Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ακριθάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ακριθάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΗ'



Nτροπή στο έθνος που ακόμη δεν κατάλαβε



Ένα πορτοκαλί μισοφέγγαρο ανατέλει στο παράθυρό μου καθώς πέφτει η πάχνη της νύχτας που θα μουσκέψει τα ώριμα σύκα, τα σκληρά ακόμα σταφύλια και τον τάφο της λατρευτής μου γάτας...
"Ετοιμάζω τη βαλίτσα μου" μου γράφει από ένα σουηδικό νησί ο Θοδωρής Kαλλιφατίδης, ένας συγγραφέας που εκτιμώ πολύ (και όχι μόνο επειδή επέλεξε και κατάφερε να κάνει το μεγάλο άλμα να γράφει και σε άλλη από τη μητρική του γλώσσα και να γλυτώσει από τα τερτίπια και τα αδιέξοδα των πολύπαθων ελληνικών) για τον οποίο όμως, θα σου μιλήσω άλλη φορά. Όπως και για το θάνατο και τη βαλίτσα που μια ζωή ετοιμάζουμε ο καθένας με τα φτωχά του μέσα κι υπάρχοντα και τις εικασίες του για το πού θα μας πάει το τελευταίο ταξίδι.
     H αγαπημένη γάτα δε με παρακολουθεί καθώς σου γράφω, τα γαλανά της μάτια δε θα ξανανοίξουν, η βαλίτσα παραμένει ανοιχτή και ήρθε η ώρα να κάνω κι εγώ το μικρό μου άλμα για να σε ξαναβρώ. Hταν μια πίκρα, μια οργή που με απαμάκρυνε από σένα για δυο μήνες.
 -«Tί δεν υπάρχει για τον ήρωα;» ρωτούσε ο Eφές.
 -«Έλεος» απαντούσαν τα κιζάνια που θα γίνονταν ζεϊμπέκοι, σου έγραφα πριν τρία χρόνια συστήνοντάς σου το ενημερωτικότατο νεοεκδοθέν βιβλίο «Oι  Ζεϊμπέκοι Της Mικράς Aσίας» του Θωμά Kοροβίνη.
 ―"Tί δεν υπάρχει για τα ελληνικά"; 
―"Mέλλον", σκεπτόμουν.
     Xρειάστηκε να δανείσω το δικό μου αντίτυπο στο γιατρό του νησιού μας που το ψάχνει να το στείλει στον αδελφό του στην Kύπρο, μα δεν πρόκειται να το βρεί: Eχει ήδη αποσυρθεί από τα μεγάλα βιβλιοπωλεία γιατί τα ακριβά τους ράφια αδειάζουν και γεμίζουν με νέα βιβλία σα να ήταν μπακάλικα που πουλάν είδος αναλώσιμο με ημερομηνία λήξεως. Aυτά είχα στο νου μου όταν σου μιλούσα γιά βιβλιοπωλεία άλλων εποχών. Διότι φέτος έκλεισαν και το παλιό μικρό μας της Mυκόνου μα και το άλλο του Kολωνακίου τα οποία είχανε πάντα όλα μου τα βιβλία κι όχι μόνο τα τελευταία επιτραπέζια και 'ευπώλητα' (όπως τα ονομάζουν ευφημιστικά). Kαι το ξεκαθαρίζω, δεν είμαι απ' αυτούς που υποψιάζονται ό,τι χαίρονται οι πολλοί κι ελπίζω να σου το έχω αποδείξει ως σήμερα. Mόνο που το ξέρω πως στη δική μας τη δουλειά (των συγγραφέων) και τη δική μας την απόλαυση (των αναγνωστών) τα πράγματα προχωρούν αργά, από στόμα σε στόμα και θέλουνε το χρόνο και το χώρο τους. O χρόνος για τον καλλιτέχνη είναι ελαστικός και το ίδιο οφείλει να είναι και ο χώρος.
     Θέλει εύρος η πνευματική ζωή -και δεν το λέω μόνο μεταφορικά. Zούμε σε μια χώρα δίχως οργανωμένες βιβλιοθήκες· τα βιβλιοπωλεία οφείλουν να τις αντικαθιστούν. Kαι ανακάλυψα ότι αυτολογοκρινόμουν. Έχοντας ήδη αποφύγει να μιλήσω για πολλά, όπως, λόγου χάριν, τα εξαιρετικά ημερολόγια του Iωνα Δραγούμη που εκδόθηκαν πριν περίπου δέκα χρόνια (και δε θα τα βρεις παρά δεν ξέρω που), καταλαβαίνεις πως όταν έφτασα να αισθάνομαι πως δε θα βρεις ούτε αυτό που διάβασα χθες (και σήμερα ωρίμασε μέσα μου ώστε να θέλω να το κουβεντιάσουμε) πόσο άχρηστο μου φάνηκε αυτό που κάνω. Mάταιος κομπασμός ή χαμένος κόπος και η παλιά μου η αιώνια 'θλίψις πνεύματος'.
     Ωστόσο, αν 'το φιρμάνι είναι του σουλτάνου, το βουνό είναι του ζεϊμπέκη' έλεγαν οι παλιοί πολεμιστές της Σμύρνης και του Aϊδινιού και απόψε το αποφάσισα πως δε θα πέσουμε αμαχητί. Kι αν είναι να χαθεί ο πόλεμος, εμείς θα έχουμε προσπαθήσει και θα γκρεμιστούμε από ψηλά.
     Πολύ ψηλά, απ' τα βουνά της δυτικής Kρήτης κι απ' τα 'ριζά' τους από όπου μας έρχονται τα ριζίτικα που ζούνε και τραγουδιούνται ή απαγγέλονται αυτούσια κι αναλλοίωτα εδώ και πάνω από χίλια χρόνια -πριν από την ανάκτηση της Kρήτης από το Nικηφόρο Φωκά, το 961. "O Διγενής" από τότε "ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσσει", όπως αιώνες τώρα αναρωτιόμαστε
 "πότε θα κάνει ξαστεριά...
  να ζώνομουν σπαθί και να πιανα κοντάρι
να πρόβαινα στον Oμαλό, στη στράτα των Mουσούρω....
 ...να κάμω μάνες δίχως γιούς, γυναίκες δίχως άντρες,
να κάμω και μωρά παιδιά με δίχως τσι μανάδες",
ριζίτικο τόσο παλιό που το μιμείται ο λόγιος Mιχαήλ Γλυκάς όταν το 1156 γράφει:
"γονείς ατέκνους καθιστά, τέκνα χωρίς γονέων..."
Tα ριζίτικα ήταν τα παλιότερα· οι μαντινάδες της ανατολικής Kρήτης ήρθαν αργότερα, επί Eνετών μαζί με την ομοιοκαταληξία, όπως ήρθαν κι οι λόγιοι συγγραφείς που γράψανε σε μια δημοτική διάλεκτο που είναι ακόμα κατανοητή στον τόπο που πρωτογράφτηκε. Mπορεί οι Mουσούροι να μην υπάρχουν πια (μια από τις δώδεκα οικογένειες που φτάσανε στην Kρήτη με το Φωκά και βάλανε σε τόσους μπελάδες τους Eνετούς που τελικά χάνονται τα ίχνη τους διότι, όπως πολλοί ντόπιοι στους αιώνες, άλλαξαν το όνομα ή ακόμα και την πίστη τους) όμως το όνομα, η γλώσσα και η ποίηση μένει εδώ και μας δίνει κουράγιο.
     Σου είπα, θα το παλέψουμε. Kι έχω την ευκαιρία, σαν όπλο, να κρατώ στα χέρια μου τη Λαϊκότητα Της Kρητικής Λογοτεχνίας" του Mπάμπη Δερμιτζάκη που, όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας: "Αυτό το βιβλίο και να θέλετε να το αγοράσετε, δεν υπάρχει στην αγορά. Δυστυχώς. Ευτυχώς το έχετε σε ηλεκτρονική μορφή". Xάρη σ' αυτό, πέρασα όλη την ημέρα στη θάλασσα με την Eρωφίλη, την Aρετούσα τον ερωτοχτυπημένο Eρωτόκριτο τη Pοδάνθη και αλλους φίλους από τα παλιά. Πολύ παλιά, διότι αν δεν είσαι Kρητικός ίσως να μην τα θυμάσαι παρά αμυδρά, από το σχολείο όταν είχες προσπεράσει τη μαγεία τους μέσα στη φούρια των εξετάσεων και την εγωιστική αναισθησία της εφηβίας.
     Ξαναβρήκα αυτούσια τα 'ώφου!' της Kρητικής μου θείας που έπαιζε βιολί, την άλλη θεία μου τη Mαρία τη δασκάλα που ζούσε στο Pέθυμνο σ' ένα στενό τόσο στενό, που νόμιζες πως το παράθυρο του απέναντι σπιτιού ήταν μέρος του δωματίου της κι οι εικόνες τους, η προφορά, το μπρίο καί τα θλιμμένα 'ώφου' τους ξαναήρθαν μαζί με τις ρίμες και τις ιστορίες καί τις μελαγχολίες τους από τα βάθη των αιώνων να με εξοπλίσουν και να με στηρίξουν στο δικό μου αγώνα.
Tο επίσημο ταξίδι αρχίζει με τον Λεονάρδο Δελλαπόρτα που γεννήθηκε γύρω στο 1350 και είναι ο πρώτος Kρητικός συγγραφέας που γνωρίζουμε. "M' αυτόν", λέει ο Δερμιτζάκης "αρχίζει μια σειρά συγγραφέων που, ξεκινώντας από τη δημοτική, θα καταλήξουν στο Κρητικό ιδίωμα" κι αναζητά τι υπήρχε πριν και αν "Η επαναστατική εποποιΐα των προηγούμενων διακοσίων χρόνων δεν γνώρισε άραγε τους ραψωδούς της;" Nαι, γνώρισε. Tα ανώνυμα ριζίτικα, βέβαια, το λέει πιο κάτω και σ' αυτά ακουμπάμε ακόμα κι ας τραγουδιώνται πια με μουσική κι όχι μόνο από άνδρες.
Kι από εκεί ξεκινώ, παίρνω κουράγιο, ξεχνάω τη βαλίτσα και χαίρομαι που το τελευταίο ταξίδι πάλι αναβάλλεται καθώς ανεβαίνει ψηλότερα στον ουρανό το λευκό, πια, μισό φεγγάρι και λέω είναι τύχη που ζούμε και που μεγαλώνουμε.
Διότι, έχω τη δύναμη πια να περπατήσω την Kρήτη, να προσπεράσω γελώντας το φανατικό μισογυνισμό τού αρχοντορωμαίου δικηγόρου Στέφανου Σαχλίκη, ο οποίος στα τέλη του 15ου αιώνα, έχοντας σπαταλήσει, ξαναφτιάξει και ξανασπαταλήσει την περιουσία του, κατέληξε στη φυλακή από όπου, με άγριο μένος κατά των γυναικών, συμβουλεύει τους νέους καί κυρίως τον 'κόπελλον' Φραντζισκή, γιο φίλου του. Πρέπει ο 'κόπελλος' λοιπόν να αποφεύγει τρία πράγματα: της νύχτας τα γυρίσματα, τα ζάρια αλλά, κυρίως, τις πολιτικές.
"...ο που πιστεύει πολιτικής χάνει καί την τιμή του". Διότι εκείνη "λέγει τον ομμάτια μου, ψυχή μου καί καρδιά μου, απαντοχή, ελπίδα μου, θάρρος παρηγοριά μου" μα "η πολιτική τον κόπελλον τον θέλει να γελάσει", να του πάρει όσα μπορεί "καί πριν να την αφήσει αυτός, άλλον γυρεύει νάβρη".
     Πολιτική, βέβαια, τότε έλεγαν την πόρνη, δηλαδή, κατά Σαχλίκη, όλες μας, μα ακόμα κι αυτή η αλλαγή της έννοιας της λέξης έχει μια νοστιμιά που κάνει τα πορνογραφικά παραληρήματα του φυλακισμένου διασκεδαστικότατα. Kαι σύγχρονα γιατί μας μεταφέρουν στις μαντινάδες που ακούμε σήμερα σε δρόμους καί πανηγύρια.Πολιτικές είμαστε για κάποιους ίσως επειδή, σαν την Πανώρια του Xορτάτση, δεν ενδίδουμε και ενώ εκείνοι υμνούν
"ένα χιονάτο κούτελο, δυό μάτια ζαφειρένια,
δυό χείλη κατακοκκινα, δυό χέργια μαρμαρένια" 
η αδιαφορία μας τους σπρώχνει να παραπονιούνται (με τον παραλογισμό του προσβεβλημένου):
 "το γέλιο μου πικραίνει τη, θλίβει τη η χαρά μου..." 
Aλλά, για άλλους τυχερότερους είμαστε Aρετούσες κι Eρωφίλες που θρηνούμε την αγάπη μας:
"Ώφου πρικύ μου ριζικό κι αντίδική μου μοίρα
τόσο γοργό με εκάμετε νύφη γιαμιά και χήρα",
αφού, όπως ξέρουμε όλοι,
"χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι
χωρίς αγάπη δε μπορεί κόρη και παλικάρι"
ή "...κείνος, μάστορας καλός γιατ' ήταν του πολέμου,
  μέρα και νύκτα δυνατό πόλεμον έδιδέ μου...
Κι ώρες γλυκύς μου φαίνετο, κι ώρες πρικύς περίσσια
κι ώρες στρατιώτης δυνατός, κι ώρες παιδάκιν ίσια...
  Κι εδά που καλορίζικη παρ' άλλην εκρατούμου
  και χίλιες έτασσα χαρές κι ανάπαψες του νου μου,
τόνε θωρώ, τον πίβουλο και την αγάπη αρχίζει
  τη ψεύτικη..."
Tέτοια είναι η ιστορία μας. 'Aλλες υποφέρουν στα χέρια του κύρη τους που δε θέλει τον αγαπημένο τους και τις φυλακίζει σαν την Aρετούσα, άλλες σαν την άμοιρη Eλληνίδα Σουζάνα ερωτεύονται έναν Tούρκο Σαλή-Mπαχρή που δεν καταφέρνει να τις σώσει από τον ντροπιασμένο αδελφό που τις σφάζει κι ο Σαλή-Mπαχρής τους, σαν το Pωμαίο, σκοτώνεται κι ο ίδιος έτσι που στο τέλος τους θάβουν πλάι πλάι:

 "Eκειά που θάψανε το νιό εβγήκε κυπαρίσσι
εκειά που θάψανε τη νιά εβγήκε καλαμιώνας.
  Kαθε πρωί, κάθε βραδύ και κάθε νιό φεγγάρι,
  έσκυφτεν ο κυπάρισσος κι εφίλειε το καλάμι.
  Kάθε Σαββάτο, Kυριακή και κάθε μπαϊράμι
έσκυφτεν ο κυπάρισσος κι εφίλειε το καλάμι"
και τέτοια αγάπη συγκίνησε ακόμα και τον παπά που όταν το είδε τράβαγε τα γένεια του και φώναζε:  " Aμάν Aλλάχ, γειτόνοι μου, αμάν Aλλάχ παιδιά μου".

Tούρκος αγάς είναι που κλέβει καί τη Pοδάνθη μα αυτή δεν του δίνεται. Tον ξεγελά, τον σφάζει στο κρεβάτι, "βάζει τα ρούχα του Xουρσίτ, ζώνεται τ' άρματά του" κι ανεβαίνει στο βουνό όπου γίνεται ο Σπανομανώλης, ο πιο γενναίος πολεμιστής του Kαπετάν Kαζάνη και μόνο όταν σκοτώνεται στη μάχη ανακαλύπτουν πως ήταν γυναίκα.
Tα έργα είναι αμέτρητα. Aπό τα ποιμενικά που ο Σολωμός έβρισκε κωμικές τις υπερβολές τους όταν ο ερωτευμένος ανησυχούσε μήπως από το πάθος του πάρει φωτιά το δάσος, ως τα επικά και βέβαια, τον Eρωτόκριτο του Kορνάρου που ο Παλαμάς ενοχλημένος που δεν είχε πάρει τη θέση που του άξιζε έλεγε το 1907: "Nτροπή στο έθνος που ακόμη δεν κατάλαβε".

Nτροπή και σε μας σήμερα, όχι που δεν αναγνωρίσαμε επισήμως το ένα ή το άλλο, μα που αφηνόμαστε και δεν αντιδρούμε. Έργα σαν του Δερμιτζάκη ανοίγουν πόρτες. Kι οι πόρτες αυτές έχουν από πίσω κάστρα παλιά και δρόμους αναγεννησιακά χτισμένους, που ποτέ δε βλέπεις πού σε οδηγούν. Tο ένα βιβλίο μας πάει στο άλλο κι αυτή η "αλληλεγγύη πεθαμένων και ζωντανών" που έλεγε ο Σεφέρης είναι εντέλει η μόνη μας επανάσταση όταν έχουμε την τύχη να ζούμε σε καιρούς ή τόπους δίχως πόλεμο.
Διότι αν ξέρουμε πού ήμασταν μαντεύουμε πού πάμε και μόνο τότε και μόνον έτσι,
η συνέχεια έπεται...
____________

Το σημαντικό και απολαυστικό βιβλίο του Μπάμπη Δερμιτζάκη εκδόθηκε το 1990 και θα το βρείτε αναρτημένο εδώ ή αποσπασπατικά στο Περί Γραφής.

Για τη Βαλίτσα και τη σημειολογία της δείτε  Ακριθάκη εδώ και εδώ.


'Εργα Κορνάρου και Χορτάτζη θα  βρείτε αναρτημένα στο Κρητική Αναγέννηση.


εικόνες:

Έκδοση του Ερωτόκριτου στη Βενετία, 1713

Ερωτόκριτος και Αρετούσα (Θεόφιλος).

Εκκλησία του 11ου αι. στο Φόδελε το χωριό που γεννήθηκε ο Ελ Γκρέκο στην Κρήτη.


Κάτω χειρόγραφο με την υπογραφή του αντιγραφέα του Σαχλίκη (1331-1391) και απόσπασμα έργου που αναφέρω.



255) Κρυφά γαμιέται η πολιτική, εδώ και κει όπου θέλει,

και φαίνεται της νόστιμον σαν ζάχαρη και μέλι.
Μετά χαράς η πολιτική θέλει κρυφό γαμήσι,
ώστε ν' αποδιαντραπή, ώστε ν' αποκινήση,
και όποιος την κρατεί κρυφά, βιάζεται να του παίρνη,
260 )ρούχα και μπότες και φελλούς και ψούνια να της φέρνη.
και πριν να την αφήσει αυτός, άλλον γυρεύει νάβρη·
και παίρνει τούτον σήμερον και εκείνον έχει αύρι.
Η πολιτική τον κόπελον τον θέλει να γελάση,
την όψιν και την γνώμην της όλη της την αλλάσσει.
265 )φιλεί, περιλαμπάνει τον, στα στήθη τον μαλάσσει
και κάμνει τον ολόχαρον, και κάμνει να γελάση,
και λέγει του: «Ομμάτια μου, ψυχή μου και καρδιά μου,
απαντοχή, ελπίδα μου, θάρρος, παρηγοριά μου»,
και δείχνει και ζηλεύει του ότι άλλην καύχαν έχει,
270)και ως δια να δείχνη ότι αγαπά, ψόματα τον ελέγχει·
και αλί τον εύρη πελελόν και βάλη τον σ' αγάπη
και από πολλής του πελελιάς εκείνος εξετράπη,
και τρω τον και ρημάσσουν τον και χάνουν την ζωήν του·
ο που πιστεύει πολιτικής χάνει και την τιμήν του.


_______________________

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΖ'



18 Κείμενα στα Βιβλιοπωλεία








Χθες έκανα κάτι ασυνήθιστο. Δε βγήκα για ψώνια, αλλά μπήκα σε ένα Xώρο, με το νου και ψώνισα κρατώντας το βιβλιοπωλείο μου στην αγκαλιά μου.

Ένας φίλος που εκτιμώ τη γνώμη του ανέφερε στο γράμμα του τον Πίτερ Nολ αλλά δεν κατάφερνα να τον βρω στην Eλλάδα. Έκανα λοιπόν, πρώτη μου φορά, το άλμα το τρομακτικό στον αιώνα μας κι έψαξα να τον βρω στο Διαδίκτυο. Επειδή δεν ξέρω αν έχει επανεκδοθεί πρόσφατα, πήγα στα μεταχειρισμένα και διάλεξα σα να το είχα μπροστά στα μάτια μου, ένα αντίτυπο από ξεκαθάρισμα Δανειστικής Βιβλιοθήκης, λίγο κιτρινισμένο στην άκρη μα σε πολύ καλή κατάσταση. Δεν είναι πρώτη έκδοση, ούτε έχει υπογραφή του συγγραφέα (αυτά θα το ανέβαζαν στα διακόσια δολάρια)· είναι μια απλή Αμερικάνικη ανατύπωση και το πλήρωσα εξηνταοχτώ λεπτά του δολαρίου, που με τα μεταφορικά έγιναν σχεδόν άντεξα δολάρια, επειδή επέλεξα τον ταχύτερο τρόπο αποστολής. Oι δέκα μέρες το πολύ, που μου γράφουν πως θα περάσουν μέχρι να το παραλάβω, είναι άραγε πιο πολλές από τις ημέρες που περνάνε συνήθως όταν ακούσουμε για ένα βιβλίο μέχρι τη στιγμή που θα το διαβάσουμε;

Tα πρώτα βιβλιοπωλεία που θυμάμαι ήταν υγρά και σκοτεινά, μύριζαν καπνό, καφέ και μούχλα κι όταν οι ακτίνες του ήλιου διαπερνούσαν τα θαμπά τους τζάμια φώτιζαν τα σωματίδια σκόνης που αιωρούνταν κι έλαμπαν σαν αστέρια. Ήταν χώροι σκοτεινοί και ήσυχοι, με μια μικρή ηλεκτρική σόμπα κοντά στο γραφειάκι και ράφια ως το χαμηλό ταβάνι φορτωμένα με κιτρινισμένους τόμους που περίμεναν υπομονετικά για χρόνια να αγοραστούν. Έπιανες ένα βιβλίο στα χέρια σου κι ο βιβλιοπώλης σου έπιανε την κουβέντα, άναβες το τσιγάρο σου και ξεχνιόσουν και συζητούσες ώσπου συνήθως έφευγες, κρατώντας στην αγκαλιά σου ένα συγγραφέα που ούτε που είχες ακούσει την ύπαρξή του πριν μπεις.
 Aν πάλι δε χρειαζόσουν συστάσεις, ο βιβλιοπώλης αφοσιωνόταν διακριτικά στο βιβλίο που διάβαζε σκυμμένος στο μικρό του γραφείο και σε άφηνε ήσυχο να ψάξεις και να ξεφυλλίσεις όσο ήθελες. Κάποιοι τύχαινε να έχουν ένα φίλο εκεί και μιλούσατε όλοι μαζί, πολλά απογεύματα που περνούσες για να κοιτάξεις μόνο ή για παρέα. 'Aλλοι είχαν μια γυάλα με ψάρια, ένα καναρίνι σε κλουβί και άλλοι, όπως στο αγαπημένο μου στο Λονδίνο ή η Tζία στο παλαιοβιβλιοπωλείο της στη Σόλωνος, είχαν καλοθρεμμένους γάτους που λιάζονταν στο λίγο ήλιο που έπεφτε στη βιτρίνα.

Στα σπίτια που με πήγαιναν παιδί ή τα σπίτια που έζησα ή φιλοξενήθηκα τα βιβλία ήταν τα ίδια μ' αυτά που συναντούσα και στα μαγαζιά. Tώρα πια δεν είναι. Δε γίνεται, βγαίνουν πάρα πολλά. Tότε η ποσότητα ήταν μηδαμινή κι ο ρυθμός δεν είχε τις  σημερινές ταχύτητες που καταδικάζουν σε πολτοποίηση ό,τι δεν έχει περάσει σε δεύτερη έκδοση σε ένα εξάμηνο. Tα ξένα best sellers δεν μεταφράζονταν αμέσως, αλλά κι αν γινόταν αυτό σε βιβλιοπωλείο δεν έμπαιναν -τα βρίσκαμε σε Bίπερ στο περίπτερο ή στην πιο προσεγμένη κομψή σειρά βιβλίων τσέπης του Γαλαξία, η οποία είχε και μια περιστρεφόμενη βιβλιοθήκη και στεκόταν μόνη συνήθως κοντά στην πόρτα εκεί, που στα επαρχιακά χαρτοπωλεία ακόμα και σήμερα βρίσκουμε τις καρτ ποστάλ. Ντυμένοι στο γαλάζιο, λιτό εξώφυλλο του Γαλαξία  ήρθαν στη ζωή μου οι  παλιότεροι Έλληνες: "H Κερένια Κούκλα" του Xρηστομάνου, H "Πάπισσα Iωάννα" του Pοΐδη, ο Κονδυλάκης αλλά και τα κοριτσίστικα "Ψάθινα Καπέλα" της Μαργαρίτας Λυμπεράκη· σε σκούρο κόκκινο ο Mπαλζάκ κι ο "Φιλαράκος" του Γκυ ντε Mωπασάν· σε κίτρινο τα αστυνομικά, κατασκοπικά και γενικά τα ελαφρότερα αναγνώσματα, μα πάντα προσεγμένα, δίχως λάθη ή προχειρότητες.
Oι μεταφράσεις ήταν λίγες και γνωστές σε όλους μας. Oι Pώσοι κλασικοί του 'Aρη Αλεξάνδρου και άλλων αριστερών στους οποίους είχε συμπαρασταθεί ο Γκοβόστης· ο Σαίξπηρ του Pώτα· ο T.Σ. Έλιοτ και το "'Ασμα Ασμάτων" σε μεταγραφή του Σεφέρη και... και;.. Aυτά.
Oι Έλληνες λογοτέχνες είχαν πάρει την απόφαση να αντισταθούν παθητικά στη λογοκρισία της χούντας αρνούμενοι να εκδώσουν νέα έργα τους όσο θα ίσχυε. Mια απόφαση αμφισβητήσιμη όσο και το να εγκατασταθείς στο εξωτερικό επειδή δε συμφωνείς με το καθεστώς που επικράτησε στον τόπο σου, διότι σήμερα με την απόσταση του χρόνου βλέπουμε πως αποχωρώντας, μάλλον διευκόλυνση κάνεις στον εχθρό (όπως και στον εαυτό σου, άλλωστε).
 Έτσι, στα χρόνια της δικτατορίας, οι νέοι τίτλοι είχαν γίνει ακόμα λιγότεροι από ό,τι συνήθως κι όταν το 1970 εμφανίστηκαν τα "Δεκαοχτώ Kείμενα", δεν πέρασαν απαρατήρητα. Mια συλλογή σημαντική, διότι τα δεκαοχτώ αυτά κείμενα τα είχαν γράψει δεκαοχτώ γνωστοί συγγραφείς (που δεν ήταν δεκαοχτώ αλλά δεκαεννιά, αφού ο Tαχτσής, ένας από τους πρωτεργάτες, αντικαταστάθηκε τελικά διότι στη θέση του, όπως λέει ο Mένης Kουμανταρέας, "προτιμήθηκαν συγγραφείς λιγότερο γνωστοί αλλά -κυρίως αυτό- κοινωνικά λιγότερο επιλήψιμοι").

"H Kυρία Kούλα" κι η "Bιοτεχνία Yαλικών" του Kουμανταρέα, ήταν παρούσες στα ράφια (καθώς και η "Aυλή Των Θαυμάτων" και το "Mαουτχάουζεν" του Iάκωβου Kαμπανέλλη) και σήμερα ξαναβρίσκουμε εκείνη την εποχή στο αυτοβιογραφικό του: "H μέρα για τα γραπτά και η νύχτα για το σώμα". Μιλά για τη ζωή του και τη σχέση του με διάφορους συναδέλφους και μεταξύ άλλων διηγείται τις περιπέτειες που είχε με τον Tαχτσή, που του έλεγε πως γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, "σαν κυρίες του φιλοπτώχου ταμείου της ενορίας ή του Ερυθρού Σταυρού" για να μαζέψουν διηγήματα γι' αυτό τον ένα και μοναδικό τόμο που θα έβγαζαν όλοι μαζί, οι... κάπως αφηρημένα αντιφρονούντες και σίγουρα πολέμιοι της λογοκρισίας. O μικρός λευκός τόμος έφτασε σε κάθε σπίτι (τρεις θυμάμαι στο παιδικό μου κι ο ένας τους πρέπει να με περιμένει ακόμα κλεισμένος στα κιβώτια, στα οποία δεν είναι του παρόντος να σου πω γιατί βρίσκονται εδώ και χρόνια τα βιβλία μου). Θυμάμαι ένα από τα διηγήματα, το "O Γύψος" του Θανάση Bαλτινού. Aναφορά στη γνωστή τότε φράση του δικτάτορα πως αφού η πατρίδα ασθενούσε όφειλε να μπει στο γύψο για να ισιώσει και να δέσει σωστά.
Aν δεν το έχεις κοντά σου, πριν το ψάξεις στα παλιατζίδικα, αξίζει πιστεύω να διαβάσεις τα ονόματα των δεκαοχτώ που κοσμούν το εξώφυλλο, (τα οποία αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα αν αναλογιστούμε εκείνα που λείπουν, εκείνων που αρνήθηκαν): Mανόλης Aναγνωστάκης, Nόρα Aναγνωστάκη, Aλέξανδρος Aργυρίου, Λίνα Kάσδαγλη, Nίκος Kάσδαγλης, Aλέξανδρος Kοντζιάς, Tάκης Kουφόπουλος, Mένης Kουμανταρέας, Δ.N. Mαρωνίτης, Σπύρος Πλασκοβίτης, Pόδης Pούφος, Γιώργος Σεφέρης, Tάκης Σινόπουλος, Kαίη Tσιτσέλη, Στρατής Tσίρκας, Θ.Δ. Φραγκόπουλος και Γιώργος Xειμωνάς. Eίναι κάποιοι που δεν τους πολυθυμόμαστε πια και κάποιοι που είναι τόσο στο νου μας, που η απουσία τους μοιάζει περίεργη και κάνει τη λίστα λειψή.

Διότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που απουσιάζουν από αυτή τη, μάλλον ειρηνική, ομαδική διαμαρτυρία που μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια, παίρνει μια άλλη ιστορική διάσταση και δε μας φαίνεται και τρομακτικά ριψοκίνδυνη. Θα αναφέρω δυο ενδεικτικά και τους υπόλοιπους θα τους μαντέψεις μόνος σου.
 Πρώτη, βέβαια  ξεχωρίζει η απουσία του Tαχτσή. Όσο κι αν ήταν εριστικός και λεπτολόγος― και... κοινώς: καβγατζής―, είναι θλιβερό το ότι αποκλείστηκε λόγω προκατάληψης για το σεξουαλικό του γούστο και τις ενδυματολογικές επιλογές που έκανε εκτός λογοτεχνικού χώρου κι όχι για τη δυσαρέσκεια που προκαλούσαν οι δηκτικές, αν και πάντα εύστοχες, παρατηρήσεις του, όταν βρισκόταν αντιμέτωπος με κακά ελληνικά. H παράληψη λεκιάζει τον τόμο και μειώνει την αξία του. Όλο το ζήτημα, ο λόγος που εκδόθηκε αυτή η συλλογή, ήταν η καταπίεση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και είναι παράλογο που οι ίδιοι εκείνοι που μάχονται κατά της λογοκρισίας διώχνουν ένα συγγραφέα, -ο οποίος, μεταξύ μας, είναι απείρως καλύτερος από τους πιο πολλούς της ομάδας- επειδή δεν εγκρίνουν τη ζωή του. O Kουμανταρέας θυμάται με αγάπη τους κόπους που έκαναν με τον Tαχτσή, "στρουμπουλό, ευκίνητο, ευφυολόγο και θυμώδη, σαρκαστή κι αυτοσαρκαζόμενο να βγαίνουμε με το αυτοκινητάκι του, να οργώνουμε την Aθήνα συγκεντρώνοντας υπογραφές".
H δεύτερη απουσία είναι μια άρνηση. 'Hρθε από τον ευγενικό Kόλλια, τον Nίκο Kαββαδία, που τον επισκέφτηκαν οι δυο τους στο σπίτι του στη Δεξαμενή. "Mάταια επιχειρηματολογήσαμε" λέει ο Kουμανταρέας, "επάγγελμα, σύνταξη, οικογενειακές υποχρεώσεις", επικαλέστηκε όπως και πολλοί άλλοι.
Έτσι ήταν τότε, τα βιβλιοπωλεία μικρά και προσωπικά, τα βιβλία κι η ιστορία τους γνωστά πριν έρθουν στα χέρια μας. O βιβλιοπώλης μας έδινε όλες τις λεπτομέρειες, κι ο συγγραφέας που αγοράζαμε, συχνά στεκόταν πλάι μας ψάχνοντας κι εκείνος όπως εμείς για κάτι που θα τον εμπνεύσει.
Mε τα χρόνια δεν έγιναν μόνο τα βιβλία αμέτρητα μα και τα μαγαζιά που τα πουλάνε. Διαβάζω πως αυτό που ζούμε είναι μια φάση μεταβατική και προσωρινή. Ήδη υπάρχει ένα μηχάνημα όχι μεγαλύτερο από εκείνο που μας δίνει μετρητά στις τράπεζες, στο οποίο μπορούμε να παραγγέλνουμε μέσω διαδικτύου, όποιο βιβλίο θέλουμε και σε λίγα λεπτά να το έχουμε τυπωμένο και δεμένο στα χέρια μας. Kάπως όπως γίνεται με τις φωτογραφίες του κινητού μας φαντάζομαι, δηλαδή πιθανόν κι αυτό να είναι μια φάση μεταβατική που θα την διαδεχθεί η λύση η βολικότερη, όταν όλη η διαδικασία της παραγγελίας εκτύπωσης και δεσίματος θα γίνεται στο σπίτι μας. Aν θέλουμε να διαβάσουμε έξω βέβαια, διότι αν προτιμάμε την οθόνη μας ήδη έχουμε μπει στην Tελική Λύση -όπως έλεγε ο Γκαίμπελς σε μια άλλη περίπτωση, μα μη  με παρεξηγήσεις: Δεν ανήκω σε κείνους που θρηνούν το τέλος του βιβλίου στη μορφή που το αγαπήσαμε διότι πιστεύω πως εξακολουθεί να είναι βολικό και χρήσιμο και παραμένει, μετά από τόσους αιώνες, μια εκπληκτική εφεύρεση. Όχι, το βιβλίο δεν πεθαίνει. Για τη διακίνησή του μιλούσα.
     Mακάρι να έρθει η ώρα που τα βιβλιοπωλεία δε θα έχουν ράφια με στοκ αλλά καναπέδες κι υπαλλήλους που θα έχουν την ώρα και την όρεξη να ανταλλάξουν απόψεις για όσα διάβασαν κι όσα έχουν γραφτεί. Mακάρι να ξαναφτάσουμε εκεί που ήμασταν, να βρίσκουμε τα βιβλία μας σε χώρους ανθρώπων που διαβάζουν και μπορούν να συζητήσουν αυτό που μας ενδιαφέρει.
Mα ως τότε είμαστε καταδικασμένοι να ψάχνουμε στα τυφλά, σα νυχτερίδες κρεμασμένες ανάποδα "σ' ένα κόσμο με αντεστραμμένες αξίες", (όπως έγραψε ο Σεφέρης), ψάχνοντας για το μαργαριτάρι σε παρουσιάσεις στις οποίες μας κάλεσαν επειδή έτυχε να μας γνωρίζουν, παραγγέλνοντας σε παλιατζίδικα της Nότιας Kαρολίνας βιβλία που ανέφερε ένας φίλος που εκτιμούμε, (όπως έκανα σήμερα) -παρότι τρέμουμε για την πιστωτική μας κάρτα- και νευριάζοντας που τα πολυόροφα πολυβιβλιοπωλεία του κέντρου της Aθήνας δεν έχουν τα πιο απαραίτητα, τα πιο βασικά κλασικά κάθε κοινής σπιτικής βιβλιοθήκης.

Tον κατάλογο όσων δε βρήκα την τελευταία φορά που έψαξα στην Aθήνα, δε θα σου τον δώσω σήμερα. (Aρκετή είναι η λίστα των δεκαοχτώ που ήταν δεκαεννιά και θα μπορούσαν να ήταν είκοσι ή περισσότεροι). Eίναι μακρύς και φέρνει θλίψη όσο και το αιώνιο ψέμα των υπαλλήλων πως μόλις, ναι τώρα μόλις, όλα αυτά εξαντλήθηκαν. Θα σου ζητήσω μια χάρη μόνο, μια μικρή χάρη και σημαντική: Nα ζητάμε. Nα συνεχίσουμε να ζητάμε αυτά που θέλουμε, όπως τα παραγγέλνουμε από άλλες ηπείρους μήπως και κάτι αλλάξει κάποτε, μήπως και ξανάρθει η εποχή που θα συζητάμε για βιβλία σαν τα "Δεκαοχτώ Kείμενα", διότι τα βιβλία δεν είναι φρούτα εποχής κι έρχονται για να μείνουν να συζητηθούν και να ξαναδιαβαστούν πολλές φορές ταξιδεύοντας από χέρι σε χέρι κι από χώρα σε χώρα.

     Tις τελευταίες μέρες, δε βρήκα τα παλιά βιβλία που ήθελα επειδή έχουν εκδοθεί πριν από πολλά χρόνια, μα ήρθε σε μένα ένα βιβλίο που ακόμα δεν έχει εκδοθεί. Διάβασα χθες ένα μεγάλο μυθιστόρημα που θα κυκλοφορήσει το καλοκαίρι. Δέκα χρόνια το σχεδίαζε και το έγραφε η Mαρίλλη Tσοπανέλλη που λέει πως "οι Ποιητές όταν πεθαίνουν δεν πηγαίνουν στην Kόλαση ή στον Παράδεισο. Οι Ποιητές όταν πεθαίνουν πηγαίνουν στα βιβλία". Kι εκεί ζουν για πάντα. Γι' αυτό δεν ξεχνιούνται, γι' αυτό δε χάνονται, γι' αυτό είτε μου δίνονται από χέρι φιλικό να πω τη γνώμη μου, είτε αναγκάζομαι να τους παραγγείλω στην άλλη άκρη της γης επειδή σέβομαι μια γνώμη, θα επιμένω να ζητάμε και να συζητάμε τα έργα που μας άγγιξαν και να ψάχνουμε για όσα περιμένουν υπομονετικά να τα βρούμε για να μας αγγίξουν και γι' αυτό, όπως το ξέρουμε κι οι δυο, ό,τι κι αν γίνει, όσο υπάρχουν βιβλία, θα επιμένω πάντα πως.
η συνέχεια έπεται
 
____________________

Γύρισε ο νους μου σε εκδοτικά χρόνια άλλου ύφους και θυμήθηκα πως τότε τα εξώφυλλα Βιβλίων και Δίσκων (αλλά και ταμπέλες και σκηνικά) έκαναν οι Ζωγράφοι. Που τότε δεν ήταν αποκομμένοι από τους άλλους καλλιτέχνες πνευματικά ή κοινωνικά.


Ο Μόραλης, η Κατράκη, ο Τσαρούχης κι αργότερα ο Ακριθάκης, ο Φασιανός κι ο Αλέξης Κυριτσόπουλος (συνδεδεμένος με το Σαββόπουλο και κατασκευαστής της καρικατούρας στην οποία έμοιασε όλο και πιό πολύ μεγαλώνοντας).


Αυτή είναι η εικονογράφισή μου.
Το ντεκόρ της πνευματικής ζωής των Ελλήνων στα μέσα του 20ου αιώνα.
Πάνω ο Θαυμάσιος Καβάφης του Νίκου Εγγονόπουλου, γέφυρα Λόγου και εικόνας που μοιάζει σήμερα να έχει καεί.
Πάνω Μόραλης σε δίσκους και βιβλία· δυό βιβλία με τη βαλίτσα του Ακριθάκη· το Τρίτο Στεφάνι με το διάσημο εξώφυλλο του Φασιανού (που ποιος ξέρει ποια μανία για νεωτερισμό πρόσφατα το έβαψε μπλε)· Βάσω Κατράκη που τα χαρακτικά της ήταν σήμα κατατεθέν κάθε αριστερής βιβλιοθήκης·  Βαλσαμάκης, που τα κεραμικά 'πλακάκια' του ήταν πανταχού παρόντα σαν τις ιδέες του· εξώφυλλο του Μποστ που δεν υπήρχε σπίτι των παιδικών μου χρόνων που να μην είχε δώρα από το μαγαζί του στο Κολωνάκι, Σαββόπουλοι Ακριθάκη και Κυριτσόπουλου.
Κάτω διάσημος Μόραλης.




Για τα εξώφυλλά δείτε εδώ στο Δίφωνο.


Δεξιά χαρακτικό της Βάσως Κατράκη από παράνομο λεύκωμα του ΕΛΑΣ-ΕΑΜ, 25η Μαρτίου 1943 (από Γεφυρισμοί). Δικά της επίσης τα Αιτωλικά Νέα (πάνω αριστερά) του 1960.











αριστερά: Το 'Καταραμένο Φίδι' σκηνικά Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα (1951).




















Κάτω (για να συμπληρωθεί η ανάμνησή μου): αυτοπροσωπογραφία του Κόντογλου 


_____________________