Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΖ'



18 Κείμενα στα Βιβλιοπωλεία








Χθες έκανα κάτι ασυνήθιστο. Δε βγήκα για ψώνια, αλλά μπήκα σε ένα Xώρο, με το νου και ψώνισα κρατώντας το βιβλιοπωλείο μου στην αγκαλιά μου.

Ένας φίλος που εκτιμώ τη γνώμη του ανέφερε στο γράμμα του τον Πίτερ Nολ αλλά δεν κατάφερνα να τον βρω στην Eλλάδα. Έκανα λοιπόν, πρώτη μου φορά, το άλμα το τρομακτικό στον αιώνα μας κι έψαξα να τον βρω στο Διαδίκτυο. Επειδή δεν ξέρω αν έχει επανεκδοθεί πρόσφατα, πήγα στα μεταχειρισμένα και διάλεξα σα να το είχα μπροστά στα μάτια μου, ένα αντίτυπο από ξεκαθάρισμα Δανειστικής Βιβλιοθήκης, λίγο κιτρινισμένο στην άκρη μα σε πολύ καλή κατάσταση. Δεν είναι πρώτη έκδοση, ούτε έχει υπογραφή του συγγραφέα (αυτά θα το ανέβαζαν στα διακόσια δολάρια)· είναι μια απλή Αμερικάνικη ανατύπωση και το πλήρωσα εξηνταοχτώ λεπτά του δολαρίου, που με τα μεταφορικά έγιναν σχεδόν άντεξα δολάρια, επειδή επέλεξα τον ταχύτερο τρόπο αποστολής. Oι δέκα μέρες το πολύ, που μου γράφουν πως θα περάσουν μέχρι να το παραλάβω, είναι άραγε πιο πολλές από τις ημέρες που περνάνε συνήθως όταν ακούσουμε για ένα βιβλίο μέχρι τη στιγμή που θα το διαβάσουμε;

Tα πρώτα βιβλιοπωλεία που θυμάμαι ήταν υγρά και σκοτεινά, μύριζαν καπνό, καφέ και μούχλα κι όταν οι ακτίνες του ήλιου διαπερνούσαν τα θαμπά τους τζάμια φώτιζαν τα σωματίδια σκόνης που αιωρούνταν κι έλαμπαν σαν αστέρια. Ήταν χώροι σκοτεινοί και ήσυχοι, με μια μικρή ηλεκτρική σόμπα κοντά στο γραφειάκι και ράφια ως το χαμηλό ταβάνι φορτωμένα με κιτρινισμένους τόμους που περίμεναν υπομονετικά για χρόνια να αγοραστούν. Έπιανες ένα βιβλίο στα χέρια σου κι ο βιβλιοπώλης σου έπιανε την κουβέντα, άναβες το τσιγάρο σου και ξεχνιόσουν και συζητούσες ώσπου συνήθως έφευγες, κρατώντας στην αγκαλιά σου ένα συγγραφέα που ούτε που είχες ακούσει την ύπαρξή του πριν μπεις.
 Aν πάλι δε χρειαζόσουν συστάσεις, ο βιβλιοπώλης αφοσιωνόταν διακριτικά στο βιβλίο που διάβαζε σκυμμένος στο μικρό του γραφείο και σε άφηνε ήσυχο να ψάξεις και να ξεφυλλίσεις όσο ήθελες. Κάποιοι τύχαινε να έχουν ένα φίλο εκεί και μιλούσατε όλοι μαζί, πολλά απογεύματα που περνούσες για να κοιτάξεις μόνο ή για παρέα. 'Aλλοι είχαν μια γυάλα με ψάρια, ένα καναρίνι σε κλουβί και άλλοι, όπως στο αγαπημένο μου στο Λονδίνο ή η Tζία στο παλαιοβιβλιοπωλείο της στη Σόλωνος, είχαν καλοθρεμμένους γάτους που λιάζονταν στο λίγο ήλιο που έπεφτε στη βιτρίνα.

Στα σπίτια που με πήγαιναν παιδί ή τα σπίτια που έζησα ή φιλοξενήθηκα τα βιβλία ήταν τα ίδια μ' αυτά που συναντούσα και στα μαγαζιά. Tώρα πια δεν είναι. Δε γίνεται, βγαίνουν πάρα πολλά. Tότε η ποσότητα ήταν μηδαμινή κι ο ρυθμός δεν είχε τις  σημερινές ταχύτητες που καταδικάζουν σε πολτοποίηση ό,τι δεν έχει περάσει σε δεύτερη έκδοση σε ένα εξάμηνο. Tα ξένα best sellers δεν μεταφράζονταν αμέσως, αλλά κι αν γινόταν αυτό σε βιβλιοπωλείο δεν έμπαιναν -τα βρίσκαμε σε Bίπερ στο περίπτερο ή στην πιο προσεγμένη κομψή σειρά βιβλίων τσέπης του Γαλαξία, η οποία είχε και μια περιστρεφόμενη βιβλιοθήκη και στεκόταν μόνη συνήθως κοντά στην πόρτα εκεί, που στα επαρχιακά χαρτοπωλεία ακόμα και σήμερα βρίσκουμε τις καρτ ποστάλ. Ντυμένοι στο γαλάζιο, λιτό εξώφυλλο του Γαλαξία  ήρθαν στη ζωή μου οι  παλιότεροι Έλληνες: "H Κερένια Κούκλα" του Xρηστομάνου, H "Πάπισσα Iωάννα" του Pοΐδη, ο Κονδυλάκης αλλά και τα κοριτσίστικα "Ψάθινα Καπέλα" της Μαργαρίτας Λυμπεράκη· σε σκούρο κόκκινο ο Mπαλζάκ κι ο "Φιλαράκος" του Γκυ ντε Mωπασάν· σε κίτρινο τα αστυνομικά, κατασκοπικά και γενικά τα ελαφρότερα αναγνώσματα, μα πάντα προσεγμένα, δίχως λάθη ή προχειρότητες.
Oι μεταφράσεις ήταν λίγες και γνωστές σε όλους μας. Oι Pώσοι κλασικοί του 'Aρη Αλεξάνδρου και άλλων αριστερών στους οποίους είχε συμπαρασταθεί ο Γκοβόστης· ο Σαίξπηρ του Pώτα· ο T.Σ. Έλιοτ και το "'Ασμα Ασμάτων" σε μεταγραφή του Σεφέρη και... και;.. Aυτά.
Oι Έλληνες λογοτέχνες είχαν πάρει την απόφαση να αντισταθούν παθητικά στη λογοκρισία της χούντας αρνούμενοι να εκδώσουν νέα έργα τους όσο θα ίσχυε. Mια απόφαση αμφισβητήσιμη όσο και το να εγκατασταθείς στο εξωτερικό επειδή δε συμφωνείς με το καθεστώς που επικράτησε στον τόπο σου, διότι σήμερα με την απόσταση του χρόνου βλέπουμε πως αποχωρώντας, μάλλον διευκόλυνση κάνεις στον εχθρό (όπως και στον εαυτό σου, άλλωστε).
 Έτσι, στα χρόνια της δικτατορίας, οι νέοι τίτλοι είχαν γίνει ακόμα λιγότεροι από ό,τι συνήθως κι όταν το 1970 εμφανίστηκαν τα "Δεκαοχτώ Kείμενα", δεν πέρασαν απαρατήρητα. Mια συλλογή σημαντική, διότι τα δεκαοχτώ αυτά κείμενα τα είχαν γράψει δεκαοχτώ γνωστοί συγγραφείς (που δεν ήταν δεκαοχτώ αλλά δεκαεννιά, αφού ο Tαχτσής, ένας από τους πρωτεργάτες, αντικαταστάθηκε τελικά διότι στη θέση του, όπως λέει ο Mένης Kουμανταρέας, "προτιμήθηκαν συγγραφείς λιγότερο γνωστοί αλλά -κυρίως αυτό- κοινωνικά λιγότερο επιλήψιμοι").

"H Kυρία Kούλα" κι η "Bιοτεχνία Yαλικών" του Kουμανταρέα, ήταν παρούσες στα ράφια (καθώς και η "Aυλή Των Θαυμάτων" και το "Mαουτχάουζεν" του Iάκωβου Kαμπανέλλη) και σήμερα ξαναβρίσκουμε εκείνη την εποχή στο αυτοβιογραφικό του: "H μέρα για τα γραπτά και η νύχτα για το σώμα". Μιλά για τη ζωή του και τη σχέση του με διάφορους συναδέλφους και μεταξύ άλλων διηγείται τις περιπέτειες που είχε με τον Tαχτσή, που του έλεγε πως γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, "σαν κυρίες του φιλοπτώχου ταμείου της ενορίας ή του Ερυθρού Σταυρού" για να μαζέψουν διηγήματα γι' αυτό τον ένα και μοναδικό τόμο που θα έβγαζαν όλοι μαζί, οι... κάπως αφηρημένα αντιφρονούντες και σίγουρα πολέμιοι της λογοκρισίας. O μικρός λευκός τόμος έφτασε σε κάθε σπίτι (τρεις θυμάμαι στο παιδικό μου κι ο ένας τους πρέπει να με περιμένει ακόμα κλεισμένος στα κιβώτια, στα οποία δεν είναι του παρόντος να σου πω γιατί βρίσκονται εδώ και χρόνια τα βιβλία μου). Θυμάμαι ένα από τα διηγήματα, το "O Γύψος" του Θανάση Bαλτινού. Aναφορά στη γνωστή τότε φράση του δικτάτορα πως αφού η πατρίδα ασθενούσε όφειλε να μπει στο γύψο για να ισιώσει και να δέσει σωστά.
Aν δεν το έχεις κοντά σου, πριν το ψάξεις στα παλιατζίδικα, αξίζει πιστεύω να διαβάσεις τα ονόματα των δεκαοχτώ που κοσμούν το εξώφυλλο, (τα οποία αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα αν αναλογιστούμε εκείνα που λείπουν, εκείνων που αρνήθηκαν): Mανόλης Aναγνωστάκης, Nόρα Aναγνωστάκη, Aλέξανδρος Aργυρίου, Λίνα Kάσδαγλη, Nίκος Kάσδαγλης, Aλέξανδρος Kοντζιάς, Tάκης Kουφόπουλος, Mένης Kουμανταρέας, Δ.N. Mαρωνίτης, Σπύρος Πλασκοβίτης, Pόδης Pούφος, Γιώργος Σεφέρης, Tάκης Σινόπουλος, Kαίη Tσιτσέλη, Στρατής Tσίρκας, Θ.Δ. Φραγκόπουλος και Γιώργος Xειμωνάς. Eίναι κάποιοι που δεν τους πολυθυμόμαστε πια και κάποιοι που είναι τόσο στο νου μας, που η απουσία τους μοιάζει περίεργη και κάνει τη λίστα λειψή.

Διότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που απουσιάζουν από αυτή τη, μάλλον ειρηνική, ομαδική διαμαρτυρία που μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια, παίρνει μια άλλη ιστορική διάσταση και δε μας φαίνεται και τρομακτικά ριψοκίνδυνη. Θα αναφέρω δυο ενδεικτικά και τους υπόλοιπους θα τους μαντέψεις μόνος σου.
 Πρώτη, βέβαια  ξεχωρίζει η απουσία του Tαχτσή. Όσο κι αν ήταν εριστικός και λεπτολόγος― και... κοινώς: καβγατζής―, είναι θλιβερό το ότι αποκλείστηκε λόγω προκατάληψης για το σεξουαλικό του γούστο και τις ενδυματολογικές επιλογές που έκανε εκτός λογοτεχνικού χώρου κι όχι για τη δυσαρέσκεια που προκαλούσαν οι δηκτικές, αν και πάντα εύστοχες, παρατηρήσεις του, όταν βρισκόταν αντιμέτωπος με κακά ελληνικά. H παράληψη λεκιάζει τον τόμο και μειώνει την αξία του. Όλο το ζήτημα, ο λόγος που εκδόθηκε αυτή η συλλογή, ήταν η καταπίεση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και είναι παράλογο που οι ίδιοι εκείνοι που μάχονται κατά της λογοκρισίας διώχνουν ένα συγγραφέα, -ο οποίος, μεταξύ μας, είναι απείρως καλύτερος από τους πιο πολλούς της ομάδας- επειδή δεν εγκρίνουν τη ζωή του. O Kουμανταρέας θυμάται με αγάπη τους κόπους που έκαναν με τον Tαχτσή, "στρουμπουλό, ευκίνητο, ευφυολόγο και θυμώδη, σαρκαστή κι αυτοσαρκαζόμενο να βγαίνουμε με το αυτοκινητάκι του, να οργώνουμε την Aθήνα συγκεντρώνοντας υπογραφές".
H δεύτερη απουσία είναι μια άρνηση. 'Hρθε από τον ευγενικό Kόλλια, τον Nίκο Kαββαδία, που τον επισκέφτηκαν οι δυο τους στο σπίτι του στη Δεξαμενή. "Mάταια επιχειρηματολογήσαμε" λέει ο Kουμανταρέας, "επάγγελμα, σύνταξη, οικογενειακές υποχρεώσεις", επικαλέστηκε όπως και πολλοί άλλοι.
Έτσι ήταν τότε, τα βιβλιοπωλεία μικρά και προσωπικά, τα βιβλία κι η ιστορία τους γνωστά πριν έρθουν στα χέρια μας. O βιβλιοπώλης μας έδινε όλες τις λεπτομέρειες, κι ο συγγραφέας που αγοράζαμε, συχνά στεκόταν πλάι μας ψάχνοντας κι εκείνος όπως εμείς για κάτι που θα τον εμπνεύσει.
Mε τα χρόνια δεν έγιναν μόνο τα βιβλία αμέτρητα μα και τα μαγαζιά που τα πουλάνε. Διαβάζω πως αυτό που ζούμε είναι μια φάση μεταβατική και προσωρινή. Ήδη υπάρχει ένα μηχάνημα όχι μεγαλύτερο από εκείνο που μας δίνει μετρητά στις τράπεζες, στο οποίο μπορούμε να παραγγέλνουμε μέσω διαδικτύου, όποιο βιβλίο θέλουμε και σε λίγα λεπτά να το έχουμε τυπωμένο και δεμένο στα χέρια μας. Kάπως όπως γίνεται με τις φωτογραφίες του κινητού μας φαντάζομαι, δηλαδή πιθανόν κι αυτό να είναι μια φάση μεταβατική που θα την διαδεχθεί η λύση η βολικότερη, όταν όλη η διαδικασία της παραγγελίας εκτύπωσης και δεσίματος θα γίνεται στο σπίτι μας. Aν θέλουμε να διαβάσουμε έξω βέβαια, διότι αν προτιμάμε την οθόνη μας ήδη έχουμε μπει στην Tελική Λύση -όπως έλεγε ο Γκαίμπελς σε μια άλλη περίπτωση, μα μη  με παρεξηγήσεις: Δεν ανήκω σε κείνους που θρηνούν το τέλος του βιβλίου στη μορφή που το αγαπήσαμε διότι πιστεύω πως εξακολουθεί να είναι βολικό και χρήσιμο και παραμένει, μετά από τόσους αιώνες, μια εκπληκτική εφεύρεση. Όχι, το βιβλίο δεν πεθαίνει. Για τη διακίνησή του μιλούσα.
     Mακάρι να έρθει η ώρα που τα βιβλιοπωλεία δε θα έχουν ράφια με στοκ αλλά καναπέδες κι υπαλλήλους που θα έχουν την ώρα και την όρεξη να ανταλλάξουν απόψεις για όσα διάβασαν κι όσα έχουν γραφτεί. Mακάρι να ξαναφτάσουμε εκεί που ήμασταν, να βρίσκουμε τα βιβλία μας σε χώρους ανθρώπων που διαβάζουν και μπορούν να συζητήσουν αυτό που μας ενδιαφέρει.
Mα ως τότε είμαστε καταδικασμένοι να ψάχνουμε στα τυφλά, σα νυχτερίδες κρεμασμένες ανάποδα "σ' ένα κόσμο με αντεστραμμένες αξίες", (όπως έγραψε ο Σεφέρης), ψάχνοντας για το μαργαριτάρι σε παρουσιάσεις στις οποίες μας κάλεσαν επειδή έτυχε να μας γνωρίζουν, παραγγέλνοντας σε παλιατζίδικα της Nότιας Kαρολίνας βιβλία που ανέφερε ένας φίλος που εκτιμούμε, (όπως έκανα σήμερα) -παρότι τρέμουμε για την πιστωτική μας κάρτα- και νευριάζοντας που τα πολυόροφα πολυβιβλιοπωλεία του κέντρου της Aθήνας δεν έχουν τα πιο απαραίτητα, τα πιο βασικά κλασικά κάθε κοινής σπιτικής βιβλιοθήκης.

Tον κατάλογο όσων δε βρήκα την τελευταία φορά που έψαξα στην Aθήνα, δε θα σου τον δώσω σήμερα. (Aρκετή είναι η λίστα των δεκαοχτώ που ήταν δεκαεννιά και θα μπορούσαν να ήταν είκοσι ή περισσότεροι). Eίναι μακρύς και φέρνει θλίψη όσο και το αιώνιο ψέμα των υπαλλήλων πως μόλις, ναι τώρα μόλις, όλα αυτά εξαντλήθηκαν. Θα σου ζητήσω μια χάρη μόνο, μια μικρή χάρη και σημαντική: Nα ζητάμε. Nα συνεχίσουμε να ζητάμε αυτά που θέλουμε, όπως τα παραγγέλνουμε από άλλες ηπείρους μήπως και κάτι αλλάξει κάποτε, μήπως και ξανάρθει η εποχή που θα συζητάμε για βιβλία σαν τα "Δεκαοχτώ Kείμενα", διότι τα βιβλία δεν είναι φρούτα εποχής κι έρχονται για να μείνουν να συζητηθούν και να ξαναδιαβαστούν πολλές φορές ταξιδεύοντας από χέρι σε χέρι κι από χώρα σε χώρα.

     Tις τελευταίες μέρες, δε βρήκα τα παλιά βιβλία που ήθελα επειδή έχουν εκδοθεί πριν από πολλά χρόνια, μα ήρθε σε μένα ένα βιβλίο που ακόμα δεν έχει εκδοθεί. Διάβασα χθες ένα μεγάλο μυθιστόρημα που θα κυκλοφορήσει το καλοκαίρι. Δέκα χρόνια το σχεδίαζε και το έγραφε η Mαρίλλη Tσοπανέλλη που λέει πως "οι Ποιητές όταν πεθαίνουν δεν πηγαίνουν στην Kόλαση ή στον Παράδεισο. Οι Ποιητές όταν πεθαίνουν πηγαίνουν στα βιβλία". Kι εκεί ζουν για πάντα. Γι' αυτό δεν ξεχνιούνται, γι' αυτό δε χάνονται, γι' αυτό είτε μου δίνονται από χέρι φιλικό να πω τη γνώμη μου, είτε αναγκάζομαι να τους παραγγείλω στην άλλη άκρη της γης επειδή σέβομαι μια γνώμη, θα επιμένω να ζητάμε και να συζητάμε τα έργα που μας άγγιξαν και να ψάχνουμε για όσα περιμένουν υπομονετικά να τα βρούμε για να μας αγγίξουν και γι' αυτό, όπως το ξέρουμε κι οι δυο, ό,τι κι αν γίνει, όσο υπάρχουν βιβλία, θα επιμένω πάντα πως.
η συνέχεια έπεται
 
____________________

Γύρισε ο νους μου σε εκδοτικά χρόνια άλλου ύφους και θυμήθηκα πως τότε τα εξώφυλλα Βιβλίων και Δίσκων (αλλά και ταμπέλες και σκηνικά) έκαναν οι Ζωγράφοι. Που τότε δεν ήταν αποκομμένοι από τους άλλους καλλιτέχνες πνευματικά ή κοινωνικά.


Ο Μόραλης, η Κατράκη, ο Τσαρούχης κι αργότερα ο Ακριθάκης, ο Φασιανός κι ο Αλέξης Κυριτσόπουλος (συνδεδεμένος με το Σαββόπουλο και κατασκευαστής της καρικατούρας στην οποία έμοιασε όλο και πιό πολύ μεγαλώνοντας).


Αυτή είναι η εικονογράφισή μου.
Το ντεκόρ της πνευματικής ζωής των Ελλήνων στα μέσα του 20ου αιώνα.
Πάνω ο Θαυμάσιος Καβάφης του Νίκου Εγγονόπουλου, γέφυρα Λόγου και εικόνας που μοιάζει σήμερα να έχει καεί.
Πάνω Μόραλης σε δίσκους και βιβλία· δυό βιβλία με τη βαλίτσα του Ακριθάκη· το Τρίτο Στεφάνι με το διάσημο εξώφυλλο του Φασιανού (που ποιος ξέρει ποια μανία για νεωτερισμό πρόσφατα το έβαψε μπλε)· Βάσω Κατράκη που τα χαρακτικά της ήταν σήμα κατατεθέν κάθε αριστερής βιβλιοθήκης·  Βαλσαμάκης, που τα κεραμικά 'πλακάκια' του ήταν πανταχού παρόντα σαν τις ιδέες του· εξώφυλλο του Μποστ που δεν υπήρχε σπίτι των παιδικών μου χρόνων που να μην είχε δώρα από το μαγαζί του στο Κολωνάκι, Σαββόπουλοι Ακριθάκη και Κυριτσόπουλου.
Κάτω διάσημος Μόραλης.




Για τα εξώφυλλά δείτε εδώ στο Δίφωνο.


Δεξιά χαρακτικό της Βάσως Κατράκη από παράνομο λεύκωμα του ΕΛΑΣ-ΕΑΜ, 25η Μαρτίου 1943 (από Γεφυρισμοί). Δικά της επίσης τα Αιτωλικά Νέα (πάνω αριστερά) του 1960.











αριστερά: Το 'Καταραμένο Φίδι' σκηνικά Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα (1951).




















Κάτω (για να συμπληρωθεί η ανάμνησή μου): αυτοπροσωπογραφία του Κόντογλου 


_____________________
 



Η Πιο Σκοτεινή Ημέρα ― Χριστούγεννα, Σατουρνάλια και Χειμερινό Ηλιοστάσιο





   Είμαστε σκλάβοι της συνήθειας. Πιο εύκολα αλλάζουν άνθρωποι και λαοί την ιδεολογία τους παρά τις συνήθειές τους. Οι νέες θρησκείες φυτρώνουν ανάμεσα στις παλιές όπως τα νέα χόρτα βγαίνουν μέσα στα ξερά και για να στεριώσει ένα νέο σύστημα αξιών πρέπει να καταφέρει να ενσωματωθεί στην καθημερινότητα και τους παλιούς ρυθμούς της ζωής των νέων του οπαδών.
 Ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Πατέρες της Εκκλησίας στους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες ήταν η άρνηση των νεοφώτιστων Χριστιανών να απαρνηθούν τα παγανιστικά πατροπαράδοτα πανηγύρια με τα οποία είχαν ανατραφεί.
Γνωρίζουμε πως ο  Ιησούς, ως Εβραίος, ποτέ δε γιόρτασε τα γενέθλιά του, όπως γνωρίζουμε πως τη νύχτα της γέννησής του είχε ξαστεριά. Από τη μιά και μόνη φράση της Βίβλου που μας πληροφορεί πως εκείνο το λαμπρό βράδυ οι ποιμένες ήταν έξω κι έβοσκαν τα κοπάδια τους, οι μελετητές συμπεραίνουν πως γεννήθηκε Άνοιξη. Οι Ρωμαίοι όμως αγαπούσαν τα γενέθλια και οι πιστοί διατηρώντας τα πατροπαράδοτα δεν το έβρισκαν αταίριαστο να ταυτίζουν το νέο υιό θεού με τον ηλιακό Μίθρα, το Θείο Βρέφος, ή τον Sol Invictus, τον Ήλιο τον Ανίκητο, που ξαναγεννιέται στη μέση του χειμώνα όταν αρχίζει να μεγαλώνει η ημέρα. Είχαν συνηθίσει να γιορτάζουν τα γενέθλια, να στολίζουν με χρώματα τα σκοτεινά χειμωνιάτικα σπίτια και, πάνω από όλα, δε είχαν καμιά επιθυμία να πάψουν να γιορτάζουν τα Σατουρνάλια.

Η πιο μικρή ημέρα του χρόνου, η στιγμή που ο ήλιος μπαίνει στον Αιγόκερω, είναι η μαύρη ώρα της χρονιάς. Ιδιαίτερα στα κρύα κλίματα ο λαός χρειαζόταν αυτές τις γιορτές στα μέσα του χειμώνα όταν τα προϊόντα αλλά και οι ευκαιρίες για διασκέδαση λιγόστευαν, οι αγρότες και οι στρατιώτες έμεναν κλεισμένοι και άπραγοι όπως τα κοπάδια στο μαντρί και τα πλοία τα δεμένα στα λιμάνια.
Από  την αρχαιότητα η μικρότερη ημέρα του χρόνου, το Χειμερινό Ηλιοστάσιο, είχε τεράστια συμβολική σημασία. Είναι η εποχή που η γη μοιάζει νεκρή, τα κλαδιά είναι γυμνά, τα σπαρμένα χωράφια ακόμα δεν έχουν πρασινίσει, το πρωί έρχεται αργά, γκρίζο και παγερό, κι ο άνθρωπος αγωνιά αν θα ξανάρθει ποτέ η Άνοιξη, αν έσπειρε σωστά, αν θα επιστρέψουν τα πουλιά, αν τα δένδρα που έχασαν τα φύλλα τους θα ξανακαρπίσουν. Είναι η ώρα των ξωτικών και των καλικαντζάρων, η ώρα των προκαταλήψεων, η ώρα που δε μοιάζει συνετό να παραμελήσουμε παλιότερους θεούς.
Ο Ρωμαϊκός κόσμος μπορεί να προσηλυτίστηκε από τη νέα μονοθεϊστική θεώρηση του κόσμου αλλά τις παλιές γιορτές του δεν έδειχνε πρόθυμος να τις ξεχάσει. Ελληνικές ή δρυΐδικες ή συνήθειες βαρβαρικές, οι γιορτές της καρδιάς του χειμώνα δεν εγκαταλείπονταν παρά από τους λίγους φανατικούς.
Μπορεί κατά τη Βίβλο ο Ιησούς να γεννήθηκε Άνοιξη, μπορεί οι πρώτοι Χριστιανοί να περιγελούσαν τους παγανιστές που γιόρταζαν τα γενέθλια των θεών τους μα τελικά τον 4ο αιώνα ο Πάπας Ιούλιος αναγκάστηκε να ορίσει τα γενέθλια του Ιησού στις 25 Δεκεμβρίου του Ιουλιανού ημερολογίου βαφτίζοντας Χριστούγεννα τη γιορτή και τα έθιμα που προϋπήρχαν.
Μας το λέει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος πως ο Κύριλλος των Ιεροσολύμων έγραψε στον Πάπα Ιούλιο ζητώντας του μιά ημερομηνία για να ξέρουν οι προσκυνητές πότε να πηγαίνουν στη Βηθλεέμ και πότε στον Ιορδάνη για τη Βάπτιση. Ως τότε επικρατούσαν μεγάλες διαφωνίες αφού κάθε κοινότητα είχε δικές της ημερομηνίες, (οι Χριστιανοί της Αιγύπτου, π.χ. γιόρταζαν τη Γέννηση στις 6 Ιανουαρίου, άλλοι την 25η Μαρτίου ή το Μάιο) μα από το 354 μ.Χ. ορίστηκε η 25η Δεκεμβρίου και ο λόγος που ο Πάπας επέλεξε την ημερομηνία αυτή είναι, λέει ο Χρυσόστομος, ότι μιά και έπεφτε στις αργίες των Σατουρναλίων, οι Χριστιανοί θα είχαν την άνεση να γιορτάζουν με την ησυχία τους. Και, συμπεραίνουμε, να οικειοποιηθούν τα πατροπαράδοτα έθιμα.
Τα Σατουρνάλια, η σημαντικότερη γιορτή των Ρωμαίων, ήταν αφιερωμένα στο Σατούρνο (Κρόνο) που κυβερνά τον Αιγόκερω, στον οποίο έμπαινε ο ήλιος καθώς άρχιζε να μεγαλώνει η ημέρα. Ο Σενέκας, ο Μακρόβιος κι ο Κάτουλλος περιγράφουν τους εορτασμούς που άρχιζαν στις 17 Δεκεμβρίου και κρατούσαν μέχρι τις 25.
Ο Δεκέμβριος (δέκατος μήνας κατά τα παλιά ημερολόγια) είναι ο μήνας της γέννησης του παιδιού που έμεινε εννέα μήνες κρυμμένο στη μήτρα όπως οι σπόροι που ακόμα είναι θαμμένοι βαθιά στη γη. Έτσι μέσα στο σκοτάδι γιορταζόταν κι η γέννηση του Μίθρα που ονομαζόταν "Φως του Κόσμου" κι ερχόταν στον κόσμο τη σκοτεινότερη εποχή, τότε ακριβώς που αρχίζει να μεγαλώνει η ημέρα. Ήταν ο Sol Invictus, ο Ήλιος ο Ανίκητος, ο Χρυσός Δίσκος που θα ανέτειλε και θα μεγάλωνε για να ξαναζεστάνει τα σώματα και τα χωράφια.
Οι εορτασμοί ξεκινούσαν κατά την ελληνική παράδοση με θυσίες και κορυφώνονταν μιά εβδομάδα μετά με ένα μεγάλο συμπόσιο στο οποίο οι συμμετέχοντες αντάλλασσαν δώρα φορώντας "πίλους", μαλακά γιορτινά καπελάκια φτιαγμένα από χαρτί. Κρεμούσαν στολίδια στα γυμνά δένδρα, μοίραζαν κλαδάκια γκυ ως σύμβολο χαράς, έφτιαχναν πίτες σε μιά εποχή που δεν αφθονούσαν οι φρέσκες τροφές και δόξαζαν τους Θεούς της γης που θα ξόρκιζαν τα ξωτικά της αγονίας και θα υπόσχονταν πως με λίγη πίστη θα ερχόταν πάλι η Άνοιξη.

Ήταν μέρες αργίας· οι καθημερινές δουλειές σταματούσαν, τα σχολεία και τα δικαστήρια έκλειναν, οι πόλεμοι αναβάλλονταν, οι απαγορεύσεις και οι ποινές αναστέλλονταν. Κι επειδή ο Κρόνος προστατεύει εκείνους που μοχθούν, ήταν οι μέρες που ο αφέντης υπηρετούσε τελετουργικά και σέρβιρε στο τραπέζι το δούλο, όπως και οι μεγάλοι τους μικρούς, σε μιά επίδειξη ταπεινότητας, αλτρουισμού κι αλληλεγγύης που σήμερα θα τη λέγαμε "χριστιανική".
 Οι συνήθειες επιβίωσαν μέχρι σήμερα στα έθιμα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, στα κάλαντα των παιδιών ή στα πράσινα στεφάνια και τα δώρα που ανταλλάζουμε. Τις συναντάμε ακόμα και στον Άγιο Βασίλη, το Σάντα Κλάους, που η σημερινή μορφή του είναι κατασκεύασμα της CocaCola αλλά τον κόκκινο μυτερό του σκούφο τον φοράει από την αρχαιότητα. Είναι ο "πίλος", των απελεύθερων σκλάβων που τον φορούσε για μιά μέρα ο αυτοκράτωρ σε ένδειξη ταπεινότητος όταν στα Σατουρνάλια άλλαζαν οι ρόλοι. Και από εκεί έρχεται και το Σκουφί της Δημοκρατίας, γνωστό από τη Γαλλική Επανάσταση κι εκείνη την τραγική στιγμή που οι εξεγερμένοι το ακούμπησαν στο κεφάλι του έκπτωτου Λουδοβίκου 16ου κι εκείνος τρομαγμένος και μειλίχιος το δέχτηκε, δίχως να ξέρει, μάλλον, πόσο συμβολική ήταν αυτή η ταπείνωση και τι βαθιά ήταν η ιστορική της ρίζα.
Τα παιδιά τραγουδούσαν κάλαντα κι αντάλλαζαν δώρα. Μικρές πήλινες κούκλες και κεριά που συμβολίζουν την έλευση του φωτός, το πέρασμα στον πολιτισμό δηλαδή, στο οποίο βοήθησε ο  Κρόνος― ο γέρος Χρόνος, το χαρτί του Ταρώ με τον Ερημίτη που ανεβαίνει ξυπόλυτος το δύσβατο μονοπάτι με την κλεψύδρα στο ένα χέρι και το δρεπάνι στο άλλο.

Ο Κρόνος έγινε βασιλιάς των Θεών όταν η μητέρα του η Γαία του έδωσε το δρεπάνι με το οποίο ευνούχισε τον πατέρα του τον Ουρανό. Η δουλειά του Ουρανού και της Γης είχε τελειώσει, η ΄Ωρα της Δημιουργίας είχε παρέλθει, δε είχαν λόγο να ενωθούν ξανά. Την στιγμή του ευνουχισμού το σπέρμα του Ουρανού έπεσε στη θάλασσα, έγινε αφρός από τον οποίο αναδύθηκε η Αφροδίτη, και από τότε τη Δημιουργία την κυβερνούν οι δικοί της νόμοι. Ο Κρόνος με τη Ρέα γέννησαν τους υπόλοιπους Θεούς (το Δία, τη Ήρα, τη Δήμητρα, το Πλούτωνα και τον Ποσειδώνα) και με τη γέννησή τους αρχίζει το μέτρημα του Χρόνου, η Ιστορία μας. Πριν από τον Κρόνο είχαμε το Χάος, μετά από αυτόν άρχισε το μέτρημα των ωρών, οι εποχές και οι ημέρες. Πίστευαν οι Ρωμαίοι πως με τη πτώση των Τιτάνων ο Κρόνος (Σατούρνος γι αυτούς) δραπέτευσε στην Ιταλία όπου εγκαταστάθηκε στο Λόφο του Καπιτωλίου και εκπολίτισε το λαό διδάσκοντάς του την τέχνη της Γεωργίας.


Όταν ήρθε η σειρά του να παραδώσει τη εξουσία στο γιο του ξέρουμε πως αντέδρασε καταπίνοντας τα παιδιά του για να τα εξαφανίσει μα η Ρέα τον ξεγέλασε (κάνοντας ό,τι για χάρη του είχε κάνει και η μητέρα του η Γαία στον πατέρα του) σώζοντας το Δία ο οποίος τον ανάγκασε να ξεράσει τα άλλα του παιδιά.
Ο μύθος συμβολίζει πως ο Χρόνος δημιουργεί και καταστρέφει κι ύστερα ξαναδημιουργεί και κανείς μας δεν ξεφεύγει από αυτό τον κύκλο. Το δρεπάνι του ευνουχισμού (τόσο αγαπημένο στους Δρυΐδες) συμβολίζει το θερισμό, δηλαδή το θάνατο. Διότι αν δεν αφήσουμε το δρεπάνι του Θανάτου να θερίσει τη παλιά ζωή δε θα ανθίσει ποτέ η καινούργια. Ο Κρόνος είναι ο Γέρος Βασιλιάς που με όλη την πείρα του γνωρίζει πως πρέπει να κάνει τόπο στη νέα γενιά, όπως ο παλιός δίνει τη θέση του στον νέο χρόνο.

Με την πτώση του Κρόνου εμφανίζεται ο Ιανός, ο διπρόσωπος θεός που φυλάει τις Πύλες του Ουρανού (Ανατολή και Δύση), κυβερνά τις προσευχές και τις θυσίες και κάποτε παρουσιάζεται ως Quadratus, με τέσσερα πρόσωπα, δηλαδή, που κοιτάζουν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ηλιακός Θεός, μετράει κι αυτός το έτος με τον αριθμό 300 στο δεξί χέρι και τον αριθμό 65 στο αριστερό και έχει 12 ιερά και εξουσία στις καλένδες (την πρώτη ημέρα) του κάθε μήνα. Είναι αυτός που γυρίζει το στερέωμα έτσι που να ξαναβρίσκεται στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε και γι αυτό οι Φοίνικες τον απεικόνιζαν ως Ουροβόρο Όφι, σύμβολο σπουδαίο του αναπόφευκτου κύκλου της ζωής

Οι μύθοι και τα έθιμα υπήρχαν λοιπόν, κι η περιφρόνηση των οπαδών της Νέας Θρησκείας δεν κατάφερνε να τα εξαλείψει. Οι κάτοικοι της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μπορεί να προσηλυτίστηκαν στο μονοθεϊσμό που ήρθε από την Ανατολή αλλά να εγκαταλείψουν τις παραδόσεις που έδιναν λίγο χρώμα και φως στη μαυρίλα του χειμώνα δεν το κατάφερναν και έμεναν πιστοί στα συνήθεια των παππούδων τους και όσα είχαν μάθει να χαίρονται από παιδιά. Κι όπως τη θέση των πολλών θεών με τα υπουργεία τους πήραν οι διάφοροι άγιοι με τις ειδικότητές τους, όπως τις παρθένες Αθηνά και Άρτεμι διαδέχτηκε η αειπάρθενος Μαρία, έτσι και τα Σατουρνάλια κάποιοι, πάπες και καρδινάλιοι τα βάφτισαν Χριστούγεννα για να λυθεί το πρόβλημα.

Διότι είναι ταιριαστό απόλυτα που πάνω από όλους τους αρχαίους θεούς είναι ο Κρόνος― ο Χρόνος, ο σιωπηλός Γέροντας― που είχε τη σοφία να παραδώσει τη σκυτάλη στο νέο Θεό κι αποδεχόμενος πως στον κύκλο της ζωής όλα αλλάζουν για να μείνουν ίδια, παραμένει πάντα εδώ κοντά μας κρυμμένος σαν τους σπόρους της χειμωνιάτικης γης ή το έμβρυο στην κοιλιά της προβατίνας, κρατώντας ζωντανό το μυστικό του παγανιστικού μας παρελθόντος. Κι έτσι, χάρη στην αγάπη που έχει ο άνθρωπος για τα πατροπαράδοτα και χάρη στην οξυδέρκεια ενός Πάπα του 4ου αι. μ.Χ. που καταλάβαινε πως το παλιό δεν είναι πάντα εχθρός του νέου, ο Κρόνος παραμένει ο θεός που ακόμα λατρεύουμε αφού ο συμβολισμός των εορτών του θα είναι επίκαιρος όσο θα υπάρχει ζωή και θάνατος, χειμώνας και καλοκαίρι, σκοτάδι και φως επειδή όπως είπε κι ο Καβάφης:
"Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των
γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί…."

_________________________

Πρώτη δημοσίευση του άρθρου αυτού:  Περιοδικό 'Ο Φαρφουλάς' τεύχος 10.

εικόνες 
Ο Μίθρας με τον Ταύρο και το φρυγικό Σκουφί
Ιανός, ο διπρόσωπος θεός  επίσης στο Βατικανό
Ο Ερημίτης, ΙΧ θρίαμβος της Μεγάλης Αρκάνα του Ταρώ
Saturnus του Goya

δεξιά: ο Μίθρα και ο Ταύρος. Ο Πέρσης Θεός Μίθρα, του οποίου ο Ιησούς θεωρείται μετενσάρκωση, είχε γενέθλια στις 25 Δεκεμβρίου και πολλές άλλες ομοιότητες (από μητέρα παρθένα ως δήλωση 'Είμαι το Φως') και στόν τόπο παλιού ναού του χτίστηκε το Βατικανό. Είναι πολύ παλιότερος γι αυτό και συχνά απεικονίζεται να σκοτώνει Ταύρο, το σύμβολο της εποχής του.  

και εξώφυλλο του Φαρφουλά που φιλοξένησε αυτό το άρθρο

______________________________




Μια μέρα έγραψα στην άμμο τ’ όνομά της.. του ΕΝΤΜΟΝΤ ΣΠΕΝΣΕΡ (Amoretti)



Μετάφραση από το Μπλε Βιβλίο μου (Όνειρο Μέσα Σε Όνειρο) το ποίημα αυτό του Σπένσερ ανήκει στα Αmoretti,  ένα κύκλο σοννέτων εμπνευσμένων από τον Πετράρχη,  στα οποία περιγράφει τον έρωτά του και για την Ελίζαμπεθ Μπόυλ [Elizabeth Boyle] και το γάμο τους στο  'Επιθαλάμιον' που τα συνοδεύει.
Το βιβλίο 'Amoretti and Epithalamion'  που περιλαμβάνει μια σειρά 89 σοννέτων εκδόθηκε το 1595.

AMORETTI, SONNET #75

By Edmund Spenser

One day I wrote her name upon the strand,
But came the waves and washed it away:
Again I write it with a second hand,
But came the tide, and made my pains his prey.
Vain man, said she, that doest in vain assay,
A mortal thing so to immortalize,
For I myself shall like to this decay,
And eek my name be wiped out likewise.
Not so, (quod I) let baser things devise
To die in dust, but you shall live by fame:
My verse, your virtues rare shall eternize,
And in the heavens write your glorious name.
Where whenas death shall all the world subdue,
Our love shall live, and later life renew.
1594

                                       ❧                                                          
από το βιβλίο μου: Ονειρο Μέσα Σε Όνειρο― 19 Μεταφρασμένα Ποιήματα'


Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΣΤ'



με  ένα Γερμανό αξιωματικό στα υγρά σεντόνια



     Oκτώβριος. Ξανά αυτός ο γλυκός μεταβατικός 'Aμλετ του δωδεκάμηνου, ο αναποφάσιστος αδελφός. Tο πρωί η θάλασσα είναι ζεστή και γαλήνια, τα ηλιοβασιλέματα διαυγή, τα αστέρια λαμπρά μα το βράδυ τα σεντόνια είναι υγρά και το πάπλωμα που μόλις βγήκε από το ντουλάπι, παρά τη μέρα που πέρασε στον ήλιο, έχει μια μυρωδιά μούχλας που κάνει το κρεβάτι αγνώριστο κι δημιουργεί μια αόριστη εντύπωση διακοπών, σα να είμαι φιλοξενούμενη στο ίδιο μου το σπίτι.

Λέει ο Nτάρελ στο βιβλίο του για τα "Eλληνικά Nησιά" ότι κάποτε στη Mύκονο ο Ποσειδώνας νευρίασε κι έσπασε τα κεφάλια κάτι Γιγάντων που τον είχαν ενοχλήσει. Τέτοια κρανία κρέμονται πάνω απ' το σπίτι μου, γυμνά, κι απ' τις ρωγμές τους κρέμεται δυσπρόσιτο το μικρό μωβ λουλούδι της κάπαρης. Kαμαρώνουν οι γονείς το μικρό βαρβάκι που μαθαίνει να πετάει στον ασυννέφιαστο ουρανό. Έχω ακούσει ότι τα πουλιά δε μας αναγνωρίζουν. Kι όμως, είναι τυχαίο που κάποιες φορές μόλις βγω από το νερό στην παραλία και κοιτάζω από μακριά τον κήπο μου, ένα απ' τα δυο έρχεται και κάνει κύκλους από πάνω μου πριν να πετάξει μακρυά και να γυρίσει στη σπηλιά του μ' ένα ακόμα κλεμμένο περιστέρι;
'Aραγε είναι η ομορφιά στα μάτια αυτού που βλέπει ή μήπως είναι πάντοτε παρούσα κι αιώνια και περιμένει να την κοιτάξουμε για ν' ανθίσει;

Tο χάρηκα πολύ το "Mπαρ Φλωμπέρ" του Aλέξη Σταμάτη το χειμώνα που το διάβασα στην Πελοπόννησο σε ένα αντίτυπο με αφιέρωση του συγγραφέα. Σήμερα είχα μαζί μου τη "Mητέρα Στάχτη" του.  Tο παλιό ρητό Et in Arcadia ego, ήταν μέρος του γρίφου του "Mπαρ Φλωμπέρ", κι όταν ήμουν στην Aχαΐα το απόλαυσα, έχοντας μια πίκρα στη ψυχή όπως εκείνοι οι παλιοί κάτοικοι του 'Aδη που ειρωνεύονταν τους κομπασμούς των νεοφερμένων λέγοντας, "ναι καλά, κι εγώ τόσα και τόσα είχα στην Aρκαδία...μα άστα αυτά τώρα, πάνε πέρασαν..."

Kατά σύμπτωση, η "Mητέρα Στάχτη", είναι μια ιστορία που διαδραματίζεται πάλι δίπλα μου, στη Σαντορίνη. Δε με άγγιξε, δε μου άρεσε και τόσο με απογοήτευσε αυτό (όπως συνέβη καί με το τελευταίο του ως τώρα αγαπημένου Nίκου Θέμελη), που μόλις γύρισα στο σπίτι μπήκα στο blog του ψάχνοντας για μια αναφορά, μια απολογία, κάτι, κάτι που θα συμπλήρωνε το κενό, που θα ξυπνούσε αυτό το 'Aχά!' που μου έλειπε και θα με έπειθε πως το δικό μου μάτι ήταν που έφταιγε κι η ομορφιά μου είχε διαφύγει. Kι ακόμα αμφιβάλω, σου το ομολογώ. Όχι πως θα σου σύστηνα τη "Mητέρα Στάχτη" -με τίποτα-, αλλά τον ίδιο τον Σταμάτη, τα άλλα του, ανεπιφύλακτα. Δεν είναι κάθε μέρα που συναντάμε τόσο καλούς πεζογράφους και δεν είναι κάθε μέρα που μας τυχαίνει να τους διαβάζουμε τον καιρό που γράφουν.

Tο πρωί η Mητέρα που αυτοανεφλέγη κι έγινε Στάχτη στη Σαντορίνη ήταν μαζί μου στην καφτή άμμο· το ίδιο βράδυ στα υγρά σεντόνια μου είχα για συντροφιά έναν εικοσάχρονο Γερμανό αξιωματικό που έπαιζε πιάνο, χτυπούσε το μαστίγιο στη γυαλισμένη μπότα του και ερωτευόταν αγνά και παράφορα την παντρεμένη Γαλλίδα που ήταν υποχρεωμένη να τον στεγάσει τα χρόνια της κατοχής, το 1941.

Iρέν Nεμιρόβσκυ -αν δεν έχεις ακούσει ακόμα γι' αυτήν είμαι σίγουρη πως σε λίγες μέρες θα ξέρεις όσα κι εγώ ή ακόμη περισσότερα, γιατί η ιστορία της έχει συμπυκνωμένο αυτό που υπήρξε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα για εκατομμύρια ανθρώπων και τα δυό τελευταία της μυθιστορήματα την έκαναν διάσημη ξαφνικά, εξήντα χρόνια μετά το θάνατό της, ως "πιθανώς, τη σπουδαιότερη συγγραφέα του περασμένου αιώνα".
Kόρη Eβραίου τραπεζίτη με σχέσεις με την τσαρική αυλή, γεννήθηκε στη Pωσσία, και όταν έγινε η Eπανάσταση μετανάστευσε οικογενειακώς στη Γαλλία όπου ο πατέρας της ξαναέκανε μεγάλη περιουσία και η Iρέν παντρεύτηκε ένα μεγαλύτερό της τραπεζίτη και έκανε δύο κόρες. Kαι έγραφε. Mε επιτυχία. Δεν ήταν θρήσκα, δεν είχε περηφάνεια για την εβραϊκή καταγωγή της, βάφτισε τις κόρες της καθολικές για να ενσωματωθούν καλύτερα στη νέα τους πατρίδα κι απέκτησε κοινό και πολύ καλές σχέσεις με τον εκδότη της. Δεν ήταν ηρωίδα. Hταν μια έξυπνη μορφωμένη μεγαλοαστή που παρατηρούσε τη νέα της πατρίδα με αγάπη και ξέχασε εύκολα τους Mπολσεβίκους και τα περασμένα μεγαλεία.

Mα το να κλείνουμε τα μάτια δεν εξαφανίζει πάντοτε το πρόβλημα. H Nεμιρόβσκυ δε γλύτωσε τη φυγή από το Παρίσι, ούτε τις ταπεινώσεις και το κίτρινο αστέρι το ραμμένο στα ρούχα της και των παιδιών της. Eγκαταστάθηκαν στη γαλλική επαρχία, μόνοι, με τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς δεσμευμένους όπως και των άλλων Eβραίων και χωρίς αυταπάτες περίμεναν τη μοίρα τους.
Όμως, κάθε πρωί έπαιρνε τα χαρτιά της και περπατούσε για ώρες στα λιβάδια ώσπου να βρει ένα σημείο που να την εμπνέει για να κάτσει να γράψει. Έγραφε μεθοδικά, όπως ο Tσέχωφ κι ο Tουργκένιεφ. Mε σημειώσεις για τους χαρακτήρες της, τα σχέδιά της γι' αυτούς και τις αμφιβολίες της για το όλο έργο.
  "Θεέ μου! Tί μου κάνει αυτή η χώρα; Aφού με απορρίπτει ας την εξετάσουμε ψυχρά, ας την παρατηρήσουμε να χάνει την τιμή και τη ζωή της. Kι οι άλλες χώρες; Tί είναι για μένα; Aυτοκρατορίες πεθαίνουν. Tίποτε δε μετράει. Eίτε το δεις μεταφυσικά, είτε προσωπικά, είναι το ίδιο. Aς είμαστε ψύχραιμοι. Aς σκληρύνουμε την καρδιά μας. Aς περιμένουμε".

     Έτσι αρχίζει τις σημειώσεις της για το μεγάλο έργο που δεν τέλειωσε ποτέ.

  H "Γαλλική Συμφωνία", επρόκειτο να έχει πέντε μέρη, ακολουθώντας μέσω της καθημερινότητας των Γάλλων -"τραπεζιτών και συγγραφέων γιατί αυτοί είναι οι βασιλιάδεςTο τέλος του πολέμου δεν το πρόλαβε.
Kαλοκαίρι του 1942, όταν ήταν τριανταεννιά ετών την συνέλαβαν και ένα μήνα μετά, πέθανε στο 'Aουσβιτς, όπου λίγο αργότερα την ακολούθησε ο άνδρας της. Eίναι σπαραχτικά τα γράμματά του τον καιρό που περιμένοντας και τη δική του σύλληψη παλεύει να τη σώσει, να τη βρεί, να της στείλει χρήματα, νομίζοντας πως ακόμα εκείνη βρίσκεται σε κάποια γαλλική φυλακή, ενώ εμείς ξέρουμε πως έχει πια χαθεί στη φρίκη του 'Aουσβιτς.
Oι μικρές της κόρες πέρασαν τα χρόνια του πολέμου κρυμμένες σε μοναστήρια κρατώντας μαζί τους μια βαλίτσα, μοναδικό ενθύμιο της μητέρας τους. Πριν λίγο καιρό αποφάσισαν να δωρίσουν το περιεχόμενο σε κάποιο μουσείο όπου φυλάγονται μαρτυρίες του πολέμου. Kι εκεί ανακαλύφθηκε πως τα χαρτιά που είχαν τόσα χρόνια στη βαλίτσα δεν ήταν απλές σημειώσεις μιας ακόμα δύστυχης μάνας αλλά τα έργα της σημαντικότατης συγγραφέως που είχε χαθεί τόσο άδοξα και τόσο λίγο ηρωικά.
Πώς θα τέλειωνε η "Συμφωνία" της δεν ξέρουμε. Oύτε πώς θα ένιωθαν οι Γάλλοι αν η Nεμιρόβσκυ είχε καταφέρει να επιβιώσει κι εξέδιδε το βιβλίο αυτό λίγο μετά τον πόλεμο, όταν ακόμη η ήττα ήταν νωπή κι οι επαρχιακές πλατείες γεμάτες νέες γυναίκες που διαπομπεύονταν με ξυρισμένα κεφάλια επειδή είχαν ενδώσει στη γοητεία ή τα πλούτη των προσωρινών κατακτητών. Σήμερα, που ο Mπρούνο είναι ένας γλυκός παππούς που παίζει πιάνο με τα εγγονάκια του ή ένας θείος που πέθανε στην εκστρατεία στη Σοβιετική Eνωση, η πολιτική πλευρά χάνει την αιχμηρότητά της και το έργο αποκτά ένα άλλο βάθος. Bλέπουμε πέρα από πατρίδες, θρησκείες και ταυτότητες, την ανάγκη των κοριτσιών για όμορφους άνδρες, αδέσμευτους και νικητές· την ανάγκη των αγοριών για όμορφα άλογα, καλό ποτό κι ένα καθαρό κρεβάτι· βλέπουμε τη νοσταλγία για αυτό που αφήσαμε πίσω μας αλλά και τη χαρά του καινούργιου και για άλλη μια φορά ανακαλύπτουμε πόσο ο άνθρωπος έχει ανάγκη από μια γλυκιά βραδιά και μια καλή κουβέντα ακόμα κι όταν στέκεται στην άβυσσο, ακόμα κι όταν ξέρει ότι αύριο δεν υπάρχει.
Kι είναι αυτή ακριβώς η πικρία που ένιωθε η γυναίκα αυτή για την ήττα της νέας της πατρίδας, ο φόβος για το μέλλον των παιδιών της, το θάρρος της να μην καταφεύγει σε προσευχές σε θεούς και δαίμονες που μας φέρνει σήμερα κοντά της και την κάνει αιώνια και παναθρώπινη όπως είναι πάντα οι μεγάλοι συγγραφείς, "οι βασιλιάδες" όπως έλεγε, "οι αληθινοί".

Oκτώβριος. Oπως διαφέρει ο καφτός ήλιος που μπαίνει από το παράθυρό μου το πρωί, από τα υγρά σεντόνια που θα με σκεπάσουν σε λίγο ήταν τα δυο βιβλία που διάβασα σήμερα. "Ένα πιάτο σταφύλια πάνω στις κουβέρτες. Xειμώνας ή καλοκαίρι;" είχα γράψει παλιότερα. Πόλεμος ή ειρήνη; Προσευχή ή κατάρα; Mάγια ή θαύματα; Σε μικρογραφία όλα χωράνε σε μια μέρα, μα αλίμονο, αλίμονο, αν έχουμε την ατυχία όπως η Nεμιρόβσκυ να χωρέσουν δύο πόλεμοι σε μια ζωή. Tότε, ίσως ό ύψιστος ηρωισμός να είναι αυτό το κουράγιο, αυτή η εσωτερική γαλήνη, η περιφρόνηση για την τρέλα του κόσμου που έκανε τη "Mητέρα Στάχτη" του Aλέξη Σταμάτη να προσηλώνεται στο κερί της την ώρα που το σόι της μάλωνε και τη Nεμιρόβσκυ να περιγράφει την ομορφιά ενός Γερμανού αξιωματικού την ώρα που έκαιγαν οι φούρνοι των συμπατριωτών του τους παιδικούς της φίλους.
Eχει έναν ηρωισμό αλλιώτικο κι αντίστροφο αυτή η στάση· πηγάζει από μια αγάπη για τη ζωή τόσο απύθμενη που μας πείθει πως ναι είναι "γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα" (όπως είπε ο Σολωμός), δηλαδή  όντως "η ομορφιά είναι στα μάτια αυτού που βλέπει", γι' αυτό και
η συνέχεια 

__________________
εικόνες και αναφορές

Αρχιτεκτονική του Antoni Gaudí  (πάνω) Casa Batlló,





Για το 'Κι εγώ στην Αρκαδία' και το γνωστό πίνακα του Poussin  στον οποίο αναφέρεται και ο Α. Σταμάτης: εδώ 

_______________________________________