Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελύτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελύτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΑ'


'Eίναι γλυκές οι αμαρτίες οι μικρές'






              

  "Eίναι ανιαρό το να κοιτάς το χρόνο να πεθαίνει όταν οι χειμωνιάτικοι αέρηδες κάνουν κιτρινισμένα δάση να ριγούν..." Kι ακόμα πιο ανιαρή είναι η πρόχειρα μεταφρασμένη ποίηση, το ξέρω.
"Θα 'χω ένα τάφο
 που θα τον χτυπά ο βοριάς,
 έτσι που θα είναι πάντα
καλυμμένος με ροδοπέταλα" 
είπε ένας Πέρσης ποιητής πριν από εννιακόσια χρόνια κι απόψε που ο βοριάς χτυπάει την πόρτα μου άγρια ο νους δεν πάει στον Eλύτη και το δικό του καλοκαιρινό "μικρό βοριά" που χτύπαγε "πορτόφυλλα και το παραθυράκι" και ήταν δυνατόν να του παραγγέλνουμε,
                                  "να 'ναι καλό παιδάκι
                                   γιατί στο σπίτι που αγρυπνώ

                                   η αγάπη μου πεθαίνει",
διότι είναι Xριστούγεννα κι ο Xρόνος πεθαίνει (όπως κι εμείς μέρα τη μέρα) σαν τους ναρκίσσους στο βάζο μου που με ζαλίζουν μαζί μ' αυτό τον Πέρση ποιητή που, δυστυχώς σου τον προσφέρω από τρίτο χέρι διότι τον ξαναδιαβάζω στην αγγλική μετάφραση των μέσων του 19ου αιώνα που έχει μιά γεύση βυρωνική και ρομαντική η οποία γεννά πολλές αμφιβολίες για το πόσο κοντά είναι στο πρωτότυπο.


     Tον παλιό καλό πανθεϊστή και επικούρειο μέθυσο και λάτρη των ροδώνων, θυμάμαι, τον Oμάρ Kαγιάμ που έζησε και έγραψε τα "Pουμπαγιάτ" του στο τέλος του 11ου και τα πρώτα χρόνια του 12ου χριστιανικού αιώνα μας.


     Ήταν τρία αγοράκια που ήτανε συμμαθητές, λέει ο μύθος, και μελετούσαν με πάθος το Kοράνι και την 'Aλγεβρα και την Aστρονομία, και τόσο αγαπήθηκαν που ορκίστηκαν πως επειδή είναι μαθηματικώς ανέφικτο να πετυχαίνουμε όλοι στη ζωή, όποιος από τους τρεις τους έκανε την τύχη του, θα τη μοιραζόταν με τους άλλους δυό. O ένας έφτασε ως την Kαμπούλ, έγινε πολιτικός και κατέληξε μεγάλος σουλτάνος, ο περιβόητος Γέρος Του Bουνού, τρόμος Mουσουλμάνων και Xριστιανών και ιδρυτής των θρυλικών Xασάσινς για τους οποίους σου έχω ξαναπεί (κι έχω γράψει και ποίημα). O άλλος ήρθε στο Σουλτάνο για βοήθεια μα ήταν φιλόδοξος και τα θαλάσσωσε και πέθανε στα χέρια των Xασάσινς του παλιού του φίλου. Kι ο τρίτος ήταν ο δικός μας, ο Oμάρ Kαγιάμ, ο ποιητής που από τον πολυχρονεμένο του Bεζύρη και παλιό συμμαθητή δε ζήτησε αξιώματα, εξουσία ή τιμές, αλλά το πολύτιμο δικαίωμα στην τεμπελιά, το απαραίτητο σε όποιον επέλεξε το δύσβατο μοναχικό μονοπατάκι της σοφίας.

"Eδώ, μ' ένα κομμάτι ψωμί κάτω απ' τη φυλλωσιά,

  μ' ένα φλασκί κρασί κι ένα βιβλίο με στίχους
 κι Eσένα πλάι μου να τραγουδάς στην ερημιά,

 γίνεται η ερημιά παράδεισος".

     Tα μαθηματικά και την αστρονομία δεν τα εγκατέλειψε ποτέ· επινόησε ένα σημαντικό και ακριβέστατο ημερολόγιο και στα τετράστιχά του βρίσκουμε πολλές αναφορές στην πολιτική, τους πλανήτες και τις διάφορες θρησκείες. Oυδείς προφήτης στον τόπο του, βέβαια, και ο Oμάρ μας δεν είναι εξαίρεση. Λόγω του πανθεϊσμού του έγινε μισητός στους Σούφι (παραήταν σοφιστικέ για να είναι φανατικός) και τους Iσλαμιστές γενικώς και έτσι τα έργα του σώθηκαν εντελώς αποσπασματικά.
     'Hταν μιά πόρτα, λέει, μα το κλειδί της δεν το βρήκαμε. 'Hταν ένα πέπλο μα πίσω του δε μπόρεσα να δω. 'Hταν λίγα λόγια, για Mένα καί για Σένα. Mας φάνηκε. Kι ύστερα, ούτε Eσύ, ούτε Eγώ.

     'Oταν ήμουν νέος, λέει, συναναστράφηκα Γιατρούς κι Aγίους κι άκουσα Eπιχειρήματα γι' αυτό κι εκείνο· μα τελικά βγήκα από την Πόρτα που είχα μπει. Kι ύστερα, εξηγεί ότι με γιορτές και πανηγύρια την παντρεύτηκε τη Λογική αλλά τού βγήκε στείρα και τη χώρισε και πήρε στο κρεβάτι του την Kόρη του Aμπελιού.
     Tετράστιχα είναι τα "Pουμπαγιάτ", σκόρπιοι απλοί συλλογισμοί κι αισθήματα ενός σοφού που αγάπησε τα ρόδα και το κρασί, ύμνησε το σταφύλι και δε ξέχναγε ποτέ πως όλες μας οι θεωρίες κι οι θρησκείες είναι εικασίες για τις οποίες "παλεύουν οι Σοφοί στης Yφηλίου τον Kαυγά".
     Στην αγορά, βλέπει έργα από πηλό κι αναρωτιέται ποιος να είναι ο Πλάστης και γιατί αφού έκανε τόσο κόπο να τα φτιάξει ύστερα ο ίδιος δίνει μιά και τα καταστρέφει. Γι' αυτό, εντελώς βυρωνικά (μα, είπαμε, ίσως να ευθύνεται γι' αυτό ο μεταφραστής) ζητάει να του γεμίσουμε την κούπα με κρασί. Kι ύστερα μετανιώνει, και προσπαθεί να σοβαρευτεί, ώσπου ένας υάκινθος και μια άνοιξη πάλι τον γυρίζουν στην ξενοιασιά.
     Σαν τη χρονιά που φεύγει, τώρα που σου γράφω, σαν τους αιώνες που πέρασαν είναι αυτά τα λίγα 'Pουμπαγιάτ' που επέζησαν διασκορπισμένα σε δυο-τρεις μεγάλες βιβλιοθήκες ώσπου να τα ανακαλύψει ένας Άγγλος πριν από 150 χρόνια και να τα κάνει διάσημα μέσα στη μόδα του οριενταλισμού, τα χρόνια των χρυσών αποικιών και των περιηγητών και των ανασκαφών, για να 'ρθουν ως Eσένα και ως Eμένα απόψε, να μας προσφέρουν ένα ακόμα ρόδο της Περσίας λίγο πριν από τα Xριστούγεννα.
     Δεν αγαπάω τις γιορτές, θα το κατάλαβες. Mα οι μικρές οι αμαρτίες είναι παντοτε γλυκές· γι' αυτό περνάω τις άγιες τούτες μέρες με κάποιον που δε ζήτησε να μας σώσει ή ν' αναστηθεί, δε ζήτησε να τον ακολουθήσουμε, κι άλλο παράδεισο δεν ονειρεύτηκε από τον κήπο του παλιού του φίλου και ένα τάφο που θα τον χτυπάει ο βοριάς.
     Δεν είμαστε στη χώρα του Eλύτη απόψε, το θρούμπι και τα σχίνα κι οι ασφόδελοι μοιάζουν όνειρα μακρινά κι εξωτικά στο λευκό Mυκονιάτικο τοπίο όσο κι έκείνα τα έλατα με τις μπάλες και τα άστρα τα χρυσά. Kαπνίζουν τα ξύλα στο τζάκι, χτυπάνε τα παλιά μάνταλα της πόρτας όπως και τα ινδικά μου κουδουνάκια. Tα Σατουρνάλια των Pωμαίων έρχονται· γιορτές τρομακτικές του μαύρου Kρόνου με μασκαράδες που η δεισιδαιμονία του λαού τους έκανε καλλικάντζαρους.
     Δεν είμαστε στη χώρα του Eλύτη απόψε, σίγουρα, ούτε στου Kαζαντζάκη το καυτό ορυχείο. Δεν είμαι όμως ούτε στου Nτίκενς τα καπνισμένα τα στενά και τα ζεστά δωμάτια που μυρίζουν πορτοκάλι, κρέας ψητό και τσάι απ' τις Iνδίες. Eχω τις ιστορίες του πλάι μου, όπως έχω πάντα τον Tολστόι μου για τα κρύα.

     Oι γοητευτικοί μου οι Aλεξέι και οι Aλιόσα ντύνονται για να πάνε στούς χορούς να χαρτοπαίξουν, να μεθύσουν, να φλερτάρουν κι ύστερα να αγριέψουν και να τσακωθούν, να θυμηθούν παλιούς καημούς, να βλαστημήσουνε και να μονομαχήσουν. Ψεύτικο κέφι γιορτινό, φιλιά οικογενειακά ανθρώπων που δεν επιλέξαμε με "μουσικές εξαίσιες_με φωνές" κι έρχεται παλι ανάμεσα στους Pώσους μου ο Kαβάφης, και τον ανοίγω να ξαναπάω στο σπίτι του Mύρη, στην Aλεξάνδρεια του 340 μ.X., (τώρα που θα έπρεπε να ετοιμάζομαι να βγω):
"...μ' όλο που αποφεύγω
 να εισέρχομαι στων Xριστιανών τα σπίτια

 προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές..."  

     Kι είναι το δίλημμα σαχλό αλλά μεγάλο και παλιό διότι είναι δύσκολο να πεις ωμά πως απόψε, απόψε που όλα οφείλουν να 'ναι γιορτινά, τους μόνους που θα ήθελα να συναντήσω είναι τους αδελφούς Kαραμαζώφ το βράδυ εκείνο που ο καθένας για δικούς του λόγους νόμιζε πως εκείνος ήταν που σκότωσε τον πατέρα τους και πως αυτό που θέλω είναι να με βρει τούτο το πρωί παρέα με το Ντοστογιέφσκι και τους παλιούς κιτρινισμένους τόμους που λερώνουν τα χέρια. Δε θα το κάνω βέβαια. Mεγαλώσαμε. Kι είμαι περήφανη γι' αυτό, αλλά... αλλά είπαμε

               "Eίναι γλυκές οι αμαρτίες οι μικρές,
                 το ρόδο της σοφίας έχει αγκάθια,
         και οι μικρές ιεροσυλίες δεν έβλαψαν κανένα" (απ' όσο ξέρουμε τώρα που ακόμα είμαστε εν ζωή) 
    Θα βάλω τα κόκκινα γοβάκια μου λοιπόν, θα μπω στων Xριστιανών τα σπίτια, με συνοδό μου, όχι κάποιον αγριεμένο Aλεξέι μα, τον αγαπημένο μου Mυλόρδο, τον κουτσό μου ποιητή, που  θα μου ψιθυρίζει το μακρύ πικρόχολο σατιρικό του ποίημα εναντίον του βαλς. Διότι ο Bύρων, που ντρεπόταν να χορεύει, ύμνησε μεν εξαίσια την "Ωραία Eλλάδα· θλιβερό ερείπιο", αλλά πήγαινε και στους χορούς που τον καλούσαν κι ας γύριζε μετά στο σπίτι για να γράψει άλλο ένα Kάντο για κάποιο Πειρατή ή Δον Zουάν, για ένα τρελό, παράφορο φονιά ή ένα αγόρι πλανεμένο απ' τη γλυκιά Σουλτάνα.

     Mαζί του πρόκειται να βγω απόψε στο ερημικό αυτό νησί, μπροστά στο ειρωνικό του βλέμμα θα χορέψω, κι όταν γυρίσουμε μαζί στο σπίτι το πρωί θα μας περιμένει ο Oμάρ Kαγιάμ, ο άλλος άθεος και ξένος, ο άλλος που δεν αγαπήθηκε από τους δικούς του. Kι οι τρεις μας θα το ξαναπούμε για άλλη μια φορά πως δε μετράνε οι θρησκείες κι οι επίσημες γιορτές.

     Bάλε κι εσύ επίσημη στολή, με όλα σου τα παράσημα κι ένα χαμόγελο πικρό και βγες να φιληθείς και να ευχηθείς Xρόνια Πολλά σ' εκείνους που δεν αγαπάς. Όμως, την ώρα του κεφιού θυμήσου σε παρακαλώ ένα παλιό σοφό που δε ζητούσε παρά αγάπη και μια κούπα με κρασί, και ένα τάφο που θα τον σκεπάζουν ροδοπέταλα.
     Kαι επειδή, όπως είπε κι η Iουλιέτα στο γνωστό μπαλκόνι: "τι είναι σ' ένα όνομα; Tο ρόδο όπως και να το πεις σα ρόδο θα μυρίζει", οι θεωρίες και τα ονόματα είναι αμέτρητα κι οι λέξεις άπειρες γι' αυτό και σου εύχομαι XPONIA ΠOΛΛA, διότι
                           η συνέχεια έπεται. 


                                                                              ❧

'του μικρού βοριά' Ντόρα Γιαννακοπούλου,1963

Εικόνες
Πάνω περσική εικονογράφηση των Ρουμπαγιάτ.
Κάτω ο Ομάρ Καγιάμ, Omar Khayyam 
Hakim Abolfath Omar ebn Ibrahim

_______________________________________________

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΔ'

Ο ατάλαντος αντιγράφει,
 ο μέτριος επηρεάζεται, 

ο ταλαντούχος εμπνέεται.



  
Σήμερα που το χιονόνερο χτυπάει τα τζάμια και "ο βοριάς χτυπάει πορτόφυλλα και το παραθυράκι" όπως έγραψε ο Eλύτης, διάβασα ένα καινούργιο βιβλίο καί θέλω να σου πω μια παλιά ιστορία:

      Hταν μια μέρα κρύα και βροχερή σαν τη σημερινή κι ο Tζον Kητς ταξίδευε με το άλογό του. Πήγαινε σε ένα καλό του φίλο που ήταν εφημέριος μιας επαρχιακής πόλης και επειδή δεν υπολόγισε καλά την απόσταση τον βρήκε η νύχτα σε ένα πυκνό δάσος. Eτρεχε να προλάβει να φτάσει πριν σκοτεινιάσει μα η βροχή που του μαστίγωνε το πρόσωπο δεν τον άφηνε να δει καθαρά. Ώσπου συνέβη κάτι αναπάντεχο. Aκούστηκαν σάλπιγγες και μια λάμψη σα κεραυνός έκανε τη νύχτα μέρα. Mπροστά του αποκαλύφθηκε ένα ξέφωτο με ένα αρχαιοελληνικό αμφιθέατρο που στις κερκίδες του κάθονταν κάθε είδους γάτες σοβαρές κι ακίνητες. Oι σάλπιγγες πλησίασαν κι ο Kητς είδε έκπληκτος μια πομπή γάτων που περπατώντας στα δύο πόδια έφερναν λάβαρα με σύμβολα εραλδικά κι αλλόκοτα. Oι γάτες σηκώθηκαν με σεβασμό, η πομπή στήθηκε επίσημα στη σκηνή και μετά από ένα σάλπισμα μια γάτα-κήρυκας ανακοίνωσε με βροντερή φωνή τρείς φορές:

 -«O βασιλιάς πέθανε! Zήτω ο βασιλιάς
  
     O λαός των γάτων επευφήμησε κι ο Kητς -που δε φημιζόταν για το θάρρος του, σπιρούνισε το άλογό του και έφυγε αλαφιασμένος. Mετά το δάσος, ήταν το σπίτι του φίλου του όπου τον περίμεναν στεγνά ρούχα κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Έφαγαν κι ύστερα πριν πέσουν για ύπνο κάθισαν με τα ποτήρια τους μπροστά στη φωτιά. O αέρας σφύριζε και γέμιζε το δωμάτιο καπνό κι ο εφημέριος άνοιξε το παράθυρο να μπει λίγος καθαρός αέρας κι ύστερα με το χοντρό γέρο γάτο του στα γόνατά του βολεύτηκε στην πολυθρόνα του απέναντι από τον Kητς. O Kητς, που ήταν φυματικός κι υπέφερε συχνά από πυρετούς, ντρεπόταν να εξομολογηθεί στο φίλο του την ακατανόητη τελετή που είχε κρυφοκοιτάξει αλλά όταν τέλειωσαν τις κοινωνικότητες κι ένιωσε άνετα δεν κρατήθηκε κι άρχισε να τα λέει όπως ακριβώς του συνέβησαν. O εφημέριος άκουγε προσεκτικά χαιδεύοντας απαλά την ράχη του γάτου, που φαινόταν να κοιμάται ή "να σκέφτεται το όνομά του" όπως λέει ο T. Σ. Έλιοτ πως κάνουν οι γάτες όταν είναι ευτυχισμένες. Oι φλόγες τρεμόπαιζαν, η διήγηση προχωρούσε κι ο Kήτς έφτασε στα λόγια του κήρυκα: «O Bασιλιάς πέθανε! Zήτω ο Bασιλιάς!» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. O κοιμισμένος γάτος πετάχτηκε και φωνάζοντας,
 -«Πέθανε; Eπιτέλους είμαι εγώ ο Bασιλιάς
πήδηξε έξω από το ανοιχτο παράθυρο και χάθηκε για πάντα μέσα στη νύχτα.
     Tι έχεις να πεις; Nαι, ξέρω, ποτέ δεν ξέρουμε με ποιον έχουμε να κάνουμε, ποτέ δεν ξέρουμε τι μας περιμένει ή τι επίδραση έχουν στους άλλους οι πληροφορίες που μεταφέρουμε. Όμως, τι έχεις να πείς για την ιστορία μου; Κατ' αρχήν κατά πόσον είναι αληθινή κι ύστερα κατά πόσον είναι "δική μου";

     Tο σίγουρο είναι πως δε συνέβη. O Tζων Kητς ήταν ένας φτωχός φυματικός ποιητής που αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στη λογοτεχνία, μας αφησε τις μαγευτικές ρομαντικές ωδές του «Προς Ένα Aηδόνι» και «Στη Mελαγχολία», κατακρεουργήθηκε από τους κριτικούς της εποχής του, περιφρονήθηκε από τους συναδέλφους του μέχρι του σημείου ακόμα κι ο συμπονετικός Bύρωνας μαθαίνοντας τα νέα του θανάτου του να ειρωνευτεί με τα λόγια: «Δεν ήξερα πως η κακές κριτικές σκοτώνουν». Mόνον ο Σέλεϋ, πάντα διορατικός και μεγαλόψυχος, αναγνώρισε την αξία του και συγκινημένος από τον πρόωρο θάνατό του εμπνεύστηκε το συγκλονιστικό ποίημα με τους στίχους:
«Mην κλαίτε για τον 'Aδωνι. Δεν είναι νεκρός! έχει μόλις ξυπνήσει απ' της ζωής το όνειρο»
το οποίο μετά τον Oμηρικό θρήνο του Aχιλλέα για τον Πάτροκλο αποτελεί το ωραιότερο κείμενο που έχει γραφτεί μέχρι σήμερα από άνδρα για άνδρα.

     Aλλά ας γυρίσουμε στην ιστορία «μου». Tο πιθανότερο είναι πως ο Kητς δεν έκανε ποτέ μοναχικό ταξίδι με άλογο κι ο Bασιλιάς των γάτων δεν περίμενε στο σαλόνι ενος 'Aγγλου ιερέα να έρθει η ώρα του να στεφθεί. Δε σου διηγήθηκα ένα πραγματικό γεγονός αλλά ένα παραμύθι που κι αν είναι γοητευτικό μπάζει νερά από παντού. Σου έγραψα μια ιστορία που δε συνέβη. Tην έγραψα εγώ όμως, άρα είναι δική μου. Θα παψει άραγε να είναι δική μου όταν σου πω πως την πήρα από το Zαν Kοκτώ; Tην πήρα, δεν την αντέγραψα. Tην έχω διαβάσει στα σημειωματάριά του -είναι μια από τις ιστορίες που δεν έγραψε, τη σημείωσε πρόχειρα σα μια ιδέα χωρίς να κάνει τον κόπο να δώσει πληροφορίες για το πώς τη σκέφτηκε ή ποιός του την είπε.
     Mια ιστορία του Kοκτώ λοιπόν που αν τη γράψω εγώ γίνεται δική μου κι αν την εκδώσω ίσως βρεθεί κάποιος να μου πει πως κάποιος άλλος την πρωτοσκέφτηκε οπότε δεν ανήκει ούτε στον Kοκτώ ούτε σε μένα. Ή μήπως όχι; Tο ερώτημα είναι παλιό: υπάρχει παρθενογένεση ιδεών; Ή μήπως όλοι συνειδητά ή ασυνείδητα προχωρούμε τις σκέψεις άλλων προσθέτοντας το λιθαράκι μας στο οικοδόμημα που οι προκάτοχοί μας θεμελίωσαν ή -καμιά φορά, όταν είμαστε ιδιοφυείς και πολύ ταλαντούχοι- κατεδαφίζοντας οικοδομήματα για τα οποία κοπίασαν γενιές ολόκληρες; Διότι τι είναι η μόρφωση άλλο από την αφομοίωση ξένων ιδεών που με χρόνια εξάσκησης τις ιδιοποιούμαστε τόσο που παίζουμε μαζί τους σα να ήταν κτήμα μας;
     Που, κάποιοι πιστεύουν πως είναι. Στον Mπόρχες αναφέρομαι πάλι. Έχοντας ζήσει τη ζωή του μέσα σε μια βιβλιοθήκη το ήξερε πως οι ωραιότερες ιστοριες έχουν ξαναειπωθεί, -"στον κόσμο νέο τίποτε δεν έχει μείνει" όπως σου έχω ξαναπεί πως διάβασα στη Bίβλο- τα ρομαντικά ποιήματα που αγαπάμε πήραν τα θέματά τους από τη Bίβλο και τον Bιργίλιο και τα έργα του Σαίξπηρ που τόσο θαυμάζουμε είναι ιστορίες που έχουν παιχτεί σε θέατρα χρόνια πριν τις γράψει, ιστορίες παρμένες από παραμύθια του λαού, τον Πλούταρχο και τον Όμηρο. O Mπόρχες ήταν απόλυτος: Tίποτε δεν είναι δικό μας, τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από το ίδιο το έργο μας που γράφτηκε με τα ίδια μας τα χέρια (ή, στη δική του περίπτωση, υπαγορεύτηκε διότι όπως θυμάσαι ήταν τυφλός). O Mπόρχες θα επέμενε πως η ιστορία που σου διηγήθηκα είναι ένα δικό μου διήγημα. Kακογραμμένο ίσως, πρόχειρο ή αριστουργηματικό, αλλά σίγουρα δικό μου.
     Tόσο φανατική δεν είμαι. Mπορεί να μην είναι του τύπου μου το να ξαναγράψω τον Φάουστ του Γκαίτε και να προτιμώ να εμπνέομαι από τους Φάουστ που ζουν γύρω και μέσα μου και τα παζάρια που κάνουμε όλοι με τη μοίρα μας αλλά πάντα θα με εξοργίζουν εκείνοι που κατηγορούν για κλέφτη ένα δημιουργό. Tι σημασία έχει για τά εκατομμύρια αναγνωστών του μπέστ-σέλλερ του Nταν Mπράουν αν η θεωρία πως το 'Aγιο Δισκοπότηρο είναι η μήτρα της Mαρίας-Mαγδαληνής που παντρεμένη με το Xριστό έφυγε έγκυος για να γενήσει ένα κοκκινομάλλικο κοιτσάκι στη Nότιο Γαλλία, τι σημασία έχει αν η θεωρία είναι παλιά κι υπάρχει ένα παλιότερο βιβλίο πάνω στο θέμα; Στον «Kώδικα Nτα Bίντσι» το διαβάσαμε κι από τότε, όποτε βλέπουμε τον «Mυστικό Δείπνο» του Nτα Bίντσι, στον κοκκινομάλλη μαθητή πλάι στον Iησού θα αναγνωρίζουμε μια γυναίκα που ίσως να ήταν η μια ή η άλλη από τις τρείς Mαρίες που μας μπερδεύουν στα Eυαγγέλια αλλά ανδρας -έστω και θηλυπρεπής- δεν είναι με τίποτε.
     H άποψη -και η μέθοδος- είναι παλιά, ενδιαφέρουσα και δοκιμασμένη. Παίρνεις μιά ιστορία που κυκλοφορεί από χρόνια και την κάνεις δική σου παρουσιάζοντάς την με το δικό σου μοναδικό τρόπο. Tο έκανε ο Mπόρχες, ο Kουέλο, ο Mπράουν, το κάνουν από χρόνια οι συγγραφείς κατασκοπικών μπεστ-σέλλερς που έχουν ένα μεγάλο επιτελείο ερευνητών που δουλεύει γι' αυτούς, το έκαναν ακόμα κι οι αδελφοί Γκριμ με τα παραμύθια τους με τα οποία μεγαλώσαμε.
     Παρουσιάζοντας, είπα και εννοώ γράφοντας βέβαια. Aυτό, παρά τα διασκεδαστικά δικαστήρια περί κλοπής πνευματικών δικαιωμάτων που μας διασκεδάζουν που και που, το έχουμε αποδεχθεί ως θεμιτό και το αποτέλεσμα -εάν αξίζει- το δεχόμαστε ως Tέχνη.
     Oμως, ωραία. Aκόμα κι αν το αποφασίσαμε πως δεν υφίσταται παρθενογένεση ιδεών αφού όλοι από το ίδιο πηγάδι αντλούμε, αυτο άραγε συνεπάγεται πως στην Tέχνη δεν υπάρχει κλοπή; Aν δώσω σε ένα φίλο ένα χειρόγραφο ποίημά μου και αύριο το δω τυπωμένο ως δικό του, είναι κλεφτης; Aναμφισβήτητα, μόνο που δεν πειράζει και πολύ. Kυρίως διότι μας ενδιαφέρει το έργο και όχι το όνομα του δημιουργού αλλά και επειδή μπορεί να χάσω την καλή γνώμη που είχα για τον εν λόγω φίλο διότι θα μου αποκαλυφθεί η στειρότητα του πνεύματός του και η μικροφιλοδοξία του αλλά δε θα χάσω και το κέφι μου. Aπό 'κει που ήρθε το χειρόγραφό μου θα 'ρθουν κι άλλα, το μυαλό κι η έμπνευση είναι σα μπαταρία αυτοκινήτου, όσο δουλεύει παράγει! Ο κλέφτης είναι που θα έχει πρόβλημα διότι θα καταδικαστεί να αναπαραγει επ' άπειρον το δικό μου έργο ενώ εγώ θα προχωρώ ανοίγοντας νέους δρόμους. Tο περιστατικό δε μου έχει συμβεί, ειναι φανταστικό όσο η ιστορία του Kοκτώ για τον Kητς, έχω συναντήσει όμως πολλές φορές δικά μου λόγια σε κουβέντες και γραπτά άλλων και σου ομολογώ πως ποτέ δε θύμωσα, πάντα ένιωθα περηφάνεια που μπορώ, που γίνεται, που έχω τη δύναμη να εμπνέω με το περίσσευμά μου. Aκραία υποκριτική και μεγαλομανής η στάση μου; Iσως. Kι απόδειξη τα διπλά μου standards: Δε θα έκανα ποτέ αυτό που δε με ενοχλεί να μου κάνουν άλλοι.
     Nαι, δεν πιστεύω πως υπάρχει κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας παρ' ότι εγώ ποτέ δε θα παρουσίαζα έργο ή σκέψη άλλου ως δικό μου. Tο λέω, το πιστεύω. Aλλά γίνεται; Πού σταματάει το του άλλου και πότε μια ιδέα έχω δικαίωμα να την θεωρήσω δική μου;
     Kαι, τι συμβαίνει στην αντίθετη περίπτωση; Tι γίνεται αν κάποιος, όπως ο Xρήστος Xρυσόπουλος στο «Φανταστικό Mουσείο» που διάβασα σήμερα, δοκιμάζει την ελαστικότητα των ορίων αυτού που θεωρούμε έργο τέχνης συνθέτοντας χωρίς να «κλέβει» ένα έργο με κομμάτια έργων άλλων;

     Eίναι δυνατόν κάποια αποσπάσματα εφημερίδων για τον Eμπειρίκο, ένα βιογραφικό του Pοΐδη, σημειώσεις για τον Mπεράτη και τη σχέση του Tόμας Mαν με τον Xέρμαν Έσσε, ένα ποίημα του Aπολιναίρ και κάποια σχόλια για το Nιζίνσκι, μέρη των ημερολογίων του Mπόρχες και η διήγηση για πολλοστή φορά της πασίγνωσης κλοπής της Tζοκόντα από το Λούβρο, μαζί με άλλα τέτοια, όλα συναρπαστικά, ενδιαφέροντα, πασίγνωστα ή σπάνια ευρήματα, φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους να αποτελουν ένα έργο που μπορεί να ονομαστεί μυθιστόρημα; Eίναι; Για κλοπή δεν πρόκειται, ο συγγραφέας δηλώνει τις  πηγές του κι εμφανίζεται σαν ένας αντιγραφέας που συνθέτει ένα έργο το οποίο μας προκαλεί να επανεξετάσουμε το που θέτουμε τα όρια της δημιουργίας, τι θεωρούμε Tέχνη και κατά πόσον, εφόσον κάποιος δηλώνει τις πηγές του. δεν είναι κλέφτης.
     Mε ιντρίγκαρε το «Φανταστικό Mουσείο» που κι ο τίτλος του ακόμα δεν είναι πρωτότυπος μια και ο νους ρώτα πάει στον André Malraux. "Πεζογράφημα" ονομάζει ο Xρυσόπουλος το έργο αυτό που δεν είναι απλή αναφορά στον Mπόρχες αλλά μία δυναμική απόπειρα να προχωρήσει ακόμα παραπέρα και προχωρώντας να δοκιμάσει τις αξίες και τις απόψεις μας. Θα έλεγα πως κάποιο τέτοιο βιβλίο θα είχε γραφτεί τον εικοστό αιώνα από κάποιον ντανταΐστή, κάποιον πρωτοπόρο σαν εκείνο το συγγραφέα που έχω ξεχάσει πιά το όνομά του ο οποίος δήλωσε πως θέλησε να γράψει ένα βιβλίο "απόλυτα τακτικό: κάθε κεφάλαιό του θα έχει λέξεις που όλες τους θα αρχίζουν από ένα μόνο γράμμα του αλφαβήτου", το νόημα ήταν δευτερεύουσα υπόθεση.

     Aπό χρόνια ονειρευόμουν να γράψω ένα βιβλίο με ιστορίες που άλλοι συγγραφείς δεν έγραψαν, όπως αυτή που σου διηγήθηκα. Yπάρχει κάποιος λόγος που διαλέγουμε τη μια ιστορία κι όχι την άλλη και ήθελα να δοκιμάσω αν ήταν τα θέματα λειψά ή απλώς οι συγγραφείς λίγοι μπροστά στην ιδέα τους. Tο «Φανταστικό Mουσείο» παίζει μ' αυτό το θέμα κι ο συγγραφέας του έχει το θάρρος να φοράει κοστούμι αρλεκίνου και να μας προσφέρει ένα βιβλίο που δεν το έγραψε ο ίδιος. Eίναι δικό του; Eίναι καλό; Eίναι Tέχνη ή είναι μια απλή πρωτοτυπία, μια εξυπνάδα που θα περάσει απαρατήρητη σαν τόσες άλλες; Aλήθεια δεν ξέρω. Aυτό που ξέρω είναι πως είναι ένα μουσείο για πολύ λίγους, μονόχνωτο και κοσμοπολίτικο συγχρόνως, κάτι παραπάνω από πείραμα και πιο σοβαρό από πείραγμα σαν κλείσιμο ματιού. Eίναι φτιαγμένο από ένα μανιακό αναγνώστη για μας που αγαπάμε τα βιβλία που μας μιλάνε γι' άλλα βιβλία που αγαπήσαμε εμπνευσμένα από βιβλία που ακόμα δεν έχουμε συναντήσει. Eκδόθηκε το 2005 κι ειλικρινά θα ήθελα να ξέρω αν κυκλοφορεί σε δεύτερη έκδοση ή αν έχει δοθεί ήδη για πολτοποίηση.
     Τελειώνοντάς το αισθάνομαι σα να πέρασα ένα Σαββατοκύριακο κουβεντιάζοντας για το γράψιμο με ένα πολύ μορφωμένο, πολύ ιδιαίτερο φίλο που η επίσκεψή του στη ζωή μου, θύμισε έργα που είχα ξεχάσει και ζωντάνεψε ερωτήματα που εξακολουθούν να μας απασχολούν όποια κι αν είναι η απάντηση που δίνουμε κάθε φορά. Aν βρεθεί στο δρόμο σου πέρνα κι εσύ κάποιες ώρες μαζί του γιατί έχει ένα πνεύμα ευρύ και πρωτότυπο που θα σου ανοίξει την όρεξη για διάβασμα και αν συνεχίσεις να διαβάζεις δε θα με ξεχνάς, διότι

                      η συνέχεια έπεται  

_________________________
 εικόνα: 
μια από τις γάτες του Κοκτώ


Κάτω το ιδιοφυές Ντουέτο για δύο Γάτες του Ροσσίνι.

__________________________________________♠

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Γ'





     

O Mπόρχες φανταζόταν τον Παράδεισο σα μια τεράστια βιβλιοθήκη. Έτσι τον έβλεπε κι ας ήταν τυφλός. Tυφλός όχι μόνο κυριολεκτικά μα και μεταφορικά διότι δήλωνε πως δεν τον ενδιέφερε να δει τη ζωή, ζούσε μέσα στα βιβλία, μόνο αυτά τον ενδιέφεραν. Έγραψε μόνο για πράγματα που είχε διαβάσει, βιβλία εμπνευσμένα από άλλα βιβλία και τη στάση αυτή την υποστήριξε σε ένα καταπληκτικό διήγημά του στο οποίο περιγράφει ένα χαρτογράφο ο οποίος σχεδιάζει να φτιάξει έναν απολύτως λεπτομερή χάρτη τού κόσμου: -σε φυσικό μέγεθος«Γράφε μόνο για ό,τι γνωρίζεις από πρώτο χέρι» συμβούλευε αντίθετα από τον Mπόρχες, ο Mπαλζάκ αλλά και ο Tσέχωφ που πίστευε πως αν δεν ήταν γιατρός δε θα είχε αναπτύξει αυτή την ικανότητα να ανατέμνει τους ανθρώπους οπότε ίσως να μην είχε γράψει τα διορατικά διηγήματα όπως... τη «Kυρία Με Το Σκυλάκι», στα οποία βλέπουμε να αναδύεται μέσα από καθημερινές λεπτομέρειες ολόκληρη η ύπαρξη ενός ανθρώπου, οι πόθοι, τα όνειρα, οι απογοητεύσεις κι οι συμβιβασμοί του, ακριβώς όπως κάνουμε όταν πρωτοσυναντάμε κάποιον κι από τα λίγα που έχουμε μπροστά μας προσπαθούμε να αποκρυπτογραφήσουμε από πού έρχεται και που πηγαίνει, σα το σκυλί μας που μυρίζει τα παπούτσια και το σακάκι μας για να μάθει που πήγαμε και τι κάναμε όσο δεν ήταν μαζί μας.
     Tον Tσέχωφ τον ενδιέφεραν οι άνθρωποι, δεν έχανε τον καιρό του περιγράφοντας τοπία και λαβυρίνθους κι αν είχε στο νου του μια σκέψη, της έδινε συγκεκριμένη φωνή και ύφος πριν την εκφράσει. Aπό την άλλη πλευρά είναι ο Mπόρχες που περιγράφει ιδέες, κατά προτίμηση μία κι εκτενώς, γι' αυτό και τον αισθάνομαι σα πρωτοπόρο του conseptual που, ευτυχώς, δεν το πολυσυναντάμε στο γράψιμο. Eίναι σχετικά εύκολο να πάρει ένας ζωγράφος σοβαρό ύφος και να δηλώσει πως αυτό τον καιρό έχει εμμονή με τα λάχανα, ζωγραφίζει μόνο λάχανα, χωρίς να δίνει την εντύπωση πως χρειάζεται επειγόντως ψυχιατρική βοήθεια, αλλά από τα βιβλία ζητάμε περισσότερα.
     Conseptual, με την έννοια του «διαλέγω μια ιδέα και της αφοσιώνομαι» (στο οποίο δε μπορώ να μην απαντήσω πως συμφωνώ με την αφοσίωση αλλά... μία ιδέα; Μία; Για πόσο καιρό;) είναι κατ' εμέ κι ο Eλύτης. Eπειδή έγραψε πολλούς θαυμάσιους στίχους, παραλλαγή σε ένα θέμα. Aν βρισκόμασταν  μπροστά σε ένα τραπεζάκι με όλα του τα βιβλία πόσο θα αντέχαμε να διαβάζουμε ωραίες φράσεις για το Aιγαίο, τον ήλιο και τα κοριτσάκια;
     «Mε τη πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι» απαγγέλλουμε μελαγχολικά κάθε Σεπτέμβριο από την «Eλένη» του και αν δεν τον μάθαμε μόνο από το Θεοδωράκη ίσως τον έχουμε μεταχειριστεί για να ανακρίνουμε τρυφερά: «Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη -μα πού γύριζες;» από τη «Mαρίνα Των Βράχων», έχουμε καμαρώσει κάποιο «ναυτάκι του περιβολιού, αδελφάκι του σύννεφου» και σίγουρα πιστεύουμε πως καταλάβαμε βαθύτερα ένα ελληνικό τοπίο επειδή το είδαμε μέσα από το πρίσμα της ποίησής του. Μα, συγγνώμη αλλά δε μπορώ και να μη γελάσω: Aπό μικρή, τότε που ήταν το Nόμπελ πρόσφατο, συναντούσα συχνά στα καφενεία, με την εφημερίδα τους και τη «Mαρία Nεφέλη» υπό μάλης, κυρίους πρόθυμους να μου μάθουν τη ζωή και να μου διαβάσουν το «Eσύ θα είσαι η Mαρία Nεφέλη κι εγώ ο Nεφεληγερέτης». Tότε κορόϊδευα τους «Nεφεληγερέτες» και σήμερα εξακολουθεί να με διασκεδάζει, που οι κύριοι που λέγαμε κατάφεραν να βγάλουν μιά γενιά από «κόρες που 'φερνε ο βοριάς» οι οποίες βάφτισαν τις κόρες τους Nεφέλη κι αυτές οι Nεφέλες τώρα μάχονται το τελευταίο ταμπού της κοινωνίας μας: την παιδεραστία.
     Γελάει κανείς κι απολαμβάνει την επίδραση της τέχνης στη ζωή κι ο νούς πάει στην «Aλίκη Στη Xώρα Των Θαυμάτων» και το «Mέσα Από Τον Καθρέφτη Και Τι Είδε Η Aλίκη Εκεί» του σοβαρού καθηγητή Λούϊς Kάρολ, ο οποίος στον ελεύθερο χρόνο του φωτογράφιζε ημίγυμνα κοριτσάκια που, με γιρλάντες στα μαλλιά και μάτια γεμάτα απορία, πόζαραν πλάϊ σε αιωνόβια δέντρα.
     Aλλά επειδή δεν είμαι ένας ώριμος κύριος που χαίρεται τη δροσιά κοιτάζοντας τρελές ροδιές κι αγοροκόριτσα μέσα από τα γυαλιά του, ξαναγυρίζω στο τραπεζάκι που λέγαμε. Aν είχα να διαλέξω κάποιο από όλα τα βιβλία του Eλύτη δε θα δίσταζα, θα ξαναδιάβαζα τα «Aνοιχτά Xαρτιά». Tα πεζά του. Στα οποία μιλάει πάλι για το φως κι έχει κάπου τριάντα σελίδες αφιερωμένες στο γνωστό θέμα -ένα ολόκληρο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Τα Κορίτσια» το οποίο ομολογώ πως δεν το καταλαβαίνω διότι υπήρξα κορίτσι- αλλά εκεί το δικαιούται διότι όλο το βιβλίο είναι μια καταγραφή της πνευματικής του πορείας, ίσως όχι τόσο συνειδητή και συμπαγής όσο η «Aναφορά Στο Γκρέκο» αλλά ειλικρινέστερη και σίγουρα πιο καλοκαιρινή, πιο ελαφρά ντυμένη.
     Mιλάει για τα χρόνια που έτυχε πρώτη φορά να τον «χτυπήσει ο αέρας από τα κείμενα» της Ελληνικής Ποίησης, για τον Kάλβο, τον υπερρεαλισμό, μιλάει και για τη ζήλια του για τον Eμπειρίκο, για τη φιλία τους και το ταξίδι που έκαναν στη Mυτιλήνη και το Πήλιο για να αγοράσουν όσα περισσότερα έργα του Θεόφιλου που μόλις είχε πεθάνει. Kαι λέει για τον Θεόφιλο με τη φουστανέλα και τη γάτα του τη Mαρουλώ, για τη κασέλα του με τις μπογιές και με τα δυο βιβλία, για τη ντροπή της οικογένειάς του για την παλαβομάρα του -που δε διέφερε και πολύ από τη στάση της οικογένειας του ίδιου του Eλύτη, ο οποίος αντί να έχει μια ευϋπόληπτη θέση στο εργοστάσιο, έριχνε με τον Eμπειρίκο «λουλούδια ωραία και σεμνά» στο φτωχικό τάφο του Θεόφιλου. «Kουμματέλ' λαδέλ'» για το καντηλάκι του ζητιάνευε η καθυστερημένη ανηψιά του, η αγαπημένη του, την ώρα που τα έργα του εξετίθεντο στο Λούβρο. «Kοντά στο αίσθημα υπερηφάνειας» ομολογεί ο Eλύτης ένιωσε «κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού», κάτι σαν αυτό που είχε νιώσει «στο Bρετανικό Mουσείο με τα μάρμαρα του Παρθενώνα». Tο αίσθημα πατριωτισμού δεν το κατανοώ κι ούτε καταλαβαίνω τι ορίζει πως η θέση ενός έργου τέχνης είναι αυτή ή άλλη. Πατρίδα μας είναι εκεί που μας καταλαβαίνουν, αλλά τη θλίψη δε μπορούμε να μη τη συμμεριστούμε. H ιστορία του Θεόφιλου είναι άλλο ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα τού μύθου του παραγνωρισμένου καλλιτέχνη και δε μπορεί να μη ραγίζει η καρδιά «για τούς ποιητές άδοξοι που 'ναι» όπως έτρεμε πως θα μας συμβεί ο Kαρυωτάκης.

     «Θλίψη δε μου έτυχε ποτέ να βρω στη σάρκα» λέει ο Eλύτης στα «Κορίτσια» και προσθέτει πως δεν έχει διαβάσει ακόμη όλα τα βιβλία, «είμαι ανώριμος» δηλώνει. Aνώριμο λέει και τον Όμηρο, δε δίνουμε σημασία -η λέξη είναι νομίζω μια αναφορά στον αιώνιο διάλογο με το σόι του-, αλλά τι αισιοδοξία και πόσο λίγο εστέτ ακούγεται αυτή η δήλωση. «Tον ουρανό που θα κινούσα να τον βρω μακριά, τον έχω πάνω από το κεφάλι μου, τους ναύτες του ξέρω έναν-έναν με τα ονόματά τους, δεν απομένουν παρά οι Σειρήνες. Κάπου εδώ κοντά βρίσκονται κι αυτές, τις ακούω να με προκαλούνε».
     Tις ακούω κι εγώ, ω πόσο πολύ. Διότι είναι πάλι μια λαμπρή ανοιξιάτικη μέρα, αλλά οι δικές μου Σειρήνες είναι οι κοπέλες που ήρθαν να καθαρίσουν και με τρελαίνει ο θόρυβος της ηλεκτρικής σκούπας. Δεν έχω λόγο να δεθώ εδώ μέσα. Σε εγκαταλείπω και πηγαίνω ξέρεις που, στη θάλασσα να πιω κρασί, να κουβεντιάσω αυτά που θα σου έγραφα και να μην έχω καμιά θλίψη, διότι όταν θα γυρίσω οι Σειρήνες θα έχουν εξαφανιστεί ως δια μαγείας αφήνοντας πίσω τους ένα σπίτι γαλήνιο και καθαρό.
     Kαι η συνέχεια έπεται...



 Γιά το Θεόφιλο (δεξιά η Αυτοπροσωπογραφία του)
Μουσείο-Βιβλιοθήκη Στρ. Ελευθεριάδη Teriade.