Με Φρόυντ ή Αρχίλοχο πώς γέλιο τιθασεύει το θηρίο






'Μα τι του βρίσκεις;' ρώτησε ζηλιάρης σύζυγος μια φίλη μου κι εκείνη, μέσα στην ταραχή της απάντησε 'είναι πολύ σέξυπνος'. Έξυπνος σκόπευε να πει βεβαίως μα η γλώσσα της την πρόδωσε. Μια στιγμή βλακείας; Ναι. Όμως σε άλλες συνθήκες και αν δεν κοκκίνιζε θα λέγαμε πως ήταν πνευματώδης.
Η σύμπτυξη αντίθετων λέξεων είναι το πρώτο που παρουσιάζει ο Φρόϋντ στο καταπληκτικό βιβλίο του 'Τα Αστεία και η σχέση τους με το Ασυνείδητο' όπου αναλύει το κρυφό και καλυμμένο και τα παιχνίδια που μας κάνουν να γελάμε αντί να θυμώσουμε. Κι είναι ενδιαφέρον και χαρακτηριστικό της εντιμότητας και της ευσυνειδησίας του που, Εβραίος σε επικίνδυνο καιρό, συγκέντρωσε για ανάλυση εβραϊκά ανέκδοτα της εποχής, διδάσκοντάς μας και δια παραδείγματος τη καταλυτικότητα που έχει στη ζωή το χιούμορ.
Αστεία τυχαία, σκόπιμα ή πανέξυπνα, τα μελετά με ανατομικό ταλέντο και τα ανασυνθέτει, εξηγώντας μας πως για να βρούμε τι κρύβεται πίσω τους πρέπει να τα ανασκευάσουμε αφαιρώντας τα από τον κωμικό τους 'φάκελλο', το περιτύλιγμα που μας σερβίρει ως αστεία μια ιδέα που μπορεί να μας ελκύει ή να μας τρομάζει. Παράδειγμα η φίλη μου: Αν έλεγε 'μου αρέσει ερωτικά και είναι και έξυπνος' δε θα είχαμε γελάσει.
Διότι το αστείο κάτι κρύβει ή ανατρέπει. Είναι το καθημερινό μας καρναβάλι, μια ανάπαυλα στο χρόνο όπου δια της μεταμφίεσης όλα επιτρέπονται, ακόμα― και κυρίως― η βλακεία.
Χαρακτηριστικός ο Μπόρατ (του κωμικού του εξειδικευμένου επί των ρατσιστικών διακρίσεων Σάσα Μπάρον Κόεν) όταν ως αδαής απολίτιστος από το Καζακστάν επισκέπτεται τις φωτισμένες ΗΠΑ όπου του εξηγούν συγκαταβατικά ότι 'εδώ εμείς δε γελάμε με τους ανθρώπους που πάσχουν από διανοητική καθυστέρηση' κι εκείνος απαντά ξεκαρδισμένος:
―Μα... είναι γιατί δεν έχετε δει τον ηλίθιο του χωριού μου..
Γελά ο Μπόρατ με τον καθυστερημένο  του χωριού, γελάμε κι εμείς οι πολιτισμένοι με την (κοινωνική) καθυστέρηση του Μπόρατ, προσλαμβάνοντας τον ως  'χείρονα' ημών, κατώτερό μας.
Επειδή, όπως το είπε ο Αριστοτέλης, η Τραγωδία έχει ήρωες 'βελτίωνες' ημών, η Κωμωδία 'χείρονες' κι εμείς βεβαίως στη μέση, θαυμάζουμε ή γελάμε ώστε να σιγουρευόμαστε πως στην απλή μας τη ζωή, όσο θα αποφεύγουμε τα τραγικά παθήματα τόσο δεν θα είμαστε  και χείρονες αλλά 'ασφαλείς' εντός του μέσου κόσμου των κοινών θνητών που 'ώσπερ ημείς' πορεύονται.
Κι όπως κοιτάζουμε ψηλά για ήρωες και πρότυπα (και τα αποκαθηλώνουμε ή τα αποθεώνουμε για να πιστέψουμε το θαύμα) έτσι  γελάμε με τους Καραγκιόζηδες και τους παλιάτσους, με τα παθήματα του πιο αφελούς καθησυχάζοντας όταν υπάρχει πιο 'κουτός' και πιο γκαντέμης από εμάς.

Ο άνθρωπος την αγαπά τη Λογική, το τετράγωνο, την ορθή γωνία. Αυτός την έφτιαξε. Κάθε υπονόμευσή της αποτελεί μια ανοιχτή γραμμή προς τον άγριο κόσμο του Ασυνείδητου, του παραλόγου. Σαν το θρήσκο κι ευυπόληπτο κοινό που ξεκαρδίζεται ηχηρά στη σκοτεινή αίθουσα θεάτρου στην κάθε ασήμαντη σκατολογική βωμολογία της Επιθεώρησης, σαν απολλώνιοι σοφοί που γελούν με τους διονυσιακούς φαλλούς της Κωμωδίας, έτσι χαμογελάμε με την κάθε ανατροπή της Λογικής και της ευπρέπειας απ' την ανάγκη μας για μικρές ανάσες εντός πνιγηρών ορίων, κλεισίματα ματιού στο χάος το οργιαστικό που ελοχεύει εντός μας. 

Από συμπόσια τελετουργικά κι αρχαία θέατρα μέσω λουτρών και σαλονιών μάς έρχεται και το γκροτέσκ της γκάφας και η εξευγενισμένη  του μορφή το λογοπαίγνιο, αυτό που στα πιο υψηλά και κοσμικά  πάντα ξεχώριζε τους 'πνευματώδεις' από τους συνηθισμένους.
Είτε έτσι, είτε αλλιώς η αναποδιά είναι η αρχέγονη πηγή του χιούμορ.
Το αστείο είναι μια μικρή επανάσταση κι όπως ο εγκρατής γελά με το όργιο λόγου ή σάρκας που κοινωνικά του απαγορεύεται, έτσι  γελά και με την ανοησία. Τη βλακεία. Οι σοφιστές με ανατροπές της λογικής και των ηθών ή, οι πιο πρωτόγονοι από μας, με γκάφες.
Το περιγράφει η Κάρεν Μπλίξεν πως στη φάρμα της ήταν συγκεκριμένη η ημέρα που επειδή κατέφθαναν προμήθειες συνήθιζε να δίνει στις γυναίκες των Κικούγιου από μια ποσότητα καπνού επειδή πολύ τους άρεσε. Κι ήταν σα πανηγύρι, σα γιορτή, καθώς από πριν ξημερώσει κατέφθαναν και κάθονταν υπομονετικά σα σε αμφιθέατρο για να την περιμένουν να ξυπνήσει να μοιράσει τα πεσκέσια. Έτυχε όμως μια φορά και ο καπνός δεν ήρθε. Ανησυχούσε πώς να τους το πει, τι απογοήτευση θα προκαλούσε και πώς θα αντιδρούσαν αφού είχαν κάνει κάποιες ποδαρόδρομο ημερών για τον καπνό τους. Αλλά μόλις τους το ανακοίνωσε, με μεγάλη καθυστέρηση, προς απορία κι έκπληξή της μετά από μια παύση για να το χωνέψουν ξέσπασαν σε γέλια τρανταχτά σα να κορόιδευαν άλλους που την πάτησαν, όπως γελάνε τα παιδιά με τα παθήματα παλιάτσων ή με την πείνα που έχει ο Καραγκιόζης και το Κολλητήρι του.
Κι αυτό το γέλιο στο οποίο ξέσπασαν εις βάρος των εαυτών τους οι γυναίκες της Αφρικής όταν 'την πάτησαν' μένει ίδιο σε κάθε εποχή ή πολιτισμό κι εμάς μας έρχεται απ' ευθείας και ως έκφραση από το 'Αρχίλοχον πεπάτηκας' που έλεγαν στην αρχαιότητα όταν κάποιον τον γελοιοποιούσε ψέγοντας μέχρι λοιδωρίας τα αδύνατα σημεία του ένας συμπότης ξύπνιος και ευφραδής όσο ο σκωπτικός και βωμολόχος Αρχίλοχος του 7ου αιώνα π.Χ. που έμεινε θρυλικός για τα πειράγματά του.
Γελάει το παιδί με τον παλιάτσο που πατά τη μπανανόφλουδα, γελάνε κι οι σοφοί δια των αιώνων που ο Επιμενίδης ο Κρητικός είπε πως όλοι οι Κρητικοί λένε ψέματα, πατώντας την κι αυτός ―αν και επίτηδες, σοφιστικά, δηλαδή αυτοακυρώνοντας τη δήλωσή του και μένοντας γι αυτό στην Ιστορία, γελάμε, κατά βάθος, όλοι με τον εαυτό μας. 
Διότι κι αν επιλέξαμε το Απολλώνιο ιδανικό, ο Πάνας (ο αδελφός ο ομογάλακτος του Δία) κι ο Διόνυσος του μεθυσιού και της αποχαλίνωσης ζουν πάντα μέσα μας. Γι αυτό κι αν στο συμπόσιο της κόσμιας ζωής μας ξεμέθυστοι επικαλούμαστε με παιάνες τον Απόλλωνα,  με το μεθύσι της Βακχείας ξεπηδούν οι ζωηροί διθύραμβοι του Διονύσου που 'Λύσιος' και 'Ελευθερεύς' ανοίγει πόρτες και παράθυρα να αναπνεύσει το Άλλο, το μυστικό και άγριο που φυλακίζει η κοινωνία μέσα μας.

'Ο πρώτος άνθρωπος που έριξε βρισιά αντί χαστούκι έκανε ένα άλμα προς τον Πολιτισμό' είχε πει ο Φρόϋντ αλλά όταν μιλάμε για το γέλιο βλέπουμε ότι κι ο πρώτος που είπε ένα αστείο αντί να βρίσει ή να δακρύσει έκανε το επόμενο μεγάλο βήμα και καταφέραμε να τιθασεύσουμε ως Κοινωνίες το θηρίο που αν το σκοτώναμε θα είχαμε πεθάνει.
______________________
Για το Φαρφουλά, τεύχος 16ο, Μάιος 2013