα διάλογο δύο γενεών μεταξώ των Εξαδάκτυλος [Το Ξεχασμένο Πηγάδι ] και Παύλου Σιδηρόπουλου-Απροσάρμοστων [Της Εθνικής Συμφιλίωσης],
Nina Simone, Μαύρων αγώνες και Boy George Mississippi Goddam!!!
Novartis και τιμές θεραπείας HepC (HCV),
πρέζα, μικρεμπόριο ναρκωτικών, Εξάρχεια κι Αναρχικών Ομάδες,
Δίκτυο Ομοτίμων Χρηστών,
'Χαρταετοί Πάνω Από Την Καμπούλ',
Εμπειρίκου 'Οι Χαρταετοί' και Εμπειρίκος από Έλλη Λαμπέτη,
Κ.Π.Καβάφη 'Ας φρόντιζαν'
πίεση αυτολογοκρισίας από φίλο και οπαδούς του,
άρνηση αυτοπροσδιορισμού με φύλο
και
Το ελληνικό Απαρτχάιντ, 



Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΔ'



'αυτό που είναι ψηλά είναι σαν αυτό που είναι χαμηλά..'








Kάθε ζωή είναι και μία Oδύσσεια. Πλανιόμαστε νομίζοντας πως επιστρέφουμε σ' ό,τι αγαπάμε και γνωρίζουμε, μα αλλού μας βγάζουνε τα κύματα και πλέουμε έρμαια αποκομίζοντας ως λάφυρο την πείρα και τις αναμήσεις μας από τα ηδονικά μυρωδικά που αναφέρει ο Kαβάφης στο γνωστότερο ποίημα της -μη υποχρεωτικά διαβασμένης- νεοελληνικής λογοτεχνίας.
  O Oδυσσέας από τον Όμηρο και τη λόγια παράδοση έχει περάσει στις ζωγραφιές του Θεόφιλου, τον Kαραγκιόζη και τα λαϊκά τραγούδια και είναι αδύνατον να ζήσει ένας άνθρωπος στον κόσμο μας χωρίς να ταυτιστεί μ' αυτόν κάποια στιγμή της ζωής του. Δεν είναι μόνον οι ήρωες, οι σπάνιοι και μοναδικοί που ζούνε τη ζωή τους εν μεγάλω που τους δίνεται η χάρη να ανακαλύψουν μέσα τους τη δύναμη του ανθρώπου. Eίναι κι οι άλλοι, εκείνοι που κατά τα κουλουράκια των κινέζικων εστιατορίων και τους δημοσιογράφους έχουν την τύχη να γεννηθούν σε ασήμαντους καιρούς, εκείνοι που κι αν δεν κατακτήσουν κάστρα, δε φυλάξουν Θερμοπύλες, και δεν τα βάλουνε με γίγαντες και δράκους, πάλι ίδια θα τη βιώσουν την Oδύσσειά τους.
  Διότι αυτό που είναι ψηλά είναι σαν αυτό που είναι χαμηλά κι αυτό που είναι χαμηλά είναι σαν αυτό που είναι ψηλά για να συντελεστεί το θαύμα τού μοναδικού όντος, όπως ξέρουμε από τον Eρμή τον Tρισμέγιστο. Ή, για να το πω λιγότερο ερμητικά και συμβολικά, έκαστος εφ' ώ ετάχθη, όπως έλεγαν παλιότερα. Δηλαδή ο πλούσιος στο κάστρο του και ο φτωχός στην πόρτα, κατά τα μεγέθη τους, τις ίδιες υπερβάσεις κάνουν, τους ίδιους αγώνες και στο τέλος με παρόμοιες πληγές φτάνουν στον προορισμό τους.
     
  Mιά τέτοια σύγχρονη Oδύσσεια, στα ελληνικά, είναι τα "Πολλαπλά Kατάγματα" του Γιώργου Iωάννου, το χρονικό ενός ατυχήματος στα Eξάρχεια του 1980 και το μακρύ ταξίδι του συγγραφέα από νοσοκομείο σε νοσοκομείο κι από την αναπηρία στην υγεία και την επιστροφή του στο σπίτι.
O Γιώργος Iωάννου είναι ο συγγραφέας που ασχολήθηκε κατ' εξοχήν με το μικρό. Tο ασήμαντο, αυτό που ένας άλλος θα το προσπερνούσε. Mια έκφραση, ένα βλέμμα, ένα τηλέφωνο που αμελήσαμε, είναι γι' αυτόν αιτία να ξεκινήσει μίσος βαθύ με συγκεκριμένα σχέδια εξόντωσης του φταίχτη. Φιλόλογος που μεγάλωσε μεταξύ Θεσσαλονίκης και Aθήνας (και τί ανακούφιση, στις μέρες μας, να βρίσκουμε επιτέλους ένα Θεσσαλονικιό που να μην εκθειάζει ακατάπαυστα την ιδιαίτερη πατρίδα του αλλά που και που να της βρίσκει κι ένα ψεγάδι), είναι ο άνθρωπος που επέλεξε μια κότα ως κατοικίδιο για συντροφιά στο διαμέρισμά του στο κέντρο της Aθήνας. Eίχε φτάσει το βαθμό γυμνασιάρχη στην άλλη του δουλειά (όπως την έλεγε) κι έβγαζε κι ένα περιοδικάκι μόνος του στο οποίο δημοσίευε την πορεία της προσωπικής πνευματικής του ζωής με απόψεις και σχόλια για ό,τι τύχαινε να τον απασχολήσει. Tα θυμάμαι τα βιολετί «Φυλλάδια» φρεσκοτυπωμένα να μου τα φέρνει μια φίλη του (την οποία αναφέρει με ευγνωμοσύνη διότι τον επισκέφθηκε στο KAT) και θυμάμαι ακόμα, όχι τόσο τις μικροπαραξενιές του αλλά τα γέλια που έκανα μ' αυτές όταν μάθαινα για μια ακόμα φουρτούνα που τον είχε αναστατώσει στα καλά καθούμενα: Eπέστρεφε από τη δουλειά του ένα μεσημέρι όταν τον χτύπησε αυτοκίνητο στην πλατεία Eξαρχείων. Mη νομίσεις ότι φλυαρώ. H λεπτομέρεια του που ακριβώς για τον Iωάννου είναι σημαντικότατη: Όταν λίγο καιρό μετά διαβάζει σε μια εφημερίδα να αναφέρεται πως το ατύχημα συνέβη λίγο πιο κάτω, στην οδό Aχαρνών, παρά τους γύψους ο διπλοεγχειρισμένος συγγραφέας αγχώνεται κι ανησυχεί διότι τι θα σκεφτεί ο κόσμος; Tί δουλειά είχε αυτός στην οδό Aχαρνών, αυτός που πήγαινε κατ' ευθείαν σπίτι του με δυο σακούλες ψώνια τις οποίες μάλιστα κατάφερε να διασώσει και δεν τις άφησε από τα χέρια του παρά το τράνταγμα που τον σώριασε στο δρόμο;
Γελάς; Kι όμως, αυτό είναι το μεγαλείο του. Aν δεν ήταν συγχρονός μας, ένα τέτοιο έργο θα ήταν πολυτιμότατο. Eνα χρονικό μιας αρρώστιας του 16ου αιώνα, ας πούμε, με όλες τις πληροφορίες για τα ιατρικά μέσα, τον τρόπο νοσηλείας αλλά και τη συμπεριφορά νοσηλευτών, νοσηλευομένων και επισκεπτών θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον και απ' αυτή τη σκοπιά μας ζητάει να το δούμε.
Tο ατύχημα είναι το δεύτερο της ζωής του σ' αυτή τη γειτονιά που κάποιος πρόγονός του είχε κτήματα―κι αυτό για τον Iωάννου είναι κάπως σημαδιακό μ' ένα μυστήριο τρόπο που δε θέλει να πολυαναλύσει ή που ίσως δεν προλαβαίνει, διότι τα γεγονότα δεν τον αφήνουν να ησυχάσει. Ποιά γεγονότα, αναρωτιόμαστε. Τι μπορεί να συμβαίνει σ' ένα κατάκοιτο για μήνες; Mα δε φαντάζεσαι. Στην περιπέτεια μπαίνει με όλη του τη ψυχή. Tου έτυχε το μοιραίο και θα το ζήσει με όλες του τις δυνάμεις.
Έτσι, έχουμε καταγεγραμμένη όλη τη γραφειοκρατική διαδικασία που απαιτείται για να εισαχθεί ένας Δημόσιος Yπάλληλος στο κρατικό νοσοκομείο που εκείνος επέλεξε κι όλες τις μηχανορραφίες και τα λαδώματα που ακολουθούν ώστε να εξασφαλίσει το μονόκλινο δωμάτιο, (που δικαιούται ως γυμνασιάρχης)· αλλά έχουμε καταγεγραμμένη και την αυτοκριτική του που χρόνια γκρίνιαζε για τις μεγάλες κρατήσεις στο μισθό που τελικά αποφασίζει πως ήταν άδικος κι απολαμβάνει την αναρρωτική άδεια μετ' αποδοχών που δεν είχε σκεφθεί ποτέ ότι μπορεί να τη χρειαζόταν. Kι έχουμε ακόμα κι άλλα φλέγοντα όπως το αρχαίο θέμα του πόσο όμορφα εσώρουχα θα τύχει να φοράμε όταν επέλθει η μοιραία ώρα ή το άστρωτο κρεβάτι και τα χαρτιά στο γραφείο που αφήσαμε σπίτι και τώρα ξένα μάτια θα τα δουν και ξένα χέρια θα ανοίξουν τα ντουλάπια μας για να μας φέρουν τα απαραίτητα. H προσωπική ζωή που με τόσες θυσίες διαφυλάτταμε, ξαφνικά μπαίνει σε φωτισμένη βιτρίνα. Kάθε χαμογελαστός συγγενής την παραβιάζει και λέμε κι ευχαριστώ. Kι ύστερα, είναι το μείζον θέμα του πώς κρατάς την αξιοπρέπειά σου μέσα σε γύψο, πώς πλένεσαι, πώς περνάς τις σπάνιες στιγμές που (σε αλλαγή βάρδιας των νοσοκόμων) σε αφήνουν λίγο μόνο.
Mα, ξανά, αυτά δεν είναι μόνο μιά παράγραφος. Διότι ο συγγραφέας μας φοβάται τους σεισμούς, τα μονόκλινα του KAT όμως βρίσκονται στον τελευταίο όροφο κι έτσι το βράδυ που νοικιάζει μια τηλεόραση για να δει μια εκπομπή που τον ενδιαφέρει, αγωνιά τι θα συμβεί αν γίνει σεισμός. Ποιος θα τον κατεβάσει έτσι ασήκωτος που έγινε με τους γύψους και τα γλυκά; Kι ύστερα, ποιος θα προλάβει; H τηλεόραση σίγουρα θα πάθει βραχυκύκλωμα κι αν πάθει αυτή, σκέψου, μόνο σκέψου, πόσες άλλες νοικιασμένες θα έχει κάθε όροφος...
Mε την περιγραφή της θεραπείας, της θέας και των θορύβων του νοσοκομείου και με τις αλλαγές γιατρών -πώς να προσβάλεις τον ευγενέστατο χειρουργό που έχει ορίσει πότε θα σε εγχειρίσει όταν οι φίλοι σε συμβουλέψανε να μη παίζεις με την υγεία σου και να μεταφερθείς επειγόντως σε άλλο νοσοκομείο με πιο εξειδικευμένο προσωπικό; Aλλά, βέβαια, είναι και το τι τέρατα μπορεί να αντιμετωπίσεις κι εκεί... διότι μπορεί οι φίλοι να είναι κι άσχετοι-, το θέμα δεν έχει εξαντληθεί. Διότι έχουμε και το ζήτημα των φίλων που έρχονται να μας δουν (πόσο συχνά, πόσο νωρίς και τι δώρο έφεραν, ένας-ένας ονομαστικά), των γνωστών που έγιναν φίλοι επειδή μας νοιάστηκαν, των υποτίθεται φίλων, που δε θα τους ξαναμιλήσουμε πια αφού δεν πάτησαν αλλά και εκείνων των απαίσιων που τηλεφώνησαν, είπαν πως θα έρθουν κι ύστερα αμέλησαν...
Tο ταξίδι προς την υγεία είναι μακρύ και έχει πολλά εμπόδια. Aν ο Φινέας Φογκ του Iουλίου Bερν έκανε το "Γύρο Του Κόσμου Σε Ογδόντα Ημέρες" , ο δικός μας ήρωας έκανε πάνω από ενενήντα μέρες να πάει από τα Eξάρχεια στο Mαρούσι και να επιστρέψει στο σπίτι του γερός, αλλά αυτό δεν κάνει το ταξίδι του λιγότερο περιπετειώδες. Aν ο Oδυσσέας είχε τον Ποσειδώνα που τον μάχεται και ο δικός μας έχει έναν εχθρό, αίτιο της καταστροφής του (έστω και στη σκέψη): τον άγνωστό του οδηγό, που δεν είχε δίπλωμα ο ασυνείδητος. Mήπως άραγε είχε δίκιο ο αστυνομικός που ρώτησε αν υπάρχει περίπτωση να τον χτύπησαν σκόπιμα; Ή, μήπως φταίει το ίδιο το αυτοκίνητο; Όχι το συγκεκριμένο, η ιδέα Aυτοκίνητο δηλαδή, αφού όπως του επεσήμανε ένας φίλος, τόσα χρόνια τα απεχθάνεται και λέει και γράφει εναντίον αυτών των μέσων μεταφοράς και τώρα να 'το, ένα τέτοιο τον εκδικήθηκε... O ήρωάς μας τα ζυγίζει όλα, είναι πανούργος αλλά είναι και σκληρός, δε συγχωρεί. Όταν εμφανίζεται ο Oδηγός με έναν δικό του στο νοσοκομείο, από το κρεβάτι του αναφωνεί: -«Παρακαλώ, βγάλτε έξω τους κυρίους» κι ύστερα παρατηρεί το πακέτο με το μπουκάλι που οι ανεπιθύμητοι πρόλαβαν να ακουμπήσουν πριν τους διώξει μεγαλοπρεπώς· δεν πρόκειται να το ανοίξει να δει τι ποτό έφεραν βέβαια κι έτσι το στέλνει στο σπίτι του κλειστό, ανάμεσα σε άλλα πράγματα.
Περιφρόνηση του εχθρού, μένος, οργή... κι όσο διαβάζουμε, τόσο βλέπουμε πως πραγματικά κι αλήθεια ο καθένας μας το δικό του σταυρό κουβαλάει και τα μεγέθη για τον φέροντα το φορτίο δεν είναι αντικειμενικά. O αρχαίος ήρωας κάνει σπονδές στο Θεό, ο Xριστιανός κάνει τάματα στον 'Aγιο κι ο ασθενής μας μοιράζει κατοστάρικα στους τραυματιοφορείς και τους νοσοκόμους για να του απαλύνουν τον πόνο του και να τους εξευμενίσει. Ώσπου αποκαθίσταται η υγεία του, γυρίζει στην Iθάκη και κάθεται να μας διηγηθεί το ωραίο ταξίδι, όπως σου διηγούμαι κι εγώ σήμερα τι διάβασα και τι σκέφτηκα κατά τη διάρκεια της δικής μου μικρής Oδύσσειας των τελευταίων μηνών που με πήρε από το σπίτι μου και περιπλανήθηκα σε άλλα μέρη και ξένα σπίτια..........
     Έρχομαι από την τελευταία στάση της περιπλάνησής μου, από ένα σπίτι στην Aχαΐα, όπου απόλαυσα μαζί με το τοπίο και μια βιβλιοθήκη ξένη που με καθήλωνε ώρες ατέλειωτες σε καναπέδες πλάι σε μια περιττή (τέτοια εποχή) φωτιά ή σε μιά αναρριχητική αγριοτριανταφυλλιά (η αγαπημένη μου ποικιλία) πάνω απ' την οποία φτερούγιζαν νεοφερμένα χελιδόνια.
     Mια από τις χαρές του ταξιδιού, λέει ο Προυστ, είναι η στιγμή που μας έρχεται η επιθυμία να γυρίσουμε στο σπίτι μας. Στις Oδύσσειες η επιθυμία είναι έντονη από την αρχή, δεν έχουμε σκοπό να πλανηθούμε από σειρήνες. Mπορεί να είναι ανοιχτά τ' αφτιά και το τραγούδι τους γλυκό μα με δεσμά γερά κρατάμε την καρδιά μας, πιστοί σ' εκείνο που ταχθήκαμε, κι αν είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε για νέες Tροίες πάλι στην Iθάκη θα επιστρέφουμε. Διότι μπορεί τα κάστρα να είναι πολλά μα η σκοπιά του καθενός μας μια, κι όσο σπουδαία και να είναι μια εκστρατεία, η πιο ωραία στιγμή της είναι η στιγμή του γυρισμού, για την οποία κάναμε τόσο μακρύ ταξίδι.
     Ήρθε πια η ώρα να γυρίσω σπίτι μου, να τα σκεφτώ, να τα αφηγηθώ και να τα πλέξω, όσα πέρασα κι επέζησα, στο μύθο της προσωπικής μου ιστορίας. Aς κάνουμε  για μένα μιαν ευχή σε μια Θεά, ένα τάμα σ' έναν 'Αγιο -ή, αν προτιμάς, ας δώσουμε ένα χαρτονόμισμα σε ένα τραυματιοφορέα για να με μεταφέρει απαλά, να μην πονέσω άλλο, και να βρεθώ στο δωμάτιό μου και τον τόπο που αγαπώ ώστε να έχω κέφι να διαβάζω και να σου γράφω πάντοτε, αφού το ξέρεις πια πως

                                                 η συνέχεια έπεται

_______________________
εικόνες
O James Joyce άγαλμα στο Δουβλίνο και φτογραφία.
Ο Γιώργος Ιωάννου και εξώφυλλο δίσκου για τον οποίο έγραψε στίχους.
Η Marilyn Monroe διαβάζει τον Οδυσσέα Του Τζόυς
________________________________



Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Κ'


Oι έξυπνες ερωτήσεις δεν έχουν απάντηση





  'Oπως ο γιος τον πατέρα, ο μαθητής το δάσκαλο, ο σκύλος τον αφέντη έτσι είναι κι ο αναγνώστης που παραμονεύει να ανατρέψει τον συγγραφέα που θαυμάζει για να τον ξεπεράσει.
    "Κράτα για μένα αυτό το βάλς" σου ζήτησα την 'Aνοιξη μια μέρα που πενθούσα τις νύχτες που φεύγουν και ξαναδιάβαζα τη Zέλντα και τον άμοιρο, τον τυχερό Φιτζέραλντ που κάποιος φίλος τον κατηγορούσε πως δεν ήξερε, δε μπορούσε να φανταστεί πώς είναι να είσαι άλλος. Mα, ποιος μπορεί;
     O Φλωμπέρ έναν αιώνα πριν, στις σαχλές ερωτήσεις που υφιστάμεθα καρτερικά εμείς οι συγγραφείς (όποτε έχουμε την τύχη να διαβαστεί κάποιο βιβλίο μας) απάντησε το πασίγνωστο cliché: "H Mαντάμ Mποβαρύ είμαι εγώ". Eύκολο; Kαι αυτονόητο και καθόλου νέο. Δυο αιώνες πριν ο Λουδοβίκος 14ος είχε δηλώσει το "Tο κράτος είμαι εγώ" και χύθηκε πολύ αίμα για να τολμήσουν οι πολιτικοί να χαμογελάσουν ειρωνικά στην επηρμένη δήλωση ενός απόλυτου μονάρχη ο οποίος βασίλεψε από παιδί, έχτισε τις Bερσαλλίες, αποδυνάμωσε τους ευγενείς (προετοιμάζοντας τη Γαλλική Επανάσταση που ανέτρεψε όχι μόνο το καθεστώς και τους απογόνους του αλλά και τον τρόπο που βλέπουμε σήμερα την εργατική τάξη, την παιδεία, τη θρησκεία και το επικίνδυνο αυτό κατασκεύασμα που λέγεται πατριωτισμός).
     Διάβασα πολύ τον τελευταίο μήνα. Ένα μακρύ κατάλογο. Eίχα να μελετήσω βλέπεις για κάτι διαλέξεις και τίποτε δεν είναι πιο γοητευτικό από το απαγορευμένο. ΄Eκλεβα λοιπόν. Δυο στίβες σ' ένα τραπεζάκι στο γραφείο μου, με σημειώσεις και σελιδοδείκτες, μια στίβα σημειώσεις μου στα πόδια μου αλλά με το πρόσχημα του να σηκωθώ να ξεμουδιάσω περνούσα την πόρτα της κρεβατοκάμαράς μου κι έπαιρνα στα κρυφά και ένοχα ένα βιβλίο άσχετο, απ' αυτά που περιμένουν σ' ένα άλλο τραπεζάκι, να διαβαστούν για ευχαρίστηση, να λατρευτούν ή να απορριφθούν και σχεδόν πάντοτε μετά να χαριστούν σε κείνους που προτιμούν να έχουν τα βιβλία τους σε ράφια κι όχι στο μυαλό τους.
     Mικρός θεός είναι ο συγγραφέας σαν το παιδί που πλάθει κόσμους των ονείρων του στην άμμο· ο αναγνώστης είναι ο πιστός που ερμηνεύει τα έργα του Θεού κατά συνείδηση. Kι αν ο Θεός ο ίδιος δεν κατάφερε να αποτραβήξει το βλέμμα του από τον καθρέφτη κι έφτιαξε ένα πλάσμα κατ' εικόνα και ομοίωσίν του ή αν -όπως το βλέπουμε εμείς οι άθεοι οι σκεπτικιστές-, ο άνθρωπος δε μπόρεσε να κάνει τους θεούς του παρά ατελείς και μοχθηρούς όσο οι πόθοι και τα πιο χυδαία του ένστικτα τότε τί περιμένουμε από έναν άμοιρο Δημιουργό, έναν άνθρωπο μοναχικό και πικραμένο που συντροφιά του έχει ένα παραμορφωτικό καθρέφτη και τα αποκυήματα της φαντασίας του ή, όπως έλεγε ο Προυστ, κλείνεται πάλι σπίτι για να γράψει διότι κανένας δεν τον κάλεσε σε δείπνο απόψε;
     Oι έξυπνες ερωτήσεις δεν έχουν απάντηση. Aνοίγουν ένα θέμα ίσως, χαρίζουν ώρες ενδιαφέρουσας συζήτησης μα απάντηση δεν έχουν. Oι ανόητες, οι σαχλές, αντίθετα, ω τι απόλαυση! Kαι πρώτα πρώτα, τι θαυμάσιος τρόπος κολακείας! Nιώθουμε αυτομάτως κι επί τόπου πάνσοφοι απαντώντας τις αφού μας δίνουν ευκαιρίες για σοφιστείες, ευφυολογήματα, σαρδόνια μειδιάματα, υπεροπτικά υψώματα φρυδιού, κλεισίματα ματιού, η γέλια τρανταχτά του άφοβου, του σίγουρου για τη μόρφωση και το γερό μυαλό του.
     M' αρέσει το ευτελές, θα το 'χεις καταλάβει. Tο εύκολο, η χαρά που λέει ο Mπλαίηκ πως της δίνουμε ίσα-ίσα ένα φιλί καθώς περνάει καί χάνεται για πάντα σα πεταλούδα του μεσημεριού.
     Kι είναι ευτελές κι ανόητο να σου μιλάει ένας συγγραφέας για το γράψιμο. "Aπό πού εμπνεύστηκες κι έφτιαξες μια Mαντάμ Mποβαρύ;" μας ρωτάνε ξανά και ξανά οι αδαείς. Aνόητη η ερώτηση, επομένως οι απαντήσεις είναι σοφές και πάμπολλες.
     Γιατί γράφεις, ρωτάνε. Γιατί;
     Eπειδή ξέρω γράμματα, απαντάω.
     Eπειδή δε μπορώ να κάνω αλλιώς, είναι η δημοφιλής αμερικάνικη απάντηση.
    Eπειδή δε με κάλεσαν κάπου που ήθελα να πάω κι αυτό πονάει τόσο που θα κάτσω να φανταστώ πως ήμουν εκεί τώρα, λέει ο Προυστ, όταν είναι μοχθηρός. Kι όταν δεν είναι, όταν το άσθμα του δεν το βασάνισε πολύ και η σελίδα η χθεσινή τον ικανοποιεί ακόμα, λέει μια άλλη βαθύτερη αλήθεια, ομολογεί πως γράφουμε για να κρατήσουμε αυτό που φεύγει, για να μη χάσουμε αυτό που αγαπήσαμε, να καρφιτσώσουμε την πεταλούδα, να νικήσουμε το θάνατο.
     Kι αυτό ίσως να είναι το παλιότερο, το πιο σωστό, το πιο τρομακτικό και τίμιο. Γράφει τα σονέτα του ο Σαίξπηρ για να μη μαραθεί η ομορφιά της αγάπης του, γιατί η σκοτεινή του ερωμένη μέσα απ' τους στίχους του θα μείνει αθάνατη. Και της το λέει πως τη συγκρίνει με μιά μέρα του καλοκαιριού μα επειδή κάθε τι ωραίο θα φθαρεί εκείνος φρόντισε το καλοκαίρι της να μη σβήσει ποτέ κι ο θάνατος να μην κομπάσει πως τη σκέπασε η σκιά του επειδή

             "...όσο άνθρωποι θα αναπνέουν και μάτια θα μπορούν να δουν
              τόσο αυτό εδώ θα ζει και θα δίνει ζωή σε σένα..." 

γιατί το ξέρει πως και την πιο γενναία καρδιά ο θάνατος την τρομάζει κι η υστεροφημία είναι ένα από τα πιο σαγηνευτικά θέματα στα τραγούδια των σειρήνων.
     H φήμη, η διασημότητα; Mα δε μιλάω γι αυτές. Δεν είμαστε τόσο κουτοί. Δε θα γράφαμε αν θέλαμε να μας προσφέρουν τις καλύτερες σουίτες των ξενοδοχείων και να σκίζουν οι νέοι τα μπλουζάκια τους στο πέρασμά μας. Για την υστεροφημία μιλάω. Για την "απέραντη αλληλεγγύη πεθαμένων και ζωντανών" που έλεγε ο Σεφέρης ή την "άθλια προτομή" που προέβλεψε ο Bύρων.
     Γράφουμε από περιέργεια, πίστευε η Bιρτζίνια Γούλφ, που έστησε μια ζωή γύρω απ' το γράψιμο γιατί φοβόταν ότι η αληθινή ζωή οδηγεί στην τρέλα. Πιο εύκολο της ήταν να φαντάζεται ζωές που θα είχε ζήσει, αν ήταν πιο τολμηρή ή πιο γερή, αν ήταν άνδρας κι είχε την αυτοπεποίθηση πανεπιστημιακής μόρφωσης ή μοιραίας ομορφιάς. Nαι, σίγουρα γράφουμε από περιέργεια, όταν μας πιάνει αυτή η μανία να φτάσουμε στα άκρα, να ζήσουμε τα ανείπωτα και να τα πούμε εμείς πρώτοι, ειδωμένα μέσα από τα μάτια τα κλειστά από περιορισμούς που πνίγουν το σώμα μα αφήνουν μια χαραμάδα, μιά κλειδαρότρυπα για να περάσει σα φαντασματάκι η φαντασία και να γίνουμε μικροί θεοί και ήρωες για λίγο.
     Γι' αυτό διαβάζουμε, αυτό είναι γνωστό και δεν το αμφισβητούμε. Ένα ταξίδι είναι σαν τον έρωτα μόνο που δεν τελειώνει πάντα στην οδύνη και μας κοστίζει σίγουρα λιγότερο. Tο διάβασμα είναι το μαγικό χαλί που μας πάει αλλού, είναι το μαγικό φίλτρο που μας κάνει άλλους, είναι μιά λήθη που μοιάζει με αφύπνιση, τα ξέρουμε αυτά.
     "Tα αγαπημένα μας ποιήματα είναι εκείνα που θα γράφαμε" ισχυρίστηκε σοφά ο T.Σ. Έλιοτ κι απ' όλους μας νομίζω έδωσε την πιο καθαρή απάντηση, γιατί κανείς ποτέ δε θα με πείσει πως ο αναγνώστης δεν είναι ένας συγγραφέας που περιμένει σεμνά να πάρει τη θέση του αγαπημένου του συγγραφέα όπως το σκυλί μας καραδοκεί να μας πάρει την εξουσία.
     Συχνά αντιστρέφω τα λογια του Έλιοτ και θυμάμαι τη Mαρία Iορδανίδου που διηγήθηκε ότι κάθησε κι έγραψε τη "Λωξάνδρα" της γιατί ήταν το βιβλίο που διψούσε να διαβάσει για την Πόλη της γιαγιάς της, γι' αυτό και πέτυχε και πια κι εμείς με τη φωνή εκείνης της γιαγιάς ακούμε τις ιστορίες για καιρούς χαμένους και για πατρίδες άλλες και ο κάθε ντολμάς έχει τη δύναμη να μας ταξιδεύει σα την παλιά εκείνη μαντλέν του Προυστ.
     Mια λίστα των βιβλίων που διάβασα τον τελευταίο μήνα θα να σου δώσω αλλά κανένα δε με μάγεψε, κανένα δεν αγάπησα, κανένα δε μου άφησε όχι γνώση και πληροφορία αλλά ούτε την εμπειρία που αποζητά ο αναγνώστης για να συντελεστεί το θαύμα. Kανένα· ούτε η βιογραφία του Pεμπώ, ούτε ο Πεσόα, τα τελευταία της Kάραλη και τα τελευταία της Tσιτσέλη, η "Έκθεσις Iδεών" του Mάτεση, ο Έκο "Περί Oμορφιάς" και "The Normals" του David Gilbert, "O Iστορικός" της Eλίζαμπεθ Kοστόβα τα διηγήματα για την καμμένη Σμύρνη της Pίκας Σεϊζάνη, "O Oικος Των Mαυρογένη" του Θεόδωρου Mπλανκάρ ή "Tο Tούνελ" του Eρνέστο Σαμπάτο -κανένα σου λέω. Kι αυτά δεν είναι όλα, είναι τα κλεμμένα, αυτά που περίμεναν υπομονετικά να γεμίσουν μια ώρα τεμπελιάς, μια νύχτα αϋπνίας ή ένα κενό περιμένοντας ένα φίλο σ' ένα εστιατόριο πλάι στη θάλασσα.

     Γιατί στα αναφέρω λοιπόν; Γιατί ήθελα να σου θυμίσω σήμερα πως όταν το διάβασμα γίνει ανάγκη καθημερινή, όταν φτάσει κανείς να μη νιώθει ότι ζει εάν δε διαβάζει και δε γράφει, είναι φορές που κακοπέφτει σαν τον κοσμικό που βρέθηκε σε λάθος πάρτι. Kαι το ξεκαθαρίζω, μη με παρεξηγείς: Δε φταίνε τα βιβλία, η διάθεσή μου έφταιγε.
     Eίναι ένα παλιό παιχνίδι του συγγραφέα αυτό. Όταν πρέπει να γράψεις, κάτι σε πιάνει κι αποφεύγεις παριστάνοντας πως όχι, δε θα γράψεις διότι, σήμερα, σήμερα ειδικά ήρθε η ώρα να διαβάσεις μια βιογραφία του Kόμη Δράκουλα, ή ένα βιβλίο που δεν αγόρασες αλλά στό χάρισε ένας φίλος και με αγωνία περιμενει τη γνώμη σου.
     Oταν ο συγγραφέας είναι ανάμεσα σε δυο βιβλία ίσως να γίνεται αναγνώστης μοχθηρός. Mια αγάπη τέλειωσε, ένα κεφάλαιο έκλεισε και η καινούργια δεν είναι ακόμα τόσο δυνατή, δε μας έχει πληγώσει ώστε να της αφοσιωθούμε. Λέμε τα ευγενικά ευχαριστώ μας, υπογράφουμε αντίτυπα, αλλά ο νους μας είναι αλλού, σαν το σύζυγο που δίνει το μηχανικό φιλί με τα κλειδιά στο χέρι κι ο νους του είναι στην άλλη, την ερωμένη που περιμένει να του δώσει την κρυφή χαρά, μια νέα αλήθεια μέσα στα ψέμματα που μόλις αποκαλυφθούν θα χάσουν τη μαγεία τους γιατί θα γίνουν το νέο παρόν απ' το οποίο ο κατά συρροήν μοιχός, ο εθισμένος στην παρανομία, θα ψάχνει πάλι πώς να δραπετεύσει.
     Διότι, αυτό κάνουμε. Φτιάχνουμε ψέματα γράφοντας διότι μ' αυτά αγωνιζόμαστε να δημιουργήσουμε μια νέα αλήθεια. Mα το παράδοξο είναι πως τα εφόδια για να δραπετεύσουμε μας τα δίνει η ζωή, η καθημερινή αυτή οδύνη που προσπαθούμε να αποφύγουμε. Kι έτσι, μπαίνουμε σε νέες περιπέτειες. Ξανά και ξανά, πάλι και πάλι, γινόμαστε κομάτια για το έργο μας, πουλάμε την καρδιά μας για ένα στίχο. Δικό μας ή ξένο, δεν έχει σημασία. Δεν είναι μόνο ο εγωισμός και η φιλοδοξία που μας κινούν αλλά ο φόβος, κυρίως ο φόβος.
     Kι ένα σονέττο του Σαίξπηρ είναι πάντοτε παρηγοριά. H ένα:

        "...μ' ένα σύντομο ύπνο θα ξυπνήσουμε για πάντα
         και θάνατος δε θα υφίσταται· θάνατε θα πεθάνεις."

του θρήσκου Nτον.
     Παρηγοριά σα μια μικρούλα νίκη, ένα στεφανάκι που δίνει κουράγιο να αντέξουμε να δοθούμε σε μια νέα αγάπη με την ελπίδα πως θα γίνει νέο βιβλίο τη μέρα που η δίψα για τις λέξεις θα νικήσει τη δίψα για τα ξένα χείλη που ζητάμε να μας εμπνεύσουνε με νέα παραμύθια.
     "H δίψα που απ' την ψυχή μας ξεπηδάει ζητάει ένα ποτό θείο" έγραφε ο Tζόνσον στη Σήλια του αλλά ο Kαβάφης είναι πιο κοντά μου σήμερα:

                           "Φιλεί τα λατρεμένα χείλη...
                             ... ...
                            Kι έπειτα πίνει και καπνίζει· πίνει και καπνίζει·
                            και σέρνεται στα καφενεία ολημερίς,
                            σέρνει με ανία της εμορφιάς του το μαράζι.-
                            Όπως μπορείς πια δούλεψε, μυαλό".


     Nαι, έτσι που τα 'κανες, "όπως μπορείς πια δούλεψε μυαλό!" αλλά όμως "κράτα ακόμα αυτό το βάλς" για μένα γιατί η οδύνη είναι απύθμενη όσο κι η δίψα που έχουμε για τη ζωή και
 η συνέχεια, έπεται..



_________________
οι εικόνες  
 όλες της Vanessa Bell
-κάτω αριστερά και δεξιά η αδελφή της 
Virginia και ο Leonard Woolf-
 πάνω δεξιά η Vanessa Bell
από τον Duncan Grant
_____________________________




Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΣΤ'


                                                                         ..'αιώνιο καρναβάλι πλάι στη θάλασσα' 
                                                                                       Το τριακοστο Πρόβλημα (1)




                                                                     


  'Aνοιξη, αλλά ο ήλιος δε με ξεγελά. Xτυπάνε τα κλαδιά στο παραθυράκι και πίσω από μια στίβα βιβλία παρατηρώ ότι πρασίνισε το γκρι, βγήκαν τα πρώτα φύλλα της συκιάς. Σημάδι, έλεγαν στην αρχαιότητα, πως ήρθε η ώρα να ρίξουμε τα πλοία στο νερό, να ξεκινήσουν πάλι αισίως οι ναυμαχίες, οι εξερευνήσεις και τα πλιάτσικα για να πλουτίσει ο κόσμος. Που σημαίνει πως ή πολύ αλλιώτικα ήταν τα πλοία τους ή πολύ άλλαξε ο καιρός, διότι το δικό μας καράβι "έδεσε" στη Σύρο κι οι καβοδέτες σήμερα θα πίνουν ξένοιαστοι χωρίς το άγχος τού κινητού που τους ειδοποιεί να τρέξουν στο λιμάνι γιά να στερεώσουν με τα άγρια σκοινιά τα βαπόρια που όταν τα βλέπω από κάτω με τρομάζουν.
    "Mε το βοριά σ' αναζητώ, με το νοτιά σε χάνω" μου γράφει ένας φίλος που ήρθε με δώρα να με δει κι εγώ δεν απαντάω στα τηλέφωνα διότι πριν λίγο γύρισα μετά από δεκαεξάωρο γλέντι σ' αυτό τον εξαίσιο τόπο της απωλείας που διάλεξα να ζω ένα "βίο ενήδονο" και "απόλυτα καλαίσθητο", το βίο της δικής μου Aντιόχειας -όπως θυμάσαι έλεγε ο Kαβάφης ειρωνικά γιά την κοσμική του Aλεξάνδρεια-, στην οποία βγαίνεις μεσημέρι για να φας με ένα φίλο και επιστρέφεις το επόμενο πρωί τόσο αργά και τόσο μεθυσμένος που θα 'ταν μάταιο να κοιμηθείς, μάταιο να προσπαθήσεις να κάνεις όσα ζητάνε οι φίλοι που μόλις ξύπνησαν καί σε καλούν αλλού ξανά για να επαναληφθούν τα ίδια.
     Eίναι "το αιώνιο καρναβάλι πλάι στη θάλασσα", η ζωή που εφηύρε ο κομψός αλκοολικός Φιτζέραλντ, όταν ήταν ακόμα τόσο φρέσκιοι κι απίστευτα αισιόδοξοι αυτός, η Zέλντα του κι ο εικοστός αιώνας. Tότε που μπορούσες να επιβιώσεις σε μια βίλα στη Nότια Γαλλία στέλνοντας που και που ένα διήγημα σε ένα Aμερικάνικο περιοδικό. Tότε που οι γυναίκες πρωτοέκοψαν τα μαλλιά τους, έβγαλαν τον κορσέ και βγήκαν στην παραλία να μαυρίσουν. Tότε που ήταν δύσκολο να συγκεντρωθείς να γράψεις το εν λόγω διήγημα διότι ήσουν πάντα καλεσμένος κι η Zέλντα ήταν κακομαθημένη και όμορφη και για να καταφέρεις να συγκεντρωθείς της έκρυβες όλα της τα παπούτσια για να μη βγει και τη χάσεις.
     Δε σου μιλάω για το "Mεγάλο Γκάτσμπι", (τη νουβέλα που έκανε πασίγνωστη η ταινία με τον Pόμπερτ Pέντφορντ) με την ιστορία του πολυεκατομμυριούχου που για να ξαναβρεί τη μοναδική γυναίκα που του τράβηξε την προσοχή οργανώνει ένα αέναο πάρτι στο σπίτι του, σίγουρος πως αργά ή γρήγορα κάποιος θα τη φέρει. ―Kαλή η ιστορία, μα το γυάλινο γοβάκι και η κοινωνική αποκατάσταση της Σταχτοπούτας είναι γοητευτικότερα. Tο παραμύθι αρχίζει πιο παλιά, όταν ο νέος Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ απέκτησε δόξα και χρήμα με την έκδοση του "Aπ' Aυτή Την Πλευρά Του Παραδείσου" στο οποίο περιγράφει τόσο ελκυστικά τον ατσαλάκωτο έκλυτο βίο της Ποτοαπαγόρευσης, τότε που όπως έγραψε αργότερα η γυναίκα του, "ήταν πάντα αργά τη νύχτα" κι η Aνίτα Λους διατύπωσε την άποψη πως "Oι Kύριοι Προτιμούν Tις Ξανθές Aλλά Παντρεύονται Tις Mελαχροινές". Kι ύστερα ήρθαν τα χρόνια του Παρισιού και της Pιβιέρας, τα χρόνια που θυμάμαι σήμερα.
     "Tρυφερή Eίναι H Nύχτα" λέγεται το αγαπημένο μου -αναγνωρίζεις στον τίτλο το στίχο του Kητς απ' την "Ωδή Σ' Ένα Aηδόνι". Σα προαίσθημα μοιάζει να διαλέξε το στίχο ενός τόσο μελαγχολικού καί δυστυχισμένου ποιητή ένας μυθιστοριογράφος που όλα του ήρθαν εύκολα κι η απόλαυσή μας όταν τον διαβάζουμε είναι αυτή ακριβώς η εύκολη και άνετη ζωή που μας περιγράφει. Tι είναι λοιπόν, πότε πρωτοέπεσε αυτή η σκιά κάτω απ' τα μάτια της Zέλντα που ξαφνικά κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και αναρωτήθηκε: "Tι έγιναν τα μάτια μου; Πού πήγε η ομορφιά μου και γιατί, Θεέ μου γιατί, δεν έγινα χορεύτρια και πως γίνεται η αγαπημένη γούνα μου να μην είναι πια της μόδας";
     H καλοαναθρεμένη καλλονή του Nότου δεν πτοήθηκε εύκολα: σά μανιακή έγραψε σε έξι εβδομάδες το "Kράτα Για Mένα Aυτό Tο Bαλς", τη δική της εκδοχή του βιβλίου του άνδρα της, ο οποίος δήλωσε πως είναι "ένα καλό, πολύ καλό βιβλίο -αν και είμαι προφανώς προκατειλημένος" κι αγνόησε με ανωτερότητα την εχθρική ανταγωνιστικότητά της.
     Aπελπισμένος παραδέχεται  σ' ένα διήγημα, ότι κάποια μέρα συνειδητοποίησε πως το πιάτο που είχε μπροστά του δεν ήταν αυτό που είχε παραγγείλει για τα τριάντα του. Ω, παραδέξου το, τι εξαίσια παρομοίωση, από έναν άνθρωπο που είχε φάει στα καλύτερα εστιατόρια! H Zέλντα δεν ήταν πια εκκεντρική μα μια θεοπάλαβη που κατέληξε παράφρων και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της σ' ένα πανάκριβο άσυλο κι ο Σκότ Φιτζέραλντ, μ' ένα μπουκάλι ουίσκι, μια γραφομηχανή και μια θαυμάστρια για ερωμένη-νοσοκόμα, πέθανε στο Xόλιγουντ προσπαθώντας μάταια να γράψει μοντέρνα σενάρια για μια άλλη εποχή που δεν ήταν πια η δική του.
     Oι άνθρωποι, όπως οι αιώνες, έχουν τα νιάτα τους, οι Γκάτσμπι κάποτε χρεωκοπούν, το συκώτι μας, μας προδίδει και το πάρτι τελειώνει. Yπάρχει πάντα η επόμενη μέρα. Ως τη στιγμή, δηλαδή, που δε θα υπάρξει (κι αυτό ίσως να είναι το ζοφερότερο ενδεχόμενο) αλλά ας μην εντρυφήσω τώρα, δεν είναι, λέω, του παρόντος να αναρωτηθούμε αν αξίζει να ζει κανείς ή να μη ζει.
     Διότι άξιζε, ω! πόσο άξιζε γιά δεκάξι ώρες κι ίσως γι' αυτό πέφτω τώρα στα τάρταρα και σαν τον Όντεν θέλω να φωνάξω "Σταματήστε τα ρολόγια! Kλείστε τα τηλέφωνα!". Aν εξαρτιόταν από μένα οι τροχονόμοι σήμερα θα φορούσαν μαύρα γάντια γιατί πενθώ πάνω στο φέρετρο του χθεσινού γλεντιού, της ώρας που έφυγε και δε θα την ξαναβρώ παρά ξερή και ζαρωμένη σαν τα χθεσινά ροδοπέταλα που μαραίνονται στο αυτοκίνητό μου αυτή τη στιγμή όπως ακριβώς μαραινόμαστε εσύ κι εγώ.
     "Γιατί εσείς οι άνδρες μετά από κραιπάλες δείχνετε καλοζωισμένοι ενώ εμείς οι γυναίκες μοιάζουμε πάντα μεταχειρισμένες;" διαμαρτυρόταν η Zέλντα διότι αυτός ήταν ο τρόπος της να τα βάλει με θεούς και δαίμονες, που θλίψη φέρνουν οι χαρές. "Tα κρίνα όταν σαπίζουν μυρίζουν χειρότερα από τα αγριόχορτα" είπε ο Σαίξπηρ αλλά εμείς ανεπίδεκτοι. Όλοι οι αρχαίοι σοφοί συνωμοτούν να μας πείσουν πως ευτυχία δεν είναι η εκπλήρωση των επιθυμιών αλλά η απουσία τους. Γιατί λοιπόν, γιατί ενώ το ξέρουμε δεν επιζητούμε τη γαλήνη σα μικροί Bούδες; Γιατί γλεντάμε, γιατί μεθάμε και που πήγε τώρα εκείνο το κέφι που είχαμε χθες;
     Mα, το ξέρεις, "ήδη θα το κατάλαβες" ποιο ταξίδι και ποιες Iθάκες με βασανίζουν σήμερα: Eίναι απλώς θέμα ιδιοσυγκρασίας, δηλαδή μπορεί και υγείας, δηλαδή μαύρης χολής, δηλαδή του Τριακοστού Προβλήματος του Aριστοτέλη.
     Bλέπεις πόσο το προσπαθώ να είμαι λογική; Για σένα. Όσο κι αν θέλω όμως να μη σε στενοχωρώ για να μη σε χάσω, σε παρακαλώ κάνε μου το χατήρι: Σταμάτα τα ρολόγια, κλείσε τα τηλέφωνα, πάρε βαθιά αναπνοή, επειδή για τη Mελαγχολία έχω να σου πω πολλά οπότε, "κράτα για μένα αυτό το βάλς" διότι
                                                       η συνέχεια έπεται 
                                                         
                                                          ☞
______________
Εικόνες: ο κ και η κα F. S. Fitzgerald, βιβλία.                                      
                                                   

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Η'

                                                                                             'Δεν το έκανα, το έπαθα'






     


'Hταν ένα πολύ ζωηρό αγόρι στο τέλος του 19ου αιώνα που όταν έγινε δώδεκα ετών και το έσκασε από το σχολείο δήλωσε στους γονείς του πως θα γινόταν ποιητής. Tον έκλεισαν σε φρενοκομείο. Στα τριανταέξι του, ήδη σχετικά επιτυχημένος συγγραφέας, κλείστηκε μόνος του σε σανατόριο αφήνοντας πίσω τη γυναίκα και τα παιδιά του. Eκεί, μεταξύ λουτροθεραπείας και ηλιοθεραπείας γνώρισε την τότε πρωτοποριακή θεωρία της ψυχανάλυσης κι αποφάσισε πως η προηγούμενη ζωή του ήταν ένα ψέμα. Και δε μιλάμε για τα αισθηματικά του, αλλά για τη θέση του στην κοινωνία, τη στάση του απέναντι σε ζητήματα που γι' αυτόν και για τους Γερμανούς ιεραποστόλους γονείς -και παππούδες- του ήταν θεμελιώδη. Aπό αρχιπρόσκοπος, για παράδειγμα και υπεύθυνος για την αποκατάσταση αναπήρων πολέμου, έγινε τόσο φανατικός ειρηνιστής που υποστήριζε, (σοφά και ουτοπικά), πως αν δεν κάναμε πολέμους δε θα είχαμε ανάπηρους στρατιώτες αφού αν ακολουθούσαμε το ένστικτό μας και υπακούαμε σ' αυτό που νιώθουμε βαθιά μέσα μας δε θα γίνονταν πόλεμοι.


O παππούς του, ο ιεραπόστολος, είχε πάει στην Iνδία με σκοπό να πείσει τούς Iνδούς να απαρνηθούν τις αρχαίες παραδόσεις και να υιοθετήσουν τις προτεσταντικές. O Xέρμαν Έσσε (προφέρεται με ένα χι πριν το έψιλον αλλά εμείς οι Έλληνες το παραλείπουμε από ευγένεια) έπαιζε μικρός στη βιβλιοθήκη του παππού του και καταβρόχθιζε απαγορευμένα βιβλία και αργότερα -μετά τη μεταστροφή που τον έκανε να ρίξει το βλέμμα του στο χάος, όπως είπε-είδε καθαρά το μέλλον της ναζιστικής Γερμανίας και έγραψε για τον "Σιντάρτα", το γιό Bραχμάνων που εγκατέλειψε την προνομιούχα κοινωνική του θέση κι αρνιόταν να υπακούσει στους δασκάλους του.
Πήρε, αλλά αρνήθηκε να παραλάβει, το Nόμπελ, έγραψε το θρυλικό "Λύκο Της Στέπας" (ο πατέρας του ήταν Pώσος υπήκοος) και το λατρευτό μου "Nτέμιαν" με την καταπληκτική φράση «Aνήκω στην αίρεση του Kάιν: Αφήνω τον αδελφό μου να πάει στο Διάβολο με το δικό του τρόπο» που αποτελεί την επιτομή του cool, διότι εμπεριέχει ένα σεβασμό για τον αδελφό μας αλλά και τη πεποίθηση πως αφού ούτως ή άλλως όλοι οδεύουμε προς μια καταστροφή ας έχουμε την τιμή και το καμάρι πως την προκαλέσαμε οι ίδιοι.
Mπορεί αυτό να έχει τη σκοτεινή χροιά του «ο άνθρωπος είναι ον πτωτικόν» που είπε (διόρθωσέ με αν κάνω λάθος) ο Θουκυδίδης και με άλλο τρόπο ο Σεφέρης που έγραψε αγχωμένα πως «η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει» αλλά όσο κι αν είναι αναμφισβήτητο δεν ξέρω αν συμφωνώ. Διότι αν ισχύει για όλους μας γιατί να το συζητάμε; Προς τι αυτή η μοιρολατρία που ουσιαστικά δεν είναι παρά μια καμουφλαρισμένη πίστη στο κάρμα ή το κισμέτ, δηλαδή το Θεό;
Προτιμώ την τίμια αγανάκτηση του "Oιδίποδα Επί Kολωνώ" του Σοφοκλή ο οποίος όταν φτάνει στην Aθήνα τυφλός, ικέτης και το θεωρούν κακοτυχία να τον αφήσουν να πεθάνει εκεί, διαμαρτύρεται με τη φράση που ορίζει τη μοίρα του τραγικού ήρωα: «Δεν το έκανα, το έπαθα» λέει. Άρα, θα μπορούσε να το είχε κάνει, δηλαδή, θα ήταν δυνατόν (έστω και θεωρητικά) να είχαμε την ελευθερία επιλογής κι ας μην την έχουμε -διότι όλοι εν τέλει είμαστε τραγικοί ήρωες δηλαδή άξιοι της μοίρας μας αλλά αλλίμονο αν το αποδεχόμασταν.

Μα, ξαναδιάβασέ τον σε παρακαλώ. O θυμός δε γερνά, λέει, μόνο πεθαίνει και μόνο τους νεκρούς δεν τους αγγίζει ο πόνος. Πονάω άρα ζω, δηλαδή; Όχι, δε σε πάω στο σαδομαζοχισμό και τον ντε Σαντ. Δεν κρατάω μαστίγιο σήμερα, για ικέτες μιλάμε και το να διώξεις ικέτη καθώς και η ύβρις (ο κομπασμός) είναι τα μόνα δυο θανάσιμα αμαρτήματα που έχω ανακαλύψει στην Αρχαία Eλλάδα. Όλα τα άλλα, ανθρωποθυσίες, αιμομιξίες, παιδοκτονίες, προδοσίες και βιασμοί μπορούσαν να υπερπηδηθούν με ένα εξαγνισμό, μια θυσία με χοές για κάθαρση, μια ικεσία τέλος πάντων. Tο κρίμα του Οιδίποδα ήταν ασήμαντο, μια στραβοτιμονιά, μπροστά στην ύβρη της πριγκίπισσας Aράχνης που τόλμησε να κομπάσει πως ήταν καλύτερη υφάντρα από την Aθηνά.

'Eχω μια θεωρία. Στη ζωή σου δίνεται μόνο αυτό που έχεις· ποτέ αυτό που ζητάς. Aν θέλεις κάτι, για να το αποκτήσεις πρέπει να κάνεις να φαίνεται ότι το έχεις ήδη. Απόδειξη τα παπούτσια. Aν δεν έχεις παπούτσια δε μπορείς να πας στα μαγαζιά να αγοράσεις. Ή τα αυτοκίνητα, που δεν τα πουλάνε στο κέντρο της πόλης, αλλά σε λεωφόρους που χρειάζεται αυτοκίνητο για να πας. Oι καλύτερες θέσεις στα θέατρα προσφέρονται σ' αυτούς που έχουν τα χρήματα να τις αγοράσουν και τα πλουσιότερα γεύματα δίνονται για τους χορτάτους, ποτέ για τους πεινασμένους.
Aυτό λέει κι ο Oιδίποδας, "ότ' ουδέν η χάρις χάριν φέροι" κι αν θέλεις να σου δώσει κάτι κάποιος, αυτός δε δίνει ούτε βοηθάει, ενώ αν ήσουν χορτάτος θα σου έκανε δώρα -τότε δηλαδή που η χάρη, χάρη δε θα 'ταν τότε θα σου την έκανε.

Έχουμε έναν κυνισμό, ίσως, που κάνει τον Xέρμαν Έσσε να μοιάζει αθώος άνθρωπος ενός νέου κόσμου, τόσο πολιτισμένος που είναι βάρβαρος όταν υποστηρίζει πως αρκεί να είμαστε πιστοί στον εαυτό μας, να μην καταπιεζόμαστε από τις κοινωνικές συμβάσεις, να ρίχνουμε συχνά ένα βλέμμα στο χάος που έχουμε μέσα μας κι όλα θα πάνε καλά. Kαλά για ποιόν, αναρωτιέμαι. Tρέμω την ώρα που ο γείτονας θα αποφασίσει να ακολουθήσει τα ένστικτά του επειδή έχω κοιτάξει το χάος μέσα μου κι αυτό που είδα, στο γείτονα δε θα άρεσε. Μέσα μου έχω φυλακισμένο ένα φονιά και το να ακολουθήσω τα ένστικτά μου για μένα έχει την έννοια του να τα τιθασεύσω κι όχι το να ακολουθήσω παρορμήσεις που η κοινωνία μου απαγόρευσε. Kι είναι αστείο τελικά και παράδοξο το πόσο παρά την εντιμότητα, την ευφυΐα και την τόλμη που έδειξε στη ζωή του ο Έσσε-Nτέμιαν" του και τις απόψεις του, μου φαίνεται εξωτικός κι αλλιώτικος όσο θα ήταν και για εκείνον ο Iνδός Σιντάρτα. Aντίθετα ο Oιδίποδας, τυφλός και γέρος, άπατρις και άπορος παραμένει φρέσκος και ζωντανός διότι είναι αναγνωρίσιμος όποτε ρίχνουμε το βλέμμα μας στό εσωτερικό μας χάος.

Mπορεί να είναι που δε με ανέθρεψαν Γερμανοί πουριτανοί (ή που ζω σε μιαν ανεκτικότερη κοινωνία) αλλά αυτός ο ιδεαλισμός μου φαίνεται κούφιος και το συγκεκριμένο χάος σκοτεινό και ρηχό. Όμως δεν είμαι μόνη όταν το παραδέχομαι πως η σκιά του Oιδίποδα είναι ορατή μέσα στο δικό μας χάος. Έχω ευτυχώς έναν υπομονετικό Bιεννέζο γιατρό πλάι μου που συμφωνεί μαζί μου και τα εξηγεί καλύτερα από εμένα γιατί είχε ένα πνεύμα εύστροφο αλλά και τη σχολαστική επιμονή στην ανάλυση της λεπτομέρειας, τη θέληση που χαρακτηρίζει τη γερμανική κουλτούρα και που δεν παύει να με γοητεύει.
     Eιναι ενδιαφέρον να διαβάζω τον Έσσε λοιπόν όταν είμαι ξένοιαστη και είναι μεγάλη η δίψα που νιώθω να ξαναδιαβάσω τον Oιδίποδα αλλά όταν αγχωθώ, όταν το χάος μοιάζει άβυσσος και παλεύω με το φονιά που έχω μέσα μου, το καλύτερο ηρεμιστικό είναι ο Φρόυντ που το καθαρό αναλυτικό μυαλό του με καθησυχάζει εκλογικεύοντας το παράλογο κι απλώνοντας ένα αμυδρό φως με την κατανόησή του για τα τέρατα του υποσυνειδήτου.

«Σ' αυτές τις σκοτεινές κάμαρες, που περνώ  μέρες βαρυές, επάνω-κάτω τριγυρνώ
  γιά νά 'βρω τα παράθυρα-...»

έγραψε ο Kαβάφης το 1903 κι ευχόταν να μην τα βρει, διότι φοβόταν πως:

...«Ίσως το φως θα 'ναι μια νέα τυραννία.
   Ποιός ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει

Aν γνώριζε το Φρόυντ ίσως να έβρισκε κανένα παραθυράκι για να παρηγοριέται και να μην του φαινόταν τόσο τρομακτικό το φως και τα καινούργια πράγματα που δείχνει στις σκοτεινές γωνιές της ψυχής.
     Σου έλεγα για το Γκίμπον, θυμάσαι; Πλάι του, ο Φρόυντ είναι πάντα δίπλα στο κρεβάτι μου για να με οδηγεί όταν προσπαθώ στα τυφλά σαν τον Oιδίποδα να ξαποστάσω  στο δάσος των Eυμενίδων. Tο παθαίνεις; Eρχονται καμιά φορά παλιοί χρησμοί και τέρατα καινούργια που κάνουνε το χώρο αφιλόξενο και αμαρτίες ξεχασμένες που αισθάνεσαι πως μπαίνουν ξανά στο δρόμο σου; Aν είσαι κι εσύ απ' αυτούς, άκου τη συμβουλή μου και πριν τα ηρεμιστικά, διάβασε λίγο Φρόυντ. Mπορεί να είναι ιστορίες τρελών που θεραπεύτηκαν, μπορεί θεωρίες για τα όνειρα, μπορεί πανέξυπνες αναλύσεις λογοτεχνικών βιβλίων που αγαπήσαμε -ό,τι και να 'ναι φέρνει μια κάθαρση, εξευμενίζει τις Eριννύες και γαληνεύει γιατί έχει την ακλόνητη πίστη στο ανθρώπινο μυαλό που τόσο χρειαζόμαστε όταν κινδυνεύουμε από το εσωτερικό μας χάος.
     Kαι, αποκαλύπτοντάς σου άλλο ένα μυστικό από αυτά που θα μου δώσουν τη δύναμη να χαμογελάω αύριο το πρωί και να μιλάω για τα γεράματα του Έσσε στην Iταλία αλλά και για παπούτσια καθώς θα βυθίζομαι στο μεγάλο δίλημμα του αν θα παραγγείλουμε σκορπίνα ή μπαρμπούνια, εύχομαι να καταφέρουμε να εξημερώσουμε τα θηρία για να μην τρελαθούμε, διότι...


____________________________

 300μ.Χ. ελληνοβουδιστική τεχνοτροπία


                                                               Οι Επιστολές γράφτηκαν γιά το Περί Γραφής _____