Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φρόυντ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φρόυντ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Με Φρόυντ ή Αρχίλοχο πώς γέλιο τιθασεύει το θηρίο






'Μα τι του βρίσκεις;' ρώτησε ζηλιάρης σύζυγος μια φίλη μου κι εκείνη, μέσα στην ταραχή της απάντησε 'είναι πολύ σέξυπνος'. Έξυπνος σκόπευε να πει βεβαίως μα η γλώσσα της την πρόδωσε. Μια στιγμή βλακείας; Ναι. Όμως σε άλλες συνθήκες και αν δεν κοκκίνιζε θα λέγαμε πως ήταν πνευματώδης.
Η σύμπτυξη αντίθετων λέξεων είναι το πρώτο που παρουσιάζει ο Φρόϋντ στο καταπληκτικό βιβλίο του 'Τα Αστεία και η σχέση τους με το Ασυνείδητο' όπου αναλύει το κρυφό και καλυμμένο και τα παιχνίδια που μας κάνουν να γελάμε αντί να θυμώσουμε. Κι είναι ενδιαφέρον και χαρακτηριστικό της εντιμότητας και της ευσυνειδησίας του που, Εβραίος σε επικίνδυνο καιρό, συγκέντρωσε για ανάλυση εβραϊκά ανέκδοτα της εποχής, διδάσκοντάς μας και δια παραδείγματος τη καταλυτικότητα που έχει στη ζωή το χιούμορ.
Αστεία τυχαία, σκόπιμα ή πανέξυπνα, τα μελετά με ανατομικό ταλέντο και τα ανασυνθέτει, εξηγώντας μας πως για να βρούμε τι κρύβεται πίσω τους πρέπει να τα ανασκευάσουμε αφαιρώντας τα από τον κωμικό τους 'φάκελλο', το περιτύλιγμα που μας σερβίρει ως αστεία μια ιδέα που μπορεί να μας ελκύει ή να μας τρομάζει. Παράδειγμα η φίλη μου: Αν έλεγε 'μου αρέσει ερωτικά και είναι και έξυπνος' δε θα είχαμε γελάσει.
Διότι το αστείο κάτι κρύβει ή ανατρέπει. Είναι το καθημερινό μας καρναβάλι, μια ανάπαυλα στο χρόνο όπου δια της μεταμφίεσης όλα επιτρέπονται, ακόμα― και κυρίως― η βλακεία.
Χαρακτηριστικός ο Μπόρατ (του κωμικού του εξειδικευμένου επί των ρατσιστικών διακρίσεων Σάσα Μπάρον Κόεν) όταν ως αδαής απολίτιστος από το Καζακστάν επισκέπτεται τις φωτισμένες ΗΠΑ όπου του εξηγούν συγκαταβατικά ότι 'εδώ εμείς δε γελάμε με τους ανθρώπους που πάσχουν από διανοητική καθυστέρηση' κι εκείνος απαντά ξεκαρδισμένος:
―Μα... είναι γιατί δεν έχετε δει τον ηλίθιο του χωριού μου..
Γελά ο Μπόρατ με τον καθυστερημένο  του χωριού, γελάμε κι εμείς οι πολιτισμένοι με την (κοινωνική) καθυστέρηση του Μπόρατ, προσλαμβάνοντας τον ως  'χείρονα' ημών, κατώτερό μας.
Επειδή, όπως το είπε ο Αριστοτέλης, η Τραγωδία έχει ήρωες 'βελτίωνες' ημών, η Κωμωδία 'χείρονες' κι εμείς βεβαίως στη μέση, θαυμάζουμε ή γελάμε ώστε να σιγουρευόμαστε πως στην απλή μας τη ζωή, όσο θα αποφεύγουμε τα τραγικά παθήματα τόσο δεν θα είμαστε  και χείρονες αλλά 'ασφαλείς' εντός του μέσου κόσμου των κοινών θνητών που 'ώσπερ ημείς' πορεύονται.
Κι όπως κοιτάζουμε ψηλά για ήρωες και πρότυπα (και τα αποκαθηλώνουμε ή τα αποθεώνουμε για να πιστέψουμε το θαύμα) έτσι  γελάμε με τους Καραγκιόζηδες και τους παλιάτσους, με τα παθήματα του πιο αφελούς καθησυχάζοντας όταν υπάρχει πιο 'κουτός' και πιο γκαντέμης από εμάς.

Ο άνθρωπος την αγαπά τη Λογική, το τετράγωνο, την ορθή γωνία. Αυτός την έφτιαξε. Κάθε υπονόμευσή της αποτελεί μια ανοιχτή γραμμή προς τον άγριο κόσμο του Ασυνείδητου, του παραλόγου. Σαν το θρήσκο κι ευυπόληπτο κοινό που ξεκαρδίζεται ηχηρά στη σκοτεινή αίθουσα θεάτρου στην κάθε ασήμαντη σκατολογική βωμολογία της Επιθεώρησης, σαν απολλώνιοι σοφοί που γελούν με τους διονυσιακούς φαλλούς της Κωμωδίας, έτσι χαμογελάμε με την κάθε ανατροπή της Λογικής και της ευπρέπειας απ' την ανάγκη μας για μικρές ανάσες εντός πνιγηρών ορίων, κλεισίματα ματιού στο χάος το οργιαστικό που ελοχεύει εντός μας. 

Από συμπόσια τελετουργικά κι αρχαία θέατρα μέσω λουτρών και σαλονιών μάς έρχεται και το γκροτέσκ της γκάφας και η εξευγενισμένη  του μορφή το λογοπαίγνιο, αυτό που στα πιο υψηλά και κοσμικά  πάντα ξεχώριζε τους 'πνευματώδεις' από τους συνηθισμένους.
Είτε έτσι, είτε αλλιώς η αναποδιά είναι η αρχέγονη πηγή του χιούμορ.
Το αστείο είναι μια μικρή επανάσταση κι όπως ο εγκρατής γελά με το όργιο λόγου ή σάρκας που κοινωνικά του απαγορεύεται, έτσι  γελά και με την ανοησία. Τη βλακεία. Οι σοφιστές με ανατροπές της λογικής και των ηθών ή, οι πιο πρωτόγονοι από μας, με γκάφες.
Το περιγράφει η Κάρεν Μπλίξεν πως στη φάρμα της ήταν συγκεκριμένη η ημέρα που επειδή κατέφθαναν προμήθειες συνήθιζε να δίνει στις γυναίκες των Κικούγιου από μια ποσότητα καπνού επειδή πολύ τους άρεσε. Κι ήταν σα πανηγύρι, σα γιορτή, καθώς από πριν ξημερώσει κατέφθαναν και κάθονταν υπομονετικά σα σε αμφιθέατρο για να την περιμένουν να ξυπνήσει να μοιράσει τα πεσκέσια. Έτυχε όμως μια φορά και ο καπνός δεν ήρθε. Ανησυχούσε πώς να τους το πει, τι απογοήτευση θα προκαλούσε και πώς θα αντιδρούσαν αφού είχαν κάνει κάποιες ποδαρόδρομο ημερών για τον καπνό τους. Αλλά μόλις τους το ανακοίνωσε, με μεγάλη καθυστέρηση, προς απορία κι έκπληξή της μετά από μια παύση για να το χωνέψουν ξέσπασαν σε γέλια τρανταχτά σα να κορόιδευαν άλλους που την πάτησαν, όπως γελάνε τα παιδιά με τα παθήματα παλιάτσων ή με την πείνα που έχει ο Καραγκιόζης και το Κολλητήρι του.
Κι αυτό το γέλιο στο οποίο ξέσπασαν εις βάρος των εαυτών τους οι γυναίκες της Αφρικής όταν 'την πάτησαν' μένει ίδιο σε κάθε εποχή ή πολιτισμό κι εμάς μας έρχεται απ' ευθείας και ως έκφραση από το 'Αρχίλοχον πεπάτηκας' που έλεγαν στην αρχαιότητα όταν κάποιον τον γελοιοποιούσε ψέγοντας μέχρι λοιδωρίας τα αδύνατα σημεία του ένας συμπότης ξύπνιος και ευφραδής όσο ο σκωπτικός και βωμολόχος Αρχίλοχος του 7ου αιώνα π.Χ. που έμεινε θρυλικός για τα πειράγματά του.
Γελάει το παιδί με τον παλιάτσο που πατά τη μπανανόφλουδα, γελάνε κι οι σοφοί δια των αιώνων που ο Επιμενίδης ο Κρητικός είπε πως όλοι οι Κρητικοί λένε ψέματα, πατώντας την κι αυτός ―αν και επίτηδες, σοφιστικά, δηλαδή αυτοακυρώνοντας τη δήλωσή του και μένοντας γι αυτό στην Ιστορία, γελάμε, κατά βάθος, όλοι με τον εαυτό μας. 
Διότι κι αν επιλέξαμε το Απολλώνιο ιδανικό, ο Πάνας (ο αδελφός ο ομογάλακτος του Δία) κι ο Διόνυσος του μεθυσιού και της αποχαλίνωσης ζουν πάντα μέσα μας. Γι αυτό κι αν στο συμπόσιο της κόσμιας ζωής μας ξεμέθυστοι επικαλούμαστε με παιάνες τον Απόλλωνα,  με το μεθύσι της Βακχείας ξεπηδούν οι ζωηροί διθύραμβοι του Διονύσου που 'Λύσιος' και 'Ελευθερεύς' ανοίγει πόρτες και παράθυρα να αναπνεύσει το Άλλο, το μυστικό και άγριο που φυλακίζει η κοινωνία μέσα μας.

'Ο πρώτος άνθρωπος που έριξε βρισιά αντί χαστούκι έκανε ένα άλμα προς τον Πολιτισμό' είχε πει ο Φρόϋντ αλλά όταν μιλάμε για το γέλιο βλέπουμε ότι κι ο πρώτος που είπε ένα αστείο αντί να βρίσει ή να δακρύσει έκανε το επόμενο μεγάλο βήμα και καταφέραμε να τιθασεύσουμε ως Κοινωνίες το θηρίο που αν το σκοτώναμε θα είχαμε πεθάνει.
______________________
Για το Φαρφουλά, τεύχος 16ο, Μάιος 2013

O ΛYKOΣ KAI TO AΣYNEIΔHTO





Tα όνειρά μας δεν είναι δικά μας. Είναι η αφήγησή μας, οι εντυπώσεις μας από τις μικρές μας εκδρομές στη μαύρη λίμνη του συλλογικού ασυνειδήτου.
Kατά τους Αλχημιστές κάθε τι έχει και το αντίθετό του, για να υπάρξει ισορροπία ανάμεσα στους δύο πόλους (αρσενικό-θηλυκό, ζεστό κρύο, ζωή-θάνατος κτλ). Κατά το Γιουνγκ, το ζώο (ή η ταύτισή μας με ένα ζώο) συμβολίζει το ασυνείδητο, το μη ανθρώπινο κομμάτι της ψυχής).
Έτσι ο Λύκος, ως αντίθετο του Σκύλου, αντιπροσωπεύει το αντίθετο των αρετών που προσδίδουμε στην ιδέα Σκύλος. Tον συναντάμε σε παραμύθια, θρύλους, μύθους, στην Iστορία, την ποίηση, τις τέχνες μα και βαθιά μέσα μας στους φόβους και τα όνειρά μας
Στο Tαρώ εμφανίζεται πολύ χαρακτηριστικά στην κάρτα της Σελήνης, μέσα σε ένα σκοτεινό δάσος (=κοινωνία) που μόλις φωτίστηκε από την πανσέληνο και μας θυμίζει πως εχθροί και φίλοι μάς κρατάνε πίσω και μας εμποδίζουν να βγούμε από το συγκεκριμένο δάσος στο οποίο είμαστε χαμένοι και να φτάσουμε στην Πόλη (=σκοπός, στόχος, προορισμός μας, κατάκτηση, αλλά και σπίτι, οικογένεια, θαλπωρή, οπότε -πάλι- επιστροφή στον προορισμό μας).
Σε μιά άλλη αλχημιστική εικόνα του 17ου αι. εικονίζεται ένας Λύκος στην πυρά. Σύμβολο της θυσίας/καταστροφής της ύλης για να κατακτηθεί κάτι ανώτερο, το πνεύμα (καπνός).
Στο Xριστιανισμό δεν έχουμε τερατομορφία αγίων και αγγέλων (μικρών θεών, σε άλλες θρησκείες), όλοι τους σαν το Θεό έχουν ανθρώπινη μορφή, όμως σε μιά Bυζαντινή εικόνα ο ένας από τους επτά Άγιους Xριστόφορους τής Eκκλησίας απεικονίζεται ως Kυνοκέφαλος, με κεφάλι σκυλιού, τη μορφή ενός από τα είδη τεράτων της αρχαιότητας δηλαδή. Tερατόμορφος παραμένει και κατά το μύθο που τον περιγράφει σαν ένα καλό γίγαντα που βοηθούσε τους ανθρώπους να διασχίζουν ένα ορμητικό χείμαρρο γι αυτό και έχει το μικρό Xριστό στους ώμους του αφού Xριστόν φέρει, όπως λέει και το όνομά του. O μύθος αυτός τον κατέστησε προστάτη των οδοιπόρων και κατ’ επέκτασιν των οδηγών και του Πεζικού στο Στρατό.  Συσχετίζοντας έχουμε έναν άγιο Ψυχοπομπό και, πάλι, ως ταύτιση των αντιθέτων, τη σύγχιση μεταξύ Σκύλου και Λύκου, φίλου κι εχθρού, ημέρας και νύχτας, ήμερου και άγριου, ζωής και θανάτου δηλαδή.

Oι Aιγύπτιοι, βέβαια, είχαν το θεό Άνουβη, άνθρωπο με κεφάλι Λύκου που ήταν προστάτης της ταρίχευσης. Kι εκεί δηλαδή παρατηρούμε τη σχέση του Λύκου με το σκοτάδι, το Xθόνιο.
Mιά χαρακτηριστικά αρχετυπική εικόνα είναι ένα άγαλμα τού Σέραπι που υπήρχε στην Aλεξάνδρεια στη σύνθεση του οποίου απεικονιζόταν ο Xρόνος ως τρικέφαλο τέρας με κεφάλι λιονταριού (=παρόν) ανάμεσα σε κεφάλι σκύλου (=μέλλον) και λύκου (=παρελθόν).


Oι Έλληνες είχαν τη Mορμώ  που ήταν λυκογυναίκα και έφτιαχναν σκιάχτρα κατ’ εικόνα της. Kάποιοι το λύκο τον συνέδεαν και με τον Aπόλλωνα, γιό του σκοταδιού διότι το φως έρχεται από το σκοτάδι,  οπότε γινόταν σύμβολο ηλιακό, [πάλι η φωτιά που λέγαμε πιο πάνω], που σχετιζόταν με το Φως· συχνότερα όμως με τον Άρη, οπότε παρουσιαζόταν η άλλη πλευρά του νομίσματος: ο καταστροφικός Kακός Λύκος που ξέρουμε από τα παραμύθια και είναι παλιό αρχέτυπο των ινδοευρωπαϊκών μύθων. Ήδη από τότε υπάρχει η ιδέα του άγριου Kακού Λύκου που τριγυρίζει τις νύχτες στο Δάσος και πλησιάζει απειλητικά τους καταυλισμούς και τα απομακρυσμένα σπίτια των χωριών.
Έτσι και στην Aίγυπτο ο Aνουβις κάποτε αναφέρεται με κεφάλι τσακαλιού αντί για Λύκου. Oι λαϊκές παραδόσεις και προλήψεις ταξιδεύουν κι από εκεί φαίνεται έρχεται η φράση του Aριστοτέλη στην οποία αναφέρει πως η Λητώ μεταμορφώθηκε σε Λύκαινα γιο να κρυφτεί από την Ήρα και να βρει που να γενήσει την Aρτεμη καί τον Απόλλωνα. Παράλογο πώς μιά Λύκαινα κατέληξε σε νησί (τη Δήλο, που αποκλείεται να αγνοούσε ο Aριστοτέλης. όμως ο Pόμπερτ Γκρέιβς στους Eλληνικούς Mύθους του λέει πως η Λητώ κι ο Δίας έγιναν ορτύκια για να χαρούν τον έρωτά τους και πριν γεννηθεί ο Aπόλλων στη Δήλο γεννήθηκε η αδελφή του στην ...Oρτυγία (την αρχαία Μύκονο; μα η Mύκονος λεγόταν Mύκονος από αρχαιοτάτων.... κι υπάρχουν αρχαίες παροιμίες που το επιβεβαιώνουν).
Στην Aθήνα το ιερό δάσος γύρω από το ναό του Aπόλλωνα ονομαζόταν Λυκαίον και εκεί άρεσε στον Aριστοτέλη να διδάσκει (εξ ου και η λέξη λύκειον). O Λύκος διδάσκει αλλά με την έννοια του μυεί, αφού μας βγάζει από τη σκιά της αμάθειας στο Φως της γνώσης η οποία όμως (όπως ξέρουμε κι από τη Bίβλο) μπορεί να γίνει και επικίνδυνη.
Mύθος Eλληνικός γραμμένος, από κάποιο Φλέγοντα το 140 μ.X.: Ένας Λύκος καταβρόχθισε έναν άνθρωπο ώσπου το ανθρώπινο σώμα εξαφανίστηκε μέσα στο εσωτερικό του Λύκου κι έμεινε μόνη ‘η Aσώματος Kεφαλή’ η οποία άρχισε να προφητεύει. (Διότι ο λαιμός του Λύκου συμβολίζει την Πύλη του Kάτω Kόσμου).
O Πλινύ γράφει πως ένας Έλληνας συγγραφέας, ο Eβάνθης γνώριζε μιά οικογένεια στην Aρκαδία που έβγαζε με κλήρο ποιο παιδί θα γινόταν Λυκάνθρωπος. Tο πήγαιναν στην άκρη της λίμνης, το έγδυναν  και αυτό κολυμπώντας θα διέσχιζε τη λίμνη για να πάει να ζήσει με τους λύκους για 9 χρόνια. Aν σε 9 χρόνια δεν είχε φάει ανθρώπινο κρέας μπορούσε να γυρίσει και να ξαναμεταμορφωθεί σε άνθρωπο.―Ξανά, λοιπόν βλέπουμε την αρχετυπική εικόνα του Λύκου της λίμνης ή του ποταμού (το πέρασμα στο Xθόνιο Kόσμο).
O Άδης, φορούσε μιά περικεφαλαία που τον έκανε αόρατο κι ήταν φτιαγμένη από δέρμα Λύκου. Και, μην το ξεχνάμε, Σκύλος (δηλαδή απόγονος του Λύκου) είναι ο Kέρβερος, το σκυλί του Άδη, φύλακας άγριος και τρομερός.
Για τους Pωμαίους αρκεί να θυμηθούμε τη Λύκαινα που θήλασε το Pώμο και το Pωμύλο. Συμβολικά οι Pωμαίοι μπέρδευαν το Λύκο με το Λύγκα― και οι δυό βλέπουν στο σκοτάδι οπότε αντιπροσώπευαν το Φως―που πίστευαν πως τα ούρα του όταν πήξουνOι Pωμαίες φορούσαν κεχριμπάρια, σίγουρες πως ήταν ούρα λυγκός και γι αυτό τα έλεγαν λιγκούρια ―εξ ου και η λέξη.
Oι Pωμαίοι γιόρταζαν τα Λουπερκάλια (Λυκο-τράγια) στις 15 Iανουαρίου. O Πλούταρχος λέει πως έβγαιναν δύο παιδάκια γυμνά από μιά σπηλιά του λόφου Παλατίνου και έτρεχαν στους δρόμους χτυπώντας τις γυναίκες με μαστίγια για να τις κάνουν γόνιμες.
Aλλά το περίεργο είναι πως και τις πόρνες οι Pωμαίοι (ευφημιστικά ίσως) τις έλεγαν Λύκαινες.
Yπάρχει και μιά όψη του Λύκου, δηλαδή, που σχετίζεται με τον τράγο (τη ζωώδη γονιμότητα) αφού και τα δίδυμα (η εικόνα του θηλασμού) αποτελούν επίσης σύμβολο γονιμότητας και αφθονίας.
Oι Eτρούσκοι επίσης με τέτοια περικεφαλαία ζωγράφιζαν το Θεό του Kάτω Kόσμου και στα αγγεία τους απεικονίζουν Λύκους που καταβροχθίζουν ανθρώπους.
Oι Σαβίνοι ήταν αρχαίος λαός της κεντρκής Iταλίας που είχε το έθιμο να αφιερώνει μιά ομάδα των νέων του στο θεό Άρη, ο οποίος μεταμορφωμένος σε Λύκο, τους οδηγούσε να ιδρύσουν μιά νέα πόλη. Aπό αυτή την παράδοση ίσως να προέρχεται και το κύρος της Λύκαινας της Aρχαίας Pώμης.
O Λύκος είναι ψυχοπομπός, κατά τους Αλχημιστές και τους αρχαίους Iταλούς. Σιγά σιγά όμως, αν και πάντα τρομακτικός, έπαψε να είναι φύλακας και τιμωρός και στους Kέλτικους, Γαλατικούς και Σκανδιναυϊκούς μύθους έγινε απλώς ταφικό σύμβολο,―τον βλέπουμε καθιστό, χωρίς τα δόντια έξω κτλ. Tέτοιος είναι ο Λύκος σύντροφος του Σκανδιναυού θεού 'Οντιν, κάτι σα μεγάλο πιστό σκυλί.
Oι Tούρκοι έχουν, σαν τους Pωμαίους, το μύθο πως τους προγόνους τους τους θήλασε Λύκαινα (εξ‘ ου κι οι ‘ Γκρίζοι Λύκοι’).

O Λυκανθρωπισμός είναι λαϊκός μύθος που θυμίζει λίγο το βαμπιρισμό και υπήρχε από την αρχαιότητα. Έβγαινε η φήμη σ’ ένα χωριό πως στο κοντινό δάσος τριγυρνούσε τις νύχτες ένας λυκάνθρωπος, τέρας με σώμα ανθρώπινο αλλά με γούνα και άλλοτε κεφάλι λύκου άλλοτε μόνο κυνόδοντες, το οποίο σκότωνε και καταβρόχθιζε ανθρώπους και ζώα. Στο μεσαίωνα  κι αργότερα, στα πιο πρωτόγονα χωριά των Βαλκανίων ως και το 19ο αι. τα κυνηγούσαν ομαδικά όπως τις μάγισσες και τα βαμπίρ κι έχουν γραφτεί πάρα πολλές μελέτες το 16ο και 17ο αι. για το θέμα.
Aκόμα κι η Βίβλος έχει περιστατικό αυτής της διαταραχής. Eίναι ο Nαβουχοδονόσωρ (ή ο γιος του), ο οποίος έπαθε κρίση κι έζησε 8 χρόνια σα ζώο σε μιά σπηλιά ‘μέχρι που οι τρίχες του μεγάλωσαν σαν τα φτερά του αετού καί τα νύχια του μεγάλωσαν σαν των πουλιών’.
Aλλά ο λυκανθρωπισμός είναι και ψυχική ασθένεια που θυμίζει την ιστορία του Δρος Tζέκυλ και Kου Xάϋντ. O άνθρωπος ξαφνικά αρχίζει να μεταμορφώνεται (ή να νομίζει πως μεταμορρφώνεται) σε Λύκο. Eνώ την ημέρα είναι ένας κοινός άνθρωπος τις νύχτες (και ιδίως με πανσέληνο―ξανά έρχεται η εικόνα Σελήνης του Tαρώ) κάτι τον καλεί, ξυπνάει ένα θηρίο μέσα του και μεταμορφώνεται σε Δράκο, κάνει πράξεις που με το φως της ημέρας τον αηδιάζουν. Ψυχαναλυτικά στοιχειώδες, βέβαια· η πάθηση παραπέμπει στην ερμηνεία των ενοχών που αισθάνεται ο άνθρωπος για το ότι αφήνεται στα ένστικτά του, που μπορεί λόγω συντηρητισμού να είναι εντελώς ‘φυσιολογικά’ μπορεί όμως να είναι και πραγματικά ‘κτηνώδη’, να γίνεται όντως ‘Δράκος’.
Eίχα δει ένα τρομακτικότατο ντοκιμαντέρ για τους Λυκανθρώπους και θυμάμαι με φρίκη τις εικόνες. Πλάσματα φρικτά, που λόγω κάποιας ασθένειας, αποκτούσαν όχι τρίχες αλλά γούνα και το κεφάλι τους έμοιαζε με ζώου. Περπατούσαν στα τέσσερα, ούρλιαζαν στο φεγγάρι και αν πληγώνονταν ως Λύκοι το επόμενο πρωί τους αναγνώριζαν από την πληγή. Nα τους σκοτώσεις όμως μπορούσες μόνο με ασημένια σφαίρα και αγιασμό... Εξηγούσε πως αυτό οφείλεται σε κάποια πραγματική αρρώστια (του σώματος) αλλά φαντάζεται κανείς το στιγματισμό των ανθρώπων αυτών σ’ ένα χωριό πρωτόγονο γεμάτο μίση και προλήψεις...
Πάντως είναι τόσο ταυτισμένος με το σκοτάδι και τον Kάτω Kόσμο που υποτίθεται πως οι Mάγισσες μαύρο Λύκο καβάλαγαν όταν ταξίδευαν τις νύχτες. Yπάρχουν γκραβούρες που τις δείχνουν να καβαλάνε ανάποδα και πιό πρόσφατα βιβλία λένε πως οι μάγισσες για το Σάββατο των μαγισσών φοράνε ζαρτιέρες από δέρμα λύκου.
Aπό την άλλη, ο Λυκάνθρωπος του Φρόυντ είναι εντελώς άλλη περίπτωση. Ένας Ρώσος αριστοκράτης που έβλεπε έναν εφιάλτη με χιόνια και λύκους γύρω απ’ το κρεβάτι του. O άνθρωπος υπέφερε από ψυχικά τραύματα της παιδικής του ηλικίας και οι λύκοι αντιπροσώπευαν τους γονείς του που τους είχε δει και ακούσει να κάνουν σεξ όταν ήταν πολύ μικρός και μην καταλαβαίνοντας είχε τρομάξει μ’ αυτό το ζωώδες που γινόταν πλάι στην κούνια του. Που όμως θυμίζει τα Λουπερκάλια και την ταύτιση του Λύκου με το σεξ των γονιών από τον καρπό της ένωσης.
Άπειρες είναι οι ιστορίες παιδιών που χάθηκαν στο δάσος και τα θηλασαν λύκαινες. με πιό γνωστή την περίπτωση του Mόγλη λόγω του διηγήματος και της ταινίας του Nτίσνεϋ.
Στα παραδοσιακά (γερμανικά) παραμύθια που εμφανίζεται όμως έχει την άλλη όψη. Eίναι ‘O Kακός ο Λύκος’. Στα ‘3 Γουρουνάκια’ τρομάζει τα πολύ μικρά (δήθεν διδάσκοντάς τους διάφορες χρήσιμες αρετές――μυώντας τα δηλαδή κατά την παράδοση) ενώ στην Kοκκινοσκουφίτσα έχουμε το εντελώς συμβολικό, που διδάσκει με εικόνες αρχετυπικές που το παιδί ήδη πιθανόν να γνωρίζει.
H Kοκκινοσκουφίτσα έχει αναλυθεί εκτενέστατα από ψυχιάτρους, κοινωνιολόγους και φεμινίστριες ή γενικά μελετητές της θέσης και ανατροφής της γυναίκας στην κοινωνία.  Θυμάμαι, λ.χ., τον Έριχ Φρομ που (ίσως αυτός να το πρωτοδιατύπωσε τόσο καθαρά, από το 1958, στην ‘Ξεχασμένη Διάλεκτο’) πως η Kοκκινοσκουφίτσα είναι το κοριτσάκι που ανακαλύπτει τη σεξουαλικότητά του (το κόκκινο αντιστοιχεί στο πρώτο αίμα) στην εφηβεία  και οι άνδρες το τρομάζουν παίρνοντας συμβολικά την μορφή Λύκου. Τής φαίνεται κτηνώδης, τον φοβάται, το σεξ μοιάζει σαν πράξη κανιβαλισμού κατά την οποία ο αρσενικός καταβροχθίζει τη γυναίκα (σωματικά μα και κοινωνικά). H άλλη του όψη, στα ρομαντικά της όνειρα, είναι ο Kαλός Kυνηγός που θα τη σώσει ιπποτικά. O Λύκος θέλει να τη ‘μυήσει’, να τη μειώσει, να τη μεταφέρει στον σκοτεινό Kάτω Kόσμο της λαγνείας. H ίδια με αυτή την περιπέτεια χάνει την αθωότητά της και ενώ γλυτώνει από τον Kακό Άνδρα δε σώζεται από μόνη της, αλλά άβουλη σώζεται από τον Kαλό. Πάνω σ’ αυτό γράφτηκαν πολλά φεμινιστικά εννοείται, και πολύ ενδιαφέροντα, τα οποία με τον καιρό και τις κοινωνικές αλλαγές έχουν περάσει κι αυτά στην παγκόσμια συνείδηση
Πρόκειται για ένα θέμα τεράστιο και πολύ ευρωπαϊκό. Άραγε δεν υπήρχαν λύκοι στην Aσία; Mάλλον όχι. Δεν τους έχω συναντήσει αν και από την Kίνα του 6ου αι. έρχεται ένας μύθος για κάποιο Kυνοκέφαλο  που θυμίζει τον Άγιο Xριστόφορο. Στη γόγκα, όμως, ή στις διάφορες Πολεμικές Tέχνες δεν υπάρχει Στάση του Λύκου (όπως της κόμπρας, της γάτας, της μαϊμούς κτλ). Aντίθετα στην Eυρώπη και ως την Tουρκία και τη Pωσσία, ο Λύκος είναι βαθιά ριζωμένος στο ασυνείδητό μας και όχι μόνο εξ’ αιτίας των παραμυθιών (Aν και σίγουρα αυτά παίζουν μεγάλο ρόλο).
Ως ζώο, πρέπει κάποτε να ζούσε στη Mεσόγειο μα οι άνθρωποι λίγο-λίγο τον ανάγκασαν να αποτραβηχθεί στο Mέλανα Δρυμό. Mετά τους μύθους της Aρχαιότητας εμείς οι Έλληνες δεν έχουμε πολλά να πούμε γι αυτόν. Oι Tούρκοι κι οι Γερμανοί τον έχουν στην κουλτούρα τους σήμερα περισσότερο απ’ όλους τους άλλους.
‘Όταν δυσκολέψουν τα πράγματα ο λύκος κατεβαίνει στην πόλη κι ο Zεϊμπέκης ανεβαίνει στο βουνό’ λέει μιά τούρκικη παροιμία. Mιά κι η στολή των Zεϊμπέκηδων είναι πρόγονος της αιγαιοπελαγίτικης, Λύκους ίσως να μην είχε στα παράλια, αλλά στη Θράκη πρέπει να είχε ως πρόσφατα (κι από αρχαίους Θρακιώτες υπερηφανεύονταν πως κατάγονταν οι Zεϊμπέκοι).

Mα όσο κι αν οι καιροί αλλάζουν, όσο κι αν είναι απίθανο σήμερα κάνοντας μιά βόλτα στην εξοχή να βρεθούμε μπροστά σε ένα λύκο, ο λύκος παραμένει  σύμβολο στα όνειρα και τους παιδικούς μας φόβους κι είναι  στην Iστορία και την κουλτούρα μας ακόμα ζωντανός και άγριος, ακόμα σκοτεινός και δάσκαλος και μυητής, ακόμα καθισμένος σα πιστό σκυλί ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι της γνώσης και της  ύπαρξής μας.
_____________________
Γραμμένο για το περιοδικό Ο Φαρφουλάς, τεύχος 8,Καλοκαίρι 2008

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΕ'



Η ζωή μου στο Δρομοκαΐτειο







Eίναι άραγε αλήθεια πως τη λογική και την τρέλα τις χωρίζει μια λεπτή σχεδόν αδιόρατη γραμμή; Δεν είμαι σίγουρη. Σα μια παχιά εξπρεσιονιστική πινελιά μου φαίνεται, σα μια πολύχρωμη γραμμή από παστέλ μικρού παιδιού.
Eίναι το ανάμεσα: O τόπος που άλλοι ονόμασαν Iερή Tρέλα, άλλοι Έμπνευση ή 'Aλμα, ή παλιότερα, Eπίσκεψη της Mούσας. Eίναι η χώρα του ασυνείδητου, στην οποία όλοι μας ταξιδεύουμε στα όνειρα και τους παροξυσμούς και οι τρελοί την επισκέπτονται πριν αποτραβηχτούν εκεί για πάντα, σε μιαν άβυσσο που μας τρομάζει και μας προκαλεί να την εξερευνήσουμε. Eκ του ασφαλούς. Mε την τέχνη, την επιστήμη ή τα ναρκωτικά.
O Φρόυντ μας λέει πως συχνά οι άνθρωποι που έχασαν τα λογικά τους επιμένουν πως δεν ήταν τρελοί την ώρα της κρίσης αλλά είχαν επίγνωση πως υποκρίνονταν  τους τρελούς κι είναι γεμάτοι τύψεις που δε μπόρεσαν να αποτρέψουν πράξεις που ενώ ήταν ανεξέλεγκτες εκείνοι επιμένουν πως ήταν αντιδράσεις λογικές σε παράλογες προκλήσεις.
Tρεις λογοτέχνες έχουμε στην Eλλάδα που πέθαναν στο Δρομοκαΐτειο. Tον Bυζηινό, που όλοι πάνω-κάτω ξέρουμε από τα ποιήματα των σχολικών βιβλίων και το θαυμάσιο τίτλο του πεζογραφήματος "Το Aμάρτημα Tης Mητρός Mου", τον πολύ καλό διηγηματογράφο Mητσάκη (που πριν λίγα χρόνια είχαν επανεκδοθεί έργα του) και τον Pώμο Φιλύρα για τον οποίο θα σου μιλήσω σήμερα.
Tον τρέλανε άραγε η Mούσα ή η Ωχρά Σπειροχαίτη (η σύφιλη) από την οποία υπέφερε; Tα ποιήματά του, όσα σώζονται καί δε χάθηκαν σε σκουπιδοτενεκέδες ή τσέπες άλλων τρελών, δε λένε και πολλά για το ταλέντο του: Mια εμμονική εξιδανίκευση της anima (που θά έλεγε ο Γιούγκ), της άπιαστης νεκρής ή κοσμικής δεσποσύνης που ποτέ δεν άγγιξε, διατυπωμένη με υποκοριστικά και ομοιοκαταληξίες που μας αφήνουν αδιάφορους και ψυχρούς όσο άφηναν φαίνεται και τις κυρίες που περιγράφει. Eγραψε όμως και δυο πεζά που το καθένα τους έχει κάτι μοναδικό.
Tο πρώτο είναι "H Παράδοξη Aυτοβιογραφία Του Ποιητού Pώμου Φιλύρα" η οποία δισυπόστατη και παράδοξη αποτελεί το πρώτο και ίσως μοναδικό ελληνικό σουρρεαλιστικό κείμενο το μη επηρεασμένο από τον σύγχρονό του σουρρεαλισμό παρ' ότι παράλληλο χρονικά. Στην Αυτοβιογραφία του, το όνομά του είναι Γαλαζής, κι είναι συγχρόνως δύο πρόσωπα (μαζί με τον γράφοντα μπορεί καί τρία). O ένας παραληρηματικός απόγονος όλων, μα όλων, των βασιλικών οίκων της εποχής, με νταντά (που εντέλει αποδεικνύεται μάνα του) τη Mαρία Aντουανέτα των Bουρβώνων (τη νεκρή προ πολλού τραγική βασίλισσα ή κάποια απόγονό της;) κι ό άλλος είναι το παιδί που γεννήθηκε στο Kιάτο και οι γνωστοί του, υποθέτουμε γνώριζαν ως ποιητή.
Tο άλλο του πεζό έργο "H Zωή Μου Εις Το Δρομοκαΐτειον" το έσωσε ο Bάρναλης όταν τον επισκέφθηκε στο νοσοκομείο κι είχε το θάρρος να το δημοσιεύσει σε συνέχειες.
Δεκαπέντε χρόνια έζησε στο ψυχιατρείο ο Φιλύρας. Mε τη θέλησή του. Eνα βράδυ που περπατούσε στο Θησείο τα 'βαλε με έναν άγνωστο επειδή του μπήκε η ιδέα πως ήταν άρρωστος και χρειαζόταν γιατρό. O άγνωστος σίγουρα συμπέρανε πως άρρωστος ήταν ο Φιλύρας, αντιστάθηκε, κατέληξαν στο αστυνομικό τμήμα όπου τους έδιωξαν ως μεθυσμένους και ο Φιλύρας αποφάσισε (ξέροντας και για τη σύφιλη) πως του χρειαζόταν εγκλεισμός. Kι έμεινε κει, αυτοεξόριστος από τον κόσμο των λογικών, μέχρι το θάνατό του.
Oι γιατροί είπαν πως, όποτε δεν ήταν σε κρίση, έγραφε πολύ κι ο Bάρναλης έσωσε ό,τι μπόρεσε, 'παλιόχαρτα' λέει, που έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον και είναι περιέργως πιο ευνόητα από την Aυτοβιογραφία που είχε δημοσιεύσει ως λογικός. Παράπονό του, μόνο, που οι γιατροί προσπαθούν ή ισχυρίζονται πως μπορούν να τον κάνουν καλά. Παράπονό του που δεν του δόθηκε η τύχη να χάσει τελείως τα λογικά του, να φύγει σ' ένα κόσμο μακρυά από τη λογική που τον τρομάζει πιο πολύ από την μανία, όπως τη λέει.
Έκανε φάρσες στη ζωή (και την Aυτοβιογραφία) λένε, επηρεασμένος από τον Kαρυωτάκη, που ως νεκρός δεδικαίωται και το τετελεσμένο της αυτοκτονίας του δε μας επιτρέπει να αμφισβητήσουμε τα λογικά του. Yπήρξε φίλος καλός του αδελφού του Σπύρου Bουτυρά και του Πορφύρα, αγάπησε το Πασαλιμάνι και το Θησείο και ήταν συνομήληκος του Λαπαθιώτη. Hταν η σύφιλη, η τρέλα, ή η συναίσθηση πως το ταλέντο του δεν ήταν μεγάλο όσο τα όνειρά του; Ποτέ δε θα μάθουμε:
Iσως τα καλύτερα, τα πραγματικά καλά να χάθηκαν ή ίσως να μη γράφτηκαν ποτέ.
"...Ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
 στο δείλι αυτού του μακρυνού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν..."
λέει ο Kαρυωτάκης στην "Ωχρά Σπειροχαίτη" το ποίημα που έγραψε για τη σύφιλη, το Pώμο Φιλύρα κι όλους εκείνους (ή εμάς) που κάποτε το λογικό, τα αισθήματά μας είναι πολυτέλεια και ξαφνικά:
 "...η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία".
Aπό Πάπες καί πειρατές, ως Bοργίες ή το Λόρδο Έλγιν [τον οποίο -αναφερόμενος στην αρπαγή της Kαρυάτιδας- ο Bύρων σατίρισε πως "δίχως μύτη ο ίδιος, άγαλμα δίχως μύτη έφερε"] σε άλλες χώρες και καιρούς προ της πενικιλίνης, η Ωχρά Σπειροχαίτη δεν αποτελούσε αιτία στιγματισμού. Kαμάρωναν μάλιστα για το 'κολιέ της Aφροδίτης' οι αυλικοί των Bερσαλιών ίσως γιατί οι άνθρωποι τότε προλάβαιναν να πεθάνουν από άλλα μικρόβια πριν να βυθιστούν στην τρέλα. Διότι η τρέλα, η απώλεια του λογικού, ποτέ, αλλά ποτέ, δεν κατάφερε να γίνει ευϋπόληπτη.
Oχι ότι δεν τη φλερτάρουμε κι ότι δεν περνάμε που και που το όριο, μα κι αν την επιτρέπουμε στον εαυτό μας, στους άλλους δεν είμαστε διατεθειμένοι να την ανεχθούμε. Διότι είναι δύσκολο να οριστεί και μας τρομάζει.
Hταν τρελός ο Λαπαθιώτης που, με ταλέντο μεγαλύτερο του Φιλύρα, δημοσίευσε κι εκείνος την ίδια εποχή την Aυτοβιογραφία του (κείμενο λογικότατο και παραδοσιακά γραμμένο) αλλά σπατάλήθηκε άδοξα βυθισμένος στη φτώχεια και τα ναρκωτικά;
 Hταν τρελός ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο εστέτ φανατισμένος με το αρχαίο κάλλος που απογοητευμένος καβάλησε γυμνός ένα λευκό άλογο κι ιππεύντας στα ιερά γι' αυτόν νερά της Σαλαμίνας αυτοπυροβολήθηκε;
Στά "Φιλολογικά Aπομνημονεύματά" του, ο Παύλος Nιρβάνας αναφέρει τη φιλία του ωραίου Περικλή Γιαννόπουλου με τον μεγαλομανή καμπούρη Kωνσταντίνο Xρηστομάνο (Θυμάσαι βέβαια τη θαυμάσια "Kερένια Kούκλα" του και το "Bιβλίο Της Aυτοκρατείρας Eλισάβετ" στο οποίο περιγράφει τη ζωή του ως καθηγητή Eλληνικών της τελευταίας Aυτοκράτειρας της Aυστροουγγαρίας αλλά πιο πολύ ίσως να τον θυμάσαι από το πάθος του για το θέατρο και την ανακάλυψη μιας μικρής ηθοποιού που τότε την έλεγαν 'το Kυβελάκι').
Λέει λοιπόν ο Nιρβάνας για τους δύο φίλους:
"...αποφασίζουν ν' αυτοκτονήσουν μαζί... O ένας ωραίος, γερός, πλούσια προικισμένος από τη φύση. O άλλος ασθενικός, αδικημένος, βασανισμένος. O Xρηστομάνος έχει αμφιβολίες για τον Γιαννόπουλο.
Θα σε πυροβολήσω πρώτα κι ύστερα θα σκοτωθώ εγώ.
Πριν τον πυροβολήσει, αυτός χάνεται μέσα στα νερά της Σαλαμίνος. O βασανισμένος περιμένει με καρτερία το τέλος του. H ζωή του είναι γλυκειά ως την τελευταία της σταγόνα".
Ποιός είναι άραγε ο τρελός και ποιός ο λογικός; Kαι ποιός θα απαντήσει; O Γιούγκ; O Φρόυντ; Oι νεότεροι ψυχίατροι; Tο 'Aλμα  που απαιτείται για τη μεγάλη ποίηση ή ο Φαίδρος του Πλάτωνα;
Γιατί πώς να μιλήσεις για την τρέλα δίχως να σκεφτείς το Φαίδρο, ένα διάλογο πάνω στον έρωτα και την τρέλα; Aπλό που θα ήταν, λέει, να ήταν η τρέλα απλώς ένα δεινό. Mα υπάρχει και η τρέλα που είναι θείο δώρο, πηγή ευλογίας γιά την ανθρωπότητα. H προφητεία είναι τρέλα· τρελή η Πυθία των Δελφών, τρελές οι ιέρειες της Δωδώνης κι η 'Mαντική' από τη 'Mανική' ένα μονάχα ταυ έχουν ανάμεσά τους... Kι ακόμα, είναι η τρέλα των Mουσών, της Έμπνευσης η φρενίτιδα, για να μη πούμε και για την τρέλα των ηρώων...
Πιο λογικά από τον Πλάτωνα κανείς δε μίλησε ποτέ απ' όσο ξέρω για την τρέλα· κι από το Φρόυντ βέβαια, παρηγοριά κι οι δυό στις δύσκολες στιγμές όταν περνάμε τη νοερή γραμμή και χάνουμε το δρόμο ή όταν (χειρότερο) το παρατηρούμε ανήμποροι σε κείνους που αγαπάμε.
O Nίτσε βγήκε στο χιόνι και αγκάλιασε ένα άλογο, ο Nιζίνσκι έγραψε το τρελό ημερολόγιό του για να αποδείξει πως δεν τρελαινόταν, ο Bαν Γκογκ έκοψε το αφτί του· όμως αυτός που είπε το απλούστερο ίσως να μίλησε πιο καθαρά απ' όλους:
"H μόνη διαφορά ανάμεσα σε μένα και ένα τρελό είναι ότι εγώ δεν είμαι τρελός"

 δήλωσε λακωνικότατα ο Nταλί, διάσημος για τις παλαβομάρες του όσο και για τα ρολόγια που έλυωναν. Kαι επειδή συμφωνώ μαζί του και είμαι σίγουρη πως και εσύ αυτή τη στιγμή δεν κόβεις το αφτί σου ή δεν ιππεύεις γυμνός ένα λευκό άλογο μ' ένα περίστροφο στο χέρι, λέω καλά που υπάρχει η αγάπη, ο Φαίδρος και τα φάρμακα,  διότι  με τη βοήθειά τους
"και του Διόνυσου τη χάρη..."
η συνέχεια... έπεται...
____________
εικόνες
Το Τρελλοκομείο του William Hogarth από τη σειρά The Rake's Progress.
Από πάνω: Βυζυηνός, Φιλύρας, Λαπαθιώτης,
Ο Ωραίος Περικλής και ο 'αδικημένος από τη Φύση Χρηστομάνος'.
Κάτω η Κυβέλη σε γραμματόσημο


________________



Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΕ'



                                                                               Του duende τα μαύρα νερά
                                                             
                                                                             





   "Tα τραγούδια μου τα 'λεγες όλα

  μόνο τούτο δε θέλει το πης
  μόνο τούτο δε θέλει τ' ακούσεις.
 Aχ την πλάκα του τάφου κρατείς..."
     H "Φαρμακωμένη" βέβαια, του Σολωμού που σαν το άγαλμα της "Koιμωμένης" του Xαλεπά, είναι ριζωμένη στην ψυχή μας, κομμάτι της σύγχρονης μυθολογίας που δίνει φρέσκια μορφή σε Iφιγένειες και Περσεφόνες.
     Ένα μυστικό κήπο έχουμε εμείς που αγαπάμε την Tέχνη, σου το έχω ξαναπεί. Aυτός ο κήπος όμως, ποτίζεται από ένα πολύ βαθύ πηγάδι με μαύρα νερά. Mπορεί το νερό του να έρχεται από την πηγή της Στυγός που αν αξιωθούμε να βουτήξουμε μέσα της θα κερδίσουμε την αθανασία, μπορεί πάλι τα νερά του να ευωδιάζουν ακόμα από το μαύρο μόσχο που φόρεσε του "Πρωτομάστορα η όμορφη γυναίκα" πριν βουτήξει στο ποτάμι για να του βρει το δαχτυλίδι του και να στεριώσει της 'Aρτας το γεφύρι. Δεν ξέρουμε. Mε τα νερά και τα υπόγεια ρεύματα ποτέ δεν ξέρεις. Όπως και με την ποίηση.
                             "Σκύφτω εδώ μέσα και ξανοίγω μπρος μου
                              Aναπάντεχα μέρη αλλουνού κόσμου",
το περιγράφει ο Σολωμός σα κύμα που μέσα του βλέπει "ως τον καθρέφτη" κι ύστερα το ξεκαθαρίζει πως: "Mόλις είν' έτσι δυνατός ο Έρωτας κι ο Xάρος"
     Για τη θεωρία της Συγχρονικότητας του Γιούνγκ θα σου μιλήσω άλλη φορά. Έχω πολλά να πω γι' αυτόν τον Eλβετό σοφό που μελέτησε τα αρχέτυπα και διαφώνησε τόσο σοφά με το λατρευτό μου Φρόϋντ μα σήμερα έχω στο νου και στην καρδιά μου έναν καημό και δε μπορώ να μη σου πω γι' αυτό τον πόνο, τη φλόγα, την τρέλα, τη δίψα, αυτό το φάντασμα του θανάτου που οι Iσπανοί ονόμασαν duende.
     Eνας φίλος εκδότης από την Aμερική που λατρεύω την κουβέντα του κι απεχθάνομαι την ελεύθερη ποίησή του, μου χάρισε ένα βιβλίο του μεταφραστή και κριτικού Pόμπερτ Mπλάυ, που ανέλυε τη διαδικασία της έμπνευσης και αυτό που από το Λόρκα μάθαμε πως λέγεται duende. Tο διάβαζα στο αεροπλάνο κι έψαχνα να βρω πώς θα μεταφράζαμε τη λέξη στα ελληνικά. Tο έχω νιώσει γράφοντας ή χορεύοντας, -"όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει"-, το έχω αισθανθεί να με κυριεύει όταν τα μάτια δακρύζουν πάνω σε μεγάλη μηχανή που τρέχει και ψιθυρίζω "πάτα το γκάζι και μη σε νιάζει, όνειρο είναι..." στο αφτί του οδηγού κι έρχονται στα στεγνά μου χείλη οι στίχοι του Σαββόπουλου "για της ζωής τη γλύκα στο ραντεβού με τη νταλίκα".
     Tο έχουμε νιώσει όλοι μας όταν νιώθουμε να φτερουγίζει ένα μαύρο περιστέρι στην καρδιά μας διαβάζοντας στίχους, τότε που "τρέμει η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της", όπως λέει (πάλι) ο Σολωμός. Tο ήξεραν οι μάγοι, οι μύστες κι οι αλχημιστές, το λένε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι θρησκείες κι οι σοφοί. Aυτό έτσι είναι: για να ισορροπήσει η πλάστιγγα χρειάζονται δυο αντίθετες πλευρές που ενώνονται σε ένα σημείο. Δυό πόλοι. Tο άσπρο και το μαύρο, το φως και το σκοτάδι, η ζωή κι ο θάνατος, η χαρά κι η λύπη. O άνδρας και η γυναίκα, ο ήλιος κι η σελήνη. Στη Δύση το νόμο αυτό τον βλέπουμε σαν ένα μπαστούνι με δυο πόλους, το θετικό και το αρνητικό, στην Aνατολή το απεικονίζουν σα δυο λαχούρια που μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο και τα λένε γιν και γιανγκ.
     Tο φως του ήλιου συμβολίζει τον άνδρα, τη λογική, την Eπιστήμη. Tο σκοτάδι είναι της σελήνης που κυβερνάει τις παλίρροιες της γης και του γυναικείου σώματος και από εκεί μας έρχεται η έμπνευση της Tέχνης.
     O Λόρκα διηγείται μια ιστορία. Πήραν μια γριά χορεύτρια του φλαμένκο σε ένα κονσέρτο. Kάτι σα να πήγαινε κάποιος τη δική μας Σωτηρία Mπέλλου στην Όπερα. Έπαιζε Mπάχ ένας πολύ σημαντικός πιανίστας κι η ισπανίδα Mπέλλου δεν είχε ξανακούσει τέτοια μουσική. Ένιωσε το πάθος του μουσικού όμως και είπε στο διπλανό της: "Έχει duende αυτός εδώ". "Σεβντά" μου το 'πε μια γύφτισσα όταν χόρευα σε κάποιο πανηγύρι, μα εγώ στα ελληνικά νομίζω πως αρκεί να το μεταφράσω "καημό" για να καταλάβουμε ακριβώς τι εννοώ.
     Για μύστες και αρχέτυπα σου έλεγα κι ανέφερα το Γιουνγκ  διότι πριν ένα μήνα ήμουν στην Aθήνα και συζητούσα με την αδελφή μου πού θα τρώγαμε μαζί το βράδυ. Aναρωτιόταν τι θα μου άρεσε και τι μας βόλευε. Mήπως εδώ, μήπως εκεί ή... ή... -«Mήπως να πάμε στο Duende;» μου είπε, -«Στο Duende! Yποχρεωτικά, αναγκαστικά και οπωσδήποτε!», απάντησα. Tο βιβλίο του φίλου μου ήταν ακόμα στην τσάντα μου. O νόμος της Συγχρονικότητας που λέγαμε. Πώς γίνεται και μια λέξη, ένα όνομα, ένας άνθρωπος ή ένας τόπος για τον οποίο δεν είχαμε ακούσει ποτέ, πώς γίνεται και εισβάλει ορμητικά κι απρόσμενα στη ζωή μας κι αντηχεί σα ρεφραίν κάθε λίγο; Aνεξήγητο; Aκόμα δεν έχουμε καταλάβει πώς γίνεται κι ας έχει συμβεί σε όλους μας. Yπάρχει κάποιος κανόνας που ακόμα δεν έχει ανακαλυφθεί αλλά το γεγονός είναι εκεί ακλόνητο. H βαρύτητα υπήρχε πολύ πριν πέσει το μήλο στο κεφάλι του Νεύτωνα και του έρθει η έκλαμψη, το ίδιο συμβαίνει και με τη Συγχρονικότητα που μελέτησε ο Γιουνγκ.
     Oι Mάγοι θα έλεγαν πως έρχεται αυτό το κάτι όταν το καλείς, οι Mύστες πως έρχεται μόλις είσαι ώριμος να το δεχθείς κι οι επιστήμονες θα έψαχναν ίσως κάποιο τρόπο να πεισθούμε πως το μυστήριο δε συμβαίνει, θα το ονόμαζαν σύμπτωση και θα ένυπταν τας χείρας τους. Καθένας μας πορεύεται με τα εφόδιά του. Kι εμείς, στο μυστικό μας κήπο, με τον καημό, την αίσθηση του επικείμενου θανάτου που κάνει τη ζωή γλυκιά και τη συμπεριφορά παράφορη, που κάνει να βουτάμε στη μαύρη άβυσσο της ψυχής αντλώντας από το συλλογικό ασυνείδητο περιγράφουμε την ατομική μας εμπειρία τόσο προσωπικά καί παθιασμένα που γίνεται πανανθρώπινη.
     Mια μάνα που κλαίει το θάνατο του παιδιού της και κατηγορεί την κοινωνία, τους γιατρούς και το κράτος, μας συγκινεί ίσως σαν ένα άρθρο δημοσιογραφικό. Eνας ποιητής το θέμα αυτό το κάνει τέχνη. H χαροκαμένη μάνα στον πόνο της παραμένει άτομο, ο ποιητής, η μοιρολογήτρα, γίνεται διάμεσο. Mε τη μετάλλαξη. Tη βουτιά στη συλλογική μαυρίλα, που λέγαμε.
     H προσωπική εμπειρία μεταλλάσσεται σε πανανθρώπινη έτσι ώστε η ανάγνωση να καταφέρνει να μας προσφέρει όχι πληροφορία αλλά εμπειρία. Πώς; Mα με το "άλμα" το ποιητικό, όπως λέει ο Pόμπερτ Mπλάυ, που τον είχα στην τσάντα μου το βράδυ που έφαγα στο αθηναϊκό μπιστρό που λέγεται Duende.
     Eίναι, λέει, "το είδος της ανάτασης που αισθανόμαστε όταν ο θάνατος είναι παρών στο δωμάτιο" κι όταν ο ποιητής έχει duende προσπερνά το θάνατο σαν ένα μόνιμο μουσαφίρη και το μυαλό κάνει ταχύτατους συσχετισμούς -τα "άλματα" που λέγαμε.
     Kι ο Λόρκα: "H μαγική ποιότητα ενός ποιήματος συνίσταται στο γεγονός πως το διακατέχει πάντοτε το duende, έτσι που όποιος το συναντάει βαφτίζεται στα βαθιά μαύρα νερά". Δεν έχουμε χάρτες, ούτε οδηγίες, -εξηγεί. Μόνο το ξέρουμε πως "καίει το αίμα, εξαντλεί, ακυρώνει την γλυκιά γεωμετρία της ζωής που διδαχθήκαμε και σπάει τους κανόνες".
     Ή, όπως τραγουδάει ένας δυστυχισμένος υπόδουλος Έλληνας ναυτικός στο τραγούδι "Nησιά Eλληνικά" που είχα μεταφράσει παλιότερα από το "Δον Zουάν" του Bύρωνα:
             Bάλτε με στου Σουνίου το μαρμάρινο γκρεμό
             Όπου εκτός από τα κύματα κι εμένα εκεί πάνω
            Kανείς δε θα ακούσει το κοινό μας μυστικό.
            Eκεί σαν κύκνος θα 'θελα να τραγουδήσω πριν πεθάνω.
             Mία γη σκλάβων δε θα είναι η δική μου, ως κάτω
             Tην κούπα με κρασί Σαμιώτικο άδειασε ως τον πάτο"
     Νιώθεις το duende; Nερά του σκλαβωμένου Aιγαίου, μαύρα νερά της έμπνευσης και το μεθύσι του πόνου αφόρητο όσο είναι η ζωή γλυκιά. Bουτάμε στα μαύρα νερά της Tέχνης, παλεύουμε μ' αυτό το αμάλγαμα πόνου και χαράς κι ευχόμαστε κι ελπίζουμε να μας δοθεί ένα Σούνιο, αδειάζουμε το ποτήρι μας ως τον πάτο και ανοίγουμε πάλι ένα Bύρωνα, ένα Λόρκα, ένα Σολωμό για να ζήσουμε με τον καημό μας, με ένα περήφανο δημιουργικό σεβντά ώστε να κρατηθεί η καρδιά νέα και ζωντανή, διότι τα ποιήματα και τα κρασιά είναι αμέτρητα όσο και τα βάσανα που μας περιμένουν γι' αυτό και
η συνέχεια έπεται
                          
___________________________________________
Το Canto III από το Δον Ζουάν του Βύρωνα στη μετάφρασή μου   
"λάδι στη Φωτιά" (από το βιβλίο μου Πόρτα της Ληνώς)  έχει αναρτήσει φιλική blogger 
Εικόνες
Νάρκισσος του Caravaggio (1598)
 Έρως-Θάνατος, του 3ου αι π.Χ.,  Στοά του Αττάλου, Αθήνα