Από το νερό ερχόμαστε και δίχως νερό δε ζούμε. Κοντά σε νερά αναπτύσσουμε τους πολιτισμούς μας και πάνω τους ανοίγουμε δρόμους αλλά στα βάθη τους αντικρίζουμε το άγνωστο, μιά άβυσσο σκοτεινή κι ανεξερεύνητη σαν την ψυχή μας. Κι εκεί, στο βυθό που εμείς δε φτάνουμε, βασιλεύει το Ψάρι. Το Ψάρι που, σαν τα πετεινά του ουρανού, κινείται προς κάθε κατεύθυνση, κι όχι μόνο σε δοθείσα επιφάνεια όπως εμείς. Το Ψάρι των βυθών και της σιωπής. Το μέγα μυστήριο.
Το αρχαιότερο Ψάρι στη δυτική συνείδηση είναι ο Μόμπυ Ντικ της Βίβλου, κήτος που κατάπιε τον Ιωνά, του οποίου το βιβλίο, παράξενο και μικρό, χάνεται στον όγκο της Ιεράς Γραφής όπως ο Προφήτης μέσα στον κήτος.
Η ιστορία είναι γνωστή. Τον 8ο αιώνα, (π.Χ. βέβαια) ο Θεός πρόσταξε τον Ιωνά, γιό του Αμαθί, να πάει στη Νινευί να νουθετήσει τους αμαρτωλούς να μετανοήσουν μα εκείνος δεν υπάκουσε. Μπήκε σε ένα πλοίο και έπλευσε προς αντίθετη κατεύθυνση. Η οργή Θεού έφερε τρικυμία, οι επιβάτες περίμεναν να χαθούν ώσπου ο καπετάνιος πρότεινε «να ρίξουνε τον κλήρο», όπως στο παιδικό τραγουδάκι που λέμε ακόμα, για να βρουν «τίνος ἕνεκεν ἡ κακία αὕτη». Κι « έπεσεν ο κλήρος» στον Ιωνά ο οποίος ομολόγησε την αμαρτία του οπότε τον πέταξαν στη θάλασσα κι εμφανίστηκε το κήτος που τον κατάπιε.
Τρεις μέρες, κατά τας Γραφάς, παρακαλούσε ο Ιωνάς το Θεό να τον συγχωρήσει και την τρίτη το κήτος ξέρασε τον Προφήτη κοντά στη στεριά.
Η μικρή αυτή ιστορία θεωρείται μιά πρώτη εκδοχή του θέματος της Ανάστασης και δεν έχει σχέση με την άλλη εκπληκτική του Χέρμαν Μέλβιλ που παρουσιάζει την τιτάνια μανία της μάχης του Καπετάνιου με το άλλο διάσημο κήτος, το Μόμπυ Ντικ, τη φάλαινα, που τον κυνηγά στους ωκεανούς και συμβολίζει τη μάχη του Ανθρώπου με τη Φύση, ένα από τα παλαιότερα και σημαντικότερα θέματα του πολιτισμού μας.
Οι Αιγύπτιοι λάτρευαν κάποιο θεό Rem που είχε μορφή ψαριού και με τα δάκρυά του γονιμοποιούσε τη γη. Κατά τον Βηρωσσό, [Βαβυλώνιο συγγραφέα του Γ΄αιώνα π.Χ. τον οποίο γνωρίζουμε από τον Ευσέβιο της Καισαρείας και από κάποιο απόσπασμα που σώθηκε μόνο σε μετάφραση αρμενική, που έχουμε από τον Γεώργιο Σύγκελλο] στην Ερυθρά Θάλασσα κατοικούσε κάποιο μυθικό ιχθυόμορφο ον με δυό κεφάλια, ουρά ψαριού και πόδια ανθρώπινα. Ονομαζόταν Ωάννης και με ανθρώπινη φωνή παρέδιδε στους ανθρώπους τα γράμματα και τις τέχνες, δίδασκε γεωμετρία, νόμους, καθώς και των «καρπών συναγωγάς» και παρέδωσε στους ανθρώπους «πάντα τα προς ημέρωσιν ανήκοντα βίου” .
Στη Βίβλο το Ψάρι-Θηρίο ακολουθείται από τα ψαράκια της αφθονίας του Χριστιανισμού ο οποίος κατά τους αστρολόγους εξέφρασε την Εποχή των Ιχθύων με τον Ιησού με τα αρχικά ΙΧΘΥΣ (Ιησούς Χρηστός Θεού Υιός), τους ψαράδες που διάλεξε, παρότι μαραγκός ο ίδιος, για μαθητές-οπαδούς, και τα δύο θαύματα πολλαπλασιασμού με τα οποία κατά Ματθαίο [14/15 ,15/32] και Μάρκο [6/35, 8/1] χόρτασε “όχλο”, “τετρκισχιλίων” ανδρών τη μια με δύο και την άλλη “πεντακισχιλίων” ανδρών με “ολίγα”, “ιχθύδια””.
Από εκεί εδραιώνεται και το Ψάρι ως σύμβολο της αφθονίας όπως το έχουμε στο Ταρώ. Όμως υπήρχε από πολύ παλιότερα στην άλλη γνωστή ιστορία, του Πολυκράτη, που γνωρίζουμε από τον Ηρόδοτο αλλά και τη μπαλάντα του Σίλλερ. Ο Πολυκράτης, τύραννος της Σάμου, ήταν ένας πολύ τυχερός κι ευτυχισμένος άνθρωπος, πράγμα που ανησύχησε το φίλο και σύμμαχό του Φαραώ Άμασι ο οποίος υποστήριζε πως άνθρωπο με τόση τύχη είναι μοιραίο να τον βρει συμφορά. Ο Πολυκράτης αντέδρασε πετώντας στη θάλασσα το αγαπημένο του δαχτυλίδι, προσπαθώντας να ανατρέψει τη μοίρα σαν τραγικός ήρωας. Φρούδα όμως απέβη η ελπίδα διότι το δαχτυλίδι εμφανίστηκε μέσα σε ένα ψάρι που του σέρβιραν κι η συμμαχία με το φίλο του όντως χάλασε.
Τα ψαράκια συμβολίζουν τον πλούτο, τη τύχη, το αναπάντεχο καλό και γι’ αυτό, κατ’ αντιστροφή, στο λαϊκό Ονειροκρίτη προμηνύουν λαχτάρα.
Όπως λαχτάρες, κι ακόμα χειρότερα, έφερναν και τα ιχθυόμορφα πλάσματα της Μυθολογίας κι ας έχουν φτάσει σ΄εμάς φαινομενικά παροπλισμένα και φορτωμένα με ρομαντικότερους συμβολισμούς στο παραμύθι της Μικρής Γοργόνας που κατέγραψε ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και παραλλαγή του έχουμε κι από τον Όσκαρ Γουάιλντ.
Σήμερα τη θαυμάζουμε σε ταινίες και άγαλμα στην Κοπεγχάγη, αλλά η Μικρή Γοργόνα κατάγεται από τέρατα τρομερά κι αρχαία διότι έχει ρίζες στη Μυθολογία και τη Θεολογία και αν διατηρεί τη γοητευτική της θηλυκότητα είναι επειδή κατάγεται από τις τρομακτικές Σειρήνες, σύμβολο του αρχέγονου ανδρικού φόβου για τη γυναίκα.
Στην αρχή ήταν θαλασσοπούλια. Οι τρεις κόρες του ποταμού Αχελώου και της νύμφης Καλλιόπης. Συγκέντρωσαν πάνω τους τις φοβίες και τις προκαταλήψεις του ανδρικού κόσμου των ναυτικών για τη γυναίκα που ξελογιάζει μα δεν ικανοποιεί κι έγιναν σύμβολα του Πειρασμού. Η ουρά ψαριού ήταν φυσική εξέλιξη, απεικόνιση της διπλής φύσης του πόθου του άνδρα για την ξελογιάστρα που με το πρόσωπο, τη φωνή και το στήθος τον παρασύρει σε όνειρα μα αρνείται ή αδυνατεί να του παραδοθεί ολόκληρη.
Απόγονός τους η δική μας η «Παναγιά η Γοργόνα» στα ακρόπλωρα των καϊκιών όπως κι η «Αδελφή του Μεγα-Αλέξανδρου» που μονότονα σαν τον ήχο των κυμάτων επαναλαμβάνει στους αιώνες μιά ερώτηση που δε θέλει να τής την απαντήσουν: ―‘Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;’ ρωτάει το θηλυκό τέρας κι αν ο θαλασσινός είναι καλό παιδί και πει την αλήθεια του βουλιάζει το καράβι του.
Συνέβαλαν ίσως κι οι περιγραφές της φώκιας, που είναι θηλαστικό κι όταν θηλάζει ξαπλωμένη σε ερημικές βραχονησίδες, από μακριά δίνει την εντύπωση πως κρατά το μωρό στον κόρφο της σα γυναίκα, φτιάχνοντας μιά grotesque παραλλαγή της εικόνας της Παναγίας με το μικρό Χριστό.
Με την επικράτηση των τριών μονοθεϊκών, ιουδογενών θρησκειών επικράτησε κι ο ανθρωπομορφισμός προφητών, αγγέλων και αγίων. Οι Τρίτωνες, οι Σειρήνες κι όλα τα Ποσειδώνια τέρατα εκδιώχτηκαν από θρησκευτικούς Παραδείσους κι εξέπεσαν στις λαϊκές φοβίες και φήμες. Κι η Σειρήνα, αφού πρώτα έχασε τα φτερά της, άρχισε να χάνει πού και πού και τα λέπια της.
Έγινε μιά Μεσαιωνική αρχόντισσα (του 13ου αιώνα) με διάδημα, σπαθί κι ασπίδα, η «syrenka» στο οικόσημο της Βαρσοβίας, προστάτις των νερών, και απεικονίστηκε σε γερμανικό εραλδικό ανάγλυφο με δυό ψαρίσιες ουρές που τις κρατά στα δυό της χέρια.
Η ιστορία αυτής της τής ενσάρκωσης αρχίζει το 963 μ.Χ. όταν ο Κόμης Ζίγκφριντ των Αρδεννών αγόρασε το Λουξεμβούργο και παντρεύτηκε την όμορφη Μελουζίνα, η οποία το πρωί μετά το γάμο τους έκανε να παρουσιαστεί ένα κάστρο ως διά μαγείας. Έβαλε όμως έναν όρο στο γαμπρό. Απαίτησε να την αφήνει ολομόναχη μιά μέρα κάθε βδομάδα. Ο Κόμης δεν κατάφερε να αντισταθεί στον πειρασμό. Την κρυφοκοίταξε μέσα στο μπάνιο της κι έβγαλε μιά κραυγή όταν ανακάλυψε πως ήταν γοργόνα. Η Μελουζίνα τον είδε και βούλιαξε μαζί με τη μπανιέρα της μέσα στο βράχο. Από τότε εμφανίζεται κάθε επτά χρόνια, άλλοτε σαν πολύ όμορφη γυναίκα κι άλλοτε σαν ερπετό, μα πάντα με ένα κλειδί στο στόμα της. Όποιος της πάρει το κλειδί θα την κάνει δική του.
Ο μύθος της Μελουζίνας έχει εμπνεύσει πολλά έργα κι έχει πάμπολλες εκδοχές. Τη Γαλλική του 1382· μιά Ισπανική στην οποία η ίδια αφηγείται την ιστορία της και τις πολλές ζωές της· μιά Γερμανική του 1456 που λίγο αργότερα μεταφράστηκε στα αγγλικά ως μύθος του Άβαλον, στην οποία (πάλι, σαν τις σειρήνες) είναι μιά από τρεις αδελφές των οποίων τη φύση η μάνα κρύβει από τον πατέρα με τραγικές συνέπειες· το παραμύθι του Γουώλτερ Σκοτ· μιά Ουβερτούρα του Μέντελσον· το Arcanum 17 του Αντρέ Μπρετόν αλλά και αναφορές στον Προυστ (που όχι μόνο την σύγκρινε με τη Ζιλμπέρτ του μα αναφέρει και τη Δούκισσα ντε Γκερμάντ ως απόγονό της, αφού καταγόταν από τους Λουζινιάν)· και αμέτρητα σύγχρονα έργα.
Διότι η Γοργόνα-Μελουζίνα είναι ακόμα ανάμεσά μας. Πριν τρία χρόνια το Λουξεμβούργο την έκανε γραμματόσημο και, κατά μιά εικασία, τη σύγχρονη ζωή εξακολουθεί να την παρακολουθεί από ψηλά όχι πια ως αρχοντικό οικόσημο μα ως το logo του Starbucks.
Και βέβαια, ως εξευγενισμένη Μικρή Γοργόνα των παραμυθιών, αγνή κοπέλα με όμορφο πρόσωπο, που κρύβει από τον αγαπημένο της πως κάτω από τη μέση της έχει ένα ακατανόητο θηρίο. Ένα Μόμπυ Ντικ, γέννημα της αβύσσου των βυθών που θα ακρωτηριάσει και θα κυνηγήσει μέχρι θανάτου τον Καπετάνιο, το ναυτικό, τον Άνδρα που οι φοβίες του την έπλασαν και την κρατούν ζωντανή μέχρι σήμερα.
――――――――――――――――――――
από το περιοδικό Ο Φαρφουλάς, 13/Φθινόπωρο 2010