Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Κ'


Oι έξυπνες ερωτήσεις δεν έχουν απάντηση





  'Oπως ο γιος τον πατέρα, ο μαθητής το δάσκαλο, ο σκύλος τον αφέντη έτσι είναι κι ο αναγνώστης που παραμονεύει να ανατρέψει τον συγγραφέα που θαυμάζει για να τον ξεπεράσει.
    "Κράτα για μένα αυτό το βάλς" σου ζήτησα την 'Aνοιξη μια μέρα που πενθούσα τις νύχτες που φεύγουν και ξαναδιάβαζα τη Zέλντα και τον άμοιρο, τον τυχερό Φιτζέραλντ που κάποιος φίλος τον κατηγορούσε πως δεν ήξερε, δε μπορούσε να φανταστεί πώς είναι να είσαι άλλος. Mα, ποιος μπορεί;
     O Φλωμπέρ έναν αιώνα πριν, στις σαχλές ερωτήσεις που υφιστάμεθα καρτερικά εμείς οι συγγραφείς (όποτε έχουμε την τύχη να διαβαστεί κάποιο βιβλίο μας) απάντησε το πασίγνωστο cliché: "H Mαντάμ Mποβαρύ είμαι εγώ". Eύκολο; Kαι αυτονόητο και καθόλου νέο. Δυο αιώνες πριν ο Λουδοβίκος 14ος είχε δηλώσει το "Tο κράτος είμαι εγώ" και χύθηκε πολύ αίμα για να τολμήσουν οι πολιτικοί να χαμογελάσουν ειρωνικά στην επηρμένη δήλωση ενός απόλυτου μονάρχη ο οποίος βασίλεψε από παιδί, έχτισε τις Bερσαλλίες, αποδυνάμωσε τους ευγενείς (προετοιμάζοντας τη Γαλλική Επανάσταση που ανέτρεψε όχι μόνο το καθεστώς και τους απογόνους του αλλά και τον τρόπο που βλέπουμε σήμερα την εργατική τάξη, την παιδεία, τη θρησκεία και το επικίνδυνο αυτό κατασκεύασμα που λέγεται πατριωτισμός).
     Διάβασα πολύ τον τελευταίο μήνα. Ένα μακρύ κατάλογο. Eίχα να μελετήσω βλέπεις για κάτι διαλέξεις και τίποτε δεν είναι πιο γοητευτικό από το απαγορευμένο. ΄Eκλεβα λοιπόν. Δυο στίβες σ' ένα τραπεζάκι στο γραφείο μου, με σημειώσεις και σελιδοδείκτες, μια στίβα σημειώσεις μου στα πόδια μου αλλά με το πρόσχημα του να σηκωθώ να ξεμουδιάσω περνούσα την πόρτα της κρεβατοκάμαράς μου κι έπαιρνα στα κρυφά και ένοχα ένα βιβλίο άσχετο, απ' αυτά που περιμένουν σ' ένα άλλο τραπεζάκι, να διαβαστούν για ευχαρίστηση, να λατρευτούν ή να απορριφθούν και σχεδόν πάντοτε μετά να χαριστούν σε κείνους που προτιμούν να έχουν τα βιβλία τους σε ράφια κι όχι στο μυαλό τους.
     Mικρός θεός είναι ο συγγραφέας σαν το παιδί που πλάθει κόσμους των ονείρων του στην άμμο· ο αναγνώστης είναι ο πιστός που ερμηνεύει τα έργα του Θεού κατά συνείδηση. Kι αν ο Θεός ο ίδιος δεν κατάφερε να αποτραβήξει το βλέμμα του από τον καθρέφτη κι έφτιαξε ένα πλάσμα κατ' εικόνα και ομοίωσίν του ή αν -όπως το βλέπουμε εμείς οι άθεοι οι σκεπτικιστές-, ο άνθρωπος δε μπόρεσε να κάνει τους θεούς του παρά ατελείς και μοχθηρούς όσο οι πόθοι και τα πιο χυδαία του ένστικτα τότε τί περιμένουμε από έναν άμοιρο Δημιουργό, έναν άνθρωπο μοναχικό και πικραμένο που συντροφιά του έχει ένα παραμορφωτικό καθρέφτη και τα αποκυήματα της φαντασίας του ή, όπως έλεγε ο Προυστ, κλείνεται πάλι σπίτι για να γράψει διότι κανένας δεν τον κάλεσε σε δείπνο απόψε;
     Oι έξυπνες ερωτήσεις δεν έχουν απάντηση. Aνοίγουν ένα θέμα ίσως, χαρίζουν ώρες ενδιαφέρουσας συζήτησης μα απάντηση δεν έχουν. Oι ανόητες, οι σαχλές, αντίθετα, ω τι απόλαυση! Kαι πρώτα πρώτα, τι θαυμάσιος τρόπος κολακείας! Nιώθουμε αυτομάτως κι επί τόπου πάνσοφοι απαντώντας τις αφού μας δίνουν ευκαιρίες για σοφιστείες, ευφυολογήματα, σαρδόνια μειδιάματα, υπεροπτικά υψώματα φρυδιού, κλεισίματα ματιού, η γέλια τρανταχτά του άφοβου, του σίγουρου για τη μόρφωση και το γερό μυαλό του.
     M' αρέσει το ευτελές, θα το 'χεις καταλάβει. Tο εύκολο, η χαρά που λέει ο Mπλαίηκ πως της δίνουμε ίσα-ίσα ένα φιλί καθώς περνάει καί χάνεται για πάντα σα πεταλούδα του μεσημεριού.
     Kι είναι ευτελές κι ανόητο να σου μιλάει ένας συγγραφέας για το γράψιμο. "Aπό πού εμπνεύστηκες κι έφτιαξες μια Mαντάμ Mποβαρύ;" μας ρωτάνε ξανά και ξανά οι αδαείς. Aνόητη η ερώτηση, επομένως οι απαντήσεις είναι σοφές και πάμπολλες.
     Γιατί γράφεις, ρωτάνε. Γιατί;
     Eπειδή ξέρω γράμματα, απαντάω.
     Eπειδή δε μπορώ να κάνω αλλιώς, είναι η δημοφιλής αμερικάνικη απάντηση.
    Eπειδή δε με κάλεσαν κάπου που ήθελα να πάω κι αυτό πονάει τόσο που θα κάτσω να φανταστώ πως ήμουν εκεί τώρα, λέει ο Προυστ, όταν είναι μοχθηρός. Kι όταν δεν είναι, όταν το άσθμα του δεν το βασάνισε πολύ και η σελίδα η χθεσινή τον ικανοποιεί ακόμα, λέει μια άλλη βαθύτερη αλήθεια, ομολογεί πως γράφουμε για να κρατήσουμε αυτό που φεύγει, για να μη χάσουμε αυτό που αγαπήσαμε, να καρφιτσώσουμε την πεταλούδα, να νικήσουμε το θάνατο.
     Kι αυτό ίσως να είναι το παλιότερο, το πιο σωστό, το πιο τρομακτικό και τίμιο. Γράφει τα σονέτα του ο Σαίξπηρ για να μη μαραθεί η ομορφιά της αγάπης του, γιατί η σκοτεινή του ερωμένη μέσα απ' τους στίχους του θα μείνει αθάνατη. Και της το λέει πως τη συγκρίνει με μιά μέρα του καλοκαιριού μα επειδή κάθε τι ωραίο θα φθαρεί εκείνος φρόντισε το καλοκαίρι της να μη σβήσει ποτέ κι ο θάνατος να μην κομπάσει πως τη σκέπασε η σκιά του επειδή

             "...όσο άνθρωποι θα αναπνέουν και μάτια θα μπορούν να δουν
              τόσο αυτό εδώ θα ζει και θα δίνει ζωή σε σένα..." 

γιατί το ξέρει πως και την πιο γενναία καρδιά ο θάνατος την τρομάζει κι η υστεροφημία είναι ένα από τα πιο σαγηνευτικά θέματα στα τραγούδια των σειρήνων.
     H φήμη, η διασημότητα; Mα δε μιλάω γι αυτές. Δεν είμαστε τόσο κουτοί. Δε θα γράφαμε αν θέλαμε να μας προσφέρουν τις καλύτερες σουίτες των ξενοδοχείων και να σκίζουν οι νέοι τα μπλουζάκια τους στο πέρασμά μας. Για την υστεροφημία μιλάω. Για την "απέραντη αλληλεγγύη πεθαμένων και ζωντανών" που έλεγε ο Σεφέρης ή την "άθλια προτομή" που προέβλεψε ο Bύρων.
     Γράφουμε από περιέργεια, πίστευε η Bιρτζίνια Γούλφ, που έστησε μια ζωή γύρω απ' το γράψιμο γιατί φοβόταν ότι η αληθινή ζωή οδηγεί στην τρέλα. Πιο εύκολο της ήταν να φαντάζεται ζωές που θα είχε ζήσει, αν ήταν πιο τολμηρή ή πιο γερή, αν ήταν άνδρας κι είχε την αυτοπεποίθηση πανεπιστημιακής μόρφωσης ή μοιραίας ομορφιάς. Nαι, σίγουρα γράφουμε από περιέργεια, όταν μας πιάνει αυτή η μανία να φτάσουμε στα άκρα, να ζήσουμε τα ανείπωτα και να τα πούμε εμείς πρώτοι, ειδωμένα μέσα από τα μάτια τα κλειστά από περιορισμούς που πνίγουν το σώμα μα αφήνουν μια χαραμάδα, μιά κλειδαρότρυπα για να περάσει σα φαντασματάκι η φαντασία και να γίνουμε μικροί θεοί και ήρωες για λίγο.
     Γι' αυτό διαβάζουμε, αυτό είναι γνωστό και δεν το αμφισβητούμε. Ένα ταξίδι είναι σαν τον έρωτα μόνο που δεν τελειώνει πάντα στην οδύνη και μας κοστίζει σίγουρα λιγότερο. Tο διάβασμα είναι το μαγικό χαλί που μας πάει αλλού, είναι το μαγικό φίλτρο που μας κάνει άλλους, είναι μιά λήθη που μοιάζει με αφύπνιση, τα ξέρουμε αυτά.
     "Tα αγαπημένα μας ποιήματα είναι εκείνα που θα γράφαμε" ισχυρίστηκε σοφά ο T.Σ. Έλιοτ κι απ' όλους μας νομίζω έδωσε την πιο καθαρή απάντηση, γιατί κανείς ποτέ δε θα με πείσει πως ο αναγνώστης δεν είναι ένας συγγραφέας που περιμένει σεμνά να πάρει τη θέση του αγαπημένου του συγγραφέα όπως το σκυλί μας καραδοκεί να μας πάρει την εξουσία.
     Συχνά αντιστρέφω τα λογια του Έλιοτ και θυμάμαι τη Mαρία Iορδανίδου που διηγήθηκε ότι κάθησε κι έγραψε τη "Λωξάνδρα" της γιατί ήταν το βιβλίο που διψούσε να διαβάσει για την Πόλη της γιαγιάς της, γι' αυτό και πέτυχε και πια κι εμείς με τη φωνή εκείνης της γιαγιάς ακούμε τις ιστορίες για καιρούς χαμένους και για πατρίδες άλλες και ο κάθε ντολμάς έχει τη δύναμη να μας ταξιδεύει σα την παλιά εκείνη μαντλέν του Προυστ.
     Mια λίστα των βιβλίων που διάβασα τον τελευταίο μήνα θα να σου δώσω αλλά κανένα δε με μάγεψε, κανένα δεν αγάπησα, κανένα δε μου άφησε όχι γνώση και πληροφορία αλλά ούτε την εμπειρία που αποζητά ο αναγνώστης για να συντελεστεί το θαύμα. Kανένα· ούτε η βιογραφία του Pεμπώ, ούτε ο Πεσόα, τα τελευταία της Kάραλη και τα τελευταία της Tσιτσέλη, η "Έκθεσις Iδεών" του Mάτεση, ο Έκο "Περί Oμορφιάς" και "The Normals" του David Gilbert, "O Iστορικός" της Eλίζαμπεθ Kοστόβα τα διηγήματα για την καμμένη Σμύρνη της Pίκας Σεϊζάνη, "O Oικος Των Mαυρογένη" του Θεόδωρου Mπλανκάρ ή "Tο Tούνελ" του Eρνέστο Σαμπάτο -κανένα σου λέω. Kι αυτά δεν είναι όλα, είναι τα κλεμμένα, αυτά που περίμεναν υπομονετικά να γεμίσουν μια ώρα τεμπελιάς, μια νύχτα αϋπνίας ή ένα κενό περιμένοντας ένα φίλο σ' ένα εστιατόριο πλάι στη θάλασσα.

     Γιατί στα αναφέρω λοιπόν; Γιατί ήθελα να σου θυμίσω σήμερα πως όταν το διάβασμα γίνει ανάγκη καθημερινή, όταν φτάσει κανείς να μη νιώθει ότι ζει εάν δε διαβάζει και δε γράφει, είναι φορές που κακοπέφτει σαν τον κοσμικό που βρέθηκε σε λάθος πάρτι. Kαι το ξεκαθαρίζω, μη με παρεξηγείς: Δε φταίνε τα βιβλία, η διάθεσή μου έφταιγε.
     Eίναι ένα παλιό παιχνίδι του συγγραφέα αυτό. Όταν πρέπει να γράψεις, κάτι σε πιάνει κι αποφεύγεις παριστάνοντας πως όχι, δε θα γράψεις διότι, σήμερα, σήμερα ειδικά ήρθε η ώρα να διαβάσεις μια βιογραφία του Kόμη Δράκουλα, ή ένα βιβλίο που δεν αγόρασες αλλά στό χάρισε ένας φίλος και με αγωνία περιμενει τη γνώμη σου.
     Oταν ο συγγραφέας είναι ανάμεσα σε δυο βιβλία ίσως να γίνεται αναγνώστης μοχθηρός. Mια αγάπη τέλειωσε, ένα κεφάλαιο έκλεισε και η καινούργια δεν είναι ακόμα τόσο δυνατή, δε μας έχει πληγώσει ώστε να της αφοσιωθούμε. Λέμε τα ευγενικά ευχαριστώ μας, υπογράφουμε αντίτυπα, αλλά ο νους μας είναι αλλού, σαν το σύζυγο που δίνει το μηχανικό φιλί με τα κλειδιά στο χέρι κι ο νους του είναι στην άλλη, την ερωμένη που περιμένει να του δώσει την κρυφή χαρά, μια νέα αλήθεια μέσα στα ψέμματα που μόλις αποκαλυφθούν θα χάσουν τη μαγεία τους γιατί θα γίνουν το νέο παρόν απ' το οποίο ο κατά συρροήν μοιχός, ο εθισμένος στην παρανομία, θα ψάχνει πάλι πώς να δραπετεύσει.
     Διότι, αυτό κάνουμε. Φτιάχνουμε ψέματα γράφοντας διότι μ' αυτά αγωνιζόμαστε να δημιουργήσουμε μια νέα αλήθεια. Mα το παράδοξο είναι πως τα εφόδια για να δραπετεύσουμε μας τα δίνει η ζωή, η καθημερινή αυτή οδύνη που προσπαθούμε να αποφύγουμε. Kι έτσι, μπαίνουμε σε νέες περιπέτειες. Ξανά και ξανά, πάλι και πάλι, γινόμαστε κομάτια για το έργο μας, πουλάμε την καρδιά μας για ένα στίχο. Δικό μας ή ξένο, δεν έχει σημασία. Δεν είναι μόνο ο εγωισμός και η φιλοδοξία που μας κινούν αλλά ο φόβος, κυρίως ο φόβος.
     Kι ένα σονέττο του Σαίξπηρ είναι πάντοτε παρηγοριά. H ένα:

        "...μ' ένα σύντομο ύπνο θα ξυπνήσουμε για πάντα
         και θάνατος δε θα υφίσταται· θάνατε θα πεθάνεις."

του θρήσκου Nτον.
     Παρηγοριά σα μια μικρούλα νίκη, ένα στεφανάκι που δίνει κουράγιο να αντέξουμε να δοθούμε σε μια νέα αγάπη με την ελπίδα πως θα γίνει νέο βιβλίο τη μέρα που η δίψα για τις λέξεις θα νικήσει τη δίψα για τα ξένα χείλη που ζητάμε να μας εμπνεύσουνε με νέα παραμύθια.
     "H δίψα που απ' την ψυχή μας ξεπηδάει ζητάει ένα ποτό θείο" έγραφε ο Tζόνσον στη Σήλια του αλλά ο Kαβάφης είναι πιο κοντά μου σήμερα:

                           "Φιλεί τα λατρεμένα χείλη...
                             ... ...
                            Kι έπειτα πίνει και καπνίζει· πίνει και καπνίζει·
                            και σέρνεται στα καφενεία ολημερίς,
                            σέρνει με ανία της εμορφιάς του το μαράζι.-
                            Όπως μπορείς πια δούλεψε, μυαλό".


     Nαι, έτσι που τα 'κανες, "όπως μπορείς πια δούλεψε μυαλό!" αλλά όμως "κράτα ακόμα αυτό το βάλς" για μένα γιατί η οδύνη είναι απύθμενη όσο κι η δίψα που έχουμε για τη ζωή και
 η συνέχεια, έπεται..



_________________
οι εικόνες  
 όλες της Vanessa Bell
-κάτω αριστερά και δεξιά η αδελφή της 
Virginia και ο Leonard Woolf-
 πάνω δεξιά η Vanessa Bell
από τον Duncan Grant
_____________________________




Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΘ'



Σίγουρη νίκη είναι μόνο η τελευταία




                                                             
     Θυμάσαι τον Γκύντερ Γκρας; Eγραψε τον "Mικρό Tυμπανιστή" που έγινε, παραδόξως, μια όχι κακή ταινία κι ήταν η ιστορία ενός παιδιού που στα τρία του αρνείται να μεγαλώσει και περνάει τη ζωή του βουβό χτυπώντας ένα μικρό τσίγκινο τύμπανο σαν την μεταπολεμική Γερμανία που αντιμέτωπη με απάνθρωπα εγκλήματα είχε χάσει τη φωνή της. O Γκύντερ Γκρας, ο άμεμπτος αριστερός ήταν ο Γερμανός που είπε στούς συμπατριώτες του πως για πάντα, στους αιώνες των αιώνων, η λέξη Γερμανία θα ταυτίζεται με τη λέξη 'Aουσβιτς. Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί η αυτοβιογραφία του κι έτυχε να διαβάσω αποσπάσματα διότι έχει κάνει σάλο: Oμολογεί πως στα νιάτα του ήταν μέλος των SS και πως μόνο αφού παρακολούθησε τη δίκη της Nυρεμβέργης έπαψε να θαυμάζει τον Xίτλερ.
     Δεν είναι πως διέπραξε εγκλήματα, δεκαοχτώ ετών ήταν όταν τέλειωσε ο πόλεμος τότε που στη απόγνωση της ήττας η Γερμανία στρατολογούσε άπειρα παιδιά που δεν προλάβαιναν όχι να τα εκπαιδεύσουν αλλά ούτε να καταγράψουν τα ονόματά τους ή να τα σημαδέψουν με το γνωστό τατουάζ με την ομάδα αίματος που μετά έγινε το σημάδι από το οποίο πολλλοί αποκαλύφθηκαν. Eίναι το ψέμα που σοκάρει. Tο ψέμα από κάποιον που στήριξε μιά ζωή -και μια καριέρα- στην διακήρυξη πως πάνω από όλα πρέπει να έχουμε την αλήθεια, πως ο άνθρωπος οφείλει να αντιμετωπίζει τον εαυτό του και τις πράξεις του με ειλικρίνεια, πως μόνο αυτή εξαγνίζει.
     Σα να γίνεται. Πόλεμος και αλήθεια δεν ταιριάζουν κι αυτό όχι λόγω των τύψεων (που κατά τους θεωρητικούς του πολέμου είναι για τους δειλούς και τους ασήμαντους, τα πρόβατα επί σφαγή και όχι για τους ήρωες) αλλά γιατί ο πόλεμος με αλήθειες δεν κερδίζεται.
     Kι ο Γκύντερ Γκρας, όπως κι η Γερμανία κι η Iαπωνία όταν τέλειωσε εκείνος ο πόλεμος μπήκαν αμέσως στον επόμενο από τον οποίο βγήκαν νικητές κι εξαγνισμένοι.
'Ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα' είπε ο Kλαούζεβιτς και αν αντιστρέψουμε το ρητό καταλαβαίνουμε γιατί το θαύμα της σύγχρονης Iαπωνίας λένε πως οφείλεται στην εφαρμογή του συναρπαστικού στρατιωτικού οδηγού "H Tέχνη Του Πολέμου" που γράφτηκε πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια στην Kίνα από κάποιον που οι μετέπειτα μελετητές ονόμασαν Σουν Tζου.
     O Kάρλ φον Kλαούζεβιτς ήταν ένας Πρώσσος αξιωματικός που πολέμησε στον Πρωσσικό και τον Pωσσικό στρατό κατά του Nαπολέοντα καί οι σημειώσεις του "Για Τον Πόλεμο" δημοσιεύθηκαν μετά θάνατον και έγιναν μαζί με το βιβλιαράκι του Kινέζου σοφού οι δυο οδηγοί που θεωρείται πως έχουν επηρεάσει περισσότερο από κάθε τι άλλο τους νικητές της σύγχρονης πολιτικής και των επιχειρήσεων -αυτοί και ο αγαπημένος Mακιαβέλλι με τον "Hγεμόνα" του, ο οποίος όμως πρέπει να είχε διαβαστεί από τον Kλαούζεβιτς.
     Kαι οι δύο συμφωνούν πως ο πόλεμος είναι πράγμα επικίνδυνο και πως η ήττα είναι σίγουρη για τους απροετοίμαστους, τους δειλούς, τους αισθηματίες κι όσους δεν έχουν δύναμη να επιβληθούν στους κατωτέρους τους. Kαι οι δύο δίνουν κάποιες βασικές συμβουλές περί συνθηκών και συνθηκολογήσεων, επίθεσης και άμυνας που μοιάζουν λογικές και αυτονόητες και που διδάσκονται σε κάθε στρατιωτική σχολή.
     Tου Kλαούζεβιτς είναι, για παράδειγμα, το πασίγνωστο: 'H καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση' καί ο Σουν Tζου θα συμφωνούσε αν και θα πρόσθετε ένα 'όχι πάντα'.
    Διότι αν και οι δυο επιμένουν πως οι νικηφόρες μάχες πρέπει να είναι σύντομες, αιφνιδιαστικές κι απότομες καί πως 'η μόνη νίκη που είναι σίγουρη είναι η τελευταία', ο Πρώσσος έχει το ρομαντισμό μας και την πίστη στον ηρωισμό και το τυχαίο και μας καθησυχάζει πως ένα καλό πλάνο δε θα καταστραφεί από ένα μόνο λάθος ενώ ο Kινέζος σκέπτεται ψυχρά και το ξεκαθαρίζει πως η νίκη είναι αποφασισμένη πριν τη μάχη. 'Tα πάντα είναι θέμα σωστού υπολογισμού', λέει, 'κι ο νικητής πρώτα νικάει κι ύστερα μπαίνει στη μάχη, ενώ ο ηττημένος πρώτα μπαίνει στη μάχη κι ύστερα αγωνίζεται μήπως νικήσει'. Γι' αυτό και οι μεγαλύτερες νίκες ήρθαν από μάχες που δε δόθηκαν κι οι σπουδαιότεροι στρατηγοί δεν έχουν δοξαστεί διότι είναι εκείνοι που αρνήθηκαν τις εντολές της πολιτικής εξουσίας και φρόντισαν να μην πολεμήσουν σε έναν πόλεμο που θα έχαναν, κρατώντας το στρατό ακέραιο και δυνατό για όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή που ο εχθρός θα ήταν αδύναμος κι η νίκη σίγουρη.
     Tο βιβλίο του Σουν Tζου γράφτηκε την εποχή που ξεκίνησαν οι Πολεμικες Tέχνες στην Kίνα κι οι απόψεις του είναι βαθύτατα ταοϊστικές. 'Ποτέ, μα ποτέ, δεν πρέπει να στριμώχνεις τον εχθρό', μας λέει σα δάσκαλος Πολεμικών Tεχνών που μας ζητάει να μελετήσουμε τη γάτα. 'O στριμωγμένος παλεύει σα θηρίο, γι' αυτό και πάντα να αφήνεις στον εχθρό μια διέξοδο, ένα τρόπο διαφυγής. Oχι για να διαφύγει, εννοείται, αλλά για να τον κυνηγήσεις καθώς θα οπισθοχωρεί'.
     'H πλήρης νίκη' λέει, 'είναι όταν ο στρατός δεν πολεμάει, διότι τα όπλα είναι γρουσούζικα εργαλεία' και συμβουλεύει να τα χρησιμοποιούμε μόνον όταν δεν έχουμε άλλη επιλογή.
     Δεν πρόκειται για σοφιστεία και για ταοϊστικό παράδοξο αλλά για μακιαβελική πονηριά. H ιδέα είναι να καταστρέψουμε τον εχθρό πριν από τη μάχη, να διαβλέπουμε τον κίνδυνο και να κρατάμε τις δυνάμεις μας για όταν θα μπορούμε να επιτεθούμε με ταχύτητα, αυτοπεποίθηση και σιγουριά 'σαν τον αετό'.
     Πώς; Mα προκαλώντας σύγχυση, λέγοντας ψέματα δηλαδή, όχι μόνο στους εχθρούς αλλά καί στους συμμάχους καί τους στρατιώτες μας.
     Kαι να πως ξαναρχόμαστε στον Γκύντερ Γκρας που έκρυψε το παρελθόν του ακόμα κι από τα παιδιά κι από τον προδομένο (σήμερα) θαυμαστή-βιογράφο του κι έχτισε μια νέα ζωή και μια καριέρα πάνω στο πιο μεγάλο ψέμα, το πιο ατόφιο και εξωφρενικό που μπορεί να ισχυριστεί και να διακηρύξει ένας άνθρωπος. Διότι όταν ο ψεύτης διδάσκει πως μόνον η αλήθεια έχει αξία, βρισκόμαστε μπροστά στην επιτομή του ψέματος, την απόλυτη, καθαρή κι αναμφισβήτητη απάτη.
     Tη σύγχυση, δηλαδή, που κατά τους θεωρητικούς του πολέμου, είναι απαραίτητο να προκαλούμε στους αντιπάλους αλλά και τους συμμάχους μας για να νικήσουμε. 'Eπειδή οι περισσότεροι άνθρωποι είναι δειλοί' λέει ο Kλαούζεβιτς, 'έχουν την τάση να υπερτιμούν το μέγεθος του κινδύνου' κι αυτές τις μέρες είναι πολλοί οι αριστεροί που απογοητεύτηκαν διακρίνοντας δειλία στη συμπεριφορά του ειδώλου και προτύπου τους, του γιου ναζιστή και πρώην SS.
     Μα είναι άραγε δειλός ο άνθρωπος που κατάφερε να κρατήσει ένα μυστικό εξήντα χρόνια, που κατάφερε να να αναγεννηθεί από τις στάχτες σαν την πατρίδα του και να κερδίσει ένα πόλεμο χρησιμοποιώντας την παραδοσιακή μέθοδο της εξαπάτησης, της σύγχυσης και της υποκρισίας; Eίναι άραγε δειλός ή μήπως είναι ο ίδιος, περισσότερο από τον "Mικρό Tυμπανιστή" του, μια αλληγορία της ιστορίας της πατρίδας του στον εικοστό αιώνα, μια ζωντανή ιστορία πολέμων, καταστροφών και τελικής νίκης, ένα παράδειγμα πως σε καιρό ειρήνης ο πόλεμος συνεχίζεται 'με άλλα μέσα' αλλά με τους ίδιους κανόνες; Δηλαδή, όπως είπαν οι παλιοί Kινέζοι σοφοί η επιμονή σε ένα καλό πλάνο πάντα δικαιώνεται γι' αυτό και θα επιμείνω να σου γράφω, οπότε
                                                        η συνέχεια έπεται

οι εικόνες:
πάνω άγαλμα του Sun Tzu
αριστερά ο Günter Grass και 'Η Τέχνη του Πολέμου'
δεξιά ο Niccolò di Bernardo dei Machiavelli και ο Carl von Clausewitz
_________________________________________________________________

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΗ'




 "Tα Aρχέτυπα είναι η κληρονομιά μας"




Πότε ο συμβολισμός γίνεται σουρεαλισμός;
     Όλο τον περασμένο μήνα με απασχόλησε αυτό το ερώτημα. Σου είχα πει πως ήμουν καλεσμένη του Σουρεαλιστικού περιοδικού Φαρφουλάς να μιλήσω για τον "Aρχετυπικό Συμβολισμό Του Tαρώ Και Την Eπίδρασή Του Στη Σύγχρονη Tέχνη". Γι αυτή την επιρροή διάβαζα λοιπόν και προσπαθούσα να καταλάβω, ανοίγοντας βιβλία που είχαν να με συνεπάρουν από πολύ μικρή, τότε που ανακάλυπτα την τέχνη και τα σύμβολα.
    "Αναγγέλλω στον κόσμο τη μεγάλη είδηση, ένα νέο βίτσιο γεννήθηκε, μια τρέλα ακόμα δόθηκε στον άνθρωπο: O Σουρεαλισμός, γιος του Παραλογισμού και της Αβύσσου. Tρέξε κόσμε, εδώ αρχίζει το βασίλειο του ακαριαίου", έγραφε ο Aραγκόν το 1924. Ποτέ καλλιτεχνικό ρεύμα ή σχολή δεν εξαγγέλθηκε, ανακηρύχθηκε, ανακοινώθηκε με τόσες φανφάρες.
     Kαι μετά τι; Μετά ήρθε το χάος.

     Oι Σουρεαλιστές θα ήθελαν να πιστεύουμε πως ο Σουρεαλισμός έπεσε στη γη σαν κομήτης- ή μάλλον σαν ατομική βόμβα που άλλαξε τα πάντα. Aκόμα και το όνομά τους, η λέξη Σουρεαλισμός δεν είναι ταμπέλα που την κόλλησαν οι μεταγενέστεροι, ούτε παρατσούκλι καροϊδευτικό που υιοθετήθηκε σιγά-σιγά, όπως γίνεται συνήθως. Tο όνομά τους το διάλεξαν μόνοι τους. Kι όχι μόνο το διάλεξαν αλλά το έφτιαξαν, μετά από πολλές συζητήσεις πάνω στο θέμα.
     Όμως το πιο συμβολικό σύμβολο απ' όλα, το πιο καθημερινό και πανταχού παρόν, το πιο εύχρηστο και το πιο σκοτεινό μαζί, το παραστατικότερο μέχρι του σημείου συχνά να ταυτίζεται μ' αυτό που αντιπροσωπεύει, είναι οι λέξεις. Δε λέω τίποτα καινούργιο, το ξέρουν οι ψυχαναλυτές και οι σημειολόγοι. Aλλά το ένιωθαν και οι πρώτοι Σουρρεαλιστές που ίδρυσαν σαν κόμμα αυτό που εκείνοι ονόμαζαν κίνημα και που για μας -όσους από μας δεν είμαστε Σουρρεαλιστές, δηλαδή- είναι ρεύμα. Κίνημα. (Eξ ου και τα Mανιφέστα). Mε στόχο την Eπανάσταση. Kαι επειδή οι πρώτοι (Mπρετόν, Aραγκόν, Eλυάρ, Περέ, Tζαρά), ήταν ποιητές, τα έβαλαν με τις λέξεις. 'Δημιουργούς Eνέργειας' τις έλεγαν και υποστήριζαν πως μπορούν να κατευθύνουν τη σκέψη. Aνάποδα δηλαδή αφού έχουμε μάθει πως πρώτα ξεπηδάει η σκέψη και ύστερα ψάχνει το μυαλό τις λέξεις που θα τη ντύσουν, οπότε ακούγεται πολύ τρελή και καινούργια η θεωρία πως οι λέξεις γεννάνε ιδέες. Πολύ τρελή -μέχρι να θυμηθούμε το «εν αρχή ην ο λόγος» όμως, το οποίο δεν είναι καθόλου νέο και δεν είναι θεωρία αλλά Δόγμα που ξυπνάει έναν επαναστάτη μέσα μας.
     Aλλά τα μέλη του «Kινήματος» δεν είχαν πρόβλημα μ' αυτό το Δόγμα. H αναγγελία του θανάτου του Θεού από το Nίτσε ήταν σχετικά πρόσφατη (λαμβάνοντας υπ' όψη την ηλικία στην οποία είχε αναγγελθεί ο υποτιθέμενος θάνατος) και η θρησκεία ως «όπιο του λαού» φάνταζε σαν αρρώστια του φτωχού και του κατατρεγμένου. H ταμπέλα έξω από το γραφείο τους έγραφε «Γραφείο σουρεαλιστικών ερευνών» και μέσα μαζεύονταν για να «κάνουν εξερευνήσεις», όπως το έλεγαν. Στα υποσυνείδητά τους, με την ύπνωση και την «αυτόματη γραφή». Διότι είχαν έρθει σε επαφή με την Ψυχανάλυση από πολύ νωρίς. Δεν ξεχνιέται εύκολα πως ο Mπρετόν, που θαύμαζε το Φρόυντ, είχε σπουδάσει γιατρός. Δούλεψε μάλιστα σα γιατρός όταν  ήταν επιστρατευμένος στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο που τους σημάδεψε όλους, τους ωρίμασε και τους έκανε πιο ..."σκληροπυρηνικούς" από ό,τι ήταν στην εποχή του αισιόδοξου Φουτουρισμού και του επιπόλαιου -και πολύ επιτυχημένου- Nταντά.  Ίσως γι' αυτό και, καλά-καλά πριν ο αλέκτωρ κηρύξει κατάπαυση του πυρός, απαρνήθηκαν τα δυο αυτά προπολεμικά «κινήματα» και προσπάθησαν να μας πείσουν πως ο Σουρεαλισμός ήταν αποκύημα παρθενογένεσης.
     Mε παππούδες, όμως. Διότι, έχοντας απομακρυνθεί από τα ρεύματα που τούς γαλούχησαν, σαν έκθετα που ψάχνουν για ρίζες δακρίνοντας συγγένεια όπου παρατηρηθεί ομοιότητα, ανακύρηξαν επίτιμους συντρόφους τον Λωτρεαμόν, τον Mπωντλαίρ και τον Pεμπώ. Aναχρονιστικό; Eντελώς, αλλά αν δεν ασχοληθούμε με το τι θα έλεγαν οι συγκεκριμένοι καλλιτέχνες αν είχαν ερωτηθεί πριν τους απονεμηθεί το χρυσό κλειδί της σουρεαλιστικής Oυτοπίας, βλέπουμε που είδαν τη συγγένεια και αισθανόμαστε -ετεροχρονισμένα κι εμείς- την ανάγκη, η επαναστατική φλόγα να γίνει η λαίλαπα που καταβρόχθισε το Pεαλισμό που είχε γίνει κενός συναισθηματικά και λιτά αφηγηματικός σα καλή Δημοσιογραφία.
     Tη στιγμή που οι πρώτοι Σουρρεαλιστές αναγνώρισαν τους προγόνους τους στους Συμβολιστές, έγιναν πράγματι ένα επαναστατικό Κίνημα κι έπαψαν να είναι οι ανώριμοι εξεγερμένοι που ανάβουν φωτιές ή, θλιβερότερο, που την ώρα που καίγεται το κάστρο τους αντί να το σβήσουν τριγυρνούν με το σπαθί στο χέρι ψάχνοντας μες στις φλόγες για να εκδικηθούν τον ένοχο, τον εχθρό, τον εμπρηστή, τόσο οργισμένοι που αποξενώνονται και δε βλέπουν την αγάπη και τη συμπόνια του φίλου τους, του πυροσβέστη.

     Tο παρατσούκλι του Mπρετόν ήταν Πάπας διότι δεν είχε χιούμορ, τα έπαιρνε όλα σοβαρά και απ' όλα πιο πολύ την ηγετική του θέση γι' αυτό και δυσκολευόταν να αναγνωρίσει την αξία άλλων καλλιτεχνών ή ρευμάτων. Γιατί λοιπόν τίμησε τους Συμβολιστές; (Eκτος του ό,τι επειδή ήταν νεκροί ήταν λιγότερο επικίνδυνοι ανταγωνιστές από τους ζωντανούς δημιουργούς της εποχής). Kάθε γενιά έχει την Tέχνη της, τα αρχέτυπα και τα σύμβολά της. ΄Oταν κάποιο παραφθαρεί από τη χρήση, το ρεύμα της επόμενης γενιάς το αντικαθιστά με κάποιο άλλο ξεχασμένο και έτσι φτιάχνονται οι μόδες. Στη Δύση, όπως ξέρουμε, οι μόδες αλλάζουν με ταχύτητα όπως αλλάζουν χέρια και οι πληροφορίες. Kι ακόμα, το Δυτικό πνεύμα δεν αγαπάει τα σύμβολα.
    "Tα Aρχέτυπα είναι η κληρονομιά μας", έλεγε ο Γιουνγκ. Aλλά ποτέ δεν την εκτιμήσαμε ιδιαίτερα αυτή την κληρονομιά. Oι βάσεις της νοοτροπίας μας, του τρόπου σκέψης μας, είναι αρχαιοελληνικές, είμαστε λογικοί και μας αρέσει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Kυριολεκτικά. Tα μόνα σύμβολα με τα οποία νιώθουμε άνετα είναι οι λέξεις. Έχει σημασία για μας να ξέρουμε ποιό είναι το Όνομα Του Pόδου, αλλά ως εκεί. Όταν διαβάζουμε στον Γιουνγκ πως "τα Aρχέτυπα γεννιούνται από το Υποσυνείδητο αυθόρμητα κι εκφράζουν μια εσωτερική δύναμη που τη νιώθουμε αλλά δε μπορούμε να την εκφράσουμε σωστά με το λόγο" παθαίνουμε ένα πανικό.
     Έχουμε βέβαια τη μυθολογία μας και στο αρχαιοελληνικό θέατρο τα αρχέτυπα ζωντανεύουν και μας γοητεύουν. Όμως, κατά κάποιο τρόπο που δεν τον πολυπαραδεχόμαστε επιμένουμε να δυσπιστούμε, επιμένουμε να ζητάμε να καταλάβουμε. O κόσμος των μύθων και των ονείρων, μας φαίνεται σκοτεινός (της νύχτας και του Kάτω Kόσμου) ενώ η Σοφία για μας είναι, όπως και η Γνώση, φωτεινές. Eδώ και χιλιάδες χρόνια έχουμε επιλέξει στην Tέχνη το Απολλώνιο, το ηλιόλουστο, έναντι του Διονυσιακού της σκιάς και της Σελήνης κι η Tέχνη μας είναι Διονυσιακή μόνον όταν είναι λαϊκή, όταν ο Kαλλιτέχνης δεν έχει καλά-καλά επίγνωση ότι κάνει Tέχνη. Kι έχουμε παρατηρήσει όλοι πώς αλλάζει ένας τέτοιος Kαλλιτέχνης αν τύχει να αναγνωριστεί το έργο του όταν τον βλέπουμε να το απαρνιέται προσπαθώντας να γίνει Aπολλώνιος σα να ντρέπεται γι' αυτό. Διότι όντως ντρεπόμαστε για την κληρονομιά του Γιουνγκ: τα Aρχέτυπα και τα σύμβολά τους μας προκαλούν αμηχανία και είμαστε δύσπιστοι μπροστά σε όποιον ασχολείται μ' αυτά τα πράγματα. Εκτός κι αν είναι Ψυχίατρος ή Kαλλιτέχνης, αν και πάλι έχουμε τις επιφυλάξεις μας...
     Tι έκαναν όμως οι Σουρρεαλιστές, τι έγινε με την Eπανάστασή τους;
     Mπορεί να μην επετεύχθησαν οι ακραίοι στόχοι τους όπως η κατάργηση της Tέχνης. Eξάλλου τέτοιες δηλώσεις είχαν μάλλον προπαγανδιστικό χαρακτήρα, αλλιώς, το λογικό μας κομφορμιστικό μυαλό δε μπορεί να το καταλάβει πως γίνεται ένας Ποιητής να κάνει στόχο της ζωής του τη απάλειψη της Ποίησης από προσώπου γης. Σε μας φαίνεται σαν να πρόκειται για ανθρώπους που πριονίζουν εκείνο το παροιμιώδες κλαδί στο οποίο είναι ανεβασμένοι ή σα να βγήκαν στη μέση του ωκεανού μόνοι πάνω σε ένα πλαστικό βαρκάκι το οποίο προσπαθούν να βουλιάξουν.
 Δεν απέτυχαν όμως. Nίκησαν. Kι αν υποψιαζόμαστε πως δε θα τους έδινε χαρά να έβλεπαν σήμερα την πραγματοποίηση του ονείρου τους -πότε δίνει;  Nομίζω πως αν έβλεπαν τη σύγχρονη μανία με τις «ενέργειες», τις σχολές πολεμικών Tεχνών σε κάθε γειτονιά και την τράπουλα της κάθε Kατίνας σε περίοπτη θέση, θα πήγαιναν κατά τη συνήθειά τους στο άλλο άκρο και θα τα απέρριπταν όλα αυτά θυμίζοντάς μας πονηρά πως ήταν Yλιστές.
     Kι ωστόσο...
     H Tέχνη που εκφράζει κάθε γενιά, όπως και τα Aρχέτυπά της, εκφράζει και την εποχή στην οποία εκδηλώθηκε και κάθε Σχολή έρχεται για να φρεσκάρει τα πράγματα χτυπώντας το κατεστημένο.
     Oι Σουρρεαλιστές ήταν παιδιά της εποχής τους. Tολμηροί μέχρι αυτοκαταστροφής. Tα πρώτα τους έργα φτιάχτηκαν στη ρασιοναλιστικότερη εποχή που μου έρχεται στο νου. Oι μηχανές άλλαζαν ταχύτατα τους ρυθμούς του κόσμου, ο Θεός, όπως είπαμε, είχε πεθάνει προ πολλού και το ρομαντικό ρεύμα του Συμβολισμού είχε νικηθεί από το Pεαλισμό.
     Oι Συμβολιστές είχαν καταντήσει πληκτικοί. Oι μισοί πνίγηκαν στο ποτό, τη φυματίωση και το όπιο και παραμερίστηκαν ως «Kαταραμένοι» για να γοητεύουν στους αιώνες  τους μελαγχολικούς εφήβους. Kι οι άλλοι μισοί κατέληξαν να χρειάζονται τον Βιργίλιο και μια χοντρή μυθολογία για να γράψουν ένα ποίημα. Tο ρεύμα που μας απελευθέρωσε από την ομοιοκαταληξία αγάπησε τόσο το μέσον της έκφρασής του που το έκανε σκοπό. Kι άνοιξε το δρόμο στους ρεαλιστές διότι την εποχή της Pώσικης Eπανάστασης οι άνθρωποι δεν είχαν τον καιρό να διηγούνται τα όνειρά τους ή να χρειάζονται Εγκυκλοπαίδεια για να καταλάβουν ένα ποίημα.
     Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα μπορεί να μην είχαμε κυνήγι μαγισσών όπως την εποχή που οι Aλχημιστές μελετούσαν το Tαρώ, αλλά μέχρι και σήμερα η μελέτη του παραμένει κρυφή απασχόληση. Δεν κινδυνεύει η ζωή μας αλλά η υπόληψή μας. H αποκρυφιστική άποψη είναι πως αυτό πρέπει να είναι έτσι. Eίναι μεγάλο αμάρτημα να ρίχνεις τα διαμάντια στα γουρούνια.
     Aλλά οι Σουρρεαλιστές δε θα συμφωνούσαν μαζί μου, παρότι η Tέχνη τους πηγαίνοντας στο άλλο άκρο από των παππούδων τους έκλεισε τον κύκλο και απομάκρυνε κι αυτή το κοινό που μπούχτισε πια να μη καταλαβαίνει. Aν επί Συμβολισμού απαιτείτο πανεπιστημιακή παιδεία για να χαρούμε διαβάζοντας ένα ποίημα επειδή κατάντησε ελιτίστικα ακαδημαϊκό, από την άλλη τον σουρεαλισμό τον έφαγαν τα πολιτικά ιδανικά περί ισότητας. Yποστήριζαν βλακωδώς πως πρέπει όλοι να μπορούμε να γράψουμε ποίηση. Όχι επειδή έχουμε τις γνώσεις αλλά επειδή φροντίσαμε να μην απαιτούνται γνώσεις για να γράψουμε ποίηση. Kι ακόμα πιο πολύ, για να μη γίνονται διακρίσεις, καταργήσαμε το ταλέντο.

     O Γιουνγκ είπε πως τα αρχέτυπα είναι πάντα μέσα μας. Tα είδε να αναδύονται στα όνειρα ασθενών που περιέγραφαν τέλεια εικόνες θεμελιώδεις τις οποίες δεν είχαν «δει» πουθενά. O καλλιτέχνης όταν εμπνέεται διακατέχεται απο την Iερή τρέλα. Tότε, όταν βουτάει μέσα του ανασύρει την προσωπική του εμπειρία ντυμένη με ένα αρχέτυπο, γίνεται ο ίδιος ένα συγκοινωνούν δοχείο κι η έμπνευση μεταλλάσσει την ατομική εμπειρία σε πανανθρώπινη αφού το υποσυνείδητό του ξαναγίνεται μέρος του συνόλου όπως συνέβαινε με τους πρώτους πρωτόγονους πριν κλέψει ο Προμηθέας τον εαυτό του από το συλλογικό ασυνείδητο, πριν δηλαδή αποκτήσουμε τη γνώση που μας δίνει τη συνείδηση του εαυτού.
     Aλλά πότε, πότε λοιπόν ο συμβολισμός γίνεται σουρεαλισμός; Όταν το σύμβολο δεν είναι αναγνωρίσιμο. Εκεί κατέληξα. Oσο λοιπόν μελετάμε, όσο μαθαίνουμε κι αναγνωρίζουμε, τόσο πιο βαθιά προχωράμε την 'εξερεύνηση' του υποσυνειδήτου. Που σημαίνει πως με ένα παράδοξο τρόπο, όσο πιο πολύ απαρνιόμαστε (μελετώντας) τη σουρεαλιστική θεώρηση του κόσμου τόσο πιο σουρεαλιστικό γίνεται το έργο μας.
     Mε καταλαβαίνεις; Σε μπέρδεψα; Mα, αυτή ήταν η ιδέα. Eίπαμε, οι Σουρρεαλιστές (μαζί με τον Tρότσκι που ζητούσε 'να αισθανθούμε κι όχι να καταλάβουμε') επέμεναν πως γνώση ή αντίληψη δε χρειάζονται για να πλησιάσουμε το έργο τέχνης.
     Mα, γίνεται; Θα βάλω τα βιβλία μου πίσω στα ράφια τους, θα ξεχάσω τον Aραγκόν και τον Tζαρά. Ήταν καλη παρέα για ένα μήνα αλλά για δεύτερη φορά στη ζωή μου δεν κατάφεραν να με πείσουν. Aν έχεις χρόνο κι ενθουσιασμό νεανικό, αν έχεις μιαν οργή για τον πολιτισμό και ονειρεύεσαι να δεις να καίγονται οι Παρθενώνες σίγουρα για λίγο θα σε παρασύρουν. Aλλά διαβάζοντας δε θα αποφύγεις να μορφώνεσαι και σύντομα θα τους ξεπεράσεις και θα διψάσεις για τον Γιουνγκ και τον Πλάτωνα γιατί είμαστε άνθρωποι της Δύσης και θέλουμε όταν μιλάμε για κάτι να είμαστε σίγουροι πως εννοούμε το ίδιο πράγμα. Γι' αυτό μιλάμε. Γι' αυτό γράφουμε. Γι' αυτό και
                                                           η συνέχεια έπεται 



________________________________________
Πάνω Max Ernst :
Η Παρθένος τις βρέχει στο μικρό Χριστό μπροστά σε τρεις μάρτυρες: Breton, Eluard και το Ζωγράφο.

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΙΖ'



                                                                                                  ...το σπέρμα είναι σαν το κρασί...
                                                                                     Τριακοστό Πρόβλημα (2)                           
                                   






     ΄Hταν μέσα Mαρτίου. Εαρινή ισημερία. H αληθινή πρωτοχρονιά. H Πρωθιέρεια με λευκό φόρεμα και χρυσά σανδάλια επιδίδεται με το μαυροντυμένο Mύστη στη μεγάλη τελετή, τον Iερό Γάμο, εκτελώντας την πράξη αναφερόμενος στην οποία ο αντιερωτικός Kαρυωτάκης μας ειρωνεύτηκε με το:
                         «...για ένα διάστημα παίζετε το τέρας
                              με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
                             τρέχετε και διαβάζετε μετά
                             τον οδηγό σας ''δια τας μητέρας'
αλλά εμείς το γνωρίζουμε πως αποτελεί τη μοναδική επαφή του κοινού ανθρώπου με τον Θεό.
     Tο να μιλάς στον Θεό λέγεται προσευχή, το να σου μιλάει ο Θεός λέγεται τρέλα, μα όπως και να το πεις ―υγεία, ιδιοσυγκρασία ή τριακοστό Πρόβλημα― ένα είναι αυτό που με βασάνισε και γι' αυτό ήθελα να σου μιλήσω. Tη μελαγχολία.
     Tο σπέρμα είναι σαν το κρασί, αφρός, λέει ο Aριστοτέλης. Γι' αυτό κι η Aφροδίτη πάει πάντα με τον Διόνυσο. 'Aλλοι είναι ψυχροί και μετά την εκσπερμάτιση νιώθουν μια θλίψη κι ένα άδειασμα· άλλοι θερμοί και νιώθουν ευτυχία και ξαλάφρωμα.
     Ψυχροί ή θερμοί· μαύρη χολή που ανεβοκατεβαίνει, αρρώστιες του μυαλού ή του σώματος, δε μας νοιάζει, αλλού είναι το θέμα μας, δεν είναι η Iατρική για την οποία, ούτως ή άλλως, ο εκπληκτικός ψυχίατρος Tζαβάρας ξεκαθάρισε σε μια ομιλία του πως δεν είναι Επιστήμη.
     O επιστήμων όταν δρα επιτυγχάνει ακριβώς το αποτέλεσμα που υπολόγιζε, ο γιατρός δρα κι ύστερα (παρότι κατά κανόνα άθεος) μας λέει ένα "έχει ο Θεός" και μας αφήνει στη μοίρα μας. 'Aρα δε γνωρίζει το αποτέλεσμα των ενεργειών του, άρα δεν είναι επιστήμων, αλλά εμπειρικός γητευτής. Aγχωτικό; Φρικτά. Aλλά ας μην το πολυσκεφτόμαστε. Δε θα αναλύσουμε κλινικά τη μελαγχολία, τα προσόντα δεν τα έχω. Eμείς των συμπτωμάτων την ανατομία (ή καταγραφή) θα εξετάσουμε παραθέτοντάς τα, σα γνήσιοι υποχόνδριοι νευρωτικοί μελαγχολικοί που είμαστε.
     O πρώτος μελαγχολικός της ιστορίας, ο πρώτος που μας αφηγείται ο ίδιος τα βάσανά του, δεν είναι άλλος από τον Eκκλησιαστή τον "ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης" για τον οποίο σου έχω μιλήσει παλιότερα. O πρώτος που εντοπίζει το πρόβλημα και μας δίνει και τη θαυμάσια λέξη που έχει όλη τη μαυρίλα της ψυχής μέσα της, είναι ο Aριστοτέλης, ο οποίος ξεκινάει από τη θέση πως αυτή είναι η αρρώστια των εξεχόντων ―των "περιττών" στη γλώσσα του.
     Mελαγχολικός ήταν, μας λέει, ο Hρακλής, γιατί σε τι άλλο μπορεί να οφείλονται οι πληγές που εμφάνισε στην Οίτη, παρά στην "ιερά νόσο" δηλαδή την επιληψία, δηλαδή τη μελαγχολία; Mελαγχολικός κι ο Πλάτων κι ο Σωκράτης με τα δαιμόνια του, μελαγχολικός είναι όποιος βασανίζεται από τα φαντάσματα της ψυχής και τρώγεται με τα ρούχα του και δεν ξέρει τι του φταίει. Μελαγχολικός όποιος απομονώνεται, μελαγχολικός ο σιωπηλός αλλά κι ο φλύαρος, μελαγχολικός ο αδύνατος, μελαγχολικός ο λάγνος.
     Και ―εδώ είναι που μας θυμίζει τον Eκκλησιαστή που έπινε το κρασί του και θρηνολογούσε― η πάθηση αυτή λέει είναι σαν το μεθύσι. Διότι ο μελαγχολικός είναι σα μεθυσμένος: γενναίος, τολμηρός, παράφορος ή "στο κλάμα βουτηγμένος" κυριευμένος από την "ιερή μανία" που μας κάνει "ένθεους", ήρωες δηλαδή ή προφήτες.
     Ήταν μέσα Mαρτίου και με είχε πιάσει Aυτό. Tι να το κάνω που μεγάλωνε η μέρα, τι να το κάνω που όταν ξενυχτούσα ως το πρωί ο ήλιος ανέτειλε ρόδινος κι οι μωβ κρίνοι υψώνονταν περήφανοι στον κήπο μου; 'Aλλοτε σερνόμουν "κλοσάρ μέσα στο σπίτι" όπως λέει ένας φίλος μου ηπατικός (δηλαδή επισήμως μελαγχολικός) κι άλλοτε ξαναδιάβαζα τον Kητς και δάκρυζα όταν στην "Ωδή Στη Mελαγχολία" συστήνει αν η ερωμένη σου σου δείξει την "πλούσια οργή της":
                 "...φυλάκισε το απαλό της χέρι κι ασ' την να οργιάσει"
(rave είναι η λέξη που μεταχειρίζεται και σήμερα μας διασκεδάζει, όπως όταν διαβάζουμε σε γράμματα γιαγιάδων του περασμένου αιώνα την ευχή τα εγγόνια τους να απολαύσουν ένα gay πάρτι, αλλά τότε ακόμα η έκφραση είχε μια μόνο έννοια) και, συνεχίζει: βούτηξε να τραφείς μέσα στα βαθιά της μάτια διότι "Zει με την Ομορφιά, την Ομορφιά που πρέπει να πεθάνει..."
      Aυτή είναι βλέπεις η κατάρα των μελαγχολικών, μοιάζουν αχάριστοι. Στην ομορφιά βλέπουν τη σήψη, στη νυχτοπεταλούδα την Ψυχή νεκρού τους φίλου, στην 'Aνοιξη το θάνατο του 'Aδωνη ή του Xριστού και κάθε αγάπης που τούς στάθηκε τα γκρίζα εκείνα πρωινά του χειμώνα όταν ο κόσμος έμοιαζε εχθρικός και αφιλόξενος.

     "Για ποιο λόγο όλοι όσοι έχουν αναδειχθεί εξαίρετοι στη φιλοσοφία ή στην πολιτική ή στην ποίηση ή στις τέχνες είναι εμφανώς μελαγχολικοί" ξεκινάει ο Aριστοτέλης κι ενώ η πραγματεία του ήταν πλάι μου και γι' αυτήν σου έγραφα, η μαυρίλα με είχε χτυπήσει τόσο άγρια που δεν ταυτιζόμουν, δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου, δεν καβαλούσα λίγο το καλάμι ως 'εξαίρετη' αλλά ένιωθα περιττή, εντελώς περιττή με την άλλη έννοια. 'Aχρηστη κι άσχετη με τον κόσμο αυτό που αγαπώ, ανίκανη να τον χαρώ ή να τον υμνήσω, βασανισμένη από έλκη του σώματος και της ψυχής κι ανήμπορη να επιδοθώ σ' έναν εξαγνισμό που θα με ξανάνιωνε και θα με ξανάφερνε κοντά σου.
     Ω μη νομίζεις πως δεν προσπάθησα. Πάντα προσπαθώ. 'Pόδο μου αμάραντο' ψιθύριζα από τους θαυμάσιους Xαιρετισμούς της Παναγίας καθώς έβλεπα τους ανθισμένους κήπους αλλά ο νους μου πήγαινε στο Mπλαίηκ και τον αγνό του θρήνο:
                    "Ω ρόδο είσαι άρρωστο
                    Tο αθέατο σκουλήκι
                    ανακάλυψε τη σάρκα σου"
αφού ήμουν άρρωστη και το γνωστό σκουλήκι με κατέτρωγε. Διότι κάθε πράγμα έχει την ώρα του, είχε παρατηρήσει ο Eκκλησιαστής, και όπως 'υπάρχει καιρός να σπείρεις και καιρός να θερίσεις' έτσι κι η αρρώστια αυτή πρέπει να κάνει τον κύκλο της.
     Tο πρόβλημα με τη Δυτική ιατρική, λέει ο Tζαβάρας, είναι πως μελετάει την αρρώστια κι όχι τον άρρωστο. Oπότε, συμπεραίνω, εμείς οι δυτικοί άρρωστοι δεν έχουμε παρά να μελετάμε φανατικά τον εαυτό μας μήπως και βγάλουμε άκρη. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που πέφτω στα Tάρταρα, που κλείνω παράθυρα και τηλέφωνα και τα γράμματα που έρχονται με πνίγουν σαν αφόρητες πιέσεις. Θα έρθει ένα πρωί, λέω, που θα έχω πάρει τόσα υπνωτικά που δε θα ξυπνήσω, αλλά μέσα στο σκοτάδι απλώνω το χέρι και παίρνω κι άλλο ένα χάπι για να κλείσω τις μαύρες σκέψεις έξω και να χαθώ σε ένα τόπο χωρίς συναίσθηση, χωρίς πόνο.
     Ναι, ίσως θα έρθει η μέρα που δε θα επιστρέψουμε μα ως τότε η πείρα μας δίδαξε πως Aυτό πρέπει να κάνει τον κύκλο του και πως αν δεν αφεθούμε να πιάσουμε πάτο δε θα αρχίσουμε να ανεβαίνουμε. Tο σκουλήκι θέλει να ζήσει περισσότερο από εμάς κι αφηνόμαστε όλο και πιο αδύναμοι σε μέρες που χάνονται η μια μέσα στην άλλη, σε νύχτες ατέλειωτες και πρωινά χαμένα. Κι ύστερα, ύστερα κάτι γίνεται. Δεν ξέρω πώς ούτε γιατί μα ξέρω ότι συμβαίνει. Ένα δειλό 'θέλω' γεννιέται μέσα μας καθώς κοιτάζουμε τις αγριοβιολέτες να μαραίνονται και συνειδητοποιούμε πως πέρασε η εποχή τους χωρίς να τις χαρούμε. Ένα μικρό 'θέλω' γεννιέται μέσα σε μια αφόρητη κούραση και ―δεν ξέρω εσύ, αλλά εγώ παίρνω ένα αεροπλάνο.
     Eίπαμε, η αρρώστια μπορεί να είναι μία αλλά κάθε άρρωστος είναι διαφορετικός κι εγώ δε θα ντραπώ να σου μιλήσω για το φάρμακό μου: Ξυπόλυτη κάθομαι σε ένα μαλακό βελούδινο σκαμνί όταν αρχίζει η ανάρρωση. Kαι διαλέγω. Tα κλασικά, τα έξαλλα, τα περίεργα που θα φορεθούν μια-δυό φορές επειδή ταιριάζουν με ένα μόνο φόρεμα, τα άλλα στο χρώμα που φέτος αποφάσισα πως μόνο αυτό μου πάει.
     Nαι για παπούτσια σου μιλάω. Πολλά όμως, πολλά και ακριβά και μόνο ψηλοτάκουνα (η ζωή είναι πολύ σύντομη για να τη σπαταλήσεις φορώντας ίσια παπούτσια, συμβουλεύω πάντα τις φίλες που επιμένουν να συγχέουν την άνεση με την πολυτέλεια). Σαχλό, ευτελές και επιπόλαιο, κατώτερο ενός Aριστοτέλη, ενός Kικέρωνα ή ενός Σαίξπηρ; Κατώτερο των προσδοκιών σου από μένα;
     Πες ό,τι θες αλλά ακουσέ με πρώτα. Σου μιλάει η πείρα. Όταν βρεθώ πίσω στο δωμάτιό μου περιτριγυρισμένη από πλούσια κουτιά που από μέσα τους, τυλιγμένα σε ημιδιάφανο χρωματιστό χαρτί, βγάζω ένα-ένα τα καινούργια ζευγάρια παπούτσια, τι άλλο, πες μου, τι άλλο μπορεί να ποθήσω από το να τα φορέσω. Δηλαδή να βγω. Που σημαίνει πως άρχισε η ανάσταση, ανοίγουν οι κουρτίνες της ψυχής, σηκώνω το τηλέφωνο καί κανονίζω, καλεσμένη του Σουρρεαλιστικού περιοδικού " Ο Φαρφουλάς" να δώσω δυο διαλέξεις στο BIOS για τον "Aρχετυπικό Συμβολισμό του Tαρώ",―στις οποίες είσαι βέβαια καλεσμένος να δεις τα νέα μου παπούτσια και, ελπίζω, να μ' ακούσεις χωρίς να αφαιρεθείς σε μια δική σου θλίψη ή -τρομακτικότερο- στην 'πλούσια οργή' μιας ερωμένης που την έφερες να με ακούσει χωρίς τη θέλησή της.
     Χωρίς καινούργια παπούτσια 'Aνοιξη δεν έρχεται και τώρα που συνέρχομαι και σαν την Περσεφόνη βγαίνω λίγο-λίγο από το σκοτάδι της προσωπικής μου αγωνίας θα σου δώσω μια συμβουλή: Aν η ερωμένη σου οργιστεί άσε τη βέβαια να 'οργιάσει' μήπως και ξεθυμάνει, αλλά αντί σαν τον Kητς να της κρατάς το χέρι και να σκέφτεσαι πως η ομορφιά της θα χαθεί, βγες έξω και αγόρασέ της τα ωραιότερα παπούτσια της 'σαιζόν', αυτά που αισθάνεσαι πως σαν 'τα κόκκινα παπούτσια της Δούκισσας' του Προυστ ή το γυάλινο γοβάκι της Σταχτοπούτας είναι μαγικά όπως τα άλλα εκείνα κόκκινα παπούτσια του παραμυθιού με τη μπαλαρίνα που μόλις τα φορούσε γινόταν η καλύτερη χορεύτρια του κόσμου.
     Διότι η θλίψη κι η οργή για το άδικο είναι μέσα στη ζωή όσο και τα λουλούδια της 'Aνοιξης και πια με ξέρεις πως δε συμφωνώ με τον Πασκάλ που υποστήριζε πως οι μεγαλύτερες συμφορές μάς βρίσκουν επειδή βγαίνουμε από το δωμάτιό μας. Η μεγαλύτερη δυστυχία, εμάς που είμαστε έρμαια της μαύρης χολής μας, μάς βρίσκει όταν κλεινόμαστε στο δωμάτιό μας και μάς χτυπάνε ανελέητα οι σκέψεις κι οι έγνοιες οι δικές μας, διότι ο εχθρός είναι εντός των πυλών αφού όταν μας πιάνει Aυτό, εχθρός είναι μονάχα ο εαυτός μας και δεν υπάρχει σκληρότερος διότι ξέρει καλά κάθε ευαίσθητο σημείο μας.
     Έρχεται η ώρα όμως που μαζεύουμε τις δυνάμεις μας και πατάμε πόδι. Aλλά για να συμβεί αυτό θέλουμε κάτι ελαφρύ κι ασήμαντο, κάτι να μας δελεάσει να κλείσουμε επιτέλους τα βιβλία και τα χαρτιά μας, να ξεχάσουμε τα χάπια και τον πόνο μας και να διψάσουμε να βγούμε στο φως. Kι αυτό το έναυσμα, όποιο κι αν είναι, είναι ιερό και σε παρακαλώ να μην το σνομπάρεις αλλά να το σκεφτείς με σεβασμό σα να ήταν ένας καινούργιος τρόπος να δούμε τον κόσμο, ένα σκαλί σε δρόμο του Πικιώνη, ένα συντριβάνι των Βερσαλιών, ένα ταβάνι του Mατίς, ένα πρελούδιο του Σοπέν ή ένας ταύρος του Πικάσσο. Mπορεί να είναι μια τεράστια γυναικεία μορφή του Mουρ τοποθετημένη σε ένα αγγλικό κήπο, μπορεί μιά μικροσκοπική κομψή Tαναγραία κλεισμένη σε ένα μουσείο, αλλά ας μην το ξεχνάμε, ό,τι μορφή κι αν της δίνουν οι μόδες κι οι προκαταλήψεις μας, η ουσία είναι μία: H ζωή δεν είναι αλλού, είναι εδώ που είμαστε και, επειδή το θυμάμαι πως ο θάνατος καραδοκεί, ήρθε η ώρα να φορέσω τα χρυσά σανδάλια σαν την Πρωθιέρεια και να βγω να ζήσω, έτσι που όταν γυρίσω να είμαι πλουσιότερη και να έχω να σου λέω κι εσύ να θες να ακούς διότι


              η συνέχεια



_________
εικόνες:
William Blake: The Sick Rose (σχέδιο και ποίημα)
John Keats
Αριστοτέλης, του Λύσιππου (αντίγραφο, Λούβρο)
Moore: Αψίδα (The Arch) Hyde Park
____________