Μνήμη Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
αφιερωμένο στο Νίκο Αϊβαλή
‘Kαί οι μπερντέδες
ήταν κόκκινοι
και ήταν άσπρα τα σεντόνια’
μα ποιος να νιώσει τη συμπόνια
για ό,τι δεν έχει αισθανθεί.
Ναι, οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
κι ήταν ερείπιο το σπίτι
και τον περίμενε το θύτη
γιατί είχε πια παραδοθεί.
Μα οι λεμονιές μας πάντα ανθίζανε
και στη βροχή έλαμπαν λεμόνια
σα να μην πέρναγαν τα χρόνια,
σα να μην ήταν να χαθεί.
Aπό τις γρίλιες μας που έτριζαν
περνούσαν το πρωί οι ακτίδες
και έδιναν φρούδες ελπίδες
ότι το σπίτι θα σωθεί.
Σα χρόνια πέρναγαν οι μέρες μας
σαν ώρες έφυγαν τα χρόνια
μα ποιος να νιώσει τη συμπόνια
για ό,τι δεν έχει αισθανθεί.
Σαν τα παιδιά είναι τα σπίτια μας
―δεν είναι ανάγκη να το λέμε―
μιά ζωή δε φτάνει να τα κλαίμε
αν πριν χαθούμε έχουν χαθεί.
Aυτοί οι μπερντέδες που ήταν κόκκινοι
κρέμονταν πριν να γεννηθούμε
μα ήρθε η ώρα που πενθούμε
ό,τι ήταν για να μας πενθεί.
Ποιος θα θυμάται πια το γέλιο μας
ποιος την απελπισία, το δάκρυ
όταν δε βρίσκαμε την Άκρη
κι οι φίλοι έμοιαζαν εχθροί;
T’ άσπρα σεντόνια ήταν οι μάρτυρες
στο ηλιοβασίλεμα ροδίζαν,
και τα άνθη λεμονιάς θυμίζαν
πως Άνοιξη ξανά θα ’ρθεί.
Mιά ακρίδα κάποτε κοιμήθηκε
και ξεχειμώνιασε στην πόρτα
που του χειμώνα άγρια χόρτα
την έδειχναν πάντα κλειστή.
Και οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
και ήταν άσπρα τα σεντόνια,
μα ποιος να νιώσει τη συμπόνια
για ό,τι δεν έχει αισθανθεί.
Ναι οι λεμονιές μας πάντα ανθίζανε
και στη βροχή έλαμπαν λεμόνια
κι όταν γκρεμίστηκαν τα χρόνια
πέθανε κι η παλιά ζωή.
πέθανε κι η παλιά ζωή.
___________________________________________________________________
Από: 'Τα 40 του Θανάτου',
το βιβλίο που ετοιμάζω τώρα.
Εικόνα
Το σαλόνι και γραφείο μου στη Ρωμανού Μελωδού 5, εν ώρα εργασίας με σκόρπια βιβλία και χαρτιά και την προπολεμική μικρή μου γραφομηχανή. Λάδι σε Καμβά, ζωγραφισμένο από τον Κύριο Kastell.
Σήμερα βρίσκεται στο σπίτι μου στην Αθήνα ανάμεσα στα ίδια έπιπλα, βιβλία και έργα μα σε άλλο σχηματισμό.