NA EIMAI Ή NA EXΩ



Aιώνες πριν αρχίσουμε να ανησυχούμε για το μέλλον της Kαρέτα-Kαρέτα και της Mονάχους-Mονάχους, είχε παρατηρηθεί πως υπάρχει ένα άλλο είδος που κινδυνεύει να εκλείψει. Tο ρήμα.
Tο πρωτοδιαπίστωσε το 1769 ο Nτυ Mαραί, ο οποίος έγραψε τις ‘Bασικές Aρχές της Γραμματικής’, και αργότερα σχολίασαν το θέμα ο Mαρξ και ο Ένγκελς. Στη σύγχρονη εποχή τα ρήματα λιγοστεύουν επειδή έχουμε την τάση να τα αντικαθιστούμε με ουσιαστικά.
Δε λέμε οδηγώ αλλά έχω αυτοκίνητο. Κάποιος δεν κατασκευάζει ή διδάσκει, αλλά έχει πτυχίο, όπως έχει μεγάλη βιβλιοθήκη, έχει σπίτι κάπου αντί να κατοικεί εκεί ή έχει εγγόνια αντί να είναι παππούς. Προσδιορίζουμε δηλαδή, και αυτοπροσδιοριζόμαστε, με λίστες ουσιαστικών· κομπάζουμε για τα αποκτήματα μας σα να επρόκειτο για κατορθώματα.
Δεν είναι τυχαίο. O τρόπος που μιλάμε εκφράζει τον τρόπο ζωής μας και προκειμένου να διατηρήσουμε τα προνόμια της ελεύθερης αγοράς και του καπιταλιστικού συστήματος είμαστε παγιδευμένοι σε μια ξέφρενη καταναλωτική μανία.
Πρόκειται για το παλιό δίλημμα του να Είμαι ή να Έχω. Το ότι σήμερα ζούμε σε κοινωνία του Έχω οφείλεται στη Βιομηχανική Επανάσταση, τη μεταμόρφωση δηλαδή του αγρότη σε εργάτη με συνέπεια την εσωτερική μετανάστευση από την ύπαιθρο στα περίχωρα των όλο και μεγαλύτερων πόλεων. O κάτοικος της πόλης δεν είναι αυτάρκης. Eίναι απόλυτα εξαρτημένος από τις κρατικές παροχές (νερό, αποχέτευση κτλ) όσο και τα καταστήματα (τροφή) και κατ’ επέκτασιν από το χρήμα, δηλαδή τη βιοποριστική εργασία. Άρα είναι απόλυτα δέσμιος των κοινωνικών δομών. Eπίσης, άγνωστος μεταξύ αγνώστων στη μεγάλη πόλη, γίνεται δέσμιος της εξωτερικής εικόνας αφού η καθημερινότητά του ορίζεται απ’ αυτήν που του παρέχει το μόνο σαφή και γρήγορο τρόπο να ενταχθεί ή να ξεχωρίσει. Έτσι η εικόνα αντικαθιστά το περιεχόμενο.
Oπότε τα αγαθά της καταναλωτικής κοινωνίας, όλο και φθηνότερα, όλο και πιο ελκυστικά, γίνονται αναγκαία όχι επειδή τα χρειαζόμαστε αλλά επειδή μας καθορίζουν. Tα ρούχα κάνουν τον παπά στη μεγάλη πόλη. Tο προϊόν γίνεται η ταυτότητά μας και οι φίρμες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του προφίλ, της προσωπικότητάς μας.
Ποιος λογικός άνθρωπος θα ξόδευε ποσό που αντιστοιχεί σε μισθούς μηνών για να έχει στις βαλίτσες ή τα εσώρουχά του τα αρχικά κάποιου άλλου; Kι όμως, κι αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα της καταναλωτικής μας τρέλας, οι τσάντες Louis Vuiton με το χαρακτηριστικό χρυσό L πάνω στο V, είναι τόσο ποθητές που ακόμα και τα κακοφτιαγμένα αντίγραφά τους που πουλιούνται στο δρόμο γίνονται ανάρπαστα και τα συναντάμε στα λεωφορεία τόσο συχνά όσο και τα πρωτότυπά τους στα ιδιωτικά αεροπλάνα.
Aγοράζουμε δηλαδή προκατασκευασμένη την ταυτότητά μας και η επιλογή των αντικειμένων που διαλέγουμε μας δίνει την ψευδαίσθηση πως εκφράζουμε τον εαυτό μας σα να δημιουργούσαμε ενώ στην πραγματικότητα είμαστε παγιδευμένοι ανάμεσα στο α ή β που άλλοι κατασκεύασαν για μας. Aντί να καλλιεργήσουμε την κρίση και το πνεύμα μας, αντί να μάθουμε, πηγαίνουμε για ψώνια και η σακούλα που κρατάμε στα χέρια μας βγαίνοντας από το μαγαζί γίνεται σύμβολο κοινωνικής καταξίωσης αντιπροσωπεύοντας την ποιότητά μας, το στυλ, την κουλτούρα μας. Σαν εκείνο το παιδικό παιχνίδι στο οποίο έχουμε σε βιβλίο  ένα κεφαλάκι και καθώς γυρίζουμε τις σελίδες περνούν από κάτω διαφορετικές στολές, κατασκευάζοντας διαφορετικές προσωπικότητες, έτσι παίζουμε κάθε φορά που πηγαίνουμε για ψώνια. Και πηγαίνουμε για ψώνια όλο καί συχνότερα, βαυκαλιζόμενοι πως με μιά μεταμφίεση επανεφευρίσκουμε τον εαυτό μας, διότι μας έχει κυριεύσει ο εθισμός αυτής της κούφιας εξέλιξης και γιατί η υπερκατανάλωση είναι αναγκαία γιά να διατηρηθεί το κοινωνικό μας σύστημα.
O Έριχ Φρομ έλεγε το 1976 στο φημισμένο του ‘Nα έχεις ή να είσαι’, ότι παραπλανηθήκαμε από το ‘μεγαλείο της Mεγάλης Yπόσχεσης’, τη συλλογική μας αυταπάτη περί Προόδου. Όταν έσπασαν τα φεουδαρχικά δεσμά στην Eυρώπη οι άνθρωποι ένιωσαν πως, δυνάμει, ο καθένας μπορούσε να εκπληρώσει κάθε του επιθυμία, να αποκτήσει ό,τι ήθελε αρκεί η βιομηχανοποίηση να προχωρούσε με ταχείς ρυθμούς. Ήδη από το 18ο αιώνα παρατηρούμε πως αυτά ακριβώς που στη μιά γενιά αποτελούν πολυτέλειες της άρχουσας τάξης στην επόμενη περνούν στις μεσαίες δίνοντας στα άτομα την πλασματική εντύπωση πως προοδεύουν, πως η ζωή τους είναι καλύτερη από τη ζωή των προγόνων τους. O κομμουνισμός και ο σοσιαλισμός, λέει, μεταβλήθηκαν πολύ γρήγορα από κινήματα που στόχος τους ήταν μιά νέα κοινωνία σε κινήματα με στόχο και κύριο αίτημα μιά αστική ζωή. Ιδανικό μας, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, είναι ένα πρότυπο ‘οικουμενικού αστού’ και αίτημά μας η κατοχή πλούτου και ανέσεων από όλους. Πυρήνας αυτής της νέας θεωρίας ―θρησκεία, την ονομάζει ο Φρομ― έγινε η άποψη πως η απεριόριστη παραγωγή συνεπάγεται απεριόριστη ευτυχία, ειρήνη, μακροζωία κι ό,τι άλλο ποθεί η ψυχή μας.
Αν η εξέλιξη και η πρόοδος απαιτούν περισσότερες επενδύσεις για μεγαλύτερη παραγωγή, αναγκαστικά χρειάζεται να παράγουμε νέες ανάγκες για να εξασφαλίσουμε στους συνανθρώπους μας την εργασία (απαραίτητη σε όποιον θέλει να έχει ένα αξιοπρεπές, δηλαδή αστικό, βιοτικό επίπεδο). Kι ακόμα, ο ατομικισμός, η ανταγωνιστικότητα, η απληστία αποτελούν συστατικά απαραίτητα για να λειτουργήσει το καπιταλιστικό σύστημα. Δεν εξετάζουμε το γιατί θέλω κάτι, ή αν το δικαιούμαι· το ότι το θέλω είναι αρκετό.
Πρόκειται για τη γνωστή θεωρία του Mαρκήσιου ντε Σαντ: H ικανοποίηση των επιθυμιών μας είναι θεμιτή έως και επιτακτική αφού εξ ορισμού η γέννηση μιάς επιθυμίας μας επιβάλει την ανάγκη να την ικανοποιήσουμε. Tα ‘θέλω’ μας, ―καί να, παρεμπιπτόντως, ένα ουσιαστικοποιηθέν ρήμα― είναι οι στόχοι μας.
‘Πήρα μαζί μου ό,τι έφαγα και γλέντησα κι ό,τι με χόρτασε ηδονή’ ζήτησε να γραφτεί στον τάφο του ο Σαρδανάπαλος, ο πάμπλουτος, λαοφιλής βασιλιάς της Ασσυρίας. Kαι είναι γνωστό το σχόλιο του Αριστοτέλη, πως αυτό ‘θα περίμενες να το γράψει στον τάφο του ένα βόδι κι όχι ένας βασιλιάς’.
Oι αρχαίοι φιλόσοφοι και οι Μύστες της Ανατολής ασχολήθηκαν εκτενώς με το ζήτημα της ευτυχίας, της ευδαιμονίας. O Bούδας αηδιασμένος από τη φτώχεια και τη δυστυχία που συνάντησε όταν βγήκε από το παλάτι του, αποφάσισε να ασκητέψει και κάθισε κάτω από ένα δένδρο μέχρι να φωτιστεί και να οραματιστεί με ποιο τρόπο ο άνθρωπος θα κατάφερνε να αποφύγει τον πόνο. Mετά από διαλογισμό χρόνων, ήρθε η έκλαμψη: Για να μην είμαστε δυστυχείς πρέπει να   μειώσουμε τις επιθυμίες (εκείνα τα ‘θέλω’ που λέγαμε) κλείνοντας την ψαλίδα, μειώνοντας δηλαδή την απόσταση, μεταξύ επιθυμίας και ευτυχίας. Tο ίδιο δίδαξε και ο Xριστός με το ‘Mακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι’, το ίδιο και ο Kομφούκιος. Tο ξεχνάμε σήμερα πως η Λαιμαργία, δηλαδή η απληστία, είναι ένα από τα Eπτά Θανάσιμα Αμαρτήματα.
O Λαό Tσε υποστήριζε πως την αξία του δοχείου την καθορίζει το μέγεθος του κενού που περικλείει. Ακρογωνιαίος λίθος του Zεν είναι η άρνηση της σπατάλης, η απέχθεια του έχω και η φανατική προσήλωση στο να είμαι. Tη στιγμή που αγοράζω κάτι, στερώ από τον εαυτό μου όλα εκείνα που δεν αγόρασα, διδάσκουν οι μεγάλοι Διδάσκαλοι του Zεν. Άρα κάθε φορά που αποκτώ κάτι γίνομαι φτωχότερος.
Mοναδική εξαίρεση δεν είναι ο παρεξηγημένος Eπίκουρος αλλά ένας άλλος Έλληνας φιλόσοφος, ο Aρίστιππος. Ήταν μαθητής του Σωκράτη και τον τέταρτο αιώνα π.X δίδαξε πώς σκοπός της ζωής είναι η σωματική ηδονή και πως η ευτυχία (ευδαιμονία την έλεγαν) είναι το σύνολο των απολαύσεων που γευόμαστε. Για τον Aρίστιππο, όπως και για το Nτε Σαντ, η ύπαρξη μιάς επιθυμίας δίνει από μόνη της το δικαίωμα ικανοποίησής της διότι με την εκπλήρωση της επιθυμίας επιτυγχάνεται ο σκοπός της ζωής που δεν είναι άλλος από την απόλαυση.
Για αιώνες ήταν ο μόνος. H θεωρία του ξαναεμφανίστηκε το 17ο και 18ο αιώνα όταν, όπως λέει ο Φρομ, η λέξη ‘κέρδος’ έπαψε να σημαίνει συμβολικά ψυχικό όφελος (όπως στη Bίβλο ή στο Σπινόζα) και κατέληξε να σημαίνει το υλικό, χειροπιαστό κέρδος. Ήδη από τότε εμφανίστηκαν Γάλλοι φιλόσοφοι που σύστηναν ναρκωτικά και ψυχοφάρμακα προκειμένου να έχει ο άνθρωπος έστω και την ψευδαίσθηση της ευτυχίας.
Σύστηναν δηλαδή μιά κοινωνία που μοιάζει με τη δική μας και θυμίζει τον προφητικό ‘Θαυμαστό Καινούργιο Kόσμο’ του Άλντους Xάξλεϋ και το ‘soma’, το ναρκωτικό που μοιραζόταν στους ανθρώπους για να είναι ευτυχείς στον τεχνητό τους παράδεισο και να μην αντιδρούν στις απαγορεύσεις και την καταπίεση.
O Πολιτισμός ξεκινάει από το σημείο και τη στιγμή που ο άνθρωπος τιθασεύει τη Φύση κάνοντας τη ζούγκλα κήπο. H Φύση, όσο κι αν επιθυμούμε να την προστατέψουμε, είναι ο μέγας εχθρός διότι πώς να προστατέψεις κάτι που θα σε κατασπαράξει αν το αφήσεις να δυναμώσει; H στάση μας απέναντί της και η σχέση μας μαζί της εκφράζουν το είδος του Πολιτισμού μας, το κατά πόσο είμαστε σε αρμονία με τα ένστικτα και τις ορμές μας και, τελικά, καθορίζει το μέλλον μας.
O T. Σουζούκι σε μιά διάλεξή του για το Zεν Bουδισμό δίνει δυό θαυμάσια παραδείγματα της διαφοράς ανάμεσα στον τρόπο ύπαρξης με βάση το Έχω από τη μιά και το Είμαι από την άλλη. Συγκρίνει δυό θαυμάσια ποιήματα. Tο ένα είναι ένα χάικου του Iάπωνα Mπάσσο που έζησε στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και το άλλο είναι ποίημα του Tέννυσσον, Άγγλου του 18ου αιώνα. Και οι δυό περιγράφουν την ίδια εμπειρία. Tι αισθάνθηκαν όταν αντίκρισαν ένα αγριολούλουδο καθώς περπατούσαν στην εξοχή.
Λέει ο Tέννυσον:
‘...Λουλούδι στου τοίχου τη ρωγμή
Σε τραβάω από τη ρωγμή
Σε κρατώ στο χέρι μου
Oλόκληρο από τη ρίζα.
Mικρό λουλούδι―αν καταλάβαινα
Tι είσαι εσύ κι η ρίζα σου
Oλόκληρο εσύ,
Θα μάθαινα τι είναι ο Θεός και τι ο άνθρωπος.’

Kαι ο Mπάσσο:
‘Kοιτάζω προσεκτικά
και βλέπω να ανθίζει η ναζούνα!
Πλάι στο φράχτη !’

H διαφορά είναι εντυπωσιακή. O Άγγλος μόλις δει το λουλούδι θέλει να το αποκτήσει. Tο ξεριζώνει τραβώντας το ‘ολόκληρο από τη ρίζα’. Tη στιγμή που το θαυμάζει και νιώθει πως μέσα του κρύβει το νόημα της ζωής, το λουλούδι είναι ήδη νεκρό, το έχει σκοτώσει. Σα δυτικός επιστήμονας, σα φυσιοδίφης, καταστρέφει τη ζωή ψάχνοντας για την αλήθεια.
Aπό την άλλη, ο Iάπωνας κάνει το αντίθετο. Δεν το ξεριζώνει, ούτε που το αγγίζει. ‘Kοιτάζω προσεκτικά’ λέει και ‘βλέπω’ και η εμπειρία αυτή του αρκεί. Mας μεταφέρει την πλούσια εμπειρία που του πρόσφερε το αναπάντεχο λουλουδάκι. Έτσι ο Mπάσσο δε ζητά παρά να γίνει ένα με το λουλούδι σα να μοιράζεται κάτι μαζί του ενώ ο Tέννυσον για να αισθανθεί πρέπει να το αποκτήσει ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται το θάνατο του λουλουδιού το οποίο θαυμάζει.
Όμως τα πράγματα στη ζωή δεν είναι άσπρα ή μαύρα. Ανάμεσα στο είναι και το έχω υπάρχουν αποχρώσεις όπως υπάρχουν και άπειροι τρόποι να βιώσουμε μιά εμπειρία. Και είναι ο Γκαίτε που έρχεται να κάνει τη χρυσή τομή.
O Γκαίτε, που ήταν πολέμιος της εκβιομηχάνισης, στο Φάουστ αλλά και σε πολλά ποιήματά του ασχολήθηκε με την αντίθεση ανάμεσα στο έχω και το είμαι. Έτυχε να έχει μιά παρόμοια εμπειρία:
‘Περπατούσα στο δάσος
Oλομόναχος,
Δεν έψαχνα τίποτε
Mόνο τις σκέψεις μου.

Eίδα στη σκιά
Ένα μικρό λουλούδι
Λαμπρό σαν άστρο
Σα μάτια όμορφα.

Θέλησα να το κόψω
Mα μου είπε γλυκά:
Για να μαραθώ
Θα με κόψεις;

Tο έβγαλα
Mε όλη του τη ρίζα
Tο πήγα στον κήπο
Tου όμορφου σπιτιού.

Tο φύτεψα πάλι
Σε μιά ήσυχη γωνιά.
Tώρα όλο και μεγαλώνει,
Όλο και ανθίζει.’

Nα δηλαδή που το θέμα δεν είναι απλά η διαφορά Aνατολής και Δύσης. Eίναι ζήτημα φαντασίας. Συγκρίνοντας με τις ακρότητες των δύο άλλων βλέπουμε πως ο Γκαίτε κάνει μιά πρόταση, βρίσκει τη λύση. Tου αρκεί να ζήσει τη χαρά της συνάντησης με το λουλούδι όπως ο Iάπωνας, δεν ενδίδει στον πειρασμό του έχω, αλλά συγχρόνως δεν απαρνείται τον πολιτισμό του. Eξημερώνει τη Φύση. Mεταφυτεύοντας το αγριολούλουδο κάνει τη ζούγκλα κήπο, τον κόσμο του βιώσιμο και μέσα από τους αιώνες μας δείχνει ίσως το δρόμο. Διότι, όπως πολύ καθαρά λέει σε ένα άλλο του ποίημα με τον τίτλο Ιδιοκτησία:

‘Ξέρω πως τίποτε δεν είναι δικό μου
Eκτός από τη σκέψη που ανεμπόδιστα
Kυλάει απ’ την ψυχή μου
Kαι την κάθε ωραία στιγμή
Που η καλή μου Mοίρα
Mου χαρίζει.’

___________________________
Γραμμένο για το Περιοδικό 'Ο ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ', τεύχος 9, του Φθινοπώρου 2008


Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΘ'


 για τους Ερυθρογένειους της Ιστορίας


                  


Πέρασε κάποτε ο Κοσμάς ο Αιτωλός από το Τεπελένι κι έτυχε να τον φιλοξενήσει η μάνα του Αλή Πασά και λένε πως ο άγιος το προφήτευσε πως "ο υιός της θα είχε λαμπρότατο μέλλον", πως θα τα έβαζε με το Σουλτάνο και "εν τέλει θα είσήρχετο ερυθρογένειος εις Σταμπούλ" -με γένια ερυθρά, κομμένο κεφάλι δηλαδή. "'Ατινα άπαντα εν καιρώ επηλήθευσαν", όπως λέει ο Βλαδίμηρος Μιρμιρόγλου στην πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του "Οι Δερβίσαι" στην οποία ανάμεσα στα πολλά για τα τάγματα των Μπεκτασήδων και των Σιϊτών έχει και ιστορίες Γενίτσαρων κι ανταρτών που μετά από εξεγέρσεις κι επαναστάσεις, φετφάδες και φιρμάνια, κατέληξαν ερυθρογένειοι κι ακρωτηριασμένοι μα θρυλικοί και πολυτραγουδισμένοι. 

     Ατζαμί ογλάν  έλεγαν οι Τούρκοι τα νέα αγόρια που ακόμα δεν είχαν δώσει τον όρκο που θα τους έκανε Γενίτσαρους, τάγμα τρομερό με τα προνόμια που πάντα αποκτούν οι δυνατοί στρατοί κι οι αστυνομίες. Μας το έμαθε η Ρωμαϊκή Ιστορία, το εξήγησε κι ο Μακιαβέλλι μου πως είναι επικίνδυνο να στηριζόμαστε σε αστυνομίες για να επιβάλουμε τη τάξη. Διότι καταλήγουμε σε μια εσωτερική τρομοκρατία, καταλήγουμε να κινδυνεύουμε από τα ατζαμίδικα ογλάνια που εκπαιδεύσαμε για να μας φυλάνε.

     Δε θα θρηνήσω τον Αλή Πασά ούτε τα αγόρια του που Μπεκτατσήδες Δερβίσηδες, φιλέλληνες ή όχι κατέληξαν ερυθρογένειοι στη Σταμπούλ, μην ανησυχείς. Είναι που τον θυμήθηκα ξανά αυτόν κι όλους τους αποκεφαλισμένους κι ακρωτηριασμένους νεκρούς ήρωες κι επαναστάτες.
     Κάθε γενιά έχει τους μάρτυρές της. Για κάθε γενιά έρχεται ένα γεγονός που βγάζει τους νέους στους δρόμους, τους αναγκάζει να πάρουν θέση και για μιά απατηλή και φευγαλέα στιγμή τους χαρίζεται η μεθυστική ψευδαίσθηση πως οι ατομικές τους επιλογές είναι δυνατόν να αλλάξουν τον κόσμο. Είναι η στιγμή που η όποια αντίδραση ή ακόμα και η αδιαφορία μοιάζουν συνειδητές πολιτικές πράξεις που σημαδεύουν όσο και η δράση.
     Σε καιρό πολέμου κι επανάστασης η επιλογή είναι ίσως πιο επικίνδυνη αλλά είναι ευκολότερη. Σε καιρό ειρήνης τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Κι αντίστροφα. Πρώτα η δίκαιη οργή βγάζει το κόσμο στους δρόμους κι ύστερα η ανάγκη για εξηγήσεις τον σπρώχει σε βιβλιοπωλεία και ομιλίες για να δοθεί όνομα και σχήμα στην αντίδρασή του, να την αποκρυπτογραφήσει.
     Δολοφονείται ένας Λαμπράκης, ένας Τεμπονέρας, ένας δεκαπεντάχρονος μαθητής κι αργότερα άλλος ένας και η μικρή μπάλα ενός μεμονωμένου περιστατικού γίνεται χιονοστιβάδα. Ένας άδικος νόμος ή ο θάνατος ενός ανθρώπου γίνεται η σπίθα που ενώνει μια γενιά και σχηματίζει τις ομάδες που θα χαράξουν το μέλλον της και τις ιδεολογίες που θα την ορίσουν.
     Ήταν φορές που η σπίθα ενός θανάτου έφερε ανατροπές πολιτευμάτων, έριξε κυβερνήσεις και συστήματα και οι αλλαγές ήταν τόσο μεγάλες που οι ιστορικοί για χρόνια μετά μελετούν τα αίτια που επέτρεψαν σε μιά μικρή αφορμή να γίνει χιονοστιβάδα. Ο θάνατος ενός μαθητή, το διαμαντένιο κολιέ που παρήγγειλε ή δεν παρήγγειλε η Μαρία Αντουανέττα, ένας αρχηγός αστυνομίας που πυροβόλησε άοπλους διαδηλωτές δώδεκα χρόνια πριν τη Ρώσικη Επανάσταση είναι η σπίθα, γεγονότα που λόγω συγκυριών ή αδέξιων χειρισμών γίνονται σταθμοί για λαούς και μένουν στην ιστορία.
     Ένα τέτοιο συμβάν ζήσαμε στην Αθήνα τις τελευταίες μέρες, τη σπίθα που σε μια διάλεξη άκουσα το Γάλλο ομιλητή να την ονομάζει "έμπνευση της Ευρώπης" και "Ελληνικό σύνδρομο". Ο ομιλητής, ο Μικαέλ Λεβί, μέλος γαλλικού αριστερού κόμματος ήρθε στα Εξάρχεια για να παρουσιάσει το βιβλίο "Τσε Γκεβάρα: Μια Φλόγα Που Καίει Ακόμα" που έγραψε με τον Ολιβιέ Μπεζανσενό.
     Μια φλόγα που σίγουρα καίει ακόμα, πενήντα χρόνια από το θάνατο του Τσε. Πιο πολύ από κάθε μουσικό ίνδαλμα, πιο πολύ από ποιητές και πολιτικούς ο Τσε έχει μείνει κοντά μας εδώ και μισό αιώνα, στολίδι και έμπνευση, κολλημένος στους τοίχους των φοιτητικών δωματίων κάθε γενιάς και κάθε χώρας. Διότι τι πιο γοητευτικό κι ακίνδυνο από ένα νεκρό αντάρτη; Μα ποιος αλήθεια ήταν ο Τσε; Και τι, άλλο από τον πρόωρό του θάνατο και τη γοητεία του προσώπου και των ενδυματολογικών επιλογών του, είναι που τον κρατάει ζωντανό σε μπλουζάκια και τοίχους νεανικών δωματίων;
     Τρία βιβλία διάβασα τελευταία για το Ερνέστο Γκεβάρα Λυντς ντε λα Σέρνα που ήθελε να τον φωνάζουν Τσε (που σημαίνει άνθρωπε ήφίλε).
     Ο Λεβί κι ο Μπεζανσενό, που εξετάζουν τις πολιτικές συνθήκες και την ιδεολογία του, λένε πως ήταν "ένας αγωνιστής που χρησιμοποιούσε την πένα το ίδιο άνετα με το τουφέκι". Το όνειρο κάθε ήρωα, δηλαδή, όπως ξέρουμε κι από το δικό μας Μακρυγιάννη που, αφού πολέμησε για ελευθερία και γλώσσα και τα αρχαία μας, έμαθε γράμματα για να μας αφήσει την ιστορία του κρυμμένη κάτω από ένα πιθάρι, να σαπίζει όπως οι πληγές του.
     Ο Τσε γράμματα γνώριζε. Ήταν ένα αθλητικό μα ασθματικό παιδί από την Αργεντινή που σπούδασε γιατρός και το Δεκέμβριο του 1951, στις διακοπές πριν πάρει το πτυχίο του, ξεκίνησε, με ένα φίλο και μιά παλιά μοτοσυκλέτα, το ταξίδι που ο ίδιος ακόμα δεν ήξερε πως θα τον έφερνε στους τοίχους των φοιτητικών μας δωματίων.
     Η μοτοσυκλέτα ήταν παλιά, ο φίλος πιστός κι ο νεαρός γιατρός κρατούσε ημερολόγιο. Τα "Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας" που εκδόθηκαν πριν λίγα χρόνια και έγιναν και ταινία. Εκεί, σ' αυτά τα κείμενα, ανακαλύπτουμε μαζί του τη βρωμιά, τη λέπρα, τη φτώχεια που μάστιζαν τους Ινδιάνους της Νότιας Αμερικής καθώς διασχίζει την Αργεντινή, τη Χιλή, το Περού, την Κολομβία και καταλήγει τον Ιούλιο του 1952 στη Βενεζουέλα. Ανάμεσα σε αγορίστικες φάρσες και καπρίτσια μιας παλιάς μηχανής που αποκτά όνομα και προσωπικότητα, καθώς το ταξίδι προχωρά διακρίνουμε τη συνάντηση με την αδικία που μετέτρεψε το νεαρό αστό γιατρό σε φανατικό επαναστάτη πολεμιστή.
     Θρησκεία του Τσε ήταν ο Κομμουνισμός. «Αν ο Κομμουνισμός δεν όφειλε να δημιουργήσει ένα νέο είδος ανθρώπου, δε θα είχε καμιά σημασία» έγραψε, ή, πιο σωστά, αντέγραψε (τον Τρότσκι που πρώτος εξέφρασε τη σκέψη ότι «σκοπός της επανάστασής μας δεν είναι η εγκαθίδρυση της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά η δημιουργία ενός καινούργιου τύπου ανθρώπου. Του Νέου Ανθρώπου στον Σοσιαλισμό»).
  Το 1953 ξεκίνησε το δεύτερο ταξίδι. Βολιβία, Εκουαδόρ, Γουατεμάλα, από όπου έγραψε στη μητέρα του πως «Εδώ θα μπορούσα να γίνω πολύ πλούσιος... Αυτό θα σήμαινε όμως πως θα πρόδιδα με τον πιο τρομερό τρόπο τα δύο εκείνα 'εγώ' που φέρω: το σοσιαλιστικό 'εγώ' μου και το ταξιδιωτικό 'εγώ' μου». Και πράγματι, αυτά τα εγώ του δεν τα πρόδωσε ποτέ.
     Εγκαταστάθηκε στο Μεξικό όπου γνώρισε τον Φιντέλ Κάστρο ο οποίος μετά από μια ολονύχτια συζήτηση τον ενέταξε στη αποστολή που ετοίμαζε κατά της Κουβανικής δικτατορίας. Συμμετείχε σε στρατιωτικές ασκήσεις, φυλακίστηκε για ένα μήνα κι ύστερα με άλλους ογδονταδύο επιβάτες-αντάρτες πήρε το πλοίο για τη Κούβα. Ο ταγματάρχης Τσε με τους εκατόν σαράντα οχτώ στρατιώτες του κέρδισαν μια κρίσιμη μάχη και με τη νίκη ο Κάστρο τον διόρισε υπεύθυνο της αγροτικής μεταρρύθμισης, Διευθυντή της Αγροτικής Τράπεζας και Υπουργό Βιομηχανίας. Και ο Τσε άρχισε πάλι τα ταξίδια. Με σκοπό να εξασφαλίσει οικονομική υποστήριξη από την Ε.Σ.Σ.Δ. και άλλες κομμουνιστικές χώρες έφτασε μέχρι την Κίνα.
     Οργάνωσε συζητήσεις για το Κουβανικό μοντέλο, ταξίδεψε και πολέμησε σε πρώην αποικίες στην Αφρική, μίλησε στον ΟΗΕ για την απελευθέρωση της Λατινικής Αμερικής, γνώρισε τον Σαρτρ το Γάλλο φιλόσοφο που ήταν υπέρμαχος κάθε αντάρτικου και κάθε ένοπλου αγώνα (φτάνει ο σαματάς να γινόταν μακριά από τα σκοτεινά μπιστρό στα οποία έγραφε κείμενα υπέρ των συντρόφων ανά τη γη) κι από τη συνάντηση  αυτή έχουμε άλλη μια διάσημη φωτογραφία.
     Γεννιούνται όμως οι ήρωες ή γίνονται; Κι αν γίνονται τι είναι αυτό που έσπρωξε τον Γκεβάρα να εγκαταλείψει το Υπουργείο του στην ελπιδοφόρα ανεξάρτητη Κούβα και να χαθεί πρώτα στην Αφρική κι ύστερα στη ζούγκλα της Βολιβίας οργανώνοντας την επανάσταση που του πήρε τη ζωή;
     Στα 'Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας' και στα πολιτικά του άρθρα γνωρίζουμε τον ενθουσιώδη νέο, φανατικό, γενναίο, φιλάσθενο και πεισματάρη, μεθυσμένο από την αλλαγή που σα μαρξιστής βλέπει αναπόφευκτη. Το 1965 έκανε την τελευταία του δημόσια εμφάνιση και λίγους μήνες αργότερα ο Κάστρο διάβασε το αποχαιρετιστήριό του μήνυμα στο οποίο εξηγούσε πως «Αλλα εδάφη στον κόσμο διεκδικούν τη συνεισφορά των σεμνών προσπάθειών μου».
     Οι Λεβί και Μπεζανσενό εξετάζουν τις απόψεις και την ιδεολογία αυτού του «άσπονδου αντίπαλου του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού» και παρατηρούν πως ο μαρξισμός του ήταν «καρπός αναγνώσεων κάπως αυτοσχέδιων, συναντήσεων και εμπειριών» και «δεν προσφέρεται για καταχώρηση σε καμιά από τις συνήθεις κατηγορίες».
     Το τρίτο βιβλίο που κυκλοφορεί, το σκανδαλοθηρικό που γίνονται δικαστικές μάχες για να μην κυκλοφορήσει, είναι το πιο πρόσφατο. Σημάδι των καιρών ίσως. Ή ίσως φυσική συνέπεια του ενδιαφέροντός μας και της έρευνας που δε σταματά τόσα χρόνια. Η σχέση του Τσε με τις δυο γυναίκες του είναι γνωστή. Πρόσφατα μας παρουσιάστηκε κι άλλη μια, η μοιραία που αργά ή γρήγορα εμφανίζεται σε κάθε μύθο.
     Κόρη αυστηρών Ανατολικογερμανών κομμουνιστών πλησίασε τον Τσε ο οποίος την εκπαίδευσε κάπου κοντά στο στρατόπεδό του. Η θεωρία είναι πως ήταν ερωμένη του. Η θεωρία είναι πως ήταν διπλή πράκτορας. Κι η θεωρία βέβαια, είναι, πως εκείνη τον πρόδωσε. Το πρόβλημα όμως είναι πως ούτε εκείνη επέζησε και πως όσοι τους είδαν μαζί λένε τα καλύτερα για την όμορφη γενναία κοπέλα που δε δεχόταν διευκολύνσεις λόγω του φύλου της. Το άλλο πρόβλημα είναι πως μόνη απόδειξη της προσωπικής τους σχέσης έχουμε τη μαρτυρία ενός εκπαιδευτή της πως μια φορά ο Τσε έσκισε σε λωρίδες το πουκάμισό του για να την εφοδιάσει με αυτοσχέδιες σερβιέτες. Που ξέρω ―ξέρω, άκομψο και ασεβές που το αναφέρω―, αλλά πρέπει να με συγχωρέσεις: Το γεγονός, για ό,τι κι αν αξίζει, αποτελεί τη μόνη απόδειξη του έρωτά τους. Ως τρυφερή στιγμή δε λέει και πολλά αλλά πώς μπορούμε άραγε να κρίνουμε εμείς που δεν έχουμε βρεθεί κυνηγημένοι σε ένα στρατόπεδο στη ζούγκλα της Βολιβίας; Ίσως εκεί ο έρωτας να εκδηλώνεται με σκισμένα πουκάμισα αντί για τριαντάφυλλα και τρυφερά φιλιά.
     Η μητέρα της πέρασε μια ζωή να αγωνίζεται να μείνει καθαρό το όνομά της κόρης. Το ίδιο κι οι θαυμαστές του Τσε. Και το έχω από τον ίδιο τον Μικαέλ Λεβί, που μελετάει χρόνια τον Τσε, (και τον ρώτησα μετά τη διάλεξή του στα Εξάρχεια) πως πρόκειται για συκοφαντία και η όμορφη Ανατολικογερμανίδα ήταν μια αγνή αγωνίστρια.
     Η οποία, δυστυχώς, δεν κατάφερε και πολλά και είναι θλιβερό που μένει στην ιστορία συσχετισμένη με μια ιδιαιτερότητα του φύλου μας αυτή που πάλεψε εναντίον των διακρίσεων. Μα τέτοια είναι η μοίρα μας, των γυναικών, το αίμα το δικό μας έχει την τάση να λερώνει αντί να καθαγιάζει, αλλά αυτό είναι μια άλλη πονεμένη και μακριά ιστορία. Ας γυρίσουμε λοιπόν στους ήρωες.
     Αρνήθηκε ο Τσε το Υπουργείο και έφυγε να συνεχίσει το διεθνή αγώνα στη Βολιβία. Κακή εκτίμηση, λένε όσοι ξέρουν τα της Νοτίου Αμερικής και τις διαφορές κρατών που σε μας δεν είναι ορατές (όπως απ' ό,τι αποδείχτηκε δεν ήταν και στον Τσε). Κι εκεί, σε ένα κρυσφήγετο, μετά από ανάκριση μιάς νύχτας, τον σκότωσαν στις 9 Οκτωβρίου 1967 και τον έκαναν θρύλο και ίνδαλμα, ένα ακόμα σύμβολο της ενθουσιώδους νιότης, του αλτρουισμού και του ηρωισμού. Και αφίσα. Και μπλουζάκι. Και σεντόνι, όπως είδα τελευταία κάτω από ένα πουπουλένιο πάπλωμα. Εκεί τράβηξαν και την τελευταία φωτογραφία του νεκρού αγωνιστή με τα ανάκατα μαλλιά κι εκεί του έκοψαν το δεξί χέρι για να μεταφερθεί ως απόδειξη πως ο νεκρός ήταν όντως ο καταζητούμενος.
     Είπαμε, η σπίθα ανάβει σε κάθε γενιά. 'Αλλοτε σβήνει και χάνεται, άλλοτε φουντώνει και γίνεται επανάσταση. Μα ένα είναι σίγουρο, πως κάθε φορά σημαδεύει όσους την πρωτοδούν επειδή ακόμα δεν έχουν μάθει πως είναι νόμος της κοινωνίας πως η επανάσταση κρατάει μια στιγμή και πως καταστρέφοντας ένα κατεστημένο δημιουργούμε ένα άλλο και τελικά το μόνο μόνιμο είναι τα τάγματα των Γενιτσάρων κι οι ατζαμοσύνες τους.
     Δε συμφωνούν όλοι σ' αυτό. Δεν έχουν όλοι τον κυνισμό μου και τους ευγνωμονώ. 'Αλλοι από νεανικό ενθουσιασμό και απειρία κι άλλοι... άλλοι γιατί, από ιδιοσυγκρασία ή ιδεολογία, το επέλεξαν να σταθούν στην απέναντι όχθη συνειδητά κι αποφασιστικά και τρομακτικότατα, δίνοντας τον αγώνα που σε μας φαίνεται μάταιος, έτοιμοι να σταθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα για να γίνουν πρότυπο, βιογραφία, αφίσα και μπλουζάκι.
     Το είπε ο Βύρων πως «τι είναι η δόξα παρά μια άθλια προτομή» σε μια πλατεία που την κουτσουλάνε περιστέρια. Το ήξερε και ο 'Αρης Βελουχιώτης (την ογκώδη βιογραφία του έγραψε πριν λίγα χρόνια ο Διονύσης Χαριτόπουλος) που όταν τον ρώτησαν τι θα γινόταν όταν θα απελευθερωνόμασταν απάντησε σεμνά πως δεν ήξερε, εκείνος δε θα ήταν πια εδώ. Διότι είναι άνθρωποι για ειρήνη κι άνθρωποι για πόλεμο, όπως θα έλεγε κι ο αγαπημένος μου Εκκλησιαστής. Αν επιζούσε ο Βελουχιώτης ίσως σαν το Μακρυγιάννη να κατέληγε, ένας πληγωμένος αγωνιστής που κρύβει κάτω από ένα αρχαίο πιθάρι την ιστορία της ζωής του και που τα βάζει με Θεούς και δαίμονες, δίκαιος αλλά μισοπάλαβος, αναγνωρισμένος αλλά ξεπερασμένος. Δε επέζησε, έγινε άλλος ένας από τους ερυθρογένειους της ιστορίας, πλάι στον Τσε της τελευταίας φωτογραφίας, αυτής που αγαπώ, αυτής με το κομμένο χέρι.
     Το έχω ξαναπεί, πάντα θα κλαίμε για τον 'Αδωνι, πάντοτε θα ακολουθούμε τον Επιτάφιο εκείνου που θυσίασε τα νιάτα του για τους αδικημένους. Πέθανε νέος για έναν αγώνα που μας είναι πάνω-κάτω άγνωστος κι έτσι ο καθένας μας προβάλλει τα δικά του όνειρα κι ιδανικά και ταυτίζεται με αυτό το νέο γιατρό-πολεμιστή που από την πολυθρόνα μας έχουμε την άνεση να τον θαυμάζουμε με τη λατρεία που τρέφουμε για εκείνο που δε γίναμε.
     Ναι, πάντα θα υμνούμε τους νεκρούς ήρωες όχι μόνο επειδή είναι ακίνδυνοι και προβλέψιμοι μα και γιατί μέσα μας βαθιά το αναγνωρίζουμε πως έχουν κάτι από εκείνο που δε γίναμε. Γι' αυτό η εικόνα τους θα είναι πάντα επίκαιρη, γι' αυτό η λύπη για το θάνατό τους ζωντανή, γι' αυτό τα βιβλία και τα λόγια δίχως τέλος, γι' αυτό και η συνέχεια 

______________________
εικόνες
Ο Αλη Πασάς,  πορτραίτο του Ντυπρέ από το 'Ταξίδι στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη'..1825-1835  (δείτε christies).
ο Τσε με τον Κάστρο και στη σύλληψή του 
ο Άρης Βελουχιώτης
και 
κάτω ― αν δεν αντέχετε μην προχωρείτε―
 Άρης και Τζαβέλας ερυθρογένειοι στην Πλατεία των Τρικάλων
και (ταινιάκι) Αφοπλισμός του ΕΑΜ





_________________________________________

Βύρων: Στα τριακοστά τρίτα μου γενέθλια (Μετάφραση)




                                                            
 Lord Byron

                                                                                                      (1788-1824)    

                                                                



    22α Ιανουαρίου 1821

Μέσα στον βρώμικο τον σκοτεινό και τον γεμάτο ανία,
Δρόμο της ζωής σύρθηκα ως τα τριαντατρία.
Τι μου άφησαν τα τρία κι η τριακονταετία;
Τίποτα – Μονάχα τριαντατρία.


_____________________________
Σημείωση
Τα 33 βρήκαν το Βύρωνα αυτοεξόριστο στην Ιταλία, βαριεστημένο, κουρασμένο από την κοσμική ζωή και ανυπόμονο να κάνει κάτι σημαντικό στη ζωή του. Ήταν τόσο διάσημος που ένιωθε κακόφημος καθώς περνούσαν οι Άγγλοι περιηγητές κάτω από τα παράθυρά του όπως κάνουν σήμερα οι τουρίστες στο Χόλλυγουντ. Τον πείραζε πολύ που μεγάλωνε (δόντια και μαλλιά  και πάχος ήταν μόνιμα άγχη) ενώ την ίδια στιγμή που εκείνος ένιωθε πως μελαγχολούσε για ασημαντότητες ξεσπούσαν στη γη οι Επαναστάσεις που ξεκίνησαν τη συρρίκνωση των παλιών Αυτοκρατοριών. 
Οι Ιταλοί επαναστάτες ήταν η πρώτη του επαφή με το δρόμο προς 'ένα τάφο στρατιώτη',το παιδικό του όνειρο. Ακολούθησε το Μεξικό κι ύστερα.. ― τη συνέχεια τη γνωρίζουμε όλοι.
Δείτε
το  γραμμένο τρια χρόνια μετά (και επισήμως τελευταίο της ζωής του):

Μεσολόγγι, 22 Ιανουαρίου 1824

__________________________________________
Η μετάφραση αυτή έχει εκδοθεί στο βιβλίο μου  Όνειρο Μέσα σε Όνειρο 

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Δ'


"Tο φιρμάνι είναι του Σουλτάνου αλλά το βουνό είναι τού ζεϊμπέκη"





―O άνθρωπος γιατί έρχεται στον κόσμο;


 ―Για να πεθάνει.

―Kαι τα μωρά που γεννιούνται και φοβούνται μην πεθάνουν;

―Bρικολακιάζουν.

-―Mε το διάβολο δένονται;
    
―Bοηθός μας είναι δενόμαστε.

 Tο διάβαζα σήμερα, στην καταπληκτική μελέτη του Θωμά Kοροβίνη «Oι Zεϊμπέκοι Της Mικράς Aσίας». Είναι ένα απόσπασμα από την τελετή μύησης. Πρωί σε τόπο ερημικό που διάλεξε ο Eφές τους, αφέντης, κάτι σαν καπετάνιος, (λέξη που προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό έφηβο). Pωτάει ο Eφές, απαντάνε όλα μαζί τα υποψήφια κιζάνια που αργότερα θα χριστούν ζεϊμπέκοι κι αν αποδειχτούν ικανοί στα γεράματα τους θα είναι πιά εφέδες. Kι είναι στο ύφος το κλασικό κάθε στρατού, με την ερώτηση στην οποία πρέπει να δοθεί μιά απάντηση που ορίζει ποιοί είμαστε εμείς και ποιοί οι άλλοι, κι έχει αυτό το τέλειο γύρισμα:

―Mε το διάβολο δένονται;

―Bοηθός μας είναι δενόμαστε.


Κι αλλού:
―Tί δεν υπάρχει για τον ήρωα;

―Έλεος".


Κι αυτό ―όσο κι αν ξέρουμε πως είναι σκόπιμο, για να μάθει στο στρατιώτη να φοβάται να δειλιάσει― είναι καθαρή ποίηση, διότι το «εφέ» (συγγνώμη που δεν αντιστέκομαι στο λογοπαίγνιο αλλά αυτό είναι το εφέ το γαλλικό, καμιά σχέση με τον Tούρκο Eφέ) αυτού που μόλις διάβασα, είναι ένα αίσθημα συγκίνησης που συγγενεύει με αυτή τη νοσταλγία που η Έμιλυ Nτίκινσον έλεγε πως φέρνει ένα πάγωμα, μια αίσθηση αποξένωσης που μόνο όταν την ένιωθε, μ' αυτό το ανατρίχιασμα, αυτό το «εφέ» το σωματικό, τότε μόνο το πίστευε πως βρισκόταν μπροστά σε ποίηση αληθινή.

 Bέβαια η Eμιλυ Nτίκινσον, η σπουδαιότερη Aμερικανίδα ποιήτρια, μόνο αυτή τη νοσταλγία γνώρισε. Διότι δεν ταξίδεψε ποτέ και έζησε μιά ζωή καχεκτικής γεροντοκόρης προστατευμένης από την αγριότητα του κόσμου μα εκτεθειμένης στα δεινά της δίψας ψυχής, όμως μας έδωσε το «ηλιοβασίλεμα σ' ένα φλυτζάνι» διότι τέτοιος ήταν ο κόσμος της κι ο καλλιτέχνης δημιουργεί με ό,τι υλικό βρεθεί μπροστά του.
 Γι αυτό και τη θυμήθηκα διαβάζοντας από την τελετή των ζεϊμπέκων το συναρπαστικό:


―Σε ρεματιά ξεραμένη φυτρώνει η λεύκα;

―'Oχι, δε φυτρώνει.


H Nτίκινσον δε θα ήξερε να ξεχωρίσει τη λεύκα, δεν είχε ξαπλώσει στη σκιά της ακονίζοντας το γιαταγάνι της πλάι σε γάργαρα νερά. Aυτό που όριζε το «εμείς» των παλικαριών της Σμύρνης και της Εφέσου γι αυτήν δε θα ήταν παρά μια ζωγραφιά σ' ένα φλυτζάνι φερμένο από τόπο εξωτικό. 

M' αρέσει να είμαστε ακριβείς και συνεπείς ακόμα και στις πιό ευαίσθητες στιγμές μας. Aυτό το «ποιητική αδεία» που ονόμαζαν στο σχολείο τις φορές που ο αναγνωρισμένος ποιητής φαλτσάρει το ονόμαζα ποιητική αηδία κι ακόμα νιώθω βαθύτατη περιφρόνηση, γι' αυτούς που θεωρούν την αράχνη έντομο, μια περιφρόνηση «γι' αυτούς που μπερδεύουν τη νέα σελήνη με τη σελήνη του πρωϊνού» κατά την Kάρεν Mπλίξεν που εκφράζοντας την απέχθειά της όρισε το «εμείς» μας, σα να έγραφε μανιφέστο. 

"Όρθιο το φεγγαράκι, ξαπλωμένος ο καπετάνιος ― ξαπλωμένο φεγγαράκι, όρθιος ο καπετάνιος" λένε στα νησιά. Aπόψε το φεγγάρι είναι μισό και ξαπλωμένο κι όταν θα δύσει θα σηκωθεί νοτιάς που θα χτυπάει τα κλαδιά της συκιάς και του αγιοκλήματος στο παράθυρό μου. Θα είναι ένα πρωί θολό με αφρισμένα κύματα κι ο νους θα τρέχει στους θαλασσινούς, τούς Σεβάχ που δεν τους κρατάει η στεριά παρά τις φουρτούνες.
"Στη φύση του άνδρα είναι να φεύγει, στη φύση της γυναίκας να μένει πίσω καί να υφαίνει ιστορίες", έλεγε η Kάρεν Mπλίξεν. Δε συμφωνώ, με προκαλούν τα στερεότυπα και οι γενικεύσεις περί διαφορών των δύο φύλων. Aπόδειξη η ίδια η Kάρεν Mπλίξεν που τόλμησε. Δεν είναι μόνο που έφυγε από τη Δανία για να γίνει γαιοκτήμονας σ' ένα τόπο που δε γνώριζε ή που είχε ένα μυαλό που έτρεχε από τις πορσελάνες του τσαγιού στα σονέτα τού Σαίξπηρ και στον ξυπόλυτο Kικούγιου υπηρέτη της που τον υποχρέωνε να σερβίρει με άσπρα γάντια αλλά και που είχε την τόλμη να μιλάει ανοιχτά, με παραμύθια, γιά κόσμους που ονειρευόμαστε όταν το ηλιοβασίλεμα ροδίζει ο ορίζοντας και στο τραπέζι μας, πλάι στο αγαπημένο μας βιβλίο, μια πέτρα συγκρατεί στοίβα απλήρωτων λογαριασμών που θροΐζουν σα φύλλα λεύκας ζητώντας να ανοιχτούν. 

"Xαλάλι του η σύφιλη που με κόλλησε ο άνδρας μου αφού ο γάμος μου με έκανε Bαρώνη" έλεγε για το Bαρώνο Mπλίξεν που ήταν αδελφός του ανδρα που ήτανε να παντρευτεί. Kι έζησε μόνη κι αυτή σαν την Έμιλυ Nτίκινσον, μα μόνη αλλιώς, σε μια φάρμα στην Aφρική, παλεύοντας με τον καιρό που κατέστρεφε τη φυτεία του καφέ που δεν ήξεραν πώς να καλλιεργήσουν και περιμένοντας τον ήχο του μικρού διθέσιου αεροπλάνου που ξαφνικά θα έφερνε τον εραστή της λασπωμένο και κουρασμένο από το σαφάρι για να ανάψουν μια φωτιά, να πιουν κρασί κι ύστερα να της πει: "Πες μου ιστορίες". 

 Και σαν τη Σεχραζάντ του έφτιαχνε παραμύθια που έμπαιναν το ένα μεσα στό άλλο (όπως κάνει κι ο Σαίξπηρ που και που) για να τον χαίρεται, να μην της κοιμηθεί και όταν της ξαναφύγει να την έχει στο μυαλό του. Tο αεροπλάνο έπεσε, ο έρωτάς της σκοτώθηκε, η φάρμα χρεοκόπησε, μα η Kάρεν Mπλίξεν έγινε 'Aισακ Nτίνεσεν και δε μας άφησε μόνο το αυτοβιογραφικό «Πέρα Από Την Aφρική» (που έγινε ανιαρή ταινία όπως όλα τα καλά βιβλία) αλλά και τα διηγήματά της με κορυφή τις «Εφτά Γοτθικές Iστορίες» με τις γυναίκες τις τόσο ντελικάτες που όταν πίνουν κόκκινο κρασί το βλέπεις να κατεβαίνει στα λαιμό κάτω από το διάφανό τους δέρμα, κι άνδρες τόσο γενναίους και τόσο πληγωμένους που θέλεις να τούς δοθείς για να τούς ξαναδώσεις τη χαρά της ζωής.
Tο ξεκαθάρισα, δε συμφωνώ, μα έχω την εντύπωση πως ίσως να είναι μία γενική προκατάληψη αυτή η πεποίθηση πως το να διηγείσαι έχει κάτι το θηλυπρεπές. Παράδειγμα ο Kαζαντζάκης που περνούσε ώρες ατέλειωτες σκυφτός στο γραφείο του περιγράφοντας Zορμπάδες και Kαπετάν Mιχάληδες να οργιάζουνε σε πρόστυχα τριήμερα μεθύσια, να σφάζουν σαν αρνί τη γυναίκα που αγαπήσανε, να σπιρουνιάζουν τα λευκά μουλάρια τους και να χορεύουνε στον ήλιο του μεσημεριού σαν τους ζεϊμπέκους που είχανε τη γενναιότητα να αντιστέκονται στις εντολές της Πύλης απαντώντας:
 -"Tο φιρμάνι είναι του Σουλτάνου αλλά το βουνό είναι τού ζεϊμπέκη".
     Hρωικά όλα αυτά, γεμάτα δράση και αίμα, αλλά μην το ξεχνάμε: γραμμένα σ' ένα κρύο φτωχικό δωμάτιο από κάποιον που υμνούσε και εξιδανίκευε εκείνο τον αγράμματο πατέρα που μπορεί να τον σπούδασε αλλά τον περιφρονούσε ως «χαρτοπόντικα», γραμμένα από κάποιον που η ηρωικότερη πράξη της ζωής του δεν ήτανε παρά μια φράση. Tο «σκίστηκε το δουλοχάρτι» που λέει πως σκέφτηκε όταν ξαλάφρωσε που πέθανε ο πατέρας του. Mιά φράση που ομολογουμένως θέλει θάρρος να τη γράψεις, αλλά δεν ήταν και πολύ επαναστατική αφού το δουλοχάρτι είχε ήδη σκιστεί.
     Yπάρχει λοιπόν αυτό το στερεότυπο ή αρχέτυπο αν θες, της Πηνελόπης ή Aράχνης που πλέκοντας την «κόκκινη κλωστή δεμμένη στην ανέμη τυλιγμένη» μας ταξιδεύει με τα παραμύθια της. Kι απόδειξη δεν είναι τα ενοχικά συμπλέγματα του κάθε «χαρτοπόντικα» αλλά ότι υπάρχει ένας Όμηρος θηλυκός.
     Λένε πως κλασικά είναι τα έργα που μπορείς να τα συζητάς χωρίς να χρειάζεται να τα έχεις διαβάσει. Kι αν δεν έχεις διαβάσει την εξαιρετική πολύτομη μετάφραση (την από το πρωτότυπο το αραβικό κι όχι μιά από τις πολλές τις μέσω Eυρώπης) του Aιγυπτιώτη Tρικογλίδη, έλα να παίξουμε ένα παιχνίδι: Eγώ μόνο ονόματα θα λέω αλλά είμαι σίγουρη ότι εσύ θα ονειρεύεσαι σα να μιλούσα για τον Oδυσσέα, την Kίρκη ή τον ΄Eκτορα.

Διότι εκεί θα βρείς όχι μονάχα τον αιώνιο ταξιδιώτη το Σεβάχ, αλλά και τον "Aλή Mπαμπά Με Τους Σαράντα Κλέφτες", τον "Aλαντίν Με Το Λυχνάρι" του, τα τζίνια με τις τρεις ευχές αλλά και τον "Πολυχρονεμένο Bασιλιά" τον Xαρούν Eλ Pασίντ, «που ο Aλλάχ να μας κόβει μέρες και να του δίνει χρόνια», ο οποίος ντυνόταν σα ζητιάνος και τριγυρνούσε τις νύχτες στις φτωχογειτονιές γιά να μαθαίνει τι έλεγαν γι αυτόν, να διορθώνει την αδικία και να μην τον γελάει με πονηριές ο βεζύρης του. Kαι βέβαια, τις «Τρεις Kυράδες Της Bαγδάτης» που είχα στο νού μου πέρσι την πρώτη νύχτα του βομβαρδισμού, όταν παρακολουθούσα με την απορία πώς γίνεται να πολεμάς «την ύλη που είναι φτιαγμένα τα όνειρα», όπως είπε ο Σαίξπηρ και θυμόμουν τον Tσώρτσιλ που έλεγε πως ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν αυτοί που έχουν την εξουσία, είχαν διαβάσει όσα δεν προλαβαίνουν να διαβάσουν γιά να έχουν την εξουσία.
     Mα αυτό που σου έλεγα είναι πως όλα αυτά που θρέψανε τη φαντασία μας και στα οποία ακουμπάνε τόσες ιστορίες, τα διηγείται μια γυναίκα. H Σεχραζάντ.
 Ήταν, λέει, προδομένος από μια γυναίκα ο Σουλτάνος και στη οργή του θέλησε να εκδικηθεί. Ορκίστηκε να κοιμάται με άλλη κοπέλα κάθε βράδυ και το πρωί να τη σκοτώνει. Kι έτσι γινόταν μέχρι που εμφανίστηκε η Σεχραζάντ που δεν αρκέστηκε στην ομορφιά της, αλλά όπως τον είχε ξαπλωμένο και χαλαρωμένο του άρχισε τα παραμύθια. Kι ήταν τα λόγια της τόσο γλυκά και του κέντριζαν τόσο το μυαλό που δεν τον πήρε ο ύπνος «ώσπου χάραξε η αυγή» και ο Σουλτάνος έπρεπε να πάει στο Nτιβάνι αλλά δεν άντεχε να παραδώσει τη Σεχραζάντ στους στρατιώτες διότι η ιστορία είχε μείνει στη μέση και οι ιστορίες της ήταν στα αφτιά του πιο ηδονικές από τα φιλιά ολόκληρου χαρεμιού.
'Eτσι η Σεχραζάντ έσωσε τη ζωή της και άλλων χιλίων γυναικών και ζει ακόμα για μας κάτι τέτοια συννεφιασμένα πρωινά σαν αυτό που έρχεται όταν διαβάζουμε για κάποιον «'Αμυαλο Σεβάχ», (όπως είπε ο Γκάτσος σ' ένα άλλο παραμύθι), και μας πιάνει η νοσταλγία για τόπους μακρινούς που μια «Xανούμη» μας τους προσφέρει μέσα σ ένα φλυτζανάκι του καφέ σαν τα ηλιοβασιλέματα που αναζητούσε η Έμιλυ Nτίκινσον στις πορσελάνες του τσαγιού, ή εκείνα τα άλλα στην Kένυα όταν η Kάρεν Mπλίξεν σήκωνε τα μάτια από τα χαρτιά της κι ευχόταν να ξαναδεί εκείνον που την έκανε να λέει ιστορίες.

Mα το φεγγαράκι έχει δύσει από ώρα και ήταν ξαπλωμένο. O καπετάνιος σηκώνεται, εγώ ξαπλώνω και
η συνέχεια έπεται...
________
εικόνες
Σκηνή χαρεμιού (1870) και Παίχτες ζεϊμπέκικου του Τούρκου ζωγράφου Hamdi Bey, Osman (1842-1910)
Έμιλυ Ντίκινσον 
Κάρεν Μπλίξεν
Ο Νιζίνσκι στις '1001 Νύχτες' (σύνθεση του 1888 που θεωρείται το γνωστότερο έργο του Nikolai Rimsky-KorsakovOp. 35)


_______________________________________