Οι Χάρτες Του Nicholas Liber





Κάθε χαρτογράφηση είναι ιδιοτελής και υποκειμενική, το γνωρίζουν χαρτογράφοι, αρχιτέκτονες και ανθρωπολόγοι. Χρηματοδότες, αποικιοκράτες και εθνάρχες γεωγραφούν επανατοποθετώντας τα σύνορα των παλιών μας κόσμων. Με συνθήκες, διαβουλεύσεις και πιέσεις θέτουν όρια κίνησης και διακίνησης που η Τέχνη μόνο ξεπερνά, ακυρώνοντας συνθήκες δια των ανύπαρκτων και ανυπόστατων ορίων της φαντασίας.
       Oι χάρτες του Nicholas Liber είναι παγκόσμιοι και πολυπολιτισμικοί. Οι επινοημένοι του τόποι, αυθαίρετα υποκειμενικοί, καταδεικνύουν την υποτιθέμενη αντικειμενικότητα κρατικών, εθνικών και ιμπεριαλιστικών ορισμών. Ανατρεπτικοί κι αντιπολεμικοί, ειρωνεύονται σύνορα και σωβινισμούς υποδεικνύοντας πως υπάρχουν κι άλλες μη πεπατημένες ατραποί για να περιηγηθούμε τον απέραντο κόσμο της Φαντασίας στον οποίο τα πλούσιά του χρώματα και οι ανάγλυφες επιφάνειες μας καλούν.


XΑΡΤΕΣ


Σε χώρο και σε χρόνο
τα τοπία ταξιδεύουν.

Τόποι και τρόποι μας,
χώρος και χώρες
ενώνουν και χωρίζουν
διαχωρίζουν
χωριανούς και χωραΐτες και πολίτες,
συντοπίτες, εντοπίους,
ντόπιους, ντόπια,
ξένους και αποξενωμένους κι αφιλόξενους.

Εμείς περνούμε
και οι τόποι μένουν
σαν τις εικόνες
των παραθύρων οχημάτων εν κινήσει
των βαγονιών ή των αεροπλάνων.

Εμείς περνούμε
και οι τόποι φεύγουν
σαν τις εικόνες
μέσα από ταχύπλοο
σαν από χθες, σαν από αλλού, σαν τότε.



Χάρτες χαρτιά
και κάρτες
Χάρτες οριστικοί
και περιοριστικοί
επιτραπέζιοι, επιτοίχιοι,
της τσέπης χάρτες.

Χάρτες παλιοί, κρυφοί, πολύτιμοι,
πλάνα ζωής, δημιουργίας και δράσης.
Χάρτες του αλλού, του τότε και του αύριο,
της μνήμης της συλλογικής
της περισυλλογής
και της προσωπικής ανάμνησης.

Χάρτες πορείας και Αεροπορίας.
Πολεμικοί και παιδικοί και σχολικοί.
Με μια πυξίδα,
μια βαλίτσα στο χαρτί
κι ένα μολύβι σα γαρίφαλο στ' αυτί.

Και Χρώμα.
Χρώμα του κόσμου μας και του Απείρου,
χρώμα καλοκαιριού,
της νύχτας που δεν ήρθε,
του ταξιδιώτη που έρχεται,
του χθες και του προχθές
του πότε φεύγεις και του τότε που.

Χρώμα για χώμα
τόπος τρόπος.
Χάρτες τουριστικοί και διαφημιστικοί
του εμπορίου και του δουλεμπορίου,
της Ιστορίας,
της ομολογίας, της διαδήλωσης.
Χάρτες της Δήλωσης,
του πέρασα κι εγώ από 'δω,
του πάμε εκεί,
του φύγαμε, του πήγαμε.

Χάρτες ανάγλυφοι για αφή
και επαφή
με ορατά κι αόρατα
με τα βουνά, με τα νερά
και με τους δρόμους για άλλα.
Χάρτες για πάμε και πού πας
Χάρτες του μου έλειψες.

Χάρτες των ουρανών
Χάρτες των ουρανίων σωμάτων κι εννοιών,
αστρονομικοί και αστρολογικοί,
Χάρτες της Μοίρας.
Του στερεώματος μεγάλοι και ακριβείς
―να μη χαθούμε―,
του σύμπαντος, του σήματος.
Του μέλλοντός μας και του πού το πας,
Χάρτες Μαντείας και Μαγείας
κι αλχημιστικοί
με συνταγές, με προσταγές
με οδηγίες. Χάρτες.

Χάρτες πολιτικοί
και γεωφυσικοί
με το μαλλί, με το μετάξι, το σιτάρι,
τις πέστροφες, τον τόνο, το χαβιάρι.

Χάρτες θαλασσινοί
ωκεανοπλοϊκοί ή ακτοπλοϊκοί
με υφάλους και σκοπέλους
βάθη σε μίλια και γοργόνες στ' ανοιχτά.
Και φάλαινες και φώκιες και παλίρροιες,
τα ρεύματα ωκεανών
ωφέλιμα, τρομακτικά,
αόρατα, θανατηφόρα κι ευεργετικά.

Χάρτες των ναυτικών,
Χάρτες ακτών, διαύλων, αβαθών και φάρων,
Χάρτες με τα ναυάγια και τα ορατά χωριά
και πόλεις, τελωνεία, λαζαρέτα
και καραντίνες
και νησιά λεπρών, τρελών,
νησιά εξορίας.

Χάρτες της Εφορίας
Χάρτες των Αντικειμενικών
των αξιών της γης και των δικαιωμάτων,
Χάρτες του ύψους των κτιρίων
Χάρτες των νερών
των πηγαδιών και των σωλήνων Χάρτες
υδραυλικοί.
Αποχετευτικοί, δικτύων υπογείων
και εκβολών των ποταμών,
Χάρτες Λυμάτων, Χάρτες λαγουμιών
των ανταρτών και των κλεφτών,
των αποκλήρων Χάρτες.

Χάρτες πολεοδομικοί
των λεωφόρων, των μπουλβάρ
και των οδών,
Χάρτες διόδων και εξόδων
των διοδίων και των δερβενίων
των γεφυριών, των περασμάτων,
των τειχών.

Χάρτες γενετικοί
των διαφορών και των ομοιοτήτων
Χάρτες φυλών, ξεπερασμένοι Χάρτες.
Χάρτες τω γονιδίων και του γονιδιώματος
Χάρτες μορίων, ατόμων και ιών,
ασθενιών γενετικών
και επιδημιών.

Χάρτες ανάγλυφοι
Χάρτες παιδικοί, μακέτες-Χάρτες
ή γραμμικοί, ή σχολικοί
με ροζ βουνά και με παστέλ τις θάλασσες,
Χάρτες τυφλών στο i-phone
Χάρτες προφορικοί
και πληροφορικοί
σε GPS με μια γλυκιά φωνή,
Χάρτες αντίστροφοι
που αντί να οδηγούν μας καταγράφουν,
Χάρτες αρχεία,
Χάρτες κατασκοπικοί και δορυφορικοί.

Χάρτες σα λίστες
του εκεί θα φτάσω,
χάρτες ημερολογιακοί, αναμνηστικοί
του εκεί πήγαμε,
του δεν ξεχνώ, του θέλω πάλι.

Στρατιωτικοί του εδώ είμαστε
κι εκεί ο εχθρός
από 'κει ο ανεφοδιασμός κι εκεί ο κίνδυνος.

Χάρτες συμμαχικοί
και ενωτικοί, των Ομοσπονδιών
και των αξόνων,
αυτοκρατορικοί, ιμπεριαλιστικοί
μεγαλοπρέπειας, σιγουριάς και κύρους Χάρτες.

Λεπτομερείς
και αναλυτικοί, Χάρτες σε χρόνο.
Χάρτες εφήμεροι,
Χάρτες δρομολογίων,
εκπτώσεων.
Και πτώσεων
της οροφής διατηρητέων
ή κατεδαφιστέων λόγω σεισμών
και καταποντισμών.

Χάρτες κινδύνων. Χάρτες του μην πας,
του πρόσεχε, του φύγε πια.
Της Πυροσβεστικής κι Αεροπροστασίας,
Χάρτες δυτών και ναυαγοσωστών,
βυθών, λιμνών και κοίτης ποταμών.



Χάρτες των τόπων και των τρόπων μας,
γιατί στους Χάρτες
τα τοπία ταξιδεύουν
σε χώρες, σε χώρο και σε χρόνο
με τη ματιά,
το βλέμμα το προσωπικό
που ακυρώνει
που θολώνει επισημότητες
και σκοπιμότητες
κι αντλεί με συναισθήματα
αλήθειες άλλες πιο βαθιές
της Φαντασίας.


Χάρτες του ασυνειδήτου.
Χάρτες του υπερφυσικού.
Χάρτες για να ακολουθήσουμε αλήθειες ξένων.

Σε βιβλιοθήκες, τοίχους και συρτάρια,
σε Μουσεία και λεωφορεία,
πινακοθήκες νέες και παλιά βιβλία,
με ιδέες
οι τόποι ταξιδεύουν.

Οι τόποι τρέχουν
και εμείς περνούμε
μ΄ένα σακίδιο ναυτικό,
σάκο στρατιωτικό
πριγκιπικά μπαούλα,
μπόγους μπουλουκιών,
με φορτηγά, του δρόμου ή θαλασσινά,
με σκαλωσιές και ανυψωτικά
μ' ένα ποδήλατο καμιά φορά
σε χώρες, χώρο και σε χρόνο
εμείς περνούμε
ενώ τα τοπία μένουν.


Χάρτες με χρώμα και ψυχή
Χάρτες ιδιωτικοί
της εξουσίας και της Φαντασίας Χάρτες.

Χάρτες.
Ναι Χάρτες
γιατί οι τόποι φεύγουν.
Εμείς περνούμε
αλλά οι Χάρτες μένουν.

_______________________________________
 Το Ποίημα αυτό το έγραψα όσο ακόμα ήταν ζωντανός ο Nicholas Liber.

Σχεδιάζαμε μια έκθεση στην οποία σε κάθε χάρτη του θα αντιστοιχούσε ένα μέρος του ποιήματος. Δυστυχώς «ο άνθρωπος απλώς προτείνει, μα ένας παλαβός θεός αποφασίζει τι θα γίνει», όπως έλεγα σε ένα άλλο ποίημα, και μας πρόλαβε ο Θάνατος.
Το Ποίημα αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στο 17ο Φαρφουλά.

Τα έργα του Liber θα τα δείτε στο δικό του: http://nicholasliber.com
και στην Τρύπα της οποίας υπήρξαμε ΣυνερΓάτες.






ΡΩΜΑΝΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ 5 [7-9 Σεπτεμβρίου 2001]


αφιερωμένο 
στην Ηλιοστάλακτη Βαβούλη
τη Γειτόνισσά μου και Φίλη .


Χάνεται ο κόσμος μας, πέφτουν τα κάστρα
το αγαπημένο πλοίο έπεσε σε ξέρα·
συντρίμμια οι αναμνήσεις, σβήσανε τ’ άστρα
με τα λαμπάκια σου που κάνανε τη νύχτα μέρα.

Φαντάσματα επιστρέφουμε στο γκρεμισμένο σπίτι
σα στοιχειωμένη η παλιά ζωή μας  κυνηγάει·
το δαχτυλίδι έπεσε στου ποταμού την κοίτη
και το νερό του χρόνου πίσω δε γυρνάει.

Mοιρολογούμε και πενθούμε, πια ξεριζωμένοι
πρόσφυγες που περιπλανιόμαστε στην ίδια πόλη·
κλαίγοντας τριγυρνάμε σα χαμένοι,
σαν τα πουλιά που χτυπηθήκαν από ασχέτου βόλι.

Πού είναι οι γέρικες ελιές κι οι φτέρες;
Πού είναι οι γάτες, η αλόη του παππού στη γλάστρα,
οι πόρτες μας που έτριζαν; Πού είναι οι μέρες
που έμοιαζαν ατέλειωτες και άπειρες σαν τ’ άστρα;

‘Σα να μη ζήσαμε ποτέ. Καλά που λείπεις’
είπες· καλά που δεν την είδα τη ζωή μας ισοπεδωμένη.
Aλλά με πνίγει ο λυγμός αυτής της λύπης
και η οργή που όσο κι αν πονάμε, μάρτυρας δε μένει
                                            από την τέχνη, την αγάπη, τη φιλία
                               όταν σταθούν ’μπρος στων αρχιτεκτόνων τη μανία.

___________________________________________________________________
Από: 'Τα 40 του Θανάτου', 
το βιβλίο που ετοιμάζω τώρα.

Στη Ρωμανού Μελωδού 5 ζήσαμε με τον Mr Kastell
χρόνια σα μέρες και μέρες σα χρόνια, με Τέχνη, όνειρα, παθιασμένη αγάπη, μεγάλες δυσκολίες και πίκρες που μοιραζόμασταν στον κοινό μας κήπο με την αγαπημένη μου (τότε) γειτόνισσα και (πάντα) φίλη Ηλιοστάλακτη Βαβούλη, μια γυναίκα μοναδική, προικισμένη με τη διακριτικότητα του ιδανικού γείτονα και τη στοργή του πιστού φίλου.
Ο πόνος μου που γκρεμίστηκε το αγαπημένο σπίτι έγινε πένθος βαρύ επειδή μαζί με τη γέρικη ελιά, τα κοτσύφια μου και τα θροΐσματα της ψηλής αχλαδιάς έχασα και τη συντροφικότητα και τη θαλπωρή μιας καθημερινότητας  που αν είχα παρόμοια εμπειρία νομίζω θα την έλεγα «οικογενειακή». 
Τη μετακόμιση τη βίωσα σα να ήταν  θάνατος ολόκληρης της μόνης «οικογένειας» που γνώρισα στη ζωή μου.

EIKONA
Μια από τις Νεκρές Φύσεις του Mr Kastell. To γραφείο μου, λουστραρισμένο κόκκινο με τα διάφορα λεξικά και το Petit Larousse της γιαγιάς μου που με συνόδευαν, απαραίτητα τότε στην προ Google εποχή.
Τον πίνακα, μαζί με πολλούς άλλους, τον έχω στον τοίχο του αθηναϊκού σπιτιού μας σήμερα και μου θυμίζει το παράθυρο που άνοιγε από πάνω του και τη θεία μου Ελευθερία (της οποίας η  μικροσκοπική φωτογραφία κρέμεται σήμερα στο γραφείο μου στη Μύκονο).





Συνέντευξη στην Κάλλια Βαβουλιώτη

αναδημοσίευση από το Πόλις Post

 


Tην συνάντησα ένα χειμωνιάτικο απόγευμα . Είχαμε μιλήσει λίγες μέρες πριν και αποφασίσαμε να συναντηθούμε σε ένα ήσυχο μέρος για να συζητήσουμε με άνεση. Γνώριζα ένα τέτοιο "στέκι" ήσυχο και με χαλαρή ροκ μουσική  μεταξύ Κολωνακίου και Εξαρχείων .  Το ραντεβού μας είχε κανονιστεί για ένα μεσημεράκι. Σκεφτόμουν να πάρω ταξί για να φτάσω εκεί , αλλά αποφάσισα να πάω με τα πόδια. Επιθυμούσα να εισπνεύσω την μαγεία της πόλης. Μια μαγεία τόσο παράξενη στην οποία βλέπεις την αλήθεια όπως είναι στους δρόμους. Έφτασα εκεί ,όντας αγχωμένη δέκα λεπτά πριν το ραντεβού μας.  Σε λίγο ήρθε και εκείνη , καθίσαμε και παραγγείλαμε τον καφέ μας. Συγκινήθηκε μάλιστα, διότι ο χώρος της έφερνε μια γλυκιά νοσταλγία στο νου.  Ήταν ακριβώς ίδιο από τότε που πήγαινε εκεί όταν ήταν έφηβη. Η συζήτηση μας κύλησε κάπως έτσι...


Πώς ξεκινήσατε να γράφετε; Θέλατε ανέκαθεν να γίνετε συγγραφέας; Πότε νιώσατε για πρώτη φορά την ανάγκη να δείτε τη σκέψη σας αποτυπωμένη στο χαρτί;

Δεν ξέρω μου φαίνεται πως πάντα έγραφα. Και με τις δύο έννοιες. Με μολύβι και χαρτί αλλά και νοερά επινοώντας ιστορίες. Όλοι έγραφαν εκεί που μεγάλωσα, ήταν φυσικό όπως σε άλλο περιβάλλον είναι το μαγείρεμα ή κάποια σπορ.
Πέρσι που κυκλοφόρησαν τα διηγήματα της αδελφής μου υπολόγισα ότι από όλη μου την οικογένεια μόνο δύο πρόσωπα (ο πατερας και μια αδελφή μου) δεν έχουν βγάλει βιβλίο. Ακόμα.
  
Μεγαλώσατε στην Αθήνα. Πώς σας φαίνεται η Αθήνα του τότε; Συγκρίνετε μου το παρελθόν και το παρόν της πόλης. Τι σας αρέσει και τι όχι ;

Σήμερα με συγκινεί μα τότε ήταν βασανιστική πόλη. Μεγάλωσα στο κέντρο, στη Νεάπολη και στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Κάθε φορά που με έβγαζαν από το σπίτι βρισκόμουν μπροστά σε νέα χαλάσματα, γκρέμιζαν τα παλιά σπίτια που ως τότε ήταν σημεία αναφοράς της παιδικής μου βόλτας. Ξεριζώνονταν τα γιασεμιά και τα νυχτολούλουδα, ξεχύνονταν στο δρόμο κατσαρίδες, ποντίκια και οι γάτες που είχα συνηθίσει να τις κοιτάζω από ψηλά να λιάζονται στα κεραμίδια, κρέμονταν στο κενό οι σφυρήλατες γυριστές σκάλες οι τόσο χαρακτηριστικές.. Οι σόλες των παπουτσιών μας ήταν πάντα λευκές, από τον ασβέστη των οικοδομών και το καλοκαίρι τα κομπρεσέρ έκαναν αδύνατη την παραμονή στο σπίτι.
Αυτές τις μέρες επισκευάζουν μια πολυκατοικία δίπλα στο σπίτι μου κι ακούω το μηχάνημα με το οποίο τρίβουν και θυμάμαι εκείνο το πνίξιμο, το μόνιμο εκνευρισμό του συνεχούς θορύβου. Δεν ξέρω αν υπάρχουν σιγαστήρες γι αυτά τα εργαλεία αλλά θα έπρεπε να εφευρεθούν ή έστω κάποιο υποχρεωτικό ασφαλιστικό προϊόν που να εξασφάλιζε αποζημίωση από τους εργολάβους, παραμονή σε κάποιο άλλο χώρο για όσο κρατά το μαρτύριο.

Το ν’αφήσει κανείς τη ζωή του στην πόλη και να πάει να ζήσει στην Εξοχή - στη Μύκονο εν προκειμένω-είναι τεράστια και δύσκολη απόφαση. Εσάς τι σας ώθησε σ’αυτή την απόφαση ζωής;

Η ησυχία, η γαλήνη, ο κύκλος των εποχών, το ότι (όπως έλεγε η Κάρεν Μπλίξεν) εμείς ξέρουμε ότι η Πρωινή Σελήνη δεν είναι Νέα Σελήνη.
Κι ίσως να με έδιωξε και η Αθήνα. Δεν τη βρίσκω άσχημη όπως άλλοι αλλά με ενοχλεί που δεν την αγαπούν, μοιάζει με γυναίκα που την κακομεταχειρίζονται. Είναι Αθηνοκεντρικός ο τρόπος διακυβέρνησης κι οι κάτοικοι ξέρουν πως για να προχωρήσουν πρέπει να είναι εδώ αλλά μόλις βρεθεί κενό 'δραπετεύουν'. Σα να μην είναι εδώ τα σπίτια τους, σα να είναι δέσμιοι σε κάτεργο. Οι λέξεις λένε πολλά, το δραπετεύουν/εγκαταλείπουν που ακούμε σε κάθε τριήμερο είναι πρωτοφανές, δε θα το πει ο Παριζιάνος ή ο Νεοϋορκέζος κι ας φεύγουν κι εκείνοι τα σαββατοκύριακα.

 Ο Σιδηρόπουλος -  τον οποίο γνωρίζατε προσωπικά-τραγούδαγε «Η φαντασία στην εξουσία». Αν μπορούσατε να διαλέξετε εσείς έναν άνθρωπο του πνεύματος ή της Τέχνης που θα κατείχε τα ηνία της εξουσίας στην Ελλάδα ποιος θα ήταν αυτός και γιατί;

 Επιτρέψτε μου να σας διορθώσω: Δεν είναι οι άνθρωποι του πνεύματος, το πνεύμα είναι των ανθρώπων.
Το 'Η Φαντασία στην Εξουσία' ήταν σύνθημα του Μάη του '68. Αίτημα μιας εκρηκτικής στιγμής, με όλη τη φρεσκάδα των νεανικών εξεγέρσεων. Και αν θυμάμαι καλά το τραγούδι κάτι τέτοιο λέει. '..Βάλε ταχύτητα με την καρδιά/η φαντασία στην εξουσία /δώσε τα ρέστα σου για μια βραδιά'. Πάτα το γκάζι,.. για μια βραδιά.. Μιλά για μια μικρή επανάσταση.
Τα νιώθουμε αυτά, έτσι είναι το πάθος. Όμως αλίμονό μας αν κυβερνούσαν οι καλλιτέχνες, θα τους χάναμε κι αυτούς και χώρα χωρίς Τέχνη χάνει την επαφή με το παρελθόν της, δεν έχει μέλλον. Είναι σπουδαίο πράγμα η πολιτική, θέλει κι αυτή τη «τέχνη» της• καλούς τεχνίτες όπως η Κηπουρική, η Ιατρική. Ωστόσο αλίμονό μας … διότι ο Καλλιτέχνης είναι η γέφυρα, το διάμεσο ανάμεσα στο εφικτό και το ανέφικτο. Ο Στοχαστής φέρνει το όραμα, ο Καλλιτέχνης οφείλει να είναι κριτής, η λυδία λίθος στη οποία δοκιμάζονται οι αξίες.

Πώς βλέπετε την πολιτική που ασκείται σήμερα; Ο κόσμος περνάει δύσκολα, υπάρχει μια μέση λύση; Πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα αισιόδοξα επίσης πώς οδηγηθήκαμε σ’αυτό το οικονομικό τέλμα κατά την άποψη σας;

Είμαι έντρομη όπως κάθε λογικός άνθρωπος.
Δεν είμαι πολιτικός για να ξέρω τι θα μπορούσε να γίνει, δεν έχω τις πληροφορίες ούτε τη γνώση για να επεξεργαστώ όσες έχω.

Δεν πιστεύω στους ηγέτες ή στα ηνία και σε όλα αυτά αλλά κοιτάζοντας προς τα πίσω νομίζω ότι είναι χαρακτηριστικό που για πάνω από μισό αιώνα κυβερνούν οικονομολόγοι και επικοινωνιολόγοι, άνθρωποι επιτυχημένοι στον κόσμο του εφήμερου, τα media. Ατομικά ίσως υπάρχουν και εξαιρέσεις αλλά και οι δυό αυτοί κλάδοι πάσχουν σε γνώση και αίσθηση της Ιστορίας, δε θέτουν ανθρωπιστικές προτεραιότητες και, κυρίως, δε στοχάζονται μακροπρόθεσμα. Έτσι δεν είναι προτεραιότητά τους ο στοχασμός για το τι κοινωνία ονειρευόμαστε, πώς θα θέλαμε να ζήσουμε, τι θέλουμε να διασώσουμε και τι μας λείπει. Κι όταν χρειάζεται να επικαλεστούν ιδανικά (συνήθως σε προεκλογικές εκστρατείες ή όταν προσπαθούν να επιβάλλουν δυσάρεστα μέτρα) καταφεύγουν σε κούφιες ξεπερασμένες έννοιες κι επικαλούνται πατρίδες, σύνορα και άλλα πεπερασμένα.

Αισιόδοξοι είμαστε όμως, δυστυχώς πάντα είναι οι άνθρωποι, νομίζουν ότι αν τη γλιτώσουν σήμερα, αύριο μπορεί να φτιάξουν τα πράγματα. Κι έτσι πορευόμαστε.

Τι σας απογοητεύει και τι σας ενθουσιάζει περισσότερο στους ανθρώπους;

Τα ίδια ίσως; Αυτό που μας ενθουσιάζει συνήθως δεν είναι αυτό που μας κουράζει όταν βαρεθούμε;

 Στο ποίημα σας «Επικούρειο» αναφέρετε
«Όταν θα έρθει ο θάνατος
εδώ δε θα με βρει.
Oταν θα έρθει ο θάνατος
πείτε του ότι λείπω.»
Φοβάστε τον θάνατο; Έχετε πλάσει κάποια ιδέα για το τι συμβαίνει αφού φύγουμε;

Ποιος δε φοβάται το άγνωστο; Κι είναι και το σώμα, η λατρεία του σώματος που το φροντίζουμε, το γυμνάζουμε, το αλείφουμε με κρέμες, προβληματιζόμαστε τι να φάμε, τι να πιούμε προκειμένου να συντηρηθεί σε καλή κατάσταση δίχως να αντέχουμε να παραδεχθούμε πως δεν διαφέρουμε από σαβανωτές και ταριχευτές αφού όλη μας η ζωή αφιερώνεται στη φροντίδα να είναι ωραία η σωρός που θα παραδώσουμε στην κηδεία.

Με το Θάνατο έχω ένα έντονο φλερτ πια. Παίζω μαζί του όπως όταν χρησιμοποιώ τα λόγια του Επίκουρου.
Πριν κάποια χρόνια έπαθα μια σοβαρή αρρώστια που με άλλαξε, συνειδητοποίησα ότι αν σου δοθούν τρία χρόνια ζωής μπορείς να τα ζήσεις σα δέκα ή μπορείς να πέσεις σε άρνηση, να κλαις, να τρέχεις από γιατρό σε γιατρό σπαταλώντας κι αυτό το λίγο που σου μένει. Εγώ τότε (είχα την τύχη να το καταλάβω νωρίς, ήμουν καλά, δεν υπέφερα) επέλεξα να κάνω τα τρία χρόνια δέκα, να κάνω μόνο ό,τι αγαπώ κι αυτό που αγαπώ να το εξαντλήσω. Έπινα, χόρευα, έγραφα. Τίποτε άλλο. Με το μετεγχειρητικό τσιρότο στο λαιμό έκανα παρουσίαση του βιβλίου μου (την Πόρτα της Ληνώς της οποίας τελευταία σελίδα είναι το Επικούρειο σα προφητεία που βρέθηκε εκεί εντελώς μεταφυσικά για να ανοίξει το επόμενο κεφάλαιο της ζωής μου). Από τότε ο Θάνατος είναι πάντα δίπλα μου και με βοηθά να ζω καλύτερα, συνειδητά.


Δεν συνηθίζετε να μιλάτε συχνά δημόσια. Για ποιο λόγο αυτό;

 Μιλάω μόνο γι αυτά που ξέρω. Ο πιο πολύς κόσμος θα βαριόταν.

Απαντώντας στο ερωτηματολόγιο του Προύστ έχετε απαντήσει στην ερώτηση «Αν συναντούσατε το Θεό τι θα θέλατε να σας πεί;» , «Κουβέντα, του έχω θυμώσει.»Γιατί αυτός ο θυμός; Ποια η σχέση σας με τον Θεό; Πιστεύετε σ’ εκείνον ως μία ανώτερη δύναμη ή στον μικρό θεό που λέγεται ότι κρύβεται μέσα σε κάθε άνθρωπο;

 Είμαι άθεη. Και αγνωστικίστρια προσθέτω, πράγμα που εξοργίζει τους άθεους γιατί είναι, μου λένε, σα να αφήνω ένα πορτάκι ανοιχτό. Μα δεν αφήνω. Ο άνθρωπος φτιάχνει θεούς καθ' ομοίωσιν του κι αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, σαν τους Αγίους που ήρθαν να πάρουν τα υπουργεία από τους αρχαίους θεούς. Είναι ενδιαφέροντα όλα αυτά, γοητευτικά και πολύ δυνατά. Αγαπώ τα σύμβολα, τα σέβομαι.

Aν πηγαίνατε κάπου που δεν θα είχατε την δυνατότητα να αγοράσετε βιβλία και έπρεπε να πάρετε ένα μόνο δικό σας βιβλίο μαζί για να το διαβάζετε συνεχώς. Ποιό θα ήταν αυτό και γιατί;

 Δικό μου.. εννοείτε γραμμένο από εμένα;
Κανένα εκδοθέν, δε είμαι από αυτούς που ξαναδιαβάζουν τα βιβλία τους. Θα έπαιρνα ένα ανέκδοτο, μισοτελειωμένο για να το τελειώσω και να μην τρελαθώ από πλήξη.
Υποφέρω αν δεν έχω βιβλία.

Είσαστε ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη σε κοινωνικά ζητήματα. Ασχολείστε με τον εθελοντισμό; Αυτή την περίοδο συμμετείχατε σε κάποια δράση;

Ναι έχουμε φτιάξει στη Μύκονο που ζω μια μονάδα Ανακύκλωσης, το Μοίκονος. Είναι τεράστιο το ζήτημα των σκουπιδιών στο νησί, έχουν γίνει φοβερές ατασθαλίες με συνέπεια να καίγεται το σκουπίδι σε μια φωτιά που καίει αδιάκοπα με ολέθριες συνέπειες για την υγεία μας. Είμαστε πολύ περήφανοι που φτιάξαμε το Μοίκονος εμείς οι κάτοικοι, επενδύοντας μια μετοχή των €100 ο καθένας και με τα έσοδα από την πώληση ανακυκλώσιμων πληρώνουμε το νοίκι και τους εργάτες μας, και επανεπενδύουμε.
Στη Μύκονο κάνουμε και εθελοντικά μαθήματα. Έχει πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους το νησί, καλλιτέχνες, επιστήμονες.. Σκεφτήκαμε λοιπόν να μοιραστούμε τις γνώσεις μας. Εγώ έκανα ένα δίωρο την εβδομάδα Ποίηση-Στιχουργική. Στην ουσία μου δώθηκε ευκαιρία να κουβεντιάσω αυτά που αγαπώ, έφερνα τραγούδια, να ακούσουμε, ποιήματα να διαβάσουμε. Νόμιζα ότι δε θα είχα ανταπόκριση, ποιος νοιάζεται έλεγα. Να σκεφτείτε δεν έκανα εγγραφές, νόμιζα ότι κι αν γραφτούν μετά που θα βαριούνται να έρθουν θα ντρέπονται να με συναντήσουν. Είπα λοιπόν ότι θα έχω ανοιχτές τις πόρτες κι όποιος θέλει ας μπαίνει έστω και για λίγο, να ακούσει ένα ποίημα ανάμεσα στις δουλειές του- κακό δεν κάνει. Και τελικά είχα μεγάλη ανταπόκριση, κανείς δεν εγκατέλειψε, ίσα- ίσα έφερναν και φίλους. Και πεσκέσια, μια κοπέλα μας αγόρασε για όλους από ένα τεύχος ενός μικρού περιοδικού Ποίησης που ανακάλυψε (Αστυδρόμος λέγεται), ένας κύριος της Γαστρονομικής Λέσχης του νησιού μας έφερνε σπιτική λεμονάδα ή Gin Fizz, ο αμπελουργός μας έφερνε κρασί, άλλοι μεζεδάκια..
Σας τα λέω αναλυτικά διότι για μένα ήταν αποκάλυψη. Με τον εθελοντισμό ξεδιπλώνεται η γενναιοδωρία των ανθρώπων. Ξεκινώντας με προσφορά και αποδεσμευμένος από τα δεσμά της τάχα εμπορικότητας, ανακαλύπτεις πως δεν είναι μόνο το εύκολο και το πεπατημένο δημοφιλή. Μπορεί ο επενδυτής να φοβάται να ρισκάρει και να αναπαράγονται ξανά και ξανά οι ίδιες ιστορίες στα σίριαλ και τις επιθεωρήσεις αλλά το κοινό διψά για το αλλιώτικο.
Διψάμε για γνώση. Παρακολούθησα τα μαθήματα Μυκονιάτισας Καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αιγαίου με θέμα την Ανθρωπολογία του Τουρισμού κι ήταν γεμάτη η αίθουσα, δεν τα χορταίναμε. Τόσο διαφορετικοί άνθρωποι μεταξύ μας (από συνταξιούχο οικοδόμο απόφοιτο Δημοτικού ως επιχειρηματία απόφοιτο Νομικής) κρεμόμασταν από τα χείλη της.

Και το άλλο που ασχολούμαι και με καίει είναι ο Σύλλογος Θεραπευομένων ΟΚΑΝΑ που φτιάξαμε για να προστατευθούν οι θεραπευόμενοι από αυθαιρεσίες και καταστρατηγήσεις αλλά και για να διεκδικήσουμε καλύτερη θεραπεία, ενημέρωση, δικαιοσύνη. Για μένα φλέγον είναι να χτυπηθεί και το στερεότυπο, η εικόνα του χρήστη που αναπαράγεται κατά κόρον και που δεν αντιπροσωπεύει το σύνολο αλλά μια μικρή ομάδα που χρήζει βοηθείας. Έχουμε ένα blog στο οποίο εκθέτουμε τις απόψεις μας για τη θεραπεία, τις ουσίες αλλά και ευρύτερα τη θέση μας για την Αποποινικοποίηση. Βρέθηκα στην Αθήνα διότι συμμετείχαμε στις εκδηλώσεις στην Τεχνόπολη στο Γκάζι. Μας προσκάλεσε η 'Θετική Φωνή' επ' ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας HIV/AIDS.
Ανήκουμε κι εμείς στις ευπαθείς ομάδες όπως καταλαβαίνετε. Το ίδιο σημαντική είναι για μας η ενημέρωση για τον HCV (τον ιό της Ηπατίτιδας C). Έχουμε χάσει πολλούς ανθρώπους, ούτε δυό μήνες δεν είναι που πέθανε από κίρρωση ο πολύ καλός μου φίλος Nicholas Liber• εσείς θα τον ξέρετε από το 'εν λευκώ', το θρυλικό εξώφυλλο του Σιδηρόπουλου. Τα τελευταία χρόνια έφτιαχνε χάρτες. Μεγάλα, λάδια. Χάρτες τόπων φανταστικών. Σχεδιάζαμε μια έκθεση στη Μύκονο, του έγραψα ένα μεγάλο ποίημα για να συνοδεύει τα έργα κι ένα κείμενο για τον κατάλογο. Δεν προλάβαμε. 

Τέλος μια προτροπή και μια συμβουλή για τους νέους .

 'Η νιότη πάει χαμένη στους νέους', είπε ο Bernard Shaw, να το θυμούνται. Διότι στη ζωή μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις αν πληρώνεις το λογαριασμό. Η δυστυχία μας είναι μεγαλώνοντας να μας έρχεται ένας λογαριασμός για πράγματα που δε θέλουμε πια.


       

 _______________________________________________________________
*Η πρώτη φωτογραφία του άρθρου (στο σπίτι της στην Αθήνα) είναι του Nicholas Liber, underground ζωγράφου και καλού φίλο της Δάφνης Χρονοπούλου.

Η φίλη μου κυρία Ντόρα Ρωζέτη




Ελένη Μπακοπούλου
Οδός Πανός, σελ. 183, €15

Ποια ήταν η Ντόρα Ρωζέτη που σκανδάλισε τη λογοτεχνική Αθήνα του 1929 με τη λεσβιακή νουβέλα 'Η Ερωμένη της' (που επανεκδόθηκε το 2006 από το Μεταίχμιο), το φοιτητικό ημερολόγιο ενός κοριτσιού που μιλά ανοιχτά για τις ερωτικές συνευρέσεις με τη φίλη της; Χήρα συνταξιούχος γιατρός πια, επιμένει να μείνει ανώνυμη, τρομαγμένη από τις κοινωνικές συνέπειες που την έστρεψαν στο γάμο και το συντηριτισμό παρά τις ορμές που παραδέχεται πως την συντάρασσαν ως μετά την κλιμακτήριο. Σε ένα μικρό διαμέρισμα, μόνη, εξομολογείται στην Ελένη Μπακοπούλου και διαλύει το μυστήριο διατηρώντας τη γοητεία.
_____________________________________________
Περιοδικό INFΟ, Ιούνιος 2013

Η εικόνα δεν είναι του εξωφύλλου αλλά του Λευκώματος της Οδού Πανός που έχει κάνει και αφιέρωμα σε ολόκληρο τεύχος. 


Ναουρού, το ρημαγμένο νησί: Πώς ο καπιταλισμός κατέστρεψε την πλουσιότερη χώρα του κόσμου


'Ναουρού, το ρημαγμένο νησί'
του Luc Folliet
Μετάφραση: Γιάγκος Κολιοπάνος
Εκδόσεις: ΤΟΠΟΒΟΡΟΣ, σελ 120, €5/600 λιρέτες Εξαρχείων



Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε τη φτώχεια αναπόφευκτο χτύπημα της μοίρας. Κάθε φτωχός τόπος όμως έχει την ιστορία του και μελετώντας την ανακαλύπτουμε τα αίτια, κλειδιά που σφράγισαν πακτωλούς ή άνοιξαν δρόμο σε συμφορές.
Μια τέτοια περίπτωση είναι το νησί Ναουρού (Anoeoero κατά γερμανικό αποικιοκρατικό λεξικό, αν και από το 1909 υποστήριζεται πως έρχεται από τη φράση a-nuau-a-a-ororο που σημαίνει 'πηγαίνω στην παραλία'). Βρίσκεται στον Ειρηνικό, έχει εννέα χιλιάδες κατοίκους και το 1970 ήταν η πλουσιότερη χώρα του κόσμου. Τεράστια αποθέματα φωσφορικού άλατος στο υπέδαφός του μετέτρεψαν τους απλούς ψαράδες της μικροσκοπικής Δημοκρατίας σε άπραγους πολυεκατομυριούχους με παγκόσμιες επενδύσεις.
Σήμερα είναι μια πάμφτωχη χώρα με μόνη παγκόσμια πρωτιά την παχυσαρκία και το διαβήτη και προσδόκιμο ζωής κάτω από τα πενήντα χρόνια. Η μικρή Δημοκρατία έχει χρεοκοπήσει και επιβιώνει ως φορολογικός παράδεισος απατεώνων νοικιάζοντας μάλιστα εδάφη σε ξένες χώρες για χτίσιμο στρατοπέδων κράτησης μεταναστών. Οι ξένες πρεσβείες ανοιγοκλείνουν κι η ζωή των κατοίκων ρυθμίζεται από τις επισκέψεις στα Κέντρα Υγείας.
Το Ναουρού πρωτοεξερευνήθηκε από τους Ευρωπαίους το 1513. Οι πρώτοι κάτοικοι μάλλον κατέφθασαν εκεί από τις Φιλιππίνες και τη Μαλαισία κι οι πρώτοι Ευρωπαίοι κάτοικοι ήταν δραπέτες του νησιού-φυλακής Νόρφολκ στην Αυστραλία.
Ο Luc Follet την επισκέφθηκε και ερευνά τη συναρπαστική, διδακτικότατη και πολύ επίκαιρη αυτή υπόθεση του πώς καταστράφηκε η πλουσιότερη χώρα στον κόσμου.
______________
Για το περιοδικό Info, Ιούνιος 2013

Με Φρόυντ ή Αρχίλοχο πώς γέλιο τιθασεύει το θηρίο






'Μα τι του βρίσκεις;' ρώτησε ζηλιάρης σύζυγος μια φίλη μου κι εκείνη, μέσα στην ταραχή της απάντησε 'είναι πολύ σέξυπνος'. Έξυπνος σκόπευε να πει βεβαίως μα η γλώσσα της την πρόδωσε. Μια στιγμή βλακείας; Ναι. Όμως σε άλλες συνθήκες και αν δεν κοκκίνιζε θα λέγαμε πως ήταν πνευματώδης.
Η σύμπτυξη αντίθετων λέξεων είναι το πρώτο που παρουσιάζει ο Φρόϋντ στο καταπληκτικό βιβλίο του 'Τα Αστεία και η σχέση τους με το Ασυνείδητο' όπου αναλύει το κρυφό και καλυμμένο και τα παιχνίδια που μας κάνουν να γελάμε αντί να θυμώσουμε. Κι είναι ενδιαφέρον και χαρακτηριστικό της εντιμότητας και της ευσυνειδησίας του που, Εβραίος σε επικίνδυνο καιρό, συγκέντρωσε για ανάλυση εβραϊκά ανέκδοτα της εποχής, διδάσκοντάς μας και δια παραδείγματος τη καταλυτικότητα που έχει στη ζωή το χιούμορ.
Αστεία τυχαία, σκόπιμα ή πανέξυπνα, τα μελετά με ανατομικό ταλέντο και τα ανασυνθέτει, εξηγώντας μας πως για να βρούμε τι κρύβεται πίσω τους πρέπει να τα ανασκευάσουμε αφαιρώντας τα από τον κωμικό τους 'φάκελλο', το περιτύλιγμα που μας σερβίρει ως αστεία μια ιδέα που μπορεί να μας ελκύει ή να μας τρομάζει. Παράδειγμα η φίλη μου: Αν έλεγε 'μου αρέσει ερωτικά και είναι και έξυπνος' δε θα είχαμε γελάσει.
Διότι το αστείο κάτι κρύβει ή ανατρέπει. Είναι το καθημερινό μας καρναβάλι, μια ανάπαυλα στο χρόνο όπου δια της μεταμφίεσης όλα επιτρέπονται, ακόμα― και κυρίως― η βλακεία.
Χαρακτηριστικός ο Μπόρατ (του κωμικού του εξειδικευμένου επί των ρατσιστικών διακρίσεων Σάσα Μπάρον Κόεν) όταν ως αδαής απολίτιστος από το Καζακστάν επισκέπτεται τις φωτισμένες ΗΠΑ όπου του εξηγούν συγκαταβατικά ότι 'εδώ εμείς δε γελάμε με τους ανθρώπους που πάσχουν από διανοητική καθυστέρηση' κι εκείνος απαντά ξεκαρδισμένος:
―Μα... είναι γιατί δεν έχετε δει τον ηλίθιο του χωριού μου..
Γελά ο Μπόρατ με τον καθυστερημένο  του χωριού, γελάμε κι εμείς οι πολιτισμένοι με την (κοινωνική) καθυστέρηση του Μπόρατ, προσλαμβάνοντας τον ως  'χείρονα' ημών, κατώτερό μας.
Επειδή, όπως το είπε ο Αριστοτέλης, η Τραγωδία έχει ήρωες 'βελτίωνες' ημών, η Κωμωδία 'χείρονες' κι εμείς βεβαίως στη μέση, θαυμάζουμε ή γελάμε ώστε να σιγουρευόμαστε πως στην απλή μας τη ζωή, όσο θα αποφεύγουμε τα τραγικά παθήματα τόσο δεν θα είμαστε  και χείρονες αλλά 'ασφαλείς' εντός του μέσου κόσμου των κοινών θνητών που 'ώσπερ ημείς' πορεύονται.
Κι όπως κοιτάζουμε ψηλά για ήρωες και πρότυπα (και τα αποκαθηλώνουμε ή τα αποθεώνουμε για να πιστέψουμε το θαύμα) έτσι  γελάμε με τους Καραγκιόζηδες και τους παλιάτσους, με τα παθήματα του πιο αφελούς καθησυχάζοντας όταν υπάρχει πιο 'κουτός' και πιο γκαντέμης από εμάς.

Ο άνθρωπος την αγαπά τη Λογική, το τετράγωνο, την ορθή γωνία. Αυτός την έφτιαξε. Κάθε υπονόμευσή της αποτελεί μια ανοιχτή γραμμή προς τον άγριο κόσμο του Ασυνείδητου, του παραλόγου. Σαν το θρήσκο κι ευυπόληπτο κοινό που ξεκαρδίζεται ηχηρά στη σκοτεινή αίθουσα θεάτρου στην κάθε ασήμαντη σκατολογική βωμολογία της Επιθεώρησης, σαν απολλώνιοι σοφοί που γελούν με τους διονυσιακούς φαλλούς της Κωμωδίας, έτσι χαμογελάμε με την κάθε ανατροπή της Λογικής και της ευπρέπειας απ' την ανάγκη μας για μικρές ανάσες εντός πνιγηρών ορίων, κλεισίματα ματιού στο χάος το οργιαστικό που ελοχεύει εντός μας. 

Από συμπόσια τελετουργικά κι αρχαία θέατρα μέσω λουτρών και σαλονιών μάς έρχεται και το γκροτέσκ της γκάφας και η εξευγενισμένη  του μορφή το λογοπαίγνιο, αυτό που στα πιο υψηλά και κοσμικά  πάντα ξεχώριζε τους 'πνευματώδεις' από τους συνηθισμένους.
Είτε έτσι, είτε αλλιώς η αναποδιά είναι η αρχέγονη πηγή του χιούμορ.
Το αστείο είναι μια μικρή επανάσταση κι όπως ο εγκρατής γελά με το όργιο λόγου ή σάρκας που κοινωνικά του απαγορεύεται, έτσι  γελά και με την ανοησία. Τη βλακεία. Οι σοφιστές με ανατροπές της λογικής και των ηθών ή, οι πιο πρωτόγονοι από μας, με γκάφες.
Το περιγράφει η Κάρεν Μπλίξεν πως στη φάρμα της ήταν συγκεκριμένη η ημέρα που επειδή κατέφθαναν προμήθειες συνήθιζε να δίνει στις γυναίκες των Κικούγιου από μια ποσότητα καπνού επειδή πολύ τους άρεσε. Κι ήταν σα πανηγύρι, σα γιορτή, καθώς από πριν ξημερώσει κατέφθαναν και κάθονταν υπομονετικά σα σε αμφιθέατρο για να την περιμένουν να ξυπνήσει να μοιράσει τα πεσκέσια. Έτυχε όμως μια φορά και ο καπνός δεν ήρθε. Ανησυχούσε πώς να τους το πει, τι απογοήτευση θα προκαλούσε και πώς θα αντιδρούσαν αφού είχαν κάνει κάποιες ποδαρόδρομο ημερών για τον καπνό τους. Αλλά μόλις τους το ανακοίνωσε, με μεγάλη καθυστέρηση, προς απορία κι έκπληξή της μετά από μια παύση για να το χωνέψουν ξέσπασαν σε γέλια τρανταχτά σα να κορόιδευαν άλλους που την πάτησαν, όπως γελάνε τα παιδιά με τα παθήματα παλιάτσων ή με την πείνα που έχει ο Καραγκιόζης και το Κολλητήρι του.
Κι αυτό το γέλιο στο οποίο ξέσπασαν εις βάρος των εαυτών τους οι γυναίκες της Αφρικής όταν 'την πάτησαν' μένει ίδιο σε κάθε εποχή ή πολιτισμό κι εμάς μας έρχεται απ' ευθείας και ως έκφραση από το 'Αρχίλοχον πεπάτηκας' που έλεγαν στην αρχαιότητα όταν κάποιον τον γελοιοποιούσε ψέγοντας μέχρι λοιδωρίας τα αδύνατα σημεία του ένας συμπότης ξύπνιος και ευφραδής όσο ο σκωπτικός και βωμολόχος Αρχίλοχος του 7ου αιώνα π.Χ. που έμεινε θρυλικός για τα πειράγματά του.
Γελάει το παιδί με τον παλιάτσο που πατά τη μπανανόφλουδα, γελάνε κι οι σοφοί δια των αιώνων που ο Επιμενίδης ο Κρητικός είπε πως όλοι οι Κρητικοί λένε ψέματα, πατώντας την κι αυτός ―αν και επίτηδες, σοφιστικά, δηλαδή αυτοακυρώνοντας τη δήλωσή του και μένοντας γι αυτό στην Ιστορία, γελάμε, κατά βάθος, όλοι με τον εαυτό μας. 
Διότι κι αν επιλέξαμε το Απολλώνιο ιδανικό, ο Πάνας (ο αδελφός ο ομογάλακτος του Δία) κι ο Διόνυσος του μεθυσιού και της αποχαλίνωσης ζουν πάντα μέσα μας. Γι αυτό κι αν στο συμπόσιο της κόσμιας ζωής μας ξεμέθυστοι επικαλούμαστε με παιάνες τον Απόλλωνα,  με το μεθύσι της Βακχείας ξεπηδούν οι ζωηροί διθύραμβοι του Διονύσου που 'Λύσιος' και 'Ελευθερεύς' ανοίγει πόρτες και παράθυρα να αναπνεύσει το Άλλο, το μυστικό και άγριο που φυλακίζει η κοινωνία μέσα μας.

'Ο πρώτος άνθρωπος που έριξε βρισιά αντί χαστούκι έκανε ένα άλμα προς τον Πολιτισμό' είχε πει ο Φρόϋντ αλλά όταν μιλάμε για το γέλιο βλέπουμε ότι κι ο πρώτος που είπε ένα αστείο αντί να βρίσει ή να δακρύσει έκανε το επόμενο μεγάλο βήμα και καταφέραμε να τιθασεύσουμε ως Κοινωνίες το θηρίο που αν το σκοτώναμε θα είχαμε πεθάνει.
______________________
Για το Φαρφουλά, τεύχος 16ο, Μάιος 2013