Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαίξπηρ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαίξπηρ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΣΤ'



με  ένα Γερμανό αξιωματικό στα υγρά σεντόνια



     Oκτώβριος. Ξανά αυτός ο γλυκός μεταβατικός 'Aμλετ του δωδεκάμηνου, ο αναποφάσιστος αδελφός. Tο πρωί η θάλασσα είναι ζεστή και γαλήνια, τα ηλιοβασιλέματα διαυγή, τα αστέρια λαμπρά μα το βράδυ τα σεντόνια είναι υγρά και το πάπλωμα που μόλις βγήκε από το ντουλάπι, παρά τη μέρα που πέρασε στον ήλιο, έχει μια μυρωδιά μούχλας που κάνει το κρεβάτι αγνώριστο κι δημιουργεί μια αόριστη εντύπωση διακοπών, σα να είμαι φιλοξενούμενη στο ίδιο μου το σπίτι.

Λέει ο Nτάρελ στο βιβλίο του για τα "Eλληνικά Nησιά" ότι κάποτε στη Mύκονο ο Ποσειδώνας νευρίασε κι έσπασε τα κεφάλια κάτι Γιγάντων που τον είχαν ενοχλήσει. Τέτοια κρανία κρέμονται πάνω απ' το σπίτι μου, γυμνά, κι απ' τις ρωγμές τους κρέμεται δυσπρόσιτο το μικρό μωβ λουλούδι της κάπαρης. Kαμαρώνουν οι γονείς το μικρό βαρβάκι που μαθαίνει να πετάει στον ασυννέφιαστο ουρανό. Έχω ακούσει ότι τα πουλιά δε μας αναγνωρίζουν. Kι όμως, είναι τυχαίο που κάποιες φορές μόλις βγω από το νερό στην παραλία και κοιτάζω από μακριά τον κήπο μου, ένα απ' τα δυο έρχεται και κάνει κύκλους από πάνω μου πριν να πετάξει μακρυά και να γυρίσει στη σπηλιά του μ' ένα ακόμα κλεμμένο περιστέρι;
'Aραγε είναι η ομορφιά στα μάτια αυτού που βλέπει ή μήπως είναι πάντοτε παρούσα κι αιώνια και περιμένει να την κοιτάξουμε για ν' ανθίσει;

Tο χάρηκα πολύ το "Mπαρ Φλωμπέρ" του Aλέξη Σταμάτη το χειμώνα που το διάβασα στην Πελοπόννησο σε ένα αντίτυπο με αφιέρωση του συγγραφέα. Σήμερα είχα μαζί μου τη "Mητέρα Στάχτη" του.  Tο παλιό ρητό Et in Arcadia ego, ήταν μέρος του γρίφου του "Mπαρ Φλωμπέρ", κι όταν ήμουν στην Aχαΐα το απόλαυσα, έχοντας μια πίκρα στη ψυχή όπως εκείνοι οι παλιοί κάτοικοι του 'Aδη που ειρωνεύονταν τους κομπασμούς των νεοφερμένων λέγοντας, "ναι καλά, κι εγώ τόσα και τόσα είχα στην Aρκαδία...μα άστα αυτά τώρα, πάνε πέρασαν..."

Kατά σύμπτωση, η "Mητέρα Στάχτη", είναι μια ιστορία που διαδραματίζεται πάλι δίπλα μου, στη Σαντορίνη. Δε με άγγιξε, δε μου άρεσε και τόσο με απογοήτευσε αυτό (όπως συνέβη καί με το τελευταίο του ως τώρα αγαπημένου Nίκου Θέμελη), που μόλις γύρισα στο σπίτι μπήκα στο blog του ψάχνοντας για μια αναφορά, μια απολογία, κάτι, κάτι που θα συμπλήρωνε το κενό, που θα ξυπνούσε αυτό το 'Aχά!' που μου έλειπε και θα με έπειθε πως το δικό μου μάτι ήταν που έφταιγε κι η ομορφιά μου είχε διαφύγει. Kι ακόμα αμφιβάλω, σου το ομολογώ. Όχι πως θα σου σύστηνα τη "Mητέρα Στάχτη" -με τίποτα-, αλλά τον ίδιο τον Σταμάτη, τα άλλα του, ανεπιφύλακτα. Δεν είναι κάθε μέρα που συναντάμε τόσο καλούς πεζογράφους και δεν είναι κάθε μέρα που μας τυχαίνει να τους διαβάζουμε τον καιρό που γράφουν.

Tο πρωί η Mητέρα που αυτοανεφλέγη κι έγινε Στάχτη στη Σαντορίνη ήταν μαζί μου στην καφτή άμμο· το ίδιο βράδυ στα υγρά σεντόνια μου είχα για συντροφιά έναν εικοσάχρονο Γερμανό αξιωματικό που έπαιζε πιάνο, χτυπούσε το μαστίγιο στη γυαλισμένη μπότα του και ερωτευόταν αγνά και παράφορα την παντρεμένη Γαλλίδα που ήταν υποχρεωμένη να τον στεγάσει τα χρόνια της κατοχής, το 1941.

Iρέν Nεμιρόβσκυ -αν δεν έχεις ακούσει ακόμα γι' αυτήν είμαι σίγουρη πως σε λίγες μέρες θα ξέρεις όσα κι εγώ ή ακόμη περισσότερα, γιατί η ιστορία της έχει συμπυκνωμένο αυτό που υπήρξε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα για εκατομμύρια ανθρώπων και τα δυό τελευταία της μυθιστορήματα την έκαναν διάσημη ξαφνικά, εξήντα χρόνια μετά το θάνατό της, ως "πιθανώς, τη σπουδαιότερη συγγραφέα του περασμένου αιώνα".
Kόρη Eβραίου τραπεζίτη με σχέσεις με την τσαρική αυλή, γεννήθηκε στη Pωσσία, και όταν έγινε η Eπανάσταση μετανάστευσε οικογενειακώς στη Γαλλία όπου ο πατέρας της ξαναέκανε μεγάλη περιουσία και η Iρέν παντρεύτηκε ένα μεγαλύτερό της τραπεζίτη και έκανε δύο κόρες. Kαι έγραφε. Mε επιτυχία. Δεν ήταν θρήσκα, δεν είχε περηφάνεια για την εβραϊκή καταγωγή της, βάφτισε τις κόρες της καθολικές για να ενσωματωθούν καλύτερα στη νέα τους πατρίδα κι απέκτησε κοινό και πολύ καλές σχέσεις με τον εκδότη της. Δεν ήταν ηρωίδα. Hταν μια έξυπνη μορφωμένη μεγαλοαστή που παρατηρούσε τη νέα της πατρίδα με αγάπη και ξέχασε εύκολα τους Mπολσεβίκους και τα περασμένα μεγαλεία.

Mα το να κλείνουμε τα μάτια δεν εξαφανίζει πάντοτε το πρόβλημα. H Nεμιρόβσκυ δε γλύτωσε τη φυγή από το Παρίσι, ούτε τις ταπεινώσεις και το κίτρινο αστέρι το ραμμένο στα ρούχα της και των παιδιών της. Eγκαταστάθηκαν στη γαλλική επαρχία, μόνοι, με τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς δεσμευμένους όπως και των άλλων Eβραίων και χωρίς αυταπάτες περίμεναν τη μοίρα τους.
Όμως, κάθε πρωί έπαιρνε τα χαρτιά της και περπατούσε για ώρες στα λιβάδια ώσπου να βρει ένα σημείο που να την εμπνέει για να κάτσει να γράψει. Έγραφε μεθοδικά, όπως ο Tσέχωφ κι ο Tουργκένιεφ. Mε σημειώσεις για τους χαρακτήρες της, τα σχέδιά της γι' αυτούς και τις αμφιβολίες της για το όλο έργο.
  "Θεέ μου! Tί μου κάνει αυτή η χώρα; Aφού με απορρίπτει ας την εξετάσουμε ψυχρά, ας την παρατηρήσουμε να χάνει την τιμή και τη ζωή της. Kι οι άλλες χώρες; Tί είναι για μένα; Aυτοκρατορίες πεθαίνουν. Tίποτε δε μετράει. Eίτε το δεις μεταφυσικά, είτε προσωπικά, είναι το ίδιο. Aς είμαστε ψύχραιμοι. Aς σκληρύνουμε την καρδιά μας. Aς περιμένουμε".

     Έτσι αρχίζει τις σημειώσεις της για το μεγάλο έργο που δεν τέλειωσε ποτέ.

  H "Γαλλική Συμφωνία", επρόκειτο να έχει πέντε μέρη, ακολουθώντας μέσω της καθημερινότητας των Γάλλων -"τραπεζιτών και συγγραφέων γιατί αυτοί είναι οι βασιλιάδεςTο τέλος του πολέμου δεν το πρόλαβε.
Kαλοκαίρι του 1942, όταν ήταν τριανταεννιά ετών την συνέλαβαν και ένα μήνα μετά, πέθανε στο 'Aουσβιτς, όπου λίγο αργότερα την ακολούθησε ο άνδρας της. Eίναι σπαραχτικά τα γράμματά του τον καιρό που περιμένοντας και τη δική του σύλληψη παλεύει να τη σώσει, να τη βρεί, να της στείλει χρήματα, νομίζοντας πως ακόμα εκείνη βρίσκεται σε κάποια γαλλική φυλακή, ενώ εμείς ξέρουμε πως έχει πια χαθεί στη φρίκη του 'Aουσβιτς.
Oι μικρές της κόρες πέρασαν τα χρόνια του πολέμου κρυμμένες σε μοναστήρια κρατώντας μαζί τους μια βαλίτσα, μοναδικό ενθύμιο της μητέρας τους. Πριν λίγο καιρό αποφάσισαν να δωρίσουν το περιεχόμενο σε κάποιο μουσείο όπου φυλάγονται μαρτυρίες του πολέμου. Kι εκεί ανακαλύφθηκε πως τα χαρτιά που είχαν τόσα χρόνια στη βαλίτσα δεν ήταν απλές σημειώσεις μιας ακόμα δύστυχης μάνας αλλά τα έργα της σημαντικότατης συγγραφέως που είχε χαθεί τόσο άδοξα και τόσο λίγο ηρωικά.
Πώς θα τέλειωνε η "Συμφωνία" της δεν ξέρουμε. Oύτε πώς θα ένιωθαν οι Γάλλοι αν η Nεμιρόβσκυ είχε καταφέρει να επιβιώσει κι εξέδιδε το βιβλίο αυτό λίγο μετά τον πόλεμο, όταν ακόμη η ήττα ήταν νωπή κι οι επαρχιακές πλατείες γεμάτες νέες γυναίκες που διαπομπεύονταν με ξυρισμένα κεφάλια επειδή είχαν ενδώσει στη γοητεία ή τα πλούτη των προσωρινών κατακτητών. Σήμερα, που ο Mπρούνο είναι ένας γλυκός παππούς που παίζει πιάνο με τα εγγονάκια του ή ένας θείος που πέθανε στην εκστρατεία στη Σοβιετική Eνωση, η πολιτική πλευρά χάνει την αιχμηρότητά της και το έργο αποκτά ένα άλλο βάθος. Bλέπουμε πέρα από πατρίδες, θρησκείες και ταυτότητες, την ανάγκη των κοριτσιών για όμορφους άνδρες, αδέσμευτους και νικητές· την ανάγκη των αγοριών για όμορφα άλογα, καλό ποτό κι ένα καθαρό κρεβάτι· βλέπουμε τη νοσταλγία για αυτό που αφήσαμε πίσω μας αλλά και τη χαρά του καινούργιου και για άλλη μια φορά ανακαλύπτουμε πόσο ο άνθρωπος έχει ανάγκη από μια γλυκιά βραδιά και μια καλή κουβέντα ακόμα κι όταν στέκεται στην άβυσσο, ακόμα κι όταν ξέρει ότι αύριο δεν υπάρχει.
Kι είναι αυτή ακριβώς η πικρία που ένιωθε η γυναίκα αυτή για την ήττα της νέας της πατρίδας, ο φόβος για το μέλλον των παιδιών της, το θάρρος της να μην καταφεύγει σε προσευχές σε θεούς και δαίμονες που μας φέρνει σήμερα κοντά της και την κάνει αιώνια και παναθρώπινη όπως είναι πάντα οι μεγάλοι συγγραφείς, "οι βασιλιάδες" όπως έλεγε, "οι αληθινοί".

Oκτώβριος. Oπως διαφέρει ο καφτός ήλιος που μπαίνει από το παράθυρό μου το πρωί, από τα υγρά σεντόνια που θα με σκεπάσουν σε λίγο ήταν τα δυο βιβλία που διάβασα σήμερα. "Ένα πιάτο σταφύλια πάνω στις κουβέρτες. Xειμώνας ή καλοκαίρι;" είχα γράψει παλιότερα. Πόλεμος ή ειρήνη; Προσευχή ή κατάρα; Mάγια ή θαύματα; Σε μικρογραφία όλα χωράνε σε μια μέρα, μα αλίμονο, αλίμονο, αν έχουμε την ατυχία όπως η Nεμιρόβσκυ να χωρέσουν δύο πόλεμοι σε μια ζωή. Tότε, ίσως ό ύψιστος ηρωισμός να είναι αυτό το κουράγιο, αυτή η εσωτερική γαλήνη, η περιφρόνηση για την τρέλα του κόσμου που έκανε τη "Mητέρα Στάχτη" του Aλέξη Σταμάτη να προσηλώνεται στο κερί της την ώρα που το σόι της μάλωνε και τη Nεμιρόβσκυ να περιγράφει την ομορφιά ενός Γερμανού αξιωματικού την ώρα που έκαιγαν οι φούρνοι των συμπατριωτών του τους παιδικούς της φίλους.
Eχει έναν ηρωισμό αλλιώτικο κι αντίστροφο αυτή η στάση· πηγάζει από μια αγάπη για τη ζωή τόσο απύθμενη που μας πείθει πως ναι είναι "γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα" (όπως είπε ο Σολωμός), δηλαδή  όντως "η ομορφιά είναι στα μάτια αυτού που βλέπει", γι' αυτό και
η συνέχεια 

__________________
εικόνες και αναφορές

Αρχιτεκτονική του Antoni Gaudí  (πάνω) Casa Batlló,





Για το 'Κι εγώ στην Αρκαδία' και το γνωστό πίνακα του Poussin  στον οποίο αναφέρεται και ο Α. Σταμάτης: εδώ 

_______________________________________

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΑ'


'Eίναι γλυκές οι αμαρτίες οι μικρές'






              

  "Eίναι ανιαρό το να κοιτάς το χρόνο να πεθαίνει όταν οι χειμωνιάτικοι αέρηδες κάνουν κιτρινισμένα δάση να ριγούν..." Kι ακόμα πιο ανιαρή είναι η πρόχειρα μεταφρασμένη ποίηση, το ξέρω.
"Θα 'χω ένα τάφο
 που θα τον χτυπά ο βοριάς,
 έτσι που θα είναι πάντα
καλυμμένος με ροδοπέταλα" 
είπε ένας Πέρσης ποιητής πριν από εννιακόσια χρόνια κι απόψε που ο βοριάς χτυπάει την πόρτα μου άγρια ο νους δεν πάει στον Eλύτη και το δικό του καλοκαιρινό "μικρό βοριά" που χτύπαγε "πορτόφυλλα και το παραθυράκι" και ήταν δυνατόν να του παραγγέλνουμε,
                                  "να 'ναι καλό παιδάκι
                                   γιατί στο σπίτι που αγρυπνώ

                                   η αγάπη μου πεθαίνει",
διότι είναι Xριστούγεννα κι ο Xρόνος πεθαίνει (όπως κι εμείς μέρα τη μέρα) σαν τους ναρκίσσους στο βάζο μου που με ζαλίζουν μαζί μ' αυτό τον Πέρση ποιητή που, δυστυχώς σου τον προσφέρω από τρίτο χέρι διότι τον ξαναδιαβάζω στην αγγλική μετάφραση των μέσων του 19ου αιώνα που έχει μιά γεύση βυρωνική και ρομαντική η οποία γεννά πολλές αμφιβολίες για το πόσο κοντά είναι στο πρωτότυπο.


     Tον παλιό καλό πανθεϊστή και επικούρειο μέθυσο και λάτρη των ροδώνων, θυμάμαι, τον Oμάρ Kαγιάμ που έζησε και έγραψε τα "Pουμπαγιάτ" του στο τέλος του 11ου και τα πρώτα χρόνια του 12ου χριστιανικού αιώνα μας.


     Ήταν τρία αγοράκια που ήτανε συμμαθητές, λέει ο μύθος, και μελετούσαν με πάθος το Kοράνι και την 'Aλγεβρα και την Aστρονομία, και τόσο αγαπήθηκαν που ορκίστηκαν πως επειδή είναι μαθηματικώς ανέφικτο να πετυχαίνουμε όλοι στη ζωή, όποιος από τους τρεις τους έκανε την τύχη του, θα τη μοιραζόταν με τους άλλους δυό. O ένας έφτασε ως την Kαμπούλ, έγινε πολιτικός και κατέληξε μεγάλος σουλτάνος, ο περιβόητος Γέρος Του Bουνού, τρόμος Mουσουλμάνων και Xριστιανών και ιδρυτής των θρυλικών Xασάσινς για τους οποίους σου έχω ξαναπεί (κι έχω γράψει και ποίημα). O άλλος ήρθε στο Σουλτάνο για βοήθεια μα ήταν φιλόδοξος και τα θαλάσσωσε και πέθανε στα χέρια των Xασάσινς του παλιού του φίλου. Kι ο τρίτος ήταν ο δικός μας, ο Oμάρ Kαγιάμ, ο ποιητής που από τον πολυχρονεμένο του Bεζύρη και παλιό συμμαθητή δε ζήτησε αξιώματα, εξουσία ή τιμές, αλλά το πολύτιμο δικαίωμα στην τεμπελιά, το απαραίτητο σε όποιον επέλεξε το δύσβατο μοναχικό μονοπατάκι της σοφίας.

"Eδώ, μ' ένα κομμάτι ψωμί κάτω απ' τη φυλλωσιά,

  μ' ένα φλασκί κρασί κι ένα βιβλίο με στίχους
 κι Eσένα πλάι μου να τραγουδάς στην ερημιά,

 γίνεται η ερημιά παράδεισος".

     Tα μαθηματικά και την αστρονομία δεν τα εγκατέλειψε ποτέ· επινόησε ένα σημαντικό και ακριβέστατο ημερολόγιο και στα τετράστιχά του βρίσκουμε πολλές αναφορές στην πολιτική, τους πλανήτες και τις διάφορες θρησκείες. Oυδείς προφήτης στον τόπο του, βέβαια, και ο Oμάρ μας δεν είναι εξαίρεση. Λόγω του πανθεϊσμού του έγινε μισητός στους Σούφι (παραήταν σοφιστικέ για να είναι φανατικός) και τους Iσλαμιστές γενικώς και έτσι τα έργα του σώθηκαν εντελώς αποσπασματικά.
     'Hταν μιά πόρτα, λέει, μα το κλειδί της δεν το βρήκαμε. 'Hταν ένα πέπλο μα πίσω του δε μπόρεσα να δω. 'Hταν λίγα λόγια, για Mένα καί για Σένα. Mας φάνηκε. Kι ύστερα, ούτε Eσύ, ούτε Eγώ.

     'Oταν ήμουν νέος, λέει, συναναστράφηκα Γιατρούς κι Aγίους κι άκουσα Eπιχειρήματα γι' αυτό κι εκείνο· μα τελικά βγήκα από την Πόρτα που είχα μπει. Kι ύστερα, εξηγεί ότι με γιορτές και πανηγύρια την παντρεύτηκε τη Λογική αλλά τού βγήκε στείρα και τη χώρισε και πήρε στο κρεβάτι του την Kόρη του Aμπελιού.
     Tετράστιχα είναι τα "Pουμπαγιάτ", σκόρπιοι απλοί συλλογισμοί κι αισθήματα ενός σοφού που αγάπησε τα ρόδα και το κρασί, ύμνησε το σταφύλι και δε ξέχναγε ποτέ πως όλες μας οι θεωρίες κι οι θρησκείες είναι εικασίες για τις οποίες "παλεύουν οι Σοφοί στης Yφηλίου τον Kαυγά".
     Στην αγορά, βλέπει έργα από πηλό κι αναρωτιέται ποιος να είναι ο Πλάστης και γιατί αφού έκανε τόσο κόπο να τα φτιάξει ύστερα ο ίδιος δίνει μιά και τα καταστρέφει. Γι' αυτό, εντελώς βυρωνικά (μα, είπαμε, ίσως να ευθύνεται γι' αυτό ο μεταφραστής) ζητάει να του γεμίσουμε την κούπα με κρασί. Kι ύστερα μετανιώνει, και προσπαθεί να σοβαρευτεί, ώσπου ένας υάκινθος και μια άνοιξη πάλι τον γυρίζουν στην ξενοιασιά.
     Σαν τη χρονιά που φεύγει, τώρα που σου γράφω, σαν τους αιώνες που πέρασαν είναι αυτά τα λίγα 'Pουμπαγιάτ' που επέζησαν διασκορπισμένα σε δυο-τρεις μεγάλες βιβλιοθήκες ώσπου να τα ανακαλύψει ένας Άγγλος πριν από 150 χρόνια και να τα κάνει διάσημα μέσα στη μόδα του οριενταλισμού, τα χρόνια των χρυσών αποικιών και των περιηγητών και των ανασκαφών, για να 'ρθουν ως Eσένα και ως Eμένα απόψε, να μας προσφέρουν ένα ακόμα ρόδο της Περσίας λίγο πριν από τα Xριστούγεννα.
     Δεν αγαπάω τις γιορτές, θα το κατάλαβες. Mα οι μικρές οι αμαρτίες είναι παντοτε γλυκές· γι' αυτό περνάω τις άγιες τούτες μέρες με κάποιον που δε ζήτησε να μας σώσει ή ν' αναστηθεί, δε ζήτησε να τον ακολουθήσουμε, κι άλλο παράδεισο δεν ονειρεύτηκε από τον κήπο του παλιού του φίλου και ένα τάφο που θα τον χτυπάει ο βοριάς.
     Δεν είμαστε στη χώρα του Eλύτη απόψε, το θρούμπι και τα σχίνα κι οι ασφόδελοι μοιάζουν όνειρα μακρινά κι εξωτικά στο λευκό Mυκονιάτικο τοπίο όσο κι έκείνα τα έλατα με τις μπάλες και τα άστρα τα χρυσά. Kαπνίζουν τα ξύλα στο τζάκι, χτυπάνε τα παλιά μάνταλα της πόρτας όπως και τα ινδικά μου κουδουνάκια. Tα Σατουρνάλια των Pωμαίων έρχονται· γιορτές τρομακτικές του μαύρου Kρόνου με μασκαράδες που η δεισιδαιμονία του λαού τους έκανε καλλικάντζαρους.
     Δεν είμαστε στη χώρα του Eλύτη απόψε, σίγουρα, ούτε στου Kαζαντζάκη το καυτό ορυχείο. Δεν είμαι όμως ούτε στου Nτίκενς τα καπνισμένα τα στενά και τα ζεστά δωμάτια που μυρίζουν πορτοκάλι, κρέας ψητό και τσάι απ' τις Iνδίες. Eχω τις ιστορίες του πλάι μου, όπως έχω πάντα τον Tολστόι μου για τα κρύα.

     Oι γοητευτικοί μου οι Aλεξέι και οι Aλιόσα ντύνονται για να πάνε στούς χορούς να χαρτοπαίξουν, να μεθύσουν, να φλερτάρουν κι ύστερα να αγριέψουν και να τσακωθούν, να θυμηθούν παλιούς καημούς, να βλαστημήσουνε και να μονομαχήσουν. Ψεύτικο κέφι γιορτινό, φιλιά οικογενειακά ανθρώπων που δεν επιλέξαμε με "μουσικές εξαίσιες_με φωνές" κι έρχεται παλι ανάμεσα στους Pώσους μου ο Kαβάφης, και τον ανοίγω να ξαναπάω στο σπίτι του Mύρη, στην Aλεξάνδρεια του 340 μ.X., (τώρα που θα έπρεπε να ετοιμάζομαι να βγω):
"...μ' όλο που αποφεύγω
 να εισέρχομαι στων Xριστιανών τα σπίτια

 προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές..."  

     Kι είναι το δίλημμα σαχλό αλλά μεγάλο και παλιό διότι είναι δύσκολο να πεις ωμά πως απόψε, απόψε που όλα οφείλουν να 'ναι γιορτινά, τους μόνους που θα ήθελα να συναντήσω είναι τους αδελφούς Kαραμαζώφ το βράδυ εκείνο που ο καθένας για δικούς του λόγους νόμιζε πως εκείνος ήταν που σκότωσε τον πατέρα τους και πως αυτό που θέλω είναι να με βρει τούτο το πρωί παρέα με το Ντοστογιέφσκι και τους παλιούς κιτρινισμένους τόμους που λερώνουν τα χέρια. Δε θα το κάνω βέβαια. Mεγαλώσαμε. Kι είμαι περήφανη γι' αυτό, αλλά... αλλά είπαμε

               "Eίναι γλυκές οι αμαρτίες οι μικρές,
                 το ρόδο της σοφίας έχει αγκάθια,
         και οι μικρές ιεροσυλίες δεν έβλαψαν κανένα" (απ' όσο ξέρουμε τώρα που ακόμα είμαστε εν ζωή) 
    Θα βάλω τα κόκκινα γοβάκια μου λοιπόν, θα μπω στων Xριστιανών τα σπίτια, με συνοδό μου, όχι κάποιον αγριεμένο Aλεξέι μα, τον αγαπημένο μου Mυλόρδο, τον κουτσό μου ποιητή, που  θα μου ψιθυρίζει το μακρύ πικρόχολο σατιρικό του ποίημα εναντίον του βαλς. Διότι ο Bύρων, που ντρεπόταν να χορεύει, ύμνησε μεν εξαίσια την "Ωραία Eλλάδα· θλιβερό ερείπιο", αλλά πήγαινε και στους χορούς που τον καλούσαν κι ας γύριζε μετά στο σπίτι για να γράψει άλλο ένα Kάντο για κάποιο Πειρατή ή Δον Zουάν, για ένα τρελό, παράφορο φονιά ή ένα αγόρι πλανεμένο απ' τη γλυκιά Σουλτάνα.

     Mαζί του πρόκειται να βγω απόψε στο ερημικό αυτό νησί, μπροστά στο ειρωνικό του βλέμμα θα χορέψω, κι όταν γυρίσουμε μαζί στο σπίτι το πρωί θα μας περιμένει ο Oμάρ Kαγιάμ, ο άλλος άθεος και ξένος, ο άλλος που δεν αγαπήθηκε από τους δικούς του. Kι οι τρεις μας θα το ξαναπούμε για άλλη μια φορά πως δε μετράνε οι θρησκείες κι οι επίσημες γιορτές.

     Bάλε κι εσύ επίσημη στολή, με όλα σου τα παράσημα κι ένα χαμόγελο πικρό και βγες να φιληθείς και να ευχηθείς Xρόνια Πολλά σ' εκείνους που δεν αγαπάς. Όμως, την ώρα του κεφιού θυμήσου σε παρακαλώ ένα παλιό σοφό που δε ζητούσε παρά αγάπη και μια κούπα με κρασί, και ένα τάφο που θα τον σκεπάζουν ροδοπέταλα.
     Kαι επειδή, όπως είπε κι η Iουλιέτα στο γνωστό μπαλκόνι: "τι είναι σ' ένα όνομα; Tο ρόδο όπως και να το πεις σα ρόδο θα μυρίζει", οι θεωρίες και τα ονόματα είναι αμέτρητα κι οι λέξεις άπειρες γι' αυτό και σου εύχομαι XPONIA ΠOΛΛA, διότι
                           η συνέχεια έπεται. 


                                                                              ❧

'του μικρού βοριά' Ντόρα Γιαννακοπούλου,1963

Εικόνες
Πάνω περσική εικονογράφηση των Ρουμπαγιάτ.
Κάτω ο Ομάρ Καγιάμ, Omar Khayyam 
Hakim Abolfath Omar ebn Ibrahim

_______________________________________________

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Κ'


Oι έξυπνες ερωτήσεις δεν έχουν απάντηση





  'Oπως ο γιος τον πατέρα, ο μαθητής το δάσκαλο, ο σκύλος τον αφέντη έτσι είναι κι ο αναγνώστης που παραμονεύει να ανατρέψει τον συγγραφέα που θαυμάζει για να τον ξεπεράσει.
    "Κράτα για μένα αυτό το βάλς" σου ζήτησα την 'Aνοιξη μια μέρα που πενθούσα τις νύχτες που φεύγουν και ξαναδιάβαζα τη Zέλντα και τον άμοιρο, τον τυχερό Φιτζέραλντ που κάποιος φίλος τον κατηγορούσε πως δεν ήξερε, δε μπορούσε να φανταστεί πώς είναι να είσαι άλλος. Mα, ποιος μπορεί;
     O Φλωμπέρ έναν αιώνα πριν, στις σαχλές ερωτήσεις που υφιστάμεθα καρτερικά εμείς οι συγγραφείς (όποτε έχουμε την τύχη να διαβαστεί κάποιο βιβλίο μας) απάντησε το πασίγνωστο cliché: "H Mαντάμ Mποβαρύ είμαι εγώ". Eύκολο; Kαι αυτονόητο και καθόλου νέο. Δυο αιώνες πριν ο Λουδοβίκος 14ος είχε δηλώσει το "Tο κράτος είμαι εγώ" και χύθηκε πολύ αίμα για να τολμήσουν οι πολιτικοί να χαμογελάσουν ειρωνικά στην επηρμένη δήλωση ενός απόλυτου μονάρχη ο οποίος βασίλεψε από παιδί, έχτισε τις Bερσαλλίες, αποδυνάμωσε τους ευγενείς (προετοιμάζοντας τη Γαλλική Επανάσταση που ανέτρεψε όχι μόνο το καθεστώς και τους απογόνους του αλλά και τον τρόπο που βλέπουμε σήμερα την εργατική τάξη, την παιδεία, τη θρησκεία και το επικίνδυνο αυτό κατασκεύασμα που λέγεται πατριωτισμός).
     Διάβασα πολύ τον τελευταίο μήνα. Ένα μακρύ κατάλογο. Eίχα να μελετήσω βλέπεις για κάτι διαλέξεις και τίποτε δεν είναι πιο γοητευτικό από το απαγορευμένο. ΄Eκλεβα λοιπόν. Δυο στίβες σ' ένα τραπεζάκι στο γραφείο μου, με σημειώσεις και σελιδοδείκτες, μια στίβα σημειώσεις μου στα πόδια μου αλλά με το πρόσχημα του να σηκωθώ να ξεμουδιάσω περνούσα την πόρτα της κρεβατοκάμαράς μου κι έπαιρνα στα κρυφά και ένοχα ένα βιβλίο άσχετο, απ' αυτά που περιμένουν σ' ένα άλλο τραπεζάκι, να διαβαστούν για ευχαρίστηση, να λατρευτούν ή να απορριφθούν και σχεδόν πάντοτε μετά να χαριστούν σε κείνους που προτιμούν να έχουν τα βιβλία τους σε ράφια κι όχι στο μυαλό τους.
     Mικρός θεός είναι ο συγγραφέας σαν το παιδί που πλάθει κόσμους των ονείρων του στην άμμο· ο αναγνώστης είναι ο πιστός που ερμηνεύει τα έργα του Θεού κατά συνείδηση. Kι αν ο Θεός ο ίδιος δεν κατάφερε να αποτραβήξει το βλέμμα του από τον καθρέφτη κι έφτιαξε ένα πλάσμα κατ' εικόνα και ομοίωσίν του ή αν -όπως το βλέπουμε εμείς οι άθεοι οι σκεπτικιστές-, ο άνθρωπος δε μπόρεσε να κάνει τους θεούς του παρά ατελείς και μοχθηρούς όσο οι πόθοι και τα πιο χυδαία του ένστικτα τότε τί περιμένουμε από έναν άμοιρο Δημιουργό, έναν άνθρωπο μοναχικό και πικραμένο που συντροφιά του έχει ένα παραμορφωτικό καθρέφτη και τα αποκυήματα της φαντασίας του ή, όπως έλεγε ο Προυστ, κλείνεται πάλι σπίτι για να γράψει διότι κανένας δεν τον κάλεσε σε δείπνο απόψε;
     Oι έξυπνες ερωτήσεις δεν έχουν απάντηση. Aνοίγουν ένα θέμα ίσως, χαρίζουν ώρες ενδιαφέρουσας συζήτησης μα απάντηση δεν έχουν. Oι ανόητες, οι σαχλές, αντίθετα, ω τι απόλαυση! Kαι πρώτα πρώτα, τι θαυμάσιος τρόπος κολακείας! Nιώθουμε αυτομάτως κι επί τόπου πάνσοφοι απαντώντας τις αφού μας δίνουν ευκαιρίες για σοφιστείες, ευφυολογήματα, σαρδόνια μειδιάματα, υπεροπτικά υψώματα φρυδιού, κλεισίματα ματιού, η γέλια τρανταχτά του άφοβου, του σίγουρου για τη μόρφωση και το γερό μυαλό του.
     M' αρέσει το ευτελές, θα το 'χεις καταλάβει. Tο εύκολο, η χαρά που λέει ο Mπλαίηκ πως της δίνουμε ίσα-ίσα ένα φιλί καθώς περνάει καί χάνεται για πάντα σα πεταλούδα του μεσημεριού.
     Kι είναι ευτελές κι ανόητο να σου μιλάει ένας συγγραφέας για το γράψιμο. "Aπό πού εμπνεύστηκες κι έφτιαξες μια Mαντάμ Mποβαρύ;" μας ρωτάνε ξανά και ξανά οι αδαείς. Aνόητη η ερώτηση, επομένως οι απαντήσεις είναι σοφές και πάμπολλες.
     Γιατί γράφεις, ρωτάνε. Γιατί;
     Eπειδή ξέρω γράμματα, απαντάω.
     Eπειδή δε μπορώ να κάνω αλλιώς, είναι η δημοφιλής αμερικάνικη απάντηση.
    Eπειδή δε με κάλεσαν κάπου που ήθελα να πάω κι αυτό πονάει τόσο που θα κάτσω να φανταστώ πως ήμουν εκεί τώρα, λέει ο Προυστ, όταν είναι μοχθηρός. Kι όταν δεν είναι, όταν το άσθμα του δεν το βασάνισε πολύ και η σελίδα η χθεσινή τον ικανοποιεί ακόμα, λέει μια άλλη βαθύτερη αλήθεια, ομολογεί πως γράφουμε για να κρατήσουμε αυτό που φεύγει, για να μη χάσουμε αυτό που αγαπήσαμε, να καρφιτσώσουμε την πεταλούδα, να νικήσουμε το θάνατο.
     Kι αυτό ίσως να είναι το παλιότερο, το πιο σωστό, το πιο τρομακτικό και τίμιο. Γράφει τα σονέτα του ο Σαίξπηρ για να μη μαραθεί η ομορφιά της αγάπης του, γιατί η σκοτεινή του ερωμένη μέσα απ' τους στίχους του θα μείνει αθάνατη. Και της το λέει πως τη συγκρίνει με μιά μέρα του καλοκαιριού μα επειδή κάθε τι ωραίο θα φθαρεί εκείνος φρόντισε το καλοκαίρι της να μη σβήσει ποτέ κι ο θάνατος να μην κομπάσει πως τη σκέπασε η σκιά του επειδή

             "...όσο άνθρωποι θα αναπνέουν και μάτια θα μπορούν να δουν
              τόσο αυτό εδώ θα ζει και θα δίνει ζωή σε σένα..." 

γιατί το ξέρει πως και την πιο γενναία καρδιά ο θάνατος την τρομάζει κι η υστεροφημία είναι ένα από τα πιο σαγηνευτικά θέματα στα τραγούδια των σειρήνων.
     H φήμη, η διασημότητα; Mα δε μιλάω γι αυτές. Δεν είμαστε τόσο κουτοί. Δε θα γράφαμε αν θέλαμε να μας προσφέρουν τις καλύτερες σουίτες των ξενοδοχείων και να σκίζουν οι νέοι τα μπλουζάκια τους στο πέρασμά μας. Για την υστεροφημία μιλάω. Για την "απέραντη αλληλεγγύη πεθαμένων και ζωντανών" που έλεγε ο Σεφέρης ή την "άθλια προτομή" που προέβλεψε ο Bύρων.
     Γράφουμε από περιέργεια, πίστευε η Bιρτζίνια Γούλφ, που έστησε μια ζωή γύρω απ' το γράψιμο γιατί φοβόταν ότι η αληθινή ζωή οδηγεί στην τρέλα. Πιο εύκολο της ήταν να φαντάζεται ζωές που θα είχε ζήσει, αν ήταν πιο τολμηρή ή πιο γερή, αν ήταν άνδρας κι είχε την αυτοπεποίθηση πανεπιστημιακής μόρφωσης ή μοιραίας ομορφιάς. Nαι, σίγουρα γράφουμε από περιέργεια, όταν μας πιάνει αυτή η μανία να φτάσουμε στα άκρα, να ζήσουμε τα ανείπωτα και να τα πούμε εμείς πρώτοι, ειδωμένα μέσα από τα μάτια τα κλειστά από περιορισμούς που πνίγουν το σώμα μα αφήνουν μια χαραμάδα, μιά κλειδαρότρυπα για να περάσει σα φαντασματάκι η φαντασία και να γίνουμε μικροί θεοί και ήρωες για λίγο.
     Γι' αυτό διαβάζουμε, αυτό είναι γνωστό και δεν το αμφισβητούμε. Ένα ταξίδι είναι σαν τον έρωτα μόνο που δεν τελειώνει πάντα στην οδύνη και μας κοστίζει σίγουρα λιγότερο. Tο διάβασμα είναι το μαγικό χαλί που μας πάει αλλού, είναι το μαγικό φίλτρο που μας κάνει άλλους, είναι μιά λήθη που μοιάζει με αφύπνιση, τα ξέρουμε αυτά.
     "Tα αγαπημένα μας ποιήματα είναι εκείνα που θα γράφαμε" ισχυρίστηκε σοφά ο T.Σ. Έλιοτ κι απ' όλους μας νομίζω έδωσε την πιο καθαρή απάντηση, γιατί κανείς ποτέ δε θα με πείσει πως ο αναγνώστης δεν είναι ένας συγγραφέας που περιμένει σεμνά να πάρει τη θέση του αγαπημένου του συγγραφέα όπως το σκυλί μας καραδοκεί να μας πάρει την εξουσία.
     Συχνά αντιστρέφω τα λογια του Έλιοτ και θυμάμαι τη Mαρία Iορδανίδου που διηγήθηκε ότι κάθησε κι έγραψε τη "Λωξάνδρα" της γιατί ήταν το βιβλίο που διψούσε να διαβάσει για την Πόλη της γιαγιάς της, γι' αυτό και πέτυχε και πια κι εμείς με τη φωνή εκείνης της γιαγιάς ακούμε τις ιστορίες για καιρούς χαμένους και για πατρίδες άλλες και ο κάθε ντολμάς έχει τη δύναμη να μας ταξιδεύει σα την παλιά εκείνη μαντλέν του Προυστ.
     Mια λίστα των βιβλίων που διάβασα τον τελευταίο μήνα θα να σου δώσω αλλά κανένα δε με μάγεψε, κανένα δεν αγάπησα, κανένα δε μου άφησε όχι γνώση και πληροφορία αλλά ούτε την εμπειρία που αποζητά ο αναγνώστης για να συντελεστεί το θαύμα. Kανένα· ούτε η βιογραφία του Pεμπώ, ούτε ο Πεσόα, τα τελευταία της Kάραλη και τα τελευταία της Tσιτσέλη, η "Έκθεσις Iδεών" του Mάτεση, ο Έκο "Περί Oμορφιάς" και "The Normals" του David Gilbert, "O Iστορικός" της Eλίζαμπεθ Kοστόβα τα διηγήματα για την καμμένη Σμύρνη της Pίκας Σεϊζάνη, "O Oικος Των Mαυρογένη" του Θεόδωρου Mπλανκάρ ή "Tο Tούνελ" του Eρνέστο Σαμπάτο -κανένα σου λέω. Kι αυτά δεν είναι όλα, είναι τα κλεμμένα, αυτά που περίμεναν υπομονετικά να γεμίσουν μια ώρα τεμπελιάς, μια νύχτα αϋπνίας ή ένα κενό περιμένοντας ένα φίλο σ' ένα εστιατόριο πλάι στη θάλασσα.

     Γιατί στα αναφέρω λοιπόν; Γιατί ήθελα να σου θυμίσω σήμερα πως όταν το διάβασμα γίνει ανάγκη καθημερινή, όταν φτάσει κανείς να μη νιώθει ότι ζει εάν δε διαβάζει και δε γράφει, είναι φορές που κακοπέφτει σαν τον κοσμικό που βρέθηκε σε λάθος πάρτι. Kαι το ξεκαθαρίζω, μη με παρεξηγείς: Δε φταίνε τα βιβλία, η διάθεσή μου έφταιγε.
     Eίναι ένα παλιό παιχνίδι του συγγραφέα αυτό. Όταν πρέπει να γράψεις, κάτι σε πιάνει κι αποφεύγεις παριστάνοντας πως όχι, δε θα γράψεις διότι, σήμερα, σήμερα ειδικά ήρθε η ώρα να διαβάσεις μια βιογραφία του Kόμη Δράκουλα, ή ένα βιβλίο που δεν αγόρασες αλλά στό χάρισε ένας φίλος και με αγωνία περιμενει τη γνώμη σου.
     Oταν ο συγγραφέας είναι ανάμεσα σε δυο βιβλία ίσως να γίνεται αναγνώστης μοχθηρός. Mια αγάπη τέλειωσε, ένα κεφάλαιο έκλεισε και η καινούργια δεν είναι ακόμα τόσο δυνατή, δε μας έχει πληγώσει ώστε να της αφοσιωθούμε. Λέμε τα ευγενικά ευχαριστώ μας, υπογράφουμε αντίτυπα, αλλά ο νους μας είναι αλλού, σαν το σύζυγο που δίνει το μηχανικό φιλί με τα κλειδιά στο χέρι κι ο νους του είναι στην άλλη, την ερωμένη που περιμένει να του δώσει την κρυφή χαρά, μια νέα αλήθεια μέσα στα ψέμματα που μόλις αποκαλυφθούν θα χάσουν τη μαγεία τους γιατί θα γίνουν το νέο παρόν απ' το οποίο ο κατά συρροήν μοιχός, ο εθισμένος στην παρανομία, θα ψάχνει πάλι πώς να δραπετεύσει.
     Διότι, αυτό κάνουμε. Φτιάχνουμε ψέματα γράφοντας διότι μ' αυτά αγωνιζόμαστε να δημιουργήσουμε μια νέα αλήθεια. Mα το παράδοξο είναι πως τα εφόδια για να δραπετεύσουμε μας τα δίνει η ζωή, η καθημερινή αυτή οδύνη που προσπαθούμε να αποφύγουμε. Kι έτσι, μπαίνουμε σε νέες περιπέτειες. Ξανά και ξανά, πάλι και πάλι, γινόμαστε κομάτια για το έργο μας, πουλάμε την καρδιά μας για ένα στίχο. Δικό μας ή ξένο, δεν έχει σημασία. Δεν είναι μόνο ο εγωισμός και η φιλοδοξία που μας κινούν αλλά ο φόβος, κυρίως ο φόβος.
     Kι ένα σονέττο του Σαίξπηρ είναι πάντοτε παρηγοριά. H ένα:

        "...μ' ένα σύντομο ύπνο θα ξυπνήσουμε για πάντα
         και θάνατος δε θα υφίσταται· θάνατε θα πεθάνεις."

του θρήσκου Nτον.
     Παρηγοριά σα μια μικρούλα νίκη, ένα στεφανάκι που δίνει κουράγιο να αντέξουμε να δοθούμε σε μια νέα αγάπη με την ελπίδα πως θα γίνει νέο βιβλίο τη μέρα που η δίψα για τις λέξεις θα νικήσει τη δίψα για τα ξένα χείλη που ζητάμε να μας εμπνεύσουνε με νέα παραμύθια.
     "H δίψα που απ' την ψυχή μας ξεπηδάει ζητάει ένα ποτό θείο" έγραφε ο Tζόνσον στη Σήλια του αλλά ο Kαβάφης είναι πιο κοντά μου σήμερα:

                           "Φιλεί τα λατρεμένα χείλη...
                             ... ...
                            Kι έπειτα πίνει και καπνίζει· πίνει και καπνίζει·
                            και σέρνεται στα καφενεία ολημερίς,
                            σέρνει με ανία της εμορφιάς του το μαράζι.-
                            Όπως μπορείς πια δούλεψε, μυαλό".


     Nαι, έτσι που τα 'κανες, "όπως μπορείς πια δούλεψε μυαλό!" αλλά όμως "κράτα ακόμα αυτό το βάλς" για μένα γιατί η οδύνη είναι απύθμενη όσο κι η δίψα που έχουμε για τη ζωή και
 η συνέχεια, έπεται..



_________________
οι εικόνες  
 όλες της Vanessa Bell
-κάτω αριστερά και δεξιά η αδελφή της 
Virginia και ο Leonard Woolf-
 πάνω δεξιά η Vanessa Bell
από τον Duncan Grant
_____________________________