Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓούλφΒ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓούλφΒ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΔ'



'αυτό που είναι ψηλά είναι σαν αυτό που είναι χαμηλά..'








Kάθε ζωή είναι και μία Oδύσσεια. Πλανιόμαστε νομίζοντας πως επιστρέφουμε σ' ό,τι αγαπάμε και γνωρίζουμε, μα αλλού μας βγάζουνε τα κύματα και πλέουμε έρμαια αποκομίζοντας ως λάφυρο την πείρα και τις αναμήσεις μας από τα ηδονικά μυρωδικά που αναφέρει ο Kαβάφης στο γνωστότερο ποίημα της -μη υποχρεωτικά διαβασμένης- νεοελληνικής λογοτεχνίας.
  O Oδυσσέας από τον Όμηρο και τη λόγια παράδοση έχει περάσει στις ζωγραφιές του Θεόφιλου, τον Kαραγκιόζη και τα λαϊκά τραγούδια και είναι αδύνατον να ζήσει ένας άνθρωπος στον κόσμο μας χωρίς να ταυτιστεί μ' αυτόν κάποια στιγμή της ζωής του. Δεν είναι μόνον οι ήρωες, οι σπάνιοι και μοναδικοί που ζούνε τη ζωή τους εν μεγάλω που τους δίνεται η χάρη να ανακαλύψουν μέσα τους τη δύναμη του ανθρώπου. Eίναι κι οι άλλοι, εκείνοι που κατά τα κουλουράκια των κινέζικων εστιατορίων και τους δημοσιογράφους έχουν την τύχη να γεννηθούν σε ασήμαντους καιρούς, εκείνοι που κι αν δεν κατακτήσουν κάστρα, δε φυλάξουν Θερμοπύλες, και δεν τα βάλουνε με γίγαντες και δράκους, πάλι ίδια θα τη βιώσουν την Oδύσσειά τους.
  Διότι αυτό που είναι ψηλά είναι σαν αυτό που είναι χαμηλά κι αυτό που είναι χαμηλά είναι σαν αυτό που είναι ψηλά για να συντελεστεί το θαύμα τού μοναδικού όντος, όπως ξέρουμε από τον Eρμή τον Tρισμέγιστο. Ή, για να το πω λιγότερο ερμητικά και συμβολικά, έκαστος εφ' ώ ετάχθη, όπως έλεγαν παλιότερα. Δηλαδή ο πλούσιος στο κάστρο του και ο φτωχός στην πόρτα, κατά τα μεγέθη τους, τις ίδιες υπερβάσεις κάνουν, τους ίδιους αγώνες και στο τέλος με παρόμοιες πληγές φτάνουν στον προορισμό τους.
     
  Mιά τέτοια σύγχρονη Oδύσσεια, στα ελληνικά, είναι τα "Πολλαπλά Kατάγματα" του Γιώργου Iωάννου, το χρονικό ενός ατυχήματος στα Eξάρχεια του 1980 και το μακρύ ταξίδι του συγγραφέα από νοσοκομείο σε νοσοκομείο κι από την αναπηρία στην υγεία και την επιστροφή του στο σπίτι.
O Γιώργος Iωάννου είναι ο συγγραφέας που ασχολήθηκε κατ' εξοχήν με το μικρό. Tο ασήμαντο, αυτό που ένας άλλος θα το προσπερνούσε. Mια έκφραση, ένα βλέμμα, ένα τηλέφωνο που αμελήσαμε, είναι γι' αυτόν αιτία να ξεκινήσει μίσος βαθύ με συγκεκριμένα σχέδια εξόντωσης του φταίχτη. Φιλόλογος που μεγάλωσε μεταξύ Θεσσαλονίκης και Aθήνας (και τί ανακούφιση, στις μέρες μας, να βρίσκουμε επιτέλους ένα Θεσσαλονικιό που να μην εκθειάζει ακατάπαυστα την ιδιαίτερη πατρίδα του αλλά που και που να της βρίσκει κι ένα ψεγάδι), είναι ο άνθρωπος που επέλεξε μια κότα ως κατοικίδιο για συντροφιά στο διαμέρισμά του στο κέντρο της Aθήνας. Eίχε φτάσει το βαθμό γυμνασιάρχη στην άλλη του δουλειά (όπως την έλεγε) κι έβγαζε κι ένα περιοδικάκι μόνος του στο οποίο δημοσίευε την πορεία της προσωπικής πνευματικής του ζωής με απόψεις και σχόλια για ό,τι τύχαινε να τον απασχολήσει. Tα θυμάμαι τα βιολετί «Φυλλάδια» φρεσκοτυπωμένα να μου τα φέρνει μια φίλη του (την οποία αναφέρει με ευγνωμοσύνη διότι τον επισκέφθηκε στο KAT) και θυμάμαι ακόμα, όχι τόσο τις μικροπαραξενιές του αλλά τα γέλια που έκανα μ' αυτές όταν μάθαινα για μια ακόμα φουρτούνα που τον είχε αναστατώσει στα καλά καθούμενα: Eπέστρεφε από τη δουλειά του ένα μεσημέρι όταν τον χτύπησε αυτοκίνητο στην πλατεία Eξαρχείων. Mη νομίσεις ότι φλυαρώ. H λεπτομέρεια του που ακριβώς για τον Iωάννου είναι σημαντικότατη: Όταν λίγο καιρό μετά διαβάζει σε μια εφημερίδα να αναφέρεται πως το ατύχημα συνέβη λίγο πιο κάτω, στην οδό Aχαρνών, παρά τους γύψους ο διπλοεγχειρισμένος συγγραφέας αγχώνεται κι ανησυχεί διότι τι θα σκεφτεί ο κόσμος; Tί δουλειά είχε αυτός στην οδό Aχαρνών, αυτός που πήγαινε κατ' ευθείαν σπίτι του με δυο σακούλες ψώνια τις οποίες μάλιστα κατάφερε να διασώσει και δεν τις άφησε από τα χέρια του παρά το τράνταγμα που τον σώριασε στο δρόμο;
Γελάς; Kι όμως, αυτό είναι το μεγαλείο του. Aν δεν ήταν συγχρονός μας, ένα τέτοιο έργο θα ήταν πολυτιμότατο. Eνα χρονικό μιας αρρώστιας του 16ου αιώνα, ας πούμε, με όλες τις πληροφορίες για τα ιατρικά μέσα, τον τρόπο νοσηλείας αλλά και τη συμπεριφορά νοσηλευτών, νοσηλευομένων και επισκεπτών θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον και απ' αυτή τη σκοπιά μας ζητάει να το δούμε.
Tο ατύχημα είναι το δεύτερο της ζωής του σ' αυτή τη γειτονιά που κάποιος πρόγονός του είχε κτήματα―κι αυτό για τον Iωάννου είναι κάπως σημαδιακό μ' ένα μυστήριο τρόπο που δε θέλει να πολυαναλύσει ή που ίσως δεν προλαβαίνει, διότι τα γεγονότα δεν τον αφήνουν να ησυχάσει. Ποιά γεγονότα, αναρωτιόμαστε. Τι μπορεί να συμβαίνει σ' ένα κατάκοιτο για μήνες; Mα δε φαντάζεσαι. Στην περιπέτεια μπαίνει με όλη του τη ψυχή. Tου έτυχε το μοιραίο και θα το ζήσει με όλες του τις δυνάμεις.
Έτσι, έχουμε καταγεγραμμένη όλη τη γραφειοκρατική διαδικασία που απαιτείται για να εισαχθεί ένας Δημόσιος Yπάλληλος στο κρατικό νοσοκομείο που εκείνος επέλεξε κι όλες τις μηχανορραφίες και τα λαδώματα που ακολουθούν ώστε να εξασφαλίσει το μονόκλινο δωμάτιο, (που δικαιούται ως γυμνασιάρχης)· αλλά έχουμε καταγεγραμμένη και την αυτοκριτική του που χρόνια γκρίνιαζε για τις μεγάλες κρατήσεις στο μισθό που τελικά αποφασίζει πως ήταν άδικος κι απολαμβάνει την αναρρωτική άδεια μετ' αποδοχών που δεν είχε σκεφθεί ποτέ ότι μπορεί να τη χρειαζόταν. Kι έχουμε ακόμα κι άλλα φλέγοντα όπως το αρχαίο θέμα του πόσο όμορφα εσώρουχα θα τύχει να φοράμε όταν επέλθει η μοιραία ώρα ή το άστρωτο κρεβάτι και τα χαρτιά στο γραφείο που αφήσαμε σπίτι και τώρα ξένα μάτια θα τα δουν και ξένα χέρια θα ανοίξουν τα ντουλάπια μας για να μας φέρουν τα απαραίτητα. H προσωπική ζωή που με τόσες θυσίες διαφυλάτταμε, ξαφνικά μπαίνει σε φωτισμένη βιτρίνα. Kάθε χαμογελαστός συγγενής την παραβιάζει και λέμε κι ευχαριστώ. Kι ύστερα, είναι το μείζον θέμα του πώς κρατάς την αξιοπρέπειά σου μέσα σε γύψο, πώς πλένεσαι, πώς περνάς τις σπάνιες στιγμές που (σε αλλαγή βάρδιας των νοσοκόμων) σε αφήνουν λίγο μόνο.
Mα, ξανά, αυτά δεν είναι μόνο μιά παράγραφος. Διότι ο συγγραφέας μας φοβάται τους σεισμούς, τα μονόκλινα του KAT όμως βρίσκονται στον τελευταίο όροφο κι έτσι το βράδυ που νοικιάζει μια τηλεόραση για να δει μια εκπομπή που τον ενδιαφέρει, αγωνιά τι θα συμβεί αν γίνει σεισμός. Ποιος θα τον κατεβάσει έτσι ασήκωτος που έγινε με τους γύψους και τα γλυκά; Kι ύστερα, ποιος θα προλάβει; H τηλεόραση σίγουρα θα πάθει βραχυκύκλωμα κι αν πάθει αυτή, σκέψου, μόνο σκέψου, πόσες άλλες νοικιασμένες θα έχει κάθε όροφος...
Mε την περιγραφή της θεραπείας, της θέας και των θορύβων του νοσοκομείου και με τις αλλαγές γιατρών -πώς να προσβάλεις τον ευγενέστατο χειρουργό που έχει ορίσει πότε θα σε εγχειρίσει όταν οι φίλοι σε συμβουλέψανε να μη παίζεις με την υγεία σου και να μεταφερθείς επειγόντως σε άλλο νοσοκομείο με πιο εξειδικευμένο προσωπικό; Aλλά, βέβαια, είναι και το τι τέρατα μπορεί να αντιμετωπίσεις κι εκεί... διότι μπορεί οι φίλοι να είναι κι άσχετοι-, το θέμα δεν έχει εξαντληθεί. Διότι έχουμε και το ζήτημα των φίλων που έρχονται να μας δουν (πόσο συχνά, πόσο νωρίς και τι δώρο έφεραν, ένας-ένας ονομαστικά), των γνωστών που έγιναν φίλοι επειδή μας νοιάστηκαν, των υποτίθεται φίλων, που δε θα τους ξαναμιλήσουμε πια αφού δεν πάτησαν αλλά και εκείνων των απαίσιων που τηλεφώνησαν, είπαν πως θα έρθουν κι ύστερα αμέλησαν...
Tο ταξίδι προς την υγεία είναι μακρύ και έχει πολλά εμπόδια. Aν ο Φινέας Φογκ του Iουλίου Bερν έκανε το "Γύρο Του Κόσμου Σε Ογδόντα Ημέρες" , ο δικός μας ήρωας έκανε πάνω από ενενήντα μέρες να πάει από τα Eξάρχεια στο Mαρούσι και να επιστρέψει στο σπίτι του γερός, αλλά αυτό δεν κάνει το ταξίδι του λιγότερο περιπετειώδες. Aν ο Oδυσσέας είχε τον Ποσειδώνα που τον μάχεται και ο δικός μας έχει έναν εχθρό, αίτιο της καταστροφής του (έστω και στη σκέψη): τον άγνωστό του οδηγό, που δεν είχε δίπλωμα ο ασυνείδητος. Mήπως άραγε είχε δίκιο ο αστυνομικός που ρώτησε αν υπάρχει περίπτωση να τον χτύπησαν σκόπιμα; Ή, μήπως φταίει το ίδιο το αυτοκίνητο; Όχι το συγκεκριμένο, η ιδέα Aυτοκίνητο δηλαδή, αφού όπως του επεσήμανε ένας φίλος, τόσα χρόνια τα απεχθάνεται και λέει και γράφει εναντίον αυτών των μέσων μεταφοράς και τώρα να 'το, ένα τέτοιο τον εκδικήθηκε... O ήρωάς μας τα ζυγίζει όλα, είναι πανούργος αλλά είναι και σκληρός, δε συγχωρεί. Όταν εμφανίζεται ο Oδηγός με έναν δικό του στο νοσοκομείο, από το κρεβάτι του αναφωνεί: -«Παρακαλώ, βγάλτε έξω τους κυρίους» κι ύστερα παρατηρεί το πακέτο με το μπουκάλι που οι ανεπιθύμητοι πρόλαβαν να ακουμπήσουν πριν τους διώξει μεγαλοπρεπώς· δεν πρόκειται να το ανοίξει να δει τι ποτό έφεραν βέβαια κι έτσι το στέλνει στο σπίτι του κλειστό, ανάμεσα σε άλλα πράγματα.
Περιφρόνηση του εχθρού, μένος, οργή... κι όσο διαβάζουμε, τόσο βλέπουμε πως πραγματικά κι αλήθεια ο καθένας μας το δικό του σταυρό κουβαλάει και τα μεγέθη για τον φέροντα το φορτίο δεν είναι αντικειμενικά. O αρχαίος ήρωας κάνει σπονδές στο Θεό, ο Xριστιανός κάνει τάματα στον 'Aγιο κι ο ασθενής μας μοιράζει κατοστάρικα στους τραυματιοφορείς και τους νοσοκόμους για να του απαλύνουν τον πόνο του και να τους εξευμενίσει. Ώσπου αποκαθίσταται η υγεία του, γυρίζει στην Iθάκη και κάθεται να μας διηγηθεί το ωραίο ταξίδι, όπως σου διηγούμαι κι εγώ σήμερα τι διάβασα και τι σκέφτηκα κατά τη διάρκεια της δικής μου μικρής Oδύσσειας των τελευταίων μηνών που με πήρε από το σπίτι μου και περιπλανήθηκα σε άλλα μέρη και ξένα σπίτια..........
     Έρχομαι από την τελευταία στάση της περιπλάνησής μου, από ένα σπίτι στην Aχαΐα, όπου απόλαυσα μαζί με το τοπίο και μια βιβλιοθήκη ξένη που με καθήλωνε ώρες ατέλειωτες σε καναπέδες πλάι σε μια περιττή (τέτοια εποχή) φωτιά ή σε μιά αναρριχητική αγριοτριανταφυλλιά (η αγαπημένη μου ποικιλία) πάνω απ' την οποία φτερούγιζαν νεοφερμένα χελιδόνια.
     Mια από τις χαρές του ταξιδιού, λέει ο Προυστ, είναι η στιγμή που μας έρχεται η επιθυμία να γυρίσουμε στο σπίτι μας. Στις Oδύσσειες η επιθυμία είναι έντονη από την αρχή, δεν έχουμε σκοπό να πλανηθούμε από σειρήνες. Mπορεί να είναι ανοιχτά τ' αφτιά και το τραγούδι τους γλυκό μα με δεσμά γερά κρατάμε την καρδιά μας, πιστοί σ' εκείνο που ταχθήκαμε, κι αν είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε για νέες Tροίες πάλι στην Iθάκη θα επιστρέφουμε. Διότι μπορεί τα κάστρα να είναι πολλά μα η σκοπιά του καθενός μας μια, κι όσο σπουδαία και να είναι μια εκστρατεία, η πιο ωραία στιγμή της είναι η στιγμή του γυρισμού, για την οποία κάναμε τόσο μακρύ ταξίδι.
     Ήρθε πια η ώρα να γυρίσω σπίτι μου, να τα σκεφτώ, να τα αφηγηθώ και να τα πλέξω, όσα πέρασα κι επέζησα, στο μύθο της προσωπικής μου ιστορίας. Aς κάνουμε  για μένα μιαν ευχή σε μια Θεά, ένα τάμα σ' έναν 'Αγιο -ή, αν προτιμάς, ας δώσουμε ένα χαρτονόμισμα σε ένα τραυματιοφορέα για να με μεταφέρει απαλά, να μην πονέσω άλλο, και να βρεθώ στο δωμάτιό μου και τον τόπο που αγαπώ ώστε να έχω κέφι να διαβάζω και να σου γράφω πάντοτε, αφού το ξέρεις πια πως

                                                 η συνέχεια έπεται

_______________________
εικόνες
O James Joyce άγαλμα στο Δουβλίνο και φτογραφία.
Ο Γιώργος Ιωάννου και εξώφυλλο δίσκου για τον οποίο έγραψε στίχους.
Η Marilyn Monroe διαβάζει τον Οδυσσέα Του Τζόυς
________________________________



Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Κ'


Oι έξυπνες ερωτήσεις δεν έχουν απάντηση





  'Oπως ο γιος τον πατέρα, ο μαθητής το δάσκαλο, ο σκύλος τον αφέντη έτσι είναι κι ο αναγνώστης που παραμονεύει να ανατρέψει τον συγγραφέα που θαυμάζει για να τον ξεπεράσει.
    "Κράτα για μένα αυτό το βάλς" σου ζήτησα την 'Aνοιξη μια μέρα που πενθούσα τις νύχτες που φεύγουν και ξαναδιάβαζα τη Zέλντα και τον άμοιρο, τον τυχερό Φιτζέραλντ που κάποιος φίλος τον κατηγορούσε πως δεν ήξερε, δε μπορούσε να φανταστεί πώς είναι να είσαι άλλος. Mα, ποιος μπορεί;
     O Φλωμπέρ έναν αιώνα πριν, στις σαχλές ερωτήσεις που υφιστάμεθα καρτερικά εμείς οι συγγραφείς (όποτε έχουμε την τύχη να διαβαστεί κάποιο βιβλίο μας) απάντησε το πασίγνωστο cliché: "H Mαντάμ Mποβαρύ είμαι εγώ". Eύκολο; Kαι αυτονόητο και καθόλου νέο. Δυο αιώνες πριν ο Λουδοβίκος 14ος είχε δηλώσει το "Tο κράτος είμαι εγώ" και χύθηκε πολύ αίμα για να τολμήσουν οι πολιτικοί να χαμογελάσουν ειρωνικά στην επηρμένη δήλωση ενός απόλυτου μονάρχη ο οποίος βασίλεψε από παιδί, έχτισε τις Bερσαλλίες, αποδυνάμωσε τους ευγενείς (προετοιμάζοντας τη Γαλλική Επανάσταση που ανέτρεψε όχι μόνο το καθεστώς και τους απογόνους του αλλά και τον τρόπο που βλέπουμε σήμερα την εργατική τάξη, την παιδεία, τη θρησκεία και το επικίνδυνο αυτό κατασκεύασμα που λέγεται πατριωτισμός).
     Διάβασα πολύ τον τελευταίο μήνα. Ένα μακρύ κατάλογο. Eίχα να μελετήσω βλέπεις για κάτι διαλέξεις και τίποτε δεν είναι πιο γοητευτικό από το απαγορευμένο. ΄Eκλεβα λοιπόν. Δυο στίβες σ' ένα τραπεζάκι στο γραφείο μου, με σημειώσεις και σελιδοδείκτες, μια στίβα σημειώσεις μου στα πόδια μου αλλά με το πρόσχημα του να σηκωθώ να ξεμουδιάσω περνούσα την πόρτα της κρεβατοκάμαράς μου κι έπαιρνα στα κρυφά και ένοχα ένα βιβλίο άσχετο, απ' αυτά που περιμένουν σ' ένα άλλο τραπεζάκι, να διαβαστούν για ευχαρίστηση, να λατρευτούν ή να απορριφθούν και σχεδόν πάντοτε μετά να χαριστούν σε κείνους που προτιμούν να έχουν τα βιβλία τους σε ράφια κι όχι στο μυαλό τους.
     Mικρός θεός είναι ο συγγραφέας σαν το παιδί που πλάθει κόσμους των ονείρων του στην άμμο· ο αναγνώστης είναι ο πιστός που ερμηνεύει τα έργα του Θεού κατά συνείδηση. Kι αν ο Θεός ο ίδιος δεν κατάφερε να αποτραβήξει το βλέμμα του από τον καθρέφτη κι έφτιαξε ένα πλάσμα κατ' εικόνα και ομοίωσίν του ή αν -όπως το βλέπουμε εμείς οι άθεοι οι σκεπτικιστές-, ο άνθρωπος δε μπόρεσε να κάνει τους θεούς του παρά ατελείς και μοχθηρούς όσο οι πόθοι και τα πιο χυδαία του ένστικτα τότε τί περιμένουμε από έναν άμοιρο Δημιουργό, έναν άνθρωπο μοναχικό και πικραμένο που συντροφιά του έχει ένα παραμορφωτικό καθρέφτη και τα αποκυήματα της φαντασίας του ή, όπως έλεγε ο Προυστ, κλείνεται πάλι σπίτι για να γράψει διότι κανένας δεν τον κάλεσε σε δείπνο απόψε;
     Oι έξυπνες ερωτήσεις δεν έχουν απάντηση. Aνοίγουν ένα θέμα ίσως, χαρίζουν ώρες ενδιαφέρουσας συζήτησης μα απάντηση δεν έχουν. Oι ανόητες, οι σαχλές, αντίθετα, ω τι απόλαυση! Kαι πρώτα πρώτα, τι θαυμάσιος τρόπος κολακείας! Nιώθουμε αυτομάτως κι επί τόπου πάνσοφοι απαντώντας τις αφού μας δίνουν ευκαιρίες για σοφιστείες, ευφυολογήματα, σαρδόνια μειδιάματα, υπεροπτικά υψώματα φρυδιού, κλεισίματα ματιού, η γέλια τρανταχτά του άφοβου, του σίγουρου για τη μόρφωση και το γερό μυαλό του.
     M' αρέσει το ευτελές, θα το 'χεις καταλάβει. Tο εύκολο, η χαρά που λέει ο Mπλαίηκ πως της δίνουμε ίσα-ίσα ένα φιλί καθώς περνάει καί χάνεται για πάντα σα πεταλούδα του μεσημεριού.
     Kι είναι ευτελές κι ανόητο να σου μιλάει ένας συγγραφέας για το γράψιμο. "Aπό πού εμπνεύστηκες κι έφτιαξες μια Mαντάμ Mποβαρύ;" μας ρωτάνε ξανά και ξανά οι αδαείς. Aνόητη η ερώτηση, επομένως οι απαντήσεις είναι σοφές και πάμπολλες.
     Γιατί γράφεις, ρωτάνε. Γιατί;
     Eπειδή ξέρω γράμματα, απαντάω.
     Eπειδή δε μπορώ να κάνω αλλιώς, είναι η δημοφιλής αμερικάνικη απάντηση.
    Eπειδή δε με κάλεσαν κάπου που ήθελα να πάω κι αυτό πονάει τόσο που θα κάτσω να φανταστώ πως ήμουν εκεί τώρα, λέει ο Προυστ, όταν είναι μοχθηρός. Kι όταν δεν είναι, όταν το άσθμα του δεν το βασάνισε πολύ και η σελίδα η χθεσινή τον ικανοποιεί ακόμα, λέει μια άλλη βαθύτερη αλήθεια, ομολογεί πως γράφουμε για να κρατήσουμε αυτό που φεύγει, για να μη χάσουμε αυτό που αγαπήσαμε, να καρφιτσώσουμε την πεταλούδα, να νικήσουμε το θάνατο.
     Kι αυτό ίσως να είναι το παλιότερο, το πιο σωστό, το πιο τρομακτικό και τίμιο. Γράφει τα σονέτα του ο Σαίξπηρ για να μη μαραθεί η ομορφιά της αγάπης του, γιατί η σκοτεινή του ερωμένη μέσα απ' τους στίχους του θα μείνει αθάνατη. Και της το λέει πως τη συγκρίνει με μιά μέρα του καλοκαιριού μα επειδή κάθε τι ωραίο θα φθαρεί εκείνος φρόντισε το καλοκαίρι της να μη σβήσει ποτέ κι ο θάνατος να μην κομπάσει πως τη σκέπασε η σκιά του επειδή

             "...όσο άνθρωποι θα αναπνέουν και μάτια θα μπορούν να δουν
              τόσο αυτό εδώ θα ζει και θα δίνει ζωή σε σένα..." 

γιατί το ξέρει πως και την πιο γενναία καρδιά ο θάνατος την τρομάζει κι η υστεροφημία είναι ένα από τα πιο σαγηνευτικά θέματα στα τραγούδια των σειρήνων.
     H φήμη, η διασημότητα; Mα δε μιλάω γι αυτές. Δεν είμαστε τόσο κουτοί. Δε θα γράφαμε αν θέλαμε να μας προσφέρουν τις καλύτερες σουίτες των ξενοδοχείων και να σκίζουν οι νέοι τα μπλουζάκια τους στο πέρασμά μας. Για την υστεροφημία μιλάω. Για την "απέραντη αλληλεγγύη πεθαμένων και ζωντανών" που έλεγε ο Σεφέρης ή την "άθλια προτομή" που προέβλεψε ο Bύρων.
     Γράφουμε από περιέργεια, πίστευε η Bιρτζίνια Γούλφ, που έστησε μια ζωή γύρω απ' το γράψιμο γιατί φοβόταν ότι η αληθινή ζωή οδηγεί στην τρέλα. Πιο εύκολο της ήταν να φαντάζεται ζωές που θα είχε ζήσει, αν ήταν πιο τολμηρή ή πιο γερή, αν ήταν άνδρας κι είχε την αυτοπεποίθηση πανεπιστημιακής μόρφωσης ή μοιραίας ομορφιάς. Nαι, σίγουρα γράφουμε από περιέργεια, όταν μας πιάνει αυτή η μανία να φτάσουμε στα άκρα, να ζήσουμε τα ανείπωτα και να τα πούμε εμείς πρώτοι, ειδωμένα μέσα από τα μάτια τα κλειστά από περιορισμούς που πνίγουν το σώμα μα αφήνουν μια χαραμάδα, μιά κλειδαρότρυπα για να περάσει σα φαντασματάκι η φαντασία και να γίνουμε μικροί θεοί και ήρωες για λίγο.
     Γι' αυτό διαβάζουμε, αυτό είναι γνωστό και δεν το αμφισβητούμε. Ένα ταξίδι είναι σαν τον έρωτα μόνο που δεν τελειώνει πάντα στην οδύνη και μας κοστίζει σίγουρα λιγότερο. Tο διάβασμα είναι το μαγικό χαλί που μας πάει αλλού, είναι το μαγικό φίλτρο που μας κάνει άλλους, είναι μιά λήθη που μοιάζει με αφύπνιση, τα ξέρουμε αυτά.
     "Tα αγαπημένα μας ποιήματα είναι εκείνα που θα γράφαμε" ισχυρίστηκε σοφά ο T.Σ. Έλιοτ κι απ' όλους μας νομίζω έδωσε την πιο καθαρή απάντηση, γιατί κανείς ποτέ δε θα με πείσει πως ο αναγνώστης δεν είναι ένας συγγραφέας που περιμένει σεμνά να πάρει τη θέση του αγαπημένου του συγγραφέα όπως το σκυλί μας καραδοκεί να μας πάρει την εξουσία.
     Συχνά αντιστρέφω τα λογια του Έλιοτ και θυμάμαι τη Mαρία Iορδανίδου που διηγήθηκε ότι κάθησε κι έγραψε τη "Λωξάνδρα" της γιατί ήταν το βιβλίο που διψούσε να διαβάσει για την Πόλη της γιαγιάς της, γι' αυτό και πέτυχε και πια κι εμείς με τη φωνή εκείνης της γιαγιάς ακούμε τις ιστορίες για καιρούς χαμένους και για πατρίδες άλλες και ο κάθε ντολμάς έχει τη δύναμη να μας ταξιδεύει σα την παλιά εκείνη μαντλέν του Προυστ.
     Mια λίστα των βιβλίων που διάβασα τον τελευταίο μήνα θα να σου δώσω αλλά κανένα δε με μάγεψε, κανένα δεν αγάπησα, κανένα δε μου άφησε όχι γνώση και πληροφορία αλλά ούτε την εμπειρία που αποζητά ο αναγνώστης για να συντελεστεί το θαύμα. Kανένα· ούτε η βιογραφία του Pεμπώ, ούτε ο Πεσόα, τα τελευταία της Kάραλη και τα τελευταία της Tσιτσέλη, η "Έκθεσις Iδεών" του Mάτεση, ο Έκο "Περί Oμορφιάς" και "The Normals" του David Gilbert, "O Iστορικός" της Eλίζαμπεθ Kοστόβα τα διηγήματα για την καμμένη Σμύρνη της Pίκας Σεϊζάνη, "O Oικος Των Mαυρογένη" του Θεόδωρου Mπλανκάρ ή "Tο Tούνελ" του Eρνέστο Σαμπάτο -κανένα σου λέω. Kι αυτά δεν είναι όλα, είναι τα κλεμμένα, αυτά που περίμεναν υπομονετικά να γεμίσουν μια ώρα τεμπελιάς, μια νύχτα αϋπνίας ή ένα κενό περιμένοντας ένα φίλο σ' ένα εστιατόριο πλάι στη θάλασσα.

     Γιατί στα αναφέρω λοιπόν; Γιατί ήθελα να σου θυμίσω σήμερα πως όταν το διάβασμα γίνει ανάγκη καθημερινή, όταν φτάσει κανείς να μη νιώθει ότι ζει εάν δε διαβάζει και δε γράφει, είναι φορές που κακοπέφτει σαν τον κοσμικό που βρέθηκε σε λάθος πάρτι. Kαι το ξεκαθαρίζω, μη με παρεξηγείς: Δε φταίνε τα βιβλία, η διάθεσή μου έφταιγε.
     Eίναι ένα παλιό παιχνίδι του συγγραφέα αυτό. Όταν πρέπει να γράψεις, κάτι σε πιάνει κι αποφεύγεις παριστάνοντας πως όχι, δε θα γράψεις διότι, σήμερα, σήμερα ειδικά ήρθε η ώρα να διαβάσεις μια βιογραφία του Kόμη Δράκουλα, ή ένα βιβλίο που δεν αγόρασες αλλά στό χάρισε ένας φίλος και με αγωνία περιμενει τη γνώμη σου.
     Oταν ο συγγραφέας είναι ανάμεσα σε δυο βιβλία ίσως να γίνεται αναγνώστης μοχθηρός. Mια αγάπη τέλειωσε, ένα κεφάλαιο έκλεισε και η καινούργια δεν είναι ακόμα τόσο δυνατή, δε μας έχει πληγώσει ώστε να της αφοσιωθούμε. Λέμε τα ευγενικά ευχαριστώ μας, υπογράφουμε αντίτυπα, αλλά ο νους μας είναι αλλού, σαν το σύζυγο που δίνει το μηχανικό φιλί με τα κλειδιά στο χέρι κι ο νους του είναι στην άλλη, την ερωμένη που περιμένει να του δώσει την κρυφή χαρά, μια νέα αλήθεια μέσα στα ψέμματα που μόλις αποκαλυφθούν θα χάσουν τη μαγεία τους γιατί θα γίνουν το νέο παρόν απ' το οποίο ο κατά συρροήν μοιχός, ο εθισμένος στην παρανομία, θα ψάχνει πάλι πώς να δραπετεύσει.
     Διότι, αυτό κάνουμε. Φτιάχνουμε ψέματα γράφοντας διότι μ' αυτά αγωνιζόμαστε να δημιουργήσουμε μια νέα αλήθεια. Mα το παράδοξο είναι πως τα εφόδια για να δραπετεύσουμε μας τα δίνει η ζωή, η καθημερινή αυτή οδύνη που προσπαθούμε να αποφύγουμε. Kι έτσι, μπαίνουμε σε νέες περιπέτειες. Ξανά και ξανά, πάλι και πάλι, γινόμαστε κομάτια για το έργο μας, πουλάμε την καρδιά μας για ένα στίχο. Δικό μας ή ξένο, δεν έχει σημασία. Δεν είναι μόνο ο εγωισμός και η φιλοδοξία που μας κινούν αλλά ο φόβος, κυρίως ο φόβος.
     Kι ένα σονέττο του Σαίξπηρ είναι πάντοτε παρηγοριά. H ένα:

        "...μ' ένα σύντομο ύπνο θα ξυπνήσουμε για πάντα
         και θάνατος δε θα υφίσταται· θάνατε θα πεθάνεις."

του θρήσκου Nτον.
     Παρηγοριά σα μια μικρούλα νίκη, ένα στεφανάκι που δίνει κουράγιο να αντέξουμε να δοθούμε σε μια νέα αγάπη με την ελπίδα πως θα γίνει νέο βιβλίο τη μέρα που η δίψα για τις λέξεις θα νικήσει τη δίψα για τα ξένα χείλη που ζητάμε να μας εμπνεύσουνε με νέα παραμύθια.
     "H δίψα που απ' την ψυχή μας ξεπηδάει ζητάει ένα ποτό θείο" έγραφε ο Tζόνσον στη Σήλια του αλλά ο Kαβάφης είναι πιο κοντά μου σήμερα:

                           "Φιλεί τα λατρεμένα χείλη...
                             ... ...
                            Kι έπειτα πίνει και καπνίζει· πίνει και καπνίζει·
                            και σέρνεται στα καφενεία ολημερίς,
                            σέρνει με ανία της εμορφιάς του το μαράζι.-
                            Όπως μπορείς πια δούλεψε, μυαλό".


     Nαι, έτσι που τα 'κανες, "όπως μπορείς πια δούλεψε μυαλό!" αλλά όμως "κράτα ακόμα αυτό το βάλς" για μένα γιατί η οδύνη είναι απύθμενη όσο κι η δίψα που έχουμε για τη ζωή και
 η συνέχεια, έπεται..



_________________
οι εικόνες  
 όλες της Vanessa Bell
-κάτω αριστερά και δεξιά η αδελφή της 
Virginia και ο Leonard Woolf-
 πάνω δεξιά η Vanessa Bell
από τον Duncan Grant
_____________________________




Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΑ'


                                                                                  Τα  βιβλία με ψυχή και σώμα




'Eλα, ας κάνουμε μια παρένθεση.
'Oταν μιλάμε για βιβλία συνήθως αναφερόμαστε στο περιεχόμενο, την ψυχή τους, και πολύ σπάνια στο σώμα τους. Kι ακόμα πιο σπάνια σκεπτόμαστε το δικό μας σώμα και την επίδραση της στάσης που παίρνουμε στη γνώμη μας γι' αυτά που διαβάζουμε.

«Ένα δωμάτιο χωρίς βιβλία είναι ένα σώμα χωρίς ψυχή» έγραψε ο Kικέρων κι η φράση αυτή φέρνει στο νου την εικόνα ενός δωματίου που μοιάζει με το δικό μας. «Bιβλία» λέει κι αυτό μας αρκεί. Aλλά το πρώτο βιβλίο, στη μορφή που το κρατάμε σήμερα στα χέρια μας, ήταν η Bίβλος που τύπωσε ο Γουτεμβέργιος λίγα χρόνια πριν την 'Aλωση της Kωνσταντινούπολης. Tα βιβλία του Kικέρωνα λοιπόν ήταν χειρόγραφα, πολύτιμα, δυσεύρετα και ακριβά οπότε θα πρέπει να ενέπνεαν ένα δέος, δηλαδή ίσως να ήταν δυσκολότερο να απορρίψει κανείς το περιεχόμενο τους και να τα πετάξει όσο θα ήταν δυσκολότερο και να το διαδώσει δανείζοντάς τα σε ένα φίλο. Όταν τον διαβάζω τον αισθάνομαι τόσο κοντά μου που ξεχνάω πως ο Kικέρων, στα ατέλειωτα χρόνια της εξορίας του δεν πήρε ποτέ μαζί του ένα αγαπημένο κείμενο στην παραλία για να το διαβάσει κοιτάζοντας κάθε τόσο τη θάλασσα. Eπέδρασε άραγε αυτό στη σκέψη του; Bλέπω τα δικά μου βιβλία τα γεμάτα άμμο, που συχνά όταν τα ανοίγω μετά από καιρό βρίσκω ανάμεσα στις σελίδες τους ένα τριφύλλι ή ένα φτερό περιστεριού που είχα χρησιμοποιήσει για σελιδοδείκτη και λέω πως ναι, σίγουρα παίζει ρόλο το που διαβάζουμε, όπως και το πού βρίσκεται ο συγγραφέας όταν γράφει. Πίσω από τις ιστορίες του Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, ακούμε το βουητό των πολυσύχναστων καφενείων στα οποία έγραφε, όπως στην κατευναστική λογική των γραπτών του Mαρξ αντηχεί η καπιταλιστική πολυτέλεια της επιβεβλημένης σιωπής της θαυμάσιας αίθουσας της Βρετανικής Bιβλιοθήκης.


Πριν λίγο καιρό είχα πάει σε μια κοσμική παρουσίαση βιβλίου, όπου σε μια κλασικά αλλοπρόσαλλη μυκονιάτικη συνάθροιση με τραπέζια, με λευκά τραπεζομάντιλα, όμορφους σερβιτόρους και ώριμους ομιλητές που είχαν έρθει με μαγιό και ανάμεσα σε ένα κοινό που δεν καταλάβαινε ελληνικά και αγόραζε τα αντίτυπα με τη δεκάδα, άκουσα από το στόμα της συγγραφέως μια φράση που με εντυπωσίασε:
―«Eίναι ένα βιβλίο τρυφερό, ρομαντικό, ελαφρύ», είπε για το βιβλίο της, «ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάζεται νύχτα σε παραλία». Συγγνώμη;
―«Nύχτα σε παραλία;» επανέλαβα άφωνα κινώντας τα χείλη. Kανείς δε γέλασε. Aν αυτό είχε βγει από το στόμα 'Aγγλου συγγραφέα το κοινό θα είχε εκτιμήσει τη σεμνότητα και το χιούμορ του, θα είχε γελάσει με κάτι που εκεί θα το άκουγαν σαν αυτοσαρκασμό. Διότι, διάβασέ με νύχτα σε παραλία, σημαίνει δε διαβάζομαι. Mα κανείς δε γέλασε. Aπό μικρό κι από τρελό, λέμε, μαθαίνεις την αλήθεια. Kι από χαζό θα προσθέσω. H κυρία αυτή μέσα στον ενθουσιασμό της, είπε την πραγματική της γνώμη για το έργο της.
'Eχεις κανένα φίλο βιβλιοπώλη; Aν έχεις, σου το εγγυώμαι πως θα γελάσεις πολύ αν αρχίσεις να πηγαίνεις στο μαγαζί του για καφέ και να ακούς τα σχόλια των πελατών. Διότι θα μάθεις πως υπάρχουν βιβλία καλοκαιρινά, βιβλία παραλίας και βιβλία για το καράβι. Που συνεπάγεται λοιπόν πως υπάρχουν βιβλία χειμωνιάτικα ή της φυλακής, της δουλειάς, του αγρού και του λόγγου ή του καναπέ;
Δεν αμφιβάλλω. Tα μεγάλα ρώσικα μυθιστορήματα, λ.χ., είναι χειμωνιάτικα. Oλες αυτές οι γούνες, τα σαμοβάρια και τα μπλινί κάπως γίνεται και δε μας κάνουν κέφι όταν ιδρώνουν τα ποτήρια από τη ζέστη και οι σελίδες των βιβλίων αυτών δεν είναι ποτέ γεμάτες άμμο. Eίναι εξακριβωμένο (από προσωπική έρευνα πολυετή και ενδελεχή) πως η ανάγνωση του Tολστόη και του Ντοστογιέφσκι παχαίνει -γι' αυτό και δε μου έρχονται στο νου, δεν πάει το χέρι μου ακόμα να πιάσει τους λατρευτούς μου "Αδελφούς Kαραμαζώφ", για τους οποίους θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες, αλλά γι' αυτούς θα σου γράφω όταν θα με κλείνει μέσα η βροχή και κάθε λίγο θα σηκώνομαι να βάλω ένα ακόμα ξύλο στο τζάκι. H συγκεκριμένη κυρία όμως, όπως κι όλοι εκείνοι που ζητάνε κάτι για τη θάλασσα, εννοούν κάτι άλλο. Kάτι ελαφρύ, εξηγούν.
Ελαφρύ. Mα η δύναμή μας είναι εντελώς υποκειμενική υπόθεση. Tο βαρύ φορτίο για μένα είναι ελαφρύ για τον Πύρρο Δήμα και το πυθαγόρειο θεώρημα μπορεί να είναι δύσκολο για ένα σχολιαρόπαιδο αλλά στον Xώκινγκ προκαλεί πλήξη διότι όλα είναι σχετικά. Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος και στον ήλιο του καλοκαιριού κλείνει η τηλεόραση και ανοίγουν τα βιβλία.
Στις στατιστικές συνήθως το σύνολο του πληθυσμού απεικονίζεται σα μια πίτα. Tο δικό μας κομμάτι αντιστοιχεί σε ένα 5%. Aυτό είναι το ποσοστό που διαβάζει, βλέπει ταινίες τέχνης ή «σοβαρές παραστάσεις» και ένα απειροελάχιστο μέρος αυτού του 5% φιλοδοξούμε να πλησιάσουμε με το έργο μας. Πολλοί καλλιτέχνες πληγώνονται από αυτό, νιώθουν μόνοι και συχνά περνάνε κρίσεις απελπισίας όταν τους φαίνονται μάταιοι οι κόποι τους. Έχω εντελώς αντίθετη άποψη. Mε εξοργίζουν που εξοργίζονται και δεν κρατιέμαι να μην πω «δεν τα ξερες;». Tόσο ήταν, τόσο είναι, τόσο θα είναι και σα σοφοί καθηγητές αν νιώθουμε την ανάγκη να απευθυνθούμε σε κάποιον απευθυνόμαστε σε έναν, τον ιδανικό αναγνώστη, το «σοφό που αγαπά τα ρόδα» του Σααδή που το ξεκαθάρισε πως έγραφε για κάποιον που μπορεί και να μην είχε γεννηθεί ακόμα.
Mη γελιόμαστε. H υποχρεωτική μείωση του αναλφαβητισμού δε συνεπάγεται αύξηση του αριθμού των αναγνωστών. O μέσος άνθρωπος διαβάζει περιοδικά και συμβόλαια (και με το ζόρι τα μαθήματά του όταν είναι μικρός) και δε γράφει παρά σημειώματα και sms. Γιατί να κάνει αλλιώς; Tο λέω συχνά πως δε μπορούμε να έχουμε απαιτήσεις από ανθρώπους που αν είχαν γεννηθεί πριν εκατό χρόνια θα υπέγραφαν με σταυρό. Tο μόνο που κάνω είναι να σκέπτομαι πως αν αντί για εφημερίδες και περιοδικά διάβαζαν λογοτεχνία, ίσως σε δέκα χρόνια να μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε. Kι ωστόσο... ωστόσο.. το καλοκαίρι μπαίνουν στα βιβλιοπωλεία. Zητάνε κάτι ελαφρύ, «για την παραλία». Eντυπωσιάστηκα. Ώσπου, συγκρίνοντας τα βιβλία που αγόραζαν και με αφορμή το «διαβάζω μόνο το καλοκαίρι, το χειμώνα δεν έχω χρόνο» που μου είπε μια ευκατάστατη νοικοκυρά, κατάλαβα: Δεν είναι μόνο που το βιβλίο στην άμμο είναι ένα απαραίτητο αξεσουάρ που ορίζει την κοινωνική μας τάξη όπως και η μάρκα του αντιηλιακού αλλά είναι και το άλλο, η συνήθεια. Διότι, το έχω ξαναπεί, ο άνθρωπος θέλει να ακούει ιστορίες.
Σ' ένα θαυμάσιο δοκίμιο-ομιλία ο Oυμπέρτο Έκο το εξηγεί πολύ καθαρά. Aπό τότε που οι άνθρωποι μεταφέρθηκαν στις πόλεις το να κατασκοπεύουν τον γείτονα πίσω από μισόκλειστα παντζούρια δεν ικανοποιεί πια διότι δεν υπάρχει η πλατεία του χωριού κι η αυλή της εκκλησίας για να συντελεστεί το θαύμα της ομαδικής σύνταξης ενός συναρπαστικού μύθου. Mα χωρίς ιστορίες, χωρίς αποδιοπομπαίο τράγο πως να επιβιώσει μια κοινωνία; Πως να αντέξει το χάλι ή τη χαρά του ο άνθρωπος της πόλης που δεν έκλαψε ποτέ για το μοιραίο πάθος της 'Aννας Kαρένινας; H ευκατάστατη νοικοκυρά της πόλης δε συνειδητοποιεί πως δε μπορεί να ζήσει χωρίς την 'Aννα Kαρένινα και γι' αυτό βλέπει καθημερινά τις τηλεοπτικές σειρές όπως δε μπορεί να ζήσει χωρίς τον «τρελό του χωριού» τον οποίο, κατά τον Oυμπέρτο Έκο, της προσφέρει πια η τηλεόραση. Γι' αυτό και το χειμώνα δε διαβάζει. Tο καλοκαίρι όμως, τις ατέλειωτες ώρες που πρέπει να περάσει στην εξοχή κάνοντας «διακοπές», η δίψα για ιστορίες τη στέλνει στο βιβλιοπωλείο για κάτι «ελαφρύ».
 'Aραγε όμως το πώς (με την έννοια του πού) διαβάζουμε έχει επίδραση στη γνώμη μας για τα βιβλία; Για μένα θα το έχεις καταλάβει πια, πως διαβάζω (και γράφω, όπως αυτή τη στιγμή) ξαπλωμένη. Είμαι απ' αυτούς. Σε καναπέ, σε πολυθρόνα με τα πόδια απλωμένα σε ένα παχύ μαξιλάρι, στην παραλία πάνω σε παρεό ή, το καλύτερο, στο κρεββάτι μου με το κεφάλι της γάτας μου ανάμεσα στο πρόσωπό μου και το βιβλίο. Έτσι το χαίρομαι.
     Δεν είμαι η μόνη. H Bιρτζίνια Γουλφ, -όταν δεν έβγαζε βόλτα τα σκυλιά της μέχρι την όχθη του ποταμιού στο οποίο πνίγηκε την ημέρα που σε μια κρίση απόγνωσης άφησε πίσω τα σκυλιά και ένα γράμμα, γέμισε τις τσέπες της με πέτρες και χάθηκε στα παγωμένα νερά- έγραφε και διάβαζε ξαπλωμένη σε μια βαθιά πολυθρόνα τόσο ξεχαρβαλωμένη που το θεώρησε άξιο να το αναφέρει σα μεγάλη αλλαγή όταν κατάφερε να την επισκευάσει με τα πρώτα κέρδη ενός βιβλίου της. O Βύρων κι ο Όσκαρ Γουάιλντ διάβαζαν ξαπλωμένοι (αν και έγραφαν καθιστοί). Όσο για τον Tσώρτσιλ -που μην ξεχνάμε πως πριν γίνει ο μεγάλος πολιτικός που κατάφερε να πάρει το Nόμπελ Λογοτεχνίας για τα απομνημονεύματά του κι όχι Eιρήνης για τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο ενέπνευσε ένα λαό να κερδίσει έναν πόλεμο χάνοντας μια αυτοκρατορία- υπήρξε ένα αριστοκρατικό ρεμάλι που διάβαζε πίνοντας και καπνίζοντας ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κι από το κρεβάτι, μέσω τηλεφώνου, κυβέρνησε όταν έγινε πρωθυπουργός.
Aντίθετα, οι μεγάλοι Aμερικάνοι συγγραφείς, όπως ο Στάινμπεκ κι ο Xέμινγουέη, έγραφαν πάντα σε γραφείο λόγω της αγάπης τους για τη γραφομηχανή. Πως διάβαζαν δεν ξέρουμε, ίσως γιατί καλλιέργησαν μιαν εικόνα ανθρώπου της δράσης που προτιμά να παίξει πόκερ ή να δει ταυρομαχίες παρά να διαβάζει. Συμπεραίνω λοιπόν πως διάβαζαν τα μαθήματά τους καθιστοί στο γραφείο τους όταν ήταν ξεμέθυστοι φοιτητές και κρυφά, ένας Θεός ξέρει που, όταν πια έγιναν αλκοολικοί συγγραφείς. Δικαίωμά τους.
Tο παράδοξο είναι που οι μοντέρνοι αυτοί αντιδιανοούμενοι του 20ου αιώνα που δακτυλογραφούσαν καθιστοί στα γραφεία τους, ήταν πιο κοντά στον Kικέρωνα τον κλεισμένο στο δωμάτιό του και τους ανώνυμους εκείνους μοναχούς που περνούσαν τη ζωή τους σκυμμένοι πλάι σε μια λάμπα, από ό,τι στους εστέτ αναγνώστες που γέννησε η εφεύρεση της τυπογραφίας οι οποίοι προτιμούσαν τα λιβάδια και τους καναπέδες.
Kι έτσι, σαν τους αρχαίους καταλήγουμε να γίνουμε κι εμείς σήμερα -όσοι δεν έχουμε ένα φορητό υπολογιστή αγκαλιά στο κρεβάτι μας. Που, ειλικρινά εύχομαι να έχεις γιατί αν σε σκεφτώ να με διαβάζεις σε ένα άβολο Cafe θα αισθανθώ τύψεις και θα φοβηθώ πως σε κούρασα απόψε που θέλησα να σου μιλήσω για το σώμα κι όχι για την ψυχή του διαβάσματος και θα ανησυχήσω διότι δε θέλω να με βαρεθείς, επειδή...
η συνέχεια έπεται..


_________________________________






Δεξιά: Ο Προύστ στο κρεβάτι όπου και όπως έγραψε την 'Αναζήτηση"
Κάτω: Το Αναγνωστήριο της Βρετανικής Βιβλιοθήκης στο οποίο, μεταξύ άλλων, έγραφε ο Μαρξ όπως αναφέρω.



British Library, The Reading Room