για το περιοδικό: Φτερά Χήνας
Έχω ξαναπεί ότι τα Εξάρχεια δεν είναι τόπος, είναι αίσθημα. Τα ονόματα πολλά, αυτά που προκαλούν θαυμασμό στο γενικό σύνολο και αυτά που προκαλούν θαυμασμό σ’ ένα κοινό, που θα τολμήσω να πω, έχει ρομαντικές τάσεις. Το να συχνάζεις τη δεκαετία του ογδόντα στα Εξάρχεια εμπεριείχε μια μαγκιά και ταυτόχρονα μια γενική κατακραυγή από τους απ’ έξω. Οι εφημερίδες έγραφαν ότι «θες ταυτότητα, να εισέλθεις στον αναρχοκρατούμενο χώρο των Εξαρχείων» (Ελευθεροτυπία – Βίκτωρας Νέττας), ενώ ο λαουτζίκος μίλαγε για απροσάρμοστα πλουσιόπαιδα που διοχέτευαν τα ψυχολογικά τους προβλήματα στα 9.000 τ.μ. που καταλαμβάνουν γεωγραφικά τα Εξάρχεια.
Όμως τα παιδιά της αστικής και λαϊκής τάξης βρήκαν θαλπωρή στα Εξάρχεια. Βρήκαν αυτό που τους έλειπε και κάποιοι από αυτούς βρήκαν αυτό που έψαχναν. Βέβαια η κόντρα μεταξύ τους υπήρχε πάντα (φαινομενικά μόνο δεν υπήρχε). Καθώς, επίσης, η κόντρα της «μαρίδας» και των διανοούμενων. Η αγία τριάδα εν ζωή αλλιώς αντιμετωπιζόταν. Για την περίπτωση του Παύλου Σιδηρόπουλου, λόγου χάρη, ποτέ δεν του συγχωρέθηκε το γεγονός ότι έγραφε τραγούδια διαμαρτυρίας με λαϊκό αίσθημα, ούτε και το γεγονός ότι είχε μέσα του και τον διανοούμενο και τον αλήτη.
Τα Εξάρχεια είχαν μια προτίμηση, γουστάρανε τους μπάφους, το αλκοόλ, είχαν μια ανεκτικότητα στα τριπάκια, ειδικά από τους προσανατολισμένους σε ανατολικές θρησκείες/φιλοσοφίες. Τους σκονάκηδες τους είχαν στην απομόνωση, πριν κάνουν ορισμένους από αυτούς σημαία τους. Όσο για την υστεροφημία που απέκτησαν, έρχεται πάντα μετά τον βιολογικό θάνατο και η μόνη χρησιμότητά της είναι να την επωφελούνται καημένοι συγγενείς, όπως περίπου έλεγε και ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος το ΑΚΟΕ, μιας οργάνωσης για την απελευθέρωση του ομοφυλοφιλικού αισθήματος, που άλλες προθέσεις είχε, αλλιώς κατάντησε… Που να αγιάσει ο Ταχτσής.
Ναι, τέτοιου είδους συγγενείς έχουμε πολλούς. Ενώ δεν αντάλλαζαν «καλημέρα» με τον αποθανόντα, τώρα παρευρίσκονται σε τιμητικά για ‘κείνον πάνελ. Παρέες του «κίτρινου σούρουπου», ενός ορισμού που έδωσε η ποιήτρια Γιόλα Αναγνωστοπούλου, υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Ανάμεσα σ’ αυτές και η γνωστή πεζογράφος-ποιήτρια- ακτιβίστρια Δάφνη Χρονοπούλου. Παιδί αστών και αυτή, βρήκε τον εαυτό της στα Εξάρχεια. Δεν ξέρω σε ποιο από τα δύο υπόγεια του Κούν σκηνοθετούσε ο πατέρας της, ο αγαπημένος Διαγόρας Χρονόπουλος, αλλά «το μήλο έπεσε κάτω από την μηλιά». Η θέρμη για την τέχνη μεταδόθηκε.
Η Δάφνη Χρονοπούλου, η γνωστή περσόνα των Εξαρχείων, που ικανοποιούσε τις τοξικολογικές της ανάγκες, στην διπλανή πόρτα από τα γραφεία του Ιδεοδρομίου, μετά από επιτυχημένη απεξάρτηση από την ηρωίνη είναι καλά και είναι εδώ. Ζει με τον σύντροφό της στη Μύκονο, γράφει εκεί τα βιβλία της και έχει αγωνιστική παρουσία στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι του νησιού. Παλεύει για μια άλλη Μύκονο. Όχι αυτή του lifestyle αλλά αυτή της Ματούλας και των ποιητών. Τσαμπουκαλεύεται δικαίως για το αναγνωστικό κοινό του νησιού, συμμετέχοντας στην αναγνωστική βιβλιοθήκη και διδάσκοντας εθελοντικά, έχει φίλους και πάμπολλους εχθρούς και είναι μάχιμη στην ευαισθησία της τοξικοεξάρτησης από την πλευρά των χρηστών. Αυτή την περίοδο παλεύει για τα δικαιώματα των πρεζονιών. Κάτι που στις αναπτυγμένες χώρες υπάρχει από δεκαετίας, αλλά σε μια χώρα που πάσχει από σεμνοτυφία και βυζαντινισμούς είναι ακόμα άγνωστο.
Γνωριστήκαμε πρόσφατα σε μια παρουσίαση βιβλίου. Εκείνη ομιλήτρια, εγώ κοινό. Έχουμε τσουγκρίσει τα ποτήρια μας. Έπινε κόκκινο κρασί σε κολονάτο ποτήρι και εγώ ουίσκι σε χαμηλό. Ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες. Όχι φιλοφρονήσεις. Κατάλαβα ότι είχε κάτι να πει.
Ν.Λ.: Κυρία Χρονοπούλου, πιστεύετε ότι το ήθος στις μέρες μας όσο πάει και ξεφτίζει, ακόμα και στα Εξάρχεια, το μπούλινγκ είναι νομιμοποιημένο ακόμα και στους άνομους και οι πάντες δεν έχουν ταπεινά, ειλικρινή και τίμια αισθήματα ακόμα και στο χώρο της αναρχίας; Για παράδειγμα έχω ακούσει ότι σας είχε κάνει εντύπωση η συμπεριφορά προς το άτομό σας από τον Νίκο Μπαλλή, που σας αντιμετώπιζε ισάξια, σας άκουγε με προσοχή όντας αυτός γύρω στα 25 και εσείς σε μια άγουρη εφηβεία;
Δ.Χ.: Από την εποχή του Ομήρου οι άνθρωποι εξιδανικεύουν τα παλιά, είναι φυσική η νοσταλγία. Μα η αλήθεια είναι πως δεν ήταν ιδανικά όπως τα φαντάζεστε. Τα Εξάρχεια ήταν, όπως ακόμα είναι, μέρος της σύγχρονης Ελλάδας με όλη την κληρονομιά του κραξίματος και του γιαουρτώματος κάθε διαφορετικού. Βεβαίως ήταν καλύτερα από αλλού, πιο άνετα. Όπως ήταν και στο Κολωνάκι (πριν ισοπεδωθεί από τα περιοδικά και τους μπουτικιέρηδες). Για παράδειγμα, δε θυμάμαι πολλούς που δήλωναν ανοιχτά gay σ’ αυτές τις παρέες. Τα κορίτσια ήμασταν ελάχιστα, μειονότης εντός μειονότητας και, οι μικρές ιδίως, δεν είχαμε φωνή.
Υπήρχαν βεβαίως και άνθρωποι αλλιώτικοι που, θέλω να πιστεύω, άνοιξαν το δρόμο για τα καλύτερα. Ο Νίκος Μπαλλής, ναι, είναι από εκείνους που δεν κολλούσαν σε φύλο ή ηλικία μα άκουγε τι είχες να πεις και συζητούσε αυτό. Σπουδαίος άνθρωπος, προικισμένος, γελαστός, με χιούμορ και φαντασία. Μιλούσαμε πολύ για τη μοντέρνα Ψυχιατρική που μετέφραζε, μου έλεγε «αν το αισθάνεσαι υπάρχει, έτσι είναι». Και σκεφθείτε, ήμουν 14 ετών.
Ν.Λ.: Ο πεζογράφος-ψυχίατρος Γιώργος Χειμωνάς, θεωρούσε τη σιωπή ως το μόνο ψυχικό σύμπτωμα που σε καταδικάζει. Σχεδόν τη θεωρούσε ασθένεια. Η στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου έχει γράψει: «Η σιωπή πολλά θα σου πει, αχ, ένα σωρό… Θες να πεις σ’ έχω ανάγκη και λές σ’ αγαπώ». Εσείς έχετε ζήσει στη σιωπή, γιατί ας μη γελιόμαστε η τοξικοεξάρτηση και δη στην ηρωίνη είναι ένας βαθύτατος, σιωπηρός, εσωτερικός μονόλογος, που εκ των προτέρων δε ξέρεις πού θα σε βγάλει. Μήπως έχουμε μπλέξει τα μπούτια μας και η σιωπή έχει την αξία της; Και τί πειθαρχία ζωής άρα και θανάτου πρέπει να έχει ένας άνθρωπος για να τον βγάλει σπαθί; Στα ψυχιατρεία έχω γνωρίσει ανθρώπους που έχουν ξεχάσει να μιλάνε και στην πιάτσα συναντούσαν ανθρώπους που έκραζαν. Δε ζητούσαν βοήθεια με τοξικολογική αργκό, έπεφταν σε μια αφασική ομιλία σε βαθμό τέτοιο ώστε να κράζουν.
Ενδιαφέρον που ρωτάτε συγγραφέα για τη Σιωπή. Η Σιωπή γεννά, η Σιωπή είναι μέρος του Λόγου όπως η Παύση μέρος της Μουσικής. Για την άλλη σιωπή των ψυχιατρείων δεν έχω εμπειρία και είμαι από εκείνους που προτιμούν να σιωπούν όταν δε γνωρίζουν.
Η τοξικοεξάρτηση δεν είναι απαραίτητα συνέπεια ή αιτία ψυχικών προβλημάτων εκτός αν πάτε στα άκρα και θεωρήσετε ότι πάσχει ψυχικά κι όποιος πίνει οινοπνευματώδη πού και πού. Η δική μου θέση είναι ότι τα περισσότερα προβλήματα των χρηστών τα προκαλεί η Απαγόρευση. Η παρανομία δηλαδή και οι ψευτο-θεραπείες κάθε αγύρτη στον οποίο συχνά καταφεύγουν οι οικογένειες με ολέθρια αποτελέσματα.
Ήμουν από τους τυχερούς. Η οικογένειά μου με άφησε ήσυχη να χαρώ τη μαστούρα μου και γι’ αυτό είμαι μια χαρά.
Ν.Λ.: Η σπουδή στο δρόμο και η σπουδή στο πανεπιστήμιο. Τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά έργα έχουν γραφτεί από αλήτες. Και πάντα την αξιοπρέπεια στην ποίηση τουλάχιστον την κρατούσαν οι κοινωνικά απόβλητοι, οι σπαταλημένες ζωές. Κατά πόσο πρέπει να βρεθείς εκτός στάσεως για να γράψεις ουσιαστικά, σε έκσταση κοινώς, να σπάσεις τις φόρμες, να φτύσεις τις νόρμες και να αποτυπώσεις την αλήθεια σου, την αμιγώς προσωπική και οι γνώσεις του πανεπιστημίου να χρησιμεύσουν μόνο ως γαρνιτούρα.
Δ.Χ.: Γαρνιτούρα δε θα τις έλεγα, μα ναι σωστά το θέτετε. Για να είναι Ποίηση οι λέξεις που βάζουμε στη σειρά πρέπει να μπορεί να συντελεστεί ένα θαύμα, να γίνει πανανθρώπινο το ατομικό. Η ακαδημαϊκή γνώση δεν είναι συστατικό αναγκαίο. Ωστόσο μην την υποτιμούμε απόλυτα. Δείτε τι έγινε με τη σύγχρονη Ποίηση που θέλοντας να γίνει «δημοκρατική», δηλαδή να μην ακουμπά σε Όμηρο ή Βιργίλιο, μέσα σε ένα αιώνα, έγινε τόσο αυτοαναφορική που το έργο συχνά μοιάζει με ψυχαναλυτικό εμετό κι όχι με Τέχνη.
Ν.Λ.: Ο δημιουργός είναι ένας άνθρωπος που δεν πρέπει να χορτάσει ποτέ, ούτε να ασφαλιστεί ποτέ, πρέπει να ψάχνει έναν απολεσθέντα παράδεισο. Κατά πόσο σας κούρασε αυτή η ζωή και κατά πόσο αντέχετε την στάση αυτή, εν ολίγης αυτό που έλεγε ο Χειμωνάς ότι ο «ποιητής κινδυνεύει από τους αγαπημένους»;
Δ.Χ.: Ο αληθινός δημιουργός δε χορταίνει, δεν ασφαλίζεται. Την ημέρα που ο άνθρωπος χορταίνει ή κουράζεται να αναζητά, δεν είναι πια δημιουργός, το έχασε. Συμβαίνει αυτό, δείτε το πιο κλασικό μας παράδειγμα, το Ρεμπώ.
Εμένα όχι, καθόλου δε με κούρασε η ζωή, μακάρι να είχα άλλες δέκα. Άλλα με κουράζουν, αλλά είναι καθημερινά, παλεύονται. Για την Τέχνη μας δίκιο είχε ο Χειμωνάς, «γιατί ο νους είναι το παν», λέει, και συμφωνώ, «η ψυχή για τίποτα δεν είναι ικανή». Ισχύει για τη δουλειά μας. Ωστόσο δεν είμαι μόνο Τέχνη είμαι και άνθρωπος, γυναίκα. Και θέλω πολύ να μ’ αγαπούν, να με τιμούν, να με λατρεύουν κι όλα, όλα αυτά τα εφήμερα και τα επιπόλαια.
Ν.Λ.: Το διωκόμενο πάθος και το αποδεκτό πάθος. Το διωκόμενο πάθος αν και θεωρείται ψυχογενές μπορεί να μετουσιωθεί σε τέχνη. Το αποδεκτό πάθος δεν ενοχλεί. Μπορεί να γίνει τέχνη;
Δ.Χ.: Το πάθος ως πάθημα διδάσκει κι είναι ένα κοινό πεδίο με τον αναγνώστη που το βιώνει μέσα απ’ το έργο. Ο τραγικός ήρωας παθαίνει, αυτό είναι η ουσία της τραγωδίας του. Σας θυμίζω τον Οιδίποδα που λέει «δεν το έκανα, το έπαθα». Αναμφισβήτητα το διωκόμενο διψά να εκφραστεί, μιλά πιο παθιασμένα. Το βλέπουμε όχι μόνο στον έρωτα ή την πρέζα μα και στις ιδέες. Ωστόσο μην το κάνουμε κανόνα και αρχίσουμε ζητάμε Λογοκρισία κι απαγορεύσεις για να εμπνευστούμε. Διότι δείτε πόσο πολλά έχουν γραφτεί για τη Μοιχεία και τη ζήλια, πόσες Κάρμεν πόσες Μποβαρύ έχουμε στη Δυτική Λογοτεχνία μα πόσο λίγα για άλλα πάθη που τα τιμωρούσαν με θάνατο κι εξοστρακισμό.
από: Φτερά Χήνας
goo.gl/GvrJJm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου