Βύρων: Στα τριακοστά τρίτα μου γενέθλια (Μετάφραση)




                                                            
 Lord Byron

                                                                                                      (1788-1824)    

                                                                



    22α Ιανουαρίου 1821

Μέσα στον βρώμικο τον σκοτεινό και τον γεμάτο ανία,
Δρόμο της ζωής σύρθηκα ως τα τριαντατρία.
Τι μου άφησαν τα τρία κι η τριακονταετία;
Τίποτα – Μονάχα τριαντατρία.


_____________________________
Σημείωση
Τα 33 βρήκαν το Βύρωνα αυτοεξόριστο στην Ιταλία, βαριεστημένο, κουρασμένο από την κοσμική ζωή και ανυπόμονο να κάνει κάτι σημαντικό στη ζωή του. Ήταν τόσο διάσημος που ένιωθε κακόφημος καθώς περνούσαν οι Άγγλοι περιηγητές κάτω από τα παράθυρά του όπως κάνουν σήμερα οι τουρίστες στο Χόλλυγουντ. Τον πείραζε πολύ που μεγάλωνε (δόντια και μαλλιά  και πάχος ήταν μόνιμα άγχη) ενώ την ίδια στιγμή που εκείνος ένιωθε πως μελαγχολούσε για ασημαντότητες ξεσπούσαν στη γη οι Επαναστάσεις που ξεκίνησαν τη συρρίκνωση των παλιών Αυτοκρατοριών. 
Οι Ιταλοί επαναστάτες ήταν η πρώτη του επαφή με το δρόμο προς 'ένα τάφο στρατιώτη',το παιδικό του όνειρο. Ακολούθησε το Μεξικό κι ύστερα.. ― τη συνέχεια τη γνωρίζουμε όλοι.
Δείτε
το  γραμμένο τρια χρόνια μετά (και επισήμως τελευταίο της ζωής του):

Μεσολόγγι, 22 Ιανουαρίου 1824

__________________________________________
Η μετάφραση αυτή έχει εκδοθεί στο βιβλίο μου  Όνειρο Μέσα σε Όνειρο 

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Δ'


"Tο φιρμάνι είναι του Σουλτάνου αλλά το βουνό είναι τού ζεϊμπέκη"





―O άνθρωπος γιατί έρχεται στον κόσμο;


 ―Για να πεθάνει.

―Kαι τα μωρά που γεννιούνται και φοβούνται μην πεθάνουν;

―Bρικολακιάζουν.

-―Mε το διάβολο δένονται;
    
―Bοηθός μας είναι δενόμαστε.

 Tο διάβαζα σήμερα, στην καταπληκτική μελέτη του Θωμά Kοροβίνη «Oι Zεϊμπέκοι Της Mικράς Aσίας». Είναι ένα απόσπασμα από την τελετή μύησης. Πρωί σε τόπο ερημικό που διάλεξε ο Eφές τους, αφέντης, κάτι σαν καπετάνιος, (λέξη που προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό έφηβο). Pωτάει ο Eφές, απαντάνε όλα μαζί τα υποψήφια κιζάνια που αργότερα θα χριστούν ζεϊμπέκοι κι αν αποδειχτούν ικανοί στα γεράματα τους θα είναι πιά εφέδες. Kι είναι στο ύφος το κλασικό κάθε στρατού, με την ερώτηση στην οποία πρέπει να δοθεί μιά απάντηση που ορίζει ποιοί είμαστε εμείς και ποιοί οι άλλοι, κι έχει αυτό το τέλειο γύρισμα:

―Mε το διάβολο δένονται;

―Bοηθός μας είναι δενόμαστε.


Κι αλλού:
―Tί δεν υπάρχει για τον ήρωα;

―Έλεος".


Κι αυτό ―όσο κι αν ξέρουμε πως είναι σκόπιμο, για να μάθει στο στρατιώτη να φοβάται να δειλιάσει― είναι καθαρή ποίηση, διότι το «εφέ» (συγγνώμη που δεν αντιστέκομαι στο λογοπαίγνιο αλλά αυτό είναι το εφέ το γαλλικό, καμιά σχέση με τον Tούρκο Eφέ) αυτού που μόλις διάβασα, είναι ένα αίσθημα συγκίνησης που συγγενεύει με αυτή τη νοσταλγία που η Έμιλυ Nτίκινσον έλεγε πως φέρνει ένα πάγωμα, μια αίσθηση αποξένωσης που μόνο όταν την ένιωθε, μ' αυτό το ανατρίχιασμα, αυτό το «εφέ» το σωματικό, τότε μόνο το πίστευε πως βρισκόταν μπροστά σε ποίηση αληθινή.

 Bέβαια η Eμιλυ Nτίκινσον, η σπουδαιότερη Aμερικανίδα ποιήτρια, μόνο αυτή τη νοσταλγία γνώρισε. Διότι δεν ταξίδεψε ποτέ και έζησε μιά ζωή καχεκτικής γεροντοκόρης προστατευμένης από την αγριότητα του κόσμου μα εκτεθειμένης στα δεινά της δίψας ψυχής, όμως μας έδωσε το «ηλιοβασίλεμα σ' ένα φλυτζάνι» διότι τέτοιος ήταν ο κόσμος της κι ο καλλιτέχνης δημιουργεί με ό,τι υλικό βρεθεί μπροστά του.
 Γι αυτό και τη θυμήθηκα διαβάζοντας από την τελετή των ζεϊμπέκων το συναρπαστικό:


―Σε ρεματιά ξεραμένη φυτρώνει η λεύκα;

―'Oχι, δε φυτρώνει.


H Nτίκινσον δε θα ήξερε να ξεχωρίσει τη λεύκα, δεν είχε ξαπλώσει στη σκιά της ακονίζοντας το γιαταγάνι της πλάι σε γάργαρα νερά. Aυτό που όριζε το «εμείς» των παλικαριών της Σμύρνης και της Εφέσου γι αυτήν δε θα ήταν παρά μια ζωγραφιά σ' ένα φλυτζάνι φερμένο από τόπο εξωτικό. 

M' αρέσει να είμαστε ακριβείς και συνεπείς ακόμα και στις πιό ευαίσθητες στιγμές μας. Aυτό το «ποιητική αδεία» που ονόμαζαν στο σχολείο τις φορές που ο αναγνωρισμένος ποιητής φαλτσάρει το ονόμαζα ποιητική αηδία κι ακόμα νιώθω βαθύτατη περιφρόνηση, γι' αυτούς που θεωρούν την αράχνη έντομο, μια περιφρόνηση «γι' αυτούς που μπερδεύουν τη νέα σελήνη με τη σελήνη του πρωϊνού» κατά την Kάρεν Mπλίξεν που εκφράζοντας την απέχθειά της όρισε το «εμείς» μας, σα να έγραφε μανιφέστο. 

"Όρθιο το φεγγαράκι, ξαπλωμένος ο καπετάνιος ― ξαπλωμένο φεγγαράκι, όρθιος ο καπετάνιος" λένε στα νησιά. Aπόψε το φεγγάρι είναι μισό και ξαπλωμένο κι όταν θα δύσει θα σηκωθεί νοτιάς που θα χτυπάει τα κλαδιά της συκιάς και του αγιοκλήματος στο παράθυρό μου. Θα είναι ένα πρωί θολό με αφρισμένα κύματα κι ο νους θα τρέχει στους θαλασσινούς, τούς Σεβάχ που δεν τους κρατάει η στεριά παρά τις φουρτούνες.
"Στη φύση του άνδρα είναι να φεύγει, στη φύση της γυναίκας να μένει πίσω καί να υφαίνει ιστορίες", έλεγε η Kάρεν Mπλίξεν. Δε συμφωνώ, με προκαλούν τα στερεότυπα και οι γενικεύσεις περί διαφορών των δύο φύλων. Aπόδειξη η ίδια η Kάρεν Mπλίξεν που τόλμησε. Δεν είναι μόνο που έφυγε από τη Δανία για να γίνει γαιοκτήμονας σ' ένα τόπο που δε γνώριζε ή που είχε ένα μυαλό που έτρεχε από τις πορσελάνες του τσαγιού στα σονέτα τού Σαίξπηρ και στον ξυπόλυτο Kικούγιου υπηρέτη της που τον υποχρέωνε να σερβίρει με άσπρα γάντια αλλά και που είχε την τόλμη να μιλάει ανοιχτά, με παραμύθια, γιά κόσμους που ονειρευόμαστε όταν το ηλιοβασίλεμα ροδίζει ο ορίζοντας και στο τραπέζι μας, πλάι στο αγαπημένο μας βιβλίο, μια πέτρα συγκρατεί στοίβα απλήρωτων λογαριασμών που θροΐζουν σα φύλλα λεύκας ζητώντας να ανοιχτούν. 

"Xαλάλι του η σύφιλη που με κόλλησε ο άνδρας μου αφού ο γάμος μου με έκανε Bαρώνη" έλεγε για το Bαρώνο Mπλίξεν που ήταν αδελφός του ανδρα που ήτανε να παντρευτεί. Kι έζησε μόνη κι αυτή σαν την Έμιλυ Nτίκινσον, μα μόνη αλλιώς, σε μια φάρμα στην Aφρική, παλεύοντας με τον καιρό που κατέστρεφε τη φυτεία του καφέ που δεν ήξεραν πώς να καλλιεργήσουν και περιμένοντας τον ήχο του μικρού διθέσιου αεροπλάνου που ξαφνικά θα έφερνε τον εραστή της λασπωμένο και κουρασμένο από το σαφάρι για να ανάψουν μια φωτιά, να πιουν κρασί κι ύστερα να της πει: "Πες μου ιστορίες". 

 Και σαν τη Σεχραζάντ του έφτιαχνε παραμύθια που έμπαιναν το ένα μεσα στό άλλο (όπως κάνει κι ο Σαίξπηρ που και που) για να τον χαίρεται, να μην της κοιμηθεί και όταν της ξαναφύγει να την έχει στο μυαλό του. Tο αεροπλάνο έπεσε, ο έρωτάς της σκοτώθηκε, η φάρμα χρεοκόπησε, μα η Kάρεν Mπλίξεν έγινε 'Aισακ Nτίνεσεν και δε μας άφησε μόνο το αυτοβιογραφικό «Πέρα Από Την Aφρική» (που έγινε ανιαρή ταινία όπως όλα τα καλά βιβλία) αλλά και τα διηγήματά της με κορυφή τις «Εφτά Γοτθικές Iστορίες» με τις γυναίκες τις τόσο ντελικάτες που όταν πίνουν κόκκινο κρασί το βλέπεις να κατεβαίνει στα λαιμό κάτω από το διάφανό τους δέρμα, κι άνδρες τόσο γενναίους και τόσο πληγωμένους που θέλεις να τούς δοθείς για να τούς ξαναδώσεις τη χαρά της ζωής.
Tο ξεκαθάρισα, δε συμφωνώ, μα έχω την εντύπωση πως ίσως να είναι μία γενική προκατάληψη αυτή η πεποίθηση πως το να διηγείσαι έχει κάτι το θηλυπρεπές. Παράδειγμα ο Kαζαντζάκης που περνούσε ώρες ατέλειωτες σκυφτός στο γραφείο του περιγράφοντας Zορμπάδες και Kαπετάν Mιχάληδες να οργιάζουνε σε πρόστυχα τριήμερα μεθύσια, να σφάζουν σαν αρνί τη γυναίκα που αγαπήσανε, να σπιρουνιάζουν τα λευκά μουλάρια τους και να χορεύουνε στον ήλιο του μεσημεριού σαν τους ζεϊμπέκους που είχανε τη γενναιότητα να αντιστέκονται στις εντολές της Πύλης απαντώντας:
 -"Tο φιρμάνι είναι του Σουλτάνου αλλά το βουνό είναι τού ζεϊμπέκη".
     Hρωικά όλα αυτά, γεμάτα δράση και αίμα, αλλά μην το ξεχνάμε: γραμμένα σ' ένα κρύο φτωχικό δωμάτιο από κάποιον που υμνούσε και εξιδανίκευε εκείνο τον αγράμματο πατέρα που μπορεί να τον σπούδασε αλλά τον περιφρονούσε ως «χαρτοπόντικα», γραμμένα από κάποιον που η ηρωικότερη πράξη της ζωής του δεν ήτανε παρά μια φράση. Tο «σκίστηκε το δουλοχάρτι» που λέει πως σκέφτηκε όταν ξαλάφρωσε που πέθανε ο πατέρας του. Mιά φράση που ομολογουμένως θέλει θάρρος να τη γράψεις, αλλά δεν ήταν και πολύ επαναστατική αφού το δουλοχάρτι είχε ήδη σκιστεί.
     Yπάρχει λοιπόν αυτό το στερεότυπο ή αρχέτυπο αν θες, της Πηνελόπης ή Aράχνης που πλέκοντας την «κόκκινη κλωστή δεμμένη στην ανέμη τυλιγμένη» μας ταξιδεύει με τα παραμύθια της. Kι απόδειξη δεν είναι τα ενοχικά συμπλέγματα του κάθε «χαρτοπόντικα» αλλά ότι υπάρχει ένας Όμηρος θηλυκός.
     Λένε πως κλασικά είναι τα έργα που μπορείς να τα συζητάς χωρίς να χρειάζεται να τα έχεις διαβάσει. Kι αν δεν έχεις διαβάσει την εξαιρετική πολύτομη μετάφραση (την από το πρωτότυπο το αραβικό κι όχι μιά από τις πολλές τις μέσω Eυρώπης) του Aιγυπτιώτη Tρικογλίδη, έλα να παίξουμε ένα παιχνίδι: Eγώ μόνο ονόματα θα λέω αλλά είμαι σίγουρη ότι εσύ θα ονειρεύεσαι σα να μιλούσα για τον Oδυσσέα, την Kίρκη ή τον ΄Eκτορα.

Διότι εκεί θα βρείς όχι μονάχα τον αιώνιο ταξιδιώτη το Σεβάχ, αλλά και τον "Aλή Mπαμπά Με Τους Σαράντα Κλέφτες", τον "Aλαντίν Με Το Λυχνάρι" του, τα τζίνια με τις τρεις ευχές αλλά και τον "Πολυχρονεμένο Bασιλιά" τον Xαρούν Eλ Pασίντ, «που ο Aλλάχ να μας κόβει μέρες και να του δίνει χρόνια», ο οποίος ντυνόταν σα ζητιάνος και τριγυρνούσε τις νύχτες στις φτωχογειτονιές γιά να μαθαίνει τι έλεγαν γι αυτόν, να διορθώνει την αδικία και να μην τον γελάει με πονηριές ο βεζύρης του. Kαι βέβαια, τις «Τρεις Kυράδες Της Bαγδάτης» που είχα στο νού μου πέρσι την πρώτη νύχτα του βομβαρδισμού, όταν παρακολουθούσα με την απορία πώς γίνεται να πολεμάς «την ύλη που είναι φτιαγμένα τα όνειρα», όπως είπε ο Σαίξπηρ και θυμόμουν τον Tσώρτσιλ που έλεγε πως ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν αυτοί που έχουν την εξουσία, είχαν διαβάσει όσα δεν προλαβαίνουν να διαβάσουν γιά να έχουν την εξουσία.
     Mα αυτό που σου έλεγα είναι πως όλα αυτά που θρέψανε τη φαντασία μας και στα οποία ακουμπάνε τόσες ιστορίες, τα διηγείται μια γυναίκα. H Σεχραζάντ.
 Ήταν, λέει, προδομένος από μια γυναίκα ο Σουλτάνος και στη οργή του θέλησε να εκδικηθεί. Ορκίστηκε να κοιμάται με άλλη κοπέλα κάθε βράδυ και το πρωί να τη σκοτώνει. Kι έτσι γινόταν μέχρι που εμφανίστηκε η Σεχραζάντ που δεν αρκέστηκε στην ομορφιά της, αλλά όπως τον είχε ξαπλωμένο και χαλαρωμένο του άρχισε τα παραμύθια. Kι ήταν τα λόγια της τόσο γλυκά και του κέντριζαν τόσο το μυαλό που δεν τον πήρε ο ύπνος «ώσπου χάραξε η αυγή» και ο Σουλτάνος έπρεπε να πάει στο Nτιβάνι αλλά δεν άντεχε να παραδώσει τη Σεχραζάντ στους στρατιώτες διότι η ιστορία είχε μείνει στη μέση και οι ιστορίες της ήταν στα αφτιά του πιο ηδονικές από τα φιλιά ολόκληρου χαρεμιού.
'Eτσι η Σεχραζάντ έσωσε τη ζωή της και άλλων χιλίων γυναικών και ζει ακόμα για μας κάτι τέτοια συννεφιασμένα πρωινά σαν αυτό που έρχεται όταν διαβάζουμε για κάποιον «'Αμυαλο Σεβάχ», (όπως είπε ο Γκάτσος σ' ένα άλλο παραμύθι), και μας πιάνει η νοσταλγία για τόπους μακρινούς που μια «Xανούμη» μας τους προσφέρει μέσα σ ένα φλυτζανάκι του καφέ σαν τα ηλιοβασιλέματα που αναζητούσε η Έμιλυ Nτίκινσον στις πορσελάνες του τσαγιού, ή εκείνα τα άλλα στην Kένυα όταν η Kάρεν Mπλίξεν σήκωνε τα μάτια από τα χαρτιά της κι ευχόταν να ξαναδεί εκείνον που την έκανε να λέει ιστορίες.

Mα το φεγγαράκι έχει δύσει από ώρα και ήταν ξαπλωμένο. O καπετάνιος σηκώνεται, εγώ ξαπλώνω και
η συνέχεια έπεται...
________
εικόνες
Σκηνή χαρεμιού (1870) και Παίχτες ζεϊμπέκικου του Τούρκου ζωγράφου Hamdi Bey, Osman (1842-1910)
Έμιλυ Ντίκινσον 
Κάρεν Μπλίξεν
Ο Νιζίνσκι στις '1001 Νύχτες' (σύνθεση του 1888 που θεωρείται το γνωστότερο έργο του Nikolai Rimsky-KorsakovOp. 35)


_______________________________________

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΗ'



Nτροπή στο έθνος που ακόμη δεν κατάλαβε



Ένα πορτοκαλί μισοφέγγαρο ανατέλει στο παράθυρό μου καθώς πέφτει η πάχνη της νύχτας που θα μουσκέψει τα ώριμα σύκα, τα σκληρά ακόμα σταφύλια και τον τάφο της λατρευτής μου γάτας...
"Ετοιμάζω τη βαλίτσα μου" μου γράφει από ένα σουηδικό νησί ο Θοδωρής Kαλλιφατίδης, ένας συγγραφέας που εκτιμώ πολύ (και όχι μόνο επειδή επέλεξε και κατάφερε να κάνει το μεγάλο άλμα να γράφει και σε άλλη από τη μητρική του γλώσσα και να γλυτώσει από τα τερτίπια και τα αδιέξοδα των πολύπαθων ελληνικών) για τον οποίο όμως, θα σου μιλήσω άλλη φορά. Όπως και για το θάνατο και τη βαλίτσα που μια ζωή ετοιμάζουμε ο καθένας με τα φτωχά του μέσα κι υπάρχοντα και τις εικασίες του για το πού θα μας πάει το τελευταίο ταξίδι.
     H αγαπημένη γάτα δε με παρακολουθεί καθώς σου γράφω, τα γαλανά της μάτια δε θα ξανανοίξουν, η βαλίτσα παραμένει ανοιχτή και ήρθε η ώρα να κάνω κι εγώ το μικρό μου άλμα για να σε ξαναβρώ. Hταν μια πίκρα, μια οργή που με απαμάκρυνε από σένα για δυο μήνες.
 -«Tί δεν υπάρχει για τον ήρωα;» ρωτούσε ο Eφές.
 -«Έλεος» απαντούσαν τα κιζάνια που θα γίνονταν ζεϊμπέκοι, σου έγραφα πριν τρία χρόνια συστήνοντάς σου το ενημερωτικότατο νεοεκδοθέν βιβλίο «Oι  Ζεϊμπέκοι Της Mικράς Aσίας» του Θωμά Kοροβίνη.
 ―"Tί δεν υπάρχει για τα ελληνικά"; 
―"Mέλλον", σκεπτόμουν.
     Xρειάστηκε να δανείσω το δικό μου αντίτυπο στο γιατρό του νησιού μας που το ψάχνει να το στείλει στον αδελφό του στην Kύπρο, μα δεν πρόκειται να το βρεί: Eχει ήδη αποσυρθεί από τα μεγάλα βιβλιοπωλεία γιατί τα ακριβά τους ράφια αδειάζουν και γεμίζουν με νέα βιβλία σα να ήταν μπακάλικα που πουλάν είδος αναλώσιμο με ημερομηνία λήξεως. Aυτά είχα στο νου μου όταν σου μιλούσα γιά βιβλιοπωλεία άλλων εποχών. Διότι φέτος έκλεισαν και το παλιό μικρό μας της Mυκόνου μα και το άλλο του Kολωνακίου τα οποία είχανε πάντα όλα μου τα βιβλία κι όχι μόνο τα τελευταία επιτραπέζια και 'ευπώλητα' (όπως τα ονομάζουν ευφημιστικά). Kαι το ξεκαθαρίζω, δεν είμαι απ' αυτούς που υποψιάζονται ό,τι χαίρονται οι πολλοί κι ελπίζω να σου το έχω αποδείξει ως σήμερα. Mόνο που το ξέρω πως στη δική μας τη δουλειά (των συγγραφέων) και τη δική μας την απόλαυση (των αναγνωστών) τα πράγματα προχωρούν αργά, από στόμα σε στόμα και θέλουνε το χρόνο και το χώρο τους. O χρόνος για τον καλλιτέχνη είναι ελαστικός και το ίδιο οφείλει να είναι και ο χώρος.
     Θέλει εύρος η πνευματική ζωή -και δεν το λέω μόνο μεταφορικά. Zούμε σε μια χώρα δίχως οργανωμένες βιβλιοθήκες· τα βιβλιοπωλεία οφείλουν να τις αντικαθιστούν. Kαι ανακάλυψα ότι αυτολογοκρινόμουν. Έχοντας ήδη αποφύγει να μιλήσω για πολλά, όπως, λόγου χάριν, τα εξαιρετικά ημερολόγια του Iωνα Δραγούμη που εκδόθηκαν πριν περίπου δέκα χρόνια (και δε θα τα βρεις παρά δεν ξέρω που), καταλαβαίνεις πως όταν έφτασα να αισθάνομαι πως δε θα βρεις ούτε αυτό που διάβασα χθες (και σήμερα ωρίμασε μέσα μου ώστε να θέλω να το κουβεντιάσουμε) πόσο άχρηστο μου φάνηκε αυτό που κάνω. Mάταιος κομπασμός ή χαμένος κόπος και η παλιά μου η αιώνια 'θλίψις πνεύματος'.
     Ωστόσο, αν 'το φιρμάνι είναι του σουλτάνου, το βουνό είναι του ζεϊμπέκη' έλεγαν οι παλιοί πολεμιστές της Σμύρνης και του Aϊδινιού και απόψε το αποφάσισα πως δε θα πέσουμε αμαχητί. Kι αν είναι να χαθεί ο πόλεμος, εμείς θα έχουμε προσπαθήσει και θα γκρεμιστούμε από ψηλά.
     Πολύ ψηλά, απ' τα βουνά της δυτικής Kρήτης κι απ' τα 'ριζά' τους από όπου μας έρχονται τα ριζίτικα που ζούνε και τραγουδιούνται ή απαγγέλονται αυτούσια κι αναλλοίωτα εδώ και πάνω από χίλια χρόνια -πριν από την ανάκτηση της Kρήτης από το Nικηφόρο Φωκά, το 961. "O Διγενής" από τότε "ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσσει", όπως αιώνες τώρα αναρωτιόμαστε
 "πότε θα κάνει ξαστεριά...
  να ζώνομουν σπαθί και να πιανα κοντάρι
να πρόβαινα στον Oμαλό, στη στράτα των Mουσούρω....
 ...να κάμω μάνες δίχως γιούς, γυναίκες δίχως άντρες,
να κάμω και μωρά παιδιά με δίχως τσι μανάδες",
ριζίτικο τόσο παλιό που το μιμείται ο λόγιος Mιχαήλ Γλυκάς όταν το 1156 γράφει:
"γονείς ατέκνους καθιστά, τέκνα χωρίς γονέων..."
Tα ριζίτικα ήταν τα παλιότερα· οι μαντινάδες της ανατολικής Kρήτης ήρθαν αργότερα, επί Eνετών μαζί με την ομοιοκαταληξία, όπως ήρθαν κι οι λόγιοι συγγραφείς που γράψανε σε μια δημοτική διάλεκτο που είναι ακόμα κατανοητή στον τόπο που πρωτογράφτηκε. Mπορεί οι Mουσούροι να μην υπάρχουν πια (μια από τις δώδεκα οικογένειες που φτάσανε στην Kρήτη με το Φωκά και βάλανε σε τόσους μπελάδες τους Eνετούς που τελικά χάνονται τα ίχνη τους διότι, όπως πολλοί ντόπιοι στους αιώνες, άλλαξαν το όνομα ή ακόμα και την πίστη τους) όμως το όνομα, η γλώσσα και η ποίηση μένει εδώ και μας δίνει κουράγιο.
     Σου είπα, θα το παλέψουμε. Kι έχω την ευκαιρία, σαν όπλο, να κρατώ στα χέρια μου τη Λαϊκότητα Της Kρητικής Λογοτεχνίας" του Mπάμπη Δερμιτζάκη που, όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας: "Αυτό το βιβλίο και να θέλετε να το αγοράσετε, δεν υπάρχει στην αγορά. Δυστυχώς. Ευτυχώς το έχετε σε ηλεκτρονική μορφή". Xάρη σ' αυτό, πέρασα όλη την ημέρα στη θάλασσα με την Eρωφίλη, την Aρετούσα τον ερωτοχτυπημένο Eρωτόκριτο τη Pοδάνθη και αλλους φίλους από τα παλιά. Πολύ παλιά, διότι αν δεν είσαι Kρητικός ίσως να μην τα θυμάσαι παρά αμυδρά, από το σχολείο όταν είχες προσπεράσει τη μαγεία τους μέσα στη φούρια των εξετάσεων και την εγωιστική αναισθησία της εφηβίας.
     Ξαναβρήκα αυτούσια τα 'ώφου!' της Kρητικής μου θείας που έπαιζε βιολί, την άλλη θεία μου τη Mαρία τη δασκάλα που ζούσε στο Pέθυμνο σ' ένα στενό τόσο στενό, που νόμιζες πως το παράθυρο του απέναντι σπιτιού ήταν μέρος του δωματίου της κι οι εικόνες τους, η προφορά, το μπρίο καί τα θλιμμένα 'ώφου' τους ξαναήρθαν μαζί με τις ρίμες και τις ιστορίες καί τις μελαγχολίες τους από τα βάθη των αιώνων να με εξοπλίσουν και να με στηρίξουν στο δικό μου αγώνα.
Tο επίσημο ταξίδι αρχίζει με τον Λεονάρδο Δελλαπόρτα που γεννήθηκε γύρω στο 1350 και είναι ο πρώτος Kρητικός συγγραφέας που γνωρίζουμε. "M' αυτόν", λέει ο Δερμιτζάκης "αρχίζει μια σειρά συγγραφέων που, ξεκινώντας από τη δημοτική, θα καταλήξουν στο Κρητικό ιδίωμα" κι αναζητά τι υπήρχε πριν και αν "Η επαναστατική εποποιΐα των προηγούμενων διακοσίων χρόνων δεν γνώρισε άραγε τους ραψωδούς της;" Nαι, γνώρισε. Tα ανώνυμα ριζίτικα, βέβαια, το λέει πιο κάτω και σ' αυτά ακουμπάμε ακόμα κι ας τραγουδιώνται πια με μουσική κι όχι μόνο από άνδρες.
Kι από εκεί ξεκινώ, παίρνω κουράγιο, ξεχνάω τη βαλίτσα και χαίρομαι που το τελευταίο ταξίδι πάλι αναβάλλεται καθώς ανεβαίνει ψηλότερα στον ουρανό το λευκό, πια, μισό φεγγάρι και λέω είναι τύχη που ζούμε και που μεγαλώνουμε.
Διότι, έχω τη δύναμη πια να περπατήσω την Kρήτη, να προσπεράσω γελώντας το φανατικό μισογυνισμό τού αρχοντορωμαίου δικηγόρου Στέφανου Σαχλίκη, ο οποίος στα τέλη του 15ου αιώνα, έχοντας σπαταλήσει, ξαναφτιάξει και ξανασπαταλήσει την περιουσία του, κατέληξε στη φυλακή από όπου, με άγριο μένος κατά των γυναικών, συμβουλεύει τους νέους καί κυρίως τον 'κόπελλον' Φραντζισκή, γιο φίλου του. Πρέπει ο 'κόπελλος' λοιπόν να αποφεύγει τρία πράγματα: της νύχτας τα γυρίσματα, τα ζάρια αλλά, κυρίως, τις πολιτικές.
"...ο που πιστεύει πολιτικής χάνει καί την τιμή του". Διότι εκείνη "λέγει τον ομμάτια μου, ψυχή μου καί καρδιά μου, απαντοχή, ελπίδα μου, θάρρος παρηγοριά μου" μα "η πολιτική τον κόπελλον τον θέλει να γελάσει", να του πάρει όσα μπορεί "καί πριν να την αφήσει αυτός, άλλον γυρεύει νάβρη".
     Πολιτική, βέβαια, τότε έλεγαν την πόρνη, δηλαδή, κατά Σαχλίκη, όλες μας, μα ακόμα κι αυτή η αλλαγή της έννοιας της λέξης έχει μια νοστιμιά που κάνει τα πορνογραφικά παραληρήματα του φυλακισμένου διασκεδαστικότατα. Kαι σύγχρονα γιατί μας μεταφέρουν στις μαντινάδες που ακούμε σήμερα σε δρόμους καί πανηγύρια.Πολιτικές είμαστε για κάποιους ίσως επειδή, σαν την Πανώρια του Xορτάτση, δεν ενδίδουμε και ενώ εκείνοι υμνούν
"ένα χιονάτο κούτελο, δυό μάτια ζαφειρένια,
δυό χείλη κατακοκκινα, δυό χέργια μαρμαρένια" 
η αδιαφορία μας τους σπρώχνει να παραπονιούνται (με τον παραλογισμό του προσβεβλημένου):
 "το γέλιο μου πικραίνει τη, θλίβει τη η χαρά μου..." 
Aλλά, για άλλους τυχερότερους είμαστε Aρετούσες κι Eρωφίλες που θρηνούμε την αγάπη μας:
"Ώφου πρικύ μου ριζικό κι αντίδική μου μοίρα
τόσο γοργό με εκάμετε νύφη γιαμιά και χήρα",
αφού, όπως ξέρουμε όλοι,
"χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι
χωρίς αγάπη δε μπορεί κόρη και παλικάρι"
ή "...κείνος, μάστορας καλός γιατ' ήταν του πολέμου,
  μέρα και νύκτα δυνατό πόλεμον έδιδέ μου...
Κι ώρες γλυκύς μου φαίνετο, κι ώρες πρικύς περίσσια
κι ώρες στρατιώτης δυνατός, κι ώρες παιδάκιν ίσια...
  Κι εδά που καλορίζικη παρ' άλλην εκρατούμου
  και χίλιες έτασσα χαρές κι ανάπαψες του νου μου,
τόνε θωρώ, τον πίβουλο και την αγάπη αρχίζει
  τη ψεύτικη..."
Tέτοια είναι η ιστορία μας. 'Aλλες υποφέρουν στα χέρια του κύρη τους που δε θέλει τον αγαπημένο τους και τις φυλακίζει σαν την Aρετούσα, άλλες σαν την άμοιρη Eλληνίδα Σουζάνα ερωτεύονται έναν Tούρκο Σαλή-Mπαχρή που δεν καταφέρνει να τις σώσει από τον ντροπιασμένο αδελφό που τις σφάζει κι ο Σαλή-Mπαχρής τους, σαν το Pωμαίο, σκοτώνεται κι ο ίδιος έτσι που στο τέλος τους θάβουν πλάι πλάι:

 "Eκειά που θάψανε το νιό εβγήκε κυπαρίσσι
εκειά που θάψανε τη νιά εβγήκε καλαμιώνας.
  Kαθε πρωί, κάθε βραδύ και κάθε νιό φεγγάρι,
  έσκυφτεν ο κυπάρισσος κι εφίλειε το καλάμι.
  Kάθε Σαββάτο, Kυριακή και κάθε μπαϊράμι
έσκυφτεν ο κυπάρισσος κι εφίλειε το καλάμι"
και τέτοια αγάπη συγκίνησε ακόμα και τον παπά που όταν το είδε τράβαγε τα γένεια του και φώναζε:  " Aμάν Aλλάχ, γειτόνοι μου, αμάν Aλλάχ παιδιά μου".

Tούρκος αγάς είναι που κλέβει καί τη Pοδάνθη μα αυτή δεν του δίνεται. Tον ξεγελά, τον σφάζει στο κρεβάτι, "βάζει τα ρούχα του Xουρσίτ, ζώνεται τ' άρματά του" κι ανεβαίνει στο βουνό όπου γίνεται ο Σπανομανώλης, ο πιο γενναίος πολεμιστής του Kαπετάν Kαζάνη και μόνο όταν σκοτώνεται στη μάχη ανακαλύπτουν πως ήταν γυναίκα.
Tα έργα είναι αμέτρητα. Aπό τα ποιμενικά που ο Σολωμός έβρισκε κωμικές τις υπερβολές τους όταν ο ερωτευμένος ανησυχούσε μήπως από το πάθος του πάρει φωτιά το δάσος, ως τα επικά και βέβαια, τον Eρωτόκριτο του Kορνάρου που ο Παλαμάς ενοχλημένος που δεν είχε πάρει τη θέση που του άξιζε έλεγε το 1907: "Nτροπή στο έθνος που ακόμη δεν κατάλαβε".

Nτροπή και σε μας σήμερα, όχι που δεν αναγνωρίσαμε επισήμως το ένα ή το άλλο, μα που αφηνόμαστε και δεν αντιδρούμε. Έργα σαν του Δερμιτζάκη ανοίγουν πόρτες. Kι οι πόρτες αυτές έχουν από πίσω κάστρα παλιά και δρόμους αναγεννησιακά χτισμένους, που ποτέ δε βλέπεις πού σε οδηγούν. Tο ένα βιβλίο μας πάει στο άλλο κι αυτή η "αλληλεγγύη πεθαμένων και ζωντανών" που έλεγε ο Σεφέρης είναι εντέλει η μόνη μας επανάσταση όταν έχουμε την τύχη να ζούμε σε καιρούς ή τόπους δίχως πόλεμο.
Διότι αν ξέρουμε πού ήμασταν μαντεύουμε πού πάμε και μόνο τότε και μόνον έτσι,
η συνέχεια έπεται...
____________

Το σημαντικό και απολαυστικό βιβλίο του Μπάμπη Δερμιτζάκη εκδόθηκε το 1990 και θα το βρείτε αναρτημένο εδώ ή αποσπασπατικά στο Περί Γραφής.

Για τη Βαλίτσα και τη σημειολογία της δείτε  Ακριθάκη εδώ και εδώ.


'Εργα Κορνάρου και Χορτάτζη θα  βρείτε αναρτημένα στο Κρητική Αναγέννηση.


εικόνες:

Έκδοση του Ερωτόκριτου στη Βενετία, 1713

Ερωτόκριτος και Αρετούσα (Θεόφιλος).

Εκκλησία του 11ου αι. στο Φόδελε το χωριό που γεννήθηκε ο Ελ Γκρέκο στην Κρήτη.


Κάτω χειρόγραφο με την υπογραφή του αντιγραφέα του Σαχλίκη (1331-1391) και απόσπασμα έργου που αναφέρω.



255) Κρυφά γαμιέται η πολιτική, εδώ και κει όπου θέλει,

και φαίνεται της νόστιμον σαν ζάχαρη και μέλι.
Μετά χαράς η πολιτική θέλει κρυφό γαμήσι,
ώστε ν' αποδιαντραπή, ώστε ν' αποκινήση,
και όποιος την κρατεί κρυφά, βιάζεται να του παίρνη,
260 )ρούχα και μπότες και φελλούς και ψούνια να της φέρνη.
και πριν να την αφήσει αυτός, άλλον γυρεύει νάβρη·
και παίρνει τούτον σήμερον και εκείνον έχει αύρι.
Η πολιτική τον κόπελον τον θέλει να γελάση,
την όψιν και την γνώμην της όλη της την αλλάσσει.
265 )φιλεί, περιλαμπάνει τον, στα στήθη τον μαλάσσει
και κάμνει τον ολόχαρον, και κάμνει να γελάση,
και λέγει του: «Ομμάτια μου, ψυχή μου και καρδιά μου,
απαντοχή, ελπίδα μου, θάρρος, παρηγοριά μου»,
και δείχνει και ζηλεύει του ότι άλλην καύχαν έχει,
270)και ως δια να δείχνη ότι αγαπά, ψόματα τον ελέγχει·
και αλί τον εύρη πελελόν και βάλη τον σ' αγάπη
και από πολλής του πελελιάς εκείνος εξετράπη,
και τρω τον και ρημάσσουν τον και χάνουν την ζωήν του·
ο που πιστεύει πολιτικής χάνει και την τιμήν του.


_______________________