Η Πυθία μου στα: Ποιήματα Ανεμοδαρμένα [Συλλογή Ελληνικής Ποίησης 21ου αιώνα]


Στο γραφείο μου ένας παχύς φάκελλος. Η δίγλωσση Συλλογή Ελληνικής Ποίησης που με περιέχει: 'Ποιήματα Ανεμοδαρμένα_ Συλλογή Ελληνικής Ποίησης 21ου αιώνα'.

51 ποιήματα, 51 ποιητών που γράφουμε ελληνικά στις αρχές του 21ου αιώνα.
Eκδόσεις Provocateur του ποιητή Βασίλη Βασιλειάδη, 
επιμέλεια Ανδρέας Χ. Παναγόπουλος και Γιώργος Κεντρωτής,
επιλογικό σημείωμα: Νίκος Λέκκας
άσπαστο ρόδι του εξωφύλλου: Άκκανθος (Στέφανος Ζησόπουλος),

κι ανάμεσα στον πρόλογο του Ανδρέα Χ. Παναγόπουλου και τον επίλογο του Νίκου Λέκκα, εμείς οι 51 ποιητές και ποιήτριες στέκουμε πλάι-πλάι ελληνικά και αγγλικά. 

Από εμένα η 'Παλιά Ιστορία', για την τελευταία Πυθία- στο ελληνικό πρωτότυπο και αγγλική μετάφραση δική μου.

                ΠΑΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

         Στα πόδια της νεκρό έπεσε ένα περιστέρι 
         που έφερνε μαντάτο σκοτεινό.

     Και τώρα τι;
  ―Και τώρα τι, αντηχούσε το βουνό.

Σε τσίρκο είπε να δουλέψει η Πυθία
όταν ο Φοίβος έκλεισε το μαγαζί.
Έφυγε εκείνος σα κυνηγημένος σ’ άλλη χώρα 
«έτσι θα είναι πια, όπως είναι τώρα» της θύμισε προτείνοντάς της να την έπαιρνε μαζί.

Σα να ξεχνιέται η συμφορά που περιμένεις 
χρόνια, σα να ξεχνιέται έτσι το γραμμένο. 
Ξεχνιέται το αναπάντεχο,
ξεχνιέται το συνηθισμένο
μα αυτό που έχει η Μοίρα μας ταγμένο 
δε γίνεται ποτέ να ξεχαστεί.

Μόνη έθαψε τα σκεύη τα ιερά η Πυθία
–πρώτοι, εννοείται, είχαν εγκαταλείψει οι ιερείς―
αλλά κι αν σκόρπισαν οι επίσημοι ιερωμένοι 
έμεινε πίσω του Θεού η ερωμένη.
Στο τρίποδο σκαμνί της κάθισε ξανά
κι ικέτευσε για ένα ιερό χρησμό.
Τον τελευταίο τον είχε στείλει σ’ ένα Παραβάτη, 
το βασιλιά που δεν κοιμόταν σε κρεβάτι
κι ονειρευόταν να αναστηλώσει τα παλιά.

        «Εκκεντρικότητες και τρέλες» μειδιούσε ο Απόλλων. 
 «Πες του, ξέρεις εσύ, κάτι ωραίο
κάτι παλαιό που μοιάζει νέο
κάτι απ’ αυτά που συγκινούν τα νέα παιδιά»
τη διέταξε ο Χρυσομάλλης Φοίβος
κι ούτε που νοιάστηκε να δώσει το χρησμό
που θα ’τανε η τελευταία του λέξη
η επιτύμβιος. Πέταξε μάλιστα και τον αυλό
στο γιο της (γιο τους – μα αυτοί το ξέρουν μόνο) 
που οι πολλοί τον λένε παλαβό.
Και το παιδί βγήκε να παίξει
και τη δουλειά του (πού ήταν
να σκουπίζει τα σκαλιά,
να διώχνει ή να ταΐζει τα πουλιά)
πρώτη φορά την άφησε. Σα να ήξερε
το άμοιρο κι αυτό
πως ήρθε η ώρα του
να εξοριστεί από το ναό.

 «Λείπει ο Θεός, λείπει ο πατέρας σου μικρέ»
 μονάχο τραγουδούσε να το ακούσει η μάνα 
κι έπαιζε δυό-τρεις νότες στον αυλό
αλλά η Πυθία ετοιμαζόταν
την επίκληση να κάνει.

         ―Λείπει ο Θεός, μας το ’κλεισαν το μαγαζί 
           που τόσα χρόνια τό παλεύαμε μαζί,
           πώς να μη με πειράζει;
           Θα κάνουμε οι δυό μας
          την τελευταία προσευχή στο ιερό. Είναι βουβή η πηγή
          μα ακόμα έχει νερό
          κι όταν με λούσεις με δαφνόνερο και ξύδι
         θα ελευθερώσουμε παιδί μου το μεγάλο φίδι 
         και θα απαντήσει η ίδια η γη (– ή το γερό 
        ταλέντο μου). Τη ζωή μου αφιέρωσα στα θεία 
        δεν είναι εύκολο να είσαι η Πυθία
        ηόταν γλεντάει μακριά το αφεντικό.

      Έτσι θρηνώντας χώθηκαν στα έγκατα της γης 
      μάνα και γιος ώσπου να ξημερώσει.


          Ζητιάνα ντύθηκε του Απόλλωνα η συμβία, 
  το τρίποδο έκρυψε, λιβάνι άναψε
και του καινούργιου σκυθρωπού Θεού έγινε Αγία.

Και μόλις φάνηκε ο αυγερινός, το λαμπρό αστέρι, 
δίχως κανένα μάρτυρα,
αναστήθηκε το περιστέρι. 


Old Story

A dove fell dead on her feet,
bad omen at the temple.

     And now what?
And now what, the mountains echoed.

The High Priestess at a circus took a job, 
since Phoebus closed up the store.
To a far away land He disappeared
"So it will be as now is", He said,
proposing that she 'd escort Him.

As if we can ignore the expected catastrophe 
as if our destiny might be easily forgone.
The unexpected it is easy to ignore,
the common and mundane easily are forgotten
but what is written by Moira we cannot ignore.

Deep in the earth Pythia hid
the sacred vessels -the first who fled, 
of course, were all the priests- but all alone
Apollo' mistress stayed.
Upon the tripod took her seat 
and waited for the Word of God, the prophecy
The last was sent to an Apostate,
the emperor who did not lie in bed
but stone and dreamt the ancient Gods'
the Restoration. 

"Eccentric fool!" Apollo laughed.
"Pray say, as usual, something seeming
bright and shady and old but new, the sort 
that moves the reckless youths" ordered
fair Phoebus of the golden locks, not bothering
to give a thought to their last word,
last testament, His tombstone. And 
fleeing fast He threw the sacred lyre
to her son (their son - but none knows)
that 'simple' is called by hoi polloi.
The child grabbed the precious gift and
sat out at the steps to play 
(his work was to sweep the temple steps,
to drive away or feed the birds)
and first time left her side. As if he knew,
poor creature, that the time has come
to be exiled from his birthplace, the naos.

"God’s left, your father left, my son" he sang
loud for his Mom to hear,
playing carefully the lyre's two-three notes.

Pythia was getting ready
for one last mass.

The God has fled, shut is our store
where hard we toiled. 
Silent the spring, dried up although
the water flows. So come my boy
my long hair wash in laurel oil and vinegar, and then,
let's free the mighty serpent
and the omphalos (or my 
talent) the final word will offer.

 It is not easy, my life to the God 
I dedicated, being the Pythia, 
keeping shop while the boss
 raved far away, she cried
and crept into the navel of the earth.

When Eos rose, Apollo’s spouse 
appeared. Covered in rags, a beggar.
Incense she lit, the tripod hid, 
and saint to the new  angry God became.


And as the morning star was shining
between Dawn's rose tinted fingers
the dove woke up, alive.
and resurrected. 
______________________________________________________