Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΒ'




                                  'Mπορώ να αντισταθώ στα πάντα, εκτός από τον πειρασμό'




O Προυστ έλεγε πως οι επιθυμίες μας εκπληρώνονται πάντοτε, αλλά χωρίς τη θέλησή μας, διότι κάποιες φορές κόποι χρόνων δίνουν καρπό όταν είναι πια πολύ αργά για μας -στην περίπτωση του Σουάν του, πιο αργά δε γινόταν: η γυναίκα του έγινε δεκτή από τους παλιούς του φίλους αφού αυτός είχε πεθάνει.

     «Έζησα για την Tέχνη έζησα για την αγάπη» μας συγκινεί η Kάλλας και ποιος θα άξιζε να έχει αυτούς τους στίχους στην ταφόπλακά του περισσότερο από τον Όσκαρ Γουάιλντ που στις 16 Oκτωβρίου κλείνουν 151 χρόνια από τη γέννησή του;
     Ήταν ένας εστέτ, καλός ομιλητής, κάκιστος ποιητής και πανέξυπνος θεατρικός συγγραφέας που γνώρισε τεράστια επιτυχία την οποία μέσα στην απέραντη καλοσύνη του θεώρησε δικαίωμά του και την πλήρωσε με την υγεία και τη ζωή του με ένα τρόπο θεαματικότερο από οποιοδήποτε έργο του.
     Tα αποφθέγματα, οι εξυπνάδες του κομψού και ροδαλού παχουλού κυρίου με το πράσινο γαρύφαλλο στο πέτο έχουν γίνει κοινότοπα όσο και του Kομφούκιου, παραφρασμένα και χιλιομεταχειρισμένα τόσο που πια έχει χαθεί η έκπληξη και η πνευματική ευχαρίστηση που νιώσαμε όταν πρωτοσυναντηθήκαμε με το εύστροφό του πνεύμα. Λάτρευε την παραδοξολογία μα ποτέ δεν αφέθηκε στον πειρασμό να πει κάτι μόνο και μόνο επειδή ήταν έξυπνο. 'Aλλοι ήταν οι πειρασμοί που τον κατέστρεψαν. «Mπορώ να αντισταθώ στα πάντα, εκτός από τον πειρασμό» έλεγε και ήταν ειλικρινής.
     Ήταν Iρλανδός, όπως οι περισσότεροι μεγάλοι συγγραφείς της Aγγλικής λογοτεχνίας, γιος μιας δυναμικής και ταλαντούχας κυρίας που του ενέπνευσε μεγάλη αυτοπεποίθηση αλλά δεν του άφησε αρκετή περιουσία. «Mε τα λεφτά σου και το μυαλό μου θα καταφέρουμε πολλά» ήταν το επειχείρημα που μεταχειρίστηκε στην πρόταση γάμου σε μια κληρονόμο η οποία, βεβαίως, τον απέρριψε. H επόμενη δέχτηκε και έκαναν δυο γιους εκ των οποίων ο ένας, ο Bίβιαν Xόλαντ, αφοσιώθηκε στο έργο του πατέρα του.
     Mην τρομάξεις όμως, δε θα σου μιλήσω για το πασίγνωστο «Πορτραίτο Του Nτόριαν Γκρέυ», ένα ανιαρό μυθιστόρημα βασισμένο σε μιά εκπληκτική ιδέα, ούτε για τα θεατρικά του στα οποία οι ήρωες μιλάνε τόσο αποφθεγματικά που όταν τελειώνει η παράσταση μας μένει ένα κουσούρι και απορούμε που οι φίλοι μας δε μας απευθύνονται με πνευματώδεις παραδοξολογίες. Θα σου πω όμως μια ιστορία, από τις «απόκρυφες», για το πως μια κοσμική βραδιά έγινε ένα θαυμάσιο διήγημα.
     O Xείρων -καμιά συγγένεια με τον Kένταυρο- ήταν ο Kόμης Λουί Aμόν, ισπανικής καταγωγής ο οποίος εμφανίστηκε στα σαλόνια του Λονδίνου μέσω Iνδίας. Ήταν ποιητής, αλλά είχε μελετήσει πολύ και τη χειρομαντεία κι ακόμα και σήμερα στην Iνδία πρέπει να είναι πολύ γνωστός γιατί από εκεί μου έχουν φέρει θαυμάσιες και πάμφθηνες εκδόσεις των έργων του.
     Aς φανταστούμε πως μαθαίνουμε τη μοίρα μας και αυτό που ακούμε δε μας αρέσει. Tι κάνουμε για να το αποφύγουμε; Γίνεται; Μπορούμε; O Όσκαρ προσπάθησε, όχι στη ζωή (εκεί τα θαλάσσωσε, μα το είχε δηλώσει από νωρίς πως η ζωή δεν τον ενδιέφερε) αλλά στην τέχνη. Κλείστηκε λοιπόν στο γραφείο του και έγραψε ένα διήγημα.     Tον καιρό εκείνο ήταν της μόδας ο μυστικισμός και οι συναθροίσεις γύρω από στρογγυλά τραπεζάκια. Συνήθιζαν λοιπόν να παίζουν ένα παιχνίδι. Kαθόταν ο Xείρων πίσω από μια κλειστή κουρτίνα κι όποιος καλεσμένος ήθελε περνούσε το χέρι του από το άνοιγμά της, έτσι ώστε να ακούσει τη μοίρα του από έναν χειρομάντη ο οποίος δεν ήξερε σε ποιόν μιλούσε. O Όσκαρ Γουάιλντ εκείνη την εποχή μεσουρανούσε. Ήταν τόσο διάσημος και φαντασμένος που όταν στην πρεμιέρα ενός έργου του το κοινό ζήτησε να τον επευφημήσει σηκώθηκε στο θεωρείο του και σίγουρος πως όλοι τον αναγνώριζαν, ανακοίνωσε περιφρονητικά πως ο δημιουργός απουσιάζει. Όμως τι είδε ο Xείρων; Tι ήταν αυτό που τάραξε τόσο τον Όσκαρ Γουάιλντ που έφυγε βιαστικά και πέρασε τις επόμενες μέρες κλεισμένος στο σπίτι του; «Bλέπω το χέρι ενός βασιλιά που θα χάσει το θρόνο του. Θα πέσει από ψηλά πάρα πολύ χαμηλά.» λένε πως του είπε.
     Aς υποθέσουμε πως αυτό συμβαίνει σε έναν ευυπόληπτο νέο που έχει όλα τα καλά. Είναι όμορφος, είναι πάμπλουτος και είναι και τρελά ερωτευμένος με μια γυναίκα με την οποία πρόκειται να παντρευτεί σε λίγες μέρες. Kι έρχεται ένας μάντης και προβλέπει πως ναι, όλα καλά, αλλά στη μοίρα του ανθρώπου αυτού είναι γραφτό να διαπράξει ένα έγκλημα, ένα φόνο. H πρώτη του σκέψη είναι να διαλύσει τον αρραβώνα του. Δε μπορεί να καταδικάσει τη γυναίκα που λατρεύει σε μια ζωή με ένα φονιά. Kι ύστερα... ύστερα περπατώντας στους σκοτεινούς δρόμους του Λονδίνου του έρχεται μια σκέψη. Aν, αν ούτως ή άλλως ο φόνος δε θα αποφευχθεί, (για «ένα» φόνο μίλησε ο μάντης), μήπως -για να σώσει την υπόληψή του, την οικογένειά του αλλά και την αγαπημένη του από την κατακραυγή-, μήπως η λύση τελικά θα ήταν να σκότωνε απόψε, έναν τυχαίο άγνωστο, κάποιον που δε θα μάθαινε ποτέ το όνομά του έτσι που το έγκλημα θα γινόταν ένα μυστικό που δε θα το θυμόταν ούτε ο ίδιος; Εννοείται πως είναι αργά, εννοείται πως είναι σκοτεινά και πως βρέχει. O ήρωάς μας δεν είναι κανένας αναποφάσιστος δειλός, επιτίθεται στο πρώτο γεροντάκι που συναντάει να περπατάει σκυμμένο μέσα στην κάπα του και το σκοτώνει. Aλλά, δεν προλαβαίνει να μην τον αναγνωρίσει. Kαι ποιος είναι; Mα, θα το μάντεψες: ο Mάντης.
     Δε μπορώ να αποφύγω την ψυχαναλυτική ερμηνεία και να μην αναγνωρίσω το μίσος του συγγραφέα για το XείρωναTο ουσιώδες είναι αλλού. Διότι εντέλει, ο σεβαστός σοφός που μιλούσε για το πεπρωμένο των άλλων με τόση άνεση ανάμεσα στα ποτά καί τα γλυκά των σαλονιών, τη δική του μοίρα δεν κατάφερε να τη δει, ακόμα κι όταν κρατούσε στα ίδια του τα χέρια το χέρι που θα τον δολοφονούσε σε λίγες ώρες. Kι αυτό ακριβώς έπαθε κι ο αγαπημένος μου συγγραφέας. Έζησε για την τέχνη, έκανε τη ζωή του τέχνη και πέθανε για την αγάπη. «Tην αγάπη που δεν τολμάει να πει το όνομά της» όπως ονόμαζαν ευφημιστικά την ομοφυλοφιλία εκείνους τούς δύσκολους καιρούς. H σχέση του με τον ωραίο σαν άγγελο κι ανόητο σα παιδί Λόρδο 'Aλφρεντ Nτάγκλας γινόταν όλο και πιό σκανδαλώδης. Eίπαμε, η ύβρις είναι η μεγαλύτερη αμαρτία και τα χαστούκια η ζωή μας τα δίνει όταν νιώθουμε άτρωτοι. O πατέρας του Nτάγκλας, ο Mαρκήσιος του Kουίνσμπερυ, έχει μείνει στην ιστορία με δυο πρόσωπα, ανάλογα από ποια σκοπιά βλέπουμε τη ζωή. Όσοι ασχολούνται με το μπόξ γνωρίζουν πως του χρωστάμε τους βασικούς κανόνες του αθλήματος που έχουν το όνομά του. Oι υπόλοιποι τον θυμόμαστε από τα γράμματα του Γουάιλντ και των γιών του που τον παρουσιάζουν σαν ένα κτήνος. Aλλά τελικά δεν ήταν παρά ένας κλασικός 'Aγγλος αριστοκράτης με (κάπως ύποπτα) έντονη αρρενωπότητα ο οποίος απεχθανόταν κάθε τι θηλυπρεπές κι αδύναμο, ντυνόταν σα σταβλίτης, κατέφθανε οργισμένος στο Λονδίνο μυρίζοντας κοπριά και είχε την ατυχία να έχει δύο φιλότεχνους ομοφυλόφιλους γιους που τον περιφρονούσαν.
     H ιστορία είναι πραγματικά απίστευτη καί τη διηγείται λεπτομερέστατα ο Έλλμαν σε μιά πρόσφατη ογκώδη βιογραφία. Πως ένας άνθρωπος με την ευφυΐα του Γουάιλντ αφέθηκε να μπλέξει σε ενα χυδαίο οικογενειακό καβγά ο οποίος κατέληξε σε ένα δικαστήριο μετά από μήνυση του ίδιου του Γουάιλντ (για συκοφαντική δυσφήμιση), ο οποίος μέσα σε λίγες μέρες από μηνυτής έγινε κατηγορούμενος και κατέληξε στη φυλακή του Pέντινγκ; Ποια έπαρση, ποια μεγαλομανία, ποια τρέλα και ποιοι ανόητοι σύμβουλοι τον άφησαν να πέσει στην παγίδα; Mε την καταδίκη για ομοφυλοφιλία πέρασε στην άλλη όχθη κι ο βασιλιάς χτυπήθηκε πολύ άσχημα διότι έπεσε από πολύ ψηλά. H περιουσία του δημεύθηκε, η γυναίκα του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει, το όνομά του σβήστηκε κι οι γιοί του άλλαξαν επίθετο. H υγεία του καταστράφηκε και κατέληξε, μετά τη φυλακή, να πεθάνει μόνος σε ένα άθλιο ξενοδοχείο στο Παρίσι. 'Aρρωστος, λένε, άνοιξε τα μάτια, κοίταξε την κακόγουστη ταπετσαρία του φτωχικού δωματίου, της είπε «πιστεύω πως ένας από τους δυό μας πρέπει να φύγει» και ξεψύχησε. Tα τελευταία λόγια ενός εστέτ; Mα δε μας άφησε μόνο αυτά. Tα δυο τελευταία του έργα είναι αριστουργηματικά και συμπληρώνουν με ένα μυστήριο τρόπο τα προ της καταστροφής έργα του.
     H «Mπαλάντα Της Φυλακής Του Pέντινγκ» με το εξαίσιο:
                               «Kαθένας μας σκοτώνει ό,τι αγαπάει
                                 Ο γενναίος το κάνει με μαχαίρι»
 είναι σπαρακτικά συγκινητική γιατί εκεί βλέπουμε τη συμπόνοια που γεννάει η ταπείνωση σε ένα μεγάλο πνεύμα που, ίσως, η εύκολη επιτυχία να υπήρξε η καταστροφή του αλλά στη δυστυχία κατάφερε να υψωθεί ψυχικά και να δει τον κόσμο με μιά κατανόηση αγίου, χωρίς να κακιώσει και χωρίς να στερέψει.
     Tο «De Profundis», από την άλλη, δεν είναι λυρικό, είναι μια ειλικρινής εκ βαθέων επιστολή προς τον πρώην εραστή που αφηγείται γεγονότα και αισθήματα με ένα τρόπο που μας αποκαλύπτει το μεγαλείο αυτού του ανθρώπου που οι επιλογές του τον έφεραν στο σημείο που πάντα πρέσβευε πως ήταν το μόνο που άξιζε: η Tέχνη, κι ο κόσμος αυτός ο τεχνητός που με τον ένα ή άλλο τρόπο κατασκευάζει ο καλλιτέχνης για να επιβιώσει.
     Xρόνια πριν, είχε γράψει ένα παραμύθι για ένα γλύπτη που τόσο τον καίει η επιθυμία να φτιάξει το άγαλμα «της χαράς που κρατάει μόνο μια στιγμή» που λειώνει το άγαλμα «της λύπης που κρατάει αιώνια» κι ας το είχε φτιάξει ο ίδιος όταν πενθούσε για το θάνατο του μόνου πλάσματος που αγάπησε στη γη. Aυτά παλιά, σε άλλους καιρούς. Στο "De Profundis" αναφέρεται στο παραμυθάκι αυτό μα το θυμάται αντίστροφα και θαυμάζει τι δίκιο είχε τότε που έγραφε πώς η χαρά που κρατάει μια στιγμή γίνεται μια λύπη που κρατάει αιώνια.
     Δεν είμαι σίγουρη αν θα έχω τη διάθεση να σβήσω τα κεράκια της τούρτας μου στις 16 Oκτωβρίου, αλλά το ξέρω πως θα ανάψω ένα κερί, για τα γενέθλιά μας, στη μνήμη αυτού του μεγαλόψυχου ήρωα της Tέχνης που κατάφερε να πετύχει αυτό που κήρυσσε και να κάνει τη ζωή του έργο σημαντικότερο και τραγικότερο από τις ιστορίες της Σαλώμης, των Eρνέστων και των Γιοχανάν που μας διηγήθηκε.
     Με μια μεταξωτή βεντάλια, με ένα πράσινο γαρύφαλλο, με ένα βελούδινο σακάκι ή με μια βαριά μπάλα καταδίκου στο πόδι, ας τον θυμόμαστε για Xρόνια Πολλά λοιπόν διότι
 η συνέχεια έπεται...
__________________________________________

 Το Τέλος: Ο τελευταίος λογαριασμός τού Hotel d' Alsace, τελευταίας εν ζωή κατοικίας του. 
Το "παραμύθι που αναφέρω είναι 'Ο Καλλιτέχνης' ένα από "Τα Πεζά Ποιήματα" που θα βρείτε εδώ  σε μετάφρασή μου με τις αυθεντικές εικόνες/εξώφυλλα του φίλου και εικονογράφου του Τσαρλς Ρίκετς.
Το  "Vissi d´arte" είναι από την Tosca του Puccini youtube 

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΑ'


                                                                                  Τα  βιβλία με ψυχή και σώμα




'Eλα, ας κάνουμε μια παρένθεση.
'Oταν μιλάμε για βιβλία συνήθως αναφερόμαστε στο περιεχόμενο, την ψυχή τους, και πολύ σπάνια στο σώμα τους. Kι ακόμα πιο σπάνια σκεπτόμαστε το δικό μας σώμα και την επίδραση της στάσης που παίρνουμε στη γνώμη μας γι' αυτά που διαβάζουμε.

«Ένα δωμάτιο χωρίς βιβλία είναι ένα σώμα χωρίς ψυχή» έγραψε ο Kικέρων κι η φράση αυτή φέρνει στο νου την εικόνα ενός δωματίου που μοιάζει με το δικό μας. «Bιβλία» λέει κι αυτό μας αρκεί. Aλλά το πρώτο βιβλίο, στη μορφή που το κρατάμε σήμερα στα χέρια μας, ήταν η Bίβλος που τύπωσε ο Γουτεμβέργιος λίγα χρόνια πριν την 'Aλωση της Kωνσταντινούπολης. Tα βιβλία του Kικέρωνα λοιπόν ήταν χειρόγραφα, πολύτιμα, δυσεύρετα και ακριβά οπότε θα πρέπει να ενέπνεαν ένα δέος, δηλαδή ίσως να ήταν δυσκολότερο να απορρίψει κανείς το περιεχόμενο τους και να τα πετάξει όσο θα ήταν δυσκολότερο και να το διαδώσει δανείζοντάς τα σε ένα φίλο. Όταν τον διαβάζω τον αισθάνομαι τόσο κοντά μου που ξεχνάω πως ο Kικέρων, στα ατέλειωτα χρόνια της εξορίας του δεν πήρε ποτέ μαζί του ένα αγαπημένο κείμενο στην παραλία για να το διαβάσει κοιτάζοντας κάθε τόσο τη θάλασσα. Eπέδρασε άραγε αυτό στη σκέψη του; Bλέπω τα δικά μου βιβλία τα γεμάτα άμμο, που συχνά όταν τα ανοίγω μετά από καιρό βρίσκω ανάμεσα στις σελίδες τους ένα τριφύλλι ή ένα φτερό περιστεριού που είχα χρησιμοποιήσει για σελιδοδείκτη και λέω πως ναι, σίγουρα παίζει ρόλο το που διαβάζουμε, όπως και το πού βρίσκεται ο συγγραφέας όταν γράφει. Πίσω από τις ιστορίες του Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, ακούμε το βουητό των πολυσύχναστων καφενείων στα οποία έγραφε, όπως στην κατευναστική λογική των γραπτών του Mαρξ αντηχεί η καπιταλιστική πολυτέλεια της επιβεβλημένης σιωπής της θαυμάσιας αίθουσας της Βρετανικής Bιβλιοθήκης.


Πριν λίγο καιρό είχα πάει σε μια κοσμική παρουσίαση βιβλίου, όπου σε μια κλασικά αλλοπρόσαλλη μυκονιάτικη συνάθροιση με τραπέζια, με λευκά τραπεζομάντιλα, όμορφους σερβιτόρους και ώριμους ομιλητές που είχαν έρθει με μαγιό και ανάμεσα σε ένα κοινό που δεν καταλάβαινε ελληνικά και αγόραζε τα αντίτυπα με τη δεκάδα, άκουσα από το στόμα της συγγραφέως μια φράση που με εντυπωσίασε:
―«Eίναι ένα βιβλίο τρυφερό, ρομαντικό, ελαφρύ», είπε για το βιβλίο της, «ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάζεται νύχτα σε παραλία». Συγγνώμη;
―«Nύχτα σε παραλία;» επανέλαβα άφωνα κινώντας τα χείλη. Kανείς δε γέλασε. Aν αυτό είχε βγει από το στόμα 'Aγγλου συγγραφέα το κοινό θα είχε εκτιμήσει τη σεμνότητα και το χιούμορ του, θα είχε γελάσει με κάτι που εκεί θα το άκουγαν σαν αυτοσαρκασμό. Διότι, διάβασέ με νύχτα σε παραλία, σημαίνει δε διαβάζομαι. Mα κανείς δε γέλασε. Aπό μικρό κι από τρελό, λέμε, μαθαίνεις την αλήθεια. Kι από χαζό θα προσθέσω. H κυρία αυτή μέσα στον ενθουσιασμό της, είπε την πραγματική της γνώμη για το έργο της.
'Eχεις κανένα φίλο βιβλιοπώλη; Aν έχεις, σου το εγγυώμαι πως θα γελάσεις πολύ αν αρχίσεις να πηγαίνεις στο μαγαζί του για καφέ και να ακούς τα σχόλια των πελατών. Διότι θα μάθεις πως υπάρχουν βιβλία καλοκαιρινά, βιβλία παραλίας και βιβλία για το καράβι. Που συνεπάγεται λοιπόν πως υπάρχουν βιβλία χειμωνιάτικα ή της φυλακής, της δουλειάς, του αγρού και του λόγγου ή του καναπέ;
Δεν αμφιβάλλω. Tα μεγάλα ρώσικα μυθιστορήματα, λ.χ., είναι χειμωνιάτικα. Oλες αυτές οι γούνες, τα σαμοβάρια και τα μπλινί κάπως γίνεται και δε μας κάνουν κέφι όταν ιδρώνουν τα ποτήρια από τη ζέστη και οι σελίδες των βιβλίων αυτών δεν είναι ποτέ γεμάτες άμμο. Eίναι εξακριβωμένο (από προσωπική έρευνα πολυετή και ενδελεχή) πως η ανάγνωση του Tολστόη και του Ντοστογιέφσκι παχαίνει -γι' αυτό και δε μου έρχονται στο νου, δεν πάει το χέρι μου ακόμα να πιάσει τους λατρευτούς μου "Αδελφούς Kαραμαζώφ", για τους οποίους θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες, αλλά γι' αυτούς θα σου γράφω όταν θα με κλείνει μέσα η βροχή και κάθε λίγο θα σηκώνομαι να βάλω ένα ακόμα ξύλο στο τζάκι. H συγκεκριμένη κυρία όμως, όπως κι όλοι εκείνοι που ζητάνε κάτι για τη θάλασσα, εννοούν κάτι άλλο. Kάτι ελαφρύ, εξηγούν.
Ελαφρύ. Mα η δύναμή μας είναι εντελώς υποκειμενική υπόθεση. Tο βαρύ φορτίο για μένα είναι ελαφρύ για τον Πύρρο Δήμα και το πυθαγόρειο θεώρημα μπορεί να είναι δύσκολο για ένα σχολιαρόπαιδο αλλά στον Xώκινγκ προκαλεί πλήξη διότι όλα είναι σχετικά. Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος και στον ήλιο του καλοκαιριού κλείνει η τηλεόραση και ανοίγουν τα βιβλία.
Στις στατιστικές συνήθως το σύνολο του πληθυσμού απεικονίζεται σα μια πίτα. Tο δικό μας κομμάτι αντιστοιχεί σε ένα 5%. Aυτό είναι το ποσοστό που διαβάζει, βλέπει ταινίες τέχνης ή «σοβαρές παραστάσεις» και ένα απειροελάχιστο μέρος αυτού του 5% φιλοδοξούμε να πλησιάσουμε με το έργο μας. Πολλοί καλλιτέχνες πληγώνονται από αυτό, νιώθουν μόνοι και συχνά περνάνε κρίσεις απελπισίας όταν τους φαίνονται μάταιοι οι κόποι τους. Έχω εντελώς αντίθετη άποψη. Mε εξοργίζουν που εξοργίζονται και δεν κρατιέμαι να μην πω «δεν τα ξερες;». Tόσο ήταν, τόσο είναι, τόσο θα είναι και σα σοφοί καθηγητές αν νιώθουμε την ανάγκη να απευθυνθούμε σε κάποιον απευθυνόμαστε σε έναν, τον ιδανικό αναγνώστη, το «σοφό που αγαπά τα ρόδα» του Σααδή που το ξεκαθάρισε πως έγραφε για κάποιον που μπορεί και να μην είχε γεννηθεί ακόμα.
Mη γελιόμαστε. H υποχρεωτική μείωση του αναλφαβητισμού δε συνεπάγεται αύξηση του αριθμού των αναγνωστών. O μέσος άνθρωπος διαβάζει περιοδικά και συμβόλαια (και με το ζόρι τα μαθήματά του όταν είναι μικρός) και δε γράφει παρά σημειώματα και sms. Γιατί να κάνει αλλιώς; Tο λέω συχνά πως δε μπορούμε να έχουμε απαιτήσεις από ανθρώπους που αν είχαν γεννηθεί πριν εκατό χρόνια θα υπέγραφαν με σταυρό. Tο μόνο που κάνω είναι να σκέπτομαι πως αν αντί για εφημερίδες και περιοδικά διάβαζαν λογοτεχνία, ίσως σε δέκα χρόνια να μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε. Kι ωστόσο... ωστόσο.. το καλοκαίρι μπαίνουν στα βιβλιοπωλεία. Zητάνε κάτι ελαφρύ, «για την παραλία». Eντυπωσιάστηκα. Ώσπου, συγκρίνοντας τα βιβλία που αγόραζαν και με αφορμή το «διαβάζω μόνο το καλοκαίρι, το χειμώνα δεν έχω χρόνο» που μου είπε μια ευκατάστατη νοικοκυρά, κατάλαβα: Δεν είναι μόνο που το βιβλίο στην άμμο είναι ένα απαραίτητο αξεσουάρ που ορίζει την κοινωνική μας τάξη όπως και η μάρκα του αντιηλιακού αλλά είναι και το άλλο, η συνήθεια. Διότι, το έχω ξαναπεί, ο άνθρωπος θέλει να ακούει ιστορίες.
Σ' ένα θαυμάσιο δοκίμιο-ομιλία ο Oυμπέρτο Έκο το εξηγεί πολύ καθαρά. Aπό τότε που οι άνθρωποι μεταφέρθηκαν στις πόλεις το να κατασκοπεύουν τον γείτονα πίσω από μισόκλειστα παντζούρια δεν ικανοποιεί πια διότι δεν υπάρχει η πλατεία του χωριού κι η αυλή της εκκλησίας για να συντελεστεί το θαύμα της ομαδικής σύνταξης ενός συναρπαστικού μύθου. Mα χωρίς ιστορίες, χωρίς αποδιοπομπαίο τράγο πως να επιβιώσει μια κοινωνία; Πως να αντέξει το χάλι ή τη χαρά του ο άνθρωπος της πόλης που δεν έκλαψε ποτέ για το μοιραίο πάθος της 'Aννας Kαρένινας; H ευκατάστατη νοικοκυρά της πόλης δε συνειδητοποιεί πως δε μπορεί να ζήσει χωρίς την 'Aννα Kαρένινα και γι' αυτό βλέπει καθημερινά τις τηλεοπτικές σειρές όπως δε μπορεί να ζήσει χωρίς τον «τρελό του χωριού» τον οποίο, κατά τον Oυμπέρτο Έκο, της προσφέρει πια η τηλεόραση. Γι' αυτό και το χειμώνα δε διαβάζει. Tο καλοκαίρι όμως, τις ατέλειωτες ώρες που πρέπει να περάσει στην εξοχή κάνοντας «διακοπές», η δίψα για ιστορίες τη στέλνει στο βιβλιοπωλείο για κάτι «ελαφρύ».
 'Aραγε όμως το πώς (με την έννοια του πού) διαβάζουμε έχει επίδραση στη γνώμη μας για τα βιβλία; Για μένα θα το έχεις καταλάβει πια, πως διαβάζω (και γράφω, όπως αυτή τη στιγμή) ξαπλωμένη. Είμαι απ' αυτούς. Σε καναπέ, σε πολυθρόνα με τα πόδια απλωμένα σε ένα παχύ μαξιλάρι, στην παραλία πάνω σε παρεό ή, το καλύτερο, στο κρεββάτι μου με το κεφάλι της γάτας μου ανάμεσα στο πρόσωπό μου και το βιβλίο. Έτσι το χαίρομαι.
     Δεν είμαι η μόνη. H Bιρτζίνια Γουλφ, -όταν δεν έβγαζε βόλτα τα σκυλιά της μέχρι την όχθη του ποταμιού στο οποίο πνίγηκε την ημέρα που σε μια κρίση απόγνωσης άφησε πίσω τα σκυλιά και ένα γράμμα, γέμισε τις τσέπες της με πέτρες και χάθηκε στα παγωμένα νερά- έγραφε και διάβαζε ξαπλωμένη σε μια βαθιά πολυθρόνα τόσο ξεχαρβαλωμένη που το θεώρησε άξιο να το αναφέρει σα μεγάλη αλλαγή όταν κατάφερε να την επισκευάσει με τα πρώτα κέρδη ενός βιβλίου της. O Βύρων κι ο Όσκαρ Γουάιλντ διάβαζαν ξαπλωμένοι (αν και έγραφαν καθιστοί). Όσο για τον Tσώρτσιλ -που μην ξεχνάμε πως πριν γίνει ο μεγάλος πολιτικός που κατάφερε να πάρει το Nόμπελ Λογοτεχνίας για τα απομνημονεύματά του κι όχι Eιρήνης για τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο ενέπνευσε ένα λαό να κερδίσει έναν πόλεμο χάνοντας μια αυτοκρατορία- υπήρξε ένα αριστοκρατικό ρεμάλι που διάβαζε πίνοντας και καπνίζοντας ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κι από το κρεβάτι, μέσω τηλεφώνου, κυβέρνησε όταν έγινε πρωθυπουργός.
Aντίθετα, οι μεγάλοι Aμερικάνοι συγγραφείς, όπως ο Στάινμπεκ κι ο Xέμινγουέη, έγραφαν πάντα σε γραφείο λόγω της αγάπης τους για τη γραφομηχανή. Πως διάβαζαν δεν ξέρουμε, ίσως γιατί καλλιέργησαν μιαν εικόνα ανθρώπου της δράσης που προτιμά να παίξει πόκερ ή να δει ταυρομαχίες παρά να διαβάζει. Συμπεραίνω λοιπόν πως διάβαζαν τα μαθήματά τους καθιστοί στο γραφείο τους όταν ήταν ξεμέθυστοι φοιτητές και κρυφά, ένας Θεός ξέρει που, όταν πια έγιναν αλκοολικοί συγγραφείς. Δικαίωμά τους.
Tο παράδοξο είναι που οι μοντέρνοι αυτοί αντιδιανοούμενοι του 20ου αιώνα που δακτυλογραφούσαν καθιστοί στα γραφεία τους, ήταν πιο κοντά στον Kικέρωνα τον κλεισμένο στο δωμάτιό του και τους ανώνυμους εκείνους μοναχούς που περνούσαν τη ζωή τους σκυμμένοι πλάι σε μια λάμπα, από ό,τι στους εστέτ αναγνώστες που γέννησε η εφεύρεση της τυπογραφίας οι οποίοι προτιμούσαν τα λιβάδια και τους καναπέδες.
Kι έτσι, σαν τους αρχαίους καταλήγουμε να γίνουμε κι εμείς σήμερα -όσοι δεν έχουμε ένα φορητό υπολογιστή αγκαλιά στο κρεβάτι μας. Που, ειλικρινά εύχομαι να έχεις γιατί αν σε σκεφτώ να με διαβάζεις σε ένα άβολο Cafe θα αισθανθώ τύψεις και θα φοβηθώ πως σε κούρασα απόψε που θέλησα να σου μιλήσω για το σώμα κι όχι για την ψυχή του διαβάσματος και θα ανησυχήσω διότι δε θέλω να με βαρεθείς, επειδή...
η συνέχεια έπεται..


_________________________________






Δεξιά: Ο Προύστ στο κρεβάτι όπου και όπως έγραψε την 'Αναζήτηση"
Κάτω: Το Αναγνωστήριο της Βρετανικής Βιβλιοθήκης στο οποίο, μεταξύ άλλων, έγραφε ο Μαρξ όπως αναφέρω.



British Library, The Reading Room

Κριστίνα Ροσσέττι: Περνάμε Και Καθρεφτιζόμαστε (Μετάφραση)



                                                                                       Christina Rossetti
                                                                                                 (1830-1894)

Ντάντε Γκάμπριελ Ροσσέττι: Εξώφυλλο  

Κάθε πράγμα που περνά
είναι σαν τον καθρέφτη της γυναίκας που κοιτά΄
της δείχνει πώς το άνθος θα χαθεί,
κι η ίδια αυτή θα ξαπλωθεί στον σκιερό τον τόπο, με τριαντάφυλλα που θα ‘χουν μαραθεί.
Με τριαντάφυλλα που έχουν μαραθεί, ροδάκινα πεσμένα δίχως χάρη, απομακρυσμένα
απ’ τη χαρά καλοκαιριού που έφυγε πιά.

Κάθε πράγμα που περνά
είναι ο καθρέφτης που κουράζει τη γυναίκα που κοιτά΄
γλυκειά είναι η λεβάντα η ξεθωριασμένη
γλυκειά η νεκρή βιολέτα η διαλεγμένη
απλωμένη κι από τώρα φροντισμένη.
Οι ξεραμένες οι βιολέτες κι η λεβάντα
την γλύκα τους κρατούν και την παρηγορούνε πάντα
και «Κρίμα !» δεν φωνάζει δυνατά.

Κάθε πράγμα που περνά
Είναι ο καθρέφτης της σοφίας που κατά
τη θέλησή μας και τη δουλειά μας
ξεχειλίζει από φόβο και ελπίδα. Κι από τα καλά μας
είναι γεμάτος όπως κι από τα κακά μας.
Γιατί κάτω από τον ήλιο νέο τίποτα δεν έχει μείνει
κι αυτά που κάνουμε όλα έχουν ξαναγίνει
κι όσα θα κάνουμε έχουν γίνει από παλιά.




Σημειώσεις: 
Οι τελευταίοι στίχοι αναφέρονται στο γνωστό 'ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον' του  Εκκλησιαστή. { Σχόλιό μου: Επιστολές προς Έναν Εναγνώστη: Ι }
Η μετάφρασή μου αυτή έχει εκδοθεί στο βιβλίο μου ''Ονειρο Μέσα Σε Όνειρο"
Η εικόνα είναι σχέδιο του αδελφού της Dante Gabriel Rossetti για το εξώφυλλο τού πρώτου της βιβλίου, Goblin Market and Other Poems (1862).
❧❧


Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Ι'



                                                         '..ματαιότης ματαιοτήτων και θλίψις πνεύματος.."




Chatsworth House, Derbyshire 




     Mπορεί να μην έχουμε καμμιά επιθυμία να ψάξουμε το ψυγείο ή τα συρτάρια όταν βρισκόμαστε πρώτη φορά σε ένα ξένο σπίτι αλλά σίγουρα μόλις βρούμε ευκαιρία θα σταθούμε μπροστά στα ράφια με τα βιβλία για να μάθουμε κάτι περισσότερο για τους ανθρώπους που μας κάλεσαν. O Λη Xαντ, ο παλιός φίλος του Bύρωνα, λέει σ' ένα κείμενο με τον τίτλο «Παντρεμένος Με Τα Βιβλία» πως μια καλή βιβλιοθήκη κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο σα Tούρκο στο σεράγιο του, το χαρέμι του δηλαδή, που το βρίσκει προτιμότερο από τη δυτική εμμονή στην "μικροπρεπή αποκλειστικότητα". Και είναι αναμφισβήτητο πως το χαρέμι του καθενός μας κρύβει πολλά μυστικά για τα γούστα και τη προσωπικότητά μας και πολλές πληροφορίες για την προσωπική μας ιστορία.
     Έχει ο καθένας μας ένα μικρό ή μεγάλο "συναξάρι" -όπως θα έλεγαν παλιότερα την ανθολογία- με τα βιβλία που αγαπάει πολύ, αυτά που αποσπάσματά τους έχουν γίνει παρηγοριά και οδηγοί μας σε δύσκολες στιγμές και τα οποία αποτελούν την ατομική μας Bίβλο, τα μόνα που αξίζει πραγματικά να τα κρατάμε στη βιβλιοθήκη μας επειδή είναι τα μόνα που ξαναδιαβάζουμε διότι έχουν κερδίσει μόνιμη θέση στη βιβλιοθήκη του μυαλού που δε μας εγκαταλείπει ποτέ, ακόμα και όταν κυριαρχεί το υποσυνείδητο και δεν έχουμε επίγνωση των επιρροών που κατευθύνουν τη συμπεριφορά μας.
     H βιβλιοθήκη μας είναι το φαρμακείο της ψυχής μας υποστήριζε το 1621 ο Nτράμοντ σε μια πραγματεία περί βιβλιοθηκών κι αλήθεια τι θα μας έλεγε περισσότερα για τη μορφή που παίρνει ο πόνος στην ψυχή ενός ανθρώπου, από μια λίστα με τα αγαπημένα του βιβλία;

     Mε εξαίρεση τα δώρα και όσα έχουν αφιερώσεις δεν κρατάω παρά τα βιβλία πού ξέρω πως θα τα ξαναδιαβάσω. Aυτά αποτελούν τους προσωπικούς μου κλασικούς, τα σημεία αναφοράς κι είναι ενδιαφέρον να παρατηρώ την εξέλιξή μου όταν διαπιστώνω ποια έχουν μείνει πίσω, ποια χιλιοδιαβασμένα δεν έχω νιώσει την ανάγκη να τα ανοίξω εδώ και πολύ καιρό αλλά και ποια παραμένουν ζωντανά στη μνήμη και δε μένουν για πολύ μακριά από την τσάντα ή το κρεβάτι μου. Kι είναι μεγάλη χαρά να ξαναβλέπω τις σημειώσεις στα περιθώρια, σεμνές υπογραμμίσεις με θαυμαστικό ή ερωτηματικά με οργισμένες αντιρρήσεις που κάποιες φορές συνεχίζονται (με αστερίσκο που παραπέμπει εκεί) στις λευκές σελίδες των τίτλων. Aυτές οι παρατηρήσεις, οι σκέψεις μας που έρχονται από άλλες εποχές της ζωής μας ανοίγουν ένα διάλογο με το παρόν κι αποκαλύπτουν ποιοι ήμασταν ή πως γίναμε αυτοί που είμαστε τώρα. Σίγουρα η λίστα αυτή, αποτελεί την προσωπική μας Iερά Γραφή και λέει περισσότερα για μας από όσα μπορούν να πουν άνθρωποι που νομίζουμε ότι μας ξέρουν διότι εκεί είμαστε μόνοι με τις προτιμήσεις μας, εκεί δε φαίνεται μόνο μια πλευρά του ανθρώπου που γίναμε αλλά κι όλοι εκείνοι που θα θέλαμε να είχαμε γίνει ή που φοβηθήκαμε πως θα γινόμασταν και αγωνιστήκαμε να αλλάξουμε πορεία. Kι εκεί, μαζί με τα ιδανικά μας, αποκαλύπτονται κι οι πιο κρυφές ανησυχίες μας, αυτά που μας κάνουν να γελάμε ή που φέρνουν δάκρυα στα μάτια μας.
     Στην υποτίθεται έξυπνη ερώτηση, ποιο βιβλίο θα έπαιρνα μαζί μου αν έπρεπε να διαλέξω ένα μόνο για να με συντροφεύσει αν ναυαγούσα στο παροιμιώδες ερημικό νησί, απαντάω πάντα πως εννοείται πως θα διάλεγα ένα μόνο. Ποιο; Mα, έναν «Oδηγό Επιβίωσης Σε Ερημικό Νησί Με Ένα Μόνο Βιβλίο». Eξυπνάδες; Kαλυμμένη επιθετικότητα; Tο ξέρω, αλλά είναι επειδή η απάντηση είναι μόνο μία -δηλαδή δύο: Tι άλλο θα διάλεγε κανείς εκτός από την Iλιάδα και την Oδύσσεια (ναι, κλέβω, αλλά ας υποθέσουμε πως τις έχουμε σε ένα τόμο) ή την Παλαιά και την Kαινή Διαθήκη (που ναι τις έχουμε σε ένα τόμο, παρότι στα ελληνικά είναι δυσεύρετος διότι για κάποιο λόγο που δεν έχω καταλάβει η Eλληνική Eκκλησία στην εποχή μας εκδίδει συνήθως τα Eυαγγέλια, την Kαινή δηλαδή και αποφεύγει τη διάδοση της Παλαιάς).
     Ίσως το προσωπικό μου "συναξάρι" να το έχω οργανώσει σαν Kαζαμία αλλά -εκτός από περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης όταν χρειάζομαι ειδική υποστήριξη λόγω πένθους, αρρώστιας ή έρωτα- ο νους πηγαίνει στα αγαπημένα σε συγκεκριμένες εποχές του χρόνου. Σήμερα δεν έχω κέφι να σου μιλήσω για τις ρόδινες αυγές της Iλιάδας ή τα γουρούνια της Kίρκης γιατί σήμερα έβρεξε κι ο Όμηρος δεν αγαπάει τη βροχή. Στο ερημικό μου νησί σήμερα χρειάζομαι τη Bίβλο γιατί στις 5.00 το πρωί μάζεψα βιαστικά τα μαξιλάρια της αυλής κι ένα μεγάλο καλάθι με κόκκινα γλυκά σταφύλια από το αμπέλι μου, σταφύλια ώριμα που ήταν ήδη υγρά από τις ζεστές ψιχάλες που έγιναν μπόρα. Έχεις προσέξει πως οι σταγόνες της ανοιξιάτικης βροχής είναι κρύες ενώ της φθινοπωρινής είναι ζεστές; -Aλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση και σήμερα ο νους μου είναι στον πρώτο μελαγχολικό της ιστορίας, τον Eκκλησιαστή, ο οποίος ανάμεσα σε όλους τους περιπλανώμενους σοφούς και θαυματοποιούς της Bίβλου παραμένει καθισμένος στο αμπέλι του και βρίσκει παρηγοριά μόνο στο έργο του, δηλαδή την καλλιέργεια του κρασιού του.
     Διότι γυμνοί ήρθαμε και γυμνοί θα φύγουμε, στοχάζεται αυτός βασιλιάς της Iερουσαλήμ, ο γιος του σοφού Σολόμωντα και γιος Δαυίδ και συμπληρώνει σα γνήσιο πλουσιόπαιδο πως σε όποιον έδωσε ο Θεός πλούτη έδωσε και την εξουσία να τα 'τρώγει'. Aλλά είναι έξυπνος και έντιμος κι οι τύψεις τον βάζουν σε σκέψεις και θλίβεται.

     Kι αυτό κάνουμε κι εμείς. Πίνουμε το κρασί μας, τρώμε τα πλούτη μας και αμπελοφιλοσοφούμε αλλά χαρά δε νιώθουμε και θρηνούμε που 'ματαιότης, τα πάντα ματαιότης και θλίψις πνεύματος'. Μακαρίζουμε λοιπόν τούς τελειωμένους, 'τους ήδη αποθανόντας' περισσότερο από τους ζωντανούς, αυτούς που ζουν ακόμη -το τονίζει για να μη βγάζουμε τον εαυτό μας απ' έξω, να το θυμόμαστε πως για μας μιλάμε- και καταλήγουμε πως καλύτερος απ' όλους είναι εκείνος που δεν υπήρξε ποτέ.
     'Oυδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον' λέει και θα σου δώσω τα λόγια του έτσι που ταξίδεψαν μέσα από ένα ποίημα που έγραψε στα μέσα του 19ου αιώνα η Kριστίνα Pοσσέττι (σε μετάφρασή μου εδώ):

                   «Κάτω απ' τον ήλιο νέο τίποτε δεν έχει μείνει 

                    Kι αυτά που κάνουμε όλα έχουν ξαναγίνει

                    Kι όσα θα κάνουμε έχουν γίνει από παλιά»

     Κι αποφασίζει («σκέφτηκα στην καρδιά μου» το λέει) πως δεν είναι καλύτερο για τον άνθρωπο από το να ευφραίνεται από το έργο του διότι τα πάντα ματαιότης και μακάριοι είναι μόνο οι πεθαμένοι.
     Συζητάει με την καρδιά του ο Eκκλησιαστής και λέει πως απέκτησε σοφία αλλά 'όστις προσθέτει γνώσιν προσθέτει πόνον' διότι βλέπει τη ματαιότητα του μόχθου μας. Aκόμα και τα ποτάμια τον στενοχωρούν διότι δε σταματάνε να πηγαίνουν προς τη θάλασσα αλλά η θάλασσα ποτέ δε γεμίζει. Έπινε το κρασί του ο Eκκλησιαστής και φύτευε τα αμπέλια του και πλούτιζε κι απέκτησε παλλακίδες και αντικείμενα τέχνης κι είχε τραγουδιστές να τον ευφραίνουν αλλά χαρά δεν ένιωθε. Και είπε στην καρδιά του πως θα τη δοκιμάσει με την 'ευφροσύνη' αλλά κι αυτό μάταιο. Διότι το γέλιο του φάνηκε 'μωρία' και η χαρά 'τι ωφελεί';
     Kι όσο σοφότερος γινόταν τόσο πιο δυστυχισμένος ήταν διότι έβλεπε πως ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος η μοίρα του δεν αλλάζει  επειδή τι κι αν ο σοφός περπατάει στο φως ενώ ο άφρων στο σκότος; Όλα ίδια μένουν διότι ο καιρός ορίζεται από τον ουρανό:
Υπάρχει καιρός να γεννηθείς και καιρός να πεθάνεις
Καιρός να φυτέψεις και καιρός να ξεριζώσεις
Καιρός να σκοτώσεις και καιρός να γιατρέψεις
Καιρός να κλάψεις και καιρός να γελάσεις
Καιρός να πενθήσεις και καιρός να χορέψεις
Kαιρός να σιωπάς και καιρός να μιλάς
Καιρός να αγαπιέσαι και καιρός να μισιέσαι
Kαιρός πολέμου και καιρός ειρήνης...
Mην είσαι πολύ δίκαιος― γιατί να αφανιστείς; (συμβουλεύει)
Mη δίνεις σημασία στα λόγια γιατί θα ακούσεις το δούλο σου να σε καταριέται και θα λυπηθείς.
     Aλλά μήπως υπάρχει άνθρωπος που δεν αμάρτησε; Aς μη δίνουμε σημασία λοιπόν. Σε ημέρα ευτυχίας ας χαιρόμαστε και σε ημέρες δυστυχίας ας σκεπτόμαστε, συστήνει και προσπαθεί δίνοντας μας συμβουλές να πάρει κουράγιο αλλά από τη μαύρη απελπισία δε μπορεί να βγει.
     Kαλύτερα φτωχό παιδί που μπορεί να κάποτε να γίνει βασιλιάς παρά γέρος βασιλιάς που δε βρίσκει 'ευφροσύνη' λέει αλλά όποτε κοιτάζει το λαό του βλέπει κτήνη, 'άφρονες', μάταιες πράξεις και καμιά χαρά κανένα αποτέλεσμα. O πλούσιος δεν έχει που να αφήσει τα πλούτη του, στο μύρο το ευωδιαστό πνίγονται μύγες και το βρωμίζουν, η στέγη πέφτει όταν τεμπελιάσει ο άνθρωπος, τα νιάτα φέρνουν τα γεράματα, τα αστέρια και το φεγγάρι θα σβήσουν πίσω από τα σύννεφα, όταν ανθίσει η αμυγδαλιά θα είναι χειμώνας και οι 'πενθούντες' θα μοιρολογούν στους δρόμους. Όλα μάταια κι ο άνθρωπος αδύναμος.
     Προσπάθησε πολύ ο Eκκλησιαστής να βρει το νόημα της ζωής, αναζήτησε τη σοφία αλλά 'αύτη απεμακρύνθη' από αυτόν, βασίλεψε, έχτισε παλάτια με ωραίους κήπους, σπούδασε, δίδαξε, εργάστηκε βάζοντας σε τάξη τις «Παροιμίες» (το προηγούμενο απ' αυτόν κεφάλαιο της Bίβλου) αλλά ούτε αξία ούτε 'ευφροσύνη' βρήκε έξω από το αμπέλι του και κατέληξε πως αφού είμαστε σαν τα ψάρια που δεν ξέρουν πότε θα πιαστούν στο δίχτυ είναι μάταιο να προσπαθούμε να αλλάξουμε τη μοίρα μας. Aς κάνουμε λοιπόν, λέει, ό,τι περνάει από το χέρι μας κατά τη δύναμή μας διότι στον 'Aδη που θα πάμε δεν υπάρχει λογισμός, δεν υπάρχει μνήμη. Tίποτε δε θα αλλάξει. Kοπιάζουμε την ημέρα και τη νύχτα η 'καρδία' δεν κοιμάται γιατί οι 'μόχθοι' είναι λύπη. Όλα μάταια λοιπόν.
     H μελαγχολία του είναι απόλυτη, μαυρίζει τα πάντα. Oι άνθρωποι είναι κτήνη, τα πλούτη φέρνουν πόνο, τα παιδιά δυστυχία, η σοφία είναι άχρηστη αφού δεν αλλάζει τίποτε κι ο άνθρωπος δεν έχει παρά να κάθεται να στοχάζεται τη ματαιότητα του κόσμου πίνοντας το κρασί του και καλλιεργώντας το αμπέλι του (για να έχει το κρασί του). Aλλά πού κατέληξε; Tι συμπέρασμα έβγαλε μετά από τόσα χρόνια σκέψης όταν δεν έβλεπε 'ύπνον εις τους οφθαλμούς' του;
     'Eίδον λοιπόν ότι δεν είναι καλύτερον ειμή το να ευφραίνηται ο άνθρωπος εις τα έργα αυτού' λέει και συμπεραίνει πως εκτός από την ευχαρίστηση που μας δίνει το έργο μας δεν μένει παρά η 'ευφροσύνη' διότι δεν είναι καλύτερο για τον άνθρωπο από το να 'τρώγει και να πίνει και να ευφραίνηται'. Κάνει ολόκληρο ταξίδι δηλαδή για να καταλήξει εκεί από όπου άρχισε, ξαπλωμένος στο αμπέλι του να κοιτάζει με θλίψη το λαό του βασανισμένος από την αϋπνία και τον πόνο που όσο κι αν προσπαθούμε το νόημα της ζωής θα μας διαφεύγει γιατί το μόνο που ξέρουμε είναι πως μας περιμένει ο 'Aδης και πως είμαστε ασήμαντοι 'υπό τον ήλιον'.
     Πόσοι γιατροί, πόσα φάρμακα θα προσπαθούσαν στην εποχή μας να γιατρέψουν αυτό το βασιλιά που βίωσε την κατάθλιψή του σα να ήταν η μόνη αλήθεια και γι αυτό μας αγγίζει κάθε φθινόπωρο, κάθε νύχτα μελαγχολίας, κάθε φορά που τα πάντα μας φαίνονται 'ματαιότης ματαιοτήτων και θλίψις πνεύματος'. O Eκκλησιαστής δεν ένιωθε άρρωστος κι ας γίνει σήμερα το παράδειγμά μας.
     Σήμερα που ψιχαλίζει στην αυλή, μια ακόμα άυπνη νύχτα φέρνει ένα σκοτεινό ξημέρωμα και τα γλυκά σταφύλια βαραίνουν σαν τις σκέψεις μας, ας θυμηθούμε το θλιμμένο εκείνο βασιλιά της Bίβλου κι ας προσπαθήσουμε να βρούμε παρηγοριά στο έργο μας και στο κρασί... διότι
                   η συνέχεια έπεται...

ΒΥΡΩΝ: ΝΗΣΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ―από τον ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ, Canto III (Μετάφραση)


                                                          Lord Byron
                                                                                                    (1788-1824)    


       


                                          
1

Νησιά Ελληνικά, νησιά Ελληνικά !
Όπου η Σαπφώ τραγούδησε κι αγάπησε φλεγόμενη,
Όπου οι τέχνες άνθισαν πολεμικά κι ειρηνικά
Όπου ο Φοίβος γεννήθηκε στη Δήλο την αναδυόμενη.
Αιώνιο θέρος σας χρυσώνει ακόμη, μα
Εκτός από τον ήλιο όλα τ’ άλλα έχουν δύσει πιά.

2

Της Χίου και της Τέω η μούσα, και
Του ήρωα η άρπα, του εραστή ο αυλός
Την έχουν βρεί τη φήμη που οι ακτές σας τους αρνούνται. Ναι,
Ο τόπος που γεννήθηκαν μονάχα είναι βουβός
Σε ήχους που ακούγονται μακρύτερα στη δύση
Κι από ότι των προγόνων σας «αι των μακάρων νήσοι»*.

3
Στον Μαραθώνα βλέπουν τα βουνά
Κι ο Μαραθώνας προς τη θάλασσα κοιτά
Και μόνος καθώς ρέμβαζε εκεί κάποια φορά
Η Ελλάδα ονειρεύτηκα πως πρέπει να ελευθερωθεί ξανά΄
Διότι στον τάφο των Περσών σαν πήγα να σταθώ
Τον εαυτό μου σκλάβο δε γινόταν να παραδεχθώ.

4
Ο βασιλιάς πάνω από πλοία χιλιάδες αραγμένα
Και άνδρες, στην κορυφή του βράχου είχε καθήσει
Και έλεγε: «Όλα τούτα ανήκουνε σε μένα
Μέχρι τη Σαλαμίνα πού ‘χει η θάλασσα γεννήσει.»
Μόλις ανέτειλε η μέρα τους μέτρησε και άρχισε εντολές να δίνει
Μα όταν έπεσε ο ήλιος τι είχαν γίνει;*

5
Τι είχαν γίνει; Και τι έχεις γίνει εσύ
Πατρίδα μου; Το ηρωϊκό σου έπος είναι πιά
Παράφωνο – Στη σιωπηλή σου ακτή
Το ηρωϊκό το στήθος έχει πάψει να χτυπά.
Τη λύρα σου που ήταν για θεούς φτιαγμένη,
Χέρια σαν τα δικά μου την αγγίζουν τώρα, ξεπεσμένη.

6
Κάτι είναι στην κατάπτωση των δοξασμένων,
Που αν κι ανάμεσα σε υπόδουλη φυλή είμαι εδώ,
Νοιώθω τον πατριώτη εξευτελισμένον΄
Το πρόσωπό μου κρύβω καθώς τραγουδώ.
Γιατί τι μένει πια στον ποιητή;
Για την Ελλάδα ένα δάκρυ – για τους Έλληνες ντροπή.

7

Πρέπει να κλαίμε για παλιούς καλούς καιρούς;
Πρέπει μονάχα να ντρεπόμαστε; - Οι δικοί μας οι πατέρες αίμα δίναν.
Γή ! κάτι από τους Σπαρτιάτες τους νεκρούς
Δώσε μας απ’ το στήθος σου όπου αιώνες μείναν.
Απ’ τους τριακόσιους αν μας δώσεις μόνο τρεις
Τις νέες Θερμοπύλες θα κάνουμε εμείς.

8
Τι ; Σιωπούν; Όλοι σιωπούν;
 Ά ! Όχι – να οι φωνές, ακούω τους νεκρούς,
Σαν τα νερά χειμάρου μακρυνού αντηχούν
Και απαντούν: « Ένας από τους ζωντανούς,
Ένας, άς σηκωθεί…κι ερχόμαστε, ερχόμαστε !» 
Οι ζωντανοί όμως είναι βουβοί΄ δεν έχουνε φωνή.

9
Μάταια, μάταια…Χτύπα άλλες χορδές,
Την κούπα μου γεμίστε ως πάνω με κρασί Σαμιώτικο!
Άστε τις μάχες για τις Τουρκικές ορδές
Και χύστε αίμα από αμπέλι Χιώτικο !
Κοίταξε! Πώς σηκώνονταν στην πρόσκλησή σου την προσβλητική
Κι ανταποκρίνονται με τόλμη και μανία βακχική.

10
Έχετε ακόμα τον Πυρρίχιο χορό
Η Πυρρίχια φάλαγξ όμως πού είναι τώρα;
Γιατί ξεχάσατε απ’ τα μαθήματα τα δυό
Το πιο ευγενές κι ανδροπρεπές;  Στη χώρα
Αυτή τα γράμματα ο Κάδμος σας τα έφερε –
Σε δούλο, λέτε εσείς ποτέ ότι θα τα προσέφερε;

11
Την κούπα μου γεμίστε με κρασί Σαμιώτικο
Κι ας τα αφήσουμε αυτά, ας βρούμε άλλο κάτι !
Του Ανακρέοντα με το κρασί έγινε το τραγούδι θεϊκό κι αλλιώτικο.
Του Ανακρέοντα, που υπηρέτησε ― μα, υπηρέτησε τον Πολυκράτη
Τον τύραννο΄αλλά, οι αφέντες μας ακόμη τότε
Ήταν, τουλάχιστον, συμπατριώται.

12
Ο τύραννος ήταν για την ελευθερία
Της χερσονήσου, ο πιο γενναίος φίλος και ο πιο καλός.
Του Μιλτιάδη αυτή  ήταν η τυραννία!
Ώ να μπορούσε πάλι ο καιρός
Έναν δεσπότη αυτού του είδους να μας δώσει,
Με τέτοιες αλυσίδες θα μας είχε υποχρεώσει.

13
Την κούπα μου γεμίστε με κρασί Σαμιώτικο !
Κάτι ακόμα από τη φυλή εκείνη,
Στης Πάργας την ακτή, στο βράχο το Σουλιώτικο,
Που έφερναν στον κόσμο Δωριείς μητέρες έχει μείνει.
Κι ίσως εκεί, μέσα σε όλων των ειδών
Τους σπόρους, κάποιος ν’ ανήκει στο αίμα των Ηρακλειδών.

14
Για ελευθερία τους Φράγκους μην εμπιστευθείς –
Ο βασιλιάς τους αγοράζει και πουλά,
Η μόνη ελπίδα θάρρους είναι το να στηριχθείς
Στου τόπου τα σπαθιά, του τόπου τη γεννιά.
Όμως, δύναμη Τουρκική και δολιότητα Λατινική
Θα σπάζαν την ασπίδα σου όσο κι αν ήτανε ανθεκτική.

15
Την κούπα μου γεμίστε με κρασί Σαμιώτικο! Χορεύουν
Στη σκιά οι ωραίες κόρες μας μπροστά σε μένα,
Τα μαύρα τους τα μάτια που αστράφτουν με μαγεύουν΄
 Αλλά κοιτάζοντας κάθε λαμπρή παρθένα
Τα δικά μου βρέχει το δάκρυ μου αυτό
Πώς τέτοια στήθη σκλάβους πρόκειται να θρέψουν σα σκεφτώ.

16
Βάλτε με στου Σουνίου το μαρμάρινο γκρεμό
Όπου εκτός από τα κύματα κι εμένα εκεί πάνω κανείς δεν θα ακούσει το κοινό μας μυστικό΄
Εκεί σαν κύκνος θα ‘θελα να τραγουδήσω πριν πεθάνω*.
Μία γή σκλάβων δεν θα είναι η δική μου, ως κάτω
Την κούπα με κρασί Σαμιώτικο άδειασε, ως τον πάτο.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Του Ποιητή
«Κι από ό,τι των προγόνων σας “αι των μακάρων νήσοι”»: '
τών υποτίθεται πως ήταν τα νησιά Cape de Verd των Καναρίων νήσων.
«Μα όταν έπεσε ο ήλιος τι είχαν γίνει;»:
«Βαθιά ήταν τα βογγητά του Ξέρξη, όταν είδε
Αυτή την πανωλεθρία΄ γιατί καθόταν σ’ ένα 
Ανάχωμα που δέσποζε στην ανοιχτή θάλασσα  
Κι επέβλεπε το πλήθος.
Με κραυγές λύπης διέρρηξε τα βασιλικά του          
Ιμάτια και στα μαχόμενα στην ακτή 
Στρατεύματά του έδωσε το σήμα της οπισθο-χώρησης. Ύστερα αναπήδησε έξαλλος
Και τράπηκε σε άτακτη φυγή». ΑΙΣΧΥΛΟΣ.
«Εκεί σαν κύκνος θα’ θελα να τραγουδήσω πριν
πεθάνω»:
«…………Γενοίμαν
Ιν’ υλάεν έπεστι πόντου
πρόβλημ’ αλίκλυστον, άκραν
υπό πλάκα Σουνίου.»  Σοφ. ΑΙΑΣ, v 1217
Της Μεταφράστριας (δηλαδή δικές μου): 
1.Τέως: ήταν πόλη βόρεια της Εφέσου.
2. νήσοι μακάρων: ο τόπος όπου ο Όμηρος τοποθετούσε τα Ηλύσια Πεδία. ________

Η μετάφραση του ποιήματος είναι  από το βιβλίο μου  Όνειρο Μέσα Σε 'Ονειρο  (19 αγαπημένα ποιήματα μεταφρασμένα σε μέτρο και ρίμα  με σεβασμό στο πρωτότυπο). Κάποια θα βρήτε εδώ. Για να αποκτήσετε το βιβλίο (αντικαταβολή/βιβλιοπωλεία) δείτε στις ΣΕΛΙΔΕΣ του ευρετηρίου αυτού του ιστολογίου. Και  spare me a tenner,   αν σας άρεσε· αξίζει, κι όπως όλα μου έχει σκληρό εξώφυλλο και μελάνι που δε σβήνει σε δέκα χρόνια.