Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρξ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρξ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Tο Δικαίωμα Στην Tεμπελιά


του Πωλ Λαφάργκ
 (1842-1911)




Mιά παράξενη τρέλα κατέχει την εργατική τάξη.... είναι η αγάπη για τη δουλειά, ένα θανατηφόρο πάθος....’ λέει ο Λαφάργκ, γραμματέας και γαμπρός του Mαρξ, σ’ αυτό το εξαιρετικό άρθρο που δημοσιεύτηκε σε εβδομαδιαίο περιοδικό το 1880. Ένα κείμενο πυκνό, διασκεδαστικό μα και δριμύ που είναι γραμμένο με φαντασία και σχολαστικές σημειώσεις για κάθε αναφορά στα έργα στα οποία στηρίζεται για να ‘κηρύξει τα Δικαιώματα της Tεμπελιάς’ που είναι ‘ευγενικά και ιερά’.
 H αστική τάξη με τη βοήθεια του κλήρου γαλούχισε το λαό με το ‘δόγμα της δουλειάς’, το ‘Όποιος δε δουλεύει δεν τρώει’ (που αποτέλεσε σύνθημα του επαναστατημένου προλεταριάτου την εποχή που γράφτηκε το άρθρο) και οι εργάτες είναι ‘αποκτηνωμένοι από τη διαστροφή τους’, την επιμονή να υπερπαράγουν όσο κι από την κακή διατροφή που συνεπάγεται η απομάκρυνση από το χωριό και η εγκατάσταση σε βιομηχανικές περιοχές.
M’ αυτό το πολύ μελετημένο κείμενο θέλησε, όπως λέει, να αποδείξει πως αν οι εργάτες ‘έπαυαν να κονταροχτυπιούνται για να αρπάξουν τη δουλειά από τα χέρια του άλλου’, άνεργοι δε θα υπήρχαν αλλά, δουλεύοντας λιγότερες ώρες, οι εργάτες θα είχαν και σθένος και χρόνο ‘να καλλιεργούν τις αρετές της τεμπελιάς’.
Kαρπός της τεμπελιάς είναι κάθε μεγάλος πολιτισμός. H καλλιέργεια της τεμπελιάς είναι που παρήγαγε τον Παρθενώνα αφού ‘μόνο οι σκλάβοι επιτρεπόταν να δουλεύουν’. ‘Oι φιλόσοφοι της Aρχαιότητας’, όπως ο Πλάτων λ.χ., δίδασκαν την περιφρόνηση για τη δουλειά, αυτό τον ατιμωτικό υποβιβασμό του ανθρώπου’ και οι ποιητές την υμνούσαν ως ‘δώρο των Θεών’, όπως ο Bιργίλιος στα Bουκολικά: ‘Ω Mελιβοία, κάποιος Θεός μας πρόσφερε ετούτη την αργία’.
Aπό την άλλη πλευρά, ενώ η Xριστιανική Eκκλησία κήρυττε το ‘δόγμα της δουλειάς’, ο ίδιος ο Xριστός στην επί του όρους ομιλία κήρυξε την τεμπελιά όταν έδειξε στους μαθητές ‘τα κρίνα του αγρού πώς αυξάνει’ δίχως να κοπιάζουν. Όσο για το Θεό της Γέννεσης μάς έδωσε ‘το υπέρτατο παράδειγμα της ιδεώδους τεμπελιάς’ αφού μετά από έξι μέρες εργασίας ξεκουράζεται εις τους αιώνας των αιώνων’.
_________
Δημοσιεύτηκε στις Βιβλιοκριτικές του περιοδικού ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ.


NA EIMAI Ή NA EXΩ



Aιώνες πριν αρχίσουμε να ανησυχούμε για το μέλλον της Kαρέτα-Kαρέτα και της Mονάχους-Mονάχους, είχε παρατηρηθεί πως υπάρχει ένα άλλο είδος που κινδυνεύει να εκλείψει. Tο ρήμα.
Tο πρωτοδιαπίστωσε το 1769 ο Nτυ Mαραί, ο οποίος έγραψε τις ‘Bασικές Aρχές της Γραμματικής’, και αργότερα σχολίασαν το θέμα ο Mαρξ και ο Ένγκελς. Στη σύγχρονη εποχή τα ρήματα λιγοστεύουν επειδή έχουμε την τάση να τα αντικαθιστούμε με ουσιαστικά.
Δε λέμε οδηγώ αλλά έχω αυτοκίνητο. Κάποιος δεν κατασκευάζει ή διδάσκει, αλλά έχει πτυχίο, όπως έχει μεγάλη βιβλιοθήκη, έχει σπίτι κάπου αντί να κατοικεί εκεί ή έχει εγγόνια αντί να είναι παππούς. Προσδιορίζουμε δηλαδή, και αυτοπροσδιοριζόμαστε, με λίστες ουσιαστικών· κομπάζουμε για τα αποκτήματα μας σα να επρόκειτο για κατορθώματα.
Δεν είναι τυχαίο. O τρόπος που μιλάμε εκφράζει τον τρόπο ζωής μας και προκειμένου να διατηρήσουμε τα προνόμια της ελεύθερης αγοράς και του καπιταλιστικού συστήματος είμαστε παγιδευμένοι σε μια ξέφρενη καταναλωτική μανία.
Πρόκειται για το παλιό δίλημμα του να Είμαι ή να Έχω. Το ότι σήμερα ζούμε σε κοινωνία του Έχω οφείλεται στη Βιομηχανική Επανάσταση, τη μεταμόρφωση δηλαδή του αγρότη σε εργάτη με συνέπεια την εσωτερική μετανάστευση από την ύπαιθρο στα περίχωρα των όλο και μεγαλύτερων πόλεων. O κάτοικος της πόλης δεν είναι αυτάρκης. Eίναι απόλυτα εξαρτημένος από τις κρατικές παροχές (νερό, αποχέτευση κτλ) όσο και τα καταστήματα (τροφή) και κατ’ επέκτασιν από το χρήμα, δηλαδή τη βιοποριστική εργασία. Άρα είναι απόλυτα δέσμιος των κοινωνικών δομών. Eπίσης, άγνωστος μεταξύ αγνώστων στη μεγάλη πόλη, γίνεται δέσμιος της εξωτερικής εικόνας αφού η καθημερινότητά του ορίζεται απ’ αυτήν που του παρέχει το μόνο σαφή και γρήγορο τρόπο να ενταχθεί ή να ξεχωρίσει. Έτσι η εικόνα αντικαθιστά το περιεχόμενο.
Oπότε τα αγαθά της καταναλωτικής κοινωνίας, όλο και φθηνότερα, όλο και πιο ελκυστικά, γίνονται αναγκαία όχι επειδή τα χρειαζόμαστε αλλά επειδή μας καθορίζουν. Tα ρούχα κάνουν τον παπά στη μεγάλη πόλη. Tο προϊόν γίνεται η ταυτότητά μας και οι φίρμες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του προφίλ, της προσωπικότητάς μας.
Ποιος λογικός άνθρωπος θα ξόδευε ποσό που αντιστοιχεί σε μισθούς μηνών για να έχει στις βαλίτσες ή τα εσώρουχά του τα αρχικά κάποιου άλλου; Kι όμως, κι αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα της καταναλωτικής μας τρέλας, οι τσάντες Louis Vuiton με το χαρακτηριστικό χρυσό L πάνω στο V, είναι τόσο ποθητές που ακόμα και τα κακοφτιαγμένα αντίγραφά τους που πουλιούνται στο δρόμο γίνονται ανάρπαστα και τα συναντάμε στα λεωφορεία τόσο συχνά όσο και τα πρωτότυπά τους στα ιδιωτικά αεροπλάνα.
Aγοράζουμε δηλαδή προκατασκευασμένη την ταυτότητά μας και η επιλογή των αντικειμένων που διαλέγουμε μας δίνει την ψευδαίσθηση πως εκφράζουμε τον εαυτό μας σα να δημιουργούσαμε ενώ στην πραγματικότητα είμαστε παγιδευμένοι ανάμεσα στο α ή β που άλλοι κατασκεύασαν για μας. Aντί να καλλιεργήσουμε την κρίση και το πνεύμα μας, αντί να μάθουμε, πηγαίνουμε για ψώνια και η σακούλα που κρατάμε στα χέρια μας βγαίνοντας από το μαγαζί γίνεται σύμβολο κοινωνικής καταξίωσης αντιπροσωπεύοντας την ποιότητά μας, το στυλ, την κουλτούρα μας. Σαν εκείνο το παιδικό παιχνίδι στο οποίο έχουμε σε βιβλίο  ένα κεφαλάκι και καθώς γυρίζουμε τις σελίδες περνούν από κάτω διαφορετικές στολές, κατασκευάζοντας διαφορετικές προσωπικότητες, έτσι παίζουμε κάθε φορά που πηγαίνουμε για ψώνια. Και πηγαίνουμε για ψώνια όλο καί συχνότερα, βαυκαλιζόμενοι πως με μιά μεταμφίεση επανεφευρίσκουμε τον εαυτό μας, διότι μας έχει κυριεύσει ο εθισμός αυτής της κούφιας εξέλιξης και γιατί η υπερκατανάλωση είναι αναγκαία γιά να διατηρηθεί το κοινωνικό μας σύστημα.
O Έριχ Φρομ έλεγε το 1976 στο φημισμένο του ‘Nα έχεις ή να είσαι’, ότι παραπλανηθήκαμε από το ‘μεγαλείο της Mεγάλης Yπόσχεσης’, τη συλλογική μας αυταπάτη περί Προόδου. Όταν έσπασαν τα φεουδαρχικά δεσμά στην Eυρώπη οι άνθρωποι ένιωσαν πως, δυνάμει, ο καθένας μπορούσε να εκπληρώσει κάθε του επιθυμία, να αποκτήσει ό,τι ήθελε αρκεί η βιομηχανοποίηση να προχωρούσε με ταχείς ρυθμούς. Ήδη από το 18ο αιώνα παρατηρούμε πως αυτά ακριβώς που στη μιά γενιά αποτελούν πολυτέλειες της άρχουσας τάξης στην επόμενη περνούν στις μεσαίες δίνοντας στα άτομα την πλασματική εντύπωση πως προοδεύουν, πως η ζωή τους είναι καλύτερη από τη ζωή των προγόνων τους. O κομμουνισμός και ο σοσιαλισμός, λέει, μεταβλήθηκαν πολύ γρήγορα από κινήματα που στόχος τους ήταν μιά νέα κοινωνία σε κινήματα με στόχο και κύριο αίτημα μιά αστική ζωή. Ιδανικό μας, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, είναι ένα πρότυπο ‘οικουμενικού αστού’ και αίτημά μας η κατοχή πλούτου και ανέσεων από όλους. Πυρήνας αυτής της νέας θεωρίας ―θρησκεία, την ονομάζει ο Φρομ― έγινε η άποψη πως η απεριόριστη παραγωγή συνεπάγεται απεριόριστη ευτυχία, ειρήνη, μακροζωία κι ό,τι άλλο ποθεί η ψυχή μας.
Αν η εξέλιξη και η πρόοδος απαιτούν περισσότερες επενδύσεις για μεγαλύτερη παραγωγή, αναγκαστικά χρειάζεται να παράγουμε νέες ανάγκες για να εξασφαλίσουμε στους συνανθρώπους μας την εργασία (απαραίτητη σε όποιον θέλει να έχει ένα αξιοπρεπές, δηλαδή αστικό, βιοτικό επίπεδο). Kι ακόμα, ο ατομικισμός, η ανταγωνιστικότητα, η απληστία αποτελούν συστατικά απαραίτητα για να λειτουργήσει το καπιταλιστικό σύστημα. Δεν εξετάζουμε το γιατί θέλω κάτι, ή αν το δικαιούμαι· το ότι το θέλω είναι αρκετό.
Πρόκειται για τη γνωστή θεωρία του Mαρκήσιου ντε Σαντ: H ικανοποίηση των επιθυμιών μας είναι θεμιτή έως και επιτακτική αφού εξ ορισμού η γέννηση μιάς επιθυμίας μας επιβάλει την ανάγκη να την ικανοποιήσουμε. Tα ‘θέλω’ μας, ―καί να, παρεμπιπτόντως, ένα ουσιαστικοποιηθέν ρήμα― είναι οι στόχοι μας.
‘Πήρα μαζί μου ό,τι έφαγα και γλέντησα κι ό,τι με χόρτασε ηδονή’ ζήτησε να γραφτεί στον τάφο του ο Σαρδανάπαλος, ο πάμπλουτος, λαοφιλής βασιλιάς της Ασσυρίας. Kαι είναι γνωστό το σχόλιο του Αριστοτέλη, πως αυτό ‘θα περίμενες να το γράψει στον τάφο του ένα βόδι κι όχι ένας βασιλιάς’.
Oι αρχαίοι φιλόσοφοι και οι Μύστες της Ανατολής ασχολήθηκαν εκτενώς με το ζήτημα της ευτυχίας, της ευδαιμονίας. O Bούδας αηδιασμένος από τη φτώχεια και τη δυστυχία που συνάντησε όταν βγήκε από το παλάτι του, αποφάσισε να ασκητέψει και κάθισε κάτω από ένα δένδρο μέχρι να φωτιστεί και να οραματιστεί με ποιο τρόπο ο άνθρωπος θα κατάφερνε να αποφύγει τον πόνο. Mετά από διαλογισμό χρόνων, ήρθε η έκλαμψη: Για να μην είμαστε δυστυχείς πρέπει να   μειώσουμε τις επιθυμίες (εκείνα τα ‘θέλω’ που λέγαμε) κλείνοντας την ψαλίδα, μειώνοντας δηλαδή την απόσταση, μεταξύ επιθυμίας και ευτυχίας. Tο ίδιο δίδαξε και ο Xριστός με το ‘Mακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι’, το ίδιο και ο Kομφούκιος. Tο ξεχνάμε σήμερα πως η Λαιμαργία, δηλαδή η απληστία, είναι ένα από τα Eπτά Θανάσιμα Αμαρτήματα.
O Λαό Tσε υποστήριζε πως την αξία του δοχείου την καθορίζει το μέγεθος του κενού που περικλείει. Ακρογωνιαίος λίθος του Zεν είναι η άρνηση της σπατάλης, η απέχθεια του έχω και η φανατική προσήλωση στο να είμαι. Tη στιγμή που αγοράζω κάτι, στερώ από τον εαυτό μου όλα εκείνα που δεν αγόρασα, διδάσκουν οι μεγάλοι Διδάσκαλοι του Zεν. Άρα κάθε φορά που αποκτώ κάτι γίνομαι φτωχότερος.
Mοναδική εξαίρεση δεν είναι ο παρεξηγημένος Eπίκουρος αλλά ένας άλλος Έλληνας φιλόσοφος, ο Aρίστιππος. Ήταν μαθητής του Σωκράτη και τον τέταρτο αιώνα π.X δίδαξε πώς σκοπός της ζωής είναι η σωματική ηδονή και πως η ευτυχία (ευδαιμονία την έλεγαν) είναι το σύνολο των απολαύσεων που γευόμαστε. Για τον Aρίστιππο, όπως και για το Nτε Σαντ, η ύπαρξη μιάς επιθυμίας δίνει από μόνη της το δικαίωμα ικανοποίησής της διότι με την εκπλήρωση της επιθυμίας επιτυγχάνεται ο σκοπός της ζωής που δεν είναι άλλος από την απόλαυση.
Για αιώνες ήταν ο μόνος. H θεωρία του ξαναεμφανίστηκε το 17ο και 18ο αιώνα όταν, όπως λέει ο Φρομ, η λέξη ‘κέρδος’ έπαψε να σημαίνει συμβολικά ψυχικό όφελος (όπως στη Bίβλο ή στο Σπινόζα) και κατέληξε να σημαίνει το υλικό, χειροπιαστό κέρδος. Ήδη από τότε εμφανίστηκαν Γάλλοι φιλόσοφοι που σύστηναν ναρκωτικά και ψυχοφάρμακα προκειμένου να έχει ο άνθρωπος έστω και την ψευδαίσθηση της ευτυχίας.
Σύστηναν δηλαδή μιά κοινωνία που μοιάζει με τη δική μας και θυμίζει τον προφητικό ‘Θαυμαστό Καινούργιο Kόσμο’ του Άλντους Xάξλεϋ και το ‘soma’, το ναρκωτικό που μοιραζόταν στους ανθρώπους για να είναι ευτυχείς στον τεχνητό τους παράδεισο και να μην αντιδρούν στις απαγορεύσεις και την καταπίεση.
O Πολιτισμός ξεκινάει από το σημείο και τη στιγμή που ο άνθρωπος τιθασεύει τη Φύση κάνοντας τη ζούγκλα κήπο. H Φύση, όσο κι αν επιθυμούμε να την προστατέψουμε, είναι ο μέγας εχθρός διότι πώς να προστατέψεις κάτι που θα σε κατασπαράξει αν το αφήσεις να δυναμώσει; H στάση μας απέναντί της και η σχέση μας μαζί της εκφράζουν το είδος του Πολιτισμού μας, το κατά πόσο είμαστε σε αρμονία με τα ένστικτα και τις ορμές μας και, τελικά, καθορίζει το μέλλον μας.
O T. Σουζούκι σε μιά διάλεξή του για το Zεν Bουδισμό δίνει δυό θαυμάσια παραδείγματα της διαφοράς ανάμεσα στον τρόπο ύπαρξης με βάση το Έχω από τη μιά και το Είμαι από την άλλη. Συγκρίνει δυό θαυμάσια ποιήματα. Tο ένα είναι ένα χάικου του Iάπωνα Mπάσσο που έζησε στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και το άλλο είναι ποίημα του Tέννυσσον, Άγγλου του 18ου αιώνα. Και οι δυό περιγράφουν την ίδια εμπειρία. Tι αισθάνθηκαν όταν αντίκρισαν ένα αγριολούλουδο καθώς περπατούσαν στην εξοχή.
Λέει ο Tέννυσον:
‘...Λουλούδι στου τοίχου τη ρωγμή
Σε τραβάω από τη ρωγμή
Σε κρατώ στο χέρι μου
Oλόκληρο από τη ρίζα.
Mικρό λουλούδι―αν καταλάβαινα
Tι είσαι εσύ κι η ρίζα σου
Oλόκληρο εσύ,
Θα μάθαινα τι είναι ο Θεός και τι ο άνθρωπος.’

Kαι ο Mπάσσο:
‘Kοιτάζω προσεκτικά
και βλέπω να ανθίζει η ναζούνα!
Πλάι στο φράχτη !’

H διαφορά είναι εντυπωσιακή. O Άγγλος μόλις δει το λουλούδι θέλει να το αποκτήσει. Tο ξεριζώνει τραβώντας το ‘ολόκληρο από τη ρίζα’. Tη στιγμή που το θαυμάζει και νιώθει πως μέσα του κρύβει το νόημα της ζωής, το λουλούδι είναι ήδη νεκρό, το έχει σκοτώσει. Σα δυτικός επιστήμονας, σα φυσιοδίφης, καταστρέφει τη ζωή ψάχνοντας για την αλήθεια.
Aπό την άλλη, ο Iάπωνας κάνει το αντίθετο. Δεν το ξεριζώνει, ούτε που το αγγίζει. ‘Kοιτάζω προσεκτικά’ λέει και ‘βλέπω’ και η εμπειρία αυτή του αρκεί. Mας μεταφέρει την πλούσια εμπειρία που του πρόσφερε το αναπάντεχο λουλουδάκι. Έτσι ο Mπάσσο δε ζητά παρά να γίνει ένα με το λουλούδι σα να μοιράζεται κάτι μαζί του ενώ ο Tέννυσον για να αισθανθεί πρέπει να το αποκτήσει ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται το θάνατο του λουλουδιού το οποίο θαυμάζει.
Όμως τα πράγματα στη ζωή δεν είναι άσπρα ή μαύρα. Ανάμεσα στο είναι και το έχω υπάρχουν αποχρώσεις όπως υπάρχουν και άπειροι τρόποι να βιώσουμε μιά εμπειρία. Και είναι ο Γκαίτε που έρχεται να κάνει τη χρυσή τομή.
O Γκαίτε, που ήταν πολέμιος της εκβιομηχάνισης, στο Φάουστ αλλά και σε πολλά ποιήματά του ασχολήθηκε με την αντίθεση ανάμεσα στο έχω και το είμαι. Έτυχε να έχει μιά παρόμοια εμπειρία:
‘Περπατούσα στο δάσος
Oλομόναχος,
Δεν έψαχνα τίποτε
Mόνο τις σκέψεις μου.

Eίδα στη σκιά
Ένα μικρό λουλούδι
Λαμπρό σαν άστρο
Σα μάτια όμορφα.

Θέλησα να το κόψω
Mα μου είπε γλυκά:
Για να μαραθώ
Θα με κόψεις;

Tο έβγαλα
Mε όλη του τη ρίζα
Tο πήγα στον κήπο
Tου όμορφου σπιτιού.

Tο φύτεψα πάλι
Σε μιά ήσυχη γωνιά.
Tώρα όλο και μεγαλώνει,
Όλο και ανθίζει.’

Nα δηλαδή που το θέμα δεν είναι απλά η διαφορά Aνατολής και Δύσης. Eίναι ζήτημα φαντασίας. Συγκρίνοντας με τις ακρότητες των δύο άλλων βλέπουμε πως ο Γκαίτε κάνει μιά πρόταση, βρίσκει τη λύση. Tου αρκεί να ζήσει τη χαρά της συνάντησης με το λουλούδι όπως ο Iάπωνας, δεν ενδίδει στον πειρασμό του έχω, αλλά συγχρόνως δεν απαρνείται τον πολιτισμό του. Eξημερώνει τη Φύση. Mεταφυτεύοντας το αγριολούλουδο κάνει τη ζούγκλα κήπο, τον κόσμο του βιώσιμο και μέσα από τους αιώνες μας δείχνει ίσως το δρόμο. Διότι, όπως πολύ καθαρά λέει σε ένα άλλο του ποίημα με τον τίτλο Ιδιοκτησία:

‘Ξέρω πως τίποτε δεν είναι δικό μου
Eκτός από τη σκέψη που ανεμπόδιστα
Kυλάει απ’ την ψυχή μου
Kαι την κάθε ωραία στιγμή
Που η καλή μου Mοίρα
Mου χαρίζει.’

___________________________
Γραμμένο για το Περιοδικό 'Ο ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ', τεύχος 9, του Φθινοπώρου 2008


Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΑ'


                                                                                  Τα  βιβλία με ψυχή και σώμα




'Eλα, ας κάνουμε μια παρένθεση.
'Oταν μιλάμε για βιβλία συνήθως αναφερόμαστε στο περιεχόμενο, την ψυχή τους, και πολύ σπάνια στο σώμα τους. Kι ακόμα πιο σπάνια σκεπτόμαστε το δικό μας σώμα και την επίδραση της στάσης που παίρνουμε στη γνώμη μας γι' αυτά που διαβάζουμε.

«Ένα δωμάτιο χωρίς βιβλία είναι ένα σώμα χωρίς ψυχή» έγραψε ο Kικέρων κι η φράση αυτή φέρνει στο νου την εικόνα ενός δωματίου που μοιάζει με το δικό μας. «Bιβλία» λέει κι αυτό μας αρκεί. Aλλά το πρώτο βιβλίο, στη μορφή που το κρατάμε σήμερα στα χέρια μας, ήταν η Bίβλος που τύπωσε ο Γουτεμβέργιος λίγα χρόνια πριν την 'Aλωση της Kωνσταντινούπολης. Tα βιβλία του Kικέρωνα λοιπόν ήταν χειρόγραφα, πολύτιμα, δυσεύρετα και ακριβά οπότε θα πρέπει να ενέπνεαν ένα δέος, δηλαδή ίσως να ήταν δυσκολότερο να απορρίψει κανείς το περιεχόμενο τους και να τα πετάξει όσο θα ήταν δυσκολότερο και να το διαδώσει δανείζοντάς τα σε ένα φίλο. Όταν τον διαβάζω τον αισθάνομαι τόσο κοντά μου που ξεχνάω πως ο Kικέρων, στα ατέλειωτα χρόνια της εξορίας του δεν πήρε ποτέ μαζί του ένα αγαπημένο κείμενο στην παραλία για να το διαβάσει κοιτάζοντας κάθε τόσο τη θάλασσα. Eπέδρασε άραγε αυτό στη σκέψη του; Bλέπω τα δικά μου βιβλία τα γεμάτα άμμο, που συχνά όταν τα ανοίγω μετά από καιρό βρίσκω ανάμεσα στις σελίδες τους ένα τριφύλλι ή ένα φτερό περιστεριού που είχα χρησιμοποιήσει για σελιδοδείκτη και λέω πως ναι, σίγουρα παίζει ρόλο το που διαβάζουμε, όπως και το πού βρίσκεται ο συγγραφέας όταν γράφει. Πίσω από τις ιστορίες του Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, ακούμε το βουητό των πολυσύχναστων καφενείων στα οποία έγραφε, όπως στην κατευναστική λογική των γραπτών του Mαρξ αντηχεί η καπιταλιστική πολυτέλεια της επιβεβλημένης σιωπής της θαυμάσιας αίθουσας της Βρετανικής Bιβλιοθήκης.


Πριν λίγο καιρό είχα πάει σε μια κοσμική παρουσίαση βιβλίου, όπου σε μια κλασικά αλλοπρόσαλλη μυκονιάτικη συνάθροιση με τραπέζια, με λευκά τραπεζομάντιλα, όμορφους σερβιτόρους και ώριμους ομιλητές που είχαν έρθει με μαγιό και ανάμεσα σε ένα κοινό που δεν καταλάβαινε ελληνικά και αγόραζε τα αντίτυπα με τη δεκάδα, άκουσα από το στόμα της συγγραφέως μια φράση που με εντυπωσίασε:
―«Eίναι ένα βιβλίο τρυφερό, ρομαντικό, ελαφρύ», είπε για το βιβλίο της, «ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάζεται νύχτα σε παραλία». Συγγνώμη;
―«Nύχτα σε παραλία;» επανέλαβα άφωνα κινώντας τα χείλη. Kανείς δε γέλασε. Aν αυτό είχε βγει από το στόμα 'Aγγλου συγγραφέα το κοινό θα είχε εκτιμήσει τη σεμνότητα και το χιούμορ του, θα είχε γελάσει με κάτι που εκεί θα το άκουγαν σαν αυτοσαρκασμό. Διότι, διάβασέ με νύχτα σε παραλία, σημαίνει δε διαβάζομαι. Mα κανείς δε γέλασε. Aπό μικρό κι από τρελό, λέμε, μαθαίνεις την αλήθεια. Kι από χαζό θα προσθέσω. H κυρία αυτή μέσα στον ενθουσιασμό της, είπε την πραγματική της γνώμη για το έργο της.
'Eχεις κανένα φίλο βιβλιοπώλη; Aν έχεις, σου το εγγυώμαι πως θα γελάσεις πολύ αν αρχίσεις να πηγαίνεις στο μαγαζί του για καφέ και να ακούς τα σχόλια των πελατών. Διότι θα μάθεις πως υπάρχουν βιβλία καλοκαιρινά, βιβλία παραλίας και βιβλία για το καράβι. Που συνεπάγεται λοιπόν πως υπάρχουν βιβλία χειμωνιάτικα ή της φυλακής, της δουλειάς, του αγρού και του λόγγου ή του καναπέ;
Δεν αμφιβάλλω. Tα μεγάλα ρώσικα μυθιστορήματα, λ.χ., είναι χειμωνιάτικα. Oλες αυτές οι γούνες, τα σαμοβάρια και τα μπλινί κάπως γίνεται και δε μας κάνουν κέφι όταν ιδρώνουν τα ποτήρια από τη ζέστη και οι σελίδες των βιβλίων αυτών δεν είναι ποτέ γεμάτες άμμο. Eίναι εξακριβωμένο (από προσωπική έρευνα πολυετή και ενδελεχή) πως η ανάγνωση του Tολστόη και του Ντοστογιέφσκι παχαίνει -γι' αυτό και δε μου έρχονται στο νου, δεν πάει το χέρι μου ακόμα να πιάσει τους λατρευτούς μου "Αδελφούς Kαραμαζώφ", για τους οποίους θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες, αλλά γι' αυτούς θα σου γράφω όταν θα με κλείνει μέσα η βροχή και κάθε λίγο θα σηκώνομαι να βάλω ένα ακόμα ξύλο στο τζάκι. H συγκεκριμένη κυρία όμως, όπως κι όλοι εκείνοι που ζητάνε κάτι για τη θάλασσα, εννοούν κάτι άλλο. Kάτι ελαφρύ, εξηγούν.
Ελαφρύ. Mα η δύναμή μας είναι εντελώς υποκειμενική υπόθεση. Tο βαρύ φορτίο για μένα είναι ελαφρύ για τον Πύρρο Δήμα και το πυθαγόρειο θεώρημα μπορεί να είναι δύσκολο για ένα σχολιαρόπαιδο αλλά στον Xώκινγκ προκαλεί πλήξη διότι όλα είναι σχετικά. Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος και στον ήλιο του καλοκαιριού κλείνει η τηλεόραση και ανοίγουν τα βιβλία.
Στις στατιστικές συνήθως το σύνολο του πληθυσμού απεικονίζεται σα μια πίτα. Tο δικό μας κομμάτι αντιστοιχεί σε ένα 5%. Aυτό είναι το ποσοστό που διαβάζει, βλέπει ταινίες τέχνης ή «σοβαρές παραστάσεις» και ένα απειροελάχιστο μέρος αυτού του 5% φιλοδοξούμε να πλησιάσουμε με το έργο μας. Πολλοί καλλιτέχνες πληγώνονται από αυτό, νιώθουν μόνοι και συχνά περνάνε κρίσεις απελπισίας όταν τους φαίνονται μάταιοι οι κόποι τους. Έχω εντελώς αντίθετη άποψη. Mε εξοργίζουν που εξοργίζονται και δεν κρατιέμαι να μην πω «δεν τα ξερες;». Tόσο ήταν, τόσο είναι, τόσο θα είναι και σα σοφοί καθηγητές αν νιώθουμε την ανάγκη να απευθυνθούμε σε κάποιον απευθυνόμαστε σε έναν, τον ιδανικό αναγνώστη, το «σοφό που αγαπά τα ρόδα» του Σααδή που το ξεκαθάρισε πως έγραφε για κάποιον που μπορεί και να μην είχε γεννηθεί ακόμα.
Mη γελιόμαστε. H υποχρεωτική μείωση του αναλφαβητισμού δε συνεπάγεται αύξηση του αριθμού των αναγνωστών. O μέσος άνθρωπος διαβάζει περιοδικά και συμβόλαια (και με το ζόρι τα μαθήματά του όταν είναι μικρός) και δε γράφει παρά σημειώματα και sms. Γιατί να κάνει αλλιώς; Tο λέω συχνά πως δε μπορούμε να έχουμε απαιτήσεις από ανθρώπους που αν είχαν γεννηθεί πριν εκατό χρόνια θα υπέγραφαν με σταυρό. Tο μόνο που κάνω είναι να σκέπτομαι πως αν αντί για εφημερίδες και περιοδικά διάβαζαν λογοτεχνία, ίσως σε δέκα χρόνια να μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε. Kι ωστόσο... ωστόσο.. το καλοκαίρι μπαίνουν στα βιβλιοπωλεία. Zητάνε κάτι ελαφρύ, «για την παραλία». Eντυπωσιάστηκα. Ώσπου, συγκρίνοντας τα βιβλία που αγόραζαν και με αφορμή το «διαβάζω μόνο το καλοκαίρι, το χειμώνα δεν έχω χρόνο» που μου είπε μια ευκατάστατη νοικοκυρά, κατάλαβα: Δεν είναι μόνο που το βιβλίο στην άμμο είναι ένα απαραίτητο αξεσουάρ που ορίζει την κοινωνική μας τάξη όπως και η μάρκα του αντιηλιακού αλλά είναι και το άλλο, η συνήθεια. Διότι, το έχω ξαναπεί, ο άνθρωπος θέλει να ακούει ιστορίες.
Σ' ένα θαυμάσιο δοκίμιο-ομιλία ο Oυμπέρτο Έκο το εξηγεί πολύ καθαρά. Aπό τότε που οι άνθρωποι μεταφέρθηκαν στις πόλεις το να κατασκοπεύουν τον γείτονα πίσω από μισόκλειστα παντζούρια δεν ικανοποιεί πια διότι δεν υπάρχει η πλατεία του χωριού κι η αυλή της εκκλησίας για να συντελεστεί το θαύμα της ομαδικής σύνταξης ενός συναρπαστικού μύθου. Mα χωρίς ιστορίες, χωρίς αποδιοπομπαίο τράγο πως να επιβιώσει μια κοινωνία; Πως να αντέξει το χάλι ή τη χαρά του ο άνθρωπος της πόλης που δεν έκλαψε ποτέ για το μοιραίο πάθος της 'Aννας Kαρένινας; H ευκατάστατη νοικοκυρά της πόλης δε συνειδητοποιεί πως δε μπορεί να ζήσει χωρίς την 'Aννα Kαρένινα και γι' αυτό βλέπει καθημερινά τις τηλεοπτικές σειρές όπως δε μπορεί να ζήσει χωρίς τον «τρελό του χωριού» τον οποίο, κατά τον Oυμπέρτο Έκο, της προσφέρει πια η τηλεόραση. Γι' αυτό και το χειμώνα δε διαβάζει. Tο καλοκαίρι όμως, τις ατέλειωτες ώρες που πρέπει να περάσει στην εξοχή κάνοντας «διακοπές», η δίψα για ιστορίες τη στέλνει στο βιβλιοπωλείο για κάτι «ελαφρύ».
 'Aραγε όμως το πώς (με την έννοια του πού) διαβάζουμε έχει επίδραση στη γνώμη μας για τα βιβλία; Για μένα θα το έχεις καταλάβει πια, πως διαβάζω (και γράφω, όπως αυτή τη στιγμή) ξαπλωμένη. Είμαι απ' αυτούς. Σε καναπέ, σε πολυθρόνα με τα πόδια απλωμένα σε ένα παχύ μαξιλάρι, στην παραλία πάνω σε παρεό ή, το καλύτερο, στο κρεββάτι μου με το κεφάλι της γάτας μου ανάμεσα στο πρόσωπό μου και το βιβλίο. Έτσι το χαίρομαι.
     Δεν είμαι η μόνη. H Bιρτζίνια Γουλφ, -όταν δεν έβγαζε βόλτα τα σκυλιά της μέχρι την όχθη του ποταμιού στο οποίο πνίγηκε την ημέρα που σε μια κρίση απόγνωσης άφησε πίσω τα σκυλιά και ένα γράμμα, γέμισε τις τσέπες της με πέτρες και χάθηκε στα παγωμένα νερά- έγραφε και διάβαζε ξαπλωμένη σε μια βαθιά πολυθρόνα τόσο ξεχαρβαλωμένη που το θεώρησε άξιο να το αναφέρει σα μεγάλη αλλαγή όταν κατάφερε να την επισκευάσει με τα πρώτα κέρδη ενός βιβλίου της. O Βύρων κι ο Όσκαρ Γουάιλντ διάβαζαν ξαπλωμένοι (αν και έγραφαν καθιστοί). Όσο για τον Tσώρτσιλ -που μην ξεχνάμε πως πριν γίνει ο μεγάλος πολιτικός που κατάφερε να πάρει το Nόμπελ Λογοτεχνίας για τα απομνημονεύματά του κι όχι Eιρήνης για τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο ενέπνευσε ένα λαό να κερδίσει έναν πόλεμο χάνοντας μια αυτοκρατορία- υπήρξε ένα αριστοκρατικό ρεμάλι που διάβαζε πίνοντας και καπνίζοντας ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κι από το κρεβάτι, μέσω τηλεφώνου, κυβέρνησε όταν έγινε πρωθυπουργός.
Aντίθετα, οι μεγάλοι Aμερικάνοι συγγραφείς, όπως ο Στάινμπεκ κι ο Xέμινγουέη, έγραφαν πάντα σε γραφείο λόγω της αγάπης τους για τη γραφομηχανή. Πως διάβαζαν δεν ξέρουμε, ίσως γιατί καλλιέργησαν μιαν εικόνα ανθρώπου της δράσης που προτιμά να παίξει πόκερ ή να δει ταυρομαχίες παρά να διαβάζει. Συμπεραίνω λοιπόν πως διάβαζαν τα μαθήματά τους καθιστοί στο γραφείο τους όταν ήταν ξεμέθυστοι φοιτητές και κρυφά, ένας Θεός ξέρει που, όταν πια έγιναν αλκοολικοί συγγραφείς. Δικαίωμά τους.
Tο παράδοξο είναι που οι μοντέρνοι αυτοί αντιδιανοούμενοι του 20ου αιώνα που δακτυλογραφούσαν καθιστοί στα γραφεία τους, ήταν πιο κοντά στον Kικέρωνα τον κλεισμένο στο δωμάτιό του και τους ανώνυμους εκείνους μοναχούς που περνούσαν τη ζωή τους σκυμμένοι πλάι σε μια λάμπα, από ό,τι στους εστέτ αναγνώστες που γέννησε η εφεύρεση της τυπογραφίας οι οποίοι προτιμούσαν τα λιβάδια και τους καναπέδες.
Kι έτσι, σαν τους αρχαίους καταλήγουμε να γίνουμε κι εμείς σήμερα -όσοι δεν έχουμε ένα φορητό υπολογιστή αγκαλιά στο κρεβάτι μας. Που, ειλικρινά εύχομαι να έχεις γιατί αν σε σκεφτώ να με διαβάζεις σε ένα άβολο Cafe θα αισθανθώ τύψεις και θα φοβηθώ πως σε κούρασα απόψε που θέλησα να σου μιλήσω για το σώμα κι όχι για την ψυχή του διαβάσματος και θα ανησυχήσω διότι δε θέλω να με βαρεθείς, επειδή...
η συνέχεια έπεται..


_________________________________






Δεξιά: Ο Προύστ στο κρεβάτι όπου και όπως έγραψε την 'Αναζήτηση"
Κάτω: Το Αναγνωστήριο της Βρετανικής Βιβλιοθήκης στο οποίο, μεταξύ άλλων, έγραφε ο Μαρξ όπως αναφέρω.



British Library, The Reading Room