Lilly Kristensen -exhibition (in english/ ελληνικά)



Exhibition opening 1 September 2020
Kdeppam Matoyiannia

by Daphne Chronopoulou
LILLY KRISTENSEN
(1933-2001)

For many years, spinning wool in her hand wheel, there was a black-clad old widow sitting next to the entrance door at Vienoula’s shop at the end of Matogianni before the Three Wells. Tourists would enter with a “good morning”, or “sorry” and “pardon”, for accidentally bumping on her, before realizing that she was a doll, a work of art by Lilly Kristensen whose eye for detail made her capture and save Mykonos as it was at that particular moment in history just before major socioeconomic changes wiped out the old way of life.

 

She was born in Jutland, Denmark, in 1933. She studied at the Fine Arts School in Copenhagen and continued with a four-year scholarship at Saint Martin’s in London where she lived for five years.

Visiting Greece for a holiday, in 1960, she fell in love with the country, the island of Mykonos and the Mexican painter Luis Orozco. They married, had two sons, built a house respecting the local architecture, and the island became the main theme of their Art.

 

Well known is Lilly's use of strings of wool and small pieces of traditional 'hyphanta' (the textiles hand woven by the local women in house looms) with which she created her characteristic unique collages; compositions of everyday life scenes or landscapes so detailed that narrow streets, churches and houses are easily recognized. With those same woven rags she used to make toys for her boys to play, but those amazing creations slipped out of the children's world and became collectables circulating as "objects d' art". Greengrocers in straw hats riding between their hampers on donkeys' backs, smiling octopuses, fishermen with rolled up pants and captain's cap; everyday figures or strange animals, in toy size some and others in real life dimensions like the old lady in black seated at the entrance of Vgenoula’s shop eternally spinning her wool and confusing passersby. 

With two small children fighting to take her away from her easel, she found it hard to concentrate on oil painting while stained little fingers would leave colour marks on walls and the boys’ faces. 

Her friends were impressed by her hand made Christmas cards, collages of her drawings coloured with layers of small pieces of the old hand-woven textiles she collected locally and on her travels all over Greece. And that’s how it started, how she developed her own unique Art, combining the Scandinavian collage tradition to paint Greece with it’ s own ‘words’. Greece is both her subject and her raw material while the used home-made textiles become the language of this three-dimensional narrative of the place and the people, a tale told by the ‘hyphanta’, the vey rags, woven and used in the lives described.

 

“Wool collages” she named her work at exhibition catalogues. Studying now the body of her work as a whole, we can see how it evolved into her own unique Art. “Every detail, even the eyebrows, must be made of wool”, she said in an interview. Like the tiny candles glowing in a church altar that only by observing close enough we may notice that they are not painted but glued, tiny dark yellow lines of thread are just twisted so at the top to look like little flames. All these restrictive rules, technical challenges she set on herself, instead of discouraging her, it seems that they provided an outlet to her very characteristic love of detail, a strife for precision as the only truth. Therefore, the skies may be coloured in an expressionistic red, but small rags of all sorts of handmade fabrics, threads of every density, scraps local tailors saved for her, are glued on her original sketch, in many colours and layers, forming  the shapes of buildings in the sunset or animals walking uphill on a dry stream that now is a road, or the ever present wind-beaten eucalyptus trees. They are saved there exactly as they were, defined not by place only, but by time also, like the wooden shutter that was replaced right at that time or the iron square that covered the dry well that some foreign guest had painted brownish red the year.

 

After her divorce, Lilly moved with the boys to Boston, a city recommended by friends for the quality of the state schools. While in the U.S.A. she exhibited her work in Massachusetts and California.

The last cycle of her life was painful but she coped with her pain stoically fighting it with her very own dry and bitter sense of humor. She lived with cancer for many years, a disease  to which as a child she had lost her mother and years later her sister too. 

Returning to Greece four years later, she bought a house in Tinos, where, seeking peace and quiet, she spent the summer months until health problems brought her back to Denmark where she converted her father’s farm into an Art gallery and kept on painting and drawing until the end

 

In Lilly Kristensen's work, with her meticulous regard to detail, we see depicted the Mykonos that inspired her, the land and way of life that mesmerized her so that she left country, family and possible career and became part of this island's history. She narrates a past common ground and through her gaze we learn to recognize what still attracts to Mykonos, points of reference that unite us to the land we’ve grown to love.


__________________________________________________


Μύκονος, αφιέρωμα στη Lilly Kristensen- 1933-2001

Είναι μεγάλη τιμή και χαρά για μένα που η ΚΔΕΠΠΑΜ κι ο Jason Orozco μου ζήτησαν να γράψω τα κείμενα που συνοδεύουν τη μεγάλη έκθεση της Lilly Kristensen, μιας σπουδαίας ζωγράφου που πρόλαβα να γνωρίσω όταν πρωτοεγκαταστάθηκα στη Μύκονο κι έτυχε να είμαστε και γειτόνισσες.
Η έκθεση ανοίγει 1η Σεπτεμβρίου και συστήνω βεβαίως. Ακολουθεί η πρόσκληση με το  κείμενό μου.

Δημοτική Πινακοθήκη Μύκονου
Εικαστικό αφιέρωμα 2020: Lilly Kristensen (1933-2001)
1-10 Σεπτεμβρίου Αίθουσα Ματογιάννια

Στην Δανέζα ζωγράφο Λίλλυ Κρίστενσεν που έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζώης στην Μύκονο και την αποτύπωσε με μοναδικό τρόπο μέσα από τα κολάζ της αφορά φέτος το εικαστικό αφιέρωμα της Δημοτικής Μυκόνου. Κυρίως κολάζ από ύφασμα αλλά και λάδια και σχέδια θα εκτεθούν στην αίθουσα Ματογιάννι το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου.

Κείμενο της Δάφνης Χρονοπούλου για τον κατάλογο που θα συνοδέψει την έκθεση:

ΛΙΛΛΥ ΚΡΙΣΤΕΝΣΕΝ

(1933-2001)

Για χρόνια πολλά μια μαυροτσεμπερού γριά καθόταν κι έγνεθε στην πόρτα της στο τέρμα του Ματογιαννιού, δεξιά πριν τα Τρία Πηγάδια. Έμπαιναν οι τουρίστες να ψωνίσουν στο μαγαζί και την καλημέριζαν ή της ζητούσαν 'σόρυ' και 'παρντόν' αν κατά λάθος τη σκουντούσαν. Κι ύστερα καταλάβαιναν πως ήταν κούκλα, έργο της Λίλλυς Κρίστενσεν που, με άφατο σεβασμό στη λεπτομέρεια, ανασυνθέτουν τη Μύκονο όπως είδαν το νησί τα νεανικά, μα εικαστικά σπουδαγμένα της μάτια, πριν τις μεγάλες αλλαγές που ακολούθησαν.

 

Γεννήθηκε το 1933 στο Γιούτλαντ της Δανίας. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης και συνέχισε με τετραετή υποτροφία στο St.Martin's School στο Λονδίνο όπου έζησε πέντε χρόνια.

Το 1960 ταξίδεψε στην Ελλάδα για διακοπές και ερωτεύτηκε την χώρα, τη Μύκονο και το Μεξικάνο ζωγράφο Λούις Ορόζκο. Παντρεύτηκαν, έκαναν δύο γιους, έχτισαν με σεβασμό στην παράδοση και το νόμο κι έγινε το νησί θέμα των έργων τους.

 

Έγινε γνωστή για τα ιδιότυπα εντελώς χαρακτηριστικά υφασμάτινα κολλάζ της, συνθέσεις τοπίων, ή σκηνών τής καθημερινής ζωής. Επίσης από ύφασματα έφτιαχνε στα παιδιά της παιχνίδια που δραπέτευσαν από το παιδικό δωμάτιο κι έγιναν ανάρπαστα Αντικείμενα Τέχνης. Γαϊδουράκια φορτωμένα καλάθια και το μανάβη με ψαθάκι στο σαμάρι με το χράμι του, χταπόδια γελαστά, ψαράδες με σηκωμένα μπατζάκια και τραγιάσκα καπετάνιου, άλλα μικρά σα κούκλες παιδικές άλλα σε μέγεθος φυσικό σαν τη μαυροντυμένη κλώστρια που έμοιαζε ζωντανή στης Βγενούλας το μαγαζί.

 

Με δυο μικρά παιδιά που τραβούσαν την προσοχή της μακριά από το καβαλέτο δυσκολευόταν να αφοσιωθεί στη ζωγραφική, ενώ χρωματιστές δαχτυλιές λέκιαζαν τους τοίχους και τα προσωπάκια των μικρών. Για τα Χριστούγεννα έφτιαχνε για φίλους κάρτες κολλάζ, σχέδιά της χρωματισμένα με κομματάκια από παλιά υφάσματα που έσωζε στο νησί και στα ταξίδια της. Κι από εκεί ξεκίνησε κι ανέπτυξε τη δική της εκδοχή της σκανδιναϋικής παράδοσης των κολλάζ με υλικό όμως την Ελλάδα, ως θέμα και πρώτη ύλη της, χρησιμοποιώντας τα υφαντά ως «γλώσσα» για να αφηγηθεί τρισδιάστατα τον τόπο και τους ανθρώπους, χρησιμοποιώντας μόνο δικές τους λέξεις και μπογιές, τις υφαντές και πολυφορεμένες. 

‘Κολλάζ μαλλιού’ τα ονόμαζε στις διάφορες εκθέσεις και, μελετώντας το σύνολο του έργου της βλέπουμε να εξελίσσεται αυτή η εντελώς δική της, η μοναδική τεχνοτροπία κατά την οποία, όπως είπε σε μια συνέντευξη «κάθε λεπτομέρεια πρέπει να είναι από μαλλί, ακόμα και τα φρύδια». Όπως τα μικροσκοπικά κεράκια που βλέπουμε να λάμπουν αναμμένα στο ιερό μιας εκκλησίας και μόνο από πολύ κοντά θα διαπιστώσουμε ότι δεν είναι ζωγραφιστά αλλά κολλημένα, σκουροκίτρινα νήματα που, ίσα-ίσα όσο πρέπει στριμμένα στην κορυφή, γίνονται φλόγες. Αυτοί οι κανόνες, οι τεχνικές προκλήσεις που η ίδια έθεσε στον εαυτό της, φαίνεται ότι, αντί να τη σταματούν, σα να έδιναν διέξοδο στην πολύ χαρακτηριστική της επιδίωξη της ακρίβειας ως μόνης αλήθειας. Έτσι, μπορεί οι ουρανοί να γίνονται εξπρεσιονιστικά κατακόκκινοι αλλά πάνω στο αρχικό της σκίτσο, κολλημένα σε χρώματα αμέτρητα και σε αλλεπάλληλες σειρές, τα κομμάτια από χειροποίητα υφαντά κάθε είδους, κλωστές κάθε πυκνότητας και κουρέλια που της μάζευαν οι ράφτες, διαγράφονται ανάγλυφοι οι όγκοι των κτιρίων στο ηλιοβασίλεμα, ζώων στην ανηφόρα ή ανεμοδαρμένων ευκαλύπτων, κι είναι ακριβώς όπως τα θυμόμαστε και προσδιορίσιμα όχι μόνο στον τόπο αλλά και στο χρόνο όπως εκείνο το παντζούρι που τότε ακριβώς αλλάχτηκε ή το τσίγκινο σκέπασμα του ξεροπήγαδου που εκείνη μόνο τη χρονιά ένας νοικάρης του είχε βάψει καφεκόκκινο.

 

 

Μετά το διαζύγιο η Λίλλυ μετακόμισε για 4 χρόνια στη Βοστόνη, κυρίως λόγω των καλών σχολείων για τα παιδιά. Εκεί έκανε εκθέσεις στη Μασσαχουσέττη και την Καλιφόρνια κι άφησε πολλά έργα πίσω της.

Ο τελευταίος κύκλος της ζωής της ήταν επίπονος μα τον αντιμετώπισε με τη στωικότητα και το ιδιαίτερα δικό της στεγνό λίγο πικρό χιούμορ. Τη βασάνισε ο καρκίνος, η αρρώστια που της στέρησε τη μητέρα της στα δώδεκα όταν έγινε εκείνη μάνα για τα δυό αδέλφια της απ' τα οποία, αργότερα, μεγάλη πια, ο καρκίνος πήρε και τη μικρότερη αδελφή της.

Όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα για να αποφεύγει την κίνηση περνούσε τα καλοκαίρια στο σπίτι της στην Καρδιανή της Τήνου, ώσπου στο τέλος πια, αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Δανία όπου μετέτρεψε σε γκαλερί τη φάρμα που είχε από τον πατέρα της και συνέχισε να ζωγραφίζει ως το τέλος.

Η Λίλλυ Κρίστενσεν είναι κομμάτι της Ιστορίας του νησιού, το βλέμμα της αποτυπωμένο στην Τέχνη της μάς άνοιξε ορίζοντες που παραμένουν ανοιχτοί, φώτισε πλευρές που ίσως μας ξέφευγαν και μας δίδαξε πώς να κοιτάξουμε για να βρούμε εκείνα τα κοινά μας που ακόμα προσελκύουν και μάς ενώνουν στον τόπο αυτό που τόσο αγάπησε.

 

 

________________







_________________________________________________________

Η Πυθία μου στα: Ποιήματα Ανεμοδαρμένα [Συλλογή Ελληνικής Ποίησης 21ου αιώνα]


Στο γραφείο μου ένας παχύς φάκελλος. Η δίγλωσση Συλλογή Ελληνικής Ποίησης που με περιέχει: 'Ποιήματα Ανεμοδαρμένα_ Συλλογή Ελληνικής Ποίησης 21ου αιώνα'.

51 ποιήματα, 51 ποιητών που γράφουμε ελληνικά στις αρχές του 21ου αιώνα.
Eκδόσεις Provocateur του ποιητή Βασίλη Βασιλειάδη, 
επιμέλεια Ανδρέας Χ. Παναγόπουλος και Γιώργος Κεντρωτής,
επιλογικό σημείωμα: Νίκος Λέκκας
άσπαστο ρόδι του εξωφύλλου: Άκκανθος (Στέφανος Ζησόπουλος),

κι ανάμεσα στον πρόλογο του Ανδρέα Χ. Παναγόπουλου και τον επίλογο του Νίκου Λέκκα, εμείς οι 51 ποιητές και ποιήτριες στέκουμε πλάι-πλάι ελληνικά και αγγλικά. 

Από εμένα η 'Παλιά Ιστορία', για την τελευταία Πυθία- στο ελληνικό πρωτότυπο και αγγλική μετάφραση δική μου.

                ΠΑΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

         Στα πόδια της νεκρό έπεσε ένα περιστέρι 
         που έφερνε μαντάτο σκοτεινό.

     Και τώρα τι;
  ―Και τώρα τι, αντηχούσε το βουνό.

Σε τσίρκο είπε να δουλέψει η Πυθία
όταν ο Φοίβος έκλεισε το μαγαζί.
Έφυγε εκείνος σα κυνηγημένος σ’ άλλη χώρα 
«έτσι θα είναι πια, όπως είναι τώρα» της θύμισε προτείνοντάς της να την έπαιρνε μαζί.

Σα να ξεχνιέται η συμφορά που περιμένεις 
χρόνια, σα να ξεχνιέται έτσι το γραμμένο. 
Ξεχνιέται το αναπάντεχο,
ξεχνιέται το συνηθισμένο
μα αυτό που έχει η Μοίρα μας ταγμένο 
δε γίνεται ποτέ να ξεχαστεί.

Μόνη έθαψε τα σκεύη τα ιερά η Πυθία
–πρώτοι, εννοείται, είχαν εγκαταλείψει οι ιερείς―
αλλά κι αν σκόρπισαν οι επίσημοι ιερωμένοι 
έμεινε πίσω του Θεού η ερωμένη.
Στο τρίποδο σκαμνί της κάθισε ξανά
κι ικέτευσε για ένα ιερό χρησμό.
Τον τελευταίο τον είχε στείλει σ’ ένα Παραβάτη, 
το βασιλιά που δεν κοιμόταν σε κρεβάτι
κι ονειρευόταν να αναστηλώσει τα παλιά.

        «Εκκεντρικότητες και τρέλες» μειδιούσε ο Απόλλων. 
 «Πες του, ξέρεις εσύ, κάτι ωραίο
κάτι παλαιό που μοιάζει νέο
κάτι απ’ αυτά που συγκινούν τα νέα παιδιά»
τη διέταξε ο Χρυσομάλλης Φοίβος
κι ούτε που νοιάστηκε να δώσει το χρησμό
που θα ’τανε η τελευταία του λέξη
η επιτύμβιος. Πέταξε μάλιστα και τον αυλό
στο γιο της (γιο τους – μα αυτοί το ξέρουν μόνο) 
που οι πολλοί τον λένε παλαβό.
Και το παιδί βγήκε να παίξει
και τη δουλειά του (πού ήταν
να σκουπίζει τα σκαλιά,
να διώχνει ή να ταΐζει τα πουλιά)
πρώτη φορά την άφησε. Σα να ήξερε
το άμοιρο κι αυτό
πως ήρθε η ώρα του
να εξοριστεί από το ναό.

 «Λείπει ο Θεός, λείπει ο πατέρας σου μικρέ»
 μονάχο τραγουδούσε να το ακούσει η μάνα 
κι έπαιζε δυό-τρεις νότες στον αυλό
αλλά η Πυθία ετοιμαζόταν
την επίκληση να κάνει.

         ―Λείπει ο Θεός, μας το ’κλεισαν το μαγαζί 
           που τόσα χρόνια τό παλεύαμε μαζί,
           πώς να μη με πειράζει;
           Θα κάνουμε οι δυό μας
          την τελευταία προσευχή στο ιερό. Είναι βουβή η πηγή
          μα ακόμα έχει νερό
          κι όταν με λούσεις με δαφνόνερο και ξύδι
         θα ελευθερώσουμε παιδί μου το μεγάλο φίδι 
         και θα απαντήσει η ίδια η γη (– ή το γερό 
        ταλέντο μου). Τη ζωή μου αφιέρωσα στα θεία 
        δεν είναι εύκολο να είσαι η Πυθία
        ηόταν γλεντάει μακριά το αφεντικό.

      Έτσι θρηνώντας χώθηκαν στα έγκατα της γης 
      μάνα και γιος ώσπου να ξημερώσει.


          Ζητιάνα ντύθηκε του Απόλλωνα η συμβία, 
  το τρίποδο έκρυψε, λιβάνι άναψε
και του καινούργιου σκυθρωπού Θεού έγινε Αγία.

Και μόλις φάνηκε ο αυγερινός, το λαμπρό αστέρι, 
δίχως κανένα μάρτυρα,
αναστήθηκε το περιστέρι. 


Old Story

A dove fell dead on her feet,
bad omen at the temple.

     And now what?
And now what, the mountains echoed.

The High Priestess at a circus took a job, 
since Phoebus closed up the store.
To a far away land He disappeared
"So it will be as now is", He said,
proposing that she 'd escort Him.

As if we can ignore the expected catastrophe 
as if our destiny might be easily forgone.
The unexpected it is easy to ignore,
the common and mundane easily are forgotten
but what is written by Moira we cannot ignore.

Deep in the earth Pythia hid
the sacred vessels -the first who fled, 
of course, were all the priests- but all alone
Apollo' mistress stayed.
Upon the tripod took her seat 
and waited for the Word of God, the prophecy
The last was sent to an Apostate,
the emperor who did not lie in bed
but stone and dreamt the ancient Gods'
the Restoration. 

"Eccentric fool!" Apollo laughed.
"Pray say, as usual, something seeming
bright and shady and old but new, the sort 
that moves the reckless youths" ordered
fair Phoebus of the golden locks, not bothering
to give a thought to their last word,
last testament, His tombstone. And 
fleeing fast He threw the sacred lyre
to her son (their son - but none knows)
that 'simple' is called by hoi polloi.
The child grabbed the precious gift and
sat out at the steps to play 
(his work was to sweep the temple steps,
to drive away or feed the birds)
and first time left her side. As if he knew,
poor creature, that the time has come
to be exiled from his birthplace, the naos.

"God’s left, your father left, my son" he sang
loud for his Mom to hear,
playing carefully the lyre's two-three notes.

Pythia was getting ready
for one last mass.

The God has fled, shut is our store
where hard we toiled. 
Silent the spring, dried up although
the water flows. So come my boy
my long hair wash in laurel oil and vinegar, and then,
let's free the mighty serpent
and the omphalos (or my 
talent) the final word will offer.

 It is not easy, my life to the God 
I dedicated, being the Pythia, 
keeping shop while the boss
 raved far away, she cried
and crept into the navel of the earth.

When Eos rose, Apollo’s spouse 
appeared. Covered in rags, a beggar.
Incense she lit, the tripod hid, 
and saint to the new  angry God became.


And as the morning star was shining
between Dawn's rose tinted fingers
the dove woke up, alive.
and resurrected. 
______________________________________________________