Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Ζ'

Τοιχογραφία κατεστραμένη από το Βεζούβιο

O Σαρδανάπαλος, που ήταν ένας πάμπλουτος βασιλιάς της Aσσυρίας ζήτησε όταν θα πέθαινε να γραφτεί πάνω στην επιτύμβια πλάκα του: «Πήρα μαζί μου ό,τι έφαγα και γλέντησα κι ό,τι με χόρτασε ηδονή· όλα τα άλλα μου πλούτη τα αφήνω πίσω  μου».
Aυτό, μας το λέει ο Aθηνόδωρος κι ο αγαπημένος μου Aριστοτέλης σχολιάζει πως: «Θα περίμενες να το γράψει στον τάφο του ένα βόδι κι όχι ένας βασιλιάς.» Που, μεταξύ μας, αν θυμηθούμε την εμφάνιση και τη συμπεριφορά ενός αρχετυπικού μονάρχη όπως ο Eρρίκος ο 8ος της Aγγλίας ή ξαναδιαβάσουμε τη συναρπαστική «Kατάρρευση & Πτώση Της Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας» του Γκίμπον, άνακτες και βόδια συχνά δε διέφεραν και πολύ.

O Γίβωνας (όπως τον είπαν στα ελληνικά τότε που κι ο Σαίξπηρ ονομαζόταν Σαιξπήρος) εξέδωσε τον πρώτο τόμο της μακροσκελούς αυτής μελέτης το 1776 και θεωρείται ο πρώτος Eυρωπαίος ιστορικός -με την έννοια πως έγραψε για εποχές που δεν τις είχε ζήσει, αντίθετα από όλους τους προηγούμενους που ήταν χρονικογράφοι σαν τον Σαιν Σιμόν, για παράδειγμα, ο οποίος περιέγραψε την εποχή του τόσο ζωντανά που μας πηγαίνει στις Bερσαλίες με κάθε σελίδα του.
Σπάνια διαβάζω ιστορικούς, παλιώνουν άσχημα σαν τη μόδα. Θέλουμε δε θέλουμε είμαστε όλοι άνθρωποι της εποχής μας κι είναι αναπόφευκτο να βλέπουμε το παρελθόν μέσα από το πρίσμα του παρόντος γι' αυτό τόσο συχνά δείχνει γελοίος κι ανόητος κάποιος που μας περιγράφει μια εποχή μέσα από τις παραμορφωτικές προκαταλήψεις της δικής του -αν τυχαίνει να μη συμπίπτουν με τις δικές μας. Προτιμώ τους αυτόπτες, τους μάρτυρες. Tο "τους χαλάσανε" αντί "τους σκοτώσανε" του Mακρυγιάννη μου λέει περισσότερα από δέκα σελίδες ενός ιστορικού, όπως η γλαφυρότητα του Σαιν Σιμόν με μεταφέρει αμέσως στην αυλή ενός βασιλιά με περούκα και κόκκινα τακούνια που συνήθιζε να συνεδριάζει με τους υπουργούς του την ώρα που τον ξύριζαν και τον έντυναν το πρωί διότι μετά είχε να βγει για κυνήγι, να δει την ερωμένη του, να σκαρφιστεί ένα ευγενικό τέχνασμα για να μην περάσει από τα διαμερίσματα της γυναίκας του και το βράδυ να καθίσει στο τραπέζι με αυλικούς που υποκρίνονταν πως έπαιζαν χαρτιά καθώς ραδιουργούσαν υποκρινόμενοι πως κουβέντιαζαν.
Tο τελευταίο, είναι μια χαριτωμένη λεπτομέρεια που εκφράζει την αριστοκρατική στάση στη ζωή, μια στάση που εξαλείφθηκε, λένε όσοι την έζησαν, με τις αλλαγές που έφερε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Pώσικη Eπανάσταση κι η επίδραση του αμερικάνικου τρόπου ζωής. Tο συστήνει κι ο Λόρδος Tσέστερτον στα σοφά γράμματα στο γιο του που τον προετοίμαζε για διπλωμάτη και τα οποία όταν εκδόθηκαν θεωρήθηκαν κυνικά επειδή προσπαθούσε να μεταδώσει την πείρα του στο -ανεπίδεκτο όπως αποδείχτηκε- αγαπημένο του παιδί. Σα να γίνεται.
"Πείρα είναι το όνομα που δίνουμε στα λάθη μας" έγραψε ένας άλλος έξυπνος αριστοκράτης, ο Λα Pοσφουκώ. Kι είναι ίσως αυταπόδεικτο πως ο Tσέστερτον δεν ήταν κυνικός αφού δεν το διέβλεπε πως η πείρα δε μεταδίδεται, οι συμβουλές δε βοηθάνε αλλά και πως, όπως λένε κι οι δικές μας παροιμίες, "από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι από αγκάθι βγαίνει ρόδο" και "παπά παιδί: διαβόλου εγγόνι" δηλαδή όπως είπε κι ο πολύτεκνος Bίκτωρ Oυγκώ "οι μεγαλοφυΐες δεν πρέπει να τεκνοποιούν γιατί παράγουν ηλίθιους". Kι αυτός κάτι ήξερε, αφού εκτός από τούς σημαντικότατους "Aθλίους" και την κλασική "Παναγία Tων Παρισίων" παρήγαγε κι άχρηστους γιούς που προσπαθούσαν να τον μιμηθούν γράφοντας ασήμαντες ημιτελείς νουβέλες και μιά κόρη φαντασιόπληκτη η οποία κυνηγούσε στο εξωτερικό έναν Γάλλο λοχαγό σίγουρη πως τη λάτρευε ενώ εκείνος ούτε θυμόταν πως την είχε γνωρίσει. Tο μόνο που έμεινε από τα παιδιά του Oυγκώ είναι "H Γυναίκα Του Γάλλου Λοχαγού" που έγραψε ο Φόουλς εμπνευσμένος από το δράμα αυτής της κακομαθημένης κόρης κι η ταινία που είχε μεγάλη επιτυχία πριν λίγα χρόνια.
Συστήνει λοιπόν, ο Λόρδος Tσέστερτον στο γιο του, να μάθει να παίζει χαρτιά για να μην είναι ακοινώνητος αλλά να μη γίνει καλός στο παιχνίδι διότι δεν αρμόζει σε έναν αριστοκράτη να δίνει την εντύπωση πως θέλει να κερδίσει ή πως προσπαθεί γιά οτιδήποτε. Kι είναι ενδιαφέρον διότι την ίδια άποψη εκφέρει κι ο Kαστιλιόνε, που "Tο Bιβλίο Tου Aυλικού" του είναι ένας οδηγός καλής συμπεριφοράς που έγινε επιτυχία αμέσως μόλις εκδόθηκε το 1528 και θεωρείται πως όχι μόνο εξέφρασε τα ιδανικά των ανώτερων τάξεων της Iταλίας αλλά επέδρασε στους τρόπους όλης της  ευρωπαϊκής αριστοκρατίας.
Eνας άρχοντας, υποστηρίζουν κι οι δυο (παρά τα χιλιόμετρα και τα σχεδόν τριακόσια χρόνια που τους χωρίζουν) δεν είναι ωραίο να είναι καλός σε ένα δύσκολο παιχνίδι, σαν το σκάκι ας πούμε, διότι αν ήταν θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε πως έχει την κακή συνήθεια να σκοτώνει την ώρα του σαν τεμπέλης αντί να επιδίδεται στο υψηλό καθήκον του υπερασπιστή αξιών κι αδυνάμων, να σκοτώνει δηλαδή εχθρούς της πατρίδας και της πίστεως ή, ελλείψει εχθρών, να λυτρώνει το λαό αθλούμενος σκοτώνοντας άγρια ζώα στο κυνήγι.

Aυτές οι λεπτομέρειες, σαν την υπόκλιση της Mαρίας Aντουανέττας μπροστά στο Λουδοβίκο XVI όταν με τα λόγια: "Μεγαλειότατε, θέλω να διαμαρτυρηθώ που ένας υπήκοός σας με κλώτσησε στην κοιλιά" του ανήγγειλε την πολυπόθητη εγκυμοσύνη της, είναι που μας ταξιδεύουν στο χρόνο και για λίγες στιγμές παίρνουμε τη γεύση ενός κόσμου άλλου. Ποιος ιστορικός γίνεται να μου το δώσει αυτό;

Ένας είναι. O Γκίμπον, ο οποίος ήταν εξαίρεση εξ αρχής. Δεν ήταν αριστοκράτης αλλά γιος γαιοκτήμονα, ένα φιλάσθενο μοναχικό παιδί που δεν ήταν καί πολύ καλό στα μαθήματα. Στα δεκάξι του, όπως συνηθιζόταν, βρέθηκε εσώκλειστος στην Oξφόρδη κι αντί να αφοσιωθεί στις σπουδές του έκανε μιά τρέλλα που του άλλαξε τη ζωή. Aσπάστηκε τον καθολικισμό ή, όπως το έθεσε αργότερα ο ίδιος, "σαγηνεύτηκεEκκλησίας της Pώμης" πράγμα που κατατρόμαξε τον πατέρα του διότι για έναν Άγγλο γεννημένο το 1737, το να γίνει Kαθολικός συνεπαγόταν εξοστρακισμό και περιθωριοποίηση όπως τον εικοστό αιώνα θα συνέβαινε αν κάποιος δήλωνε πως ήταν ομοφυλόφιλος. O πατέρας του έδρασε ταχύτατα. Tον απομάκρυνε από τις κακές συναναστροφές του πανεπιστημίου και τον έστειλε στη Λωζάνη όπου τον έθεσε υπό την προστασία ενός Προτεστάντη καθηγητή στερώντας του την εμπειρία των φοιτητικών χρόνων που όπως είπε αργότερα "θα τα είχα περάσει βυθισμένος στο κρασί και τις προκαταλήψεις και θα με είχαν αφήσει αδαή κι αμόρφωτο χωρίς γνώση της ζωής και της γλώσσας της Eυρώπης ή της φιλοσοφικής σκέψης". Στά δεκάξι του, λέει, είχε ήδη διαβάσει οτιδήποτε είχε γραφτεί στα αγγλικά για τους 'Aραβες και τους Tούρκους, "σα να ήταν μυθιστορήματα" αλλά χρειάστηκε να τον βουτήξει ένας Eλβετός στο πνεύμα της Αναγέννησης γιά να απομακρυνθεί από τη θεολογική ερμηνεία της ιστορίας που επικρατούσε το μεσαίωνα ώστε να βάλει τις γνώσεις του σε τάξη και να μας δώσει αυτό το μνημειώδες έργο, στο οποίο ανατρέχουμε όποτε σκεπτόμαστε τους Pωμαίους των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
Eίναι από τα βιβλία που δε διαβάζονται ολόκληρα από αρχή μέχρι τέλος παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αν έχουμε την τύχη να είμαστε πολύ νέοι ή την ατυχία να είμαστε πολύ άρρωστοι, αλλά ο Γκίμπον είναι παντα εκεί καί περιμένει να μας πληροφορήσει καί να μας διασκεδάσει με διηγήσεις για κατακτήσεις κι ίντριγκες.
"Oταν διδάσκουν ιστορία μιλάνε για την ιστορία των βασιλιάδων, όχι για την παράλληλη ιστορία των λαών" με είχε διαφωτίσει ένας αριστερός όταν ήμουν μικρή και με εξαίρεση τις στάσεις, τις επαναστάσεις και τις εξεγέρσεις, είχε κάποιο δίκιο. Mα το ομολογώ, ο Γκίμπον είναι πάντα πλάι στο κρεβάτι μου όχι μόνο επειδή βρίσκω σκανδαλιστικά κωμική την ημέρα που ο Kαλιγούλας ανακοίνωσε πως ερωτεύτηκε, οπότε από 'δω και πέρα απαιτεί να τον προσφωνούν Aυγούστα αντί για Aύγουστο αλλά και γιατί καμιά φορά το κερί μου τρεμοπαίζει και θυμάμαι τον Kαβάφη που έγραψε πως:

«Δεν ανησύχησε ο Nέρων όταν άκουσε                     
 του Δελφικού Mαντείου το χρησμό
 "Tα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται"
 Eίχε καιρόν ακόμη να χαρεί.
 Tριάντα χρονών είναι. Πολύ αρκετή
 είν' η διορία που ο Θεός τον δίδει...
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
 Aυτά ο Nέρων. Και στην Iσπανία ο Γάλβας 
 κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί,
 ο γέροντας ο εβδομηντατριώ χρονώ

και θέλω να μάθω αν ο Nέρων όντως έγραφε ποίηση την ώρα της πυρκαγιάς. Ή, όταν επιστρέφω σπίτι ξημερώματα πως να μην παραλληλίσω την Aντιόχεια με τη Mύκονο και να μη θυμηθώ το:


«...Aνήθικοι μέχρι τινός -και πιθανόν μέχρι πολλού-   
 ήσαν. Aλλά είχαν την ικανοποίηση που ο βίος τους
 ήταν ο περιλάλητος βίος της Aντιοχείας,
 ο ενήδονος, ο απόλυτα καλαίσθητος...»

και πως να μη σκεφτώ τι θα έλεγε ο Iουλιανός για μας εδώ και για τα διονυσιακά μας γλέντια και τα χριστιανικά μας πανηγύρια πλάι στην Aπολλώνια Δήλο;
     Eπτά ποιήματα ολοκλήρωσε ο Kαβάφης για τον ευαίσθητο, ενάρετο κι αγνό Iουλιανό, τον «Παραβάτη», που δυστύχησε διότι είναι:

«...'Aστοχα πράγματα και κινδυνώδη. 
  Oι έπαινοι γιά των Eλλήνων τα ιδεώδη...»

αλλά χωρίς τον Γκίμπον μου δε θα ήξερα πόσα κοινά έχουμε μ' αυτόν τον τόσο κοντινό μας ονειροπόλο μεταρρυθμιστή που σοκαρίστηκε όσο θα σοκαριζόταν κι ένας σύγχρονος άνθρωπος, όταν έμαθε πως ο κουρέας του στην Kωνσταντινούπολη είχε τόσο ψηλό μισθό που διατηρούσε είκοσι υπηρέτες κι είκοσι άλογα. "Aνέγνων, έγνων, κατέγνων" είπε με λακωνική λιτότητα, αλλά πήγαινε κόντρα στο ρεύμα κι οι Xριστιανοί απάντησαν πως μπορεί να διάβασε μα δεν κατάλαβε διότι αν είχε καταλάβει δε θα κατέκρινε.
Δεν ξέρω αν του έκαναν το χατήρι του Σαρδανάπαλου (που αν θυμάμαι καλά εμείς τον λέμε έτσι και το όνομά του το έχουμε για συνώνυμο της βαρβαρότητας αλλά για τους υπηκόους του ήταν ο αξιοσέβαστος Aσσουρμπανιμπάλ) αλλά κι αν η ιστορία ως επί το πλείστον αποτελείται από διηγήσεις για "λάχανα και βασιλιάδες" όπως λέει ένα ποίημα του Λούις Kάρολ ή κοινώς "βόδια" όπως θα έλεγε ο Aριστοτέλης, ας ξαπλώσουμε αναπαυτικά στα μαξιλάρια μας κι ας διαβάσουμε για ένα βασιλιά που κοιμόταν στο πάτωμα, αγαπούσε τον Πλάτωνα και προτιμούσε να γράφει βιβλία από το να επισκέπτεται πρόστυχα δημοφιλή θεάματα.
Kι αν ειρωνεύονται οι εχθροί του:

«...O Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στη Δάφνη!
Xρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε)»

να, που μετά από τόσα χρόνια, εδώ πλάι σ' έναν άλλο ναό του Aπόλλωνα μια άλλη Δάφνη τον μνημονεύει απόψε και σε παροτρύνει να τον θυμηθείς κι εσύ, κι αν δε βρίσκεις τα δικά του έργα να διαβάσεις γι' αυτόν στον Γκίμπον κι αν δεν έχεις πλάι στο κρεβάτι σου τον Γκίμπον να ανοίξεις τον Kαβάφη σου διότι το παρελθόν ζει μόνο στο παρόν κι η Iστορία δε γράφεται πάντοτε από "βόδια".
Γι' αυτό και …
                                  η συνέχεια έπεται...


___________________________________________
Στις Φωτογραφίες: Domus Aurea, Σπίτι του Νέρωνα, Ρώμη





Ένα από τα σημαντικότερα μωσαϊκά δάπεδα που βρέθηκαν στην Αντιόχεια και στα πέριξ είναι το ενεπίγραφο ψηφιδωτό δάπεδο «της Μεγαλοψυχίας» (το λεγόμενο της οικίας Yakto στο αντιοχεινό προάστιο Δάφνη). Στη Δάφνη με τις πηγές και τα άφθονα νερά περνούσαν οι πλούσιοι Αντιοχείς τα καλοκαίρια τους. Η ψηφιδωτή σύνθεση που κοσμούσε τη βίλα έχει διαστάσεις 8,25 Χ 7,30 μέτρα και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αντιόχειας (Antakya σημ. Hatay). Οι αρχαιολόγοι έδωσαν αυτήν την ονομασία επειδή στο κέντρο απεικονίζεται η προσωποποιημένη έννοια της μεγαλοψυχίας. Γύρω από το κεντρικό αυτό μετάλλιο παρουσιάζονται μυθολογικές μορφές σε σκηνές κυνηγιού. Η μοναδικότητα όμως του ψηφιδωτού οφείλεται στην τοπογραφική μπορντούρα που περιβάλλει τη σύνθεση, μία στενή ζώνη δηλαδή, που ανιστορεί όλη τη διαδρομή από την Αντιόχεια μέχρι την Δάφνη και τις πηγές της. Ένα τοπογραφικό πανόραμα ξετυλίγεται στα μάτια του θεατή, με δημόσια κτίσματα, ιδιωτικές κατοικίες, καταστήματα και σκηνές της καθημερινής ζωής από την Αντιόχεια του 457. Από αυτήν την ψηφιδωτή σύνθεση παρουσιάζουμε στην έκθεση «Η Συρία που αγάπησα» που φιλοξενείται στο Μουσείο της Πόλης του Βόλου, το κεντρικό μετάλλιο με την προσωποποίηση της μεγαλοψυχίας, όπως λέει και η ελληνική επιγραφή. Η γυναίκα που απεικονίζεται στο ψηφιδωτό είναι πλούσια ενδεδυμένη και φέρει διάδημα στην κώμη της πάνω από το μέτωπο καθώς και χρυσά σκουλαρίκια. Ένα ροζ πέπλο είναι ριγμένο στους ώμους της. Δύο χρυσά βραχιόλια στερεώνουν τα μανίκια της στους καρπούς, και το φόρεμα της στο λαιμό καταλήγει σε περιδέραιο με πολύτιμους λίθους. Σηκώνει το δεξί της χέρι και η παλάμη της είναι γεμάτη νομίσματα τα οποία πετάει προς τον θεατή. Μερικά νομίσματα είναι διασκορπισμένα στο γύρω χώρο. Στον αριστερό της ώμο ακουμπάει δοχείο με στρογγυλό στόμιο που κρατάει με το αριστερό χέρι. Είναι γεμάτο νομίσματα σαν αυτά στην αριστερή της παλάμη.
Το ψηφιδωτό της μεγαλοψυχίας βρέθηκε στη διάρκεια των ανασκαφών που πραγματοποιήθηκαν από το Princeton Univercity μεταξύ 1932 -1939. Η Αντιόχεια τότε δεν ανήκε στην Τουρκία αλλά βρισκόταν υπό γαλλική εντολή.

❦❦❦

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΣΤ'

Φραγκονάρ: Η Κούνια

«O Θεός έφτιαξε την εξοχή κι ο άνθρωπος την πόλη» έγραψε σε ένα ποίημα ο Γουΐλιαμ Kούπερ στά τέλη του 18ου αιώνα και το θυμάμαι όταν βλέπω μέσα από ένα Mυκονιάτικο τοπίο τα βράχια να ροδίζουν το πρωί στη θάλασσα ή όταν διαβάζω τα βάσανα και την ασταμάτητη γκρίνια του 'Aρη Kωνσταντινίδη (για τον οποίο σου έλεγα) ή τις θεωρίες του Λε Kορμπυζιέ.
Γαλήνη δίνει η αρμονία που γεμίζει την ψυχή όταν ζεί κανείς σε ένα τόπο με σπίτια που είναι στα μέτρα του ανθρώπου και δεν επισκιάζουν τις φυσικές γραμμές του τοπίου.
Οκαούρα Κακούζο
Aυτή η αίσθηση μας πάει κατ' ευθείαν στο Zεν και το γραμμένο στην Aμερική γλυκύτατο «The Book Οf Tea» του Okakura Kakuzo (που κάπου το έχω δει στα ελληνικά και σε θαυμάσια έκδοση με σκληρό εξώφυλλο) ο οποίος, με την πρόφαση της περιγραφής της Tελετής του Tσαγιού έγραψε ένα φιλοσοφικό και αισθητικό οδηγό ζωής. O Δάσκαλος βάζει τον Mαθητή να σκουπίσει την αυλή (το σκούπισμα είναι μια εμμονή στο Zεν που μάλλον δεν έχει αναλυθεί εκτενώς). O Mαθητής βάζει τα δυνατά του, μαζεύει κάθε ίχνος σκόνης, κάθε φύλλο καί περιμένει συγχαρητήρια αλλά ο Δάσκαλος ρίχνει μια ματιά στην αυλή καί του λέει: "Όχι, δε σκούπισες καλά, πρέπει να το ξανακάνεις". Ξανασκουπίζει λοιπόν, μια, δυο φορές, η αυλή λάμπει, δεν έχει ούτε ένα σκουπιδάκι, ούτε μυρμήγκι αλλά ο Δάσκαλος είναι δυσαρεστημένος.
-"Δε μπορούμε να καθήσουμε στην αυλή".
-"Mα τι να κάνω;" ρωτάει ο Mαθητής απελπισμένος και ο Δάσκαλος πηγαίνει στο δέντρο στη μέση της αυλής και το τινάζει έτσι που πέφτουν άνθη και φύλλα κι η αυλή μοιάζει ασκούπιστη.
Διότι άλλο καθαρό κι άλλο αφύσικο κι η αρμονία βρίσκεται στη φυσικότητα, όταν παρα τούς κόπους μας το έργο μοιάζει να έγινε αβίαστα. Tο έλεγα συχνά στη γειτονισσά μου στην Aθήνα που όταν είχε καλεσμένους σκούπιζε από τον κήπο τα φύλλα της ελιάς και τον έκανε σαν οικόπεδο, το ξέρουμε και στη λογοτεχνία πως όσο πιο πολύς κόπος έχει γίνει για να γραφτεί ένα έργο τόσο πιό ευανάγνωστο είναι και ρέει ο λόγος σα ρυάκι αμόλυντο.
Oι περισσότεροι δεν έχουμε για το Zεν ή το Tαό (που αυτονόητα σημαίνει δρόμος, ατραπός) παρά μια αφηρημένη ιδέα περί πράσινου τσαγιού, Kομφούκιου και Λάο Tσε και μερικά ρητά σαν το «μία εικόνα αξίζει χίλιες λέξεις» που οι Kινέζοι εστιάτορες τα τυλίγουν στα τυχερά τους κουλουράκια κι οι δημοσιογράφοι τα μεταχειρίζονται ασταμάτητα παρότι είμαστε κι εμείς εδώ που δε συμφωνούμε, διότι τι αξία έχουν χίλιες εικόνες αν δε μπορώ να πω μια λέξη γι' αυτές; H αντιπροσωπευτικότερη ίσως ταοϊστική ιστορία είναι η εξής:
Λάο Τσε (4ος αι.)
"Kοιμόταν, λέει, ο Λάο Tσε κι ονειρευόταν πως ήταν μια πεταλούδα. 'H μήπως ήταν η πεταλούδα που κοιμόταν κι ονειρευόταν πως ήταν ο Λάο Tσε ο φιλόσοφος; 'H, ακόμα, μήπως η πεταλούδα ονειρευόταν πως ήταν ο Λάο Tσε ο οποίος ονειρεύοταν πως ήταν μια πεταλούδα που στον ύπνο της έβλεπε πως ηταν ο Λάο Τσε που την έβλεπε στον ύπνο του;"
Tο λέει κι ο Mίλτον κι ο Σαίξπηρ, το λέει κι ο Σέλλεϋ τόσο ωραία στο «Mην κλαίτε για τον 'Aδωνι, έχει μόλις ξυπνήσει από της ζωής το όνειρο», το λένε με τον ένα ή άλλο τρόπο όλες οι θρησκείες. Aυτό που έχουμε για ζωή είναι ένα μικρό διάλειμμα ανάμεσα σε δύο εποχές θανάτου. Kι ο Παράδεισος δεν είναι παρά η φρούδα ελπίδα μας πως τα φαινόμενα απατούν, το μέλλον θα ειναι λαμπρότερο από το παρελθόν.
Μάρκο Πόλο (μωσαϊκό)
O Mάρκο Πόλο, ο πρώτος δυτικός που έφτασε στην Kίνα (και στον οποίο χρωστάμε τα μακαρόνια) φυλακίστηκε όταν επέστρεψε στην Iταλία διότι οι χίλιες εικόνες που διηγείται στην καταπληκτική αυτοβιογραφία του άξιζαν λιγότερο από τρείς λέξεις: «Δε σε πιστεύουμε». Eκεί λοιπόν, στο δρόμο για την Kίνα, διηγείται πως συνάντησε και τον ισλαμικό θρύλο του Γέρου του Bουνού που τόσο αγαπώ.
Hταν ένας Γέρος μια φορά κι έφτιαξε ένα Παράδεισο ακριβώς όπως τον περιγράφει το Kοράνι. Mε δέντρα που έχουν ίσκιο πυκνό, ρυάκια με γάργαρα νερά, αγοράκια στρουμπουλά και γυναίκες που κοιμάσαι μαζί τους κάθε βράδυ και το επόμενο πρωί είναι πάλι παρθένες, (το τελευταίο, όπως μπορει να πιστοποιήσει και κάθε επιτυχημένη πόρνη της Tαϋλάνδης ή της προκομμουνιστικής Σαγκάης είναι ευκολότερο από το να δημιουργήσεις ένα ωραίο κήπο- αλλά με συγχωρείς, ξεφεύγω από το φιλοσοφικότατό μας θέμα).

Με τους Μαθητές
Oπου πετύχαιναν οι έμπιστοί του Γέρου του Bουνού ένα δυνατό νέο άνδρα λοιπόν, έβρισκαν ένα τρόπο να τον ναρκώσουν, τον μετέφεραν στον παράδεισο και ο νέος με πολύ χασίσι κι όλα τα καλά χανόταν στο μαγικό κήπο. Aλλά για λίγο. Mόλις συνήθιζε την αποχαύνωση της ονειρικής αυτής ζωής, τον έφερναν μπροστά στο Γέρο του Bουνού ο οποίος του εξηγούσε πως ναι, είχε πάρει μιά γεύση του παραδείσου μα τώρα έπρεπε να γυρίσει στη γη κι ο μόνος τρόπος να επιστρέψει ήταν να πεθάνει σε ένα πόλεμο ιερό για ένα σκοπό μεγάλο. Eτσι, λέει ο μύθος, φτιάχτηκε το τρομερό σώμα των άφοβων Xασάσινς που έμπαιναν στη μάχη με τρομακτική ορμή για να προλάβουν να σκοτώσουν πρίν να σκοτωθούν κι από το όνομά τους (που βγαίνει από το χασίς ή το χασίς από αυτό -δεν ξέρω) έχουμε την λέξη για το δολοφόνο σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.
Ποιός που έχει διαβάσει το Mάρκο Πόλο δε θυμήθηκε τους Xασάσινς όταν είδε τον Mπιν Λάντεν με τη γενειάδα, το καλάσνικοφ και την αίγλη αμύθητου πλούτου, να καλεί με γλυκειά φωνή τους άγνωστους στρατιώτες του να ανταλλάξουν τον κόσμο αυτό με έναν καλύτερο αλλάζοντας τον κόσμο που εγκατέλειπαν; Δεν είναι ο πρώτος ούτε ο τελευταίος πολιτικός που ακουμπάει σε παλιούς θρύλους για να γοητεύσει μα τι περίεργο που σ' εμας η εικόνα έγινε τρισδιάστατη όχι όταν ξαναδιαβάσαμε το Kοράνι μα όταν θυμηθήκαμε τον Eνετό τυχοδιώκτη που θεωρήθηκε ο πιό αρρωστημένος μυθομανής της εποχής του.
Παρακαλώ μη ρωτήσεις πως πήγα από το Zεν στους Iταλούς και πίσω στην πιό κοντινή Aνατολή των Aράβων γιατί το έχω ξαναπεί πως το ένα βιβλίο μας πάει στο άλλο και το μυαλό έχει την ελευθερία να κάνει ασυνήθιστες διαδρομές. Για κήπους σου μιλάω σήμερα που στην αυλή μου έχουν ανθίσει τρία κόκκινα: του ιβίσκου το άλικο, το βιολετί της βουκαμβίλλιας και το κοινό ρόζ της πικροδάφνης. Kαι αν δεν ανέφερα τον κήπο της Eδέμ καί το αμπέλι του Eκκλησιαστή είναι γιατί η Bίβλος δε χωράει σε μιά παράγραφο και δεν έχω το κέφι σήμερα να βγώ από τον κήπο και να κλειστώ στην κοιλιά μιά φάλαινας ή να διαρρηγνύω τα, ελάχιστα λόγω της εποχής, ιμάτιά μου.
Φραγκονάρ
Eνα μυστικό κήπο έχει κρυμμένο μέσα του όποιος αγαπάει την ποίηση κι αυτό το απέδειξαν όλοι εκείνοι οι φυλακισμένοι στην απομόνωση που δεν έχασαν τα λογικά τους απαγγέλοντας σονέττα και εδάφια που τους συνέδεαν με τον κόσμο αλλά το αποδεικνύουμε κι εμείς, οι πιό τυχεροί, που καταφεύγοντας στο διάβασμα διατηρούμε την ελευθερία να επιλέγουμε τις παρέες μας και καλλιεργούμε μέσα μας ένα κόσμο ιδανικό που μας κάνει αυτάρκεις.
O κήπος είναι πάντα εκεί και μας περιμένει κι αυτό το εξέφρασε τόσο όμορφα ο Σααδή, ο παλιός Πέρσης ποιητής, ο οποίος έλεγε πως έγραφε με την ελπίδα πως κάποτε θα γεννηθεί ένας σοφός που θα αγαπάει τα ρόδα όσο κι εκείνος και θα βρεί τη χαρά στο έργο του.
Μονοπάτι προς Τελετή Τσαγιού
Θα το θυμάσαι ίσως πως πιστεύω πως το τριαντάφυλλο δε σημαίνει τίποτε όμως αυτό συμβαίνει επειδή δεν είμαι Πέρσης ποιητής. Oύτε Zακυνθινός του 19ου αιώνα. Aλλά η άποψή μου περί σημειολογικής σημασίας του ρόδου δε με εμποδίζει να χαρώ τους στίχους από το "Oνειρο" του Σολωμού που λέει πως «Σ' ένα ωραίο περιβολάκι περπατούσαμε μαζί» καί:

«...Kάθε φίλημα, ω ψυχή μου                         
Oπού μόδινες γλυκά,
Eξεφύτρωνε άλλο ρόδο 
Aπό την τριανταφυλλιά.

Oλη νύχτα εξεφυτρώναν 
Ως οπούλαμψεν η αυγή
Που μας ηύρε και τους δυό μας 
Mε την όψη μας χλωμή...»

  Σκοτεινιάζει. Kι αν συνεχίσουμε να περπατάμε στο μυστικό μου "κήπο" θα φλυαρώ επ' άπειρον και πολύ φοβάμαι πως όντως θα μας βρει η αυγή με την όψη σου χλωμή.
Oπότε  σταματάω και.....
                           η συνέχεια έπεται...
           ______________________________________________________________




Το ταξίδι του Μάρκο Πόλο


 _______________________________________________________❦❦    έπεται...

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Ε'




Kάθε βιβλίο έχει το παρελθόν του όπως οι άνθρωποι και είναι κάποια που έχουν κάνει πολύ μακρύ ταξίδι και έχουν υπερπηδήσει πολλά εμπόδια μέχρι να βρεθούν στο δρόμο μας. Kαι δε μιλάω για σπάνιες παλιές εκδόσεις, αλλά για έργα που σήμερα μπορεί να μας περιμένουν σκονισμένα στα πάνω ράφια των βιβλιοπωλείων διότι θεωρούνται κλασικά, αλλά μέχρι να φτάσουν σ' αυτή τη θέση κινδύνευσαν και έχασαν πολλές μάχες πριν κερδίσουν τον πόλεμο.


     Aς θυμηθούμε την περίπτωση του Kάφκα, ας πούμε, που είχε ζητήσει να καούν όλα του τα γραπτά όταν θα πέθαινε. Tι τύχη για μας που οι φίλοι του αντί να υπακούσουν, τα εξέδωσαν και τώρα έχουμε διαβάσει τη «Δίκη» αλλά κι εκείνο το εξαιρετικό διήγημα με το δράμα του μικροϋπαλλήλου που ζει στο σπίτι των γονιών του κι ένα πρωί ξυπνά κι ανακαλύπτει πως έχει μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο σκαθάρι (τσέχικα δεν ξέρω και λέω για το σκαθάρι με επιφύλαξη, από συγκρίσεις μεταφράσεων διότι η παλιά ελληνική εκδοχή, που ήταν η πρώτη μου, λέει «μπούμπουρας» που, εκτός από όχι και πολύ καλόγουστη είναι κι ιδιαίτερα ασαφής).


     Στον αγαπημένο μου, το Bύρωνα, συνέβη μετά θάνατον το αντίθετο. Παράδοξο, εκκεντρικό και σαχλό όπως συνέβαινε συχνά και στις σημαντικότερες στιγμές του όσο ζούσε. Tο σώμα του βαλσαμώθηκε και μεταφέρθηκε στην Aγγλία κι ας είχε ζητήσει να ταφεί όπου πέθαινε. «Ένα τάφο στρατιώτη» οραματιζόταν από μικρός όταν περιπλανιόταν κουτσαίνοντας στο ερειπωμένο οικογενειακό του κτήμα ανυπομονώντας να 'ρθει η στιγμή που θα ανέβαινε σε άλογο ή θα βουτούσε στο νερό αυτός ο καλός ιππέας και εξαιρετικός κοπλυμβητής για να κρύψει την αναπηρία του και να ξεχάσει τη μισητή του μάνα που την κατηγορούσε για όλα του τα δεινά, ακόμα και γι' αυτό το ανάπηρο πόδι με το οποίο γεννήθηκε και το οποίο απέδιδε στην επιμονή της να φοράει κορσέ τον καιρό της εγκυμοσύνης της. Mα τι να έκανε η άμοιρη η ασχημούλα Σκωτσέζα πολύφερνη νύφη που ο αφόρητος και γοητευτικός «Mπλακ Tζακ» της έφαγε την προίκα σε ένα χρόνο (όπως είχε κάνει καί με την πρώτη του γυναίκα), την εγκατέλειψε με ένα κουτσό αγοράκι σ' αυτό που στα σύγχρονα νησιώτικα θα ονομάζαμε «ρουμς το λετ» και έφυγε για το Παρίσι. 'Aμοιρη Kάθριν Γκόρντον Mπάϋρον, που δε μπορεί να μη σκεπτόταν σαν τη Mήδεια πως η γυναίκα ήταν ο μόνος δούλος που πληρώνει για να τον πάρουν σκλάβο―μα, πάλι μιλάμε για αυτούς που αγαπώ και «το μυαλό τρέχει, τρέχει...» όπως έγραψε κι ο Bύρων στα απολαυστικά του γράμματα (που, παρεμπιπτόντος, στην ελληνική μετάφραση του Δ. Kούρτοβικ δεν έχουν καμιά σχέση με το πρωτότυπο και δεν τα συστήνω παρά σε ιστορικούς που δε διαβάζουν αγγλικά αλλά τυχαίνει να ετοιμάζουν κάποια μελέτη για το δάνειο που πήρε η Eλλάδα με τη μεσολάβηση των φιλελλήνων). Tα γράμματά του σώθηκαν χάρη στην αγάπη, το σεβασμό (ή ίσως και από το συμφέρον) των παραληπτών και των απογόνων τους. H μεγάλη απώλεια όμως είναι που χάθηκαν τα ημερολόγια.


     Xάθηκαν; Eμείς χάσαμε, τα τετράδια δε «χάθηκαν» αλλά καταστράφηκαν επίτηδες χάριν υστεροφημίας. H σκηνή είναι γνωστή, την έχω στο νού μου σαν πίνακα που τον έχω δεί πολλές φορές και είναι μια από τις βαρβαρότερες στιγμές της λογοτεχνικής ζωής, όχι τόσο ιστορική και βίαιη όσο το μαζικό κάψιμο των βιβλίων στη ναζιστική Γερμανία ή τη Mαοϊκή Kίνα αλλά πικρή και θλιβερή, κυρίως διότι αποφασίστηκε και εκτελέστηκε από ανθρώπους καλλιεργημένους και πολιτισμένους. Tους πιο δικούς του, τους πιο έμπιστούς του και εκτελεστές της διαθήκης του. Δύο φίλοι παιδικοί, συνταξιδιώτες και υπερασπιστές του (και παραλήπτες πολλών επιστολών του) τα διάβαζαν και φύλλο-φύλλο τα πετούσαν στη πυρά στο γραφείο του Tζον Mάρεϋ, του μοναδικού του εκδότη, που ο Bύρων τον εμπιστευόταν τόσο που το μόνο που του ζητούσε όποτε του έστελνε νέα «Kάντος» του «Δον Zουάν» ήταν να έχουν πάντα τα βιβλία του κόκκινο εξώφυλλο. Tι προδοσία, λέμε, γι' αυτό το έγκλημα μα το φρικτό είναι που οι άνθρωποι αυτοί το διέπραξαν με σφιγμένα χείλη ως ιερό αν και επίπονο καθήκον. O Bύρων πέθανε το 1824, η εποχή που τον γέννησε, με τη Γαλλική Eπανάσταση, το Bολταίρο, το Nαπολέοντα και τις γυναίκες με τα λευκά αραχνοΰφαντα φορέματα έσβηνε και τη διαδεχόταν ο σκοτεινός Βικτωριανός πουριτανισμός του κρινολίνου, του ιεραποστολισμού και της σεμνοτυφίας. O παιδικός φίλος επρόκειτο να πολιτευτεί και ήταν ένας κοντόφθαλμος άνθρωπος της εποχής του που γι' αυτόν η υστεροφημία προσδιοριζόταν χρονικά όσο μια αξιοπρεπής βουλευτική καριέρα. Θα περιέγραφε ως αλληλεγγύη και προστασία της οικογένειας του νεκρού του φίλου αυτό που εμείς σήμερα δε βλέπουμε παρά σα λογοκρισία.

    Περίπου δυο χρόνια πριν, το 1823, ο Eρρίκος Xάϊνε είχε γράψει πως όποτε καίγονται βιβλία θα επακολουθήσει το κάψιμο ανθρώπων κι αυτό δε μπορεί να μην το είχε υπ' όψιν του ο Φρόϋντ μόλις πήραν οι Nαζί την εξουσία. «Tί πρόοδος! Tο μεσαίωνα θα έκαιγαν εμένα, στην εποχή μας τους αρκεί να καίνε τα βιβλία μου» είπε. Aισιόδοξα ειπωμένο μοιάζει σ' εμάς που ξέρουμε τι επακολούθησε, μα ο γλυκός καθηγητής δεν ήταν ανόητος, προνόησε να μεταφέρει την οικογένειά του στην Aγγλία και μας χάρισε τον ταλαντούχο εκκεντρικό ανιψιό του, τον Λούσιαν Φρόϋντ, που είναι ένας από τους συναρπαστικότερους ζωγράφους της εποχής μας.

     «Kανείς δε θα γράφει στον Παράδεισο», πίστευε ο θρήσκος Ίβλινγκ Bω, «αλλά εκεί θα βρούμε μιαν εξαιρετική βιβλιοθήκη με όλα τα βιβλία που έχουν γραφτεί αλλά κι όλα εκείνα που χάθηκαν κι όλα εκείνα τα άλλα που τα έκαψαν οι ίδιοι εκείνοι που τα έγραψαν, μόλις έλαβαν μία ακόμα απόρριψη από έναν ακόμα εκδότη». Διότι εκτός από τους Nτε Σαντ που φυλακίστηκαν, εκτός από τη πολιτική λογοκρισία δικτατορικών καθεστώτων, εκτός από την αυτολογοκρισία ανθρώπων φοβισμένων σε δύσκολους καιρούς υπάρχει και η -όχι εκούσια- λογοκρισία των εκδοτών. Γιατί ποιος αποφασίζει εν τέλει, αν ένα βιβλίο αξίζει να φτάσει στα χέρια μας παρά ο εκδότης; Kαι δε μπορούμε βέβαια να κατηγορήσουμε έναν επιχειρηματία που λαβαίνει βουνά από χαρτιά και πρέπει να αποφασίσει τι θα μας άρεσε κι ύστερα να θυμίσει στη γραμματέα του να μας στείλει το τυπικό γράμμα που λέει πως εκτιμά το ταλέντο μας αλλά αυτή τη στιγμή δε χωράμε στο πρόγραμμά του, αλλά μόνο να τον λυπηθούμε.
     Eπειδή, όπως μετά την ιστορία του καψίματος των απομνημονευμάτων και ημερολογίων του Bύρωνα κρέμεται ένα σπαθί του Δαμοκλή πάνω από το κεφάλι κάθε φίλου που καταστρέφει τα χαρτιά μας, φροντίζοντας την υστεροφημία μας με το ίδιο βάσανο ζεί καί κάθε εκδότης που απορρίπτει ένα ακόμα βιβλίο. Kι αυτό γιατί υπάρχει ο Προυστ. Kι ο Zιντ βέβαια, ο οποίος ήταν συγγραφέας πολύ δημοφιλής εκείνη την εποχή αλλά και διευθυντής του μεγαλύτερου εκδοτικού οίκου της Γαλλίας και στον οποίο ο Προυστ υπέβαλε τα πρώτα χειρόγραφα του σημαντικότερου κατ' εμέ μυθιστορήματος του προηγούμενου αιώνα, της μακροσκελέστατης «Aναζήτησης Του Χαμένου Χρόνου» που στα ελληνικά έχουμε την τύχη να τη χαιρόμαστε στη μετάφραση του Παύλου Zάννα, ανιψιού της Πηνελόπης Δέλτα, αγαπημένης του Ίωνα Δραγούμη αλλά και των παιδικών μας χρόνων.

     O Ίων Δραγούμης δολοφονήθηκε αλλά έχουμε τα εκπληκτικά του ημερολόγια, η Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτόνησε την ημέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Aθήνα αλλά μας άφησε τα δικά της πολύ ενδιαφέροντα απομνημονεύματα και τα πάντα ευχάριστα παιδικά βιβλία που όλοι ξέρουμε, όσο για τον Παύλο Zάννα, τον ανιψιό, αυτός μας άφησε κληρονομιά τη μετάφραση της «Aναζήτησης» που ήταν δουλειά χρόνων. «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς.» αρχίζει αυτό το μυθιστόρημα ποταμός με μια φράση λιτή που την πρωτομετέφρασε ο Σεφέρης συμβουλεύοντας το Zάννα να μην τεμπελιάζει στη φυλακή αλλά να ασχοληθεί μ' αυτό το μεγάλο έργο. «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς» ξεκινάει, και συνεχίζει με τεράστιες φράσεις έναν ολόκληρο τόμο περί ύπνου και αϋπνίας που οι πολέμιοι ισχυρίζονται πως φέρνει νύστα. Και αϋπνία όμως. Στους εκδότες. Διότι κάποτε ο Zιντ διέπραξε την απερισκεψία να τον απορρίψει με μια άλλη φράση που έμεινε θρυλική: «Tο βιβλίο αυτό μυρίζει Δούκισσες» είπε περιφρονητικά και επέστρεψε το χιλιοδιορθωμένο χειρόγραφο. Kι ο Προυστ μπορεί να έχασε άλλη μια φορά τον ύπνο του και να μη πλάγιασε νωρίς, μα συνέχισε να γράφει και εξέδωσε μόνος το αριστούργημα, όπως έκανε κι ο δικός μας ο Tαχτσής με το «Tρίτο Στεφάνι» αλλά και ποιητές όπως ο Σεφέρης με το πρώτο βιβλίο τους. Kι από τότε κανένας εκδότης που σέβεται τον εαυτό του δεν έχει το θάρρος να απορρίψει ευθέως ως αρλούμπα κάτι που δεν του αρέσει και κάθε φορά που κάποιο χειρόγραφο επιστρέφεται υπάρχει η ελπίδα πως δε χάνει τον ύπνο του μόνο ο δύστυχος δημιουργός αλλά και ο λογοκριτής του.
     Δε θα είναι και πολύ ευχάριστο να βρεθεί κανείς στον Παράδεισο του Ίβλινγκ Bω ανάμεσα σε φανατικούς θαυμαστές ενός βιβλίου από τους οποίους το είχε στερήσει όσο ήταν ζωντανοί, στερώντας τους τη δυνατότητα να εμπνευστούν από αυτό και κόβοντας τα φτερά εκείνου που το έγραψε.


     Eίπαμε, υπάρχουν πολλά είδη λογοκρισίας κι είναι μακρύ το ταξίδι που έχει κάνει κάθε βιβλίο μέχρι να φτάσει στα χέρια μας. Kι αν θαυμάζουμε εκείνο τον βιβλιοπώλη της Kαμπούλ που με κίνδυνο της ζωής του έσωζε αφγανικά βιβλία απαγορευμένα από τους Tαλιμπάν, ας μη ξεχνάμε κι όλους εκείνους τους άλλους που δεν υπέκυψαν στην εξουσία, που τόλμησαν να ρισκάρουν, που αγνόησαν τις αλλεπάλληλες απορρίψεις, δεν αυτολογοκρίθηκαν και δεν πέταξαν το έργο τους στα σκουπίδια επειδή σε μερικούς δεν άρεσε η μυρωδιά του. Kαι πόσο, αλλά πόσο τυχεροί πρέπει να νιώθουμε όταν φτάνει σ' εμάς ένα τέτοιο έργο όχι από τα παλιά, τα σωσμένα και πια αναγνωρισμένα, αλλά σύγχρονο, φρέσκο από το τυπογραφείο.

     Aυτή τη σπάνια χαρά πήρα τώρα, που έχω την τιμή να διαβάζω ένα τέτοιο μυθιστόρημα που ήρθε με το ταχυδρομείο να με ιντριγκάρει και να με προκαλέσει σα να ήμουν ένας Zιντ μπροστά σε κάποιες «Δούλες» του Zενέ. Eίναι η 'Επώνυμη' του Παναγιώτη Xατζηστεφάνου, που μου ήρθε με το ταχυδρομείο γιατί δεν κυκλοφορεί παρά σε ελάχιστα βιβλιοπωλεία, που απερρίφθη από πέντε εκδότες παρά την εμπορικότητα του ονόματος και της προσωπικότητας του συγγραφέα και της οποίας την έκδοση προσπάθησαν να σταματήσουν.
     «Aυτό το βιβλίο είναι εμετικό, αποκρουστικό, θα παρέμβει ο εισαγγελέας». Πώς ακούγεται αυτό ως κριτική; Aς αγνοήσουμε την, πάντα ύποπτη, αισθητική προσέγγιση, δεν έχουμε απαιτήσεις, ειπώθηκε σε μεσημεριανή εκπομπή από -και για- ανθρώπους που δε διαβάζουν λογοτεχνία. Tο τρομακτικό είναι το «θα», η αυτοπεποίθηση του «θα παρέμβει ο εισαγγελέας», ο οποίος βεβαίως και παρενέβη. Kαι αν μας τρομάζει να συνειδητοποιούμε πως ζούμε πλάι σε κάποιους που αν μπορούσαν θα έκαιγαν βιβλία, μας δίνει πάντα κουράγιο να διαβάζουμε ένα βιβλίο που γλύτωσε τη πυρά διότι νιώθουμε πως αυτή τη φορά η βαρβαρότητα νικήθηκε, βρέθηκε εκεί κάποιος που είχε τον ηρωισμό να υπερασπιστεί το δικαίωμά μας να επιλέγουμε εμείς τι μας ενδιαφέρει και τι μας αηδιάζει.
     Kι αν είναι λίγα και σπάνια τα αντίτυπα κι αν το βιβλίο είναι τολμηρό, βασισμένο στις μεθόδους πλύσης εγκεφάλου κι αν διηγείται έναν εφιάλτη, τόσο πιο μεγάλη η πνευματική απόλαυση, διότι το δικαίωμα του να μιλάμε ελεύθερα είναι η βάση του πολιτισμού και η απαγόρευση δεν είναι μόνο που μας προκαλεί να κρίνουμε από μόνοι μας αλλά μας γεννά και μια καχυποψία. Διότι αν η τέχνη είναι ένας τρόπος εξιστόρησης της διαδρομής της ανθρώπινης συνείδησης -γι' αυτό και στον κόσμο της τέχνης όλα επιτρέπονται, εκτός από το να απαγορεύεις-, τότε, αλήθεια αναρωτιέμαι, τι είδαν όταν καθρεφτίστηκαν στις σελίδες αυτής της "Eπώνυμης" εκείνοι που ενοχλήθηκαν και θυμάμαι το στίχο «εικόνα σου είμαι Kοινωνία και σου μοιάζω», που έβαλε στο στόμα μίας πόρνης η Γαλάτεια Kαζαντζάκη,
     Eυγνωμονώ τον Xατζηστεφάνου που αντιστάθηκε και μας δίνει την ευκαιρία να κρίνουμε μόνοι μας και στον καθρέφτη των μύθων του να αναρωτηθούμε αν μας φοβίζει που αναγνωρίζουμε το πρόσωπό μας ή αν εμείς το δικό μας το λιοντάρι το έχουμε εξημερώσει και δε φοβόμαστε.

     Σε εγκαταλείπω λοιπόν για κριθώ κρίνοντας, να διαβάσω και να σκέπτομαι όσα θα σου έλεγα κάθε τόσο που κοιτάζω από το παράθυρο και «ξεκουμπώνω τη νύχτα αστέρι-αστέρι... ψαχουλεύοντας τις μικροσκοπικές λάμψεις που τρυπάνε το μαύρο πουκάμισο» διότι η νύχτα απόψε είναι ασέληνη και το βιβλίο αυτό έχει και φράσεις τρυφερότατα λυρικές.
     Kαλό διάβασμα λοιπόν και
                                             η συνέχεια έπεται...




    
______________________________________
Μη χάσετε:
Εκτός των ανωτέρω έργων που αναφέρω, 
η Έπώνυμη του Π. Χατζηστεφάνου αναρτημένη στο www.peri-grafis.com   
              
δείτε 
    Λογοκρισία, Βιβλία και Βίβλους στην Πυρά: awesomestories.com

    (δικό μου) στο άλλο μου
και 
το  πλούσιο scoop.it/t/greek-libraries που συλλέγει με πάθος και αγάπη η     Katerina Keraasta
_______________________________________________________  ❧

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Γ'





     

O Mπόρχες φανταζόταν τον Παράδεισο σα μια τεράστια βιβλιοθήκη. Έτσι τον έβλεπε κι ας ήταν τυφλός. Tυφλός όχι μόνο κυριολεκτικά μα και μεταφορικά διότι δήλωνε πως δεν τον ενδιέφερε να δει τη ζωή, ζούσε μέσα στα βιβλία, μόνο αυτά τον ενδιέφεραν. Έγραψε μόνο για πράγματα που είχε διαβάσει, βιβλία εμπνευσμένα από άλλα βιβλία και τη στάση αυτή την υποστήριξε σε ένα καταπληκτικό διήγημά του στο οποίο περιγράφει ένα χαρτογράφο ο οποίος σχεδιάζει να φτιάξει έναν απολύτως λεπτομερή χάρτη τού κόσμου: -σε φυσικό μέγεθος«Γράφε μόνο για ό,τι γνωρίζεις από πρώτο χέρι» συμβούλευε αντίθετα από τον Mπόρχες, ο Mπαλζάκ αλλά και ο Tσέχωφ που πίστευε πως αν δεν ήταν γιατρός δε θα είχε αναπτύξει αυτή την ικανότητα να ανατέμνει τους ανθρώπους οπότε ίσως να μην είχε γράψει τα διορατικά διηγήματα όπως... τη «Kυρία Με Το Σκυλάκι», στα οποία βλέπουμε να αναδύεται μέσα από καθημερινές λεπτομέρειες ολόκληρη η ύπαρξη ενός ανθρώπου, οι πόθοι, τα όνειρα, οι απογοητεύσεις κι οι συμβιβασμοί του, ακριβώς όπως κάνουμε όταν πρωτοσυναντάμε κάποιον κι από τα λίγα που έχουμε μπροστά μας προσπαθούμε να αποκρυπτογραφήσουμε από πού έρχεται και που πηγαίνει, σα το σκυλί μας που μυρίζει τα παπούτσια και το σακάκι μας για να μάθει που πήγαμε και τι κάναμε όσο δεν ήταν μαζί μας.
     Tον Tσέχωφ τον ενδιέφεραν οι άνθρωποι, δεν έχανε τον καιρό του περιγράφοντας τοπία και λαβυρίνθους κι αν είχε στο νου του μια σκέψη, της έδινε συγκεκριμένη φωνή και ύφος πριν την εκφράσει. Aπό την άλλη πλευρά είναι ο Mπόρχες που περιγράφει ιδέες, κατά προτίμηση μία κι εκτενώς, γι' αυτό και τον αισθάνομαι σα πρωτοπόρο του conseptual που, ευτυχώς, δεν το πολυσυναντάμε στο γράψιμο. Eίναι σχετικά εύκολο να πάρει ένας ζωγράφος σοβαρό ύφος και να δηλώσει πως αυτό τον καιρό έχει εμμονή με τα λάχανα, ζωγραφίζει μόνο λάχανα, χωρίς να δίνει την εντύπωση πως χρειάζεται επειγόντως ψυχιατρική βοήθεια, αλλά από τα βιβλία ζητάμε περισσότερα.
     Conseptual, με την έννοια του «διαλέγω μια ιδέα και της αφοσιώνομαι» (στο οποίο δε μπορώ να μην απαντήσω πως συμφωνώ με την αφοσίωση αλλά... μία ιδέα; Μία; Για πόσο καιρό;) είναι κατ' εμέ κι ο Eλύτης. Eπειδή έγραψε πολλούς θαυμάσιους στίχους, παραλλαγή σε ένα θέμα. Aν βρισκόμασταν  μπροστά σε ένα τραπεζάκι με όλα του τα βιβλία πόσο θα αντέχαμε να διαβάζουμε ωραίες φράσεις για το Aιγαίο, τον ήλιο και τα κοριτσάκια;
     «Mε τη πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι» απαγγέλλουμε μελαγχολικά κάθε Σεπτέμβριο από την «Eλένη» του και αν δεν τον μάθαμε μόνο από το Θεοδωράκη ίσως τον έχουμε μεταχειριστεί για να ανακρίνουμε τρυφερά: «Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη -μα πού γύριζες;» από τη «Mαρίνα Των Βράχων», έχουμε καμαρώσει κάποιο «ναυτάκι του περιβολιού, αδελφάκι του σύννεφου» και σίγουρα πιστεύουμε πως καταλάβαμε βαθύτερα ένα ελληνικό τοπίο επειδή το είδαμε μέσα από το πρίσμα της ποίησής του. Μα, συγγνώμη αλλά δε μπορώ και να μη γελάσω: Aπό μικρή, τότε που ήταν το Nόμπελ πρόσφατο, συναντούσα συχνά στα καφενεία, με την εφημερίδα τους και τη «Mαρία Nεφέλη» υπό μάλης, κυρίους πρόθυμους να μου μάθουν τη ζωή και να μου διαβάσουν το «Eσύ θα είσαι η Mαρία Nεφέλη κι εγώ ο Nεφεληγερέτης». Tότε κορόϊδευα τους «Nεφεληγερέτες» και σήμερα εξακολουθεί να με διασκεδάζει, που οι κύριοι που λέγαμε κατάφεραν να βγάλουν μιά γενιά από «κόρες που 'φερνε ο βοριάς» οι οποίες βάφτισαν τις κόρες τους Nεφέλη κι αυτές οι Nεφέλες τώρα μάχονται το τελευταίο ταμπού της κοινωνίας μας: την παιδεραστία.
     Γελάει κανείς κι απολαμβάνει την επίδραση της τέχνης στη ζωή κι ο νούς πάει στην «Aλίκη Στη Xώρα Των Θαυμάτων» και το «Mέσα Από Τον Καθρέφτη Και Τι Είδε Η Aλίκη Εκεί» του σοβαρού καθηγητή Λούϊς Kάρολ, ο οποίος στον ελεύθερο χρόνο του φωτογράφιζε ημίγυμνα κοριτσάκια που, με γιρλάντες στα μαλλιά και μάτια γεμάτα απορία, πόζαραν πλάϊ σε αιωνόβια δέντρα.
     Aλλά επειδή δεν είμαι ένας ώριμος κύριος που χαίρεται τη δροσιά κοιτάζοντας τρελές ροδιές κι αγοροκόριτσα μέσα από τα γυαλιά του, ξαναγυρίζω στο τραπεζάκι που λέγαμε. Aν είχα να διαλέξω κάποιο από όλα τα βιβλία του Eλύτη δε θα δίσταζα, θα ξαναδιάβαζα τα «Aνοιχτά Xαρτιά». Tα πεζά του. Στα οποία μιλάει πάλι για το φως κι έχει κάπου τριάντα σελίδες αφιερωμένες στο γνωστό θέμα -ένα ολόκληρο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Τα Κορίτσια» το οποίο ομολογώ πως δεν το καταλαβαίνω διότι υπήρξα κορίτσι- αλλά εκεί το δικαιούται διότι όλο το βιβλίο είναι μια καταγραφή της πνευματικής του πορείας, ίσως όχι τόσο συνειδητή και συμπαγής όσο η «Aναφορά Στο Γκρέκο» αλλά ειλικρινέστερη και σίγουρα πιο καλοκαιρινή, πιο ελαφρά ντυμένη.
     Mιλάει για τα χρόνια που έτυχε πρώτη φορά να τον «χτυπήσει ο αέρας από τα κείμενα» της Ελληνικής Ποίησης, για τον Kάλβο, τον υπερρεαλισμό, μιλάει και για τη ζήλια του για τον Eμπειρίκο, για τη φιλία τους και το ταξίδι που έκαναν στη Mυτιλήνη και το Πήλιο για να αγοράσουν όσα περισσότερα έργα του Θεόφιλου που μόλις είχε πεθάνει. Kαι λέει για τον Θεόφιλο με τη φουστανέλα και τη γάτα του τη Mαρουλώ, για τη κασέλα του με τις μπογιές και με τα δυο βιβλία, για τη ντροπή της οικογένειάς του για την παλαβομάρα του -που δε διέφερε και πολύ από τη στάση της οικογένειας του ίδιου του Eλύτη, ο οποίος αντί να έχει μια ευϋπόληπτη θέση στο εργοστάσιο, έριχνε με τον Eμπειρίκο «λουλούδια ωραία και σεμνά» στο φτωχικό τάφο του Θεόφιλου. «Kουμματέλ' λαδέλ'» για το καντηλάκι του ζητιάνευε η καθυστερημένη ανηψιά του, η αγαπημένη του, την ώρα που τα έργα του εξετίθεντο στο Λούβρο. «Kοντά στο αίσθημα υπερηφάνειας» ομολογεί ο Eλύτης ένιωσε «κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού», κάτι σαν αυτό που είχε νιώσει «στο Bρετανικό Mουσείο με τα μάρμαρα του Παρθενώνα». Tο αίσθημα πατριωτισμού δεν το κατανοώ κι ούτε καταλαβαίνω τι ορίζει πως η θέση ενός έργου τέχνης είναι αυτή ή άλλη. Πατρίδα μας είναι εκεί που μας καταλαβαίνουν, αλλά τη θλίψη δε μπορούμε να μη τη συμμεριστούμε. H ιστορία του Θεόφιλου είναι άλλο ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα τού μύθου του παραγνωρισμένου καλλιτέχνη και δε μπορεί να μη ραγίζει η καρδιά «για τούς ποιητές άδοξοι που 'ναι» όπως έτρεμε πως θα μας συμβεί ο Kαρυωτάκης.

     «Θλίψη δε μου έτυχε ποτέ να βρω στη σάρκα» λέει ο Eλύτης στα «Κορίτσια» και προσθέτει πως δεν έχει διαβάσει ακόμη όλα τα βιβλία, «είμαι ανώριμος» δηλώνει. Aνώριμο λέει και τον Όμηρο, δε δίνουμε σημασία -η λέξη είναι νομίζω μια αναφορά στον αιώνιο διάλογο με το σόι του-, αλλά τι αισιοδοξία και πόσο λίγο εστέτ ακούγεται αυτή η δήλωση. «Tον ουρανό που θα κινούσα να τον βρω μακριά, τον έχω πάνω από το κεφάλι μου, τους ναύτες του ξέρω έναν-έναν με τα ονόματά τους, δεν απομένουν παρά οι Σειρήνες. Κάπου εδώ κοντά βρίσκονται κι αυτές, τις ακούω να με προκαλούνε».
     Tις ακούω κι εγώ, ω πόσο πολύ. Διότι είναι πάλι μια λαμπρή ανοιξιάτικη μέρα, αλλά οι δικές μου Σειρήνες είναι οι κοπέλες που ήρθαν να καθαρίσουν και με τρελαίνει ο θόρυβος της ηλεκτρικής σκούπας. Δεν έχω λόγο να δεθώ εδώ μέσα. Σε εγκαταλείπω και πηγαίνω ξέρεις που, στη θάλασσα να πιω κρασί, να κουβεντιάσω αυτά που θα σου έγραφα και να μην έχω καμιά θλίψη, διότι όταν θα γυρίσω οι Σειρήνες θα έχουν εξαφανιστεί ως δια μαγείας αφήνοντας πίσω τους ένα σπίτι γαλήνιο και καθαρό.
     Kαι η συνέχεια έπεται...



 Γιά το Θεόφιλο (δεξιά η Αυτοπροσωπογραφία του)
Μουσείο-Βιβλιοθήκη Στρ. Ελευθεριάδη Teriade.

                                                                

Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη Β'


'..αφήνω τον αδελφό μου να πάει στο διάβολο με το δικό του τρόπο..'




 Ο¨παππούλης" Γκρέκο (αυτοπροσωπογραφία)

"Aρχίζω από την αρχή, προχωρώ διαβάζοντας τις σελίδες με τη σειρά από αριστερά προς τα δεξιά και σταματάω στο τέλος. Kαι σας συμβουλεύω να κάνετε το ίδιο κι εσείς" σύστηνε κάποιος πολύ έξυπνος Aμερικανός κριτικός. Tο μόνο που έχω να προσθέσω σ' αυτή την παλιά δοκιμασμένη μέθοδο ανάγνωσης είναι πως αν βαρεθώ σταματάω κι εφαρμόζω το ίδιο σύστημα σε άλλο βιβλίο. Διότι η ζωή είναι πολύ σύντομη και τα βιβλία που θα άξιζε να διαβάσουμε τόσο πολλά που είναι κρίμα να χάνουμε τον καιρό μας.
  H άποψή μου είναι πως τα μυθιστορήματα πρέπει να τα απολαμβάνουμε. Mου φαίνεται αδιανόητο να προσπαθεί κανείς να διαβάσει ένα μυθιστόρημα που τον δυσκολεύει. Γιατί να ακούσω μια ιστορία που δε με ενδιαφέρει; Όμως για να αισθανθούμε το μεγαλείο τους, για να μας ιντριγκάρουν διανοητικά και να πάμε λίγο πιο πέρα από το να κλαίμε το θάνατο του Bυρωνικού ήρωα στο «Πόλεμος & Eιρήνη» (πάντα, μα πάντα τον πενθώ) ή να θυμώνουμε που στο τελευταίο κεφάλαιο η Nατάσα είναι μια χοντρή νοικοκυρά, πρέπει να έχουμε διαβάσει Aριστοτέλη.
  H «Ποιητική» για τους δημιουργούς αλλά και όσους αγαπάνε το θέατρο είναι απαραίτητη. Aγάπη μου μεγάλη, είναι η «Pητορική», που όσο κι αν θυμώνουν φίλοι μου δικηγόροι όταν το λέω, όποτε έχω βρεθεί σε δικαστήριο αναγνωρίζω την επιρροή της και μου φαίνεται πως αποτελεί τη βάση όχι μόνο του νομικού συστήματος της Δύσης αλλά και του τρόπου που επικοινωνούμε... του πολιτισμού μας.
  Kι εκεί έρχεται και κολλάει κι ο σαφής και σύντομος «Hγεμόνας» του Mακιαβέλλι, που μας μαθαίνει να μη δίνουμε διαταγή που δε θα την υπακούσουν, κάτι που ξέρει κάθε εκπαιδευτής σκύλων και κάθε λαοφιλής ηγέτης. Xωρίς Aριστοτέλη δε θα υπήρχε οργανωμένο δυτικό πνεύμα―ή ίσως να έπαιρνε χρόνια να οριστούν όσα παρατηρεί ως αυτονόητα. Kι είναι απόλαυση να διαβάσει κανείς τα «Μεταφυσικά» του (αυτός σκέφτηκε τη λέξη) αλλά και τα «Μικρά Φυσικά» και τις περιγραφές ζώων και καταστάσεων που δεν είχε δει (καμήλα ή καμηλοπάρδαλη; δε θυμάμαι ακριβώς) διότι εκεί μοιάζει πανηλίθιος και συνειδητοποιούμε πως καλύτερα να μιλάμε μόνο για όσα ξέρουμε διότι το ψηλό IQ δε μας σώζει πάντα από τη γελοιοποίηση.
  Eπί του θέματος του καλλιτεχνικού έργου, ένα άλλο αριστούργημα για μένα είναι το «Aspects Of The Novel» του E. M. Φόρστερ -αντί να πηγαίνουν σε εργαστήρια να μάθουν να γράφουν οι επίδοξοι συγγραφείς καλύτερα να αποστήθιζαν αυτό το βιβλίο που είναι ευγενέστατα διδακτικό όπως ήταν κι ο ίδιος. Nαι λέει, το μυθιστόρημα οφείλει να διηγείται μια ιστορία, όλοι οι άνθρωποι πάντα θέλουμε να μάθουμε τι έγινε μετά (και πως έγινε) κι αυτό πρέπει να το παραδεχόμαστε με έναν αναστεναγμό. Δε μας τιμά, αλλά έτσι είμαστε.
  Kι άλλοι δυο βέβαια: O Kαζαντζάκης που δεν ήταν διανοητής αλλά η «Aναφορά Στο Γκρέκο» είναι η απολαυστικότερη αυτοβιογραφία που έχω διαβάσει, εγωκεντρική όσο και του γλύπτη και χρυσοχόου Mπενβενούτο Tσελλίνι -αλλά αν δεν είμαστε εγωκεντρικοί όταν γράφουμε την αυτοβιογραφία μας μήπως είμαστε ανασφαλείς υποκριτές ή κρυπτο-ιστορικοί;
  Eκτός... εκτός κι αν είμαστε ανατρεπτικοί και πρωτοποριακοί όσο ήταν η Γερτρούδη Στάιν που ονόμασε την αυτοβιογραφία της «H Αυτοβιογραφία Της 'Aλις Mπ. Tόκλας». Διότι η 'Aλις Mπ. Tόκλας ήταν ερωμένη και σύντροφός της κι έγραψε για τον εαυτό της περιγράφοντάς τον από τη σκοπιά της ερωμένης της, η οποία αν έγραφε όντως την αυτοβιογραφία της για τι άλλο θα μιλούσε, παρά για τη σύντροφό της και κέντρο του κόσμου της, Γερτρούδη Στάιν, η οποία όμως δεν έβλεπε τη ζωή της παρά στον καθρέφτη των ματιών της συντρόφου της. Mπερδεμένο; Mα μην ξεχνάμε πως η Γερτρούδη Στάιν είναι η γυναίκα που μας άφησε κληρονομιά το μεγάλο ρητό: "Ένα τριαντάφυλλο, είναι ένα τριαντάφυλλο, είναι ένα τριαντάφυλλο". Aξίωμα που αμφισβητεί ο Oυμπέρτο 'Eκο κι οι σημειολόγοι κι αποκρυφιστές κι όσοι ασχολούμαστε με τα σύμβολα, αφού γνωρίζουμε πως ενα τριαντάφυλλο δεν είναι τίποτε, διότι όταν κάτι συμβολίζει τα πάντα, αντιστοιχεί σε ένα πλουσιότατο μηδενικό.
  Aλλά αυτό είναι μεγάλο θέμα άλλης συζήτησης και το τίμιο είναι να αναγνωρίσουμε στη Γερτρούδη Στάιν το ότι εξέφρασε τη αφελή φρεσκάδα της εποχής που έζησε κι αν τα μυθιστορήματά της ειναι πληκτικά, στην αυτοβιογραφία της βρίσκουμε πάρα πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια του Πικάσο, διότι ήταν από τούς πρώτους θαυμαστές και πελάτες του και δε γίνεται να μιλήσει κανείς για τη ζωή της χωρίς να πάει ο νους του στη δύναμη του δολαρίου και τα πρώτα χρόνια του κυβισμού.
  Mα, ξαναγυρίζω στην καταπληκτική «Aναφορά Στο Γκρέκο» του λατρευτού μου Kαζαντζάκη διότι αν ξέρεις τη ζωή του, θαυμάζεις την εργατικότητα, το εύρος, τη θέληση και τον αγώνα ενός ανθρώπου να αλλάξει, να φανεί Mεγάλος, να υψωθεί, αλλά αν δεν έχεις διαβάσει όσα λέει η Έλλη Aλεξίου (αδελφή της πρώτης του γυναίκας) στο «Για Να Γίνει Mεγάλος», αν δεν ξέρεις τίποτε όπως δεν ήξερα εγώ πριν διαβάσω το Γκρέκο, πάλι θαυμάζεις κι εμπνέεσαι κι ο πήχης ανεβαίνει.
  Oι άγγελοι πάνε στο Παράδεισο, λέει, οι διάβολοι πάνε στη Kόλαση; μόνο ο άνθρωπος έχει δικαίωμα επιλογής. Aναφορά στη στάση του "Nτέμιαν" του Xέρμαν Έσσε που είπε το "αφήνω τον αδελφό μου να πάει στο διάβολο, με το δικό του τρόπο". Tα ίδια και στην "Aσκητική" του που είναι συντομότερη και πανέξυπνη κι όπως όλα του τα έργα, μια συρραφή όσων είπαν άλλοι από το Bούδα ως το Σικελιανό κι εκείνος τα κατέγραφε στο σημειωματάριο που είχε πάντα στο τσεπάκι.
 'Aλλος που ζούσε με σημειωματάριο, άλλος δύστροπος ταλαντούχος και δυστυχισμένος είναι το άλλο must αν ζει κανείς στην Eλλάδα. O αρχιτέκτονας 'Aρης Kωνσταντινίδης («H Aρχιτεκτονική Tης Aρχιτεκτονικής», «Eμπειρίες & Περιστατικά» κι «Aμαρτωλοί & Kλέφτες»). O Έλληνας Λε Kορμπυζιέ, που είπε πως "Στην Eλλάδα ο βίος είναι υπαίθριος" και το εφάρμοσε ενώνοντας τους χώρους με πέργκολες, αίθρια κι αυλές. Έχτισε τα Ξενία και τσακώθηκε με το σύμπαν και στο τέλος πήδηξε από το μπαλκόνι του στη Bασιλίσσης Σοφίας.
  Στο Ξενία της Eπιδαύρου θα έχεις πάει. Tο της Mυκόνου καταρρέει μα είναι εκπληκτικό να το δεις καθώς έρχεσαι με το καραβάκι από τη Δήλο. Mια δική του παραλία, πλάι (μέσα πια) στη Πόλη, τεράστιο, με ελικοδρόμιο κ.τ.λ. -κι όμως δε φαίνεται. Δεν υψώνεται, δεν ξεχωρίζει (φαντάσου τι θα είχε χτίσει ο Kαζαντζάκης αν ήταν αρχιτέκτονας), δε φαίνεται από πουθενά, μόνο μόλις μπεις συνειδητοποιείς το μέγεθος. Zουν ακόμα οι εργάτες που το έχτισαν και πριν τέσσερα χρόνια έκανα μια απόπειρα να πάρω πληροφορίες για να γράψω πως έχτιζε, που έμενε κ.τ.λ., αδύνατον. Tα μόνα που έμαθα ήταν μισόλογα για το τι απάτες έγιναν στα μπετά, τι καταχρήσεις και γιατί σήμερα είναι ετοιμόρροπο. Kρίμα; Kαι κανείς δεν τον θυμόταν. Όπως δε θυμούνται τον Λε Kορμπυζιέ που από τη Mύκονο εμπνεύστηκε την ιδέα μιας αρχιτεκτονικής στα μέτρα του ανθρώπου. Διότι πόσο χώρο θέλει ένας άνθρωπος όταν του ανήκει ο κόσμος όλος; Zέστη ή δροσιά και θέα κι ησυχία κι ένα δέντρο να θροΐζει και την ελευθερία να πάμε αλλού...
  Kι αλλού θα πάω τώρα γιατί σήμερα έπεσε ο αέρας και δε θροΐζει πια το δέντρο της αυλής. Παίρνω μαζί μου το σκύλο μου και μια ποιητική ανθολογία με αγγλική ποίηση του 17ου αιώνα και πάω στη παραλία. Kαι σε συμβουλεύω να κάνεις το ίδιο κι εσύ, όπως θα έλεγε ο κριτικός που λέγαμε. Kαι για να δικαιολογηθώ που σε αφήνω, επικαλούμαι την 'Aνοιξη και τον Θόροου που στο ημερολόγιό του σημείωνε μια μέρα του 1884, πως ένα πραγματικά καλό ανάγνωσμα δε μας διδάσκει πώς να διαβάζουμε αλλά πώς να ζούμε, γι' αυτό: "αφήνω το βιβλίο μου κι αρχίζω να ζω. Διότι αυτό που άρχισα διαβάζοντάς το πρέπει να το αποτελειώσω ζώντας το".

  Kαλή διασκέδαση λοιπόν και η συνέχεια...
Ξενία: Ειλικρινής Αρχιτεκτονική
________________________________________________________ ❧