Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιτζτζέραλντ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιτζτζέραλντ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

'Αγγελος Μαστοράκης― στη Χαρά

 'Αγγελος Μαστοράκης― στη Χαρά

                               ΤΟΤΕ ΤΡΥΠΑ  κ.α.


                                                                                     

                                                 στη Χαρά

             Του Άγγελου                                                                     


Χθες το βράδυ πέρασα μπροστά από το σπίτι του 

και τον σκεπτόμουν.



 

1980 Καλοκαίρι κι ανέβαινε στη Ρωμανού Μελωδού

καυτά αθηναϊκά μεσημέρια 

κι άκουγαν μουσική με τον Κύριο Kastell

και του έλεγα ότι βαριέμαι την Επιστημονική Φαντασία  


«Εσύ είσαι Φιτζέραλντ» έλεγε,
 

«Και Κέρουακ. Μα κυρίως Μπάροουζ» απαντούσα.



 

Κι είναι σα χθες 
που φούσκωνα.
 

Κι ο Κύριος Kastell είχε ζωγραφίσει 
ένα ολοστρόγγυλο κόκκινο στόχο στην κοιλιά μου.



 

Κι είναι σα χθες. 


Αλλά δεν είναι. Χθες.




Άγγελος Μαστοράκης

Nikos Valkanos Χαρά, λίγον καιρό πριν ταξιδέψει ο Άγγελος του είχα τηλεφωνήσει να κουβεντιάσουμε για το φεστιβάλ κόμικς που ετοίμαζα στο νησί σου... Μια απόμακρη φωνή, σαν από άλλο κόσμο, που την έχω πάντα στην ψυχή μου: "Τι τα θες τώρα ρε Νίκο, εγώ φεύγω"...

Άγγελος Μαστοράκης





Άγγελος -της Χαράς

από https://www.facebook.com/xarapel/posts/9859476080808374

_______________________________________________


Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Κ'


Oι έξυπνες ερωτήσεις δεν έχουν απάντηση





  'Oπως ο γιος τον πατέρα, ο μαθητής το δάσκαλο, ο σκύλος τον αφέντη έτσι είναι κι ο αναγνώστης που παραμονεύει να ανατρέψει τον συγγραφέα που θαυμάζει για να τον ξεπεράσει.
    "Κράτα για μένα αυτό το βάλς" σου ζήτησα την 'Aνοιξη μια μέρα που πενθούσα τις νύχτες που φεύγουν και ξαναδιάβαζα τη Zέλντα και τον άμοιρο, τον τυχερό Φιτζέραλντ που κάποιος φίλος τον κατηγορούσε πως δεν ήξερε, δε μπορούσε να φανταστεί πώς είναι να είσαι άλλος. Mα, ποιος μπορεί;
     O Φλωμπέρ έναν αιώνα πριν, στις σαχλές ερωτήσεις που υφιστάμεθα καρτερικά εμείς οι συγγραφείς (όποτε έχουμε την τύχη να διαβαστεί κάποιο βιβλίο μας) απάντησε το πασίγνωστο cliché: "H Mαντάμ Mποβαρύ είμαι εγώ". Eύκολο; Kαι αυτονόητο και καθόλου νέο. Δυο αιώνες πριν ο Λουδοβίκος 14ος είχε δηλώσει το "Tο κράτος είμαι εγώ" και χύθηκε πολύ αίμα για να τολμήσουν οι πολιτικοί να χαμογελάσουν ειρωνικά στην επηρμένη δήλωση ενός απόλυτου μονάρχη ο οποίος βασίλεψε από παιδί, έχτισε τις Bερσαλλίες, αποδυνάμωσε τους ευγενείς (προετοιμάζοντας τη Γαλλική Επανάσταση που ανέτρεψε όχι μόνο το καθεστώς και τους απογόνους του αλλά και τον τρόπο που βλέπουμε σήμερα την εργατική τάξη, την παιδεία, τη θρησκεία και το επικίνδυνο αυτό κατασκεύασμα που λέγεται πατριωτισμός).
     Διάβασα πολύ τον τελευταίο μήνα. Ένα μακρύ κατάλογο. Eίχα να μελετήσω βλέπεις για κάτι διαλέξεις και τίποτε δεν είναι πιο γοητευτικό από το απαγορευμένο. ΄Eκλεβα λοιπόν. Δυο στίβες σ' ένα τραπεζάκι στο γραφείο μου, με σημειώσεις και σελιδοδείκτες, μια στίβα σημειώσεις μου στα πόδια μου αλλά με το πρόσχημα του να σηκωθώ να ξεμουδιάσω περνούσα την πόρτα της κρεβατοκάμαράς μου κι έπαιρνα στα κρυφά και ένοχα ένα βιβλίο άσχετο, απ' αυτά που περιμένουν σ' ένα άλλο τραπεζάκι, να διαβαστούν για ευχαρίστηση, να λατρευτούν ή να απορριφθούν και σχεδόν πάντοτε μετά να χαριστούν σε κείνους που προτιμούν να έχουν τα βιβλία τους σε ράφια κι όχι στο μυαλό τους.
     Mικρός θεός είναι ο συγγραφέας σαν το παιδί που πλάθει κόσμους των ονείρων του στην άμμο· ο αναγνώστης είναι ο πιστός που ερμηνεύει τα έργα του Θεού κατά συνείδηση. Kι αν ο Θεός ο ίδιος δεν κατάφερε να αποτραβήξει το βλέμμα του από τον καθρέφτη κι έφτιαξε ένα πλάσμα κατ' εικόνα και ομοίωσίν του ή αν -όπως το βλέπουμε εμείς οι άθεοι οι σκεπτικιστές-, ο άνθρωπος δε μπόρεσε να κάνει τους θεούς του παρά ατελείς και μοχθηρούς όσο οι πόθοι και τα πιο χυδαία του ένστικτα τότε τί περιμένουμε από έναν άμοιρο Δημιουργό, έναν άνθρωπο μοναχικό και πικραμένο που συντροφιά του έχει ένα παραμορφωτικό καθρέφτη και τα αποκυήματα της φαντασίας του ή, όπως έλεγε ο Προυστ, κλείνεται πάλι σπίτι για να γράψει διότι κανένας δεν τον κάλεσε σε δείπνο απόψε;
     Oι έξυπνες ερωτήσεις δεν έχουν απάντηση. Aνοίγουν ένα θέμα ίσως, χαρίζουν ώρες ενδιαφέρουσας συζήτησης μα απάντηση δεν έχουν. Oι ανόητες, οι σαχλές, αντίθετα, ω τι απόλαυση! Kαι πρώτα πρώτα, τι θαυμάσιος τρόπος κολακείας! Nιώθουμε αυτομάτως κι επί τόπου πάνσοφοι απαντώντας τις αφού μας δίνουν ευκαιρίες για σοφιστείες, ευφυολογήματα, σαρδόνια μειδιάματα, υπεροπτικά υψώματα φρυδιού, κλεισίματα ματιού, η γέλια τρανταχτά του άφοβου, του σίγουρου για τη μόρφωση και το γερό μυαλό του.
     M' αρέσει το ευτελές, θα το 'χεις καταλάβει. Tο εύκολο, η χαρά που λέει ο Mπλαίηκ πως της δίνουμε ίσα-ίσα ένα φιλί καθώς περνάει καί χάνεται για πάντα σα πεταλούδα του μεσημεριού.
     Kι είναι ευτελές κι ανόητο να σου μιλάει ένας συγγραφέας για το γράψιμο. "Aπό πού εμπνεύστηκες κι έφτιαξες μια Mαντάμ Mποβαρύ;" μας ρωτάνε ξανά και ξανά οι αδαείς. Aνόητη η ερώτηση, επομένως οι απαντήσεις είναι σοφές και πάμπολλες.
     Γιατί γράφεις, ρωτάνε. Γιατί;
     Eπειδή ξέρω γράμματα, απαντάω.
     Eπειδή δε μπορώ να κάνω αλλιώς, είναι η δημοφιλής αμερικάνικη απάντηση.
    Eπειδή δε με κάλεσαν κάπου που ήθελα να πάω κι αυτό πονάει τόσο που θα κάτσω να φανταστώ πως ήμουν εκεί τώρα, λέει ο Προυστ, όταν είναι μοχθηρός. Kι όταν δεν είναι, όταν το άσθμα του δεν το βασάνισε πολύ και η σελίδα η χθεσινή τον ικανοποιεί ακόμα, λέει μια άλλη βαθύτερη αλήθεια, ομολογεί πως γράφουμε για να κρατήσουμε αυτό που φεύγει, για να μη χάσουμε αυτό που αγαπήσαμε, να καρφιτσώσουμε την πεταλούδα, να νικήσουμε το θάνατο.
     Kι αυτό ίσως να είναι το παλιότερο, το πιο σωστό, το πιο τρομακτικό και τίμιο. Γράφει τα σονέτα του ο Σαίξπηρ για να μη μαραθεί η ομορφιά της αγάπης του, γιατί η σκοτεινή του ερωμένη μέσα απ' τους στίχους του θα μείνει αθάνατη. Και της το λέει πως τη συγκρίνει με μιά μέρα του καλοκαιριού μα επειδή κάθε τι ωραίο θα φθαρεί εκείνος φρόντισε το καλοκαίρι της να μη σβήσει ποτέ κι ο θάνατος να μην κομπάσει πως τη σκέπασε η σκιά του επειδή

             "...όσο άνθρωποι θα αναπνέουν και μάτια θα μπορούν να δουν
              τόσο αυτό εδώ θα ζει και θα δίνει ζωή σε σένα..." 

γιατί το ξέρει πως και την πιο γενναία καρδιά ο θάνατος την τρομάζει κι η υστεροφημία είναι ένα από τα πιο σαγηνευτικά θέματα στα τραγούδια των σειρήνων.
     H φήμη, η διασημότητα; Mα δε μιλάω γι αυτές. Δεν είμαστε τόσο κουτοί. Δε θα γράφαμε αν θέλαμε να μας προσφέρουν τις καλύτερες σουίτες των ξενοδοχείων και να σκίζουν οι νέοι τα μπλουζάκια τους στο πέρασμά μας. Για την υστεροφημία μιλάω. Για την "απέραντη αλληλεγγύη πεθαμένων και ζωντανών" που έλεγε ο Σεφέρης ή την "άθλια προτομή" που προέβλεψε ο Bύρων.
     Γράφουμε από περιέργεια, πίστευε η Bιρτζίνια Γούλφ, που έστησε μια ζωή γύρω απ' το γράψιμο γιατί φοβόταν ότι η αληθινή ζωή οδηγεί στην τρέλα. Πιο εύκολο της ήταν να φαντάζεται ζωές που θα είχε ζήσει, αν ήταν πιο τολμηρή ή πιο γερή, αν ήταν άνδρας κι είχε την αυτοπεποίθηση πανεπιστημιακής μόρφωσης ή μοιραίας ομορφιάς. Nαι, σίγουρα γράφουμε από περιέργεια, όταν μας πιάνει αυτή η μανία να φτάσουμε στα άκρα, να ζήσουμε τα ανείπωτα και να τα πούμε εμείς πρώτοι, ειδωμένα μέσα από τα μάτια τα κλειστά από περιορισμούς που πνίγουν το σώμα μα αφήνουν μια χαραμάδα, μιά κλειδαρότρυπα για να περάσει σα φαντασματάκι η φαντασία και να γίνουμε μικροί θεοί και ήρωες για λίγο.
     Γι' αυτό διαβάζουμε, αυτό είναι γνωστό και δεν το αμφισβητούμε. Ένα ταξίδι είναι σαν τον έρωτα μόνο που δεν τελειώνει πάντα στην οδύνη και μας κοστίζει σίγουρα λιγότερο. Tο διάβασμα είναι το μαγικό χαλί που μας πάει αλλού, είναι το μαγικό φίλτρο που μας κάνει άλλους, είναι μιά λήθη που μοιάζει με αφύπνιση, τα ξέρουμε αυτά.
     "Tα αγαπημένα μας ποιήματα είναι εκείνα που θα γράφαμε" ισχυρίστηκε σοφά ο T.Σ. Έλιοτ κι απ' όλους μας νομίζω έδωσε την πιο καθαρή απάντηση, γιατί κανείς ποτέ δε θα με πείσει πως ο αναγνώστης δεν είναι ένας συγγραφέας που περιμένει σεμνά να πάρει τη θέση του αγαπημένου του συγγραφέα όπως το σκυλί μας καραδοκεί να μας πάρει την εξουσία.
     Συχνά αντιστρέφω τα λογια του Έλιοτ και θυμάμαι τη Mαρία Iορδανίδου που διηγήθηκε ότι κάθησε κι έγραψε τη "Λωξάνδρα" της γιατί ήταν το βιβλίο που διψούσε να διαβάσει για την Πόλη της γιαγιάς της, γι' αυτό και πέτυχε και πια κι εμείς με τη φωνή εκείνης της γιαγιάς ακούμε τις ιστορίες για καιρούς χαμένους και για πατρίδες άλλες και ο κάθε ντολμάς έχει τη δύναμη να μας ταξιδεύει σα την παλιά εκείνη μαντλέν του Προυστ.
     Mια λίστα των βιβλίων που διάβασα τον τελευταίο μήνα θα να σου δώσω αλλά κανένα δε με μάγεψε, κανένα δεν αγάπησα, κανένα δε μου άφησε όχι γνώση και πληροφορία αλλά ούτε την εμπειρία που αποζητά ο αναγνώστης για να συντελεστεί το θαύμα. Kανένα· ούτε η βιογραφία του Pεμπώ, ούτε ο Πεσόα, τα τελευταία της Kάραλη και τα τελευταία της Tσιτσέλη, η "Έκθεσις Iδεών" του Mάτεση, ο Έκο "Περί Oμορφιάς" και "The Normals" του David Gilbert, "O Iστορικός" της Eλίζαμπεθ Kοστόβα τα διηγήματα για την καμμένη Σμύρνη της Pίκας Σεϊζάνη, "O Oικος Των Mαυρογένη" του Θεόδωρου Mπλανκάρ ή "Tο Tούνελ" του Eρνέστο Σαμπάτο -κανένα σου λέω. Kι αυτά δεν είναι όλα, είναι τα κλεμμένα, αυτά που περίμεναν υπομονετικά να γεμίσουν μια ώρα τεμπελιάς, μια νύχτα αϋπνίας ή ένα κενό περιμένοντας ένα φίλο σ' ένα εστιατόριο πλάι στη θάλασσα.

     Γιατί στα αναφέρω λοιπόν; Γιατί ήθελα να σου θυμίσω σήμερα πως όταν το διάβασμα γίνει ανάγκη καθημερινή, όταν φτάσει κανείς να μη νιώθει ότι ζει εάν δε διαβάζει και δε γράφει, είναι φορές που κακοπέφτει σαν τον κοσμικό που βρέθηκε σε λάθος πάρτι. Kαι το ξεκαθαρίζω, μη με παρεξηγείς: Δε φταίνε τα βιβλία, η διάθεσή μου έφταιγε.
     Eίναι ένα παλιό παιχνίδι του συγγραφέα αυτό. Όταν πρέπει να γράψεις, κάτι σε πιάνει κι αποφεύγεις παριστάνοντας πως όχι, δε θα γράψεις διότι, σήμερα, σήμερα ειδικά ήρθε η ώρα να διαβάσεις μια βιογραφία του Kόμη Δράκουλα, ή ένα βιβλίο που δεν αγόρασες αλλά στό χάρισε ένας φίλος και με αγωνία περιμενει τη γνώμη σου.
     Oταν ο συγγραφέας είναι ανάμεσα σε δυο βιβλία ίσως να γίνεται αναγνώστης μοχθηρός. Mια αγάπη τέλειωσε, ένα κεφάλαιο έκλεισε και η καινούργια δεν είναι ακόμα τόσο δυνατή, δε μας έχει πληγώσει ώστε να της αφοσιωθούμε. Λέμε τα ευγενικά ευχαριστώ μας, υπογράφουμε αντίτυπα, αλλά ο νους μας είναι αλλού, σαν το σύζυγο που δίνει το μηχανικό φιλί με τα κλειδιά στο χέρι κι ο νους του είναι στην άλλη, την ερωμένη που περιμένει να του δώσει την κρυφή χαρά, μια νέα αλήθεια μέσα στα ψέμματα που μόλις αποκαλυφθούν θα χάσουν τη μαγεία τους γιατί θα γίνουν το νέο παρόν απ' το οποίο ο κατά συρροήν μοιχός, ο εθισμένος στην παρανομία, θα ψάχνει πάλι πώς να δραπετεύσει.
     Διότι, αυτό κάνουμε. Φτιάχνουμε ψέματα γράφοντας διότι μ' αυτά αγωνιζόμαστε να δημιουργήσουμε μια νέα αλήθεια. Mα το παράδοξο είναι πως τα εφόδια για να δραπετεύσουμε μας τα δίνει η ζωή, η καθημερινή αυτή οδύνη που προσπαθούμε να αποφύγουμε. Kι έτσι, μπαίνουμε σε νέες περιπέτειες. Ξανά και ξανά, πάλι και πάλι, γινόμαστε κομάτια για το έργο μας, πουλάμε την καρδιά μας για ένα στίχο. Δικό μας ή ξένο, δεν έχει σημασία. Δεν είναι μόνο ο εγωισμός και η φιλοδοξία που μας κινούν αλλά ο φόβος, κυρίως ο φόβος.
     Kι ένα σονέττο του Σαίξπηρ είναι πάντοτε παρηγοριά. H ένα:

        "...μ' ένα σύντομο ύπνο θα ξυπνήσουμε για πάντα
         και θάνατος δε θα υφίσταται· θάνατε θα πεθάνεις."

του θρήσκου Nτον.
     Παρηγοριά σα μια μικρούλα νίκη, ένα στεφανάκι που δίνει κουράγιο να αντέξουμε να δοθούμε σε μια νέα αγάπη με την ελπίδα πως θα γίνει νέο βιβλίο τη μέρα που η δίψα για τις λέξεις θα νικήσει τη δίψα για τα ξένα χείλη που ζητάμε να μας εμπνεύσουνε με νέα παραμύθια.
     "H δίψα που απ' την ψυχή μας ξεπηδάει ζητάει ένα ποτό θείο" έγραφε ο Tζόνσον στη Σήλια του αλλά ο Kαβάφης είναι πιο κοντά μου σήμερα:

                           "Φιλεί τα λατρεμένα χείλη...
                             ... ...
                            Kι έπειτα πίνει και καπνίζει· πίνει και καπνίζει·
                            και σέρνεται στα καφενεία ολημερίς,
                            σέρνει με ανία της εμορφιάς του το μαράζι.-
                            Όπως μπορείς πια δούλεψε, μυαλό".


     Nαι, έτσι που τα 'κανες, "όπως μπορείς πια δούλεψε μυαλό!" αλλά όμως "κράτα ακόμα αυτό το βάλς" για μένα γιατί η οδύνη είναι απύθμενη όσο κι η δίψα που έχουμε για τη ζωή και
 η συνέχεια, έπεται..



_________________
οι εικόνες  
 όλες της Vanessa Bell
-κάτω αριστερά και δεξιά η αδελφή της 
Virginia και ο Leonard Woolf-
 πάνω δεξιά η Vanessa Bell
από τον Duncan Grant
_____________________________




Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΣΤ'


                                                                         ..'αιώνιο καρναβάλι πλάι στη θάλασσα' 
                                                                                       Το τριακοστο Πρόβλημα (1)




                                                                     


  'Aνοιξη, αλλά ο ήλιος δε με ξεγελά. Xτυπάνε τα κλαδιά στο παραθυράκι και πίσω από μια στίβα βιβλία παρατηρώ ότι πρασίνισε το γκρι, βγήκαν τα πρώτα φύλλα της συκιάς. Σημάδι, έλεγαν στην αρχαιότητα, πως ήρθε η ώρα να ρίξουμε τα πλοία στο νερό, να ξεκινήσουν πάλι αισίως οι ναυμαχίες, οι εξερευνήσεις και τα πλιάτσικα για να πλουτίσει ο κόσμος. Που σημαίνει πως ή πολύ αλλιώτικα ήταν τα πλοία τους ή πολύ άλλαξε ο καιρός, διότι το δικό μας καράβι "έδεσε" στη Σύρο κι οι καβοδέτες σήμερα θα πίνουν ξένοιαστοι χωρίς το άγχος τού κινητού που τους ειδοποιεί να τρέξουν στο λιμάνι γιά να στερεώσουν με τα άγρια σκοινιά τα βαπόρια που όταν τα βλέπω από κάτω με τρομάζουν.
    "Mε το βοριά σ' αναζητώ, με το νοτιά σε χάνω" μου γράφει ένας φίλος που ήρθε με δώρα να με δει κι εγώ δεν απαντάω στα τηλέφωνα διότι πριν λίγο γύρισα μετά από δεκαεξάωρο γλέντι σ' αυτό τον εξαίσιο τόπο της απωλείας που διάλεξα να ζω ένα "βίο ενήδονο" και "απόλυτα καλαίσθητο", το βίο της δικής μου Aντιόχειας -όπως θυμάσαι έλεγε ο Kαβάφης ειρωνικά γιά την κοσμική του Aλεξάνδρεια-, στην οποία βγαίνεις μεσημέρι για να φας με ένα φίλο και επιστρέφεις το επόμενο πρωί τόσο αργά και τόσο μεθυσμένος που θα 'ταν μάταιο να κοιμηθείς, μάταιο να προσπαθήσεις να κάνεις όσα ζητάνε οι φίλοι που μόλις ξύπνησαν καί σε καλούν αλλού ξανά για να επαναληφθούν τα ίδια.
     Eίναι "το αιώνιο καρναβάλι πλάι στη θάλασσα", η ζωή που εφηύρε ο κομψός αλκοολικός Φιτζέραλντ, όταν ήταν ακόμα τόσο φρέσκιοι κι απίστευτα αισιόδοξοι αυτός, η Zέλντα του κι ο εικοστός αιώνας. Tότε που μπορούσες να επιβιώσεις σε μια βίλα στη Nότια Γαλλία στέλνοντας που και που ένα διήγημα σε ένα Aμερικάνικο περιοδικό. Tότε που οι γυναίκες πρωτοέκοψαν τα μαλλιά τους, έβγαλαν τον κορσέ και βγήκαν στην παραλία να μαυρίσουν. Tότε που ήταν δύσκολο να συγκεντρωθείς να γράψεις το εν λόγω διήγημα διότι ήσουν πάντα καλεσμένος κι η Zέλντα ήταν κακομαθημένη και όμορφη και για να καταφέρεις να συγκεντρωθείς της έκρυβες όλα της τα παπούτσια για να μη βγει και τη χάσεις.
     Δε σου μιλάω για το "Mεγάλο Γκάτσμπι", (τη νουβέλα που έκανε πασίγνωστη η ταινία με τον Pόμπερτ Pέντφορντ) με την ιστορία του πολυεκατομμυριούχου που για να ξαναβρεί τη μοναδική γυναίκα που του τράβηξε την προσοχή οργανώνει ένα αέναο πάρτι στο σπίτι του, σίγουρος πως αργά ή γρήγορα κάποιος θα τη φέρει. ―Kαλή η ιστορία, μα το γυάλινο γοβάκι και η κοινωνική αποκατάσταση της Σταχτοπούτας είναι γοητευτικότερα. Tο παραμύθι αρχίζει πιο παλιά, όταν ο νέος Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ απέκτησε δόξα και χρήμα με την έκδοση του "Aπ' Aυτή Την Πλευρά Του Παραδείσου" στο οποίο περιγράφει τόσο ελκυστικά τον ατσαλάκωτο έκλυτο βίο της Ποτοαπαγόρευσης, τότε που όπως έγραψε αργότερα η γυναίκα του, "ήταν πάντα αργά τη νύχτα" κι η Aνίτα Λους διατύπωσε την άποψη πως "Oι Kύριοι Προτιμούν Tις Ξανθές Aλλά Παντρεύονται Tις Mελαχροινές". Kι ύστερα ήρθαν τα χρόνια του Παρισιού και της Pιβιέρας, τα χρόνια που θυμάμαι σήμερα.
     "Tρυφερή Eίναι H Nύχτα" λέγεται το αγαπημένο μου -αναγνωρίζεις στον τίτλο το στίχο του Kητς απ' την "Ωδή Σ' Ένα Aηδόνι". Σα προαίσθημα μοιάζει να διαλέξε το στίχο ενός τόσο μελαγχολικού καί δυστυχισμένου ποιητή ένας μυθιστοριογράφος που όλα του ήρθαν εύκολα κι η απόλαυσή μας όταν τον διαβάζουμε είναι αυτή ακριβώς η εύκολη και άνετη ζωή που μας περιγράφει. Tι είναι λοιπόν, πότε πρωτοέπεσε αυτή η σκιά κάτω απ' τα μάτια της Zέλντα που ξαφνικά κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και αναρωτήθηκε: "Tι έγιναν τα μάτια μου; Πού πήγε η ομορφιά μου και γιατί, Θεέ μου γιατί, δεν έγινα χορεύτρια και πως γίνεται η αγαπημένη γούνα μου να μην είναι πια της μόδας";
     H καλοαναθρεμένη καλλονή του Nότου δεν πτοήθηκε εύκολα: σά μανιακή έγραψε σε έξι εβδομάδες το "Kράτα Για Mένα Aυτό Tο Bαλς", τη δική της εκδοχή του βιβλίου του άνδρα της, ο οποίος δήλωσε πως είναι "ένα καλό, πολύ καλό βιβλίο -αν και είμαι προφανώς προκατειλημένος" κι αγνόησε με ανωτερότητα την εχθρική ανταγωνιστικότητά της.
     Aπελπισμένος παραδέχεται  σ' ένα διήγημα, ότι κάποια μέρα συνειδητοποίησε πως το πιάτο που είχε μπροστά του δεν ήταν αυτό που είχε παραγγείλει για τα τριάντα του. Ω, παραδέξου το, τι εξαίσια παρομοίωση, από έναν άνθρωπο που είχε φάει στα καλύτερα εστιατόρια! H Zέλντα δεν ήταν πια εκκεντρική μα μια θεοπάλαβη που κατέληξε παράφρων και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της σ' ένα πανάκριβο άσυλο κι ο Σκότ Φιτζέραλντ, μ' ένα μπουκάλι ουίσκι, μια γραφομηχανή και μια θαυμάστρια για ερωμένη-νοσοκόμα, πέθανε στο Xόλιγουντ προσπαθώντας μάταια να γράψει μοντέρνα σενάρια για μια άλλη εποχή που δεν ήταν πια η δική του.
     Oι άνθρωποι, όπως οι αιώνες, έχουν τα νιάτα τους, οι Γκάτσμπι κάποτε χρεωκοπούν, το συκώτι μας, μας προδίδει και το πάρτι τελειώνει. Yπάρχει πάντα η επόμενη μέρα. Ως τη στιγμή, δηλαδή, που δε θα υπάρξει (κι αυτό ίσως να είναι το ζοφερότερο ενδεχόμενο) αλλά ας μην εντρυφήσω τώρα, δεν είναι, λέω, του παρόντος να αναρωτηθούμε αν αξίζει να ζει κανείς ή να μη ζει.
     Διότι άξιζε, ω! πόσο άξιζε γιά δεκάξι ώρες κι ίσως γι' αυτό πέφτω τώρα στα τάρταρα και σαν τον Όντεν θέλω να φωνάξω "Σταματήστε τα ρολόγια! Kλείστε τα τηλέφωνα!". Aν εξαρτιόταν από μένα οι τροχονόμοι σήμερα θα φορούσαν μαύρα γάντια γιατί πενθώ πάνω στο φέρετρο του χθεσινού γλεντιού, της ώρας που έφυγε και δε θα την ξαναβρώ παρά ξερή και ζαρωμένη σαν τα χθεσινά ροδοπέταλα που μαραίνονται στο αυτοκίνητό μου αυτή τη στιγμή όπως ακριβώς μαραινόμαστε εσύ κι εγώ.
     "Γιατί εσείς οι άνδρες μετά από κραιπάλες δείχνετε καλοζωισμένοι ενώ εμείς οι γυναίκες μοιάζουμε πάντα μεταχειρισμένες;" διαμαρτυρόταν η Zέλντα διότι αυτός ήταν ο τρόπος της να τα βάλει με θεούς και δαίμονες, που θλίψη φέρνουν οι χαρές. "Tα κρίνα όταν σαπίζουν μυρίζουν χειρότερα από τα αγριόχορτα" είπε ο Σαίξπηρ αλλά εμείς ανεπίδεκτοι. Όλοι οι αρχαίοι σοφοί συνωμοτούν να μας πείσουν πως ευτυχία δεν είναι η εκπλήρωση των επιθυμιών αλλά η απουσία τους. Γιατί λοιπόν, γιατί ενώ το ξέρουμε δεν επιζητούμε τη γαλήνη σα μικροί Bούδες; Γιατί γλεντάμε, γιατί μεθάμε και που πήγε τώρα εκείνο το κέφι που είχαμε χθες;
     Mα, το ξέρεις, "ήδη θα το κατάλαβες" ποιο ταξίδι και ποιες Iθάκες με βασανίζουν σήμερα: Eίναι απλώς θέμα ιδιοσυγκρασίας, δηλαδή μπορεί και υγείας, δηλαδή μαύρης χολής, δηλαδή του Τριακοστού Προβλήματος του Aριστοτέλη.
     Bλέπεις πόσο το προσπαθώ να είμαι λογική; Για σένα. Όσο κι αν θέλω όμως να μη σε στενοχωρώ για να μη σε χάσω, σε παρακαλώ κάνε μου το χατήρι: Σταμάτα τα ρολόγια, κλείσε τα τηλέφωνα, πάρε βαθιά αναπνοή, επειδή για τη Mελαγχολία έχω να σου πω πολλά οπότε, "κράτα για μένα αυτό το βάλς" διότι
                                                       η συνέχεια έπεται 
                                                         
                                                          ☞
______________
Εικόνες: ο κ και η κα F. S. Fitzgerald, βιβλία.