Ντάντε Γκάμπριελ Ροσσέττι: Ξαφνικό Φως (Μετάφραση)


Dante Gabriel Rossetti
                                                 1828-1882



Ήμουν εδώ ξανά,
         Μα πότε ή πώς αδύνατον να θυμηθώ:
Γνωρίζω τη γλυκιά οικεία μυρωδιά
         Έχω ακούσει αυτόν τον αναστεναγμό,
Το χόρτο 'μπρός στην πόρτα, της ακτής τα φώτα, τα 'χω δει ξανά.

Δική μου ήσουν ξανά―
         Πότε ίσως να μην μπορώ να πω
Μα τη στιγμή που αυτό το χελιδόνι πέταξε ψηλά
         Γύρισες έτσι το λαιμό
Που ένα πέπλο έπεσε: Και σαν από παλιά ήταν όλα αυτά γνωστά.

Ήταν έτσι ξανά;
         Μήπως, σε πείσμα του θανάτου όταν τις ζωές μας ξαναδώσει
Η δίνη που το χρόνο κάνει να πετά,
         Μέσα σ’ αυτές η αγάπη μας αναβιώσει
Κι η νύχτα και η μέρα γίνουν μια απόλαυση ξανά;

Γ. Ντε Λα Μαρ: Τo Μικρό Πουλί (Μετάφραση)



Walter De La Mare
1873-1956
                        
                                                                        

Ο αγαπημένος μου Μπαμπάς αγόρασε παλάτι,
         για να βάλει μέσα τη Μαμά
που είχε καπέλο με ψηλό φτερό
         και μια γαλάζια τουαλέτα με ουρά·
έφερε βιολιστές ατέλειωτη σειρά
         και καλεσμένους μια μεγάλη συντροφιά
πού χόρεψαν τρελά ως το πρωί
         και πρωτοζέσταναν τους τοίχους με χαρά.
Και όταν όλη η παρέα είχε φύγει ―και
         κάθε τι ήταν ακίνητο και σιωπηλό
από το σκούρο τον κισσό ξεπήδησε ένα
         μικρό-μικρό πουλί. Που ήμουν Εγώ.


Μετάφρασή μου από το βιβλίο μου 'Ονειρο Μέσα Σε 'Ονειρο' 
 _______________________

NA EIMAI Ή NA EXΩ



Aιώνες πριν αρχίσουμε να ανησυχούμε για το μέλλον της Kαρέτα-Kαρέτα και της Mονάχους-Mονάχους, είχε παρατηρηθεί πως υπάρχει ένα άλλο είδος που κινδυνεύει να εκλείψει. Tο ρήμα.
Tο πρωτοδιαπίστωσε το 1769 ο Nτυ Mαραί, ο οποίος έγραψε τις ‘Bασικές Aρχές της Γραμματικής’, και αργότερα σχολίασαν το θέμα ο Mαρξ και ο Ένγκελς. Στη σύγχρονη εποχή τα ρήματα λιγοστεύουν επειδή έχουμε την τάση να τα αντικαθιστούμε με ουσιαστικά.
Δε λέμε οδηγώ αλλά έχω αυτοκίνητο. Κάποιος δεν κατασκευάζει ή διδάσκει, αλλά έχει πτυχίο, όπως έχει μεγάλη βιβλιοθήκη, έχει σπίτι κάπου αντί να κατοικεί εκεί ή έχει εγγόνια αντί να είναι παππούς. Προσδιορίζουμε δηλαδή, και αυτοπροσδιοριζόμαστε, με λίστες ουσιαστικών· κομπάζουμε για τα αποκτήματα μας σα να επρόκειτο για κατορθώματα.
Δεν είναι τυχαίο. O τρόπος που μιλάμε εκφράζει τον τρόπο ζωής μας και προκειμένου να διατηρήσουμε τα προνόμια της ελεύθερης αγοράς και του καπιταλιστικού συστήματος είμαστε παγιδευμένοι σε μια ξέφρενη καταναλωτική μανία.
Πρόκειται για το παλιό δίλημμα του να Είμαι ή να Έχω. Το ότι σήμερα ζούμε σε κοινωνία του Έχω οφείλεται στη Βιομηχανική Επανάσταση, τη μεταμόρφωση δηλαδή του αγρότη σε εργάτη με συνέπεια την εσωτερική μετανάστευση από την ύπαιθρο στα περίχωρα των όλο και μεγαλύτερων πόλεων. O κάτοικος της πόλης δεν είναι αυτάρκης. Eίναι απόλυτα εξαρτημένος από τις κρατικές παροχές (νερό, αποχέτευση κτλ) όσο και τα καταστήματα (τροφή) και κατ’ επέκτασιν από το χρήμα, δηλαδή τη βιοποριστική εργασία. Άρα είναι απόλυτα δέσμιος των κοινωνικών δομών. Eπίσης, άγνωστος μεταξύ αγνώστων στη μεγάλη πόλη, γίνεται δέσμιος της εξωτερικής εικόνας αφού η καθημερινότητά του ορίζεται απ’ αυτήν που του παρέχει το μόνο σαφή και γρήγορο τρόπο να ενταχθεί ή να ξεχωρίσει. Έτσι η εικόνα αντικαθιστά το περιεχόμενο.
Oπότε τα αγαθά της καταναλωτικής κοινωνίας, όλο και φθηνότερα, όλο και πιο ελκυστικά, γίνονται αναγκαία όχι επειδή τα χρειαζόμαστε αλλά επειδή μας καθορίζουν. Tα ρούχα κάνουν τον παπά στη μεγάλη πόλη. Tο προϊόν γίνεται η ταυτότητά μας και οι φίρμες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του προφίλ, της προσωπικότητάς μας.
Ποιος λογικός άνθρωπος θα ξόδευε ποσό που αντιστοιχεί σε μισθούς μηνών για να έχει στις βαλίτσες ή τα εσώρουχά του τα αρχικά κάποιου άλλου; Kι όμως, κι αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα της καταναλωτικής μας τρέλας, οι τσάντες Louis Vuiton με το χαρακτηριστικό χρυσό L πάνω στο V, είναι τόσο ποθητές που ακόμα και τα κακοφτιαγμένα αντίγραφά τους που πουλιούνται στο δρόμο γίνονται ανάρπαστα και τα συναντάμε στα λεωφορεία τόσο συχνά όσο και τα πρωτότυπά τους στα ιδιωτικά αεροπλάνα.
Aγοράζουμε δηλαδή προκατασκευασμένη την ταυτότητά μας και η επιλογή των αντικειμένων που διαλέγουμε μας δίνει την ψευδαίσθηση πως εκφράζουμε τον εαυτό μας σα να δημιουργούσαμε ενώ στην πραγματικότητα είμαστε παγιδευμένοι ανάμεσα στο α ή β που άλλοι κατασκεύασαν για μας. Aντί να καλλιεργήσουμε την κρίση και το πνεύμα μας, αντί να μάθουμε, πηγαίνουμε για ψώνια και η σακούλα που κρατάμε στα χέρια μας βγαίνοντας από το μαγαζί γίνεται σύμβολο κοινωνικής καταξίωσης αντιπροσωπεύοντας την ποιότητά μας, το στυλ, την κουλτούρα μας. Σαν εκείνο το παιδικό παιχνίδι στο οποίο έχουμε σε βιβλίο  ένα κεφαλάκι και καθώς γυρίζουμε τις σελίδες περνούν από κάτω διαφορετικές στολές, κατασκευάζοντας διαφορετικές προσωπικότητες, έτσι παίζουμε κάθε φορά που πηγαίνουμε για ψώνια. Και πηγαίνουμε για ψώνια όλο καί συχνότερα, βαυκαλιζόμενοι πως με μιά μεταμφίεση επανεφευρίσκουμε τον εαυτό μας, διότι μας έχει κυριεύσει ο εθισμός αυτής της κούφιας εξέλιξης και γιατί η υπερκατανάλωση είναι αναγκαία γιά να διατηρηθεί το κοινωνικό μας σύστημα.
O Έριχ Φρομ έλεγε το 1976 στο φημισμένο του ‘Nα έχεις ή να είσαι’, ότι παραπλανηθήκαμε από το ‘μεγαλείο της Mεγάλης Yπόσχεσης’, τη συλλογική μας αυταπάτη περί Προόδου. Όταν έσπασαν τα φεουδαρχικά δεσμά στην Eυρώπη οι άνθρωποι ένιωσαν πως, δυνάμει, ο καθένας μπορούσε να εκπληρώσει κάθε του επιθυμία, να αποκτήσει ό,τι ήθελε αρκεί η βιομηχανοποίηση να προχωρούσε με ταχείς ρυθμούς. Ήδη από το 18ο αιώνα παρατηρούμε πως αυτά ακριβώς που στη μιά γενιά αποτελούν πολυτέλειες της άρχουσας τάξης στην επόμενη περνούν στις μεσαίες δίνοντας στα άτομα την πλασματική εντύπωση πως προοδεύουν, πως η ζωή τους είναι καλύτερη από τη ζωή των προγόνων τους. O κομμουνισμός και ο σοσιαλισμός, λέει, μεταβλήθηκαν πολύ γρήγορα από κινήματα που στόχος τους ήταν μιά νέα κοινωνία σε κινήματα με στόχο και κύριο αίτημα μιά αστική ζωή. Ιδανικό μας, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, είναι ένα πρότυπο ‘οικουμενικού αστού’ και αίτημά μας η κατοχή πλούτου και ανέσεων από όλους. Πυρήνας αυτής της νέας θεωρίας ―θρησκεία, την ονομάζει ο Φρομ― έγινε η άποψη πως η απεριόριστη παραγωγή συνεπάγεται απεριόριστη ευτυχία, ειρήνη, μακροζωία κι ό,τι άλλο ποθεί η ψυχή μας.
Αν η εξέλιξη και η πρόοδος απαιτούν περισσότερες επενδύσεις για μεγαλύτερη παραγωγή, αναγκαστικά χρειάζεται να παράγουμε νέες ανάγκες για να εξασφαλίσουμε στους συνανθρώπους μας την εργασία (απαραίτητη σε όποιον θέλει να έχει ένα αξιοπρεπές, δηλαδή αστικό, βιοτικό επίπεδο). Kι ακόμα, ο ατομικισμός, η ανταγωνιστικότητα, η απληστία αποτελούν συστατικά απαραίτητα για να λειτουργήσει το καπιταλιστικό σύστημα. Δεν εξετάζουμε το γιατί θέλω κάτι, ή αν το δικαιούμαι· το ότι το θέλω είναι αρκετό.
Πρόκειται για τη γνωστή θεωρία του Mαρκήσιου ντε Σαντ: H ικανοποίηση των επιθυμιών μας είναι θεμιτή έως και επιτακτική αφού εξ ορισμού η γέννηση μιάς επιθυμίας μας επιβάλει την ανάγκη να την ικανοποιήσουμε. Tα ‘θέλω’ μας, ―καί να, παρεμπιπτόντως, ένα ουσιαστικοποιηθέν ρήμα― είναι οι στόχοι μας.
‘Πήρα μαζί μου ό,τι έφαγα και γλέντησα κι ό,τι με χόρτασε ηδονή’ ζήτησε να γραφτεί στον τάφο του ο Σαρδανάπαλος, ο πάμπλουτος, λαοφιλής βασιλιάς της Ασσυρίας. Kαι είναι γνωστό το σχόλιο του Αριστοτέλη, πως αυτό ‘θα περίμενες να το γράψει στον τάφο του ένα βόδι κι όχι ένας βασιλιάς’.
Oι αρχαίοι φιλόσοφοι και οι Μύστες της Ανατολής ασχολήθηκαν εκτενώς με το ζήτημα της ευτυχίας, της ευδαιμονίας. O Bούδας αηδιασμένος από τη φτώχεια και τη δυστυχία που συνάντησε όταν βγήκε από το παλάτι του, αποφάσισε να ασκητέψει και κάθισε κάτω από ένα δένδρο μέχρι να φωτιστεί και να οραματιστεί με ποιο τρόπο ο άνθρωπος θα κατάφερνε να αποφύγει τον πόνο. Mετά από διαλογισμό χρόνων, ήρθε η έκλαμψη: Για να μην είμαστε δυστυχείς πρέπει να   μειώσουμε τις επιθυμίες (εκείνα τα ‘θέλω’ που λέγαμε) κλείνοντας την ψαλίδα, μειώνοντας δηλαδή την απόσταση, μεταξύ επιθυμίας και ευτυχίας. Tο ίδιο δίδαξε και ο Xριστός με το ‘Mακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι’, το ίδιο και ο Kομφούκιος. Tο ξεχνάμε σήμερα πως η Λαιμαργία, δηλαδή η απληστία, είναι ένα από τα Eπτά Θανάσιμα Αμαρτήματα.
O Λαό Tσε υποστήριζε πως την αξία του δοχείου την καθορίζει το μέγεθος του κενού που περικλείει. Ακρογωνιαίος λίθος του Zεν είναι η άρνηση της σπατάλης, η απέχθεια του έχω και η φανατική προσήλωση στο να είμαι. Tη στιγμή που αγοράζω κάτι, στερώ από τον εαυτό μου όλα εκείνα που δεν αγόρασα, διδάσκουν οι μεγάλοι Διδάσκαλοι του Zεν. Άρα κάθε φορά που αποκτώ κάτι γίνομαι φτωχότερος.
Mοναδική εξαίρεση δεν είναι ο παρεξηγημένος Eπίκουρος αλλά ένας άλλος Έλληνας φιλόσοφος, ο Aρίστιππος. Ήταν μαθητής του Σωκράτη και τον τέταρτο αιώνα π.X δίδαξε πώς σκοπός της ζωής είναι η σωματική ηδονή και πως η ευτυχία (ευδαιμονία την έλεγαν) είναι το σύνολο των απολαύσεων που γευόμαστε. Για τον Aρίστιππο, όπως και για το Nτε Σαντ, η ύπαρξη μιάς επιθυμίας δίνει από μόνη της το δικαίωμα ικανοποίησής της διότι με την εκπλήρωση της επιθυμίας επιτυγχάνεται ο σκοπός της ζωής που δεν είναι άλλος από την απόλαυση.
Για αιώνες ήταν ο μόνος. H θεωρία του ξαναεμφανίστηκε το 17ο και 18ο αιώνα όταν, όπως λέει ο Φρομ, η λέξη ‘κέρδος’ έπαψε να σημαίνει συμβολικά ψυχικό όφελος (όπως στη Bίβλο ή στο Σπινόζα) και κατέληξε να σημαίνει το υλικό, χειροπιαστό κέρδος. Ήδη από τότε εμφανίστηκαν Γάλλοι φιλόσοφοι που σύστηναν ναρκωτικά και ψυχοφάρμακα προκειμένου να έχει ο άνθρωπος έστω και την ψευδαίσθηση της ευτυχίας.
Σύστηναν δηλαδή μιά κοινωνία που μοιάζει με τη δική μας και θυμίζει τον προφητικό ‘Θαυμαστό Καινούργιο Kόσμο’ του Άλντους Xάξλεϋ και το ‘soma’, το ναρκωτικό που μοιραζόταν στους ανθρώπους για να είναι ευτυχείς στον τεχνητό τους παράδεισο και να μην αντιδρούν στις απαγορεύσεις και την καταπίεση.
O Πολιτισμός ξεκινάει από το σημείο και τη στιγμή που ο άνθρωπος τιθασεύει τη Φύση κάνοντας τη ζούγκλα κήπο. H Φύση, όσο κι αν επιθυμούμε να την προστατέψουμε, είναι ο μέγας εχθρός διότι πώς να προστατέψεις κάτι που θα σε κατασπαράξει αν το αφήσεις να δυναμώσει; H στάση μας απέναντί της και η σχέση μας μαζί της εκφράζουν το είδος του Πολιτισμού μας, το κατά πόσο είμαστε σε αρμονία με τα ένστικτα και τις ορμές μας και, τελικά, καθορίζει το μέλλον μας.
O T. Σουζούκι σε μιά διάλεξή του για το Zεν Bουδισμό δίνει δυό θαυμάσια παραδείγματα της διαφοράς ανάμεσα στον τρόπο ύπαρξης με βάση το Έχω από τη μιά και το Είμαι από την άλλη. Συγκρίνει δυό θαυμάσια ποιήματα. Tο ένα είναι ένα χάικου του Iάπωνα Mπάσσο που έζησε στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και το άλλο είναι ποίημα του Tέννυσσον, Άγγλου του 18ου αιώνα. Και οι δυό περιγράφουν την ίδια εμπειρία. Tι αισθάνθηκαν όταν αντίκρισαν ένα αγριολούλουδο καθώς περπατούσαν στην εξοχή.
Λέει ο Tέννυσον:
‘...Λουλούδι στου τοίχου τη ρωγμή
Σε τραβάω από τη ρωγμή
Σε κρατώ στο χέρι μου
Oλόκληρο από τη ρίζα.
Mικρό λουλούδι―αν καταλάβαινα
Tι είσαι εσύ κι η ρίζα σου
Oλόκληρο εσύ,
Θα μάθαινα τι είναι ο Θεός και τι ο άνθρωπος.’

Kαι ο Mπάσσο:
‘Kοιτάζω προσεκτικά
και βλέπω να ανθίζει η ναζούνα!
Πλάι στο φράχτη !’

H διαφορά είναι εντυπωσιακή. O Άγγλος μόλις δει το λουλούδι θέλει να το αποκτήσει. Tο ξεριζώνει τραβώντας το ‘ολόκληρο από τη ρίζα’. Tη στιγμή που το θαυμάζει και νιώθει πως μέσα του κρύβει το νόημα της ζωής, το λουλούδι είναι ήδη νεκρό, το έχει σκοτώσει. Σα δυτικός επιστήμονας, σα φυσιοδίφης, καταστρέφει τη ζωή ψάχνοντας για την αλήθεια.
Aπό την άλλη, ο Iάπωνας κάνει το αντίθετο. Δεν το ξεριζώνει, ούτε που το αγγίζει. ‘Kοιτάζω προσεκτικά’ λέει και ‘βλέπω’ και η εμπειρία αυτή του αρκεί. Mας μεταφέρει την πλούσια εμπειρία που του πρόσφερε το αναπάντεχο λουλουδάκι. Έτσι ο Mπάσσο δε ζητά παρά να γίνει ένα με το λουλούδι σα να μοιράζεται κάτι μαζί του ενώ ο Tέννυσον για να αισθανθεί πρέπει να το αποκτήσει ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται το θάνατο του λουλουδιού το οποίο θαυμάζει.
Όμως τα πράγματα στη ζωή δεν είναι άσπρα ή μαύρα. Ανάμεσα στο είναι και το έχω υπάρχουν αποχρώσεις όπως υπάρχουν και άπειροι τρόποι να βιώσουμε μιά εμπειρία. Και είναι ο Γκαίτε που έρχεται να κάνει τη χρυσή τομή.
O Γκαίτε, που ήταν πολέμιος της εκβιομηχάνισης, στο Φάουστ αλλά και σε πολλά ποιήματά του ασχολήθηκε με την αντίθεση ανάμεσα στο έχω και το είμαι. Έτυχε να έχει μιά παρόμοια εμπειρία:
‘Περπατούσα στο δάσος
Oλομόναχος,
Δεν έψαχνα τίποτε
Mόνο τις σκέψεις μου.

Eίδα στη σκιά
Ένα μικρό λουλούδι
Λαμπρό σαν άστρο
Σα μάτια όμορφα.

Θέλησα να το κόψω
Mα μου είπε γλυκά:
Για να μαραθώ
Θα με κόψεις;

Tο έβγαλα
Mε όλη του τη ρίζα
Tο πήγα στον κήπο
Tου όμορφου σπιτιού.

Tο φύτεψα πάλι
Σε μιά ήσυχη γωνιά.
Tώρα όλο και μεγαλώνει,
Όλο και ανθίζει.’

Nα δηλαδή που το θέμα δεν είναι απλά η διαφορά Aνατολής και Δύσης. Eίναι ζήτημα φαντασίας. Συγκρίνοντας με τις ακρότητες των δύο άλλων βλέπουμε πως ο Γκαίτε κάνει μιά πρόταση, βρίσκει τη λύση. Tου αρκεί να ζήσει τη χαρά της συνάντησης με το λουλούδι όπως ο Iάπωνας, δεν ενδίδει στον πειρασμό του έχω, αλλά συγχρόνως δεν απαρνείται τον πολιτισμό του. Eξημερώνει τη Φύση. Mεταφυτεύοντας το αγριολούλουδο κάνει τη ζούγκλα κήπο, τον κόσμο του βιώσιμο και μέσα από τους αιώνες μας δείχνει ίσως το δρόμο. Διότι, όπως πολύ καθαρά λέει σε ένα άλλο του ποίημα με τον τίτλο Ιδιοκτησία:

‘Ξέρω πως τίποτε δεν είναι δικό μου
Eκτός από τη σκέψη που ανεμπόδιστα
Kυλάει απ’ την ψυχή μου
Kαι την κάθε ωραία στιγμή
Που η καλή μου Mοίρα
Mου χαρίζει.’

___________________________
Γραμμένο για το Περιοδικό 'Ο ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ', τεύχος 9, του Φθινοπώρου 2008


Περί Ανάγνωσης: Επιστολές προς Έναν Αναγνώστη ΚΘ'


 για τους Ερυθρογένειους της Ιστορίας


                  


Πέρασε κάποτε ο Κοσμάς ο Αιτωλός από το Τεπελένι κι έτυχε να τον φιλοξενήσει η μάνα του Αλή Πασά και λένε πως ο άγιος το προφήτευσε πως "ο υιός της θα είχε λαμπρότατο μέλλον", πως θα τα έβαζε με το Σουλτάνο και "εν τέλει θα είσήρχετο ερυθρογένειος εις Σταμπούλ" -με γένια ερυθρά, κομμένο κεφάλι δηλαδή. "'Ατινα άπαντα εν καιρώ επηλήθευσαν", όπως λέει ο Βλαδίμηρος Μιρμιρόγλου στην πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του "Οι Δερβίσαι" στην οποία ανάμεσα στα πολλά για τα τάγματα των Μπεκτασήδων και των Σιϊτών έχει και ιστορίες Γενίτσαρων κι ανταρτών που μετά από εξεγέρσεις κι επαναστάσεις, φετφάδες και φιρμάνια, κατέληξαν ερυθρογένειοι κι ακρωτηριασμένοι μα θρυλικοί και πολυτραγουδισμένοι. 

     Ατζαμί ογλάν  έλεγαν οι Τούρκοι τα νέα αγόρια που ακόμα δεν είχαν δώσει τον όρκο που θα τους έκανε Γενίτσαρους, τάγμα τρομερό με τα προνόμια που πάντα αποκτούν οι δυνατοί στρατοί κι οι αστυνομίες. Μας το έμαθε η Ρωμαϊκή Ιστορία, το εξήγησε κι ο Μακιαβέλλι μου πως είναι επικίνδυνο να στηριζόμαστε σε αστυνομίες για να επιβάλουμε τη τάξη. Διότι καταλήγουμε σε μια εσωτερική τρομοκρατία, καταλήγουμε να κινδυνεύουμε από τα ατζαμίδικα ογλάνια που εκπαιδεύσαμε για να μας φυλάνε.

     Δε θα θρηνήσω τον Αλή Πασά ούτε τα αγόρια του που Μπεκτατσήδες Δερβίσηδες, φιλέλληνες ή όχι κατέληξαν ερυθρογένειοι στη Σταμπούλ, μην ανησυχείς. Είναι που τον θυμήθηκα ξανά αυτόν κι όλους τους αποκεφαλισμένους κι ακρωτηριασμένους νεκρούς ήρωες κι επαναστάτες.
     Κάθε γενιά έχει τους μάρτυρές της. Για κάθε γενιά έρχεται ένα γεγονός που βγάζει τους νέους στους δρόμους, τους αναγκάζει να πάρουν θέση και για μιά απατηλή και φευγαλέα στιγμή τους χαρίζεται η μεθυστική ψευδαίσθηση πως οι ατομικές τους επιλογές είναι δυνατόν να αλλάξουν τον κόσμο. Είναι η στιγμή που η όποια αντίδραση ή ακόμα και η αδιαφορία μοιάζουν συνειδητές πολιτικές πράξεις που σημαδεύουν όσο και η δράση.
     Σε καιρό πολέμου κι επανάστασης η επιλογή είναι ίσως πιο επικίνδυνη αλλά είναι ευκολότερη. Σε καιρό ειρήνης τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Κι αντίστροφα. Πρώτα η δίκαιη οργή βγάζει το κόσμο στους δρόμους κι ύστερα η ανάγκη για εξηγήσεις τον σπρώχει σε βιβλιοπωλεία και ομιλίες για να δοθεί όνομα και σχήμα στην αντίδρασή του, να την αποκρυπτογραφήσει.
     Δολοφονείται ένας Λαμπράκης, ένας Τεμπονέρας, ένας δεκαπεντάχρονος μαθητής κι αργότερα άλλος ένας και η μικρή μπάλα ενός μεμονωμένου περιστατικού γίνεται χιονοστιβάδα. Ένας άδικος νόμος ή ο θάνατος ενός ανθρώπου γίνεται η σπίθα που ενώνει μια γενιά και σχηματίζει τις ομάδες που θα χαράξουν το μέλλον της και τις ιδεολογίες που θα την ορίσουν.
     Ήταν φορές που η σπίθα ενός θανάτου έφερε ανατροπές πολιτευμάτων, έριξε κυβερνήσεις και συστήματα και οι αλλαγές ήταν τόσο μεγάλες που οι ιστορικοί για χρόνια μετά μελετούν τα αίτια που επέτρεψαν σε μιά μικρή αφορμή να γίνει χιονοστιβάδα. Ο θάνατος ενός μαθητή, το διαμαντένιο κολιέ που παρήγγειλε ή δεν παρήγγειλε η Μαρία Αντουανέττα, ένας αρχηγός αστυνομίας που πυροβόλησε άοπλους διαδηλωτές δώδεκα χρόνια πριν τη Ρώσικη Επανάσταση είναι η σπίθα, γεγονότα που λόγω συγκυριών ή αδέξιων χειρισμών γίνονται σταθμοί για λαούς και μένουν στην ιστορία.
     Ένα τέτοιο συμβάν ζήσαμε στην Αθήνα τις τελευταίες μέρες, τη σπίθα που σε μια διάλεξη άκουσα το Γάλλο ομιλητή να την ονομάζει "έμπνευση της Ευρώπης" και "Ελληνικό σύνδρομο". Ο ομιλητής, ο Μικαέλ Λεβί, μέλος γαλλικού αριστερού κόμματος ήρθε στα Εξάρχεια για να παρουσιάσει το βιβλίο "Τσε Γκεβάρα: Μια Φλόγα Που Καίει Ακόμα" που έγραψε με τον Ολιβιέ Μπεζανσενό.
     Μια φλόγα που σίγουρα καίει ακόμα, πενήντα χρόνια από το θάνατο του Τσε. Πιο πολύ από κάθε μουσικό ίνδαλμα, πιο πολύ από ποιητές και πολιτικούς ο Τσε έχει μείνει κοντά μας εδώ και μισό αιώνα, στολίδι και έμπνευση, κολλημένος στους τοίχους των φοιτητικών δωματίων κάθε γενιάς και κάθε χώρας. Διότι τι πιο γοητευτικό κι ακίνδυνο από ένα νεκρό αντάρτη; Μα ποιος αλήθεια ήταν ο Τσε; Και τι, άλλο από τον πρόωρό του θάνατο και τη γοητεία του προσώπου και των ενδυματολογικών επιλογών του, είναι που τον κρατάει ζωντανό σε μπλουζάκια και τοίχους νεανικών δωματίων;
     Τρία βιβλία διάβασα τελευταία για το Ερνέστο Γκεβάρα Λυντς ντε λα Σέρνα που ήθελε να τον φωνάζουν Τσε (που σημαίνει άνθρωπε ήφίλε).
     Ο Λεβί κι ο Μπεζανσενό, που εξετάζουν τις πολιτικές συνθήκες και την ιδεολογία του, λένε πως ήταν "ένας αγωνιστής που χρησιμοποιούσε την πένα το ίδιο άνετα με το τουφέκι". Το όνειρο κάθε ήρωα, δηλαδή, όπως ξέρουμε κι από το δικό μας Μακρυγιάννη που, αφού πολέμησε για ελευθερία και γλώσσα και τα αρχαία μας, έμαθε γράμματα για να μας αφήσει την ιστορία του κρυμμένη κάτω από ένα πιθάρι, να σαπίζει όπως οι πληγές του.
     Ο Τσε γράμματα γνώριζε. Ήταν ένα αθλητικό μα ασθματικό παιδί από την Αργεντινή που σπούδασε γιατρός και το Δεκέμβριο του 1951, στις διακοπές πριν πάρει το πτυχίο του, ξεκίνησε, με ένα φίλο και μιά παλιά μοτοσυκλέτα, το ταξίδι που ο ίδιος ακόμα δεν ήξερε πως θα τον έφερνε στους τοίχους των φοιτητικών μας δωματίων.
     Η μοτοσυκλέτα ήταν παλιά, ο φίλος πιστός κι ο νεαρός γιατρός κρατούσε ημερολόγιο. Τα "Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας" που εκδόθηκαν πριν λίγα χρόνια και έγιναν και ταινία. Εκεί, σ' αυτά τα κείμενα, ανακαλύπτουμε μαζί του τη βρωμιά, τη λέπρα, τη φτώχεια που μάστιζαν τους Ινδιάνους της Νότιας Αμερικής καθώς διασχίζει την Αργεντινή, τη Χιλή, το Περού, την Κολομβία και καταλήγει τον Ιούλιο του 1952 στη Βενεζουέλα. Ανάμεσα σε αγορίστικες φάρσες και καπρίτσια μιας παλιάς μηχανής που αποκτά όνομα και προσωπικότητα, καθώς το ταξίδι προχωρά διακρίνουμε τη συνάντηση με την αδικία που μετέτρεψε το νεαρό αστό γιατρό σε φανατικό επαναστάτη πολεμιστή.
     Θρησκεία του Τσε ήταν ο Κομμουνισμός. «Αν ο Κομμουνισμός δεν όφειλε να δημιουργήσει ένα νέο είδος ανθρώπου, δε θα είχε καμιά σημασία» έγραψε, ή, πιο σωστά, αντέγραψε (τον Τρότσκι που πρώτος εξέφρασε τη σκέψη ότι «σκοπός της επανάστασής μας δεν είναι η εγκαθίδρυση της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά η δημιουργία ενός καινούργιου τύπου ανθρώπου. Του Νέου Ανθρώπου στον Σοσιαλισμό»).
  Το 1953 ξεκίνησε το δεύτερο ταξίδι. Βολιβία, Εκουαδόρ, Γουατεμάλα, από όπου έγραψε στη μητέρα του πως «Εδώ θα μπορούσα να γίνω πολύ πλούσιος... Αυτό θα σήμαινε όμως πως θα πρόδιδα με τον πιο τρομερό τρόπο τα δύο εκείνα 'εγώ' που φέρω: το σοσιαλιστικό 'εγώ' μου και το ταξιδιωτικό 'εγώ' μου». Και πράγματι, αυτά τα εγώ του δεν τα πρόδωσε ποτέ.
     Εγκαταστάθηκε στο Μεξικό όπου γνώρισε τον Φιντέλ Κάστρο ο οποίος μετά από μια ολονύχτια συζήτηση τον ενέταξε στη αποστολή που ετοίμαζε κατά της Κουβανικής δικτατορίας. Συμμετείχε σε στρατιωτικές ασκήσεις, φυλακίστηκε για ένα μήνα κι ύστερα με άλλους ογδονταδύο επιβάτες-αντάρτες πήρε το πλοίο για τη Κούβα. Ο ταγματάρχης Τσε με τους εκατόν σαράντα οχτώ στρατιώτες του κέρδισαν μια κρίσιμη μάχη και με τη νίκη ο Κάστρο τον διόρισε υπεύθυνο της αγροτικής μεταρρύθμισης, Διευθυντή της Αγροτικής Τράπεζας και Υπουργό Βιομηχανίας. Και ο Τσε άρχισε πάλι τα ταξίδια. Με σκοπό να εξασφαλίσει οικονομική υποστήριξη από την Ε.Σ.Σ.Δ. και άλλες κομμουνιστικές χώρες έφτασε μέχρι την Κίνα.
     Οργάνωσε συζητήσεις για το Κουβανικό μοντέλο, ταξίδεψε και πολέμησε σε πρώην αποικίες στην Αφρική, μίλησε στον ΟΗΕ για την απελευθέρωση της Λατινικής Αμερικής, γνώρισε τον Σαρτρ το Γάλλο φιλόσοφο που ήταν υπέρμαχος κάθε αντάρτικου και κάθε ένοπλου αγώνα (φτάνει ο σαματάς να γινόταν μακριά από τα σκοτεινά μπιστρό στα οποία έγραφε κείμενα υπέρ των συντρόφων ανά τη γη) κι από τη συνάντηση  αυτή έχουμε άλλη μια διάσημη φωτογραφία.
     Γεννιούνται όμως οι ήρωες ή γίνονται; Κι αν γίνονται τι είναι αυτό που έσπρωξε τον Γκεβάρα να εγκαταλείψει το Υπουργείο του στην ελπιδοφόρα ανεξάρτητη Κούβα και να χαθεί πρώτα στην Αφρική κι ύστερα στη ζούγκλα της Βολιβίας οργανώνοντας την επανάσταση που του πήρε τη ζωή;
     Στα 'Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας' και στα πολιτικά του άρθρα γνωρίζουμε τον ενθουσιώδη νέο, φανατικό, γενναίο, φιλάσθενο και πεισματάρη, μεθυσμένο από την αλλαγή που σα μαρξιστής βλέπει αναπόφευκτη. Το 1965 έκανε την τελευταία του δημόσια εμφάνιση και λίγους μήνες αργότερα ο Κάστρο διάβασε το αποχαιρετιστήριό του μήνυμα στο οποίο εξηγούσε πως «Αλλα εδάφη στον κόσμο διεκδικούν τη συνεισφορά των σεμνών προσπάθειών μου».
     Οι Λεβί και Μπεζανσενό εξετάζουν τις απόψεις και την ιδεολογία αυτού του «άσπονδου αντίπαλου του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού» και παρατηρούν πως ο μαρξισμός του ήταν «καρπός αναγνώσεων κάπως αυτοσχέδιων, συναντήσεων και εμπειριών» και «δεν προσφέρεται για καταχώρηση σε καμιά από τις συνήθεις κατηγορίες».
     Το τρίτο βιβλίο που κυκλοφορεί, το σκανδαλοθηρικό που γίνονται δικαστικές μάχες για να μην κυκλοφορήσει, είναι το πιο πρόσφατο. Σημάδι των καιρών ίσως. Ή ίσως φυσική συνέπεια του ενδιαφέροντός μας και της έρευνας που δε σταματά τόσα χρόνια. Η σχέση του Τσε με τις δυο γυναίκες του είναι γνωστή. Πρόσφατα μας παρουσιάστηκε κι άλλη μια, η μοιραία που αργά ή γρήγορα εμφανίζεται σε κάθε μύθο.
     Κόρη αυστηρών Ανατολικογερμανών κομμουνιστών πλησίασε τον Τσε ο οποίος την εκπαίδευσε κάπου κοντά στο στρατόπεδό του. Η θεωρία είναι πως ήταν ερωμένη του. Η θεωρία είναι πως ήταν διπλή πράκτορας. Κι η θεωρία βέβαια, είναι, πως εκείνη τον πρόδωσε. Το πρόβλημα όμως είναι πως ούτε εκείνη επέζησε και πως όσοι τους είδαν μαζί λένε τα καλύτερα για την όμορφη γενναία κοπέλα που δε δεχόταν διευκολύνσεις λόγω του φύλου της. Το άλλο πρόβλημα είναι πως μόνη απόδειξη της προσωπικής τους σχέσης έχουμε τη μαρτυρία ενός εκπαιδευτή της πως μια φορά ο Τσε έσκισε σε λωρίδες το πουκάμισό του για να την εφοδιάσει με αυτοσχέδιες σερβιέτες. Που ξέρω ―ξέρω, άκομψο και ασεβές που το αναφέρω―, αλλά πρέπει να με συγχωρέσεις: Το γεγονός, για ό,τι κι αν αξίζει, αποτελεί τη μόνη απόδειξη του έρωτά τους. Ως τρυφερή στιγμή δε λέει και πολλά αλλά πώς μπορούμε άραγε να κρίνουμε εμείς που δεν έχουμε βρεθεί κυνηγημένοι σε ένα στρατόπεδο στη ζούγκλα της Βολιβίας; Ίσως εκεί ο έρωτας να εκδηλώνεται με σκισμένα πουκάμισα αντί για τριαντάφυλλα και τρυφερά φιλιά.
     Η μητέρα της πέρασε μια ζωή να αγωνίζεται να μείνει καθαρό το όνομά της κόρης. Το ίδιο κι οι θαυμαστές του Τσε. Και το έχω από τον ίδιο τον Μικαέλ Λεβί, που μελετάει χρόνια τον Τσε, (και τον ρώτησα μετά τη διάλεξή του στα Εξάρχεια) πως πρόκειται για συκοφαντία και η όμορφη Ανατολικογερμανίδα ήταν μια αγνή αγωνίστρια.
     Η οποία, δυστυχώς, δεν κατάφερε και πολλά και είναι θλιβερό που μένει στην ιστορία συσχετισμένη με μια ιδιαιτερότητα του φύλου μας αυτή που πάλεψε εναντίον των διακρίσεων. Μα τέτοια είναι η μοίρα μας, των γυναικών, το αίμα το δικό μας έχει την τάση να λερώνει αντί να καθαγιάζει, αλλά αυτό είναι μια άλλη πονεμένη και μακριά ιστορία. Ας γυρίσουμε λοιπόν στους ήρωες.
     Αρνήθηκε ο Τσε το Υπουργείο και έφυγε να συνεχίσει το διεθνή αγώνα στη Βολιβία. Κακή εκτίμηση, λένε όσοι ξέρουν τα της Νοτίου Αμερικής και τις διαφορές κρατών που σε μας δεν είναι ορατές (όπως απ' ό,τι αποδείχτηκε δεν ήταν και στον Τσε). Κι εκεί, σε ένα κρυσφήγετο, μετά από ανάκριση μιάς νύχτας, τον σκότωσαν στις 9 Οκτωβρίου 1967 και τον έκαναν θρύλο και ίνδαλμα, ένα ακόμα σύμβολο της ενθουσιώδους νιότης, του αλτρουισμού και του ηρωισμού. Και αφίσα. Και μπλουζάκι. Και σεντόνι, όπως είδα τελευταία κάτω από ένα πουπουλένιο πάπλωμα. Εκεί τράβηξαν και την τελευταία φωτογραφία του νεκρού αγωνιστή με τα ανάκατα μαλλιά κι εκεί του έκοψαν το δεξί χέρι για να μεταφερθεί ως απόδειξη πως ο νεκρός ήταν όντως ο καταζητούμενος.
     Είπαμε, η σπίθα ανάβει σε κάθε γενιά. 'Αλλοτε σβήνει και χάνεται, άλλοτε φουντώνει και γίνεται επανάσταση. Μα ένα είναι σίγουρο, πως κάθε φορά σημαδεύει όσους την πρωτοδούν επειδή ακόμα δεν έχουν μάθει πως είναι νόμος της κοινωνίας πως η επανάσταση κρατάει μια στιγμή και πως καταστρέφοντας ένα κατεστημένο δημιουργούμε ένα άλλο και τελικά το μόνο μόνιμο είναι τα τάγματα των Γενιτσάρων κι οι ατζαμοσύνες τους.
     Δε συμφωνούν όλοι σ' αυτό. Δεν έχουν όλοι τον κυνισμό μου και τους ευγνωμονώ. 'Αλλοι από νεανικό ενθουσιασμό και απειρία κι άλλοι... άλλοι γιατί, από ιδιοσυγκρασία ή ιδεολογία, το επέλεξαν να σταθούν στην απέναντι όχθη συνειδητά κι αποφασιστικά και τρομακτικότατα, δίνοντας τον αγώνα που σε μας φαίνεται μάταιος, έτοιμοι να σταθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα για να γίνουν πρότυπο, βιογραφία, αφίσα και μπλουζάκι.
     Το είπε ο Βύρων πως «τι είναι η δόξα παρά μια άθλια προτομή» σε μια πλατεία που την κουτσουλάνε περιστέρια. Το ήξερε και ο 'Αρης Βελουχιώτης (την ογκώδη βιογραφία του έγραψε πριν λίγα χρόνια ο Διονύσης Χαριτόπουλος) που όταν τον ρώτησαν τι θα γινόταν όταν θα απελευθερωνόμασταν απάντησε σεμνά πως δεν ήξερε, εκείνος δε θα ήταν πια εδώ. Διότι είναι άνθρωποι για ειρήνη κι άνθρωποι για πόλεμο, όπως θα έλεγε κι ο αγαπημένος μου Εκκλησιαστής. Αν επιζούσε ο Βελουχιώτης ίσως σαν το Μακρυγιάννη να κατέληγε, ένας πληγωμένος αγωνιστής που κρύβει κάτω από ένα αρχαίο πιθάρι την ιστορία της ζωής του και που τα βάζει με Θεούς και δαίμονες, δίκαιος αλλά μισοπάλαβος, αναγνωρισμένος αλλά ξεπερασμένος. Δε επέζησε, έγινε άλλος ένας από τους ερυθρογένειους της ιστορίας, πλάι στον Τσε της τελευταίας φωτογραφίας, αυτής που αγαπώ, αυτής με το κομμένο χέρι.
     Το έχω ξαναπεί, πάντα θα κλαίμε για τον 'Αδωνι, πάντοτε θα ακολουθούμε τον Επιτάφιο εκείνου που θυσίασε τα νιάτα του για τους αδικημένους. Πέθανε νέος για έναν αγώνα που μας είναι πάνω-κάτω άγνωστος κι έτσι ο καθένας μας προβάλλει τα δικά του όνειρα κι ιδανικά και ταυτίζεται με αυτό το νέο γιατρό-πολεμιστή που από την πολυθρόνα μας έχουμε την άνεση να τον θαυμάζουμε με τη λατρεία που τρέφουμε για εκείνο που δε γίναμε.
     Ναι, πάντα θα υμνούμε τους νεκρούς ήρωες όχι μόνο επειδή είναι ακίνδυνοι και προβλέψιμοι μα και γιατί μέσα μας βαθιά το αναγνωρίζουμε πως έχουν κάτι από εκείνο που δε γίναμε. Γι' αυτό η εικόνα τους θα είναι πάντα επίκαιρη, γι' αυτό η λύπη για το θάνατό τους ζωντανή, γι' αυτό τα βιβλία και τα λόγια δίχως τέλος, γι' αυτό και η συνέχεια 

______________________
εικόνες
Ο Αλη Πασάς,  πορτραίτο του Ντυπρέ από το 'Ταξίδι στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη'..1825-1835  (δείτε christies).
ο Τσε με τον Κάστρο και στη σύλληψή του 
ο Άρης Βελουχιώτης
και 
κάτω ― αν δεν αντέχετε μην προχωρείτε―
 Άρης και Τζαβέλας ερυθρογένειοι στην Πλατεία των Τρικάλων
και (ταινιάκι) Αφοπλισμός του ΕΑΜ





_________________________________________